Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Το προσφυγόπουλο και η μεσάλα του.


Δεν ξέρω πως τα ταίριαξε έτσι ο Θεός και είμαστε στην ίδια οικογένια τρείς Δημητράδες. Ο παππούς, ο πατέρας κι εγώ. Όπως είναι φυσκικό, τον Άγιο Δημήτριο τον έχουμε σε μεγάλη ευλάβεια και τον θεωρούμε προστάτη στο σπιτικό μας. Μάλιστα η ημέρα της γιορτής του είναι για μας κάτι παραπάνω απο εθνική γιορτή.

Τον παππού, όλοι όσοι τον γνωρίζουν , τον φωνάζουν Δημητράκη. Έτσι τον φώναζε η μάνα του, έτσι συνήθισε η γιαγιά μου και όλοι οι άλλοι. Απο τα έξι εγγόνια που έχει, έεώ είμαι ο μεγαλύτερος. Εκείνος όμως εξαιρέσεις  στην αγάπη δεν κάνει. Πάντα τη μοιράζει απλόχερα σε όλους.

Απο τότε που θυμάμαι τον παππού, θυμάμαι και τη μεσάλα του. Όποτε καθόταν στο τραπέζι για φαγητό, καθημερινές ή γιορτές, ο παππούς θα έβαζε πρώτα στο λαιμό τη μεσάλα. Αυτή ήταν μια μεγάλη μπλέ υφαντή πετσέτα  με άσπρες και κόκκινες ρίγες, που είχε σχεδόν λιώσει απ' την πολυκαιρία. Η γιαγιά πολλές φορές , όταν ήταν μέρα γιορτινή ,έβαζε δίπλα του μια άσπρη πετσέτα. Μόλις την έβλεπε, φώναζε:
-Γεωργία, τη μεσάλα!
-Γιορτή σήμερα, Δημητράκη μου.

-Ένα παραπάνω , αφού είναι γιορτή να την τιμήσουμε κιόλας.
Την  παίρνει στα χέρια του, τη φιλά και μετά τη βάζει στο λαιμό του. Θυμάμαι πως πέρισι ανήμερα του Αγίου Δημητρίου δεν άντεξα και τον ρώτησα:
-Μα, τέλος πάντων, παππού, γιατί αυτή την πετσέτα την έχεις σαν τα άγια των αγίων;
-Δημητράκη , δεν είσαι μόνο εσύ που δεν μπορεις να καταλάβεις. Μα και οι μεγάλοι νομίζουν ότι ξεμωράθηκα. Έτσι δεν είναι; Εμένα όμως μου δίνεις την ευκαιρία,  μια και είμαστε σήμερα όλοι μαζί, να σας πω την ιστορία της. Κι όσοι την έχουν ακούσει, ας την ξαναθυμηθούν. Όλοι ξέρετε ότι ήμουν μικρό παιδί , προσφυγόπουλο, όταν ήρθα με την οικογένεια μου απο τη Σμύρνη. 'Ισως ήμασταν απο τις λίγες οικογένειες που δε χάθηκε κανείς. Τόσα, χρόνια, βέβαια , πολλά έχουν γραφτεί και πολλοί έχουν μιλησει για τον αιματοβαμμένο Αύγουστο του 1922.
-Εμάς, παππού, μας μιλησαν και στο σχολείο για τις "χαμένες πατρίδες", λέει η μικρότερη εγγονή του, η Γιωργίτσα.
-Ποτέ , παιδιά μου, να μη λέτε χαμένες . Αξέχαστες , ναι, Χαμένες, ποτέ! Η Σμύρνη ήταν το καμάρι της Μικράς Ασίας. Μια πολιτεία ζηλευτή. Είχε χριστιανικό πληθυσμό περισσότερο απο το μουσουλμανικό. Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας είχαν όλο το εμπόριο στα χέρια τους.   Ακόμη όμως και ο γεωργός ήταν άριστος και ο τεχνίτης ο καλύτερος. Γιατί αγαπούσαν τη δουλειά που έκαναν . Είχαν μεράκι. Τη λέξη "βαριέμαι" δεν τήν ήξεραν. Σήμερα τα καημένα τα παιδιά αλλάζουν ένα σωρό δουλειές και καμιά δεν τους ταιριαζει. Δε φταίνε οι δουλειές, φταίει που έλειψε η αγάπη και το μεράκι. Ας είναι,...Λοιπόν , εκεί στη Σμύρνη γεννήθηκα και μεγάλωσα. Η  μάνα μου, Θεός σχωρές την , έλεγε ότι τόσο ξαφνικά έγιναν όλα, που ακόμη και το φαγητό άφησε στη φωτιά. Πόσες φορές δε μας είχε διηγηθεί αυτή την ιστορία. Μέχρι που γέρασε και την πήρε ο θεός, όποτε τα έλεγε, έκλαιε.

"Ξέχνα τα μάνα", της λέγαμε, "ξέχνα τα".

"Όχι παιδάκι μου, ούτε κι εσέις να ξεχάσετε, γιατί όποιος ξεχνάει, την ξαναπαθαίνει".
Εδώ  ο παππούς σταματάει , πίνει δυο γουλιές νερό και συνεχίζει:
-Όταν έγινε το μεγάλο κακό, ήμασταν στο σπίτι μόνοι. Ο πατέρας έλειπε. Άρπαξε η μάνα μας βιαστικά ο,τι χρήματα και χρυσαφικά είχε και τα έβαλε στην τσέπη του μεγάλου μας αδεφρού, του Γιάννη. Ήταν τότε δώδεκα χρονών. Εκείνη πήρε στην αγκαλιά της το εικόνισμα του Άι-Δημήτρη και με το άλλο χέρι έπιασε εμένα, που ήμουν τότε τεσσάρων χρόνων. Οι δύο αδελφές μου, λίγο μεγαλύτερες, γαντζώθηκαν πανών στη φαρδιά της φούστα.
Βγήκαμε έξω . Οι δρόμοι ανθρώπινα ποτάμια  που κατρακυλούσαν στη θάλασσα. Μας παίρνει κι εμάς το ποτάμι. Τα πρόσωπα παραμορφωμένα απο το φόβο. Στον αέρα ένα ουρλιαχρό πανικού. Να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Προς τα που να πας να σωθείς; Πίσω φωτιά και μαχαίρι, μπρός η θάλασσα. Και το να πνιγείς, κέρδος. Τέτοιες ώρες ακόμα και ο θάνατος είνα λύτρωση. Ξαφνικά, ένας Τούρκος αρπάζει το Γιάννη μας. Σηκώνει τη χατζάρα του. Η μάνα παρατάει εμάς και ορμάει πάνω του. Με μια δυνατή κλοτσιά τη ρίχνει κάτω.
"Παναγιά μου!", φωνάζει. "Άι-Δημήτρη, σώσε μας!"
 
Η χατζάρα κατεβαίνει με δύναμη και κόβει τη βαριά τσέπη στο παντελόνι του αδελφού μου. Αρπάζει ο Τουρκος τα χρυσά και φεύγει.
Ήταν τέτοιο το ουρλιαχτό της μάνας και οι τσιρίδες οι δικές μας , που φαίνεται ακούστηκαν ίσαμε τον ουρανό. Τα πόδια μας λύθηκαν κι άλλο δε μας βαστούσαν.
Μας τράβηξε η μάνα σε μια άκρη μη μας ποδοπατήσουν και σωριαστήκαμε κάτω.

Έτσι μας βρήκε ένας φίλος του πατέρα μας που έψαχνε να βρεί τη γυναίκα του και τα παιδία του.

Αυτός μας βοήθησε με κάτι γνωριμίες που είχε να μπούμε σε πλοίο.

"Έλα μαζί μας, Μιχάλη",του λέει η μάνα μας.

"Εάν δεν τους βρω, δε φεύγω".

"Αν δεις το Νικόλα, πες του πως έφυγα".


"Ο Θεος μαζί σας".

Όσο ζούσε η μάνα, πάντα τον μνημόνευε και με τους ζωντανούς και με τους πεθαμένους. Ποτέ δε μάθαμε τι απέγινε αυτός ο άνθρωπος.

Καθώς προχωρούσαμε, σκοντάφτω πάνω σ' ένα μικρό μπογαλάκι, Σκύβω ο πιάνω και το σέρνω πίσω μου. Για την ηλικία μου ήταν  κάτι βαρύ.

"Ασ'το , Δημητράκη μου, ασ' το κάτω", μου φώναξε η μανα. Εγώ όμως που ν'ακούσω. Το κρατούσα σφιχτά και το έσερνα.

Πως μπήκαμε στο πλοίο, μόνο ο Θεός το ξέρει. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ανθρώπους και πράγματα. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Με χίλιους κόπους βρήκε η μάνα μια ακρούλα. Κάθισε κάτω, μας μάζεψε γύρω της και μας σκέπασε με τα χέρια της. Ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να καταλάβω τόσο τον κίνδυνο. Απο το πολύ κλάμα μισοκοιμηθήκαμε στην αγκαλιά της. Εκείνη, οπως μας είπε αργότερα, συνεχώς προσευχόταν και παρακαλούσε τον Άι-Δημήτρη να σώσει τον πατέρα μας. Ο  πρώτος που ξύπνησε απο την πείνα ήμουν εγώ.

"Μάνα , πεινάω"

"Κι εγώ"

"Κι εγώ , μάνα"

"Κι εγώ".

Εκείνη η φουκαριάρα κοίταξε σαστισμένη γύρω της. Ίσως ήταν το μόνο πράγμα που δεν είχε σκεφτεί. Προσπαθούσε να μας ηρεμίσει."Θα καθίσετε φρόνιμα εδώ και κάτι θα παω να βρώ. Δε θα το κουνήσετε ρούπι. Έβαλε και το μεγάλο μου αδελφό να μας προσέχει. Κάνει να σηκωθεί, μα πανώ στη φαρδιά  της φούστα είναι το μπογαλάκι που κουβαλούσα. Στα γρήγορα λύνει τους κόμπους και δε πιστεύει στα μάτια της. Ένα μεγάλο κεφάλι κίτρινο τυρί. "Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, σ' ευχαριστώ", έλεγε συνέχεια, και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Αυτο το τυρί μας έθρεψε όσο ήμαστα στο πλοίο. Μ'αυτήν τη μεσάλα ήταν τυλιγμέο. Για χρόνια πολλά η μάανα μας την φύλαγε στο εικονοστάσι πίσω απο το εικόνισμα του Άι-Δημήτρη σαν καί ιερό.
 -Με τον πατέρα σας, παππού , πότε βρεθήκατε; τον ρωτώ.

Πολύ αργότερα, Πως ήρθε και μας  βρήκε εδώ στη Θεσσαλονίκη , μόνο ο Θεός το ξέρει. Όταν τον ρωτούσαμε , μας έλεγε: "Ο Άι-Δημήτρης μ έφερε κι οι προσευχές της μανας σας". Όπως μας διηγήθηκε , κι εκείνον τον είχαν πιάσει οι Τούρκοι.Θα τον σκότωναν . Ένα Τουρκάκί, ήταν δεν ήταν 16 χρόνων, έπεσε επάνω του με λύσσα.
"Αυτόν τον γκιαούρη  θέλω να τον σκοτώσω εγώ, φώναξε. Έχω μαζί του προηγούμενα."

Πότε κλοτσώντας και πότε βρίζοντας, τον πήγε μέσα σε μια παλιά αποθήκη.
"Κυρ-Νίκο, συγχώρα με που σου φέρθηκα έτσι", του λέει.
Ο πατέρας τον κοίταξε σαστισμένος.  Αυτός εβγαλε το καπέλο του, τον πιάνει απο του ώμους και τον ταρακουνάει.
"Δε με γνώρισες; Ο Αλί είμαι, ο Αλί που μου μάθαινες ιππασία".Αυτό το Τουρκάκι τον έσωσε. Είχαν κι αυτοί φιλότιμο. Πολλές οικογένειες μεγάλωσαν δίπλα -δίπλα.Είχαν αγάπη και βοήθησαν ο ένας τον άλλον. Δυστυχώς όμως, όταν ο φανατισμός και το μίσος μπει στην ψυχή του ανθρώπους , τον κάνει από αρνί λύκο.

Αυτή, λοιπόν, παιδιά  μου, είναι η ιστορία της μασάλας. Για μένα δεν είναι μια απλή πετσέτα. Είναι ένα ιερό κειμήλιο απο την αλησμόνητη Σμύρνη. Τη Σμύρνη μας που φούντωσε, μεγαλούργησε, μα ποτέ δεν πέθανε. Το αίμα που κύλησε ποτάμι έγραψε την ιστορία, για να την ακούσουν οι λαοί  και να ντραπούν. Γιατί όταν ο ένας λαός στενάζει, υπεύθυνοι είναι και οι άλλοι λαοί που ακούν και σωπαίνουν".
Ο παππούς παίρνει τη μεσάλα του και σκουπίζει δυο δάκρυα . Η συγκίνηση όλων μας είναι μεγάλη.
-Το ποίημα σου, παππού, πες μας το ποίημά σου , φωνάζει η εγγονή του η Μαρία και χαλαρώνει λίγο η ένταση.-΄Αντε θα σας το πω και φέτος, γιατί του χρόνου μπορεί να μην είμαι...

Μιρκό κομμάτι απο το βιβλίο της Μυρσίνης Βιγγοπούλου
Δημήτριος
Ο Άγιος , ο παππούς μου και...εγώ
Εκδόσεις- Άθως Παιδικά

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου