Η θαυματουργός εικών, όπως εκ παραδόσεως γνωρίζομεν, είναι μία από τις εβδομήκοντα εικόνες που εζωγράφισε ο ευαγγελιστής Λουκάς. Την εικόνα αυτή την έφεραν μαζί τους οι κάτοικοι του Αγίου Όρους που ήρθαν και εκατοίκησαν εδώ στην Κυνουρία. Ο ερχομός των εδώ αναφέρεται εις το 28ον κεφάλαιον του Τυπικού του Τσιμισκή το έτος 971.
Η εικόνα ήταν στο πρώτο Μοναστήρι εκεί ψηλά στους Κανάλους. Μετά το τραγικό τέλος των μοναχών που απέθαναν από το πολύ κρύο και την ένταση του αέρα, η εικόνα έφυγε μόνη της και ήρθε εις την θέσιν που είναι σήμερα.
Εκεί υπήρχαν πολλά βάτα. Η εικόνα έκατσε μέσα στα βάτα και δίπλα της έκαιγε ένα καντήλι. Τι καντήλι ήταν αυτό; Ήταν καντήλι θεϊκό που εφώτιζε τη νύχτα τη θέση που ήταν η εικόνα. Τρεις φορές πήραν την εικόνα και την πήγαν στην θέση της στους Κανάλους και πάλι έφευγε και πήγαινε πάλι μέσα στα βάτα με το θεϊκό φως να την φωτίζει.
Οι πατέρες τότε απεφάσισαν να κτίσουν το Μοναστήρι στη σημερινή του θέση και ετοποθέτησαν την εικόνα στη θέση που η ίδια είχε διαλέξει. Το μοναστήρι εκτίσθη το έτος 1116. Το ασημένιο δε επικάλυμμα της εικόνος χρονολογείται το έτος 1362 όπως αναγράφεται επί της θαυματουργού εικόνος.
Πώς ενεφανίσθη το Άγιο Μύρον
Εκείνο το οποίον έχει βαθύτατα συγκινήσει την ψυχή μου και με έχει κυριολεκτικά ταράξει είναι το Άγιο Μύρον, το οποίον αναβλύζει εκ της θαυματουργού ταύτης εικόνος.
Πόσοι αλήθεια δεν ηθέλησαν να εξετάσουν και να βρουν την σύνθεσίν του. Αλλά όσες προσπάθειες και αν έκαμαν έμειναν άπρακτοι. Το Μύρον τούτο δεν ομοιάζει με το Μύρον το οποίον αναβλύζουν διάφοροι Άγιοι. Είναι πρωτοφανές και μας το εχάρισε ο γλυκύς μας Ιησούς ως πολυτιμότατον δώρον εις την Αειπάρθενον Μητέρα Του.
Θα σας διηγηθώ τώρα το πως ενεφανίσθη.
Το 1964 πριν ακόμα αναβλύσει Άγιο Μύρον, επί 20 ημέρας η εικόνα της Θεοτόκου ευωδίαζε εξαίσια και η ευωδία διεχέετο σε όλο το Μοναστήρι. Στην αρχή δεν καταλάβαμε ότι πρόκειται περί θαύματος και η μία ρωτούσε την άλλη «Ρίξατε αρώματα στις εικόνες;». Αλλά καμμιά δεν ήξερε τίποτα. Ρωτήσαμε και τον πατέρα Στυλιανό: «Τι σας μυρίζει Πάτερ;». «Τι μου μυρίζει; Τα αρώματα που έχετε βάλει». «Πάτερ, είπαμε, δεν βάλαμε τίποτα».
Ο Δημήτριος Καλίτσης που είχε έρθει από τον Άγιο Πέτρο μας είπε: «Η Παναγία ευωδιάζει». Η ευωδία συνεχιζόταν. Ήταν τόσο δυνατή που ήμουν ένα βράδυ έξω στην ταράτσα και είπα: «Παναγία μου τι είναι αυτό το πράγμα; Θα ξεχυθεί κανένα ποτάμι να μας πνίξει».
Την Παρασκευή των τελευταίων Χαιρετισμών, 17 Απριλίου 1964, είχαν έρθει και προσκυνηταί για την αγρυπνία. Ενεφανίσθησαν οι πρώτες σταγόνες. Η αδελφή Θεονύμφη τις είδε πρώτη και οι προσκυνηταί έτρεξαν να τις δουν.
Την Ε' Κυριακή των Νηστειών μετά τον εσπερινό ήρθε η αδελφή Θεοδούλη κάπως ταραγμένη και εκάθησε σε μία πολυθρόνα στο χειμωνιάτικο δωμάτιο και είπε: «Αδελφή Μαριάμ, για πήγαινε στην Παναγία μέσα στην εκκλησία να δεις τι είναι. Κάπως σαν οφθαλμαπάτη μου φάνηκε».
Εγώ δεν είχα πάει στον Εσπερινό λόγω υπηρεσίας. Τρέξαμε στην εκκλησία. Εγώ πήρα μία λαμπάδα, κοίταγα την εικόνα και είδα την Παναγία να ανοιγοκλείνει το στόμα της και να τρέχει νερό όπως τρέχει η βρύση αλλά προς τα πάνω. Όταν έκλεινε το στόμα της κοβόταν η ροή και όταν το ξανάνοιγε έτρεχε πάλι. Το νερό διαπερνούσε το τζάμι λες και δεν υπήρχε και έτρεχε κάτω. Το προσκυνητάρι είχε γεμίσει. Έξω από το τζάμι το χρώμα του νερού ήταν σαν γάλα.
Ταραχθήκαμε, φοβηθήκαμε και αναρωτιόμασταν τι είναι αυτό το πράγμα. Δεν κοιμηθήκαμε εκείνη τη βραδιά. Την Δευτέρα το πρωί ήρθε ο Παναγιώτης Κολοβός, αγροφύλακας από τον Άγιο Πέτρο. Πήγε να προσκυνήσει την Παναγία και ήρθε και μας είπε πως η Παναγία έχει σταγόνες έξω από το τζάμι. Πήγαμε οι αδελφές και είδαμε μερικές σταγόνες έξω από το τζάμι και το χρώμα τους είχε το χρώμα του ουρανού, γαλάζιο, αλλά η ευωδία ήταν πολύ δυνατή.
Το απόγευμα ήρθε και η γερόντισσα Παρθενία που έλειπε και της διηγηθήκαμε τι είδαμε και έμεινε έκπληκτη. Δεν ήξερε να μας πει τι ήταν αυτό το θαύμα διότι δεν είχαμε διαβάσει ποτέ παρόμοιο θαύμα της Παναγίας να έχει συμβεί.
Την άλλη ημέρα ανέβλυσε πάλι η εικόνα μερικές σταγόνες που τις βλέπαμε να έρχονται από τα μέσα προς τα έξω. Δεν τις εμπόδιζε το τζάμι και έτρεχαν κάτω στο προσκυνητάρι. Το χρώμα ήταν σαν το κατακάθαρο διαμάντι και η ευωδία μοναδική. Την άλλη ήμερα, Τετάρτη, άρχισε να αναβλύζει κατά συχνά διαστήματα. Το χρώμα ήταν σαν την χρυσή λίρα, κίτρινο, όπως είναι και σήμερα. Έτρεχε τόσες πολλές φορές και τόσο πολύ που γεμίσαμε ένα φιαλίδιο μέχρι τη μέση και το σφραγίσαμε. Την άλλη μέρα το φιαλίδιο ήταν κενό.
Στη θέα του πρωτοφανούς αυτού θαύματος τρομοκρατηθήκαμε και κλαίγαμε. Δεν ξέραμε τι σημείον ήταν αυτό και τι έννοια είχε. Θα ήταν καλό; Θα προεμήνυε καταστροφή; Δεν ξέραμε τι να πούμε.
Η έκτη εβδομάς των Νηστειών, η εβδομάς των Βαΐων ήταν για εμάς ήμερες πένθιμες λόγω των Αχράντων Παθών του Κυρίου μας. Μία ημέρα κτυπάγαμε τις καμπάνες όλη την ημέρα αλλά κανείς δεν ήρθε. Άκουγαν τις καμπάνες όπως μας είπαν αργότερα, αλλά δεν ήρθαν. Είμαστε μόνες. Ειδοποιήσαμε την Μητρόπολη και ήρθαν οι ιερείς της Μητροπόλεως. Έβγαλαν την εικόνα από το προσκυνητάρι, την σκούπησαν, την επιθεώρησαν και είδαν με τα ίδια τους τα μάτια το θαύμα της Παναγίας.
Ήρθε και η αστυνομία και από τα γύρω χωριά άρχισαν να έρχονται άλλοι με αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες, άλλοι με ζώα, άλλοι πεζοί και προσκυνούσαν την Παναγία.
Η αστυνομία έβγαλε τον κόσμο έξω. Οι αστυνομικοί έκλεισαν την εκκλησία και ούτε εμείς είδαμε τι έκαναν. Ο ίδιος ο αστυνόμος μας πληροφόρησε αργότερα ότι όταν σκούπισε την εικόνα, του πέταξε ή Παναγία το Μύρο στο πρόσωπο του. Εκείνος είπε: «Πιστεύω Παναγία μου». Ευωδίαζαν οι εικόνες, τα στασίδια, ολόκληρη η εκκλησία, ολόκληρο το Μοναστήρι. Τα αυτοκίνητα που έπαιρναν Άγιο Μύρο ευωδίαζαν, το ίδιο και ο κόσμος που έπαιρνε το Μύρο στο βαμβάκι που τους δίναμε. Η ευωδία έφθανε ως κάτω στο δρόμο και ήταν πολύ έντονη.
Ο τρόπος που έτρεχε το μύρο ήταν ο εξής: το τζάμι της εικόνας ήταν αρχικά κατακάθαρο, κατόπιν από μέσα γινόταν θολό. Ύστερα βλέπαμε να γεμίζει μεγάλες σταγόνες και έτρεχε έξω. Έτρεχε κάτω στο προσκυνητάρι και πολλές φορές την ημέρα έφτανε κάτω στο δάπεδο και το μαζεύαμε στα βαμβάκια και το έπαιρνε ο κόσμος. Ήταν μεγάλη η συγκίνησις μας. Διαβάζαμε συνέχεια τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και Παρακλήσεις. Ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα και διαβάζαμε Χαιρετισμούς. Λέγαμε πως δεν χαιρετίζουν την Παναγία Μεγάλη Εβδομάδα αλλά τόσο μεγάλη ήταν η συγκίνησις μας που διαβάζαμε όλη την Μεγάλη Εβδομάδα. Η εικόνα ανέβλυζε κατά διαστήματα πολλές φορές την ημέρα. Το Άγιο Πάσχα εσταμάτησε να τρέχει. Την διακαινήσιμο εβδομάδα δεν έτρεχε. Άρχισε και πάλι την εβδομάδα του Θωμά κατά τον ίδιο τρόπο.
Το Μύρο άλλαξε τέσσερα χρώματα όπως είπα προηγουμένως. Στην αρχή σαν γάλα, μετά γαλάζιο, υστέρα σαν διαμάντι και τελικά κίτρινο που παρέμεινε σταθερό και δεν ξανάλλαξε. Μία φορά που έμεινα έως τα μεσάνυχτα στην Παναγία είδα να βγαίνει μέσα από την εικόνα μία μεγάλη σταγόνα κόκκινη σαν αίμα και πέρασε το τζάμι σαν να μην υπήρχε και βγήκε έξω. Έμεινε εκεί αλλά δεν την πείραξα. Το πρωί σηκώθηκα πιο νωρίς από τις αδελφές, πήγα στην εκκλησία και η σταγόνα ήταν έξω από την εικόνα ξερή. Μετά την ακολουθία την ξύσαμε. Ήταν ξερή σαν αίμα αλλά η ευωδία ήταν πάντα η ίδια.
Όταν έτρεχε η εικόνα, έως το δάπεδο πολλές φορές, η ευωδία διαπερνούσε σαν ξίφος το σώμα μου και έσκιζε τα μέσα μου. Τότε έτρεχα και προσκυνούσα την Παναγία όπου και αν ευρισκόμουν, αλλιώς δεν μπορούσα. Το Μύρο το μαζεύαμε από το έδαφος. Ο τρόπος ευωδίας του Μύρου δεν ήταν φυσικός. Ερχόταν κύματα-κύματα για να μην αφήσει την παραμικρή αμφιβολία και στον άπιστο. Το αισθανόσουν ότι δεν ήταν κάτι το φυσικό. Μία άλλη φυσική μυρωδιά ή άρωμα ή ό,τι άλλο, μυρίζει και σταματά. Αυτή η ευωδία του Μύρου της Παναγίας δεν ήταν σαν και αυτές, δεν την εμπόδιζαν τα ντουβάρια να βγει έξω είτε απ’ έξω να έρθει μέσα ή να διαπερνά το τζάμι, όπως δεν εμπόδισαν τον Κύριον οι σφραγίδες και ο λίθος του μνήματος. Ασυγκίνητος δεν έμεινε κανείς, προσευχές, δεήσεις, ικεσίες και δάκρυα στην Παναγία σχεδόν όλοι οι προσκυνηταί, όλος ο κόσμος ανέπεμπε.
Τοποτηρητής της Μητροπόλεως ήταν ο Ναυπλίου Χρυσόστομος μετά την εκδημία του δεσπότη Γερμανού Ρουμπάνη. Λίγο κάθησε ως τοποτηρητής ο δεσπότης Ναυπλίου και τοποθετήθηκε νέος τοποτηρητής ο δεσπότης Σπάρτης Κυπριανός. Ήλθε στη Μονή, επιθεώρησε την εικόνα, επληροφορήθη ο ίδιος το θαύμα και είπε: «Ευλογημένον το όνομα της Θεοτόκου. Το θαύμα της Θεοτόκου να διαδίδεται».
Αστυνομικοί και χημικοί σπεύδουν να διαπιστώσουν την προέλευσιν του Αγίου Μύρου
Το 1969 ήρθε ο ανώτατος διοικητής χωροφυλακής Τριπόλεως με τον διοικητή του Άστρους. Επιθεώρησαν την εικόνα και όπως είπε ο διοικητής στους Αγιοπετρίτες ουδεμία νοθεία υπάρχει. Δεν ήταν θεοφοβούμενος προηγουμένως αλλά όταν είδε ο ίδιος το θαύμα με τα δικά του μάτια είπε: «Μεγάλος Θεός υπάρχει».
Όταν ένας χημικός εκ Τριπόλεως πήρε να κάμει χημική ανάλυση στο Μύρο της Παναγίας, με θαυματουργική δύναμη δεν είδε τίποτα το φυσικό και ανεβόησε: «Μέγας Θεός υπάρχει».
Το Μύρον της Παναγίας για χρόνια έβγαινε κατά τον τρόπον που περιέγραψα παραπάνω. Ύστερα από λίγα χρόνια έγινε ένας μεγάλος σεισμός και από τότε τρέχει διαρκώς το τζάμι και δεν στεγνώνει. Το σκουπίζουμε και σε λίγες ώρες πάλι γεμίζει.
Το θαύμα της Παναγίας δεν ήταν διαδεδομένο πολύ μακριά. Η γύρω περιοχή το εγνώριζε και λίγο μακρύτερα. Ύστερα από 6 χρόνια, το 1970, ήλθε κατά τον Ιούλιον μήνα από τας Αθήνας ο Δημήτριος Παναγόπουλος, άνθρωπος ευσεβής και κήρυξ του θείου λόγου.
Ο πολύς κόσμος τον γνωρίζει από τα κηρύγματα του και από την σεμνότητα του βίου του. Αυτός ο κήρυξ του θείου λόγου διέδωσε το θαύμα της Θεοτόκου σε ολόκληρο τον κόσμο σε φυλλάδιον που εξέδιδε μία φορά το μήνα. Άρχισαν πλέον να έρχονται προσκυνηταί από την πρωτεύουσα, από ολόκληρη την Ελλάδα και από το εξωτερικό και όσοι δεν μπορούσαν να έλθουν μας έστελναν γράμματα και ζητούσαν το Άγιο Μύρο της Παναγίας.
Το Άγιο Μύρο θαυματουργεί και πολλοί ασθενείς θεραπεύονται.
ΚΩΣΤΑΣ