Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θαύματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θαύματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

H Ρουμπίνα

Ο όσιος Παναγής Μπασιάς είχε βαπτίσει την αδελφή του Σπύρου Μηνιάτη που λεγόταν Ρουμπίνα. Αυτή παντρεύτηκε ένα πολύ σκληρό και βάναυσο άνδρα, που την κακομεταχειριζόταν. Ένα μεσημέρι η οικογένεια του Σπύρου καθόταν στο τραπέζι και έτωγε. Ξαφνικά μπροστά βλέπουν τους αναπάντεχα τον άγιο, που απευθυνόμενος προς τον Σπύρο του είπε:

-Ε! Τι κάθεσαι.. Αυτή την στιγμή την αδελφή σου την Ρουμπίνα την δέρνει απάνθρωπα ο άνδρας της. Και δεν φθάνει αυτό, αλλά της έσπασε και το χέρι της. Και το χειρότερο έκανε τα γαμήλια στέφανα τους κομμάτια.

Και συνέχισε ακόμα πιο έντονα:

-Πλήν όμως, ο πρώτος γάμος είναι μυστήριο! Ακούς;
Μετά τα λόγια αυτά έφυγε βιαστικά.
Το επεισόδιο που τους ανήγγειλε, γινόταν σ’ ένα χωριό, σε μακρινή απόσταση, αλλά ο Σπύρος πίστεψε τον άγιο και στενοχωρήθηκε κατάκαρδα για την αδελφή του. Σηκώθηκε αμέσως , ετοίμασε το μουλάρι του και έσπευσε να πάει να δει τι γίνεται στο σπίτι της.

Όταν εκείνη τον είδε, τον δέχθηκε με χαρά και του είπε:
-Πως , αδελφέ μου , τέτοια ώρα, μεσημέρι μ’ αυτή την ζέστη του Ιουλίου, ξεκίνησες για δω;
Ο Σπύρος την ρώτησε:
-Ρουμπίνα, που είναι ο άνδρας σου;
-Αχ Σπύρο μου, είχε ξενύχτι απόψε στην δουλειά του και κουράστηκε και βγήκε έξω να συναντήσει κανένα, να του περάσει η ώρα.
-Καλά , το χέρι σου τι έχει;
-Αδελφέ μου , αυτές οι προβατίνες, όταν πρόκειται να βγουν έξω από το μανδρί , κάνουν πολλά πηδήματα. Μ έσπρωξε, έπεσα και χτύπησα. Μα δεν είναι τίποτα… Έλα τώρα πάμε να ξεκουραστείς και το απόγευμα φεύγεις με την δροσιά.

Μπαίνοντας στο σπίτι ο Σπύρος αμέσως κοίταξε στα εικονίσματα, γιατί διαρκώς σκεπτόταν τα λόγια του οσίου Παναγή.

-Ρουμπίνα, που είναι τα στέφανα σου; Δεν τα βλέπω.

Η αδελφή του, που δεν ήθελε να διαλύσει το γάμο της, δικαιολογείται και λέει:
-Σπύρο μου, με τις δουλειές μου είχα καιρό να ξεσκονίσω και τα κατέβασα να τα καθαρίσω.
Η γυναίκα προσπάθησε να κρύψει την άθλια συμπεριφορά του συζύγου της και να μη φανερώσει την αλήθεια. Αλλά ο αδελφός της, που όλα τα ήξερε με το διορατικό χάρισμα του οσίου, της είπε:
-Αδελφή μου, σήκω να φύγουμε, γιατί ο άνδρας σου είναι σκληρός και σε βασανίζει. Εγώ ήρθα εδώ, γιατί μας απεκάλυψε την κατάστασή σου ο νουνός σου παπα-Μπασιάς. Έλα μαζί μου, η ζωή σου εδώ θα είναι μαρτύριο.
Η Ρουμπίνα όμως, συνετή και ανδρεία στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, γνώριζε ότι δεν έπρεπε να διαλύσει το σπιτικό της.

-Αδελφέ μου , του απαντά, όταν ο Θεός προστάζει , πρέπει να τα υπομένω όλα.

Έτσι ο Σπύρος Μηνιάτης έφυγε διαπιστώνοντας ότι τα λόγια του οσίου ήταν αληθινά.

Άγιος Παναγής Μπασιάς

Η μελλοντική ηγουμένη

Μια Κεφαλλονίτισσα από το Ληξούρι είχε τέσσερις κόρες. Ο άνδρας της ήταν πολύ ιδιότροπος. Την έβριζε γιατί γεννούσε κορίτσια και ήταν στενοχωρημένη.
Κάποτε σκέφτηκε να πάει να συναντήσει τον όσιο Παναγή Μπασιά και να πάρει την ευχή του. Πήρε μαζί και τις κόρες της. Στα μαλλία μάλιστα της μικρότερης είχε βάλει έναν ωραίο φιόγκο. Όταν έφθασαν στον άγιο, είδαν ότι είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος και έτσι περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους. Έπειτα από αρκετή ώρα τελείωσαν οι προηγούμενοι και η μητέρα οδήγησε τα παιδιά της στον άγιο:
-Παπά έφερα τα παιδιά μου να τα ευλογήσεις.
Ο όσιος Παναγής ευλόγησε την πρώτη και της είπε:
-Καλώς την Διονύσαινα!
Στην δεύτερη είπε:
-Καλώς την Γιώργαινα!
Στην τρίτη είπε:
-Καλώς την Σπύραινα!
Προφήτευσε δηλαδή τα ονόματα των συζύγων των κοριτσιών.
Την τέταρτη δεν την ευλόγησε. Η μητέρα που μέχρι τότε χαιρόταν , άρχισε ν’ ανησυχεί. Σκέφτηκε ότι θα πέθαινε το τέταρτο παιδί της . τον παρακάλεσε λοιπόν πιο θερμά να το ευλογήσει. Ο άγιος δεν το ευλογούσε. Η μητέρα ταραγμένη ρωτούσε:
-Παπά μου, θα πεθάνει το παιδί μου; Γιατί δεν το ευλογάς;
Τότε σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά στο μικρό κορίτσι και του είπε:
-Ευλόγησέ με, αμμά( δηλ. γερόντισσα).
Η μητέρα τρόμαξε περισσότερο μ’ αυτό και αναρωτιόταν τι να σημαίνει. Εκείνος έβγαλε τα στολίδια από τα μαλλιά της μικρής και είπε:
-Αυτά δεν χρειάζονται , ηγουμένη των Λεπέδων.
Και πράγματι! Έπειτα από πολλά χρόνια οι τρείς μεγαλύτερες αδελφές παντρεύθηκαν συζύγους με τα ονόματα που είχε προφητεύσει ο άγιος, ενώ η μικρότερη έγινε ηγουμένη της μονής των Λεπέδων , με το όνομα Ευγενία.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Όπως στο βιβλίο των θρησκευτικών

Σ’ ένα από τα δύο Νοσοκομεία παίδων της Αθήνας η μάνα νύχτα – μέρα βρίσκεται στο προσκέφαλο του παιδιού της που το μετέφεραν επειγόντως από την Πάτρα γιατί η χρόνια πάθησή του, παράλυση των κάτω άκρων ( ο φάκελος του έχει όλες τις έρευνες, τα εργαστήρια αποτελέσματα) επιδεινώθηκε τις τελευταίες ημέρες. Στο Νοσοκομείο όπως επί χρόνια επαναλαμβάνεται η μόνιμη γνωστή θεραπεία (λείπει ασβέστιο από τον οργανισμό του παιδιού
Ένα απόγευμα που ο ήλιος έγερνε και οι λιγοστές ακτίνες του φώτιζαν το δωμάτιο του Νοσοκομείου, η μάνα θυμήθηκε που πήγαινε σε εξωκκλήσι της Παναγίας, ψηλά, έξω απ’ την Πάτρα και προσευχόταν ανάβοντας τα καντηλάκια, πότε με το σύζυγό της, πότε με τα παιδιά. Ο νους της πλανιέται στο εξωκκλήσι. Νοερά προσεύχεται: Παναγιά μου, Μάνα γλυκιά που πόνεσες, βοήθησέ μου το παιδί. Παναγία μου, στείλε μου έναν άγιο, δες το καημένο μου πως παλεύει στη ζωή να σταθεί στα πόδια του. Βοήθησε το πονεμένο μου παλληκάρι.
Μητέρα, τι λες , με ποιόν μιλάς; Γιωργάκη παιδί μου, θυμάσαι που διάβαζες στα θρησκευτικά σου πως ο Κύριος μας όταν ζούσε εκεί στην Παλαιστίνη, γιάτρεψε δαιμονισμένους, άνοιξε τα μάτια σε τυφλούς, σήκωσε παράλυτους και περπάτησαν ,ανάστησε νεκρούς; Πέστου , Γιωργάκη μου, και συ που είσαι καλό παιδί και σε ακούει, πες του να σε κάνει ο Χριστούλης μας καλά.
Τ ’ανήμπορο παιδί με το αθώο βλέμμα του κοιτάζει την μάνα , τον ήλιο που πάει να βασιλέψει , κοιτάζει ψηλά , το βλέμμα του χάνεται στους ουρανούς.
Μεσάνυχτα περασμένα ο Γιωργάκης βλέπει στ’ όνειρό του ένα ωραίο καβαλάρη μ’ ένα γερό περήφανο άλογο . Σταματάει μπροστά του και του λέει:
-Σήκω πάνω Γιωργάκη, δώσε ένα σάλτο , ανέβα στ’ άλογο μου!
-Μα εγώ είμαι παράλυτος, τα πόδια μου δεν με σηκώνουν να με κρατήσουν όρθιο.
-Δώσ’ μου το χέρι σου Γιωργάκη , ανέβα στ’ άλογο μου, είμαι ο Άγιος Ιωάννης από τη Ρωσία μ’ έστειλε ο Κύριος να σου μεταφέρω την χάρη Του και την θεραπευτικη Του δύναμη.
Ο μικρός παλεύει μισοξυπνημένος, ξυπνάει η μάνα και πιάνει το παιδί να μην της πέσει από το κρεββάττι. Μητέρα πιάσε με, ο Άγιος Ιωάννης από τη Ρωσία μου είπε να σηκωθώ. Το πρωΐ όταν το νυχερινό προσωπικό είπε στον καθηγητή πως το παράλυτο παιδί από την Πάτρα περπάτησε τη νύχτα, με το σφυρά κι στα χέρια χτυπάει τα γόνατα του παιδιού, τσιμπάει με βελόνα τα πόδια και αντιδρά σωστά ο οργανισμός. Πηγαίνετε, λέει ο καθηγητής, έχει να κάνει ο Θεός μαζί σας.

17-8-77

Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Βερνέζου

Από το βιβλίο : Βίος και Νέα Θαύματα του Οσίου Ιωάννου του Ρώσσου

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Χριστός στο Άγιο Ποτήριο

Όπως είναι ήδη γνωστόν, όταν πρωτοέγινε ιερεύς ο Γέροντας σε 40 ημέρες είδε μια φοβερά οπτασία: Είδε μέσα εις το άγιον Ποτήριον τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν ως βρέφος και από τότε δεν ήθελε να ξαναλειτουργήση. Με πολύν κόπον και ψυχικήν οδύνη και δοκιμασίαν , εδέχθη να λειτουργή μέχρις εξευρέσεως άλλου κληρικού και μόνον επι εξάμηνον. Τούτο μου το απεκάλυψεν ο ίδιος, 8 μήνες μετά την γνωριμίαν μας και μάλιστα ενθυμούμαι, κατά την εορτήν των Γενεθλίων της Θεοτόκου μας, κατά την διάρκειαν αγρυπνίας.



Διήγηση Ιερέως π. Ιγνατίου Μπάφα για τον Γέροντας Ιερώνυμο της Αιγίνης

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Η δύναμη των Μυστηρίων

Λειτουργούσε τρείς με τέσσερις φορές την εβδομάδα το πρωί 4,30-7,30 π.μ., για να κοινωνήσουν εγκαίρως οι ασθενεί, και να προλάβει το προσωπικό του νοσοκομείου και άλλοι εργαζόμενοι και φοιτητές που σύχναζαν εκεί, να εκκλησιασθούν. Κατέβαινε από τις τέσσερις για την προσκομιδή. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα. Όταν τελείωνε η θεία Λειτουργία ανέβαινε με το άγιο Ποτήριο στους θαλάμους να κοινωνήσεις στην κλίνη τους όλους εκείνους που είχε εξομολογήσει και προετοιμάσει κατάλληλα.

Αδελφές του νοσοκομείου και ιατροί ομολογούν ότι πολλάκις συνέβη , όταν μετέβαινε ο π. Ευσέβιος να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο, εκείνος να έχει πέσει σε κώμα. Τον βεβαίωναν ότι δεν έχει πλέον καμιά επικοινωνία. Ο π. Ευσέβιος αμίλητος πλησίαζε τον ασθενή, τον σταύρωνε με το Άγιο Ποτήριο, τον προσφωνούσε με το όνομά του και τον καλούσε να πάρει το Χριστό , «Το Μεγάλο Γιατρό». Εκείνος άνοιγε τα μάτια του, προς έκπληξη των παρευρισκομένων , έκανε το σταυρό του και κοινωνούσε με πόθο τα άχραντα Μυστήρια. Ανελάμβανε από την ασθένεια του παρ ελπίδα και μετά από λίγες μέρες αναχωρούσε για το σπίτι του. «Να η δύναμις των Μυστηρίων, η δύναμις της Εκκλησίας μας», έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ευσέβιος δίνοντας δόξα στο Θεό…


Από το βιβλίο ‘’Σύντομο Βιογραφικό και Πατρικές Νουθεσίες του Γέροντος Ευσέβιου Γιαννακάκη’’

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Μικρός με διορατικό χάρισμα

Τόν Σεπτέμβριο κάποιου έτους στο ογκολογικό τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ρίου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητούσε επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Ήθελε οπωσδήποτε να κοινωνήση.

Ήταν 13 ετών. Ενάμιση περίπου χρόνο βρισκόταν στην συγκεκριμένη κλινική. Ένας μικρός πονοκέφαλος τον ώδήγησε εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του εγκεφάλου. Η καταγωγή του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας. Οι γονείς του αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην Πάτρα. Αυτός, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστή. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνη «παιδί» Του. Βαπτίστηκε «εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος», κατόπιν κατηχήσεως βέβαια.

Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Ο καρκίνος είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όράση. Δεν έβλεπε καθόλου, τίποτε και κανέναν. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.

Όσοι τον επισκέπτονταν καταλάβαιναν να υπάρχη κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό. Ήταν πάντα ευγενικό και χαρούμενο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνάη συχνά των Τιμίων Δώρων. Όταν κάποιες φορές η μητέρα του ήταν σε κάποιον άλλο χώρο της κλινικής, φώναζε: «Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσης». Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και εύρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δεν εγνώριζε την ακριβή ώρα της προσελεύσεως του ιερέως με τα Τίμια Δώρα, με διορατικό χάρισμα τον έβλεπε να έρχεται, μολονότι παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες πού εχώριζαν το δωμάτιο του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας. Αυτό το βεβαιώνει και η ευλαβής κυρία Μαρία Γαλιατσάτου η οποία εθελοντικώς εφρόντιζε το παιδί αυτό. «Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πώ», της είπε μία ημέρα. «Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς το Άγιο Ποτήριο και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν».

Κάποτε τον ρώτησε ο γιατρός: «Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;». Του απάντησε: «Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά. Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος». Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβή την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και πήρε άλλον άνδρα.

«Αυτό είναι παιδί του Θεού», έλεγαν όσοι το γνώριζαν.

Την τελευταία φορά πού κοινώνησε δεν μπορούσε πλέον να σταθή καθιστός στο κρεββάτι αλλά υποδέχθηκε με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. «Ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε και μετά εκοιμήθη.

Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διάβαση στον Δημητράκη το τρισάγιο, είπε: «Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω. Το πρόσωπο του είναι χαμογελαστό, λάμπει και έχει το χρώμα του κεχριμπαριού».

Οι γονείς του αγάπησαν τον Χριστό πολύ και θέλουν και αυτοί να βαπτιστούν.



Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, σελ. 378 – 380

ISBN: 978-960-89593-2-3

Εκδόσεως Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», 630 88 Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής

Απο το :

http://vatopaidi.wordpress.com

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία.

Στην Μονή Φιλοθέου τον Αύγουστο του 1975

…Οι Μοναχοί με την τάξη, με την ταπείνωση, την διάκριση και την αγάπη που έχουν, διοχετεύουν και στους Λαϊκούς τα βιώματα αυτά, κι έτσι ωφελούνται πνευματικά. Το βράδυ έψαλλαν τα επιμνημόσυνα εγκώμια του Κυρίου και στην αυλή έγινε η Περιφορά του Επιταφίου. Συμφωνήσαμε με τον Παύλο , το βράδυ του Μ. Σαββάτου, στην Πασχαλινή Αναστάσιμη Λειτουργία να κοινωνήσουμε. Το πρωί του Μ. Σαββάτου είχαμε στο Καθολικό την πρώτη Ανάσταση του Κυρίου, όπου ετελέσθηκε Θεία Λειτουργία του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Όταν ο Διάκος προσεφώνησε το «μετά φόβου Θεού , Πίστεως και Αγάπης προσέλθετε», τότε πολλοί Μοναχοί και Λαϊκοί μπήκαν στην σειρά να κοινωνήσουν. Βλέπω τον Παύλο που ήταν στο διπλανό στασίδι να μου λέγει: θα πηγαίνω κι εγώ να κοινωνήσω. Τον εμπόδισα λέγοντας τι συμφωνήσαμε. Αυτοί όλοι έχουν νηστέψει την Αγία Τεσσαρακοστή κι έχουν εξομολογηθεί. Αυτός επέμενε να κοινωνήσει. Πλησιάζει στον Ηγούμενο που κοινωνούσε τους πιστούς κι ενώ σε κανένα δεν είπε τίποτε, σ’ αυτόν τον ρώτησε αν έχει εξομολογηθεί. Κι αυτός του απήντησε όχι. Τότε του λέγει το βράδυ να κοινωνήσετε. Το βράδυ μετά το Χριστός Ανέστη ο Μόσχος ο σιτευτός είναι απλωμένος δι’ όλους μας λέγει η ευχή του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Γύρισε ο Παύλος στη θέση του πολύ ταραγμένος. Δεν τον χωρούσε ο τόπος κι όλο έλεγε: τι ήταν αυτό το ρεζιλίκι που έπαθα. Τόσα χρόνια κοινωνώ και δεν βρέθηκε κανένας να μου στερήσει την Θεία Κοινωνία. Έχω κοινωνήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ήμουν πέντε χρόνια βοηθός του περίφημου Ιεροψάλτου των Αθηνών κ.Πρίγκου . Συνέχιζε να είναι ταραγμένος και μετά την Θεία Λειτουργία. Συνεχώς μου έλεγε στις πλάκες έξω από το Καθολικό που καθόμασταν: Δεν ξέρεις Ιατρέ τι καλός άνθρωπος είμαι. Τώρα τι κακό μεγάλο έπαθα που δεν μ’αφήνει ο Ηγούμενος να κοινωνήσω. Του είπα αυτό μπορεί να είναι διά το καλό σου αυτός όμως που να ησυχάσει. Του είπα πως όλοι οι άνθρωποι είμεθα αμαρτωλοί κι ένοχοι επώνιον του Θεού. Αυτός συνέχιζε να διαμαρτύρεται και να λέγει: δεν ξέρεις τι άνθρωπος είμαι. Εγώ πρίν κάμω Προσκύνημα είμαι έτοιμος και με εξομολόγηση στον Πνευματικό μου να πάρω και να δεχθώ ό,τι μου έδιδε η Χάρη του Θεού. Μου λέγει ότι δεν έχει κακία με κανέναν άνθρωπο. Του λέγω τι δουλειά κάμεις; Μου απαντά ταξιτζής. Του λέγω δεν έχεις μαλώσει με κανένα δύστροπο πελάτη σου ή με κανένα συνάδελφό σου; Μου λέγει όχι, δεν ξέρεις τι ήσυχος τι ειρηνικός άνθρωπος είμαι. Του λέγω με τους συγγενείς σου έχετε καλές σχέσεις; Μου λέγει τα έχω καλά μ’ όλους. Του λέγω διά κληρονομικά, που εκεί εισχωρεί ο σατανάς και κάμει να μαλλώνουν τα παιδιά και τ’ αδέλφια μεταξύ των; Μου λέγει ότι προσέχει πολύ στη ζωή του , να μην προκύψουν τέτοια προβλήματα. Του λέγω πόσο χρονών είσαι; Μου λέγει 40 ετών. Τον ερωτώ αν είναι παντρεμένος ή ελεύθερος και μου λέγει ελεύθερος. Τότε τον ρώτησα με γυναίκες πως τα πας; Τότε σηκώθηκε όρθιος και σαν ένα κουρέλι άρχισε να τρέμει και να κλαίει. Κατέρρεε συνέχει κι ήταν ένας ράκος. Του λέγω σταμάτησε αυτά κι ό,τι έχεις να πεις, να πας το βράδυ στις 7 που κάνει εξομολόγηση ο Ηγούμενος να του τα πείς. Έχω ακούσει καλά λόγια δια τον Ηγούμενο Εφραίμ και δι’ αυτό πήγα κι εγώ να μου διαβάσει συγχωρητική ευχή. Τότε ο Ηγούμενος μου λέγει: Ιατρέ αυτός που είναι μαζί σου είναι συγγενής σου; Του είπα όχι. Εδώ στο Άγιο Όρος τον γνώρισα, και τον πήρα μαζί μου, διότι δια πρώτη φορά ερχόταν στο Όρος. Μου λέγει όταν πλησίασε στο Άγιο Δισκοπότηρο διά να Κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων , το Άγιο Δισκοπότηρο άρχισε να τρέμει δυνατά στο χέρι μου, κι αυτό το έχω σημάδι , ότι ο προσερχόμενος δεν είναι καθαρός, δεν είναι προετοιμασμένος, και δεν του επέτρεψα να κοινωνήσει. Μου διάβασε την συγχωρετική ευχή και βγήκα από τον Ναό. Εκεί περίμενε ο συμπροσκυνητής μου Παύλος και μόλις βγήκα, μπήκε αυτός στον Ναό, δια να εξομολογηθεί. Σε 20 λεπτά βγήκε από τον Ναό κι ήλθε κοντά μου που τον περίμενα. Πολύ χαρούμενος μου λέγει : Τώρα αποκατέστησα την επαφή μου με τον Θεό. Του λέγω τι θα γίνει με την Θεία Κοινωνία; Μου λέγει δεν μ’ αφήνει να κοινωνήσω. Του λέγω διατί; μου λέγει διότι ζω παράνομα 20 χρόνια με μια χήρα γυναίκα. Του λέγω πότε σου είπε να κοινωνήσεις και μου απήντησε όταν παντευθώ ή την χήρα ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα ελεύθερη και σταματήσω την αμαρτία. Η παράνομος σχέση είναι αμαρτία. Του είπα φρόντισε να είσαι καθαρός μέχρι που να αποφασίσεις τι θα κάμεις.
Το θαύμα Κύριε συνετελέσθηκε. Εσύ Κύριε ενήργησες να αισθανθεί την αμαρτωλότητά του και να συμμορφωθεί με τες εντολές Σου. Πάντα να έχει Δόξα το Άγιο Όνομά σου.
Τον Παύλο τον συνάντησα μετά 10 χρόνια σε Προσκύνημα στην Ιερά Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους. Με είδε από μακριά , έτρεξε κοντά μου και με καταφίλησε. Μου είπεν ότι έρχεται κάθε χρόνο στον Όρος και φέρνει μαζί του και πολλούς άλλους συμπροσκυνητές. Χάρηκα πολύ από το γεγονός αυτό. Ο Παύλος άλλαξε· είναι ειρηνικός και χαρούμενος μετά την Ιερά Εξομολόγηση του, δεν διαμαρτύρεται διατί δεν του επέτρεψε ο Ηγούμενος να κοινωνήσει. …

Από το Βιβλίο του Θωμά Κοΐδη «Η επιστροφή μου εις τον Θεό»
Εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Ένα αληθινό γεγονός που συντάραξε και έφερε σε μετάνοια εκατοντάδες ανθρώπους στην πόλη Κουιμπίσεβ (σημερινή Σαμάρα) της Σοβιετικής Ρωσίας το έτος 1956

Στην πόλη Κουιμπίσεβ ζούσε μία οικογένεια: η ευσεβής μητέρα και η κόρη της Ζωή. Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς (31 Δεκεμβρίου) του 1956 η Ζωή προσκάλεσε επτά φίλες της και άλλους τόσους νεαρούς σε δείπνο και χορό. Τότε ήταν η νηστεία των Χριστουγέννων(1) και η μητέρα παρακάλεσε την Ζωή να μην προγραμματίσει μια εσπερίδα με χορούς και φαγητό , αλλά η κόρη επέμενε στο δικό της. Εκείνο το βράδυ η μητέρα πήγε στην Εκκλησία να προσευχηθεί.
Μαζεύτηκαν οι καλεσμένοι , αλλά ο αρραβωνιαστικός της Ζωής δεν είχε έρθει ακόμη. Το όνομα του ήταν Νικόλαος. Οι κοπέλες και τα αγόρια χωρίσθηκαν σε ζευγάρια και άρχισαν το χορό. Η Ζωή έμεινε μόνη της. Από αμηχανία χωρίς να πολυσκεφθεί , κατέβασε την εικόνα του αγίου Νικολάου του Θαυματουργού από τον τοίχο και είπε: «Θα πάρω αυτόν τον Νικόλα και θα πάω να χορέψω μαζί του», χωρίς να δίνει σημασία εν τω μεταξύ στις φίλες της, οι οποίες την συμβούλευσαν να μη κάνει αυτήν την βλάσφημη ενέργεια, αλλά η Ζωή απάντησε με θράσος: «Αν υπάρχει Θεός, ας με τιμωρήσει!»

Άρχισε να χορεύει , έκανε δύο γύρους , οπότε ξαφνικά μέσα στο δωμάτιο γίνεται ένας φοβερός θόρυβος, ανεμοστρόβιλος, και έλαμψε φως εκτυφλωτικό σαν αστραπή.
Η διασκέδαση γύρισε σε φρίκη και τρόμο. Όλοι έφευγαν φοβισμένοι από το δωμάτιο. Μόνο η Ζωή στεκόταν ακίνητη, με την εικόνα του Αγίου κολλημένη στο στήθος , απολιθωμένη και παγωμένη σαν μάρμαρο. Οι γιατροί , που γρήγορα κατέφθασαν , δεν μπόρεσαν να την συνεφέρουν με τις προσπάθειες τους. Οι βελόνες των ενέσεων , που ήθελαν να της κάνουν , στράβωναν και έσπαζαν καθώς κτυπούσαν πάνω στο μαρμαρωμένο κορμί της! Θέλησαν να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, αλά δεν μπόρεσαν να την μετακινήσουν από την θέση της. Τα πόδια της λές και ήσαν καρφωμένα στο πάτωμα. Αλλά , η καρδιά χτυπούσε! Η Ζωή ήταν ζωντανή . δεν μπορούσε όμως πλέον να φάει ούτε να πιεί…
Όταν η μητέρα της γύρισε και είδε τι συνέβη, έπεσε αναίσθητη και την μετέφεραν στο νοσοκομείο , από το οποίο βγήκε σε μερικές ημέρες. Η πίστη της στην ευσπλαχνία του Θεού και οι θερμές μητρικές της προσευχές για συχώρηση της δύστυχης, ανανέωσαν , με τη Χάρι του Θεού , τις ζωτικές της δυνάμεις.
Η Ζωή ήλθε σε συναίσθηση και με δάκρυα ζητούσε συγχώρηση και βοήθεια.
Τις πρώτες ημέρες το σπίτι της ζωής ήταν κυκλωμένο από πλήθος κόσμου, πιστοί που ήρθαν ή ακόμη και που βάδισαν από μακριά, περίεργοι , γιατροί , και πνευματικά πρόσωπα. Αλλά, γρήγορα, κατ’ εντολή των αρχών, το σπίτι έκλεισε για τους επισκέπτες. Δύο αστυνομικοί φύλαγαν σκοπιά εναλλάξ ανά οκτάωρο. Κάποιοι από τους φύλακες που ήσαν ακόμη νέοι(28-30) άσπρισαν από την φρίκη ακούγοντας κάθε νύχτα τη Ζωή να βγάζει τρομακτικές κραυγές.
Νύχτες και νύχτες δίπλα της προσευχόταν η μητέρα.
-Μαμά, προσευχήσου! Προσευχήσου, γιατί χάνομαι για τις αμαρτίες μου! Προσευχήσου! Φώναζε η Ζωή.
Για όλα όσα συνέβησαν ενημέρωσαν και τον Πατριάρχη και τον παρεκάλεσαν να ευχηθεί υπέρ της αναρρώσεως της Ζωής. Ο Πατριάρχης απάντησε
Εκείνος που την τιμώρησε εκείνος και θα την ελεήσει!
Μεταξύ των προσώπων που επετράπη στο εξής να επισκεφθούν τη Ζωή ήσαν:
1 Εγνωσμένου κύρους καθηγητής της ιατρικής που κατέφθασε από την Μόσχα. Αυτός βεβαίωσε ότι η καρδιά δεν σταμάτησε να χτυπά.
2. Ιερείς, τους οποίους προσκάλεσε η μητέρα της για να πάρουν από τα χέρια της Ζωής τον άγιο Νικόλαο. Αλλά ούτε εκείνοι μπόρεσαν να ξεκολλήσουν την εικόνα από τα απολιθωμένα χέρια της ζωής.
3. Ο ιερομόναχος Σεραφείμ από την έρημο του Γκλίνσκ, ο οποίος ήρθε στο Κουιμπίσεβ για την εορτή των Χριστουγέννων και τέλεσε αγιασμό και άγιασε την εικόνα. Κατόπιν είπε: «Τώρα πρέπει να περιμένουμε κάποιο σημείο το Πάσχα! Αν δεν γίνει τίποτε , σημαίνει ότι πλησιάζει το τέλος του κόσμου!», δείχνοντας με τα λόγια αυτά την βαθειά του πίστη σ’ ένα θαύμα.
4. Ο Μητροπολίτης Νικόλαος , ο ποίος επίσης διάβασε παράκληση και είπε: «νέο θαύμα να περιμένουμε το Πάσχα», επαναλαμβάνοντας τον λόγο του ευσεβούς ιερομόναχου.
Τις παραμονές της εορτής του Ευαγγελισμού (που εκείνη τη χρονιά έπεσε το Σάββατο της τρίτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής) πλησίασε προς τους φύλακες της Ζωής ένα καλοσυνάτος Γέροντας και τους παρεκάλεσε να του επιτρέψουν να ιδεί την Ζωή. Αλλά οι φύλακες αστυνομικοί αρνήθηκαν να του επιτρέψουν. Ήρθε ο Γέροντας και την επόμενη ημέρα, αλλά πάλι οι επόμενοι φύλακες δεν τον άφησαν. Την Τρίτη φορά ,ανήμερα του Ευαγγελισμού , οι φύλακες τον άφησαν. Η φρουρά τον άκουσε πόσο εύσπλαχνα μίλησε στην Ζωή μπαίνοντας: «Λοιπόν , κουράστηκες από την ορθοστασία;»
Πέρσς λίγη ώρα και, όταν οι φρουροί θέλησαν να βγάλουν έξω τον Γέροντα, αυτός δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο…
Όλοι ήσαν βέβαιοι ότι εκείνος ήταν ο ίδιο ο άγιος Νικόλαος. Έτσι η ζωή έμεινε όρθια 4 μήνες (128 μέρες), μέχρι το Πάσχα ακριβώς, που εκείνη τη χρονιά έπεσε 23 Απριλίου (6 Μαΐου με το νέο ημερολόγιο).
Τη νύχτα της Λαμπροφόρου Αναστάσεως του Χριστού η Ζωή άρχισε να φωνάζει ιδιαίτερα δυνατά:
-Προσεύχεσθε!
Οι νυχτερινοί φύλακες ανατρίχιασαν και άρχισαν να την ρωτούν: «Γιατί φωνάζεις τόσο φοβερά;»
Ακολούθησε η απάντηση:
-Φοβερό ! Καίγεται η γή! Προσεύχεσθε! Όλος ο κόσμος χάνεται για τις αμαρτίες του, προσεύχεσθε!
Από εκείνη τη στιγμή η Ζωή αναζωογονήθηκε, οι μύς άρχισαν να μαλακώνουν , να ζωντανεύουν. Τελικά την έβαλαν στο στρώμα, αλλά εκείνη συνέχισε να φωνάζει και να καλεί όλου σε προσευχή για τον κόσμο που χάνεται για τις αμαρτίες, για την γη που καίγεται για τις ανομίες της.
-Πως έμεινες ζωντανή μέχρι τώρα; Ποιος σε έτρεφε; την ρώτησαν
-Περιστέρια, περιστέρια με έτρεφαν, ήταν η απάντηση . Από αυτό έγινε φανερό ότι έλαβε έλεος και συγχώρηση από την Δεξιά του Κυρίου Παντοκράτορος. Ο Κύριος συγχώρησε τις αμαρτίες της Ζωή, με την παρουσία του αγίου Νικολάου του Θαυματουργού , και λόγο των μεγάλων βασάνων της και της ορθοστασίας κατά την διάρκεια των 128 ημερών.
Όλα αυτά τα γεγονότα συνετάραξαν τους κατοίκους του Κουιμπίσεβ και των περιχώρων. Πολλοί άνθρωποι βλέποντας τα θαύματα, ακούγοντας τα ουρλιαχτά και τις παρακλήσεις της να προσευχόμαστε για τους ανθρώπους που χάνονται εξ αιτίας των αμαρτιών τους, ξαναβρήκαν την πίστη τους στον Θεό. Γύρισαν στην Εκκλησία με μετάνοια. Όσοι δεν φορούσαν σταυρό , άρχισαν να φορούν κατά την εποχή εκείνη που μόνο γι’ αυτό ήταν δυνατόν να πληρώσουν με τη ζωή τους. Η επιστροφή ήταν τόσο μαζική ώστε δεν έφθασαν τα σταυρουδάκια τν εκκλησιών για όλους όσους ζητούσαν.
Με φόβο και δάκρυα ζητούσε ο λαός συγχώρεση των αμαρτιών , επαναλαμβάνοντας τα λόγια της Ζωής: «Φοβερό, η γη καίγεται, χανόμαστε για τις αμαρτίες μας! Προσεύχεσθε! Οι άνθρωποι χάνονται για τις ανομίες τους!».
Την τρίτη ημέρα του Πάσχα η Ζωή έφυγε για τον Κύριο , αφού διήνυσε τον δύσκολο δρόμο της ορθοστασίας των 128 ημερών μπροστά στο πρόσωπο του Κυρίου για την συγχώρεση όλων των αμαρτιών της. Το άγιον Πνεύμα την διατηρούσε στη ζωή όλες αυτές τις ημέρες για να αναστήσει την ψυχή της από τον θάνατο της αμαρτίας, ώστε στην μέλλουσα αιώνια ημέρα να την αναστήσει εν σώματι για την ζωή την αιώνιο. Όπως, άλλωστε το λέει και το ίδιο το όνομά της: Ζωή.

Σχόλιο (του ρωσικού πρωτοτύπου): Στον σοβιετικό τύπο εκείνης της εποχής είχε επίσης σχολιαστεί η περίπτωση της Ζωή. Απαντώντας στα γράμματα που έφθαναν στην διεύθυνση διάσημης εφημερίδος, ένας αλαζονικός επιστήμων υποστήριξε ότι το γεγονός με την Ζωή πράγματι δεν είναι φανταστικό, αλλά εν τούτοις δήλωσε ότι είναι μια μορφή ακαμψίας άγνωστη ακόμη στην επιστήμη. Είναι προφανής η αναλήθεια μιάς τέτοιας υπόθεσης, διότι: Πρώτον, στην ακαμψία δεν υπάρχει τέτοια πετρώδης σκλήρυνσή του δέρματος, ώστε οι γιατροί να μη μπορούν να κάνουν ένεση στον άρρωστο. Δεύτερον , μπορεί ένας τέτοιος άρρωστος να μεταφερθεί από τόπο σε τόπο, ενώ η Ζωή δεν μπορούσαν να την μετακινήσουν· αυτή στεκόταν όρθια και μάλιστα τόσο πολύ που οι συνήθεις άνθρωποι δεν μπορούν να σταθούν. Τρίτον , η αρρώστια καθ’ εαυτή δεν επιστρέφει τον άνθρωπο στον Θεό και δεν φέρει αποκαλύψεις από τον ουρανό, ενώ στην περίπτωση της Ζωή όχι μόνο χιλιάδες άνθρωποι ξαναβρήκαν την πίστη τους στον Θεό, αλλά φανέρωσαν την πίστη τους έμπρακτα, δηλαδή βαπτίστηκαν και έζησαν ηθικά. Όχι μόνο πίστεψαν ότι υπάρχει Θεό, αλά και έγιναν Χριστιανοί. Απ’ αυτόν είναι φανερό ότι δεν επρόκειτο για απλή ασθένεια, αλλά για κάποια θεϊκή οικονομία. Αυτός έμπρακτα στερεώνει την πίστη, για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες και από τη τιμωρία γι’ αυτές.

(1.)Στη Ρωσία οι εορτές ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο. Η νηστεία των Χριστουγέννων διαρκεί από τις 28 Νοεμβρίου μέχρι 6 Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

(από το περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, τεύχος 21 του 1996, της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους).

Απολυτίκιον Αγίου Νικολάου
Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον ανέδειξέ σε τη ποίμνη σου, η των πραγμάτων αλήθεια· δια τούτο εκτήσω τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια. Πάτερ ιεράρχα Νικόλα, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Αναρτήθηκε από s στις 8:55 μμ

Τρέμουν το πετραχήλι

Τρέμουν το πετραχήλι.

Το καλοκαίρι του 1980 επισκέφτηκε την ι. Μονή ένα ανδρόγυνο από την Παλαιοκώμη Σερρών, για να προσκυνήσει.
Στο Αρχονταρίκι που πέρασαν για να κεραστούν , λέει ο σύζυγος στην αδελφή μοναχή που ήταν εκεί: Αδελφή , η πίστη μας είναι πολύ μεγάλη κι εδώ η χάρη της κάνει πολλά θαύματα. Να σου πω εγώ ένα θαύμα που μου έκανε η Παναγία:
Πριν 3 περίπου χρόνια πήγα με τη γυναίκα μου στην Αθήνα , κοντά στα παιδιά μας που σπούδαζαν και παρακαλούσα την Παναγία Εικοσιφοίνισσα να μου βρει εργασία να συντηρώ την οικογένεια μου. Παράλληλα παρακολουθούσα κάθε Πέμπτη βράδυ 8-9, τα κηρύγματα του Ιεροκήρυκα Δ. Παναγόπουλου, που κάνει στην αίθουσα «Τρείς Ιεράρχες», οδός Μενάνδρου 4.
Ο εν λόγω Ιεροκήρυκας έλεγε σε μια ομιλία του: «Για να δεις τη δύναμη του Κλήρου πάρε έναν παπά, έναν οποιοδήποτε παπά, και βάλτον να κάνει έναν Αγιασμό, κάπου που να είναι και Χιλιαστές (Ιεχωβίτες). Μόλις φορέσει το πετραχήλι ο Ιερεύς, θα δεις τους Χιλιαστές, θα τρέξουν αμέσως να φύγουν σαν τους σατανάδες, λες και τους κυνηγάνε , διότι δεν υποφέρουν τη δύναμη του Χριστού.
Σε όσα έλεγε ο ιεροκήρυκας πίστευα, αλλά δυσπιστούσα και έλεγε: ο παπάς σαν Ιερέας έχει δύναμη άνωθεν και χωρίς το πετραχήλι. Μήπως όταν βάλει το πετραχήλι παίρνει δύναμη και διασκορπίζονται οι εχθροί του Χριστού; Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό το πράγμα, έλεγα και ξανάλεγα.
Εν τω μεταξύ συνέχιζα να παρακαλώ την Παναγία να μου βρεί μια δουλειά , όπου Αυτή θέλει. Με την χάρη της βρήκα δουλειά στη Βιομηχανία υφασμάτων Α. Τ , στην Κηφισιά. Η εργασία που μου ανέθεσαν ήταν πολύ καλή και ο μισθός εξαιρετικά ικανοποιητικός. Ευχαριστούσα την Παναγία που με έβαλε σ’ αυτή τη δουλειά.

Το μόνο κακό ήταν ότι στο τμήμα που εργαζόμουν , η γυναίκα του διευθυντού ήταν Χιλιάστρια και είχε μαζέψει εκεί πολλούς Χιλιαστάς, ενώ οι Ορθόδοξοι είμαστε λιγότεροι.
Εργάστηκα εκεί 4 περίπου χρόνια και τακτοποίηση τα παιδιά μου. Στον τέταρτο χρόνο αγόρασε η Βιομηχανία καινούργια και μεγαλύτερα μηχανήματα από την Αμερική , για το τμήμα μας.
Ο διευθυντής μας που, σε αντίθεση με τη γυναίκα του , ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος, εκείνες τις μέρες έλειπε στην Αμερική. Εμείς οι λίγοι Ορθόδοξοι είπαμε, πριν βάλουμε εμπρός τα καινούργια μηχανήματα, να κάνουμε έναν Αγιασμό. Οι Χιλιαστές όμως, και κυρίως η γυναίκα του Διευθυντού, αντέδρασε και ούτε ήθελε ν’ ακούσουν για Αγιασμό. Έτσι δεν έγινε Αγιασμός και την άλλη μέρα έβαλαν εμπρός τα μηχανήματα να εργασθούν. Την πρώτη μέρα η κορδέλα του μηχανήματος τραυμάτισε το χέρι ενός εργάτη.
Προτείναμε πάλι εμείς οι Ορθόδοξοι να γίνει Αγιασμός αλλά υπερίσχυσαν και πάλι οι Χιλιαστές. Την δεύτερη μέρα η κορδέλα τραυμάτισε σοβαρά έναν άλλο εργάτη( το έγραψαν και οι εφημερίδες).
Την ίδια μέρα ήλθε ο αναπληρωτής του Διευθυντού και ο Ορθόδοξοι του είπαμε ότι οι Χιλιαστές δε μας επιτρέπουν να κάνουμε Αγιασμό, γι’ αυτό γίνονται ατυχήματα. –Τι; Είπε ο Αναπληρωτής· δεν θα κάνουμε Αγιασμό; Τώρα αυτή τη στιγμή , μου λέει , θα πας να βρεις έναν παπά. Φέρε τον να κάνουμε Αγιασμό. Εγώ είμαι ο Διευθυντής και ό,τι πω εγώ θα γίνει.
Πήγα , βρήκα έναν Ιερέα, τον έφερα και ετοίμασα τα σχετικά για τον Αγιασμό. Τότε θυμήθηκα τα λόγια του Δ. Παναγόπουλου και περίμενα να δω αν επαληθεύσουν τα όσα έλεγε για τον Ιερέα με το πετραχήλι και τους Χιλιαστές.
Ο ιερέας πριν αρχίσει τον Αγιασμό μας μίλησε με λίγα λόγια για τη ζωντανή θρησκεία μας. Όλο το προσωπικό μαζί και οι Χιλιαστές, είχαμε μαζευτεί γύρω του και ακούγαμε.
Εγώ πρόσεχα να δω τι θα κάνουν οι Χιλιαστές. Μόλις τελείωσε ο Ιερέας την ομιλία και έβαλε το πετραχήλι για τον Αγιασμό, αμέσως σαν δαίμονες όλοι οι Χιλιαστές έτρεξαν και δεν ήξεραν από πού να φύγουν. Τότε εγώ σταμάτησα δυο –τρείς και τους λέω: «-τι φεύγετε έτσι, γιατί δεν κάθεστε»; «δεν μπορούμε , απάντησαν , να βλέπουμε τον Ιερέα». Έτσι βεβαιώθηκα και δικαίωσα τον Δ. Παναγόπουλο για όσα έλεγε.
Από εκείνη τη μέρα δεν είχαμε άλλο ατύχημα, τα μηχανήματα δούλευαν πολύ καλά.
Πέρασε έτσι αρκετός καιρός. Κάποτε με έβαλαν βραδινό φύλακα στο τμήμα μου.
Ένα βράδυ , μετά τα μεσάνυχτα, ακούω βήματα και βλέπω μια μαυροφόρα γυναίκα, ντυμένη σαν μοναχή να μου λέει:
«από ‘δω μέσα να φύγεις γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό». Εγώ βέβαια φοβήθηκα και είπα σατανική ενέργεια θα είναι. Δεν είπα το γεγονός ούτε στη γυναίκα μου. Επί μια βδομάδα κάθε βράδυ παρουσιαζόταν αυτή η μοναχή και μου έλεγε τα ίδια λόγια, οπότε αναγκάστηκα και το είπα στη γυναίκα μου. Αυτή μου είπε, «όταν ξαναέλθει ρώτησε την ποια είναι». Το βράδυ ξαναήλθε και επανέλαβε τα ίδια. «Από δω μέσα να φύγεις, γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό». «Και ποια είσαι σύ;» την ερωτώ. «Εγώ είμαι η Αγία Παρασκευή η Προστάτιδα της Περιφέρειας , το σπίτι μου είναι εδώ κοντά» και εξαφανίστηκε.
Μόλις ξημέρωσε, ερεύνησα τριγύρω και βρήκα την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, η οποία είναι και Προστάτιδα μου, διότι την έχουμε στο χωριό μας ,στην Παλαιοκώμη.
Είπα όλα τα συμβάντα στη γυναίκα μου και μου λέει: «δεν θα ξαναπάς στη δουλειά αυτή». «Μα πως ν’ αφήσω τόσο καλή δουλειά με τόσο καλό μισθό;». Τελικά όμως φοβήθηκα μήπως πάθω κακό και δεν πήγα εκείνο το βράδυ στο εργοστάσιο. Την άλλη μέρα έμαθα ότι το βράδυ πήρε φωτιά όλο το κτίριο που εργαζόμουν και κάηκε. Αν ήμουν εκεί μέσα, θα είχα και εγώ σίγουρα καεί.
Δοξάζω το Θεό, τη Μεγαλόχαρη και την Αγία Παρασκευή που με γλύτωσαν από τον δια πυρός θάνατο.


Απο το βιβλιο "Θαύματα Παναγίας Εικοσιφοινίσσης"
Εκδοσις Ι.Μ Εικοσιφινίσσης
Δράμα 1982
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...