Η φύσις της αμαρτίας και της αμαρτωλότητος είναι πάντοτε η ιδία και με ιδίους καταλλήλους τρόπους ο αρχιτέχης διάβολος παγιδεύει τους οπαδούς ή μάλλον τα θύματά του. Όταν θέλει κανείς να γίνη καλός διά του εαυτού του , εξισώνεται με τον διάβολον. Η ουσία της αμαρτίας, κάθε αμαρτίας, στηρίζεται εις την αλαζονικήν αυταπάτην την οποίαν ο σατανάς σφίγγει εις τον κόλπον του. Ο πανσθενουργός Θεός Λόγος μας απεκάλυψεν ότι "χωρίς αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν". Αντιθέτως δε ο εφευρέτης της αμαρτίας και του θανάτου πράττει και διδάσκει τα έργα του ξηρού ατομισμού. Ο διάβολος ακριβώς τούτο φρονεί και ούτως ευρίσκεται να είναι μόνος του εντός και τίποτε έξω απο αυτόν. Πάντοτε μόνος ν'ανήκει μόνον εις τον εαυτόν του, όλος ερμητικώς κλειστός εις τον εαυτόν του μακρά του Θεού και παντός ανήκοντος εις τον Θεόν. Αυτός είναι ο εγωισμός και η φιλαύτία ενηγκαλισμένα αναποσπάστως εις όλην την αιωνιότητα, αυτή αύτη η κόλασις.
Ιωσήφ Βατοπεδινού. Εκ του θανάτου εις την ζωήν-Ψυχοφελή Βατοπεδινά 3, σ 125.
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010
To μάθημα των Θρησκευτικών και η...Ευρώπη!
του Αρχιμ.π.Ιωακειμ Οικονομίκου, Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Ι. Μ. Κίτρους
www.amen.gr
www.amen.gr
Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Ράμσεϋ, μιλώντας για το μεγαλείο της Ορθοδοξίας δήλωσε: «Βεβαίως υπάρχει σημαντικός αριθμός δογμάτων τα οποία όλοι παραδεχόμαστε. Υπάρχουν όμως ορισμένα άλλα πράγματα, τα οποία άλλοι από εμάς δέχονται και άλλοι απορρίπτουν. Συγκρίνετε αυτόν τον τρόπο σκέψης με την Ορθοδοξία. Εκεί θα βρείτε μια πλήρη και ωραία εικόνα, η οποία προκαλεί ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο. Εάν αφαιρέσετε οποιοδήποτε στοιχείο, θα καταστρέψετε το όλο. Η Ορθοδοξία συνίσταται ακριβώς σε αυτήν την ολότητα, η οποία αγκαλιάζει το θείο και το ανθρώπινο» (R.M.French, "The Eastern Orthodox Church").
Η φράση αυτή του πρώην Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι, αποτελεί θα λέγαμε ένα ύμνο προς την Ορθόδοξο Εκκλησία. Την ίδια άποψη έχουν και κάποιοι Γερμανοί Θεολόγοι, οι οποίοι αναφερόμενοι στον πλούτο και το μεγαλείο της Ορθοδόξου Λατρείας αναφέρουν: «Η Ορθόδοξη Λατρεία αποτελεί μοναδικό, σε δύναμη και παραστατικότητα, κήρυγμα του Ευαγγελίου» (Fr. Heiler).
«Η λατρεία επιδιώκει να παρουσιάσει την νίκη της ζωής, την οποία εξασφάλισε η είσοδος του Θεού στον κόσμο». (E. Seebarg). Ο J.Tyciak αναφέρει: «Οι πατέρες της Εκκλησίας και η λειτουργία της, είναι οι κατεξοχήν πηγές της Ορθοδόξου Θεολογίας στην οποία η ζωντανή πνοή του Πνεύματος της Αρχαίας Εκκλησίας είναι ψηλαφητή». Αλλά και ένας μεγάλος φιλλέλην και λάτρης της Βυζαντινής κληρονομιάς μας, ο αείμνηστος Στήβεν Ράνσημαν στην τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε στις 14 - 7 - 2000 στο Περιοδικό «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ», αναφερόμενος στο μέλλον της Ορθοδοξίας είπε: «Μερικές φορές - τι να πω - αισθάνομαι πολύ απογοητευμένος από τις άλλες Εκκλησίες της Δύσεως. Όμως, χαίρομαι με την σκέψη ότι στα επόμενα 100 χρόνια η Ορθοδοξία, θα είναι η μόνη ιστορική Εκκλησία που θα υφίσταται. Η Αγγλικανική Εκκλησία είναι σε πολύ κακά χάλια, και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χάνει συνεχώς έδαφος. Αλλά, ευτυχώς, υπάρχει η Ορθόδοξη Εκκλησία που μπορεί να προσφέρει την πραγματική πνευματικότητα που οι άλλες Εκκλησίες δεν μπορούν πλέον να μεταδώσουν. Όλα αυτά με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ορθοδοξία θα διατηρηθεί σε αντίθεση με τις άλλες».
Αυτά τα αναφέρω, γιατί, ενώ μεγάλοι Θεολόγοι και Ιστορικοί μη Ορθόδοξοι, εγκωμιάζουν την Ορθοδοξία και την συμβολή της στην Ευρωπαϊκή και γιατί όχι και στην Παγκόσμια κονίστρα, έρχονται οι ημέτεροι και προσπαθούν να κάνουν ένα έγκλημα. Ένα έγκλημα το οποίο θα φέρει την καταστροφή στα νέα παιδιά. Και μιλάω για την αντιμετώπιση του μαθήματος των Θρησκευτικών, το οποίο τείνει να γίνει προαιρετικό, και μάλιστα κατατάσσοντάς το στην τελευταία θέση των Κοινωνικών Επιστημών. Έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια αποχριστιανοποιήσεως και αποδομήσεως της Ελλάδος από τα ιδανικά, τις αξίες και τα οράματα με τα οποία μεγαλούργησε το Γένος μας όλους αυτούς τους αιώνες. Η αποδόμηση ξεκίνησε με την καταστροφή της γλώσσης, με την αλλοίωση της ιστορίας, και τώρα με την προαιρετική διδασκαλία των Θρησκευτικών.
Πολλοί ισχυρίζονται και λένε ότι αυτό είναι επιταγή της Ευρώπης, η οποία θέλει μια αλλαγή στο μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτό είναι πέρα για πέρα λάθος και ένα μεγάλο ψέμα. Στην Ευρώπη, υπάρχουν σχολεία, στα οποία το μάθημα διδάσκεται κανονικότατα. Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τις Βρυξέλλες, τα σχολεία αυτά στα οποία φοιτούν τα παιδιά των εργαζομένων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χρηματοδοτούνται από την ίδια την Ευρώπη. Σε αυτά τα σχολεία, το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται όχι ως θρησκειολογικό, αλλά ως ομολογιακό μάθημα. Έτσι τα ελληνόπουλα, αλλά και τα παιδιά άλλων Ορθοδόξων, την ώρα του μαθήματος πηγαίνει ή ο Θεολόγος πού είναι αποσπασμένος εκεί, ή κάποιος κληρικός από την Μητρόπολη Βελγίου, η οποία ανήκει στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, διδάσκοντας κανονικά το μάθημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά και με τους Προτεστάντες. Για όσους μαθητές δεν είναι Χριστιανοί αλλά άλλων θρησκειών, την ώρα εκείνη διδάσκονται το μάθημα της Φιλοσοφίας.
Πολλοί για να στηρίξουν τα αστήρικτα, επικαλούνται το παράδειγμα της Γαλλίας. Η Γαλλία από το 1905 αποτελεί ένα λαϊκό Κράτος. Είναι η χώρα και η πατρίδα του Διαφωτισμού, ο οποίος ξεκίνησε ένα πόλεμο εναντίον του Κλήρου. Αλλά ποιού κλήρου; Του Ρωμαιοκαθολικού. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία παρά τον πόλεμο πού δέχτηκε δημιούργησε τα δικά της σχολεία, στα οποία το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκονταν κανονικά. Το παράδοξο ήταν και είναι ότι πολιτικοί, όπως και ο σημερινός Πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί, προήλθε όχι από κάποιο δημόσιο σχολείο αλλά από τα σχολεία της Εκκλησίας. Δήλωσε μάλιστα ότι τα θρησκευτικά βιώματα που απέκτησε του έκαναν καλό στην ζωή του.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Γερμανία. Στις περιοχές όπου επικρατεί ο Προτεσταντισμός, το μάθημα γίνεται από Προτεστάντη Θεολόγο καθηγητή. Το ίδιο και για τις περιοχές όπου επικρατεί ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Για τους Ορθοδόξους έχει υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα, ώστε την ώρα της διδασκαλίας των Θρησκευτικών των άλλων δογμάτων, την ίδια ώρα τα ορθόδοξα παιδιά να το διδάσκονται από τους Θεολόγους και τους κληρικούς της Μητροπόλεως Γερμανίας. Άλλωστε αυτό πού ενώνει τον Ελληνισμό του Εξωτερικού είναι η Εκκλησία και η αγάπη για την πατρίδα και τις παραδόσεις. Επομένως ας σταματήσει αυτή καραμέλα ότι φταίει η Ευρώπη.
Η Ευρώπη έχει τονίσει κατά κόρον ότι αυτά τα θέματα αφορούν το κάθε Κράτος μέλος χωριστά και δεν επεμβαίνει. Το πρόβλημα το έχουμε δυστυχώς εμείς. Εμείς είμαστε αυτοί πού θέλουμε να ξεριζώσουμε κάθε τι το Ελληνορθόδοξο, κάθε τι πού να θυμίζει την παράδοση και την ιστορία του Γένους μας. Φαίνεται ότι η θρησκεία, η ιστορία, η παράδοση, και κάθε τι πού μας ενώνουν σαν Γένος πρέπει να πεθάνουν. Αλλά μαζί με αυτά θα πεθάνουμε και εμείς. Και τότε θα είμαστε αναπολόγητοι στους προγόνους μας, καθώς και στους διαδόχους μας. Αυτό το έχει πει ο μεγάλος ποιητής μας Κωστής Παλαμάς: «...χρωστάτε σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα 'ρθούνε, θα περάσουν. κριτές θα μας γεννήσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Η φράση αυτή του πρώην Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι, αποτελεί θα λέγαμε ένα ύμνο προς την Ορθόδοξο Εκκλησία. Την ίδια άποψη έχουν και κάποιοι Γερμανοί Θεολόγοι, οι οποίοι αναφερόμενοι στον πλούτο και το μεγαλείο της Ορθοδόξου Λατρείας αναφέρουν: «Η Ορθόδοξη Λατρεία αποτελεί μοναδικό, σε δύναμη και παραστατικότητα, κήρυγμα του Ευαγγελίου» (Fr. Heiler).
«Η λατρεία επιδιώκει να παρουσιάσει την νίκη της ζωής, την οποία εξασφάλισε η είσοδος του Θεού στον κόσμο». (E. Seebarg). Ο J.Tyciak αναφέρει: «Οι πατέρες της Εκκλησίας και η λειτουργία της, είναι οι κατεξοχήν πηγές της Ορθοδόξου Θεολογίας στην οποία η ζωντανή πνοή του Πνεύματος της Αρχαίας Εκκλησίας είναι ψηλαφητή». Αλλά και ένας μεγάλος φιλλέλην και λάτρης της Βυζαντινής κληρονομιάς μας, ο αείμνηστος Στήβεν Ράνσημαν στην τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε στις 14 - 7 - 2000 στο Περιοδικό «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ», αναφερόμενος στο μέλλον της Ορθοδοξίας είπε: «Μερικές φορές - τι να πω - αισθάνομαι πολύ απογοητευμένος από τις άλλες Εκκλησίες της Δύσεως. Όμως, χαίρομαι με την σκέψη ότι στα επόμενα 100 χρόνια η Ορθοδοξία, θα είναι η μόνη ιστορική Εκκλησία που θα υφίσταται. Η Αγγλικανική Εκκλησία είναι σε πολύ κακά χάλια, και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χάνει συνεχώς έδαφος. Αλλά, ευτυχώς, υπάρχει η Ορθόδοξη Εκκλησία που μπορεί να προσφέρει την πραγματική πνευματικότητα που οι άλλες Εκκλησίες δεν μπορούν πλέον να μεταδώσουν. Όλα αυτά με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ορθοδοξία θα διατηρηθεί σε αντίθεση με τις άλλες».
Αυτά τα αναφέρω, γιατί, ενώ μεγάλοι Θεολόγοι και Ιστορικοί μη Ορθόδοξοι, εγκωμιάζουν την Ορθοδοξία και την συμβολή της στην Ευρωπαϊκή και γιατί όχι και στην Παγκόσμια κονίστρα, έρχονται οι ημέτεροι και προσπαθούν να κάνουν ένα έγκλημα. Ένα έγκλημα το οποίο θα φέρει την καταστροφή στα νέα παιδιά. Και μιλάω για την αντιμετώπιση του μαθήματος των Θρησκευτικών, το οποίο τείνει να γίνει προαιρετικό, και μάλιστα κατατάσσοντάς το στην τελευταία θέση των Κοινωνικών Επιστημών. Έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια αποχριστιανοποιήσεως και αποδομήσεως της Ελλάδος από τα ιδανικά, τις αξίες και τα οράματα με τα οποία μεγαλούργησε το Γένος μας όλους αυτούς τους αιώνες. Η αποδόμηση ξεκίνησε με την καταστροφή της γλώσσης, με την αλλοίωση της ιστορίας, και τώρα με την προαιρετική διδασκαλία των Θρησκευτικών.
Πολλοί ισχυρίζονται και λένε ότι αυτό είναι επιταγή της Ευρώπης, η οποία θέλει μια αλλαγή στο μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτό είναι πέρα για πέρα λάθος και ένα μεγάλο ψέμα. Στην Ευρώπη, υπάρχουν σχολεία, στα οποία το μάθημα διδάσκεται κανονικότατα. Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τις Βρυξέλλες, τα σχολεία αυτά στα οποία φοιτούν τα παιδιά των εργαζομένων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χρηματοδοτούνται από την ίδια την Ευρώπη. Σε αυτά τα σχολεία, το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται όχι ως θρησκειολογικό, αλλά ως ομολογιακό μάθημα. Έτσι τα ελληνόπουλα, αλλά και τα παιδιά άλλων Ορθοδόξων, την ώρα του μαθήματος πηγαίνει ή ο Θεολόγος πού είναι αποσπασμένος εκεί, ή κάποιος κληρικός από την Μητρόπολη Βελγίου, η οποία ανήκει στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, διδάσκοντας κανονικά το μάθημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά και με τους Προτεστάντες. Για όσους μαθητές δεν είναι Χριστιανοί αλλά άλλων θρησκειών, την ώρα εκείνη διδάσκονται το μάθημα της Φιλοσοφίας.
Πολλοί για να στηρίξουν τα αστήρικτα, επικαλούνται το παράδειγμα της Γαλλίας. Η Γαλλία από το 1905 αποτελεί ένα λαϊκό Κράτος. Είναι η χώρα και η πατρίδα του Διαφωτισμού, ο οποίος ξεκίνησε ένα πόλεμο εναντίον του Κλήρου. Αλλά ποιού κλήρου; Του Ρωμαιοκαθολικού. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία παρά τον πόλεμο πού δέχτηκε δημιούργησε τα δικά της σχολεία, στα οποία το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκονταν κανονικά. Το παράδοξο ήταν και είναι ότι πολιτικοί, όπως και ο σημερινός Πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί, προήλθε όχι από κάποιο δημόσιο σχολείο αλλά από τα σχολεία της Εκκλησίας. Δήλωσε μάλιστα ότι τα θρησκευτικά βιώματα που απέκτησε του έκαναν καλό στην ζωή του.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Γερμανία. Στις περιοχές όπου επικρατεί ο Προτεσταντισμός, το μάθημα γίνεται από Προτεστάντη Θεολόγο καθηγητή. Το ίδιο και για τις περιοχές όπου επικρατεί ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Για τους Ορθοδόξους έχει υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα, ώστε την ώρα της διδασκαλίας των Θρησκευτικών των άλλων δογμάτων, την ίδια ώρα τα ορθόδοξα παιδιά να το διδάσκονται από τους Θεολόγους και τους κληρικούς της Μητροπόλεως Γερμανίας. Άλλωστε αυτό πού ενώνει τον Ελληνισμό του Εξωτερικού είναι η Εκκλησία και η αγάπη για την πατρίδα και τις παραδόσεις. Επομένως ας σταματήσει αυτή καραμέλα ότι φταίει η Ευρώπη.
Η Ευρώπη έχει τονίσει κατά κόρον ότι αυτά τα θέματα αφορούν το κάθε Κράτος μέλος χωριστά και δεν επεμβαίνει. Το πρόβλημα το έχουμε δυστυχώς εμείς. Εμείς είμαστε αυτοί πού θέλουμε να ξεριζώσουμε κάθε τι το Ελληνορθόδοξο, κάθε τι πού να θυμίζει την παράδοση και την ιστορία του Γένους μας. Φαίνεται ότι η θρησκεία, η ιστορία, η παράδοση, και κάθε τι πού μας ενώνουν σαν Γένος πρέπει να πεθάνουν. Αλλά μαζί με αυτά θα πεθάνουμε και εμείς. Και τότε θα είμαστε αναπολόγητοι στους προγόνους μας, καθώς και στους διαδόχους μας. Αυτό το έχει πει ο μεγάλος ποιητής μας Κωστής Παλαμάς: «...χρωστάτε σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα 'ρθούνε, θα περάσουν. κριτές θα μας γεννήσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Είναι αλήθεια ;!
Σε μερικές περιπτώσεις, λοιπόν, δεν έχει σημασία αν αυτό που διαβάζουμε είναι αλήθεια. Σημασία έχει γιατί γράφτηκε και τι θέλει να πει. Για παράδειγμα…
www.karfitsa.gr
- Είναι γνωστή η περίφημη αποστροφή που αποδίδεται στον Χένρι Κίσινγκερ (1994) ότι «Ο λαός των Ελλήνων είναι αναρχικός και δύσκολος να τιθασευθή. Γι' αυτό πρέπει να τον χτυπήσουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως αναγκασθεί να συμμορφωθεί». Η δήλωση διαψεύστηκε, όμως όσα ακολούθησαν μάλλον επιβεβαιώνουν παρά διαψεύδουν τη φράση (βλέπε βιβλίο ιστορίας ΣΤ’ Δημοτικού, δασκάλα του Μ. Δερείου, διάβρωση του εκπαιδευτικού συστήματος κ.ά.)
- Η περίφημη επιστολή του… ετοιμοθάνατου Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές (κάπου στο 2000) που έτσι αποχαιρετούσε τους φίλους του, έκανε το γύρο του κόσμου και έγινε το αγαπημένο εκατομμυρίων ανθρώπων. «Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις» λέει μεταξύ άλλων. Η επιστολή διαψεύστηκε, όμως παραμένει δημοφιλέστατη γιατί όσα λέει αγγίζουν.
- Πριν μια εβδομάδα, κυκλοφόρησε στα ελληνικά blogs ένα «έγγραφο» που «αποδεικνύει» ότι η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου χρηματοδοτήθηκε από την τράπεζα του Ροκφέλερ με όρους απίθανους (έλεγχος του ΚΚΕ, μόνο… φραστικές παρεκκλίσεις κατά των ΗΠΑ από τον Ανδρέα, ανοχή απέναντι στην τρομοκρατία κ.ά.). Η επιστολή αμφισβητείται όμως εξηγεί πολλές μεταπολιτευτικές συμπεριφορές.
- Τώρα, λοιπόν, κυκλοφόρησε μια δήλωση που αποδίδεται στον Ούγκο Τσάβες, τον Αριστερό πρόεδρο της Βενεζουέλας. «Με ρωτάτε γιατί στείλαμε φυλακή όσα στελέχη μας κλέψανε; Γιατί κλέψανε! Πρόδωσαν τον Λαό, τη Δημοκρατία, το Στρατό, την Πατρίδα, το Έθνος. Τιμωρώντας τη διαφθορά κρατάμε γεμάτα τα ταμεία και τη Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τη μαφία των τραπεζών μακριά απ' τα πόδια μας. Δεν καταντάμε Ελλάδα!».
- Τι κι αν διαψευστεί σύντομα; Αυτά που λέει δεν είναι μεγάλες αλήθειες; Καλή σας μέρα!
www.karfitsa.gr
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Ο άνθρωπος στη θέσι του Θεανθρώπου!
Εις την δυτικήν Ευρώπην βαθμιαίως ο Χριστιανισμός νοθεύεται με τον ουμανισμόν, ο οποίος επικρατεί ως δευτέρα θεότης. Πρό πολλού οι εκκλησιαστικοί άρχοντες της δύσεως εστένευον τον Θεάνθρωπον Σωτήρα Χριστόν και εις το τέλος τον εσμίκρυναν εις απλούν άνθρωπον- φεύ της ασεβείας! - εις τον αλάθητον άνθρωπο του καθολικισμού και τον ουχί ολιγώτερον αλάθητον άνθρωπο του προτεσταντισμού. Και ούτως ενεφανίσθη αφ'ενός μεν ο δυτικός χριστιανικοουμανισμός , μαξιμαλισμός (παπικόν -πρωτείον), ο οποίος απο τον Χριστόν αφαιρεί τα πάντα , αφ' ετέρου δε ο δυτικός ουμανισμός, μινιμαλισμός των προτεσταντών, οποίος απο τον Χριστόν ζητεί το ελάχιστον , να μη ειπώ τίποτε.
Και εις τους δύο ως υψίστη αξία και έσχατον κριτήριον εισέρχεται ο άνθρωπος εις την θέσιν του Θεανθρώπου. Επετελέσθη ούτως η θλιβερά διόρθωσις του Θεανρθώπου, του έργου του και της διδασκαλίας του!
Επιμόνως και συνεχώς προσεπάθει ο παπισμός να αντικαταστήσει τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον, έως ότου εις το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα αντικατέστη πλήρως ο Θεάνθρωπος υπο του αλαθήτου ανθρώπου. Με αυτό το σατανικό δόγμα ανεκηρύχθη αποφασιστικώς και σαφώς ο άνθρωπος Πάπας ως κάτι το μεγαλύτερο ουχί μόνον του αλαθήτου ανθρώπου, αλλά και των αγίων Αποστόλων και των πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων. Με αυτήν την αποστασίαν απο τον Θεάνθρωπον, απο την Καθολικήν -Οικουμενικήν Εκκλησίαν , ο παπικός μαξιμαλισμός υπερέβη και αυτόν τον Λούθηρον , τον δημιουργόν του προτεσταντικού μινιμαλισμού.
Δεν πρέπει να πλανάται ο χριστιανοουμανικός μαξιμαλισμός, "παπισμός". Είναι ακριβώς ο ριζικός προτεσταντισμός, διότι μετέθεσε τον θεμέλιον του Χριστιανισμόυ απο τον αιώνιον Θεάνθρωπον εις τον πεπερασμένον και θνητόν άνθρωπον, και αυτό ανεκήρυξεν ως το κυριώτερον δόγμα του, ως την κεντρικωτέραν αλήθειαν, την μεγαλυτέραν του αξίαν, και το κατέστησε μέτρον και κριτήριον . Πράγματι και ο προτεσταντισμός δεν είναι άλλο παρά είς εξατομικευμένος παπισμός,, η βασική αρχή του οποίου, "το αλάθητον του ανθρώπου", έχει εφαρμοσθή εις την ζωήν ενός εκάστου ανθρωπου ιδιαιτέρως. Κατά το παράδεισμα του αλαθήτου ανθρώπου της Ρώμης ο κάθε προτεστάντης γίνεται αλάθητος, διότι διεκδικεί το προσωπικόν αλάθητον εις τα θέματα της πίστεως, ενώ εις την Ρώμην το έχει μόνος του ο Πάπας. Υπ' αυτήν την άποψιν ημπορεί να λεχθή ότι ο προτεσταντισμός είναι είς εκλαϊκευμένος παπισμός, εστερημένος μόνον της διαστάσεως της αυθεντίας και εξουσίας του Πάπα.
Αυτό ημπορεί να φαίνεται παράδοξον, αλλ' είναι αληθινον. Το αποδεικύνει κατά τρόπον αναμφισβήτητον η ιστορική του πραγματικότης. Ο δυτικός χριστιανισμός εις την ουσίαν του είναι ο πλέον ριζικός ουμανισμός, διότι ανεκήρυξε τον άνθρωπον αλάθητον και μετέβαλε την θεανθρωπίνην θρησκείαν εις ουμανιστικήν. Απόδειξις τούτου είναι το γεγονός ότι εις την Ρώμην και την εκκλησίαν της ο Θεάνθρωπος απεβλήθη εις τον ουρανόν και εις την θέσιν του ετοποθετήθη ο αναπληρωτής: "VICARIUS CHRIST..." Πόσον τραγικός παραλογισμός! να ορίζεται αντικαταστάτης και αναπληρωτής δια τον πανταχού παρόντα Κύριον και Θεόν.
Τοιουτρόπως επετελέσθη η αντικειμενοποίησις του ενσαρκωθέντος Θεού, η αποθεανθρώπησις του Θεανθρώπου Σωτήρος των συμπάντων κόσμων δι' ενός ευτελούς ανθρώπου. Ο δυτικός θρησκευτικός ουμανισμός ανεκήρυξε τον πανταχού παρόντα Θεάνθρωπον ως απουσιάζοντα απο τον κόσμον και ώρισε τον αντικαταστάτην του εν τω προσώπω του αλαθήτου ανθρώπου.
Όλα αυτά οδηγούν εις το συμπέρασμα, ότι ο ουμανιστικός χριστιανισμός αποτελεί πράγματι την πλέον αποφασιστικήν διαμαρτυρίαν εναντίν του Θεανθρώπου. Με την πράξιν αυτήν της σμικρύνσεως του Χριστιανισμού εις ουμανισμόν έχει αναμφιβόλως υλοποιηθή ο Χριστιανισμός και μάλλον έχει καταστραφή. Δεν είναι υπερβολη να διακρίνωμεν τώρα την απαίτησιν του χρεωκοπημένου ευρωπαϊκού ουμανισμόυ να νοσταλγεί την αντικατάστασιν αυτου του είδους της θρησκείαςς με την παλαιάν πολυθεϊστικήν θρησκείαν κατά τας φωνάς των Ευρωπαίων ουμανιστών. Εδώ νομίζωμεν είναι αρμόδιος ο θρήνος του Προφήτου Ιερεμίου: "Επικατάρατος ο άνθρωπος ος την ελπίδα έχει εις άνθρωπον" (Ιερ.17,5).Εάν συνοψίσωμεν όλας τας φάσεις και τροπάς του διεθνούς πλέον ουμανισμού , καταλήγομεν εις εν κύριον συμπέρασμα , εις μίαν κυριολετικήν επιθυμίαν. Να διωχθή ο Θεάνθρωπος απο την γήν εις τον ουρανόν, διότι διά τον ουμανισμόν το βασικόν και κυριώτερον είναι να μείνη ο άνθρωπος ως υψίστη αξία και έσχατον κριτήριον. Τέλος, Χριστιανισμός είναι ο Χριστιανισμός διά του Θεανθρώπου , δια της θεανθρωπίνης μεθοδολογίας. Αυτή είναι η θεμελιώδης αλήθεια, εις βάρος της οποίας ουδείς συμβιβασμός δύναται να γίνη. Δι'αυτής προσδιορίζεται κα καθορίζεται όλη η χριστιανική αξιλογία και κριτηριολογία.
(Γέροντος Ιωσήφ, Εκ του θανάτου εις την ζωήν-Ψυχοφελή Βατοπαιδινά 3 , σ. 100)
Και εις τους δύο ως υψίστη αξία και έσχατον κριτήριον εισέρχεται ο άνθρωπος εις την θέσιν του Θεανθρώπου. Επετελέσθη ούτως η θλιβερά διόρθωσις του Θεανρθώπου, του έργου του και της διδασκαλίας του!
Επιμόνως και συνεχώς προσεπάθει ο παπισμός να αντικαταστήσει τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον, έως ότου εις το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα αντικατέστη πλήρως ο Θεάνθρωπος υπο του αλαθήτου ανθρώπου. Με αυτό το σατανικό δόγμα ανεκηρύχθη αποφασιστικώς και σαφώς ο άνθρωπος Πάπας ως κάτι το μεγαλύτερο ουχί μόνον του αλαθήτου ανθρώπου, αλλά και των αγίων Αποστόλων και των πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων. Με αυτήν την αποστασίαν απο τον Θεάνθρωπον, απο την Καθολικήν -Οικουμενικήν Εκκλησίαν , ο παπικός μαξιμαλισμός υπερέβη και αυτόν τον Λούθηρον , τον δημιουργόν του προτεσταντικού μινιμαλισμού.
Δεν πρέπει να πλανάται ο χριστιανοουμανικός μαξιμαλισμός, "παπισμός". Είναι ακριβώς ο ριζικός προτεσταντισμός, διότι μετέθεσε τον θεμέλιον του Χριστιανισμόυ απο τον αιώνιον Θεάνθρωπον εις τον πεπερασμένον και θνητόν άνθρωπον, και αυτό ανεκήρυξεν ως το κυριώτερον δόγμα του, ως την κεντρικωτέραν αλήθειαν, την μεγαλυτέραν του αξίαν, και το κατέστησε μέτρον και κριτήριον . Πράγματι και ο προτεσταντισμός δεν είναι άλλο παρά είς εξατομικευμένος παπισμός,, η βασική αρχή του οποίου, "το αλάθητον του ανθρώπου", έχει εφαρμοσθή εις την ζωήν ενός εκάστου ανθρωπου ιδιαιτέρως. Κατά το παράδεισμα του αλαθήτου ανθρώπου της Ρώμης ο κάθε προτεστάντης γίνεται αλάθητος, διότι διεκδικεί το προσωπικόν αλάθητον εις τα θέματα της πίστεως, ενώ εις την Ρώμην το έχει μόνος του ο Πάπας. Υπ' αυτήν την άποψιν ημπορεί να λεχθή ότι ο προτεσταντισμός είναι είς εκλαϊκευμένος παπισμός, εστερημένος μόνον της διαστάσεως της αυθεντίας και εξουσίας του Πάπα.
Αυτό ημπορεί να φαίνεται παράδοξον, αλλ' είναι αληθινον. Το αποδεικύνει κατά τρόπον αναμφισβήτητον η ιστορική του πραγματικότης. Ο δυτικός χριστιανισμός εις την ουσίαν του είναι ο πλέον ριζικός ουμανισμός, διότι ανεκήρυξε τον άνθρωπον αλάθητον και μετέβαλε την θεανθρωπίνην θρησκείαν εις ουμανιστικήν. Απόδειξις τούτου είναι το γεγονός ότι εις την Ρώμην και την εκκλησίαν της ο Θεάνθρωπος απεβλήθη εις τον ουρανόν και εις την θέσιν του ετοποθετήθη ο αναπληρωτής: "VICARIUS CHRIST..." Πόσον τραγικός παραλογισμός! να ορίζεται αντικαταστάτης και αναπληρωτής δια τον πανταχού παρόντα Κύριον και Θεόν.
Τοιουτρόπως επετελέσθη η αντικειμενοποίησις του ενσαρκωθέντος Θεού, η αποθεανθρώπησις του Θεανθρώπου Σωτήρος των συμπάντων κόσμων δι' ενός ευτελούς ανθρώπου. Ο δυτικός θρησκευτικός ουμανισμός ανεκήρυξε τον πανταχού παρόντα Θεάνθρωπον ως απουσιάζοντα απο τον κόσμον και ώρισε τον αντικαταστάτην του εν τω προσώπω του αλαθήτου ανθρώπου.
Όλα αυτά οδηγούν εις το συμπέρασμα, ότι ο ουμανιστικός χριστιανισμός αποτελεί πράγματι την πλέον αποφασιστικήν διαμαρτυρίαν εναντίν του Θεανθρώπου. Με την πράξιν αυτήν της σμικρύνσεως του Χριστιανισμού εις ουμανισμόν έχει αναμφιβόλως υλοποιηθή ο Χριστιανισμός και μάλλον έχει καταστραφή. Δεν είναι υπερβολη να διακρίνωμεν τώρα την απαίτησιν του χρεωκοπημένου ευρωπαϊκού ουμανισμόυ να νοσταλγεί την αντικατάστασιν αυτου του είδους της θρησκείαςς με την παλαιάν πολυθεϊστικήν θρησκείαν κατά τας φωνάς των Ευρωπαίων ουμανιστών. Εδώ νομίζωμεν είναι αρμόδιος ο θρήνος του Προφήτου Ιερεμίου: "Επικατάρατος ο άνθρωπος ος την ελπίδα έχει εις άνθρωπον" (Ιερ.17,5).Εάν συνοψίσωμεν όλας τας φάσεις και τροπάς του διεθνούς πλέον ουμανισμού , καταλήγομεν εις εν κύριον συμπέρασμα , εις μίαν κυριολετικήν επιθυμίαν. Να διωχθή ο Θεάνθρωπος απο την γήν εις τον ουρανόν, διότι διά τον ουμανισμόν το βασικόν και κυριώτερον είναι να μείνη ο άνθρωπος ως υψίστη αξία και έσχατον κριτήριον. Τέλος, Χριστιανισμός είναι ο Χριστιανισμός διά του Θεανθρώπου , δια της θεανθρωπίνης μεθοδολογίας. Αυτή είναι η θεμελιώδης αλήθεια, εις βάρος της οποίας ουδείς συμβιβασμός δύναται να γίνη. Δι'αυτής προσδιορίζεται κα καθορίζεται όλη η χριστιανική αξιλογία και κριτηριολογία.
(Γέροντος Ιωσήφ, Εκ του θανάτου εις την ζωήν-Ψυχοφελή Βατοπαιδινά 3 , σ. 100)
Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΑ ΄΄ΦΡΙΚΤΑ΄΄ ΚΑΡΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ ΑΣΚΗΤΗ ΜΑΚΑΡΙΟ
Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.
Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.
Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.
Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!
Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;
Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».
Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».
Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.
Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.
Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.
Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.
Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.
http://www.facebook.com/notes/asketes-agiou-orous-askites-agioy-oroys/o-nikos-kazantzakes-sta-phrikta-karoulia-tou-agiou-oroussynklonistike-synomilia-/317988341943
Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.
Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.
Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!
Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;
Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».
Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».
Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.
Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.
Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.
Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.
Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.
http://www.facebook.com/notes/asketes-agiou-orous-askites-agioy-oroys/o-nikos-kazantzakes-sta-phrikta-karoulia-tou-agiou-oroussynklonistike-synomilia-/317988341943
Πύρρος και Κενέας.
Διάλογος από τον Πλούταρχο:
«Εσύ φίλε μου Κινέα, βιάσου και πήγαινε. Κινήσου όμως προσεκτικά. Μόλις πετύχεις την προσδοσκώμενη ειρήνη με τους Ρωμαίους και αποκοιμηθούν τα πράγματα, εγώ θα συνεχίσω. Για μένα δεν υπάρχουν εμπόδια! Για μένα δεν υπάρχουν Έλληνες και Βάρβαροι που να μπορούν να σταθούν απέναντι μου..! Θα τους κατακτήσω όλους, και σιγά σιγά ολόκληρη την Ιταλία!».
«Και μετά τι;»
«Μετά σειρά έχει ολόκληρη η Σικελία. Θα της φανώ χρήσιμος άλλωστε. Ο Αγαθοκλής πάντα μου έλεγε για την αναρχία και την ένταση που εκεί δημιουργούν οι - εγκάθετοι - δημαγωγοί».
«Και όταν τα επιτύχομε και αυτά;»
“Έ τότε στο στόχαστρο θα είναι η γη της Καρχηδόνας και της Λιβύης. Από εκείνη τη στιγμή, καμιά άλλη χώρα δεν θα τολμήσει να μας υποτιμήσει ή να μας καταφρονήσει”.
«Και λοιπόν;» ξαναρώτησε ο Κινέας.
«Έ, τότε Μακεδονία και Ελλάδα θα είναι στην εξουσία μας».
«Καλά βασιλιά μου και με όλα αυτά τα πλούτη, όλη αυτή την εξουσία, όλη αυτή την υπόδουλη γη, εμείς τι θα κατορθώσομε, τι θα κερδίσουμε για τους εαυτούς μας;»
«Μα τέλοσπάντων ακόμα δεν καταλαβαίνεις; Τότε θα έχουμε όλο τον χρόνο και την ηρεμία, να ζούμε, να συζητάμε απερίσκεπτοι σαν φίλοι και όσες ώρες θέλομε»!
Ο Κινέας τον ξανακοίταξε απορημένος και ξαναχτύπησε: «Γιατί τώρα δεν μπορούμε να συζητάμε; να μιλάμε, να καθόμαστε ήρεμα σαν φίλοι; Γιατί θα πρέπει να χυθεί τόσος πόνος, τόσος κόπος, τόσος θάνατος τόσο αίμα για να αποκτήσομε αυτά τα αγαθά που ήδη έχομε σήμερα; Ναι τόσο αίμα!» τόνισε ο Κινέας.
Αντιγραφή απο : http://www.ebdomi.com/arthra/1868-o-ritoras-kineas-symboulevei-ton-vasilia-pyrro
Ο ιστορικός Παπαρηγόπουλος σχολιάζει:
Ο Πλούταρχος , που αναφέρει την συνδιάλεξη αυτή στον βίο του Πύρρου, δεν λέγει τι απάντησε ο βασιλιάς στο τελευταίο συμπέρασμα του φίλου του· είναι φανερό τι θα μπορούσε να απαντήσει. Χωρίς μεγάλους πόνους και κινδύνους δεν κατορθώνεται τίποτα μεγάλο στον κόσμο· η φιλόσοφη εκείνη ραθυμία οδηγεί στη νοθρότητα και την ακολασία. Αν ο Αλέξανδρος την αντιπροσόπευε, δεν θα εξελληνιζόταν η Ανατολή. Είναι αλήθεια ότι Αλέξανδροι δεν γεννιώνται κάθε μέρα, και η πείρα έδειξε ότι και ο ίδιος ο Πύρρος δεν ήταν Αλέξανδος. Αλλά στον πολιτικό και στον ιδιοτικό βίο, η τέχνη συνίσταται όχι να απρακτεί κάνείς φιλοσοφώντας, ούτε πάλι ονειροπολώντας· να πράτει , αλλά να επιζητεί το εφικτό, καταμετρώντας τις δυνάμεις του και τις γύρω περιστάσεις. Στην παρούσα κατάσταση , το εφικτό ήταν όχι να επιδιώξη ο Πύρρος νέας και διαπόντιες κατακτήσεις, αλλά να επιζητήσει την ηγεμονία της εδώ Ελλάδας, εξασφαλίζοντας την απο κάθε εξωτερικό κίδνυνο, τον οποίο ο Κινέας, στον λόγο του, υπέδειξε ως τελευταίο σκοπο απο τους μελετημένους αγώνες
«Εσύ φίλε μου Κινέα, βιάσου και πήγαινε. Κινήσου όμως προσεκτικά. Μόλις πετύχεις την προσδοσκώμενη ειρήνη με τους Ρωμαίους και αποκοιμηθούν τα πράγματα, εγώ θα συνεχίσω. Για μένα δεν υπάρχουν εμπόδια! Για μένα δεν υπάρχουν Έλληνες και Βάρβαροι που να μπορούν να σταθούν απέναντι μου..! Θα τους κατακτήσω όλους, και σιγά σιγά ολόκληρη την Ιταλία!».
«Και μετά τι;»
«Μετά σειρά έχει ολόκληρη η Σικελία. Θα της φανώ χρήσιμος άλλωστε. Ο Αγαθοκλής πάντα μου έλεγε για την αναρχία και την ένταση που εκεί δημιουργούν οι - εγκάθετοι - δημαγωγοί».
«Και όταν τα επιτύχομε και αυτά;»
“Έ τότε στο στόχαστρο θα είναι η γη της Καρχηδόνας και της Λιβύης. Από εκείνη τη στιγμή, καμιά άλλη χώρα δεν θα τολμήσει να μας υποτιμήσει ή να μας καταφρονήσει”.
«Και λοιπόν;» ξαναρώτησε ο Κινέας.
«Έ, τότε Μακεδονία και Ελλάδα θα είναι στην εξουσία μας».
«Καλά βασιλιά μου και με όλα αυτά τα πλούτη, όλη αυτή την εξουσία, όλη αυτή την υπόδουλη γη, εμείς τι θα κατορθώσομε, τι θα κερδίσουμε για τους εαυτούς μας;»
«Μα τέλοσπάντων ακόμα δεν καταλαβαίνεις; Τότε θα έχουμε όλο τον χρόνο και την ηρεμία, να ζούμε, να συζητάμε απερίσκεπτοι σαν φίλοι και όσες ώρες θέλομε»!
Ο Κινέας τον ξανακοίταξε απορημένος και ξαναχτύπησε: «Γιατί τώρα δεν μπορούμε να συζητάμε; να μιλάμε, να καθόμαστε ήρεμα σαν φίλοι; Γιατί θα πρέπει να χυθεί τόσος πόνος, τόσος κόπος, τόσος θάνατος τόσο αίμα για να αποκτήσομε αυτά τα αγαθά που ήδη έχομε σήμερα; Ναι τόσο αίμα!» τόνισε ο Κινέας.
Αντιγραφή απο : http://www.ebdomi.com/arthra/1868-o-ritoras-kineas-symboulevei-ton-vasilia-pyrro
Ο ιστορικός Παπαρηγόπουλος σχολιάζει:
Ο Πλούταρχος , που αναφέρει την συνδιάλεξη αυτή στον βίο του Πύρρου, δεν λέγει τι απάντησε ο βασιλιάς στο τελευταίο συμπέρασμα του φίλου του· είναι φανερό τι θα μπορούσε να απαντήσει. Χωρίς μεγάλους πόνους και κινδύνους δεν κατορθώνεται τίποτα μεγάλο στον κόσμο· η φιλόσοφη εκείνη ραθυμία οδηγεί στη νοθρότητα και την ακολασία. Αν ο Αλέξανδρος την αντιπροσόπευε, δεν θα εξελληνιζόταν η Ανατολή. Είναι αλήθεια ότι Αλέξανδροι δεν γεννιώνται κάθε μέρα, και η πείρα έδειξε ότι και ο ίδιος ο Πύρρος δεν ήταν Αλέξανδος. Αλλά στον πολιτικό και στον ιδιοτικό βίο, η τέχνη συνίσταται όχι να απρακτεί κάνείς φιλοσοφώντας, ούτε πάλι ονειροπολώντας· να πράτει , αλλά να επιζητεί το εφικτό, καταμετρώντας τις δυνάμεις του και τις γύρω περιστάσεις. Στην παρούσα κατάσταση , το εφικτό ήταν όχι να επιδιώξη ο Πύρρος νέας και διαπόντιες κατακτήσεις, αλλά να επιζητήσει την ηγεμονία της εδώ Ελλάδας, εξασφαλίζοντας την απο κάθε εξωτερικό κίδνυνο, τον οποίο ο Κινέας, στον λόγο του, υπέδειξε ως τελευταίο σκοπο απο τους μελετημένους αγώνες
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010
Tα περιστέρια κα η εξέλιξη
Το εύρημα προκάλεσε έκπληξη στους επιστήμονες επειδή έρχεται σε αντίθεση με τις προβλέψεις της κυρίαρχης δαρβινικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία, τα πουλιά, όπως και κάθε άλλο ζώο, θα έπρεπε να έχουν προσαρμοστεί εξελικτικά από τη φυσική επιλογή να δρουν έτσι ώστε να κοιτάζουν το άμεσο συμφέρον τους και να μη χρειάζεται να παίρνουν ρίσκο και να διακινδυνεύουν την επιβίωσή τους για χάρη ενός πιθανού αλλά αβέβαιου μακροπρόθεσμου αποτελέσματος.
Τα πουλιά είχαν να διαλέξουν με το ράμφος τους είτε ένα χρωματιστό φως, που θα τους έδινε πάντα πρόσβαση σε τρεις σβόλους φαγητού είτε ένα διαφορετικό χρώμα φωτός, που θα τους επέτρεπε να φάνε δύο σβόλους και παράλληλα τους έδινε την ευκαιρία να φάνε δέκα σβόλους στις πέντε φορές είτε κανένα σβώλο οκτώ στις δέκα φορές.
ΑΠΟ: τα ΝΕΑ
Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010
Διάφορα
Δαμασκηνός ο Στουδίτης
Διότι μία είναι η στράτα του θανάτου, και πλέον άλλη δεν είναι· εις όλους είναι η απόφασις του θεού δοσμένη ίσια. Ο θάνατος βασιλέα δεν φοβάται, αρχιερέα δεν τιμά, γέροντα δεν λυπείται, ευμορφίαν δεν ζηλεύει, μονογενή δεν σπλαγχνίζεται, μηδέ δάκρυα βλέπει, άρχοντας δεν τρέμει, αφεντάδες δεν τους βάνει εις τον νουν του, πρόσωπον δεν κοιτάζει, αλλά εις όλους έρχεται.
Ο θάνατος είναι των δικαίων ανάπαυσις. Ο θάνατος είναι των μικρών παιδίων παρηγορία· ο θάνατος είναι των δούλων ελευθερία· ο θάνατος είναι των εννοιασμένων λύτρωσις. Εάν δεν ήτον ο θάνατος, ηθέλαμεν τρώγη αλλήλους μας· εάν δεν ελπίζαμεν να κριθώμεν, μηδέ να αναστηθώμεν ελπίζαμεν. [...] Εάν ήτον ότι ημείς απομέναμεν εδώ, δικαίως ηθέλαμεν κλαίη και τους αποθαμένους. Ει δε ότι όλοι μας εκεί υπάγωμεν, ας μην κλαίωμεν έτζι απαρηγόρητα...
«Διδασκαλία προτρεπτική περί του μη σφοδρώς θρηνείν τους τελευτούντας». Θησαυρός, 1528. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ.297 και 298.
Δούκας [Μιχαήλ]
Ω Πόλις, Πόλις, πόλεων πασών κεφαλή· Ω Πόλις, Πόλις κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών· Ω Πόλις, Πόλις, χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμός· Ω Πόλις, Πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθοντα καρπούς πνευματικούς. Πού σου το κάλλος παράδεισε;
Βυζαντινοτουρκική ιστορία, 41.1-2. Εκδόσεις Κανάκη, 1997. 574, 576.
Ανωνύμου.
Εγώ είμαι η Μετάνοια· όντα κτυπώ το στήθος,
συντρίβγω μονοκοπανιάς χίλιων διαβόλων πλήθος.
Κι όταν στραφώ στον ουρανόν με μάτι δακρυωμένο,
αλυσιδώνω τον Θεόν τέλεια νικημένο.
Και μ’ έναν αναστενασμό άπειρα διασκορπίζω
φουσάτα των αμαρτιών και όλα τ’ αφανίζω.
Του Παραδείσου ανοίγω εγώ τις διαμετάνοιες θύρες,
τα Τάρταρα κλειδώνουσι οι εδικές μου κλήρες.
Όσους κρατεί ο Σατανάς ανθρώπους σκλαβωμένους,
θέλει δεν θέλει αφήνει τους διά μένα λυτρωμένους.
Δαβίδ, 135-144. Αγνώστου Χίου ποιητή, Δαβίδ. Ανέκδοτο διαλογικό στιχούργημα. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1979. 9
Δροσίνης Γεώργιος
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
Σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
Που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρι.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
Κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.
[Δε θέλω του κισσού]. Φωτερά σκοτάδια. Ι.Ν. Σιδέρης, 1915. 78.
Εγγονόπουλος Νίκος
ευτύχησα
―κατά τον ρουν της ζωής μου―
να γνωρίσω πλήθος
ανθρώπων τέλειων
όσο κι αλάνθαστων
ίσως τώρα να ήσανε κάπως υπέρ το δέον αυστηροί
ίσως ―πώς ναν το πω― λίγο σκληροί ακόμη
αλλά κι αυτό δεν είναι το δικαίωμα
όσων γνωρίζουν
―και γνωρίζουν και να κρίνουνε―
τα πάντα;
η δυσκολία ενέκειτο στ’ ότι κανένας
απ’ αυτούς τους δίκαιους δεν παραδέχουνταν τους άλλους δίκαιους
τι λέω
ποσώς δεν αλληλοεκτιμιόνταν
«Δυσκολία». Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Ίκαρος, 1978. 86.
Ελύτης Οδυσσέας
Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα π.χ. είναι η ιστορία της όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες. Μια άλλη «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν’ αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία και που, τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης, απλά και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.
«Πρώτα-πρώτα», Γ. Ανοιχτά Χαρτιά. Αστερίας, 1974. 24-25.
Δέλτα Πηνελόπη
Η αγάπη της μητέρας πρέπει να είναι ακούραστη, δυνατή, υπομονετική, ατέλειωτη. Μαλακιά όμως όχι.
Αληθινή αγάπη δεν είναι εκείνη που βγάζει από το δρόμο του παιδιού κάθε δυσκολία, αλλά εκείνη που του μαθαίνει πώς να υπερνικά τις δυσκολίες.
Τ’ ανεύθυνα - Στοχασμοί, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., 1961. 219 και 219.
Καβάφης Κ.Π.
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι ―το σωστό― εις όλην την ζωή του.
«Che fece.... Il gran rifiuto». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 108.
Κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των ιερέων ανάμεσό μας. Σε πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από την παρηγορητικήν Εκκλησία.
[ Εκκλησία και Θέατρον ], 1918. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 142.
Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
«Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου», 5. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 103.
Καραγάτσης Μ.
Μολονότι οι Έλληνες κατάλαβαν και πραγματοποίησαν την εθνική τους ενότητα, δεν κατάφεραν ποτέ να συλλάβουν την ιδέα της πολιτικής τους ένωσης. Επιμένουν πεισματικά στο ιδεώδες της πόλης-κράτους, του νοσηρού αυτού τοπικισμού που ―εφτάψυχος― έφτασε ως τις μέρες και δολοφόνησε τον Καποδίστρια. Οι Έλληνες διατηρούν με θρησκευτική επιμονή την παράδοση των ελαττωμάτων τους...
Η Ιστορία των Ελλήνων. Aετός A.E., 1952. 80.
Κολοκοτρώνης Θεόδωρος
Οι Έλληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμον.
Γιάννης Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία, 1927. 210.
Ο Θεός, έλεγε, έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος, δεν την παίρνει οπίσω.
Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836. 1846. Γιάννης Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία, 1927. 191.
Κόντογλου Φώτης
Στο αίστημα του λαού τ’ Ανάπλι είναι το παλικάρι ανάμεσα σ’ ούλες τις χώρες και τις πολιτείες, το ίδιο όπως η Πόλη είναι η βασίλισσα, η Βενετιά η αρχοντοπούλα, η Σμύρνη η αγαπητικιά κι η Καλαμάτα η νοικοκυρά.
«Τ’ Ανάπλι». Ταξείδια. Εκδότης Χ. Γανιάρης, 1928. 12.
Κοραής Αδαμάντιος
Δράξασθε παιδείας.
[Ψαλμός 2, 12]. Διάλογος δεύτερος περί των ελληνικών συμφερόντων, 1827. 74.
Ο πλούτος χωρίς παιδείαν και αρετήν τόσον είναι μακράν από το να στολίση τον έχοντα, ώστε και κάμνει φανερωτέραν αυτού την γυμνότητα.
[1802]. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Β΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 274
Η φιλαρχία είναι το αληθινόν προπατορικόν αμάρτημα, φυτευμένον εις όλων τα ψυχάς· αυτή εκίνησε τους πρωτοπλάστους ν’ ακούσωσι την συμβουλήν του όφεως «Έσεσθε ως θεοί».
[1824]. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Β΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 27
[Η θρησκεία πρέπει να στέκει] μακράν και από την Σκύλλαν της απιστίας και από την Χάρυβδιν της δεισιδαιμονίας.
Επιστολή προς τον μητροπολίτη Σμύρνης Γρηγόριο, 20 Νοεμβρίου 1785. Αλληλογραφία, Α΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1964. 61, 21-22.
Όταν ο λόγος είναι περί πατρίδος, ό,τι μου λείπει από την κεφαλήν, το αναπληρώνει η καρδία.
Επιστολή προς τους Χίους, 12 Οκτωβρίου 1822. Αλληλογραφία, Δ΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1982. 371, 13-15.
Μακρυγιάννης Γιάννης
Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού ειμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
Απομνημονεύματα, Α΄, η΄. Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Β΄. Αθήναι, 1907. 170-171.
Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.
Απομνημονεύματα, Α΄, θ΄. Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Β΄. Αθήναι, 1907. 200.
Μηνιάτης Ηλίας
Των πονηρών εγχειρημάτων το τέλος είναι η συμφορά.
«Περί Κολάσεως». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 225.
Η συνήθεια με την ανάγκην είναι ωσάν δυναστικός τύραννος, οπού ωσάν πάρη την εξουσίαν διά μίαν φοράν, θέλει να την κρατήση διά πάντα.
«Περί μετανοίας». Διδαχαί, 1717. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 583.
Ημείς ευκολώτερα παραδίδομεν εις άλλα χέρια την ζωήν, παρά την εξουσίαν.
«Περί μετανοίας». Διδαχαί, 1717. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 583.
Δεν είναι πράγμα ούτε πλέα υπερήφανον, ούτε πλέα περίεργον από τον ανθρώπινον νουν. Μ’ όλον οπού η αμαρτία τον εκατέστησε πολλά αδύνατον, μ’ όλον οπού η πίστις τον θέλει ολότελα τυφλόν, αυτός εξαπλώνει εκατόν πτέρυγας, διά να πετάξη εις τα πλέα υψηλά· αυτός ανοίγει εκατόν μάτια, διά να εξετάση τα πλέα απόκρυφα.
«Περί προορισμού». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 207.
Εγώ δεν ηξεύρω, αν δυνηθώ να σας κάμω να καταλάβετε, τι άραγε είναι η αμαρτία. Κανένα πράγμα δεν γίνεται ευκολώτερα, και κανένα δεν καταλαμβάνεται δυσκολώτερα. Και αυτή είναι η αφορμή, οπού εύκολα αμαρτάνομεν, και δύσκολα μετανοούμεν.
«Περί του τι είναι αμαρτία». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 190.
Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων
Εικότως οι άνθρωποι τας μεν προδοσίας αγαπώσι, τους δε προδότας μισούσι. Το γαρ έργον ως επωφελές αποδέχονται, ως επιβλαβή δε τον εργασάμενον αποστρέφονται. Αλλ’ ω της ανοίας και αφελείας των προδιδόντων.
«Περί προδοσίας». Φροντίσματα, 1805. Γεώργιος Κουρνούτος (επιμ.), Λόγιοι της Τουρκοκρατίας, β. Βασική Βιβλιοθήκη, 5. Εκδοτ. οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαροπούλου, 1956. 66.
[Όποιος αναλαμβάνει δημόσια υπηρεσία] τυφλός εισίτω και κωφός εξίτω.
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ίκαρος, 1985. 101.
Μυρτιώτισσα
Σ’ αγαπώ· δεν μπορώ
τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!
«Σ’ αγαπώ», 1-4. Κίτρινες φλόγες, 1925. Άπαντα. Alvin Redman Hellas, 1965. 63
Ξενόπουλος Γρηγόριος
Είναι λόγια των παλαιϊκών, του Θεού λόγια, όχι παραμύθια. Κάθε μνήμα, και ας το βλέπουμε κλειστό, έχει δυο πόρτες αθώρητες· μια μέσα, που βγαίνει στον κάτου κόσμο· μια όξω που βγαίνει στον απάνου.
Ψυχοσάββατο, [1911]. Γιάννης Σιδέρης (επιμ.), Νεοελληνικό θέατρο (1795-1929). Βασική Βιβλιοθήκη, 40. «Αετός» Α.Ε., 1953. 321
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος
Όσοι αξιούσιν ότι μόναι αληθείς απολαύσεις του κόσμου τούτου είναι αι υλικαί απολαύσεις, ημπορούν μεν να είναι απόγονοι τελειότατοι των πιθήκων ους οι φυσιοδίφαι αξιούσι να παραστήσωσιν ως προγόνους και αρχηγέτας του ανθρωπίνου γένους, αλλά ουδέν κοινόν έχουσι προς το γένος των ανθρώπων οίτινες εκλέϊσαν τας πατρίδας αυτών και ους οι γνήσιοι ημών προπάτορες ωνόμαζον «ανδρών ηρώων θείον γένος, οί καλέονται ημίθεοι».
«Αι περιπέτειαι της υστεροφημίας». Ιστορικαί πραγματείαι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1889. 197.
Πολλοί δεν πιστεύουσιν εις τα διδάγματα της ιστορίας· εγώ πιστεύω εις αυτά, διότι διαγαγών τον βίον άπαντα εις το να τα μελετώ, είδον πολλάκις την κύρωσιν των διδαγμάτων τούτων εν τω καθ’ ημάς αιώνι. Λέγω λοιπόν ότι η τύχη της Ανατολής κείται εν ταις χερσί των λαών αυτής ουδέν ήττον ή των πανισχύρων ηγετών της Ευρώπης.
«Ο Ελληνισμός από των Μέσων χρόνων μέχρι της σήμερον εκ περιωπής θεωρούμενος». Ιστορικαί πραγματείαι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1889. 139.
Πολέμης Ιωάννης
Στης ζωής το μονοπάτι
μόν’ η μάγισσα η Απάτη
οδηγεί τον ποιητή,
και βαδίζει πλάι-πλάι
κι όλο τού γλυκογελάει
κι απ’ το χέρι τον κρατεί.
[...]
Και του λέει: «δικά σου είν’ όλα
τα χρυσά, τα μυροβόλα,
όσα θέλεις κι αγαπάς.
Βάδιζε να μη τα χάσεις·
λίγο ακόμα και θα φθάσεις,
λίγο ακόμα και θα πας.
[...]
Και βαδίζει νύκτα-μέρα
και κολλά τα μάτια πέρα,
[...]
Κι αντηχούν τα βήματά του
ώσπου να βρεθεί μπροστά του
ένας λάκκος ―ο στερνός·
και να πέσει και να μείνει...
Θα ’ν’ ο λάκκος που θα γίνει
τάφος του παντοτινός.
Και στον τάφο καθισμένη
θα ’ν’ η Απάτη και θα φαίνει
σάβανα, και θα γελά·
και θα λέει: Αυτός που εχάθη,
έπεσε σε μαύρα βάθη
γιατί κοίταζε ψηλά.
«Επίλογος», 1-6, 19-24, 31-32, 43-54. Κειμήλια, 1904. Γ. Θέμελης (επιμ.), Προβελέγγιος, Δροσίνης, Πολέμης, Στρατήγης, Καμπάς. Βασική Βιβλιοθήκη, 24. «Αετός» Α.Ε., 1953. 281-282.
Παλαμάς Κ
Δεν είναι μόνο των γυναικών αρχόντισσα η μόδα· είναι του κόσμου αρρώστια· δεν περιορίζεται μόνο στη φορεσιά· και σ’ άλλα ανακατώνεται πολλά. Όπου δεν έχουμε δικές μας γνώμες κι αγάπες δικές μας (και μες το δικές μας δε θέλω να ειπώ πράγματα βγαλμένα με το έτσι θέλω από το κεφάλι μας μόνο για να φαινόμαστε πως είμαστε πρωτότυποι και πως δε μοιάζουμε τους άλλους, αλλά πράματα που τα νιώθουμε καλά καλά και τα πιστεύουμε σωστά σωστά)· όπου δεν έχουμε γνώμες κι αγάπες δικές μας, εκεί δε ντυνόμαστε μόνο, μα και συλλογιζόμαστε και μιλούμε και γράφουμε και ζούμε, όχι με το λόγο, αλλά με τη μόδα.
«Η μόδα». Πεζοί δρόμοι, Α΄. 1928. Άπαντα, Ι΄. Mπίρης-Γκοβόστης, [1966]. 56.
Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια· τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει.
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, «Πρόλογος». 1907. Άπαντα, Γ΄. Μπίρης-Γκοβόστης, [1963]. 296.
Ψαθάς Δημήτρης
Γλωσσούδες γυναίκες σπάνια είναι κακές. Όπως κι άντρες πολυλογάδες. Η κακία είναι σιωπηλή, γεμάτη ευγένεια πολλές φορές και μαεστρία διπλωματική.
«Πτωχοί άνθρωποι!...». Μαντάμ Σουσού. Εκδόσεις Μαρή, 1956. 45
Δεν θέλω βέβαια να με μάθετε γαλλικά, αστείο πράγμα, αλλά να μου τα υπενθυμίσετε.
«Η μεγάλη εξόρμηση». Μαντάμ Σουσού. Εκδόσεις Μαρή, 1956. 130.
Ρίτσος Γιάννης
[...] Το κέρδος
είναι αμφίβολο πάντα μα η ζημιά βέβαιη.
«Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου». Δοκιμασία, 1943. Ποιήματα, Α΄. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 424
Πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.
«Το νόημα της απλότητας», 8. Παρενθέσεις (1946-1947). Ποιήματα, Β´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 453.
Απο: http://www.snhell.gr/references/quotes/writers.asp
Διότι μία είναι η στράτα του θανάτου, και πλέον άλλη δεν είναι· εις όλους είναι η απόφασις του θεού δοσμένη ίσια. Ο θάνατος βασιλέα δεν φοβάται, αρχιερέα δεν τιμά, γέροντα δεν λυπείται, ευμορφίαν δεν ζηλεύει, μονογενή δεν σπλαγχνίζεται, μηδέ δάκρυα βλέπει, άρχοντας δεν τρέμει, αφεντάδες δεν τους βάνει εις τον νουν του, πρόσωπον δεν κοιτάζει, αλλά εις όλους έρχεται.
Ο θάνατος είναι των δικαίων ανάπαυσις. Ο θάνατος είναι των μικρών παιδίων παρηγορία· ο θάνατος είναι των δούλων ελευθερία· ο θάνατος είναι των εννοιασμένων λύτρωσις. Εάν δεν ήτον ο θάνατος, ηθέλαμεν τρώγη αλλήλους μας· εάν δεν ελπίζαμεν να κριθώμεν, μηδέ να αναστηθώμεν ελπίζαμεν. [...] Εάν ήτον ότι ημείς απομέναμεν εδώ, δικαίως ηθέλαμεν κλαίη και τους αποθαμένους. Ει δε ότι όλοι μας εκεί υπάγωμεν, ας μην κλαίωμεν έτζι απαρηγόρητα...
«Διδασκαλία προτρεπτική περί του μη σφοδρώς θρηνείν τους τελευτούντας». Θησαυρός, 1528. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ.297 και 298.
Δούκας [Μιχαήλ]
Ω Πόλις, Πόλις, πόλεων πασών κεφαλή· Ω Πόλις, Πόλις κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών· Ω Πόλις, Πόλις, χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμός· Ω Πόλις, Πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθοντα καρπούς πνευματικούς. Πού σου το κάλλος παράδεισε;
Βυζαντινοτουρκική ιστορία, 41.1-2. Εκδόσεις Κανάκη, 1997. 574, 576.
Ανωνύμου.
Εγώ είμαι η Μετάνοια· όντα κτυπώ το στήθος,
συντρίβγω μονοκοπανιάς χίλιων διαβόλων πλήθος.
Κι όταν στραφώ στον ουρανόν με μάτι δακρυωμένο,
αλυσιδώνω τον Θεόν τέλεια νικημένο.
Και μ’ έναν αναστενασμό άπειρα διασκορπίζω
φουσάτα των αμαρτιών και όλα τ’ αφανίζω.
Του Παραδείσου ανοίγω εγώ τις διαμετάνοιες θύρες,
τα Τάρταρα κλειδώνουσι οι εδικές μου κλήρες.
Όσους κρατεί ο Σατανάς ανθρώπους σκλαβωμένους,
θέλει δεν θέλει αφήνει τους διά μένα λυτρωμένους.
Δαβίδ, 135-144. Αγνώστου Χίου ποιητή, Δαβίδ. Ανέκδοτο διαλογικό στιχούργημα. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1979. 9
Δροσίνης Γεώργιος
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
Σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
Που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρι.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
Κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.
[Δε θέλω του κισσού]. Φωτερά σκοτάδια. Ι.Ν. Σιδέρης, 1915. 78.
Εγγονόπουλος Νίκος
ευτύχησα
―κατά τον ρουν της ζωής μου―
να γνωρίσω πλήθος
ανθρώπων τέλειων
όσο κι αλάνθαστων
ίσως τώρα να ήσανε κάπως υπέρ το δέον αυστηροί
ίσως ―πώς ναν το πω― λίγο σκληροί ακόμη
αλλά κι αυτό δεν είναι το δικαίωμα
όσων γνωρίζουν
―και γνωρίζουν και να κρίνουνε―
τα πάντα;
η δυσκολία ενέκειτο στ’ ότι κανένας
απ’ αυτούς τους δίκαιους δεν παραδέχουνταν τους άλλους δίκαιους
τι λέω
ποσώς δεν αλληλοεκτιμιόνταν
«Δυσκολία». Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Ίκαρος, 1978. 86.
Ελύτης Οδυσσέας
Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα π.χ. είναι η ιστορία της όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες. Μια άλλη «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν’ αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία και που, τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης, απλά και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.
«Πρώτα-πρώτα», Γ. Ανοιχτά Χαρτιά. Αστερίας, 1974. 24-25.
Δέλτα Πηνελόπη
Η αγάπη της μητέρας πρέπει να είναι ακούραστη, δυνατή, υπομονετική, ατέλειωτη. Μαλακιά όμως όχι.
Αληθινή αγάπη δεν είναι εκείνη που βγάζει από το δρόμο του παιδιού κάθε δυσκολία, αλλά εκείνη που του μαθαίνει πώς να υπερνικά τις δυσκολίες.
Τ’ ανεύθυνα - Στοχασμοί, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., 1961. 219 και 219.
Καβάφης Κ.Π.
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι ―το σωστό― εις όλην την ζωή του.
«Che fece.... Il gran rifiuto». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 108.
Κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των ιερέων ανάμεσό μας. Σε πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από την παρηγορητικήν Εκκλησία.
[ Εκκλησία και Θέατρον ], 1918. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 142.
Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
«Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου», 5. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 103.
Καραγάτσης Μ.
Μολονότι οι Έλληνες κατάλαβαν και πραγματοποίησαν την εθνική τους ενότητα, δεν κατάφεραν ποτέ να συλλάβουν την ιδέα της πολιτικής τους ένωσης. Επιμένουν πεισματικά στο ιδεώδες της πόλης-κράτους, του νοσηρού αυτού τοπικισμού που ―εφτάψυχος― έφτασε ως τις μέρες και δολοφόνησε τον Καποδίστρια. Οι Έλληνες διατηρούν με θρησκευτική επιμονή την παράδοση των ελαττωμάτων τους...
Η Ιστορία των Ελλήνων. Aετός A.E., 1952. 80.
Κολοκοτρώνης Θεόδωρος
Οι Έλληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμον.
Γιάννης Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία, 1927. 210.
Ο Θεός, έλεγε, έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος, δεν την παίρνει οπίσω.
Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836. 1846. Γιάννης Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία, 1927. 191.
Κόντογλου Φώτης
Στο αίστημα του λαού τ’ Ανάπλι είναι το παλικάρι ανάμεσα σ’ ούλες τις χώρες και τις πολιτείες, το ίδιο όπως η Πόλη είναι η βασίλισσα, η Βενετιά η αρχοντοπούλα, η Σμύρνη η αγαπητικιά κι η Καλαμάτα η νοικοκυρά.
«Τ’ Ανάπλι». Ταξείδια. Εκδότης Χ. Γανιάρης, 1928. 12.
Κοραής Αδαμάντιος
Δράξασθε παιδείας.
[Ψαλμός 2, 12]. Διάλογος δεύτερος περί των ελληνικών συμφερόντων, 1827. 74.
Ο πλούτος χωρίς παιδείαν και αρετήν τόσον είναι μακράν από το να στολίση τον έχοντα, ώστε και κάμνει φανερωτέραν αυτού την γυμνότητα.
[1802]. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Β΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 274
Η φιλαρχία είναι το αληθινόν προπατορικόν αμάρτημα, φυτευμένον εις όλων τα ψυχάς· αυτή εκίνησε τους πρωτοπλάστους ν’ ακούσωσι την συμβουλήν του όφεως «Έσεσθε ως θεοί».
[1824]. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Β΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 27
[Η θρησκεία πρέπει να στέκει] μακράν και από την Σκύλλαν της απιστίας και από την Χάρυβδιν της δεισιδαιμονίας.
Επιστολή προς τον μητροπολίτη Σμύρνης Γρηγόριο, 20 Νοεμβρίου 1785. Αλληλογραφία, Α΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1964. 61, 21-22.
Όταν ο λόγος είναι περί πατρίδος, ό,τι μου λείπει από την κεφαλήν, το αναπληρώνει η καρδία.
Επιστολή προς τους Χίους, 12 Οκτωβρίου 1822. Αλληλογραφία, Δ΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1982. 371, 13-15.
Μακρυγιάννης Γιάννης
Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού ειμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
Απομνημονεύματα, Α΄, η΄. Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Β΄. Αθήναι, 1907. 170-171.
Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.
Απομνημονεύματα, Α΄, θ΄. Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Β΄. Αθήναι, 1907. 200.
Μηνιάτης Ηλίας
Των πονηρών εγχειρημάτων το τέλος είναι η συμφορά.
«Περί Κολάσεως». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 225.
Η συνήθεια με την ανάγκην είναι ωσάν δυναστικός τύραννος, οπού ωσάν πάρη την εξουσίαν διά μίαν φοράν, θέλει να την κρατήση διά πάντα.
«Περί μετανοίας». Διδαχαί, 1717. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 583.
Ημείς ευκολώτερα παραδίδομεν εις άλλα χέρια την ζωήν, παρά την εξουσίαν.
«Περί μετανοίας». Διδαχαί, 1717. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 583.
Δεν είναι πράγμα ούτε πλέα υπερήφανον, ούτε πλέα περίεργον από τον ανθρώπινον νουν. Μ’ όλον οπού η αμαρτία τον εκατέστησε πολλά αδύνατον, μ’ όλον οπού η πίστις τον θέλει ολότελα τυφλόν, αυτός εξαπλώνει εκατόν πτέρυγας, διά να πετάξη εις τα πλέα υψηλά· αυτός ανοίγει εκατόν μάτια, διά να εξετάση τα πλέα απόκρυφα.
«Περί προορισμού». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 207.
Εγώ δεν ηξεύρω, αν δυνηθώ να σας κάμω να καταλάβετε, τι άραγε είναι η αμαρτία. Κανένα πράγμα δεν γίνεται ευκολώτερα, και κανένα δεν καταλαμβάνεται δυσκολώτερα. Και αυτή είναι η αφορμή, οπού εύκολα αμαρτάνομεν, και δύσκολα μετανοούμεν.
«Περί του τι είναι αμαρτία». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 190.
Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων
Εικότως οι άνθρωποι τας μεν προδοσίας αγαπώσι, τους δε προδότας μισούσι. Το γαρ έργον ως επωφελές αποδέχονται, ως επιβλαβή δε τον εργασάμενον αποστρέφονται. Αλλ’ ω της ανοίας και αφελείας των προδιδόντων.
«Περί προδοσίας». Φροντίσματα, 1805. Γεώργιος Κουρνούτος (επιμ.), Λόγιοι της Τουρκοκρατίας, β. Βασική Βιβλιοθήκη, 5. Εκδοτ. οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαροπούλου, 1956. 66.
[Όποιος αναλαμβάνει δημόσια υπηρεσία] τυφλός εισίτω και κωφός εξίτω.
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ίκαρος, 1985. 101.
Μυρτιώτισσα
Σ’ αγαπώ· δεν μπορώ
τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!
«Σ’ αγαπώ», 1-4. Κίτρινες φλόγες, 1925. Άπαντα. Alvin Redman Hellas, 1965. 63
Ξενόπουλος Γρηγόριος
Είναι λόγια των παλαιϊκών, του Θεού λόγια, όχι παραμύθια. Κάθε μνήμα, και ας το βλέπουμε κλειστό, έχει δυο πόρτες αθώρητες· μια μέσα, που βγαίνει στον κάτου κόσμο· μια όξω που βγαίνει στον απάνου.
Ψυχοσάββατο, [1911]. Γιάννης Σιδέρης (επιμ.), Νεοελληνικό θέατρο (1795-1929). Βασική Βιβλιοθήκη, 40. «Αετός» Α.Ε., 1953. 321
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος
Όσοι αξιούσιν ότι μόναι αληθείς απολαύσεις του κόσμου τούτου είναι αι υλικαί απολαύσεις, ημπορούν μεν να είναι απόγονοι τελειότατοι των πιθήκων ους οι φυσιοδίφαι αξιούσι να παραστήσωσιν ως προγόνους και αρχηγέτας του ανθρωπίνου γένους, αλλά ουδέν κοινόν έχουσι προς το γένος των ανθρώπων οίτινες εκλέϊσαν τας πατρίδας αυτών και ους οι γνήσιοι ημών προπάτορες ωνόμαζον «ανδρών ηρώων θείον γένος, οί καλέονται ημίθεοι».
«Αι περιπέτειαι της υστεροφημίας». Ιστορικαί πραγματείαι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1889. 197.
Πολλοί δεν πιστεύουσιν εις τα διδάγματα της ιστορίας· εγώ πιστεύω εις αυτά, διότι διαγαγών τον βίον άπαντα εις το να τα μελετώ, είδον πολλάκις την κύρωσιν των διδαγμάτων τούτων εν τω καθ’ ημάς αιώνι. Λέγω λοιπόν ότι η τύχη της Ανατολής κείται εν ταις χερσί των λαών αυτής ουδέν ήττον ή των πανισχύρων ηγετών της Ευρώπης.
«Ο Ελληνισμός από των Μέσων χρόνων μέχρι της σήμερον εκ περιωπής θεωρούμενος». Ιστορικαί πραγματείαι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1889. 139.
Πολέμης Ιωάννης
Στης ζωής το μονοπάτι
μόν’ η μάγισσα η Απάτη
οδηγεί τον ποιητή,
και βαδίζει πλάι-πλάι
κι όλο τού γλυκογελάει
κι απ’ το χέρι τον κρατεί.
[...]
Και του λέει: «δικά σου είν’ όλα
τα χρυσά, τα μυροβόλα,
όσα θέλεις κι αγαπάς.
Βάδιζε να μη τα χάσεις·
λίγο ακόμα και θα φθάσεις,
λίγο ακόμα και θα πας.
[...]
Και βαδίζει νύκτα-μέρα
και κολλά τα μάτια πέρα,
[...]
Κι αντηχούν τα βήματά του
ώσπου να βρεθεί μπροστά του
ένας λάκκος ―ο στερνός·
και να πέσει και να μείνει...
Θα ’ν’ ο λάκκος που θα γίνει
τάφος του παντοτινός.
Και στον τάφο καθισμένη
θα ’ν’ η Απάτη και θα φαίνει
σάβανα, και θα γελά·
και θα λέει: Αυτός που εχάθη,
έπεσε σε μαύρα βάθη
γιατί κοίταζε ψηλά.
«Επίλογος», 1-6, 19-24, 31-32, 43-54. Κειμήλια, 1904. Γ. Θέμελης (επιμ.), Προβελέγγιος, Δροσίνης, Πολέμης, Στρατήγης, Καμπάς. Βασική Βιβλιοθήκη, 24. «Αετός» Α.Ε., 1953. 281-282.
Παλαμάς Κ
Δεν είναι μόνο των γυναικών αρχόντισσα η μόδα· είναι του κόσμου αρρώστια· δεν περιορίζεται μόνο στη φορεσιά· και σ’ άλλα ανακατώνεται πολλά. Όπου δεν έχουμε δικές μας γνώμες κι αγάπες δικές μας (και μες το δικές μας δε θέλω να ειπώ πράγματα βγαλμένα με το έτσι θέλω από το κεφάλι μας μόνο για να φαινόμαστε πως είμαστε πρωτότυποι και πως δε μοιάζουμε τους άλλους, αλλά πράματα που τα νιώθουμε καλά καλά και τα πιστεύουμε σωστά σωστά)· όπου δεν έχουμε γνώμες κι αγάπες δικές μας, εκεί δε ντυνόμαστε μόνο, μα και συλλογιζόμαστε και μιλούμε και γράφουμε και ζούμε, όχι με το λόγο, αλλά με τη μόδα.
«Η μόδα». Πεζοί δρόμοι, Α΄. 1928. Άπαντα, Ι΄. Mπίρης-Γκοβόστης, [1966]. 56.
Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια· τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει.
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, «Πρόλογος». 1907. Άπαντα, Γ΄. Μπίρης-Γκοβόστης, [1963]. 296.
Ψαθάς Δημήτρης
Γλωσσούδες γυναίκες σπάνια είναι κακές. Όπως κι άντρες πολυλογάδες. Η κακία είναι σιωπηλή, γεμάτη ευγένεια πολλές φορές και μαεστρία διπλωματική.
«Πτωχοί άνθρωποι!...». Μαντάμ Σουσού. Εκδόσεις Μαρή, 1956. 45
Δεν θέλω βέβαια να με μάθετε γαλλικά, αστείο πράγμα, αλλά να μου τα υπενθυμίσετε.
«Η μεγάλη εξόρμηση». Μαντάμ Σουσού. Εκδόσεις Μαρή, 1956. 130.
Ρίτσος Γιάννης
[...] Το κέρδος
είναι αμφίβολο πάντα μα η ζημιά βέβαιη.
«Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου». Δοκιμασία, 1943. Ποιήματα, Α΄. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 424
Πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.
«Το νόημα της απλότητας», 8. Παρενθέσεις (1946-1947). Ποιήματα, Β´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 453.
Απο: http://www.snhell.gr/references/quotes/writers.asp
Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010
π. Αθανασίου Γρηγοριάτου
Γέροντα, του είπα (ο π Χερουβείμ), τώρα επιστρέφω απο την Αγία Άννα. Γι' αυτό πηγαίνοντας στον κόσμο θα ήθελα να πάρω κάτι απο σας σαν πνευματικό φιλοδώρημα.
Στα λόγια μου αυτά σταμάτησε λίγο και με την γεμάτη καλωσύνη και γλυκύτητα φωνή του άρχισε να μου λέη:
-Εφ'όσον σε αξίωσε ο Θεός να γίνεις κληρικός, φρόντισε να συμμετέχης ολόψυχα στην θεία Λειτουργία. Ο κληρικός την ωρα που λειτουργεί, πρέπει να νιώθη μέσα του μία λαμπάδα αναμμένη. Την λαμπάδα αυτή να την φυλάη άσβεστη ως την επόμενη Λειτουργία. Απο την πρώτη μέχρι την τελευταία του θεία Λειτουργία ο λειτουργός υποχρεούται να κρατήση αναμμένη την λαμπάδα αυτή. Και πρόσεχε. Μετά την Λειτουργία ν' αποσύρεσαι κάπου και με σιωπή να ζής ό,τι σου πρόσφερε. Απόφευγε να ομιλής και ποτέ σου να μη γελάσης, ύστερα απο την θεία Λειτουργία.
Ποίημα για την πραότητα.
Είναι γλυκύ γλυκύτατον
πράος κανείς να είναι.
Όταν κανείς με τυραννή
προς τι να τον υβρίσω;
Μήπως θα παύση η οργή
τας ύβρεις αν αρχίσω;
Εκείνος παραφέρεται,
εγώ του απαντώ
και ως εκείνος βάρβαρος
αμέσως καταντώ.
Την ώρα της παραφοράς
εγώ θα σιωπήσω
και την μανίαν ψύχραιμα
να λήξη θα αφήσω.
Κατόπιν ήρεμα γλυκά
το άδικον κτυπώ
και ακούομαι καλλίτερα
παρά αν κτυπηθώ.
Σε νεαρό επιστήμονα με τον οποίο είχε στενούς αδελφικούς δεσμούς:
Αδελφέ εν Χριστώ,
Χαράς και ευφροσύνης επληρώθη η καρδία μου μαθών διά την λήψιν των διπλωμάτων σας.
Εκείνο που κατά δύναμιν και κατά την ταπεινήν μου αντίληψιν σας συμβουλεύω είναι: Να έχετε υπ' όψιν του αδιαψεύστους λόγους του Κυρίου , "χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν".
Η ακόλουθη παρατήσησιν- απόσπασμα και αυτή απο επιστολή- δείχνει μεγάλη ψυχοδιαγνωστική ικανότητα:
"Αυτή η ασθένεια, τέκον μου, δεν φαίνεται να είναι κατά φύσιν, επειδή ήθελαν βοηθησει κάν ολίγον οι ιατροί, αλλά νομίζω διά κάποια απόκρυφα της καρδίας σας..."
Εποστολή σε υποτακτικό
"Σπούδασον , τέκνον - του έγραψε κάποια φορά- να αποσκτήσης εις την ζωήν σου σεμνότητα, αγαθότητα, γνώσιν, προσευχήν αδιάλειπτον , ανδρείαν, αγάπην ανυπόκριτον, σωφροσύνην, κοσμιότητα.Γενού συμπαθής, φιλόπτωχος. Κατόρθωσον σιωπήν , καρτερίαν.Μη καταλαλήσης.Μη λοιδωρήσης. Απόκτησον το αόργητον, το ακενόδοξον, το ανυπερήφανον, διά να σε μεγαλύνη ο Κύριος ενώπιον των Αγγέλων και των Αγίων"
Η σημασία που έδινε στος "Χαιρετισμούς" ήταν τόση, ώστε δεν έκειρε μοναχό που δεν τους ήξερε απο στήθους. Στα χειρόγραφά του αντέγραφε απο πνευματικά βιβλία περικοπές που εξυμνούσαν το μεγαλείο του Ακαθίστου Ύμνου. Παραθέτουμε μερικά:
"...Συνηθίσατε να διαβάζετε με άκραν ευλάβειαν τους "Χαιρετισμούς" Της, και θέλετε ιδή με τον καιρόν πόσην χάριν λαμβάνετε· πράγμα σας λέγω, όπου ποτέ ίσως δεν εγεύθητε. Αλλά "γεύσασθε και ίδετε". Μη θελήσετε κατά πρώτον τούτο να ιδήτε· διότι και το κλήμα κατά πρώτον οπού φυτευθή δεν κάμνει ευθύς και το σταφύλι του. Με τον καιρόν θέλετε τρυγά τον βότρυν ώριμον και γλυκύτατον". -"Κρούετε συνεχώς την πύλην της μητρικής ευσπλαχνίας και φιλανθρωπίας Αυτής, με τους παντοτινούς κτύπους των "Χαιρετισμών" Της και των λοιπών εγκωμιαστικών ύμνων Της...και θέλεις εύρει αντίληψιν και προστασίαν όχι μόνον εις την ζωήν ταύτην την πρόσκαιρον , αλλά και εις την ώρα του θανάτου σου".
Στο Κοιμητήριο της Μονής που συχνά έκανε επισκέψεις ο π.Αθανάσιος , τριγυρνούσε ένα μεγάλο φίδι. Δεν άργησε ν' αναπτυχθεί ανάμεσά τους φιλία. Έτσι κανένας δεν αισθανόταν να τον ενοχλή η παρουσία το άλλου. Αυτό όμως δεν ίσχυε και για τους άλλους μοναχούς, όπως λ.χ για τον διακο-Παχώμιο, ο οποίος έπρεπε να πηγαίνη κάθε τόσο στο Κοιμητηριο για ν'ανάβη τα καντήλια. Έτυχε μάλιστα να είναι και εκ φύσεως δειλός και περνούσε δυσκολες στιγμές μόλις το αντίκρυζε. Η παρουσία του εσήμαινε γι' αυτόν όχι μόνον τρόμο, αλλά και άτακτη φυγή. Ήταν να τον λυπάται κανείς.
Όταν παρουσίσε την τραγική αυτή κατάστασι στόν Γέροντα ,εκείνος τον καθησύχασε , τον ηρέμησε και τον εβεβαίωσε ότι το ανεπιθύμητο ερπετό θα απομακτυνόταν οριστικά απο το Κοιμητήριο.
Και πράμγατι. Όπως το είπε, έτσι και έγινε. Στο εξής ο π. Παχώμιος δεν το ξαναείδε. Η χαρά του ήταν μεγάλη πο απηλλάγη απο την αποτρόπαια παρουσία του. Μόνο ένα κενό, ένα αναπάντητο ερωτηματικό έμεινε μέσα του. Με τι τρόπο άραγε το έδιωξε ο Γέροντας; Του έδωσε εντολη να φύγη; Εδιάβασε καμμία ευχή; Έκανε προσευχή; Άγνωστο. Αρκεί όμως που εξαφανίσθηκε κι' ας αγνοούσε τον τρόπο.
Η οικειότης και ο δεσμός μεταξύ των Αγίων και των κτισμάτων , ακόμη και των αγρίων ζώων και ερπετών έρχεται να υπογραμμίση μία μεγάλη αλήθεια. Ότι μέσα στην ψυχή τους κατοικεί ο Κτίστης. Και όταν υπάρχουν δεσμοί αγάπης με τον Κτίστη, θα υπάρχουν και με τα κτίσματα. "Απόδειξις γάρ του δευτέρου το πρότερον", όπως θα έλεγε ο άγιος συγγραφεύς της Κλίμακος.
Στα λόγια μου αυτά σταμάτησε λίγο και με την γεμάτη καλωσύνη και γλυκύτητα φωνή του άρχισε να μου λέη:
-Εφ'όσον σε αξίωσε ο Θεός να γίνεις κληρικός, φρόντισε να συμμετέχης ολόψυχα στην θεία Λειτουργία. Ο κληρικός την ωρα που λειτουργεί, πρέπει να νιώθη μέσα του μία λαμπάδα αναμμένη. Την λαμπάδα αυτή να την φυλάη άσβεστη ως την επόμενη Λειτουργία. Απο την πρώτη μέχρι την τελευταία του θεία Λειτουργία ο λειτουργός υποχρεούται να κρατήση αναμμένη την λαμπάδα αυτή. Και πρόσεχε. Μετά την Λειτουργία ν' αποσύρεσαι κάπου και με σιωπή να ζής ό,τι σου πρόσφερε. Απόφευγε να ομιλής και ποτέ σου να μη γελάσης, ύστερα απο την θεία Λειτουργία.
Ποίημα για την πραότητα.
Είναι γλυκύ γλυκύτατον
πράος κανείς να είναι.
Όταν κανείς με τυραννή
προς τι να τον υβρίσω;
Μήπως θα παύση η οργή
τας ύβρεις αν αρχίσω;
Εκείνος παραφέρεται,
εγώ του απαντώ
και ως εκείνος βάρβαρος
αμέσως καταντώ.
Την ώρα της παραφοράς
εγώ θα σιωπήσω
και την μανίαν ψύχραιμα
να λήξη θα αφήσω.
Κατόπιν ήρεμα γλυκά
το άδικον κτυπώ
και ακούομαι καλλίτερα
παρά αν κτυπηθώ.
Σε νεαρό επιστήμονα με τον οποίο είχε στενούς αδελφικούς δεσμούς:
Αδελφέ εν Χριστώ,
Χαράς και ευφροσύνης επληρώθη η καρδία μου μαθών διά την λήψιν των διπλωμάτων σας.
Εκείνο που κατά δύναμιν και κατά την ταπεινήν μου αντίληψιν σας συμβουλεύω είναι: Να έχετε υπ' όψιν του αδιαψεύστους λόγους του Κυρίου , "χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν".
Η ακόλουθη παρατήσησιν- απόσπασμα και αυτή απο επιστολή- δείχνει μεγάλη ψυχοδιαγνωστική ικανότητα:
"Αυτή η ασθένεια, τέκον μου, δεν φαίνεται να είναι κατά φύσιν, επειδή ήθελαν βοηθησει κάν ολίγον οι ιατροί, αλλά νομίζω διά κάποια απόκρυφα της καρδίας σας..."
Εποστολή σε υποτακτικό
"Σπούδασον , τέκνον - του έγραψε κάποια φορά- να αποσκτήσης εις την ζωήν σου σεμνότητα, αγαθότητα, γνώσιν, προσευχήν αδιάλειπτον , ανδρείαν, αγάπην ανυπόκριτον, σωφροσύνην, κοσμιότητα.Γενού συμπαθής, φιλόπτωχος. Κατόρθωσον σιωπήν , καρτερίαν.Μη καταλαλήσης.Μη λοιδωρήσης. Απόκτησον το αόργητον, το ακενόδοξον, το ανυπερήφανον, διά να σε μεγαλύνη ο Κύριος ενώπιον των Αγγέλων και των Αγίων"
Η σημασία που έδινε στος "Χαιρετισμούς" ήταν τόση, ώστε δεν έκειρε μοναχό που δεν τους ήξερε απο στήθους. Στα χειρόγραφά του αντέγραφε απο πνευματικά βιβλία περικοπές που εξυμνούσαν το μεγαλείο του Ακαθίστου Ύμνου. Παραθέτουμε μερικά:
"...Συνηθίσατε να διαβάζετε με άκραν ευλάβειαν τους "Χαιρετισμούς" Της, και θέλετε ιδή με τον καιρόν πόσην χάριν λαμβάνετε· πράγμα σας λέγω, όπου ποτέ ίσως δεν εγεύθητε. Αλλά "γεύσασθε και ίδετε". Μη θελήσετε κατά πρώτον τούτο να ιδήτε· διότι και το κλήμα κατά πρώτον οπού φυτευθή δεν κάμνει ευθύς και το σταφύλι του. Με τον καιρόν θέλετε τρυγά τον βότρυν ώριμον και γλυκύτατον". -"Κρούετε συνεχώς την πύλην της μητρικής ευσπλαχνίας και φιλανθρωπίας Αυτής, με τους παντοτινούς κτύπους των "Χαιρετισμών" Της και των λοιπών εγκωμιαστικών ύμνων Της...και θέλεις εύρει αντίληψιν και προστασίαν όχι μόνον εις την ζωήν ταύτην την πρόσκαιρον , αλλά και εις την ώρα του θανάτου σου".
Στο Κοιμητήριο της Μονής που συχνά έκανε επισκέψεις ο π.Αθανάσιος , τριγυρνούσε ένα μεγάλο φίδι. Δεν άργησε ν' αναπτυχθεί ανάμεσά τους φιλία. Έτσι κανένας δεν αισθανόταν να τον ενοχλή η παρουσία το άλλου. Αυτό όμως δεν ίσχυε και για τους άλλους μοναχούς, όπως λ.χ για τον διακο-Παχώμιο, ο οποίος έπρεπε να πηγαίνη κάθε τόσο στο Κοιμητηριο για ν'ανάβη τα καντήλια. Έτυχε μάλιστα να είναι και εκ φύσεως δειλός και περνούσε δυσκολες στιγμές μόλις το αντίκρυζε. Η παρουσία του εσήμαινε γι' αυτόν όχι μόνον τρόμο, αλλά και άτακτη φυγή. Ήταν να τον λυπάται κανείς.
Όταν παρουσίσε την τραγική αυτή κατάστασι στόν Γέροντα ,εκείνος τον καθησύχασε , τον ηρέμησε και τον εβεβαίωσε ότι το ανεπιθύμητο ερπετό θα απομακτυνόταν οριστικά απο το Κοιμητήριο.
Και πράμγατι. Όπως το είπε, έτσι και έγινε. Στο εξής ο π. Παχώμιος δεν το ξαναείδε. Η χαρά του ήταν μεγάλη πο απηλλάγη απο την αποτρόπαια παρουσία του. Μόνο ένα κενό, ένα αναπάντητο ερωτηματικό έμεινε μέσα του. Με τι τρόπο άραγε το έδιωξε ο Γέροντας; Του έδωσε εντολη να φύγη; Εδιάβασε καμμία ευχή; Έκανε προσευχή; Άγνωστο. Αρκεί όμως που εξαφανίσθηκε κι' ας αγνοούσε τον τρόπο.
Η οικειότης και ο δεσμός μεταξύ των Αγίων και των κτισμάτων , ακόμη και των αγρίων ζώων και ερπετών έρχεται να υπογραμμίση μία μεγάλη αλήθεια. Ότι μέσα στην ψυχή τους κατοικεί ο Κτίστης. Και όταν υπάρχουν δεσμοί αγάπης με τον Κτίστη, θα υπάρχουν και με τα κτίσματα. "Απόδειξις γάρ του δευτέρου το πρότερον", όπως θα έλεγε ο άγιος συγγραφεύς της Κλίμακος.
Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010
πνευματική αντιμετώπιση της κρίσης που περνά η χώρα μας
http://asian-aroma.com/?p=1966
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Μου είπαν να μιλήσω για την πνευματική αντιμετώπιση της κρίσης που περνά η χώρα μας. Για να φτάσουμε, όμως, να μιλήσουμε γι’ αυτό πρέπει πρώτα να διαγνώσουμε για ποια κρίση μιλάμε. Έχω διαπιστώσει επιχειρώντας να επικοινωνήσω όλα αυτά τα χρόνια με τους άλλους, ότι το πρόβλημα επικοινωνίας που παρατηρείται ανάμεσα σε ζευγάρια, σε φίλους, σε συναδέλφους, ξεκινάει από το ότι οι άνθρωποι λέγοντας τις ίδιες λέξεις εννοούμε διαφορετικά πράγματα. Έτσι, αν δεν δώσουμε ορισμούς, είναι δύσκολο να φτάσουμε τελικά στο συμπέρασμα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε.
Διαπίστωση πρώτη:
Ο δυτικός κόσμος την τελευταία διετία και οι έλληνες τον τελευταίο χρόνο ανακαλύψαμε ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική κρίση. Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η αγωνία μας, με πρώτον εμένα, για το πως θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Μπα τι μου λέτε;
Όταν όλα αυτά τα χρόνια της δικής μας ευμάρειας πέθαιναν κυριολεκτικά εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο κάθε χρόνο από πείνα και δίψα, που ήμασταν; Απλά τότε δεν μας αφορούσε, γιατί δεν ήταν σπίτι μας. Το θυμόμασταν κάθε χρόνο εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, με τα αφιερώματα των τηλεοράσεων και την συνηθισμένη εκστρατεία τάχα μου της unicef. Τότε δεν μίλαγε κανένας μας για κρίση, γιατί η Ελλάδα ήταν μέσα στις 25 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Και κει, στις χώρες του αποκαλούμενου τρίτου κόσμου ( ονομασία και αυτή) μιλάμε για θάνατο όχι για το αν θα έχουμε λιγότερα κινητά ή αυτοκίνητα. Αλήθεια έχετε αναρωτηθεί τι θα σκεφτόταν κάποιος υπήκοος χώρας που δεν έχει νερό να πιει και φαγητό να φάει αν επισκεπτόταν ακόμη και σήμερα την Ελλάδα, τον πηγαίναμε σπίτι μας, του δείχναμε τα υπάρχοντά μας, και του λέγαμε ότι περνάμε μεγάλη οικονομική κρίση; Θα λεγε ότι έχουμε σαλέψει το δίχως άλλο.
Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι αν κάτι μας αποκαλύπτεται από αυτή τη συγκυρία, είναι η βαθιά πνευματική φτώχεια τόσο της κοινωνίας μας όσο και του καθένα μας προσωπικά. Όσο περνάμε καλά εμείς άντε και η οικογένειά μας δεν υπάρχει πρόβλημα. Οι άλλοι δεν μας αφορούν. Μόνο η πάρτη μας. Ατομισμός σ’ όλο του το μεγαλείο. Πρώτο χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας. Και άρα πρωτίστως πνευματική κρίση.
Αλλά και αυτή που αποκαλούμε καθ’ εαυτή οικονομική κρίση τι είναι;
Απότοκος του ατομισμού, αφού και το πολιτισμικό και οικονομικό σύστημα είναι απόλυτα ατομικιστικό.
Βασικό πολιτισμικό – οικονομικό σχήμα. Ο καθένας ατομικά πρέπει να φροντίσει να αποκτήσει εφόδια, ώστε γινόμενος άξιος, να βρει μια δουλειά με καλά χρήματα και να μπορέσει να γίνει ιδιοκτήτης. Γης – αυτ/των, κινητών και ακινήτων. Πάντως ιδιοκτήτης. Μην ξεχνάμε ότι η ιδιοκτησία θεωρείται από τις σημαντικότερες αξίες του πολιτισμού μας, γι’ αυτό άλλωστε έχει κατοχυρωθεί και προστατεύεται και συνταγματικά. Άρα ο άνθρωπος, κινείται στην ελάχιστη ζωή του με μια αγωνία: Να γίνει ιδιοκτήτης. Ιδιοκτήτης γνώσεων ( εφόδια το λέμε) για να μπορέσει να γίνει ιδιοκτήτης χρημάτων ώστε να πετύχει να γίνει ιδιοκτήτης κινητών και ακινήτων. Με ολίγον από ιδιοκτήτης δόξας και φήμης.
Όλο αυτό το σχήμα στηρίζεται στις παρακάτω κυρίαρχες έννοιες: Ατομισμός – ανταμοιβή-ιδιοκτησία.
Αποκτώ εφόδια σημαίνει: Αποκτώ όσο περισσότερες γνώσεις γίνεται. Ατομικές γνώσεις. Δεν πα να μην γνωρίζω αν πεινάει ο διπλανός μου, αν έχει ανάγκη παρέας ένας γείτονας. Αρκεί να ξέρω την πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε, αν αυτό με ωφελήσει στην απόκτηση χρημάτων. Η γνώση ταυτίζεται εν πολλοίς με τη χρησιμότητα που σου αποφέρει, κατά πόσο σε ωφελεί. Χρησιμοθηρία – ωφελιμισμός.
Αφού έγινα ιδιοκτήτης εφοδίων γίνομαι άξιος και απαιτώ ανταμοιβή. ( άλλη κουβέντα και αυτή. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που πιστεύει στα σοβαρά ότι αν λειτουργούσε η αξιοκρατία, ως ατομικό ταλέντο και θέληση, θα ήταν ποτέ πρωθυπουργοί αυτοί που μας κυβερνούν).
Ακόμη όμως και στην υποθετική περίπτωση που λειτουργούσε η αξιοκρατία. Τι σημαίνει αξιοκρατία; Ότι ο άξιος ανταμείβεται και ο ανάξιος όχι. Ωραία για τον άξιο. Και αυτός που δεν είναι άξιος; Στον καιάδα. Και τι μας νοιάζει εμάς; Εμείς είμαστε στους άξιους. Πάλι ατομισμός δηλαδή. Ατομισμός, που όμως, δεν μας πειράζει, όσο είμαστε μέσα στο σύστημα. Οι ανάξιοι ας πάνε να πεινάσουν. Κοινωνία αδιάφορη και σκληρή για τον ανάξιο.
Αφού λοιπόν αποκτήσουμε τα εφόδια και γίνουμε άξιοι, ανταμειβόμαστε με μια καλή δουλειά, που σημαίνει στον πολιτισμό μας, μια δουλειά να βγάζουμε καλά χρήματα. Ιδιοκτήτες χρημάτων. Άλλη αγωνία και αυτή. Απόκτηση χρημάτων. Εδώ και αν πρέπει να υπερνικήσουμε, ενίοτε με κάθε τρόπο, τον αντίπαλο ( εννοώ τον συνάνθρωπο), ώστε εμείς να αποκτήσουμε χρήματα. ( γράφει για το χρήμα ο Ελύτης: πρώτο σύμπτωμα της λέπρας το χρήμα. Μαζεύει ανυπαρξία ο λεπρός και χαίρεται).
Και όταν βγάλουμε χρήματα, πάλι αγωνία να αυγατίσουν, για να γίνουμε ιδιοκτήτες κινητών και ακινήτων υλικών. Πάντως κυρίαρχη έγνοια μας το ΊΔΙΟ- ΚΤΗΤΗΣ. Όπως λέει και η λέξη. Δικά μας να ναι. Όχι των άλλων. Όλα ατομισμός, όλα χρησιμοθηρία, όλα ωφελιμισμός και όλα αυτά για την ευδαιμονία.
Και που καταλήγουμε; Μια ατέλειωτη αγωνία, από τη μέρα που πηγαίνουμε στην πρώτη τάξη, μέχρι τη μέρα που συνταξιοδοτούμαστε τουλάχιστον ( μετά δεν μπορείς εύκολα να τα αυξήσεις τα χρήματα και το ρίχνεις και στη Θρησκεία ενίοτε) ή ακόμη και μέχρι να πεθάνουμε. Και άγχος ατελείωτο, για να πετύχουμε όλα αυτά, στη συνέχεια, δε, φόβος και τρόμος μην και τα χάσουμε. Αγωνία, άγχος και φόβος. Αυτά γεννά το μοντέλο αυτό ζωής. Οπότε και το ζητούμενο, η ευδαιμονία, πάει περίπατο.
Ένα υπέροχο σύστημα. Ένα σύστημα μέσα στο οποίο η φτώχεια και η ανέχεια ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ο ατομισμός και η αγωνία για την κατάκτηση υλικών πραγμάτων, η αδιαφορία για τον άλλον, δεν είναι παθολογία αλλά φυσιολογία του πολιτισμικού μοντέλου. Ακούω να λένε ότι για τη δεινή οικονομική κατάσταση ευθύνονται οι πολιτικοί, γιατί έκλεβαν και γενικά δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Όχι λέω εγώ. Πολύ καλά έκαναν τη δουλειά τους. Ήταν απόλυτα συνεπείς στις αξίες που το πολιτισμικό μοντέλο που υπηρετούν θεοποιεί. Αφού ο σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει ιδιοκτήτης γιατί να μην κλέψουν; Γιατί να μην αδικήσουν αφού αυτό θα τους απέφερε κτήση; Και όλα αυτά δεν αφορούν μόνο τους άλλους, δυστυχώς αλλά και πολλούς από μας. Μου πε αδελφοί κάποτε κάποιος: Πέρασα μια ζωή, 50 χρόνια, φίλος αδελφικός με κάποιους, όλοι άνθρωποι της εκκλησίας. Με άνεση μεγάλη οικονομική οι περισσότεροι. Καλοί άνθρωποι. Μα δεν με ρώτησαν μια φορά, αν και ξέραν ότι έχω οικονομικές δυσκολίες : πως τα φέρνεις βόλτα οικονομικά βρε φίλε; Όχι να μου δώσουν χρήματα. Ποτέ. Αλλά μια ερώτηση, παιδάκι μου. Και δω μέσα είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, που ποτέ δεν ρωτήθηκαν από μένα, πως τα φέρνουν βόλτα, όχι μόνο οικονομικά αλλά και γενικά με τις δυσκολίες που έχουν στη ζωή τους.
Παιδιά του συστήματος είμαστε, κύριοι, οι περισσότεροι. Και υποστηρικτές του. Περνάμε τη ζωή μας με αγωνία κτήσης και αφού τα αποκτήσουμε φόβο μην τα χάσουμε. Και ο φόβος αυτός καθ-ορίζει τη στάση ζωής μας. Εδώ, κύριοι, ολόκληρος Πέτρος και αρνήθηκε το Χριστό, γιατί φοβήθηκε μη χάσει τα κεκτημένα. Ενώ ο ληστής που δεν είχε τίποτα να χάσει παραιτήθηκε και είπε « Μνήσθητι Κύριε εν τη βασιλεία σου».
Και πρέπει τώρα να μιλήσω για την πνευματική αντιμετώπιση αυτού του μοντέλου. Που όπως είπα όμως δεν αφορά μόνο τους άλλους αλλά και μένα. Μέρος του προβλήματος είμαι. Ατομιστής, ωφελιμιστής, κυνηγός της ευδαιμονίας. Αλήθεια τι να πω; Και το κυριότερο, λέγοντας τα, γιατί όλοι εδώ μέσα τις απαντήσεις αφού τις μάθαμε από μικροί και άρα λίγο πολύ τις ξέρουμε, είμαι υπόλογος απέναντι στο Θεό μου, απέναντι σ’ αυτούς που με μεγάλωσαν και απέναντι στον εαυτό μου.
Η απάντηση στο πρόβλημα νομίζω ότι είναι μια. Εγώ δεν ξέρω άλλη. Αλλαγή νοηματοδότησης της ύπαρξης μας. Που πάει να πει:
Το πρώτον Μνήμη θανάτου. Και ξαφνικά ανατρέπεται το σύμπαν. Ολόκληρη η μέχρι τώρα κοσμοθεωρία καταρρέει. Και όλα παίρνουν τις σωστές τους διαστάσεις. Υπάρχει ένα δεδομένο: το βιολογικό τέλος. Όλα όσα πρεσβεύει το παραπάνω μοντέλο, όλα αυτά για τα οποία αγωνιζόμαστε και αγωνιούμε, χάνουν τη λάμψη τους. Μάταια και εφήμερα. Καταλαβαίνεις ότι αυτή η ζωή της αγωνίας, του άγχους, είναι μια τρέλα άσκοπη. Θα έρθει το βιολογικό τέλος. Για ποιο λόγο περνάμε την ελάχιστη ζωή μας μέσα σ’ αυτή την τρέλα; Έχω ακούσει πολλούς να αυτοκτονούν, αδελφοί μου, γιατί έπαθαν οικονομική καταστροφή και έχασαν όλα τα σπίτια και τα υλικά αγαθά που είχαν. Και θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό από τους πολλούς ακόμη και από μας. Η τρέλλα θεωρείται φυσιολογικό. Να αυτοκτονούμε επειδή χάσαμε τα χρήματα! Μα δεν έχω ακούσει ούτε έναν που να καταρρέει επειδή μίσησε το συνάνθρωπο, ούτε επειδή πέθανε ο διπλανός του από τη δική του αδιαφορία. Πολύ, δε, περισσότερο επειδή έχασε το Χριστό, δηλαδή το Αιώνιο και Αληθινό. Η απόλυτη τρέλλα.
Αλλά, για να επανέλθω, όταν μιλάμε για μνήμη θανάτου δεν μιλάμε για παθητική μνήμη που φέρνει αδράνεια, απελπισία και απόγνωση. Ούτε μιλάμε για νιρβάνα. Μιλάμε για ενεργητική κατάσταση που κινητοποιεί κάθε σημείο του μυαλού, της καρδιάς και του κορμιού μας. Έρχεται η επίγνωση και πάλλεται η ύπαρξη σου. Αλλά το πάθος για ζωή τρέπεται στην όντως ζωή. Θέλω να πω προς αυτόν που είναι ο ίδιος η Ζωή. Και ποιος είναι αυτός; Αυτός που δεν είναι εφήμερος αλλά αιώνιος. Αυτός που δεν γεννά αγωνία, αλλά χαρά.
Να σας πω κάτι προσωπικό. Όταν ήμουνα αποτυχημένος οικογενειακά, επαγγελματικά και οικονομικά, τότε που δεν είχα τίποτα και ήμουν το απόλυτο τίποτα για τα κριτήρια αυτής της κοινωνίας, απέκτησα μόνο ένα. Μνήμη θανάτου. Και ήμουν πιο γεμάτος από ποτέ. Γιατί είχα Αυτόν που πληρώνει τα πάντα. Και έφευγα από τη γκαρσονιέρα που έμενα χωρίς να κλειδώνω και χωρίς να έχω κανένα άγχος, γιατί δεν είχα τίποτα. Αυτόν που είχα δεν μπορούσε κανείς να μου τον κλέψει κανείς. Και κυκλοφορούσα στο δρόμο, συναντούσα γνωστούς που πολλοί από αυτούς έκαναν ότι δεν με έβλεπαν. Εμένα όμως δεν με ένοιαζε. Γιατί με γνώριζε ο Γνώστης των πάντων. Και μετά έγινα δικαστής και απέκτησα αναγνωρισιμότητα, δόξα, τίτλους, χρήματα, υλικά αγαθά. Και έχασα τη μνήμη θανάτου. Και έχασα τα πάντα. Γιατί έχασα τον Κύριο των πάντων. Πότε είχα χαρά; Τότε ή τώρα; Πότε περνούσα κρίση; Τότε που δεν είχα τίποτα ή τώρα που έχω;
Ας επανέλθω λοιπόν. Ποιος είναι η Ζωή; Ποιος δίνει νόημα στην ελάχιστη ζωή μου;
Για να απαντήσουμε αρκεί μια μόνο ερώτηση: Ποιος ο νικητής του θανάτου; Αυτός που νίκησε το θάνατο είναι ο μόνος που μπορεί να μας δείξει και το δρόμο της αληθινής ζωής. Κανείς άλλος. Και αρνούμαι πια τα υποκατάστατα.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας… Έρχεται λοιπόν ο Χριστός και νικά το θάνατο. Και τι μας λέει;
Εγώ ειμί η Αλήθεια και η Ζωή.
Και τι μας λέει η Ζωή;
Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν…. και ακολουθήτω μοι.
Άρα πρώτη προϋπόθεση: Απαρνησάσθω εαυτόν. Το απόλυτο εγώ του πολιτισμικού μας συστήματος, γίνεται η πλήρης απάρνηση του εαυτού μας, στο δρόμο του Χριστού.
Και Ακολουθήτω μοι. Χωρίς εξηγήσεις. Μας ζητά πλήρη παράδοση. Μας ζητά να τον εμπιστευτούμε. Ή εμπιστεύεσαι και ακολουθείς ή τράβα το δρόμο σου, το δρόμο της ατομικής αγωνίας στον οποίο προσκαλεί ο πολιτισμός μας.
Και αναρωτιέμαι αδελφοί μου: Προς τι τόση αγωνία; Εδώ τάισε τα πετεινά του ουρανού και θα αφήσει εμάς; Μήπως τελικά η αγωνία αυτή υποδηλώνει εγωισμό και έλλειψη εμπιστοσύνης; Μα τότε θα μου πείτε γιατί να πεθαίνουν από την πείνα οι άνθρωποι; Εκείνοι δεν τον εμπιστεύονταν;
Κύριοι, απαντήσεις για όλα δεν έχουμε. Αλλά εμπιστοσύνη ή έχουμε ή δεν έχουμε. Πάει και τελείωσε. Όταν ήμασταν μικρά παιδιά και ο πατέρας μας μας έλεγε ότι κάτι πρέπει να γίνει έτσι, δεν ξέραμε γιατί μας το έλεγε, αλλά αυτός ήξερε. Και τον εμπιστευόμασταν, γιατί ξέραμε ότι μας αγαπά. Η έχουμε λοιπόν τη βαθιά πεποίθηση ότι ο Χριστός μας αγαπά και δεν θα μας αφήσει και πως οτιδήποτε και να μας συμβεί Αυτός που είναι η Αγάπη το επιτρέπει, οπότε καλοδεχούμενο, ή τραβάμε το δρόμο της δικής μας αυτάρκειας. Και η εμπιστοσύνη σημαίνει ότι παραδίδουμε τον εαυτό μας σ’ Αυτόν. Είπε κάποιος άγιος « Κύριε εγώ θέλω να μαι μαζί σου ακόμη και στη κόλαση». Αυτό τα λέει όλα. Εναποθέτω την ύπαρξη μου σ’ αυτόν που είναι η Ζωή και ας κάνει αυτός ότι θέλει. Και έρχεται μια απίστευτη ηρεμία. Η αγωνία που κυριαρχεί στον πολιτισμό μας γίνεται χαρά συνάντησης, διότι συναντήθηκα και σχετίστηκα μ’ Αυτόν που είναι η Ζωή.
Εκτός από την εμπιστοσύνη, τι άλλο μας λέει;
Ακτημοσύνη. Τίποτα να μην αποκτούμε. Γιατί η θέληση για ατομική ιδιοκτησία μας διαφοροποιεί οντολογικά από Αυτόν που τίποτα δεν κρατά για τον εαυτό του.
Και τι άλλο μας λέει;
Αυτός που έχει δυο χιτώνες να δώσει τον ένα. Ο πολιτισμός μας μας λέει αυτός που έχει δυο καράβια να αποκτήσει 1000. Ποιος έχει αγωνία και ποιος χαίρεται πραγματικά; Έχετε δει τους πολύ πλουσίους, που αποτελούν το κοινωνικό πρότυπο, να είναι γαλήνιοι και ήρεμοι; Ή μήπως τους βλέπετε μονίμως σκυθρωπούς πάνω από αριθμούς; Και στον αντίποδα. Σκέφτεστε ποτέ τον Παίσιο ή τον Πορφύριο και τους άλλους καλόγερους αυτού του διαμετρήματος να έχουν αγωνία γιατί είχαν μόνο ένα φαγωμένο ράσο; Εμείς που έχουμε όλα αυτά, πόση αγωνία να αποκτήσουμε και άλλα….Και χάνουμε και την χαρά της προσφοράς.
Και τι άλλο μας λέει ο νικητής του θανάτου;
Τον άρτο ημών τον επιούσιο δως ημίν σήμερον…
Ποιος από μας αδελφοί δεν έχει τον άρτο; Για αυτό αγωνιούμε; Ας είμαστε ειλικρινείς…Δεν μας νοιάζει ο άρτος κι ας βροντοφωνάζουμε κάθε Κυριακή το Πάτερ ημών…Μας νοιάζει οτιδήποτε υλικό μας σερβίρει το κοινωνικό μοντέλο. Όμως τελικά αν ακολουθούσαμε το Χριστό, θα χαμε κάποια αγωνία;
Αυτός που νίκησε το θάνατο μας λέει και άλλα πολλά, που φυσικά δεν μπορούν να χωρέσουν σε μια σύντομη εισήγηση.
Όλα όσα μας λέει, όμως, συνοψίζονται κατά τη γνώμη μου σ’ ένα και μοναδικό: Αγάπα τον πλησίον σου και το συνταρακτικότερο της ιστορίας: αγάπα τον εχθρό σου.
Αδελφοί, γράφουν οι ιστορίες που διδασκόμαστε στο σχολείο ένα σωρό επαναστάσεις. Και δεν αναφέρουν ούτε μια λέξη για την συγκλονιστικότερη επανάσταση. Αγάπα τον εχθρό σου.
Αλήθεια, σκέφτεστε έναν κόσμο που απλά θα άκουγε αυτό που μας είπε αυτός που είναι η Χαρά και η Ζωή; Σκέφτεστε έναν κόσμο που ο καθένας θα αγαπούσε τον άλλον; Όλα αυτά που περιγράψαμε σαν κρίση παραπάνω θα υπήρχαν; Η θα μιλάγαμε για έναν άλλον κόσμο;
Αδελφοί, το πολιτισμικό μας μοντέλο δεν επιδέχεται διορθώσεις. Το πρόβλημά του είναι οντολογικό. Όπως προείπα, όλα τα προβλήματα που γεννά το σύστημα που ζούμε δεν οφείλονται σε παθολογία, αλλά είναι η φυσιολογία του. Απαιτείται άλλος τρόπος συ-νύπαρξης. Και τον δρόμο αυτό μας τον έχει δείξει ο νικητής του θανάτου.
Και είναι ο τρόπος που υπάρχει Αυτός. Ο Τριαδικός αγαπητικός τρόπος ύπαρξης. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος, που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού και μπορεί να γίνει κατά χάρη Θεός, για να νικήσει το θάνατο ( όχι το βιολογικό τέλος αλλά τον όντως θάνατο) και όλες αυτές τις αγωνίες, πρέπει να αποπειραθεί να βιώσει στο μέτρο του ανθρωπίνου εφικτού την αγαπητική τριαδική κοινωνία. Να επιχειρήσει, δηλαδή, ως μυριουπόστατος με τους άλλους συνανθρώπους του να υπάρξει αγαπητικά με όλους, φίλους και εχθρούς. Η απόλυτη πληρότητα.
Και σ’ αυτόν τον άλλο τρόπο ύπαρξης είμαστε όλοι καλεσμένοι, άξιοι και ανάξιοι. Γιατί ο Θεός αγάπη εστί. Ο Θεός δεν διαλέγει. Ο άνθρωπος επιλέγει εν ελευθερία: ή αποπειράται το ίδιο και όντως ζει ή επιλέγει να είναι νεκρός και ας επιβιώνει βιολογικά. Φυσικά επειδή ο άνθρωπος, επέλεξε να είναι πεπτωκώς, τόσο ως πρόσωπο όσο και ως μέλος μιας θεσμοθετημένης συλλογικής ομάδας, αδυνατεί να φτάσει τέλεια στον τρόπο αυτό ύπαρξης. Αν όμως αυτό δεν είναι απόλυτα εφικτό, σίγουρα είναι εφικτός ο τρόπος ζωής των Αγίων, όταν αναφερόμαστε σε προσωπικό επίπεδο και της Εκκλησίας όταν αναφερόμαστε σε συλλογικό επίπεδο. Εδώ δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Ίδιοι με μας ήταν και οι Άγιοι. Αφού, επομένως, αυτοί μπόρεσαν να ζήσουν μια άλλη ζωή, μπορούμε και μεις. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν το παράδειγμά τους και το παράδειγμα της Εκκλησίας.
Και στο τέλος τέλος, ας επιστρατεύσουμε τη μεγαλύτερη δυνατότητα που μας χάρισε για να σχετιστούμε μαζί του και με τους συνανθρώπους μας. Την προσευχή.
Ακούμε στην ιερότερη στιγμή της Θείας Λειτουργίας και της ζωής του ανθρώπου:
« Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».
Αυτό είναι όλο το νόημα। Κύριε όλα είναι δικά Σου. Τίποτα δικό μας. Και Εσύ μας τα χάρισες όλα. Όπως χάρισες και τον Εαυτό Σου. Χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς διακρίσεις. Και στον φτωχό και στον πλούσιο, στον όμορφο και στον άσχημο, στο νέο και στο γέρο. Και μεις σου προσφέρουμε τώρα τα δικά σου. Δηλαδή την ύπαρξη μας. Κάνε την ότι Εσύ θες γιατί Δική σου είναι. Γιατί Εσύ είσαι η Αγάπη, η Ζωή και η Χαρά και μεις θέλουμε να μετέχουμε στην Αγάπη, στη Ζωή και στη Χαρά.
κ. Β. Κωστακιώτη
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Μου είπαν να μιλήσω για την πνευματική αντιμετώπιση της κρίσης που περνά η χώρα μας. Για να φτάσουμε, όμως, να μιλήσουμε γι’ αυτό πρέπει πρώτα να διαγνώσουμε για ποια κρίση μιλάμε. Έχω διαπιστώσει επιχειρώντας να επικοινωνήσω όλα αυτά τα χρόνια με τους άλλους, ότι το πρόβλημα επικοινωνίας που παρατηρείται ανάμεσα σε ζευγάρια, σε φίλους, σε συναδέλφους, ξεκινάει από το ότι οι άνθρωποι λέγοντας τις ίδιες λέξεις εννοούμε διαφορετικά πράγματα. Έτσι, αν δεν δώσουμε ορισμούς, είναι δύσκολο να φτάσουμε τελικά στο συμπέρασμα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε.
Διαπίστωση πρώτη:
Ο δυτικός κόσμος την τελευταία διετία και οι έλληνες τον τελευταίο χρόνο ανακαλύψαμε ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική κρίση. Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η αγωνία μας, με πρώτον εμένα, για το πως θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Μπα τι μου λέτε;
Όταν όλα αυτά τα χρόνια της δικής μας ευμάρειας πέθαιναν κυριολεκτικά εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο κάθε χρόνο από πείνα και δίψα, που ήμασταν; Απλά τότε δεν μας αφορούσε, γιατί δεν ήταν σπίτι μας. Το θυμόμασταν κάθε χρόνο εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, με τα αφιερώματα των τηλεοράσεων και την συνηθισμένη εκστρατεία τάχα μου της unicef. Τότε δεν μίλαγε κανένας μας για κρίση, γιατί η Ελλάδα ήταν μέσα στις 25 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Και κει, στις χώρες του αποκαλούμενου τρίτου κόσμου ( ονομασία και αυτή) μιλάμε για θάνατο όχι για το αν θα έχουμε λιγότερα κινητά ή αυτοκίνητα. Αλήθεια έχετε αναρωτηθεί τι θα σκεφτόταν κάποιος υπήκοος χώρας που δεν έχει νερό να πιει και φαγητό να φάει αν επισκεπτόταν ακόμη και σήμερα την Ελλάδα, τον πηγαίναμε σπίτι μας, του δείχναμε τα υπάρχοντά μας, και του λέγαμε ότι περνάμε μεγάλη οικονομική κρίση; Θα λεγε ότι έχουμε σαλέψει το δίχως άλλο.
Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι αν κάτι μας αποκαλύπτεται από αυτή τη συγκυρία, είναι η βαθιά πνευματική φτώχεια τόσο της κοινωνίας μας όσο και του καθένα μας προσωπικά. Όσο περνάμε καλά εμείς άντε και η οικογένειά μας δεν υπάρχει πρόβλημα. Οι άλλοι δεν μας αφορούν. Μόνο η πάρτη μας. Ατομισμός σ’ όλο του το μεγαλείο. Πρώτο χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας. Και άρα πρωτίστως πνευματική κρίση.
Αλλά και αυτή που αποκαλούμε καθ’ εαυτή οικονομική κρίση τι είναι;
Απότοκος του ατομισμού, αφού και το πολιτισμικό και οικονομικό σύστημα είναι απόλυτα ατομικιστικό.
Βασικό πολιτισμικό – οικονομικό σχήμα. Ο καθένας ατομικά πρέπει να φροντίσει να αποκτήσει εφόδια, ώστε γινόμενος άξιος, να βρει μια δουλειά με καλά χρήματα και να μπορέσει να γίνει ιδιοκτήτης. Γης – αυτ/των, κινητών και ακινήτων. Πάντως ιδιοκτήτης. Μην ξεχνάμε ότι η ιδιοκτησία θεωρείται από τις σημαντικότερες αξίες του πολιτισμού μας, γι’ αυτό άλλωστε έχει κατοχυρωθεί και προστατεύεται και συνταγματικά. Άρα ο άνθρωπος, κινείται στην ελάχιστη ζωή του με μια αγωνία: Να γίνει ιδιοκτήτης. Ιδιοκτήτης γνώσεων ( εφόδια το λέμε) για να μπορέσει να γίνει ιδιοκτήτης χρημάτων ώστε να πετύχει να γίνει ιδιοκτήτης κινητών και ακινήτων. Με ολίγον από ιδιοκτήτης δόξας και φήμης.
Όλο αυτό το σχήμα στηρίζεται στις παρακάτω κυρίαρχες έννοιες: Ατομισμός – ανταμοιβή-ιδιοκτησία.
Αποκτώ εφόδια σημαίνει: Αποκτώ όσο περισσότερες γνώσεις γίνεται. Ατομικές γνώσεις. Δεν πα να μην γνωρίζω αν πεινάει ο διπλανός μου, αν έχει ανάγκη παρέας ένας γείτονας. Αρκεί να ξέρω την πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε, αν αυτό με ωφελήσει στην απόκτηση χρημάτων. Η γνώση ταυτίζεται εν πολλοίς με τη χρησιμότητα που σου αποφέρει, κατά πόσο σε ωφελεί. Χρησιμοθηρία – ωφελιμισμός.
Αφού έγινα ιδιοκτήτης εφοδίων γίνομαι άξιος και απαιτώ ανταμοιβή. ( άλλη κουβέντα και αυτή. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που πιστεύει στα σοβαρά ότι αν λειτουργούσε η αξιοκρατία, ως ατομικό ταλέντο και θέληση, θα ήταν ποτέ πρωθυπουργοί αυτοί που μας κυβερνούν).
Ακόμη όμως και στην υποθετική περίπτωση που λειτουργούσε η αξιοκρατία. Τι σημαίνει αξιοκρατία; Ότι ο άξιος ανταμείβεται και ο ανάξιος όχι. Ωραία για τον άξιο. Και αυτός που δεν είναι άξιος; Στον καιάδα. Και τι μας νοιάζει εμάς; Εμείς είμαστε στους άξιους. Πάλι ατομισμός δηλαδή. Ατομισμός, που όμως, δεν μας πειράζει, όσο είμαστε μέσα στο σύστημα. Οι ανάξιοι ας πάνε να πεινάσουν. Κοινωνία αδιάφορη και σκληρή για τον ανάξιο.
Αφού λοιπόν αποκτήσουμε τα εφόδια και γίνουμε άξιοι, ανταμειβόμαστε με μια καλή δουλειά, που σημαίνει στον πολιτισμό μας, μια δουλειά να βγάζουμε καλά χρήματα. Ιδιοκτήτες χρημάτων. Άλλη αγωνία και αυτή. Απόκτηση χρημάτων. Εδώ και αν πρέπει να υπερνικήσουμε, ενίοτε με κάθε τρόπο, τον αντίπαλο ( εννοώ τον συνάνθρωπο), ώστε εμείς να αποκτήσουμε χρήματα. ( γράφει για το χρήμα ο Ελύτης: πρώτο σύμπτωμα της λέπρας το χρήμα. Μαζεύει ανυπαρξία ο λεπρός και χαίρεται).
Και όταν βγάλουμε χρήματα, πάλι αγωνία να αυγατίσουν, για να γίνουμε ιδιοκτήτες κινητών και ακινήτων υλικών. Πάντως κυρίαρχη έγνοια μας το ΊΔΙΟ- ΚΤΗΤΗΣ. Όπως λέει και η λέξη. Δικά μας να ναι. Όχι των άλλων. Όλα ατομισμός, όλα χρησιμοθηρία, όλα ωφελιμισμός και όλα αυτά για την ευδαιμονία.
Και που καταλήγουμε; Μια ατέλειωτη αγωνία, από τη μέρα που πηγαίνουμε στην πρώτη τάξη, μέχρι τη μέρα που συνταξιοδοτούμαστε τουλάχιστον ( μετά δεν μπορείς εύκολα να τα αυξήσεις τα χρήματα και το ρίχνεις και στη Θρησκεία ενίοτε) ή ακόμη και μέχρι να πεθάνουμε. Και άγχος ατελείωτο, για να πετύχουμε όλα αυτά, στη συνέχεια, δε, φόβος και τρόμος μην και τα χάσουμε. Αγωνία, άγχος και φόβος. Αυτά γεννά το μοντέλο αυτό ζωής. Οπότε και το ζητούμενο, η ευδαιμονία, πάει περίπατο.
Ένα υπέροχο σύστημα. Ένα σύστημα μέσα στο οποίο η φτώχεια και η ανέχεια ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ο ατομισμός και η αγωνία για την κατάκτηση υλικών πραγμάτων, η αδιαφορία για τον άλλον, δεν είναι παθολογία αλλά φυσιολογία του πολιτισμικού μοντέλου. Ακούω να λένε ότι για τη δεινή οικονομική κατάσταση ευθύνονται οι πολιτικοί, γιατί έκλεβαν και γενικά δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Όχι λέω εγώ. Πολύ καλά έκαναν τη δουλειά τους. Ήταν απόλυτα συνεπείς στις αξίες που το πολιτισμικό μοντέλο που υπηρετούν θεοποιεί. Αφού ο σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει ιδιοκτήτης γιατί να μην κλέψουν; Γιατί να μην αδικήσουν αφού αυτό θα τους απέφερε κτήση; Και όλα αυτά δεν αφορούν μόνο τους άλλους, δυστυχώς αλλά και πολλούς από μας. Μου πε αδελφοί κάποτε κάποιος: Πέρασα μια ζωή, 50 χρόνια, φίλος αδελφικός με κάποιους, όλοι άνθρωποι της εκκλησίας. Με άνεση μεγάλη οικονομική οι περισσότεροι. Καλοί άνθρωποι. Μα δεν με ρώτησαν μια φορά, αν και ξέραν ότι έχω οικονομικές δυσκολίες : πως τα φέρνεις βόλτα οικονομικά βρε φίλε; Όχι να μου δώσουν χρήματα. Ποτέ. Αλλά μια ερώτηση, παιδάκι μου. Και δω μέσα είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, που ποτέ δεν ρωτήθηκαν από μένα, πως τα φέρνουν βόλτα, όχι μόνο οικονομικά αλλά και γενικά με τις δυσκολίες που έχουν στη ζωή τους.
Παιδιά του συστήματος είμαστε, κύριοι, οι περισσότεροι. Και υποστηρικτές του. Περνάμε τη ζωή μας με αγωνία κτήσης και αφού τα αποκτήσουμε φόβο μην τα χάσουμε. Και ο φόβος αυτός καθ-ορίζει τη στάση ζωής μας. Εδώ, κύριοι, ολόκληρος Πέτρος και αρνήθηκε το Χριστό, γιατί φοβήθηκε μη χάσει τα κεκτημένα. Ενώ ο ληστής που δεν είχε τίποτα να χάσει παραιτήθηκε και είπε « Μνήσθητι Κύριε εν τη βασιλεία σου».
Και πρέπει τώρα να μιλήσω για την πνευματική αντιμετώπιση αυτού του μοντέλου. Που όπως είπα όμως δεν αφορά μόνο τους άλλους αλλά και μένα. Μέρος του προβλήματος είμαι. Ατομιστής, ωφελιμιστής, κυνηγός της ευδαιμονίας. Αλήθεια τι να πω; Και το κυριότερο, λέγοντας τα, γιατί όλοι εδώ μέσα τις απαντήσεις αφού τις μάθαμε από μικροί και άρα λίγο πολύ τις ξέρουμε, είμαι υπόλογος απέναντι στο Θεό μου, απέναντι σ’ αυτούς που με μεγάλωσαν και απέναντι στον εαυτό μου.
Η απάντηση στο πρόβλημα νομίζω ότι είναι μια. Εγώ δεν ξέρω άλλη. Αλλαγή νοηματοδότησης της ύπαρξης μας. Που πάει να πει:
Το πρώτον Μνήμη θανάτου. Και ξαφνικά ανατρέπεται το σύμπαν. Ολόκληρη η μέχρι τώρα κοσμοθεωρία καταρρέει. Και όλα παίρνουν τις σωστές τους διαστάσεις. Υπάρχει ένα δεδομένο: το βιολογικό τέλος. Όλα όσα πρεσβεύει το παραπάνω μοντέλο, όλα αυτά για τα οποία αγωνιζόμαστε και αγωνιούμε, χάνουν τη λάμψη τους. Μάταια και εφήμερα. Καταλαβαίνεις ότι αυτή η ζωή της αγωνίας, του άγχους, είναι μια τρέλα άσκοπη. Θα έρθει το βιολογικό τέλος. Για ποιο λόγο περνάμε την ελάχιστη ζωή μας μέσα σ’ αυτή την τρέλα; Έχω ακούσει πολλούς να αυτοκτονούν, αδελφοί μου, γιατί έπαθαν οικονομική καταστροφή και έχασαν όλα τα σπίτια και τα υλικά αγαθά που είχαν. Και θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό από τους πολλούς ακόμη και από μας. Η τρέλλα θεωρείται φυσιολογικό. Να αυτοκτονούμε επειδή χάσαμε τα χρήματα! Μα δεν έχω ακούσει ούτε έναν που να καταρρέει επειδή μίσησε το συνάνθρωπο, ούτε επειδή πέθανε ο διπλανός του από τη δική του αδιαφορία. Πολύ, δε, περισσότερο επειδή έχασε το Χριστό, δηλαδή το Αιώνιο και Αληθινό. Η απόλυτη τρέλλα.
Αλλά, για να επανέλθω, όταν μιλάμε για μνήμη θανάτου δεν μιλάμε για παθητική μνήμη που φέρνει αδράνεια, απελπισία και απόγνωση. Ούτε μιλάμε για νιρβάνα. Μιλάμε για ενεργητική κατάσταση που κινητοποιεί κάθε σημείο του μυαλού, της καρδιάς και του κορμιού μας. Έρχεται η επίγνωση και πάλλεται η ύπαρξη σου. Αλλά το πάθος για ζωή τρέπεται στην όντως ζωή. Θέλω να πω προς αυτόν που είναι ο ίδιος η Ζωή. Και ποιος είναι αυτός; Αυτός που δεν είναι εφήμερος αλλά αιώνιος. Αυτός που δεν γεννά αγωνία, αλλά χαρά.
Να σας πω κάτι προσωπικό. Όταν ήμουνα αποτυχημένος οικογενειακά, επαγγελματικά και οικονομικά, τότε που δεν είχα τίποτα και ήμουν το απόλυτο τίποτα για τα κριτήρια αυτής της κοινωνίας, απέκτησα μόνο ένα. Μνήμη θανάτου. Και ήμουν πιο γεμάτος από ποτέ. Γιατί είχα Αυτόν που πληρώνει τα πάντα. Και έφευγα από τη γκαρσονιέρα που έμενα χωρίς να κλειδώνω και χωρίς να έχω κανένα άγχος, γιατί δεν είχα τίποτα. Αυτόν που είχα δεν μπορούσε κανείς να μου τον κλέψει κανείς. Και κυκλοφορούσα στο δρόμο, συναντούσα γνωστούς που πολλοί από αυτούς έκαναν ότι δεν με έβλεπαν. Εμένα όμως δεν με ένοιαζε. Γιατί με γνώριζε ο Γνώστης των πάντων. Και μετά έγινα δικαστής και απέκτησα αναγνωρισιμότητα, δόξα, τίτλους, χρήματα, υλικά αγαθά. Και έχασα τη μνήμη θανάτου. Και έχασα τα πάντα. Γιατί έχασα τον Κύριο των πάντων. Πότε είχα χαρά; Τότε ή τώρα; Πότε περνούσα κρίση; Τότε που δεν είχα τίποτα ή τώρα που έχω;
Ας επανέλθω λοιπόν. Ποιος είναι η Ζωή; Ποιος δίνει νόημα στην ελάχιστη ζωή μου;
Για να απαντήσουμε αρκεί μια μόνο ερώτηση: Ποιος ο νικητής του θανάτου; Αυτός που νίκησε το θάνατο είναι ο μόνος που μπορεί να μας δείξει και το δρόμο της αληθινής ζωής. Κανείς άλλος. Και αρνούμαι πια τα υποκατάστατα.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας… Έρχεται λοιπόν ο Χριστός και νικά το θάνατο. Και τι μας λέει;
Εγώ ειμί η Αλήθεια και η Ζωή.
Και τι μας λέει η Ζωή;
Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν…. και ακολουθήτω μοι.
Άρα πρώτη προϋπόθεση: Απαρνησάσθω εαυτόν. Το απόλυτο εγώ του πολιτισμικού μας συστήματος, γίνεται η πλήρης απάρνηση του εαυτού μας, στο δρόμο του Χριστού.
Και Ακολουθήτω μοι. Χωρίς εξηγήσεις. Μας ζητά πλήρη παράδοση. Μας ζητά να τον εμπιστευτούμε. Ή εμπιστεύεσαι και ακολουθείς ή τράβα το δρόμο σου, το δρόμο της ατομικής αγωνίας στον οποίο προσκαλεί ο πολιτισμός μας.
Και αναρωτιέμαι αδελφοί μου: Προς τι τόση αγωνία; Εδώ τάισε τα πετεινά του ουρανού και θα αφήσει εμάς; Μήπως τελικά η αγωνία αυτή υποδηλώνει εγωισμό και έλλειψη εμπιστοσύνης; Μα τότε θα μου πείτε γιατί να πεθαίνουν από την πείνα οι άνθρωποι; Εκείνοι δεν τον εμπιστεύονταν;
Κύριοι, απαντήσεις για όλα δεν έχουμε. Αλλά εμπιστοσύνη ή έχουμε ή δεν έχουμε. Πάει και τελείωσε. Όταν ήμασταν μικρά παιδιά και ο πατέρας μας μας έλεγε ότι κάτι πρέπει να γίνει έτσι, δεν ξέραμε γιατί μας το έλεγε, αλλά αυτός ήξερε. Και τον εμπιστευόμασταν, γιατί ξέραμε ότι μας αγαπά. Η έχουμε λοιπόν τη βαθιά πεποίθηση ότι ο Χριστός μας αγαπά και δεν θα μας αφήσει και πως οτιδήποτε και να μας συμβεί Αυτός που είναι η Αγάπη το επιτρέπει, οπότε καλοδεχούμενο, ή τραβάμε το δρόμο της δικής μας αυτάρκειας. Και η εμπιστοσύνη σημαίνει ότι παραδίδουμε τον εαυτό μας σ’ Αυτόν. Είπε κάποιος άγιος « Κύριε εγώ θέλω να μαι μαζί σου ακόμη και στη κόλαση». Αυτό τα λέει όλα. Εναποθέτω την ύπαρξη μου σ’ αυτόν που είναι η Ζωή και ας κάνει αυτός ότι θέλει. Και έρχεται μια απίστευτη ηρεμία. Η αγωνία που κυριαρχεί στον πολιτισμό μας γίνεται χαρά συνάντησης, διότι συναντήθηκα και σχετίστηκα μ’ Αυτόν που είναι η Ζωή.
Εκτός από την εμπιστοσύνη, τι άλλο μας λέει;
Ακτημοσύνη. Τίποτα να μην αποκτούμε. Γιατί η θέληση για ατομική ιδιοκτησία μας διαφοροποιεί οντολογικά από Αυτόν που τίποτα δεν κρατά για τον εαυτό του.
Και τι άλλο μας λέει;
Αυτός που έχει δυο χιτώνες να δώσει τον ένα. Ο πολιτισμός μας μας λέει αυτός που έχει δυο καράβια να αποκτήσει 1000. Ποιος έχει αγωνία και ποιος χαίρεται πραγματικά; Έχετε δει τους πολύ πλουσίους, που αποτελούν το κοινωνικό πρότυπο, να είναι γαλήνιοι και ήρεμοι; Ή μήπως τους βλέπετε μονίμως σκυθρωπούς πάνω από αριθμούς; Και στον αντίποδα. Σκέφτεστε ποτέ τον Παίσιο ή τον Πορφύριο και τους άλλους καλόγερους αυτού του διαμετρήματος να έχουν αγωνία γιατί είχαν μόνο ένα φαγωμένο ράσο; Εμείς που έχουμε όλα αυτά, πόση αγωνία να αποκτήσουμε και άλλα….Και χάνουμε και την χαρά της προσφοράς.
Και τι άλλο μας λέει ο νικητής του θανάτου;
Τον άρτο ημών τον επιούσιο δως ημίν σήμερον…
Ποιος από μας αδελφοί δεν έχει τον άρτο; Για αυτό αγωνιούμε; Ας είμαστε ειλικρινείς…Δεν μας νοιάζει ο άρτος κι ας βροντοφωνάζουμε κάθε Κυριακή το Πάτερ ημών…Μας νοιάζει οτιδήποτε υλικό μας σερβίρει το κοινωνικό μοντέλο. Όμως τελικά αν ακολουθούσαμε το Χριστό, θα χαμε κάποια αγωνία;
Αυτός που νίκησε το θάνατο μας λέει και άλλα πολλά, που φυσικά δεν μπορούν να χωρέσουν σε μια σύντομη εισήγηση.
Όλα όσα μας λέει, όμως, συνοψίζονται κατά τη γνώμη μου σ’ ένα και μοναδικό: Αγάπα τον πλησίον σου και το συνταρακτικότερο της ιστορίας: αγάπα τον εχθρό σου.
Αδελφοί, γράφουν οι ιστορίες που διδασκόμαστε στο σχολείο ένα σωρό επαναστάσεις. Και δεν αναφέρουν ούτε μια λέξη για την συγκλονιστικότερη επανάσταση. Αγάπα τον εχθρό σου.
Αλήθεια, σκέφτεστε έναν κόσμο που απλά θα άκουγε αυτό που μας είπε αυτός που είναι η Χαρά και η Ζωή; Σκέφτεστε έναν κόσμο που ο καθένας θα αγαπούσε τον άλλον; Όλα αυτά που περιγράψαμε σαν κρίση παραπάνω θα υπήρχαν; Η θα μιλάγαμε για έναν άλλον κόσμο;
Αδελφοί, το πολιτισμικό μας μοντέλο δεν επιδέχεται διορθώσεις. Το πρόβλημά του είναι οντολογικό. Όπως προείπα, όλα τα προβλήματα που γεννά το σύστημα που ζούμε δεν οφείλονται σε παθολογία, αλλά είναι η φυσιολογία του. Απαιτείται άλλος τρόπος συ-νύπαρξης. Και τον δρόμο αυτό μας τον έχει δείξει ο νικητής του θανάτου.
Και είναι ο τρόπος που υπάρχει Αυτός. Ο Τριαδικός αγαπητικός τρόπος ύπαρξης. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος, που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού και μπορεί να γίνει κατά χάρη Θεός, για να νικήσει το θάνατο ( όχι το βιολογικό τέλος αλλά τον όντως θάνατο) και όλες αυτές τις αγωνίες, πρέπει να αποπειραθεί να βιώσει στο μέτρο του ανθρωπίνου εφικτού την αγαπητική τριαδική κοινωνία. Να επιχειρήσει, δηλαδή, ως μυριουπόστατος με τους άλλους συνανθρώπους του να υπάρξει αγαπητικά με όλους, φίλους και εχθρούς. Η απόλυτη πληρότητα.
Και σ’ αυτόν τον άλλο τρόπο ύπαρξης είμαστε όλοι καλεσμένοι, άξιοι και ανάξιοι. Γιατί ο Θεός αγάπη εστί. Ο Θεός δεν διαλέγει. Ο άνθρωπος επιλέγει εν ελευθερία: ή αποπειράται το ίδιο και όντως ζει ή επιλέγει να είναι νεκρός και ας επιβιώνει βιολογικά. Φυσικά επειδή ο άνθρωπος, επέλεξε να είναι πεπτωκώς, τόσο ως πρόσωπο όσο και ως μέλος μιας θεσμοθετημένης συλλογικής ομάδας, αδυνατεί να φτάσει τέλεια στον τρόπο αυτό ύπαρξης. Αν όμως αυτό δεν είναι απόλυτα εφικτό, σίγουρα είναι εφικτός ο τρόπος ζωής των Αγίων, όταν αναφερόμαστε σε προσωπικό επίπεδο και της Εκκλησίας όταν αναφερόμαστε σε συλλογικό επίπεδο. Εδώ δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Ίδιοι με μας ήταν και οι Άγιοι. Αφού, επομένως, αυτοί μπόρεσαν να ζήσουν μια άλλη ζωή, μπορούμε και μεις. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν το παράδειγμά τους και το παράδειγμα της Εκκλησίας.
Και στο τέλος τέλος, ας επιστρατεύσουμε τη μεγαλύτερη δυνατότητα που μας χάρισε για να σχετιστούμε μαζί του και με τους συνανθρώπους μας. Την προσευχή.
Ακούμε στην ιερότερη στιγμή της Θείας Λειτουργίας και της ζωής του ανθρώπου:
« Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».
Αυτό είναι όλο το νόημα। Κύριε όλα είναι δικά Σου. Τίποτα δικό μας. Και Εσύ μας τα χάρισες όλα. Όπως χάρισες και τον Εαυτό Σου. Χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς διακρίσεις. Και στον φτωχό και στον πλούσιο, στον όμορφο και στον άσχημο, στο νέο και στο γέρο. Και μεις σου προσφέρουμε τώρα τα δικά σου. Δηλαδή την ύπαρξη μας. Κάνε την ότι Εσύ θες γιατί Δική σου είναι. Γιατί Εσύ είσαι η Αγάπη, η Ζωή και η Χαρά και μεις θέλουμε να μετέχουμε στην Αγάπη, στη Ζωή και στη Χαρά.
κ. Β. Κωστακιώτη
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)