ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. κα΄ 33-42)
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
διηγήθηκε στοὺς Ἰουδαίους τήν παραβολὴ τῶν κακῶν γεωργῶν: «Ἕνας
ἄνθρωπος» εἶπε, «ἐφύτευσε ἀμπελῶνα, τόν ἐμπιστεύθηκε σὲ γεωργοὺς καὶ
ἔφυγε σὲ ἄλλο τόπο. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς συγκομιδῆς ἔστειλε τούς
ὑπηρέτες του γιὰ νὰ πάρουν τούς καρποὺς ποὺ δικαιούνταν. Οἱ γεωργοὶ ὅμως
ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν, ἀλλὰ σκεπτόμενοι πονηρά κακοποίησαν τούς
ἀπεσταλμένους καὶ στὸ τέλος σκότωσαν καὶ τόν γιό του».
Ἀφοῦ τελείωσε τή διήγηση ὁ Ἰησοῦς
στράφηκε πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς ρώτησε: «Ὅταν θὰ ἔλθει
ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος τὶ πρέπει νὰ κάνει στοὺς γεωργούς, ποὺ
ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ φονεύσουν τούς ὑπηρέτες του, στὸ τέλος δὲ φόνευσαν
καὶ τό παιδὶ του;» καὶ αὐτοὶ ἀπήντησαν: «Μὲ κακὸ θάνατο θὰ τούς
ἐξολοθρεύσει καὶ θὰ παραδώσει τόν ἀγρὸ σὲ ἄλλους γεωργούς, ποὺ θὰ τοῦ
ἀποδώσουν τούς καρπούς του».
Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ τῶν Ἰουδαίων ἦταν
συγχρόνως καὶ ἡ καταδίκη τους. Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος ξεσκέπασε τήν
τυπολατρία τῶν θρησκευτικῶν ἡγετῶν τῶν Ἰουδαίων καὶ τή στάση τους
ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἀφοροῦσε ὅμως καὶ ὁλόκληρο τόν Ἰσραηλιτικὸ λαό, διότι
φανέρωσε τὶς ἐπιπτώσεις ἀπὸ τήν ἀνυπακοὴ στὶς θεῖες ἐντολές.
Γιὰ τοὺς ἀκροατές τοῦ Ἰησοῦ ἦταν γνωστό
ἀπὸ τά προφητικὰ βιβλία τί ἐννοοῦσε αὐτὴ ἡ παραβολή, ἐπειδὴ εἶναι
γραμμένο στὸν προφήτη Ἠσαΐα: «Λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, ἐσεῖς εἶστε τό ἀμπέλι ποὺ
ἀνήκει στὸν Κύριο τοῦ σύμπαντος κι ἐσεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Ἰούδα, εἶστε ἡ
ἀγαπημένη Του φυτεία». Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ καιρούς ξεχνοῦσαν
τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ πολλὲς φορὲς στάθηκαν ἀχάριστα ἀπέναντι Του.
Ὁ Θεὸς δὲν τούς ἔδωσε χέρσα περιοχή, ἀλλὰ «ἀμπελῶνα» ὀργανωμένο ἀπὸ τόν
ἴδιο μὲ ὅλες τὶς δυνατότητες καλλιέργειας. Δὲν τούς ἔδωσε μόνο τό ἔργο
ἀλλὰ καὶ τά μέσα γιὰ τήν ἐπιτυχῆ ἐκτέλεση του. Διότι κάθε ἀποστολή τοῦ
Θεοῦ εἶναι γιὰ τόν ἄνθρωπο ἕνα μεγάλο προνόμιο μέ μιὰ ἐξαιρετικὴ
δυνατότητα. Αὐτὸ εἶναι τό πρῶτο χαρακτηριστικὸ τοῦ οἰκοδεσπότη τῆς
παραβολῆς.
Τό δεύτερο χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ
ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἐλευθερία ποὺ ἀφήνει στοὺς γεωργούς. Ὅταν ὁ Θεὸς
ἐμπιστεύεται κάτι στὸν ἄνθρωπο τό κάνει μεγαλόκαρδα, δὲν κάθεται νὰ
ἐλέγχει συνεχῶς κάθε τί. Ἀφήνει πρωτοβουλία καὶ ἐλευθερία. Ὁ
οἰκοδεσπότης, μετὰ τήν ἀνάθεση τῆς ἐντολῆς καὶ τήν προσφορὰ ὅλων τῶν
ἀπαραίτητων γιὰ τήν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τῶν γεωργῶν, «ἀπεδήμησεν»,
ἀνεχώρησε σὲ μέρος μακρινό. Δὲν κάθησε ἀπὸ πάνω τους νὰ τούς ἐπιβλέπει
σὰν τυραννικὸς ἐπιστάτης. Τούς ἄφησε ἐλεύθερους στὴν ἐργασία τους,
δείχνοντάς τους ἐκπληκτικὴ ἐμπιστοσύνη.
Ὁ Θεός τήν ἰδία ἄνεση καὶ ἐλευθερία
δράσεως ἀφήνει στὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Εἶναι πράγματι προνόμιο, ἀλλὰ
καὶ φοβερὴ εὐθύνη αὐτὴ ἡ ἐλευθερία. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ τόν
ἀνθρώπινο κόπο ἔργο προσωπικὸ καὶ ὄχι «δουλεία». Τό προνόμιο ὅμως αὐτὸ
συνδέεται μὲ τόν κίνδυνο νὰ μὴν ἀξιοποιηθεῖ σωστά. Καὶ ἡ συνέχεια τῆς
παραβολῆς δείχνει σὲ τὶ ἀπίστευτο σημεῖο μπορεῖ νὰ φθάσει ἡ ἐκμετάλλευση
τῆς ἐλευθερίας ποὺ δώρισε ὁ Θεός.
Οἱ γεωργοὶ, ὅταν συνήθισαν στὸν
ἀμπελῶνα, τόν ἀνακήρυξαν κτῆμα τους. Δὲν τούς ἔφθανε ἡ ἐργασία μέσα σὲ
αὐτόν, ποὺ τούς ἔδινε μιὰ ἄνετη ζωή, ἀλλὰ ἐπιθύμησαν τήν κατοχή του.
Ὅταν «ἤγγισεν ὁ καιρὸς» καὶ τούς ζητήθηκαν ἀπὸ τόν οἰκοδεσπότη «οἱ
καρποί», ξέχασαν κι εὐγνωμοσύνες καὶ ὑποσχέσεις καὶ δὲν δίστασαν, γιὰ νὰ
«κατάσχουν τήν κληρονομίαν», νὰ καταφύγουν στὰ πιὸ ἀπάνθρωπα καὶ σκληρὰ
μέσα. Ξυλοκόπησαν, σκότωσαν καὶ λιθοβόλησαν τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ
εὐεργέτη.
Ἡ τιμωρία ὅμως δὲν ἀκολουθεῖ ἄμεσα. Ὁ
οἰκοδεσπότης δὲν βιάζεται νὰ ἐπιβάλει κυρώσεις. Μακροθυμεῖ καὶ στέλνει
τόν ἕναν ἀπεσταλμένο μετὰ τόν ἄλλο: «πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους
πλείονας τῶν πρώτων». Τελικὰ στέλνει «τόν υἱὸν αὐτοῦ». Προσφέρει ὅλο καὶ
νέες εὐκαιρίες γιὰ νὰ συναισθανθοῦν οἱ γεωργοὶ τό χρέος τους.
Αὐτὴ ἡ τακτικὴ ἴσως δὲν ἱκανοποιεῖ τούς
πιὸ ἀνυπόμονους, ποὺ θὰ ἤθελαν «ἁμάρτημα καὶ ἀστραπιαία τιμωρία». Ἀλλὰ
ἂς σκεφθοῦμε τὶ θὰ γινόταν μὲ ὅλους μας, ἂν ἴσχυε μιὰ τέτοια ἀρχή. Ἡ
ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ μιὰ εὐκαιρία ἀλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου παρουσιάζεται
ἀπέραντη, ἔστω κι ἂν σκανδαλίζει μερικοὺς βιαστικούς.
Αὐτὴ ὅμως ἡ στάση δὲν σημαίνει ὅτι
εὐλογεῖται ἡ ἀσυδοσία. Ἡ κρίση δὲν ἔρχεται βιαστικὰ καὶ σπασμωδικά, στὸ
τέλος ὅμως φθάνει καὶ εἶναι ἀμείλικτη καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ δὲν
ἀστειεύεται. Γι” αὐτὸ ὁ Χριστὸς ρωτάει τοὺς ἰδίους τοὺς ἀκροατές Του:
«ὅταν λοιπὸν ἔλθει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελιοῦ, τὶ θὰ κάνει στοὺς γεωργοὺς
ἐκείνους;» Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται εὔκολα: «θὰ τούς ἐξολοθρεύσει μὲ τόν
χειρότερο τρόπο καὶ τό ἀμπέλι θὰ τό δώσει σὲ ἄλλους γεωργούς, οἱ ὁποῖοι
θὰ τοῦ παραδώσουν τούς καρποὺς στὸν καιρό τους». Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει στὴ
συνέχεια ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς προαναγγέλλοντας ὅτι θὰ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τοὺς
Ἰουδαίους «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» καὶ θὰ δοθεῖ σὲ νέο λαό, ποὺ θὰ ἀποδώσει
τούς καρπούς.
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος ἀποτελεῖ κατ”
ἐπέκταση μιὰ συνεχῆ προειδοποιήση γιὰ ὅλους μας –ἔθνος, ἐκκλησία,
χριστιανικὲς κοινότητες, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς– ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει τιμήσει
μὲ μιὰ ὑψηλὴ ἀποστολή, μὲ μιὰ ἰδιαίτερη ἐμπιστοσύνη. Ἂς μὴν ἀναπαυόμαστε
στὸ ὅτι μᾶς ἔχει δοθεῖ κάτι πολύτιμο. Ἂν δὲν ἀνταποκριθοῦμε εὐσυνείδητα
στὴν εὐθύνη, ἡ ἀρχικὴ τιμὴ ποὺ μᾶς ἔγινε μπορεῖ νὰ ἐξελιχθῆ σὲ
τραγωδία.
Μὴν φαντασθοῦμε ὅτι ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ
μᾶς ἀνήκει, λέγοντας, ὅπως ἄλλοτε οἱ Ἑβραῖοι: «πατέρα μας ἔχομεν τόν
Ἀβραάμ». Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς φώναξε στοὺς ἀμετανόητους ὅτι ὁ Θεὸς
«μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἀπὸ τὶς πέτρες αὐτὲς παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ», καὶ δὲν
ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα ἔθνος ἢ ἄτομο. Πολὺ δὲ περισσότερο ὅταν αὐτὸ δὲν
συμμορφώνεται μὲ τό θέλημα Του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τό μήνυμα τῆς
παραβολῆς φανερώνει τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τή μακροθυμία
Του γιὰ τήν ἀλλαγὴ τῶν κακῶν καὶ τήν τελικὴ ἀμείλικτη ἐπέμβαση Του.
Μετὰ τόν Θεὸ καὶ τόν ἄνθρωπο ἡ παραβολὴ ἀναφέρεται στὸν Θεάνθρωπο.
Ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός καὶ ὄχι ἁπλὸς ἀπεσταλμένος
ὑπηρέτης. Ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο μὲ τήν παρουσία τοῦ
Χριστοῦ στὴ γῆ ξεπερνᾶ κάθε σύλληψη τοῦ νοῦ. Γι” αὐτὸ, ἀπὸ τότε ἡ
προσωπικὴ εὐθύνη τοῦ κάθε ἀνθρώπου παραμένει ἀκέραιη καὶ πρέπει ὁ
καθένας νὰ φροντίσει ὥστε νὰ φανεῖ ἀντάξιος τῆς ἐμπιστοσύνης αὐτῆς τοῦ
Θεοῦ, διότι μόνο ἔτσι θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ σωτηρία μας. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως