“Kάθε τραγωδία είναι μίξη σφαλμάτων και ατυχημάτων… Ουδέποτε το φαινόμενο αυτό απεικονίστηκε εναργέστερα απ’ ό,τι στην ιστορία της ελληνικής αποτυχίας στον μικρασιατικό πόλεμο».
(Lloyd George)
Από τα βάθη της Μ. Ασίας φτάνουν στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές τα πρώτα τρένα, κατάμεστα από στρατιώτες και πρόσφυγες. Σύμφωνα με υπολογισμούς των Αμερικάνων, κάθε μέρα έφταναν γύρω στους 30.000 πρόσφυγες στην πόλη (Μ Housepian) αναζητώντας ένα κατάλυμα για τη νύχτα και ένα μέσο διαφυγής. Οι πιο τυχεροί έβρισκαν στέγη και τροφή στα σπίτια συγγενών τους, αλλά οι περισσότεροι κούρνιαζαν στα νεκροταφεία και στις εκκλησιές. Το κύμα των προσφύγων και οι διηγήσεις που έφερναν μαζί τους, διέλυαν αργά αλλά σταθερά τη σιγουριά των Ελλήνων της Σμύρνης. «Εφ όσον παρήρχοντο αι ώραι και αι στιγμαί όλοι αντελαβάνοντο ότι το ελληνικόν κράτος έπαψε να υφίσταται εν Σμύρνη. Αρμοστεία δε και στρατιά απετέλουν τα ράκη της ελληνικής κυριαρχίας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ήρχισαν να αναχωρούν τμηματικώς. Οι αξιωματικοί απέστελλον τας οικογένειάς των προς τας νήσους και τον Πειραία ...» (Μ. Ροδάς). Οι Μεγάλες Δυνάμεις - πρώην σύμμαχοι της Ελλάδας που είχαν αλλάξει στρατόπεδο μετά από νέες συμφωνίες με τον Κεμάλ και με αφορμή την επιστροφή του βασιλιά στα πολιτικά πράγματα- στέλνουν πλοία για να παραλάβουν τους ομοεθνείς τους. Το εφιαλτικό σκηνικό στήνεται ραγδαία για τους Έλληνες της Μ. Ασίας: «Αγωνιώδης προσπάθεια των προσφύγων προς επιβίβασιν επί πλοίων. Ο αρχιστράτηγος μεταφέρει επί πλοίου το στρατηγείον. Συμπλήρωσις στρατιωτικής εκκενώσεως. Η πολις ανημεράσπιστος» (Σπ. Λοβέρδος, 25 Αυγούστου 1922). Οι Τούρκοι κάτοικοι της Σμύρνης έχουν πολύ πιο ζωντανή πληροφόρηση και ειδοποιούν τους γείτονες, τους γνωστούς και τα αφεντικά τους: «ο πατέρας είχε περιβόλι και είχε Τούρκους στη δούλεψή του» - θυμάται μια προσφυγοπούλα, πολλά χρόνια αργότερα. «οι Τούρκοι τον παρακαλούσαν να μας πάρει από τη Σμύρνη όσο ήταν ακόμα καιρός: φεύγα αφέντη, δεν είναι καλά τα πράγματα, του έλεγαν και του ξανάλεγαν μα εκεινος δεν άκουγε. Κάθε απόγευμα κατέβαινε στο καφενείο και ρωτούσε να μάθει νέα αλλά οι Έλληνες πολύ λίγα ήξεραν για την κατάσταση. Κάθε μέρα οι Τούρκοι εργάτες τον παρακαλούσαν και οι Έλληνες προύχοντες τον καθησύχαζαν. Αν είχε ακούσει τους εργάτες, και ο ίδιος μα και αδερφός μου δε θα χανόταν στην προκυμαία...μ’ αυτό τον καημό πέθανε η μάνα μου, ότι δεν είχαμε ακούσει νωρίς τους εργάτες». Στο μεταξύ ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος στέλνει την τελευταία επιστολή στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Είναι η ύστατη κραυγή αγωνίας και η προφητεία για όσα δεινά θα βρουν τον ίδιο και το λαό της Σμύρνης:
«Εν Σμύρνη
Τη 25 Αυγούστου 1922
Αγαπητέ φίλε και αδελφέ κ. Ελευθέριε Βενιζέλε,
Επέστη η μεγάλη ώρα της μεγάλης εκ μέρους σας χειρονομίας. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση.
[…]
Έκρινα δε προ παντός απαραίτητον εκ των φλογών της καταστροφής εν αις οδυνάται ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, και ζήτημα είναι εάν όταν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της Υμετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν ζωή προοριζόμενοι – τις οίδε- κατ’ ανεξερευνήτους βουλάς της Θείας Προνοίας εις θυσίαν και μαρτύριον, ν’ απευθύνω την υστάτην ταύτην έκκλησιν προς την φιλογενή και μεγάλην ψυχήν Σας και να Σας είπω μόνο δύο λέξεις.
Εάν δια να σώσητε την Ελλάδα εκρίνατε καθήκον σας να προβήτε εις το επαναστατικόν κίνημα της Θεσσαλονίκης, μη διστάσητε τώρα να προβήτε εις εκατόν τοιαύτα κινήματα, ίνα σώσητε τώρα ολόκληρον τον απανταχού και ιδία τον μικρασιατικόν και θρακικόν Ελληνισμόν, ο οποίος τόσην θρησκευτικήν λατρείαν τρέφει προς Υμάς. […]
Η επαφή του Χρυσόστομου με την πραγματικότητα, τον έκανε θλιβερό προφήτη... η απόφασή του να παραμείνει τον έχρισε τραγικό ήρωα και μάρτυρα στις μνήμες και τις καρδιές εκείνων των απάτριδων Ελλήνων... την ίδια ώρα η Αθήνα ανήμπορη και ανίκανη να αντιδράσει, αφήνει το χρόνο να κυλίσει... ελπίζοντας, ως συνήθως, σε συμμαχίες που μόνο η ίδια επιμένει να σέβεται...
ΜΑΡΩ ΣΙΔΕΡΗ,ΘΕΟΛΟΓΟΥ,ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ