Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Λίγο πριν τη τραγωδία (μέρος δεύτερο)...


“Kάθε τραγωδία είναι μίξη σφαλμάτων και ατυχημάτων… Ουδέποτε το φαινόμενο αυτό απεικονίστηκε εναργέστερα απ’ ό,τι στην ιστορία της ελληνικής αποτυχίας στον μικρασιατικό πόλεμο».
(Lloyd George)

Από τα βάθη της Μ. Ασίας φτάνουν στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές τα πρώτα τρένα, κατάμεστα από στρατιώτες και πρόσφυγες. Σύμφωνα με υπολογισμούς των Αμερικάνων, κάθε μέρα έφταναν γύρω στους 30.000 πρόσφυγες στην πόλη (Μ Housepian) αναζητώντας ένα κατάλυμα για τη νύχτα και ένα μέσο διαφυγής. Οι πιο τυχεροί έβρισκαν στέγη και τροφή στα σπίτια συγγενών τους, αλλά οι περισσότεροι κούρνιαζαν στα νεκροταφεία και στις εκκλησιές. Το κύμα των προσφύγων και οι διηγήσεις που έφερναν μαζί τους, διέλυαν αργά αλλά σταθερά τη σιγουριά των Ελλήνων της Σμύρνης. «Εφ όσον παρήρχοντο αι ώραι και αι στιγμαί όλοι αντελαβάνοντο ότι το ελληνικόν κράτος έπαψε να υφίσταται εν Σμύρνη. Αρμοστεία δε και στρατιά απετέλουν τα ράκη της ελληνικής κυριαρχίας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ήρχισαν να αναχωρούν τμηματικώς. Οι αξιωματικοί απέστελλον τας οικογένειάς των προς τας νήσους και τον Πειραία ...» (Μ. Ροδάς). Οι Μεγάλες Δυνάμεις - πρώην σύμμαχοι της Ελλάδας που είχαν αλλάξει στρατόπεδο μετά από νέες συμφωνίες με τον Κεμάλ και με αφορμή την επιστροφή του βασιλιά στα πολιτικά πράγματα- στέλνουν πλοία για να παραλάβουν τους ομοεθνείς τους. Το εφιαλτικό σκηνικό στήνεται ραγδαία για τους Έλληνες της Μ. Ασίας: «Αγωνιώδης προσπάθεια των προσφύγων προς επιβίβασιν επί πλοίων. Ο αρχιστράτηγος μεταφέρει επί πλοίου το στρατηγείον. Συμπλήρωσις στρατιωτικής εκκενώσεως. Η πολις ανημεράσπιστος» (Σπ. Λοβέρδος, 25 Αυγούστου 1922). Οι Τούρκοι κάτοικοι της Σμύρνης έχουν πολύ πιο ζωντανή πληροφόρηση και ειδοποιούν τους γείτονες, τους γνωστούς και τα αφεντικά τους: «ο πατέρας είχε περιβόλι και είχε Τούρκους στη δούλεψή του» - θυμάται μια προσφυγοπούλα, πολλά χρόνια αργότερα. «οι Τούρκοι τον παρακαλούσαν να μας πάρει από τη Σμύρνη όσο ήταν ακόμα καιρός: φεύγα αφέντη, δεν είναι καλά τα πράγματα, του έλεγαν και του ξανάλεγαν μα εκεινος δεν άκουγε. Κάθε απόγευμα κατέβαινε στο καφενείο και ρωτούσε να μάθει νέα αλλά οι Έλληνες πολύ λίγα ήξεραν για την κατάσταση. Κάθε μέρα οι Τούρκοι εργάτες τον παρακαλούσαν και οι Έλληνες προύχοντες τον καθησύχαζαν. Αν είχε ακούσει τους εργάτες, και ο ίδιος μα και αδερφός μου δε θα χανόταν στην προκυμαία...μ’ αυτό τον καημό πέθανε η μάνα μου, ότι δεν είχαμε ακούσει νωρίς τους εργάτες». Στο μεταξύ ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος στέλνει την τελευταία επιστολή στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Είναι η ύστατη κραυγή αγωνίας και η προφητεία για όσα δεινά θα βρουν τον ίδιο και το λαό της Σμύρνης:
«Εν Σμύρνη
Τη 25 Αυγούστου 1922
Αγαπητέ φίλε και αδελφέ κ. Ελευθέριε Βενιζέλε,
Επέστη η μεγάλη ώρα της μεγάλης εκ μέρους σας χειρονομίας. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση.
[…]
Έκρινα δε προ παντός απαραίτητον εκ των φλογών της καταστροφής εν αις οδυνάται ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, και ζήτημα είναι εάν όταν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της Υμετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν ζωή προοριζόμενοι – τις οίδε- κατ’ ανεξερευνήτους βουλάς της Θείας Προνοίας εις θυσίαν και μαρτύριον, ν’ απευθύνω την υστάτην ταύτην έκκλησιν προς την φιλογενή και μεγάλην ψυχήν Σας και να Σας είπω μόνο δύο λέξεις.
Εάν δια να σώσητε την Ελλάδα εκρίνατε καθήκον σας να προβήτε εις το επαναστατικόν κίνημα της Θεσσαλονίκης, μη διστάσητε τώρα να προβήτε εις εκατόν τοιαύτα κινήματα, ίνα σώσητε τώρα ολόκληρον τον απανταχού και ιδία τον μικρασιατικόν και θρακικόν Ελληνισμόν, ο οποίος τόσην θρησκευτικήν λατρείαν τρέφει προς Υμάς. […]
Η επαφή του Χρυσόστομου με την πραγματικότητα, τον έκανε θλιβερό προφήτη... η απόφασή του να παραμείνει τον έχρισε τραγικό ήρωα και μάρτυρα στις μνήμες και τις καρδιές εκείνων των απάτριδων Ελλήνων... την ίδια ώρα η Αθήνα ανήμπορη και ανίκανη να αντιδράσει, αφήνει το χρόνο να κυλίσει... ελπίζοντας, ως συνήθως, σε συμμαχίες που μόνο η ίδια επιμένει να σέβεται...


 ΜΑΡΩ ΣΙΔΕΡΗ,ΘΕΟΛΟΓΟΥ,ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Πρόγραμμα Ιεράς Πανηγύρεως Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου Πολιούχου Ταύρου

Ο Ιερός Ναός του Πολιούχου Αγίου Ιωάννου Ταύρου, πανηγυρίζει την Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016, την Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Η Παρουσία σας, θα ήταν ιδιαίτερη τιμή & χαρά στις εορταστικές εκδηλώσεις που θα γίνουν, σύμφωνα με το ακόλουθο πρόγραμμα:

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΕΟΡΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016

Ώρα 7.00 μ.μ.. Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός Μέτα αρτοκλασίας.

Ώρα 8.30 μ.μ.. Λιτάνευση της Θαυματουργού εικόνας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, συνοδεία Φιλαρμονικής μέριμνα της δημοτικής αρχής.

ΚΥΡΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016

Ώρα 7.00 π.μ..'Όρθρος. 

Ώρα 8.30 π.μ.. Αρχιερατική Θεία Λειτουργία και Δοξολογία για τον εορτάζοντα Δήμο Μοσχάτου-Ταύρου & την δημοτική αρχή.

Ώρα 7.00 μ.μ.. Εσπερινός & εν συνεχεία Ιερά Παράκληση στον Θαυματουργό Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Οδός: Ταύρου 8,

177 78 Ταύρος

Τηλ.: 210.4836.377

Εφημέριοι:

Ταμπακόπουλος Χριστόδουλος

Γκουμούτσης Νικηφόρος

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Λίγο πριν τη τραγωδία (μέρος πρώτο)


“Kάθε τραγωδία είναι μίξη σφαλμάτων και ατυχημάτων… Ουδέποτε το φαινόμενο αυτό απεικονίστηκε εναργέστερα απ’ ό,τι στην ιστορία της ελληνικής αποτυχίας στον μικρασιατικό πόλεμο». (Lloyd George)


Στη Σμύρνη οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες. Από τις 15 Αυγούστου, όταν έφτασε η είδηση ότι ο ελληνικός στρατός είχε εκκενώσει το Αφιόν - Καραχισάρ, όλοι ένοιωθαν στον αέρα την απειλή, αλλά η λογική δε δεχόταν απειλές του αέρα: όλα ήταν υπό έλεγχο, καθησύχασαν οι αρμόδιοι: Ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης διαβεβαίωνε ότι η Σμύρνη δεν κινδυνεύει. Η δήλωσή του στην εφημερίδα "Θάρρος" δε σηκώνει αμφισβήτηση: "όχι μόνο μετά από 10 ημέρας αλλά ούτε μετά δέκα μήνας θα δυνηθούν οι Τούρκοι να εισέλθουν εις την Σμύρνη..." Όσο για το φόβο του δέσποτα, τι να πει κανείς; ... παπάδες! Ζουν από το φόβο και καταντούν να ζουν με το φόβο!" Πράγματι, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Είναι από τους λίγους που ακούει τους ψιθύρους στον τουρκικό μαχαλά και αυτά που ακούει τον τρομάζουν. Μαζί του στο φόβο ο Αρμένιος μητροπολίτης δέχεται να συνυπογράψει μια επιστολή προς τον αρχιεπίσκοπο του Canterbury και μια προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, για βοήθεια με κάθε τρόπο: "δε δύναμαι δια χάρτου και μελάνου να περιγράψω την αφαντάστως κρίσιμον και οδυνηράν κατάστασιν [...] αν είναι δυνατόν να γίνει τι δια την δυνατήν θεραπείαν της καταστροφής..." 

Από την άλλη ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης δε λέει τίποτα, δε διατάζει εκκένωση της Σμύρνης ούτε καν για προληπτικούς λόγους. Η σιωπή του δηλώνει στο λαό της Σμύρνης σιγουριά ανάλογη αυτής του Χατζηανέστη;΄Όλα υπό έλεγχο... Και τότε γιατί τέσσερις μέρες μετά την είδηση της κατάρρευσης του μετώπου, στις 19 Αυγούστου δίνει εντολή στους αντιπροσώπους της ύπατης Αρμοστείας σε διάφορες ελληνικές πόλεις να είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους; Σόμα, Αδραμύττιο, Πάνορμος, Αρτάκη, Κιος, Μουδανιά, Μάλια, Σαλιχλί, Φιλαδέλφεια δέχονται το ίδιο τηλεγράφημα από τον Στεργιάδη: να συσκευάσουν τα αρχεία και πάντες οι δημόσιοι υπάλληλοι να είναι έτοιμοι προς αναχώρηση. Και η προετοιμασία πρέπει να είναι μυστική. Δεν πρέπει ο πληθυσμός να ανησυχήσει! Οι αντιπρόσωποι της Αρμοστείας πληροφορούν το Στεργιάδη ότι οι κάτοικοι των πόλεων είναι ανάστατοι, αλλά η εντολή είναι συγκεκριμένη: "να φροντίσητε να ενθαρρύνητε κατοίκους, παρεμποδίζοντας αναχώρησίν τούτων..."

Στο μεταξύ βαθιά στα εδάφη της Μ.Ασίας, οι Έλληνες στρατιώτες υποχωρούν. Η γραμμή σπάει και ο στρατός γίνεται ομάδες ατάκτων, κουρασμένων, ταπεινωμένων, τρομαγμένων παιδιών. Από τα ελληνικά χωριά από όπου περνούν, νεαρές γυναίκες τους ικετεύουν: "πάρτε μας μαζί σας. μη μας αφήνετε εδώ! Και σαν βλέπουν ότι τούτος δεν είναι στρατός αλλά σκιές ανθρώπων, ανήμπορες να φροντίσουν τους εαυτούς τους, πολλές απ' αυτές τις γυναίκες υποτάσσονται στη μοίρα που δε θα αργήσει να τις βρει και δίνουν τα μαντίλια τους στους στρατιώτες: "τουλάχιστον, πάρτε αυτά μαζί σας... να πάει κάτι από εμάς πίσω...' 
Στη Σμύρνη οι προύχοντες είναι ήρεμοι. Όλα βαίνουν καλώς. Ούτε σε δέκα χρόνια, είπε ο Χατζηανέστης....

 ΜΑΡΩ ΣΙΔΕΡΗ, ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Γράφει η Μάρω Σιδέρη για τον Άγιο Πορφύριο


article893-image-600x600
Κοιτάζω και ξανακοιτάζω την εικόνα του Γέροντα Πορφυρίου- του Αγίου Πορφυρίου, όπως ακούω να τον λένε οι πιστοί ολόγυρά μου. Κοιτάζω την αγιογραφία του με το φωτοστέφανο και νοιώθω ανόητη. Θεέ μου πόσο ανόητη! Ήταν Άγιος λοιπόν εκείνος ο γέροντας που με υποδεχόταν χωρίς να μιλά όταν έμπαινα στο κελάκι του τρομαγμένη; Ήταν άγιος εκείνο το γλυκό, υπομονετικό γεροντάκι που σεβάστηκε πάντα την άρνησή μου να ακούω συμβουλές τύπου Κατηχητικού και δε μου έδωσε ποτέ καμιά τέτοια συμβουλή; Ήταν Άγιος λοιπόν! Κι εγώ νοιώθω ανόητη γιατί πάντα ήξερα ότι ήταν Άγιος, κι όμως τον φοβόμουν. Ένα παιδί ήμουν όταν τον γνώρισα, με όλα τα θέματα που έχει ένα παιδί που μπαίνει σε μια άγρια μαύρη εφηβεία. Ένα παιδί, μεγαλωμένο με χριστιανικές αρχές που όμως ήθελε να τις γκρεμίσει γιατί δεν του άρεσαν, δεν το ικανοποιούσαν, το καταπίεζαν. Τέτοιο παιδί ήμουν όταν γνώρισα το Γέροντα, γι’ αυτό και καταπιεζόμουν όταν έπρεπε να ακολουθήσω την οικογένειά μου που λαχταρούσε να τον επισκεφτεί. Εκείνα τα Κυριακάτικα μεσημέρια όταν έπρεπε να βγάλω τα αγαπημένα μου τζιν και να φορέσω τη φούστα για να πάω να του φιλήσω το χέρι με εξόργιζαν. Τη θυμάμαι αυτή την οργή που έσκαγε μέσα μου σιωπηλά – γιατί δεν τολμούσα να πω ότι δεν ήθελα να τον δω. Δεν τολμούσα γιατί μέσα μου ήξερα ότι ήταν Άγιος- πώς να αρνηθώ την ευχή ενός τέτοιου ανθρώπου; Κι από την άλλη τον φοβόμουν που ήταν Άγιος. Στην αρχή φοβόμουν γιατί ένοιωθα ότι ήξερε τις σκέψεις και τις πράξεις μου και έτρεμα μην τις αποκάλυπτε στη μαμά μου… Κι όταν κατάλαβα ότι δεν αποκάλυπτε τίποτα, πάλι τον φοβόμουν γιατί πίστευα ότι με έκρινε για όσα είχα κάνει, όσα είχα πει, για ότι ήμουν, ότι δε με ενέκρινε για φιλαράκι του – και γιατί να το έκανε άλλωστε; Είχε ήδη εγκρίνει για φιλαράκια του την αδερφή μου, τη μαμά μου, το μπαμπά μου. Σ’ εκείνους μιλούσε, τους καλωσόριζε, τους έδινε το σταυρό που κρατούσε στο χέρι να τον φιλήσουν. Σε μένα δεν το έκανε… δεν άπλωνε το χέρι να του το φιλήσω… πλησίαζα μόνη μου, τρομαγμένη, καταπιέζοντας τον εαυτό μου να το κάνω και πάντα έφευγα με τρόμο ότι δεν με είχε δεχτεί. Ώσπου ένα μεσημέρι Σαββάτου , η μαμά μου ζήτησε επιτακτικά να ετοιμαστώ για να πάμε στο Γέροντα. Ήθελα να της πω ότι δεν ήθελα να έρθω μα δεν τόλμησα. Κι έτσι φώναξα ότι ήθελα να έρθω με το παντελόνι. Η μαμά μου ήταν ανένδοτη κι έτσι μπήκα οργισμένη στο δωμάτιό μου και πίσω από την ασφάλεια της μοναξιάς μου τον έβρισα. Τον έβρισα τόσο, που μετά από τόσα χρόνια ακόμα ντρέπομαι για όσα είπα μονάχη στο δωμάτιό μου. Μετά, βγήκα φορώντας τη φούστα μου, μπήκα στο αυτοκίνητο, σιωπηλή και πάντα με την ίδια οργή μέσα μου. Όταν φτάσαμε στο κελάκι του, μπήκαμε όλοι μέσα – εγώ απλά τυπικά θα του φιλούσα το χέρι και θα έφευγα τρέχοντας έξω. Εκείνο το απόγευμα ήταν η πρώτη φορά που με χαιρέτησε με το όνομά μου. Έλα Μάρω μου είπε και μου άπλωσε το χέρι. Θεέ μου πόσο μου άρεσε που άκουσα τη φωνή του να με λέει όπως με φώναζαν οι φίλοι μου! Και πόση ανακούφιση αισθάνθηκα, με την υποδοχή του! Ασφαλώς για να με υποδεχτεί έτσι για πρώτη φορά, ενώ εγώ είχα ξεσπάσει εναντίον του στο δωμάτιό μου, μάλλον δεν ήταν Άγιος. Μάλλον δεν ήξερε τι είχα πει…

Κι εκεί που πήγα μια ανάσα ανακούφισης τον άκουσα να μου λέει στοργικά- πολύ στοργικά: Μάρω θα μπορούσες να βγεις λίγο έξω, για να μιλήσω στο μητέρα σου;

Καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί εκείνη την ώρα! Ήμουν σίγουρη ότι, ως Άγιος, όχι μόνο είχε ακούσει όλα όσα είχα ψιθυρίσει, αλλά θα τα έλεγε όλα στη μαμά μου! Βγήκα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή κι όση ώρα περίμενα απ έξω είχα ετοιμάσει στη σκέψη μου την άμυνά μου: είχα φορτώσει κι ήμουν έτοιμη για μάχη! Κι όμως καμιά μάχη δε συνέβη. Δεν ξέρω τι της είπε, ξέρω όμως ότι όταν βγήκε από το κελάκι η μαμά μου μού ζήτησε συγγνώμη χωρίς να μου εξηγήσει γιατί. Ξέρω ακόμα ότι δεν μου επέβαλε ποτέ ξανά να πάω μαζί τους στο Γέροντα. Μόνη μου πήγαινα, από ντροπή, γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι δεν ήθελα να πάω, γιατί ζήλευα τη σχέση που είχε η αδερφή μου μαζί του κι ας μην τον πήγαινα! Ήθελα να τον αγαπάω κι ας μην τον αγαπούσα. Ήθελα να ένοιωθα την ευλογία του κι ας μην την ένοιωθα! Ήθελα να με θεωρήσει φιλαράκι του κι ας μην αισθανόμουν ότι ήταν δικός μου φίλος. Έπρεπε να βγω από το σκοτάδι της εφηβείας μου για να καταλάβω με ντροπή ότι εκείνος με είχε αποδεχτεί, έτσι όπως ήμουν. Κατάλαβα πως όταν δεν μου άπλωνε το χέρι να το φιλήσω, το έκανε όχι από αποδοκιμασία αλλά από αποδοχή. Στη μεταξύ μας σχέση εκείνος ήταν ο ειλικρινής κι εγώ η ψεύτικη. Εγώ πλησίαζα κι ας μην ήθελα, εκείνος όμως δεν άπλωνε το χέρι επειδή σεβόταν το φόβο και την αντίδρασή μου. Εγώ καταπίεζα τη Μάρω, ενώ εκείνος την αποδεχόταν κι έκανε αυτό που η Μάρω ήθελε… Ακόμα και την οργή μου εκείνος την ερμήνευε σαν προσευχή. Δε μου έκανε καμιά νύξη για το Χριστό, δε μου έδωσε καμιά συμβουλή, δε μου μίλησε για θαύματα για να με πείσει. Κι όμως ξέρω πια ότι αυτή η σιωπή ήταν η πιο τρανή απόδειξη ότι με είχε αποδεχτεί σα φιλαράκι του, έτσι όπως ήμουν. Ίσως γι’ αυτό ήταν ο μόνος που δεν αντέδρασε όταν πέρασα στη Θεολογία. Όλοι οι άλλοι, φίλοι συγγενείς θορυβήθηκαν: Η Μάρω στη Θεολογία? Ακόμα κι εγώ η ίδια δεν ήξερα γιατί είχα βάλει τη Θεολογία ως πρώτη επιλογή. Εκείνος όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε με συνεχάρη, ούτε θριαμβολόγησε. Κράτησε την ίδια σιωπηλή, ξεκάθαρη στάση που επιθυμούσε η ψυχή μου. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι βλέποντας το αγρίμι μέσα μου, με ανέθεσε απευθείας στο Θεό κι αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη απόδειξη ότι με ένοιωθε φιλαράκι του…

Αυτή τη σχέση την παθιασμένη την είχα με το Γέροντα ως το τέλος. Εγώ δε μαλάκωσα ποτέ κι εκείνος δεχόταν πάντα την ορμή μου σαν δείγμα αγάπης. Τον ξαναπρόσβαλα το Γέροντα, άλλη μια φορά και πάλι πίσω από την πλάτη του – ως γνήσια θρασύδειλη! Πάλι Σάββατο ήταν κι εγώ ήμουν φοιτήτρια πια και είχα εξεταστική. Τη Δευτέρα έδινα μάθημα και στις 9 το βράδυ του Σαββάτου έμαθα ότι είχα διαβάσει λάθος ύλη. Πανικοβλήθηκα κι όταν η μαμά μου προσπαθώντας να με ηρεμήσει μου είπε «Βρε τι σκας? Αφού έχεις το Γέροντα!», εγώ έγινα ηφαίστειο που έσκασε: «Δε μας παρατάς με το Γέροντά σου! Τι να μου κάνει τωρα ο Γέροντας;» Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν άκουσα τη μαμά μου να λέει: Γέροντα!… ναι εδώ είναι η Μάρω. Δίπλα μου!» ήθελα να έχει το πάτωμα μια καταπακτή για να χωθώ μέσα! Σα βρεμένο γατί πήρα το ακουστικό και η φωνή μου που τόσο σθεντόρια τον είχε αμφισβητήσει, τώρα είχε γίνει ψίθυρος. Την απορία του δε θα την ξεχάσω ποτέ: «Άραγε, ποια από τις δυο σας με επικαλέστηκε στ’ αλήθεια;» με ρώτησε, σα να ήθελε να με διαβεβαιώσει ότι εκείνος ως Άγιος δεν άκουγε λόγια του στόματος αλλά της ψυχής… «θα μπορούσες να έρθεις αύριο να διαβάσεις εδώ;» με ρώτησε με μια ευγένεια που όμοιά της δεν έχω συναντήσει. Είπα ναι, όλο ντροπή και χωρίς άλλα λόγια έκλεισε το τηλέφωνο. Το άλλο πρωί στις 7 ήμουν με τους γονείς μου στη Μαλακάσα. Ο Γέροντας είχε δώσει εντολή να ανοίξουν ένα γραφείο για να περιμένω- κι ας είχε λειτουργία στο Ναό. Εκείνος με αποδεχόταν όπως ήμουν… Όταν με δέχτηκε στο κελάκι, μετά τις 10, πάλι δεν είχε πολλά λόγια: «Αχ και να πίστευες λίγο! 10 θα έγραφες!» μου είπε απαλά κι άνοιξε το βιβλίο τέσσερις φορές. «δεν πειράζει όμως. Και το 5 καλό είναι!»
Από τα τέσσερα θέματα διάβασα τα δύο. Τα άλλα τα βρήκα ανούσια και χαζά! Έπεσαν και τα τέσσερα κι εγώ πήρα 5! Καλό ήταν! Καλό μου έκανε! Άλλωστε πάντα με το Γέροντα 5 έπαιρνα. Το παραπάνω δεν το αντέχω, ούτε το αξίζω και το ξέρω. Μου αρκεί όμως αυτό το 5… με κάνει να νοιώθω ότι τον έχω κοντά μου κι αυτό μου αρκεί. Όσο για το ότι είναι Άγιος; Το ξέρω μα δε το αντέχει το μυαλό μου… ο γέροντας ήταν άγιος πάντα , μόνο ένας Άγιος θα άντεχε κάποιαν σαν εμένα. Για μένα είναι Άγιος μα παραμένει ο Γέροντας, ο δικός μου Γέροντας, αυτός που χρησιμοποιεί την απιστία και τον εγωισμό και την αμφιβολία μου ως μέσα για να επικοινωνήσει μαζί μου. Είναι ο Γέροντας που δε με μάλωσε ποτέ, δε με κολάκεψε ποτέ, δε με εγκατέλειψε ποτέ μα μόνο με τα εντελώς απαραίτητα λόγια. Είναι ο Γέροντας που δε μου απαντά όταν απευθύνομαι σ’ αυτόν από υποκριτικό καθωσπρεπισμό και που με καλωσορίζει πάντα όταν του μιλάω απλά ως Μάρω…


Η απόλυτη γυναίκα...


Στο πρόσωπό της ισορροπούν όλες οι αρετές: ομορφιά, αθωότητα, δύναμη, υπομονή, ταπείνωση, αξιοπρέπεια, αγάπη, σοφία, θάρρος, συγχωρητικότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία, χάρη, προσφορά...
Στην ιστορία της όλες οι ιδιότητες ολοκληρώνονται: η κόρη που προσφέρεται, η γυναίκα που υπηρετεί το Ιδανικό της, η μητέρα που υιοθετεί την Ανθρωπότητα, ο άνθρωπος που χωρίς να κάνει θόρυβο επιβάλλεται και θριαμβεύει... Παναγία: πιο πολύ από αγία,πιο πολύ από ιερή, πιο στοργική από κάθε μητέρα, πιο ανθρώπινη από κάθε άνθρωπο... πιο όμορφη από την ανθρώπινη ομορφιά. Εκείνο το κορίτσι που ως παιδί δόθηκε δώρο στο Θεό που την είχε δωρίσει, στην εφηβεία της δόθηκε δώρο στην Ανθρωπότητα που την είχε προσφέρει: στα σπλάχνα της η Ζωή μεγάλωσε, στο νανούρισμά της η Ζωή αναπαύθηκε, στο δάκρυ της η Ζωή θρηνήθηκε, στη δοξολογία της η Ζωή θριάμβευσε... και στην ικεσία της, στην αδιάκοπη, πονεμένη ικεσία της, κάθε άνθρωπος στηρίζεται κι εκεί ελπίζει: σαν την κοιτάς δεν αισθάνεσαι ούτε μοναξιά, ούτε ορφάνια, ούτε φόβο... σαν της μιλάς νιώθεις γεμάτος σα να σ' αγκαλιάζει ο Ουρανός... σαν την αγαπάς τίποτα δε σε τρομάζει...η σκέψη της και μόνο είναι ικανή να γεμίσει τη ψυχή σου ηρεμία και θάρρος... κανένας άλλος άνθρωπος δεν υπέμεινε τόσο πολύ χωρίς ίχνος βαρυγκόμιας... καμιά άλλη μάνα δεν αγάπησε ποτέ τόσο πολύ τους βασανιστές του σπλάχνου της... καμιά άλλη γυναίκα δεν τιμήθηκε από γη και ουρανό όσο εκείνη: δούλη κι όμως βασίλισσα, θνητή κι όμως αθάνατη, κόρη ανθρώπων και μητέρα Θεού, ελπίδα και προστασία χιλιάδων ικετών, τιμημένη με χίλια ονόματα, με χίλιους ύμνους, με χίλια δάκρυα, με χίλιες παρακλήσεις, η Απόλυτη γυναίκα, η απόλυτη μητέρα, η απόλυτη προσευχή, η απόλυτη ελπίδα... Αν η Ανθρωπότητα είναι το πιο βλαβερό κομμάτι της δημιουργίας, η Παναγία είναι ο μοναδικός λόγος που αξίζει η ανθρωπότητα να νιώσει ευτυχία: όλοι μας ψεύτες και φονιάδες (με χέρια, λόγια ή σκέψεις), υποκριτές και βλάσφημοι, εγωιστές και αχάριστοι, κλέφτες και οκνηροί, δουλοπρεπείς και τύραννοι... κι όμως είδος δικό μας κι εκείνη...Μια μονάχα ξεχωριστή... μια μονάχα κι όμως αρκετή για να ελπίζουμε όλοι, πως τούτο το είδος μπορεί να σωθεί...
Υ.Γ. Της Παναγιάς η Ελλάδα γιορτάζει απ' άκρη σ' άκρη... γιορτάζει η μάνα μας... γιορτάζουμε όλοι! Χρόνια πολλά!!!!!!!!!!!!!!

 ΜΑΡΩ ΣΙΔΕΡΗ

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016

Θ΄ Ματθαίου: Α΄ Κορ. γ΄ 9-17
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016


Θ΄ Ματθαίου: Ματθ. ιδ΄ 22-34
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.       

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016

Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΚΥΡΙΑΚΗ  Θʹ  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ιδ΄, 22-34)
«Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀνάγκασε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ἕως ὅτου διαλύση τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τοὺς ὄχλους ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθῆ μόνος του. Ὅταν βράδιασε ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Τὸ πλοῖο βρισκόταν πλέον μέσα στὴ θάλασσα καὶ χτυπιόταν ἀπὸ κύματα· διότι ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος. Κατὰ τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύχτας, δηλαδὴ κατὰ τὰ ξημερώματα,  πῆγε σ᾽αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περπατώντας ἐπάνω στὴ θάλασσα. Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν οἱ μαθητές του νὰ περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα, ταράχτηκαν καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι φάντασμα, καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους φώναξαν. Ἀμέσως τοὺς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· πᾶρτε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβᾶστε. Ἀποκρίθηκε τότε ὁ Πέτρος σ᾽αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, παρήγγειλε νὰ ἔλθω σὲ σένα ἐπάνω στὰ νερά. Καὶ αὐτὸς τοῦ εἶπε· ἔλα. Καὶ ἀφοῦ κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ περπατάη ἐπάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ ἔλθη στὸν Ἰησοῦ. Βλέποντας ὅμως τὸν ἄνεμο ἰσχυρὸ φοβήθηκε, καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ καταποντίζεται φώναξε καὶ εἶπε· Κύριε, σῶσε με. Ἀμέσως τότε ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε  τὸ  χέρι  του,  τὸν  ἔπιασε καὶ τοῦ εἶπε· ὀλιγόπιστε! γιατί δίστασες; Καὶ ἀφοῦ ἀνέβηκαν αὐτοὶ στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος· καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦσαν στὸ πλοῖο ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ εἶπαν· Ἀλήθεια εἶσαι υἱὸς Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ πέρασαν ἀπέναντι, ἔφθασαν στὴ χώρα Γεννησαρέτ».
* * *
Στὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ βλέπουμε ὁλοκάθαρα τὴ μέριμνα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του ποὺ βασανίζονταν ὅλη νύχτα μέσα στὰ ἄγρια κύματα τῆς θάλασσας·  δὲν τοὺς ἄφησε νὰ πνιχτοῦν, ἀλλὰ πῆγε καὶ τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὴ φοβερὴ αὐτὴ τρικυμία μὲ τὴ θεία παρουσία του. Ἔδωσε ἀκόμα καὶ στὸν ἀπόστολο Πέτρο τὴ δύναμη νὰ περπατᾶ καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὰ νερά, γιὰ νὰ τοῦ δείξη, ὅτι ἐὰν βλέπη σ᾽ αὐτὸν καὶ ἔχη πίστη, μπορεῖ νὰ ξεπεράση κάθε φυσικὸ ἐμπόδιο καὶ νὰ φτάση σ᾽αὐτόν. Μὰ καὶ ἄν ὀλιγοπιστήση κάπου ὡς ἄνθρωπος, πάλι αὐτὸς εἶναι δίπλα του καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήση νὰ καταποντισθῆ μέσα στὰ ἄγρια κύματα τῆς θάλασσας τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγαπᾶ τοὺς μαθητές του καὶ δὲν τοὺς ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλὰ πάντα τοὺς προστατεύει καὶ τοὺς βοηθάει. Εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἔχει ὄχι μόνο τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τὴ θεία δύναμη γιὰ νὰ σώση τοὺς ἁγίους ἀποστόλους του ἀπὸ ὅποιοδήποτε κίνδυνο καὶ ἄν βρεθοῦν ὡς ἄνθρωποι.
Στὸ πλοῖο αὐτὸ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅλη τὴν Ἐκκλησία του. Στὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ βαίνουν ὅλοι οἱ πιστοί, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἔλαβαν τὸ ἅγιο βάπτισμα. Κάθε χριστιανὸς εἶναι καὶ ἕνας ἐπιβάτης τοῦ ἀποστολικοῦ αὐτοῦ πλοίου. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ πλοίου αὐτοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία λέγεται καὶ Ἀποστολική. Ὁ πηδαλιοῦχος καὶ ὁδηγὸς αὐτοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός· αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὁδηγεῖ καὶ κατευθύνει σωστὰ καὶ ἀλάνθαστα τὸ πλήρωμά του στὸ δρόμο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ μπῆκε μέσα στὸ πλοῖο αὐτὸ θὰ φτάση καὶ στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δὲν θὰ πνιχθῆ ὅσο μένει μέσα σ᾽ αὐτό.
Ἐμεῖς βλέπουμε στὴν Ἐκκλησία ἀνθρώπους νὰ διοικοῦν καὶ νὰ κατευθύνουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα· βλέπουμε ὅμως ὅτι καὶ τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας νὰ χτυπιέται ἄγρια ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὥστε νὰ κινδυνεύη νὰ καταποντισθῆ, ἀκοῦμε τὶς φωνὲς τῶν ἀρχηγῶν τῆς Ἐκκλησίας νὰ φωνάζουν κατατρομαγμένοι ὅπως ἐδῶ     οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ πολλοὶ νὰ λέγουν· πάει ἡ Ἐκκλησία, χάθηκε. Ἐπάνω ὅμως στὸ ὄρος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ προσεύχεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία του στὸ Θεὸ Πατέρα, ὁ ὁποῖος τώρα κατεβαίνει μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, περπατάει ἐπάνω στὰ νερὰ καὶ προχωρεῖ πρὸς τοὺς μαθητές του. Ἔρχεται γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύση στὸ ἔργο τους, ὥστε τὸ πλοῖο νὰ φτάση στὴν ἀπέναντι ὄχθη χωρὶς νὰ χαθῆ κανεὶς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ εἶναι μέσα σ᾽ αὐτό. Τοὺς λέγει καθαρά, γιατί αὐτοὶ φοβήθηκαν μὲ τὴν παρουσία του· «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι».
Πόσο παρήγορη εἶναι ἡ φωνὴ αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Οἱ μαθητὲς παίρνουν θάρρος, καὶ ὁ Πέτρος ζητάει νὰ περπατήση καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὰ νερὰ σὰν τὸν Κύριο, καὶ τὸ κάνει ὅσο βλέπει στὸ Χριστὸ· καὶ τότε μόνο ἀρχίζει νὰ καταποντίζεται, ὅταν χάνη τὴν πίστη του, ὅταν δὲν κοιτάζη στὸν Κύριο. Δίπλα του εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ τὸν σώζει. Ἀνεβαίνουν μαζὶ στὸ πλοῖο καὶ ἡ θάλασσα ἀμέσως κοπάζει, γιατί καμία δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὸ Χριστό ὅσο δυνατὴ καὶ ἄν φαίνεται, ἀφοῦ τὰ πάντα ὑπακούουν στὸν Κύριο καὶ ὑποτάσσονται σ᾽αὐτόν, καὶ ἡ θάλλασα καὶ ὁ ἄνεμος. Ὅλοι ὅσοι εἶναι μέσα στὸ πλοῖο τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν ὁμολογοῦν καὶ λέγουν· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
π. Γ.Δ.Σ.                                 
                                                                             
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Λευτέρης Πετρούνιας: "Ζήτησα βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε σήμερα"!



Ο Λευτέρης Πετρούνιας έκανε το σταυρό του, φίλησε τα δυο του χέρια με τα γούρια του, το κομποσκοίνι και το σταυρό και ανέβηκε... πέταξε για σχεδόν ένα λεπτό και ύστερα... καρφώθηκε στην πρώτη θέση μένοντας στην ιστορία του αθληματος, των Ολυμπιακών Αγώνων και της Ελλάδας.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Η Παναγία και ο Λαός, κείμενο του Φώτη Κόντογλου


Η Παναγία και ο Λαός, κείμενο του Φώτη Κόντογλου
Ρωμηοσύνη και Ορθοδοξία είναι ένα πράγμα.
Για να μην πάρω τους πολύ παληούς, παίρνω δυο τρεις από εκείνους πού αγωνισθήκανε για την ελευθερία της Ελλάδας, πού όποτε μιλάνε για τη λευτεριά, μιλάνε και για τη θρησκεία.
Ο Ρήγας Φεραίος λέγει: «Να κάνουμε τον όρκο / απάνω στο Σταυρό". Ένας άλλος ποιητής γράφει: «Για της πατρίδας την ελευθερία / για του Χρίστου την πίστη την αγία / γι' αυτά τα δύο πολεμώ, / μ' αυτά να ζήσω επιθυμώ_ / κι αν δεν τα αποχτήσω / τι μ' ωφελεί να ζήσω;».
Του Σολωμού η ψυχή είναι θρεμμένη με τη θρησκεία, γι' αυτό μοσκοβολούνε τα ποιήματα του από δαύτη. Κι αυτή τη μοσκοβολιά τη νιώθει κανένας στην Ημέρα της Λαμπρής, στη Δέηση της Μαρίας, στη Φαρμακωμένη, Εις Μοναχήν, στον Ύμνο της Ελευθερίας, στο Διάλογο και σε πολλά άλλα.
Οι αγράμματοι ποιητές των βουνών, μέσα στα τραγούδια πού κάνανε, και που δε θα τα φτάξει ποτέ κανένας γραμματιζούμενος, μιλάνε κάθε τόσο για τη θρησκεία μας, για το Χριστό, για την Παναγιά, για τους δώδεκα Αποστόλους, για τους αγίους. Πολλές παροιμίες και ρητά και λόγια που λέγει ο λαός μας, είναι παρμένα από τα γράμματα της Εκκλησίας.
Η Ρωμηοσύνη είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία, γι' αυτό Χριστιανός κ' Έλληνας ήτανε το ίδιο. Από τότε που γινήκανε χριστιανοί οι Έλληνες, πήρανε στα χέρια τους τη σημαία του Χριστού και την κάνανε σημαία δική τους: Πίστις και Πατρίς! Ποτάμια ελληνικό αίμα χυθήκανε για την πίστη του Χριστού, από τα χρόνια του Νέρωνα και του Διοκλητιανού, έως τα 1838, πού μαρτύρησε ο άγιος Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων. Ποια άλλη φυλή υπόφερε τόσα μαρτύρια για το Χριστό; Αυτό το ακατάλυτο έθνος πού έπρε¬πε να πληθύνει και να καπλαντίσει τον κόσμο, απόμεινε ολιγάνθρωπο γιατί αποδεκατίσθηκε επί χίλια οχτακόσια χρόνια από φυλές χριστιανομάχες.
Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι αγιασμένη, γιατί είσαι βασανι¬σμένη. Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ' ένα μαρτύριο σου. Τα πάθη του Χριστού τα 'κανες δικά σου πάθη, τα μαρτύρια των Αγίων είναι δικά σου μαρτύρια. Ο δικός σου ο κλήρος στάθηκε η πίκρα. Θλίβεσαι με τον Χριστό, θλίβεσαι με την Παναγιά, μαρτυράς μαζί με τους μάρτυρες της πίστης κι ολοένα κλαις σαν θρηνητικό τρυγόνι στα αγιασμένα μνημούρια πού 'ναι φυτρωμένα απάνω τους αγριοχόρταρα και φλυσκούνια. Πλην η θλίψη σου εσένα είναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ελπίδα κι αθανασία. «Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» κατά τον Σολομώντα. Αυτό είναι το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη» πού λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Είναι η αληθινή χαρά πού ξαγοράζεται μονάχα με τον πόνο.
Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ' αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και ψέλνουνε οι ψαλτάδες. Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ' όνομα, και πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέρα της Ζωής, όπως λέγει εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό πού λένε σήμερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου. Μεθ' ων, ως Υιός σου και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Σήμερα όλη η Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των ορφανεμένων, η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων. Κι απ' άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμένα βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοι¬μήθηκε. Το μελτέμι που φυσά τώρα το Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο τα δεντρικά που 'ναι φορτωμένα με λογής λογής πωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βα¬λανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογής-λογής καράβια και καΐκια πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλο τους το γλυ¬κύτατο τ' όνομα της. Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον!
Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ' ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία. Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλνουνε τούτα τα τροπάρια που γεμίζουνε την ψυχή μας με κάποιον αγιασμένον ενθουσιασμό: «Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου, Γεσθημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κοσμώ δια σου το μέγα έλεος».
Από τι καρδιές, από τι χρυσά σπλάχνα εβγήκε τού¬τος ο πλούτος! Εδώ δεν είναι συνταίριασμα τεχνικό από λόγια κι από ήχους. Εδώ είναι αληθινά «η φωνή του Γα¬βριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας. Αμή εκείνη η θ' ωδή που λέγει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομιών σου». Η εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικό¬νισμα της: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν, εφύλαξας, εν τη κοιμήσει, τον κόσμων ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Η ο α' ειρμός στις Καταβασίες που λέγει: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθέ¬νε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ, μετά χορών και τύ¬μπανων τω σω άδοντες μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».
Από τούτη την άγια μέθη, που μεταδίνει η «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ο αγιασμένος γλάρος της Σκιάθου, κ' έγραψε τους καημούς του Δεκαπενταύγου-στου σκιρτώντας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστά στ' αφρισμένο πέλαγο, «ο φιλέρημος γέρων». Από το ίδιο νέκταρ της Παναγίας μέθυσε κι ο Σολωμός και ψέλνοντας και κείνος με ενθουσιασμό την Πεποικιλμένη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λόγια:
Ακολουθεί την αρμονία η αδελφή του Ααρών, η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανον τερπνόν. Και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές τραγουδώντας ανθοφόρες με τα τύμπανα κ' εκείνες.
Η Μαριάμ, η συνονόματη της Παναγίας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλνει για να φχαριστήσει το θεό, που καταπόντισε τον Φαραώ στην Ερυθρή θάλασσα. Και τη συντροφεύανε οι άλλες οι κό¬ρες, χορεύοντας και παίζοντας τα τύμπανα. «Λαβούσα δε Μαριάμ η προφήτις, η αδελφή του Ααρών, το τύμπα¬νον εν τη χειρί αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τύμπανων και χορών (Εξοδ. ιε', 20).
Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γάλα της βυζάξανε και θραφήκανε οι ποιητές της, το γάλα της Πα¬ναγίας.
Εμείς αυτό το γάλα το συχαθήκαμε, αλίμονο!
(Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...