Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Το βασίλεμα του ήλιου-Φως ιλαρόν Μέρος 2ο

 Φωτης Κόντογλου

Μέρος 1ο

Έχουμε στο σπίτι μας ένα μικρό δωμάτιο μ' ένα εικονοστάσι , που βρίσκεται προς τη μιά γωνιά του. Απάνω στο εικονοστάσι είναι βαλμένο , στη μέση, ένα παλιό μεγάλο Ευαγγέλιο με ασημωμένες τάβλες, ένας αρχαίος σκαλιστός σταυρός, ένα μικρό κουτάκι με άγιο λείψανο, ένα ασημένο χέρι, μεγάλο όσο είναι το φυσικό χέρι, που έχει μέσα άγιο λείψανο της αγιάς Παρασκευής, και κάμποσα εικονίσματα, που ανάμεσά τους είναι μία μεγάλη εικόνα της αγιάς Παρασκευής, παλιά κι ασημωμένη απο τέμπλο. Όλα αυτά ήτανε της οικογενειακής εκκλησιάς μας, και τα πήραμε μάζί μας τον καιρό που φύγαμε απο τη Μικρά Ασία, καταδιωγμένοι απο τον Τούρκο, μαζί με λίγα εκκλησιαστικά βιβλία. Αντί να πάρουμε άλλα πράγματα, που θα  ήτανε πιό χρήσιμα σε μας, κατά τη γνώμη του κόσμου, προτιμήσαμε να πάρουμε αυτά τα αγιασμένα πράγματα. Περάσαμε στη Μυτηλήνη, που είναι κοντά στο μέρος που γεννηθήκαμε ,αντίκρυ στη μεγάλη στεριά της Ανατολής.

Το καντήλι καίει μέρα-νύχτα ακοίμητο, μπροστά σ' αυτό το εικονοστάσι. Το δωμάτιο μοσκοβολά κερί και λιβάνι. Εκεί είναι το καταφύγιο μας στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας , εκεί λέμε και τις ευχαριστίες μας στον Θεό για ό,τι καλό μας στέλνει. Εκεί λέμε τον εσπερινό και τον όρθρο, όποτε τύχει να μην πάμε στην εκκλησία, τις παρακλήσεις, τις δοξολογίες. εκεί γίνουνται οι αγιασμοί και τα ευχέλαια, από αγιαμένους παπάδες και  καλογήρους. Η ψυχή μας κ' η καρδιά μας, βρίσκονται εκεί. Έχουμε τα Μηναία, το Πεντηκοστάριο, την Παρακλητική , το Τριώδιο, το Ωρολόγιο, το Αγιασματάρι, κλπ..Εκείνο  το θαλάμι είναι η κατ οίκον εκκλησία μας.

Απο τα δεξιά βρίσκεται ένα παραθύρι, δίπλα στη βορεινή γωνιά. Απ' εκείνο το παραθύρι , που είναι βορεινό, δεν μπαίνει ολότελα ο ήλιος όλον τον χειμώνα. Μονάχα κατά την αρχή του καλοκαιριού αρχίζουν και τρυπώνουν λοξά χρυσές αχτίνες απο τον ήλιο, την ώρα που βασιλεύει.


Τρυπώνει δειλά-δειλά, αυτό το φώς, το "Φώς ιλαρόν", όπως το λέγω, και κάνει μιά στενή λουρίδα όρθια, χρυσαφένια, δίπλα στη βορεινή γωνιά, αριστερά απο το εικονοστάσι.Φανερώνεται τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, και χάνεται τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Το αγιασμένο πυροτέχνημα στην αρχή βαστά λίγες στιγμές κ' ύστερα αποτραβιέται. Κατά την αρχή Ιουλίου στέκεται ίσαμε μιά ώρα. Και στις τελευταίες μέρες του βαστά πάλι λίγες στιγμές, ως που χάνεται, και δεν ξαναφαίνεται πιά.

Αυτό είναι το "Φώς ιλαρόν".Από μικρό παιδί το 'βλεπα το βράδυ που βασίλευε ο ήλιος, εξωτικό , χρυσοκκόκινο, να χρυσώνει τα σπίτια , τα μικρά τα βουνά, τα βράχια, τα πανιά των καραβιών, σαν να ήτανε χρυσοκαπνισμένα. Το θέαμα ήτανε πανηγυρικό, κ' έπεφτα σε έκσταση , σαν να ερχότανε εκείνο το φώς απο έναν άλλον κόσμο, απο τη βασιλεία των ουρανών , κατά κει που βασιλεύει ο ήλιος.

Πόσο ποιητικά εκφράζει ο λαός μας τη μεγαλοπρέπεια που έχει εκείνη η ιερή ώρα, λέγοντας πως ο ήλιος "βασιλεύει". Αληθινά, ποιός βασιλιάς ντύθηκε ποτέ με τέτοια πορφύρα; Θα' λεγε κανένας πως δεν είναι ο ήλιος αυτός ο βασιλέας, αλλά ο Χριστός, ο βασιλεύς των βασιλευόντων.  Έχω την ιδέα μαλιστα πως ο ευλαβής λαός μας, λεγοντας "ο ήλιος εβασίλεψε", επήρε τα λόγια , γυρίζοντάς τα, απο το "Προκείμενον" που λέγει ο ψάλτης το Σαββατόβραδο στον εσπερινό: "ο Κύριος  εβασίλευσεν ,ευπρέπειαν ενεδύσατο" ίσα-ίσα την ίδια ώρα που βασιλεύει ο ήλιος. Εκείνη την ώρα το χρυσορρόδινο φώς μπαίνει απο το παράθυρο της εκκλησίας, που είναι κατά το δυτικό μέρος, και χτυπά απάνω στο σκαλιστό τέμπλο, κάνοντας το να λαμποκοπά σάν "χρυσοπλοκώτατος πύργος".

Λίγο πρίν το "Προκείμενον" λέγει ο ψάλτης, ή κανένας καλόγερος, ή κανένανς ταπεινος αναγνώστης το "Φώς ιλαρόν", εκείνον τον θεσπέσιον εσπερινόν ύμνον.

Έχω γράψει πολλές φορές γι' αυτή την αγιασμένη και κατανυστική ώρα: Σ'ένα τέτοιο γράψιμο μου λέγω τα παρακάτω:  "Πρός το βράδυ, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένο πύργο της εκκλησιάς (στον τρούλλο), σαν να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τουτη την ιερή ώρα βουΐζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος καντηλοσβήστης...Απο κάτω , την ίδια ώρα, λέγει ο καλόγερας με φωνή ήσυχη το "Φώς ιλαρόν", ενώ ο ήλιος βασιλεύει, και τελειώνει η μέρα: "Φώς ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού , ζωήν ο διδούς. Διό ο κόσμος Σε δοξάζει".

Δάκρυα έρχουνται στα μάτια του ανθρώπου, ακούγοντας αυτά τ' αρχαία λόγια, που είναι απλά και αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο που' ναι ακουμπισμένο απάνω στ' αναλόγι, γράφει πως είναι "ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος". Παμπάλαιος ύμνος, που τον λένε κάθε βράδυ, σαν τελειώνει η μέρα, απο δυό χιλιάδες χρόνια ίσαμε σήμερα , απλοί άνθρωποι που βαστάνε απο τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορίτη καλόγερα, που είναι και στο πρόσωπο σάν τους παλιαούς"(*).

Αλλά και τούτη την ώρα που γράφω , λάμπει απάνω στον τοίχο , κοντά στο εικονοστάσι με τα αγαπημένα εικονίσματα που γλύτωσα απο τους αλλόθρησκους και που τα προσκυνούσαν οι πρόγονοί μου.


Πόσο χαίρουμε σαν το βλέπω να μπαίνει μέσα στο καταφύριό μου! Η χαρά που νιώθω είναι μά κρυφή χαρά, που τη φυλάγω στην καδιά μου, σαν ένα φως ανέσπερο, που θα την ζεσταίνει τον χεμώνα. Αυτό το υπερκόσμιο φως είναι μιά ελπίδα που έρχεται "εξ ετοίμου κατοικητηρίου του Κυρίου", είναι μιά θεϊκή επίσκεψη που μου δίνει παρηγοριά.

Κάθε βράδυ το περιμένω με αγάπη. Δεν πηγαίνω πουθενά για να  μην χάσω την ιερή αυτή επίσκεψη. Χαίρομαι που κρατά πολλή ώρα η παρουσία του και παρακαλώ ν' αργήσει να φύγει.


Μόλις αρχίζει και φεγγίζει  μυστικά λέγω:  "Καλώς το! Καλώς ήρθες πάλι στο φτωχικό μας. Κάθε βράδυ με χαρά σε περιμένουμε, και σαν φεύγεις, με ελπίδα σε προσμένουμε να'ρθεις το άλλο βράδυ. Ας αργήσουνε να περάσουμε οι μέρες που μας έρχεσαι". Κάνω τον  σταυρό μου και συλλογίζουμε : "Τούτη την ώρα χρυσαφώνεις τα παλιά τέμπλα στα μοναστήρια, στολίζεις με ακριβά πετράδια το φτωχό εικονοστάσι, που είναι μέσα στη σπηλιά του ασκητή ή κανένα σκοτεινό κουβούκλι που κάνει την προσευχή της καμιά ταπεινή και πικραμένη ψυχή. Την ίδια ώρα , όμως , μπαίνεις και σε σπίτια ψυχά και δίχως πνοή, που κάθουνται μέσα άπιστοι άνθρωποι, και δεν σε παίρνουνε είδηση, αλλοίμονο! ω χαιρέτισμα αρχαγγελικό, ω αγιασμένη πορφύρα, που έγινες απο τα αθάνατα αίματα που χύσανε οι Μάρτυρες του Χριστού. Μπαίνεις και σε φυλακές σκοτεινές , εκεί που βασανίζουνται οι απελπισμένοι , για να τους δώσει λίγη ελπίδα. Μπαίνεις και σε τρύπες υγρές κι ανήλιαγες. Μπαίνεις και σε άψυχα κι άσλαχνα εργοστάσια, μα κανένας δέν σε παίρνει είδηση , ούτε πότε μπαίνεις, ούτε πότε φεύγεις, ούτε ποιά μέρα θα σβήσεις, φεύγοντας για πάντα, σαν τον άνθρωπο που δεν γυρίζουν να τον δούνε. Άραγε ο Θεός σε στέλνει μονάχα σε μας για να μας φέρεις την ελπίδα του και τον χαιρετισμό της αγάπης του, και σε περιμένουμε με αγάπη και με πόθο;..."

Αλλοίμονο! Σε στέλνει σε όλους τους ανθρώπους μα αυτοί δεν σε βλέπουν , ω φως ιλαρόν, ω φώς εσπερινόν, ω φως ανέσπερον!


(*) βλ Φώτη Κόντογλου: "Το Αϊβαλι, η πατρίδα μου".

Φώτης Κόντογλου
Βιβλίο: Ευλογημένο Καταφύγιο
Καιφάλαιο :Το βασίλεμα του ήλιου Εκδόσεις -ΑΚΡΙΤΑΣ

ιλαρόν:-επίθετο- εύθυμο, φαιδρό , χαροπό.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-Πώς ψεύτισε ο κόσμος

Η κακία των ανθρώπων έχει ξεπεράσει τα όρια. Κοιτάζουν πώς να ξεγελάση ο ένας τον άλλον. Και το θεωρούν κατόρθωμα που τον ξεγελούν. Αλήθεια, πώς ψεύτισε ο κόσμος! Όλα ψεύτικα τα φτιάχνουν. Χρήματα εν τω μεταξύ παίρνουν περισσότερα απ' όσα έπαιρναν οι παλιοί, οι καημένοι. Γενικά όλα τα ψεύτισαν. Μια μέρα μου έφερε κάποιος ντοματιές. Κάθε φυτό ήταν σε ένα σακκουλάκι μικρούτσικο με χώμα χοντρό, μέλαγγα, αμμούδα χοντρή, για να κρατάη την υγρασία. Βαριούνται να ρίξουν λίγο νερό! Ούτε καν να βάλουν κοπριά, μόνον επάνω-επάνω είχε λίγη σαν το μαυροπίπερο! Οπότε, όταν τις έβγαλα από το σακκουλάκι, όλη η ρίζα ήταν σάπια. Έρριξα ένα στρώμα χώμα από πάνω, για να βγάλουν νέες ρίζες.

Και πώς ξεγελούν τον κόσμο! Να δήτε, μου είχαν φέρει ένα κουτί μεγάλο με γλυκά. “Θα το ανοίξω, είπα, όταν θα 'ρθη καμμιά παρέα μεγάλη. Ας μην το ανοίξω τώρα και πάνε μυρμήγκια”. Μια μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι, υπολόγισα ότι θα φθάσουν και θα περισσέψουν κιόλας. Μόλις το ανοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ από 'δω, φελιζόλ από 'κει... Και ήταν τόοοσο μικρό αυτό που είχε τα γλυκά. Όλο το άλλο ήταν άδειο! Μια άλλη φορά μου έφεραν ένα επίσημο κουτί γλυκά δεμένο με κορδέλλες. “Θα το φυλάξω, είπα, για τα παιδιά της Αθωνιάδος”. Και τελικά ήταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια! Εγώ τέτοια λουκούμια δεν τα δίνω. Δίνω στον κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.

- Γέροντα, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι αδικία;

- Το θεωρούν κατόρθωμα. Γιατί η αμαρτία έχει γίνει μόδα τώρα και η αδικία θεωρείται εξυπνάδα. Το κοσμικό πνεύμα δυστυχώς τροχάει το μυαλό στην πονηριά, και το θεωρεί κατόρθωμα εκείνος που αδικεί τον συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα και τον τίτλο: “Αυτός είναι διάβολος, τα καταφέρνει”, ενώ εσωτερικά υποφέρει από τον έλεγχο της συνειδήσεως, την μικρή κόλαση.

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ



Είναι μια φαινομενικά απλοϊκή ιστορία. Ένα παραμύθι. Έχει όμως ένα βαθύ και μεγάλο δίδαγμα.
*********************
Ήταν μια φορά σ' ένα δάσος τρία δέντρα.
Το καθένα από αυτά είχε για τον εαυτό του έναν οραματισμό- μια προοπτική.
·Το πρώτο επιθυμούσε να αξιωθεί να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο μπαούλο• ξυλόγλυπτο• όμορφα σκαλισμένο, που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός. Αυτό ήταν το όραμα του και η προοπτική του.
·Το δεύτερο δένδρο ήθελε να αξιωνόταν να γίνει στα χέρια ενός κάλου ναυπηγού ένα μεγάλο καράβι• γερό σκαρί' όμορφο, μεγαλόπρεπο- που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα• που θα έκανε ταξίδια υψηλών προσώπων.
·Το τρίτο δένδρο έλεγε ότι το μόνο που θα ήθελε ήταν να είχε γίνει το πιο ψηλό και πιο δυνατό δένδρο του δάσους• έτσι ώστε οι άνθρωποι, που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου, να σκέπτονται τον Ουρανό και τον θεό.

Όμως πέρασαν τα χρόνια. Και τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως αλλιώς.
Πήγαν υλοτόμοι.
·Και έκοψαν το πρώτο δένδρο. Και ενώ σχεδίαζε και ποθούσε να γίνει όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκαμε δοχείο για την τροφή των ζώων παχνί για τα άχυρα των ζώων.
·Το δεύτερο δένδρο, που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι, για να μεταφέρει βασιλιάδες, έγινε ένα μικρό ψαροκάικο, που τόχαν φτωχοί ψαράδες να ψαρεύουν.
·Το τρίτο δένδρο, που ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους το έκοψε κάποιος ξυλοκόπος και το έβαλε στην αποθήκη του.

Περνούσαν χρόνια. Και τα δέντρα, απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων, ξέχασαν ακόμα και τα όνειρά τους.

Όμως κάποια μέρα ένας άνδρας και μια γυναίκα ήλθαν στον στάβλο, που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα και εκεί η γυναίκα γέννησε ένα αγοράκι και το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δένδρο. Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία Θεοτόκος. Και απόθεσαν σ' εκείνο το ξύλινο παχνί όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια, αλλά τον ίδιο τον θεό, που είχε γίνει άνθρωπος για μας. Έτσι αξιώθηκε αυτό το παχνί, η φάτνη, να δεχτή μέσα της το θησαυρό των θησαυρών, τον ίδιο τον Θεό.

Στο μικρό ψαροκάικο -που είχε γίνει από το δεύτερο δένδρο- μετά από χρόνια μπήκαν κάτι ψαράδες• ένας απ' αυτούς κουρασμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Είχαν ανοιχθεί στη θάλασσα. Και ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία. Και το ψαροκάικο δεν ήταν αρκετά δυνατό για να κρατήσει. Οι άλλοι τότε ξύπνησαν εκείνον που κοιμόταν. Και εκείνος τότε σηκώθηκε. Και διέταξε την φουρτουνιασμένη θάλασσα: «Σιώπα• πεφίμωσο». Και η θάλασσα ειρήνεψε αμέσως. Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του στη λίμνη Γεννησαρέτ. Έτσι και το δεύτερο δένδρο, που είχε φιλοδοξήσει να γίνει μεγάλο πλοίο, που θα μετέφερε υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες, αξιώθηκε να μεταφέρει τον βασιλέα των βασιλέων, τον ίδιο τον Χριστό με τους μαθητές Του!

Και το τρίτο δένδρο, που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μια μέρα το πήραν και έκαναν ένα σταυρό' Και σ' αυτόν τον σταυρό σταύρωσαν τον Χριστό. Έτσι το δένδρο αυτό έγινε πω ψηλό από ό,τι είχε επιθυμήσει. Έφθασε στον ουρανό και στον θεό! Έγινε, όπως λέμε σε ένα τροπάριο, ουρανού Ισοστάσιο.

Τελικά, το κάθε ένα από τα δένδρα της ιστορίας μας απόκτησε όχι μόνο αυτό που ήθελε και ποθούσε, αλλά ασυγκρίτως περισσότερα• όχι όμως με τον τρόπο που φανταζόταν και σχεδίαζε.
Η ιστορία αυτή μας λέει:
Δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του θεού για μας. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε ποτέ, ότι εκείνο που μας ετοιμάζει ο Θεός, είναι πάντα προτιμότερο και ωφελιμότερο για μας.

Εμείς πρέπει να κάνουμε όνειρα. Για το καλό. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε και ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως εμείς θα θέλαμε. Και ότι ο Θεός οικονομεί και γίνονται καλύτερα από ό,τι εμείς φανταζόμαστε.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ας έχουμε πίστη. Πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό

Αγία Θεοδώρα-Βάστα Πελοπόνησος

Η αληθινή αγάπη πληροφορεί τους νέους

Γέροντα Παϊσίου "ΛΟΓΟΙ Α'"

- Γέροντα, πάντως αυτοί που ήθελαν να καταστρέψουν την κοινωνία, έπιασαν τα θεμέλια, τις ρίζες, τα παιδιά· τα κατάστρεψαν.

- Δεν θα σταθούν αυτά. Το κακό μόνο του καταστρέφεται. Στην Ρωσία είχαν καταστρέψει τα πάντα και όμως μετά από τρεις γενιές, βλέπεις τώρα τι γίνεται! Δεν αφήνει ο Θεός. Ούτε και τις αμαρτίες των παιδιών της σημερινής εποχής θα τις κρίνη το ίδιο με τις αμαρτίες των παιδιών της δικής μας εποχής.

- Γέροντα, πώς συμβαίνει μερικά παιδιά που ζουν κοσμική ζωή, όταν τίθεται θέμα πίστεως, να δίνουν πολύ σωστές απαντήσεις;

- Αυτά τα παιδιά είχαν καλή διάθεση, αλλά δεν μπόρεσαν να φρενάρουν τον εαυτό τους και παρασύρθηκαν. Γι΄ αυτό δίνουν την σωστή απάντηση. Θέλω να πω, ένας λ.χ. θέλει να πάρη έναν δρόμο· τον θέλει, αλλά δεν μπορεί να τον τραβήξη. Και αυτόν που βλέπει να τον τραβάη, τον εκτιμάει. Αυτούς τους ανθρώπους δεν θα τους αφήση ο Θεός, γιατί δεν έχουν κακότητα. Θα έρθη η ώρα που θα έχουν την δύναμη να τραβήξουν μπροστά.

- Πώς μπορεί, Γέροντα, να πλησιάση κανείς τους νέους που έχουν παραστρατήσει;

- Με την αγάπη. Αν υπάρχη αληθινή, αρχοντική αγάπη, αμέσως οι νέοι το πληροφορούνται και αφοπλίζονται. Έρχονται στο Καλύβι παιδιά, από χίλιες καρυδιές καρύδια, με διάφορα προβλήματα. Τους καλωσορίζω, τους κερνώ, τους μιλώ, και σε λίγο γινόμαστε φίλοι. Ανοίγουν την καρδιά τους και δέχονται και την δική μου αγάπη. Μερικά, τα κακόμοιρα, είναι τόσο στερημένα! Διψούν για αγάπη. Φαίνεται αμέσως που δεν ένιωσαν αγάπη ούτε από μάνα ούτε από πατέρα· δεν χορταίνουν. Έτσι άμα τα πονέσης, άμα τα αγαπήσης, ξεχνούν και τα προβλήματα, και τα ναρκωτικά ακόμη, φεύγουν και οι αρρώστιες, αφήνουν και τις αταξίες και έρχονται ευλαβικοί προσκυνητές μετά στο Άγιον Όρος. Γιατί πληροφορούνται κατά κάποιον τρόπο την αγάπη του Θεού. Και βλέπω έχουν μια αρχοντιά που σου ραγίζει την καρδιά. Να μη δέχωνται μια οικονομική βοήθεια, ενώ έχουν ανάγκη, αλλά να πιάνουν δουλειά, για να τα βγάλουν πέρα και να πάνε την νύχτα στο σχολείο. Αυτά τα παιδιά αξίζει να τα βοηθήση κανείς. Στον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης υπάρχουν σπίτια, όπου μένουν πολλά παιδιά μαζί, αγόρια και κορίτσια. Σε έναν χώρο για τρεις έμεναν δεκαπέντε. Είναι από διαλυμένες οικογένειες· άλλα κλέβουν, άλλα έχουν φιλότιμο και δεν μπορούν να κλέψουν. Από χρόνια έλεγα σε πολλούς να τα πλησιάσουν, να τα βοηθήσουν. Είχα πει να κάνουν κανέναν Ναό, να τα συμμαζεύουν. Τώρα έχουν κάνει ένα εκκλησάκι στον προστάτη των σιδηροδρομικών Απόστολο και Διάκονο Φίλιππο.

Πάντως έχω καταλάβει πως, όταν μικρός κανείς δεν αξιοποιήση τις ευκαιρίες που του δίνονται, πολλές φορές το εκμεταλλεύεται ο διάβολος. Γιατί λέει η παροιμία· «στην βράση κολλάει το σίδερο»; Οι σιδηρουργοί, όταν ήθελαν να κολλήσουν δύο σίδερα –μη βλέπετε τώρα που έχουν οξυγόνα κ.λπ.-, έβαζαν το σίδερο στην φωτιά και έρριχναν ζεστό νερό και βόρακα και, μόλις το έβγαζαν ζεστό και πετούσε ακόμη σπίθες, τάκα-τάκα κολλούσε. Γιατί, αν τυχόν κρύωνε, δεν κολλούσε. Το ίδιο θέλω να πω και ο νέος, όταν του δίνωνται ευκαιρίες, αν αδιαφορήση, μετά θα αρχίση να ασχολήται με τους άλλους, να κρίνη να κατακρίνη, οπότε απομακρύνεται η Χάρις του Θεού. Ενώ, όταν έχη την θεία ζέση, αν προσέξη, τότε κάνει προκοπή. Γι΄ αυτό οι γονείς, όσο μπορούν, να βοηθούν τα παιδιά, όταν είναι μικρά. Τα παιδιά είναι άδειες κασσέττες. Αν γεμίσουν Χριστό, θα είναι κοντά Του πάντα. Αν όχι, είναι πιο εύκολο, όταν μεγαλώσουν, να παραστρατήσουν. Αν μικρά βοηθηθούν, και να ξεφύγουν αργότερα λίγο, πάλι θα συνέλθουν. Αν ποτισθή το ξύλο με λάδι, δεν σαπίζει. Λίγο αν ποτισθούν τα παιδιά με ευλάβεια, με φόβο Θεού, δεν έχουν ανάγκη μετά.

Η Απουσία Του Θεού !

http://ayioi-pantes.blogspot.com

Μ’ αυτή την έννοια της αλήθειας πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Θεός μπορεί και να είναι απών. Αυτή η απουσία φυσικά είναι υποκειμενική, αφού ο Θεός είναι πάντα παρών για τον καθένα μας. Μπορεί εν τούτοις να μείνει αόρατος και δυσνόητος, να μας διαφεύγει. Όταν ο Θεός δε μας προσφέρεται, όταν δεν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε την παρουσία Του, τότε πρέπει να βρούμε τη δύναμη να περιμένουμε με δέος και σεβασμό.

Υπάρχει όμως κι άλλο ένα στοιχείο σ’ αυτή την υποκειμενική απουσία του Θεού. Μια σχέση τότε μόνο μπορεί να είναι αληθινή όταν συντελείται σε κλίμα αμοιβαίας ελευθερίας.

Συχνά νοιώθουμε πως δεν έχουμε παρά να αρχίσουμε να προσευχόμαστε, για να υποχρεώσουμε τον Θεό να μας φανερωθεί· να Τον αναγκάσουμε να μας ακούσει, να μας επιτρέψει να νιώσουμε την παρουσία Του, να μας βεβαιώσει ότι μας ακούει. Αν ήταν έτσι, η σχέση δε θα ήταν ελεύθερη, θα ήταν μηχανική, δε θα είχε χαρά και αυθορμητισμό. Θα προϋπέθετε επιπλέον ότι βρισκόμαστε πάντοτε στην κατάλληλη φόρμα να δούμε το Θεό.

Ο Αλφόνσος Σατωμπριάν σε ένα σημαντικό βιβλίο του περί προσευχής με τίτλο La Réponse du Seigneur (Η απάντηση του Κυρίου), μας λέει πως η αισθητή απουσία του Θεού προέρχεται συνήθως από τη δική μας τύφλωση. Θα ήθελα να εξηγήσω αυτή τη φράση με ένα παράδειγμα.

Ήρθε μια μέρα να με δει κάποιος, ένας άνθρωπος που έψαχνε να βρει τον Θεό επί χρόνια. Μου είπε κλαίγοντας: «Πάτερ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον Θεό. Δείξε μου τον Θεό!». Του απάντησα πως δεν ήμουν σε θέση να του Τον δείξω, όμως δε νομίζω πως και ο ίδιος ήταν σε κατάσταση να Τον βρει έτσι κι αλλιώς. Απορημένος με ρώτησε γιατί. Και εγώ τότε του έθεσα ένα ερώτημα που συχνά θέτω σε όσους έρχονται να με συμβουλευτούν: «Υπάρχει κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής που μιλάει στην καρδιά σου -το πιο πολύτιμο χωρίο που έχεις βρει;». «Ναι -μου απάντησε-, η ιστορία της πόρνης στο 8ο κεφάλαιο του Ιωάννη».Τον ξαναρώτησα: «Πού τοποθετείς τον εαυτό σου σε αυτή την ιστορία; αισθάνεσαι σαν να είσαι η γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει το αμάρτημά της και βρίσκεται ενώπιον της κρίσης των ανθρώπων, εν γνώσει της ότι η κρίση τους θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για αυτήν; Ή ταυτίζεσαι με τον Χριστό που τα καταλαβαίνει όλα και θα τη συγχωρήσει, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να ζήσει από εδώ και μπρος μια νέα ζωή; Ή σαν τους Αποστόλους, περιμένεις και ελπίζεις σε κάποια απάντηση που θα είναι απαλλακτική; Μήπως είσαι ένας από το πλήθος, ένας από τους γέροντες που γνώριζαν ότι οι ίδιοι δεν ήταν αναμάρτητοι, και γι’ αυτό αποσύρθηκαν πρώτοι από το λιθοβολισμό; Ή από τους νεότερους που κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι και αυτοί δεν ήταν αναμάρτητοι και πέταξαν κατά μέρος τις πέτρες του λιθοβολισμού; Εσύ με ποιόν ταυτίζεσαι μέσα σε αυτή τη δραματική σκηνή;

Σκέφτηκε για λίγο και μετά μου απάντησε: «Είμαι ο μόνος Ιουδαίος που δε θα έφευγα χωρίς να λιθοβολήσω τη γυναίκα». «Να, λοιπόν», του είπα, «έχεις την απάντησή σου. Δεν μπορείς να δεις το Θεό, ο οποίος για σένα είναι ένας τέλειος άγνωστος».

Δεν υπάρχει εδώ, αλήθεια, κάποια ομοιότητα με όσα ο καθένας μας έχει γνωρίσει; Δεν υπάρχει μέσα στον καθένα μας μια αντίσταση κατά του Θεού, μια άρνηση του Θεού; Ζητώντας Τον δε ζητούμε στην πραγματικότητα ένα Θεό όμοιο με μας, ένα Θεό που να μας βολεύει; Και δεν είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε τον αληθινό Θεό μόλις τον βρούμε;

Είμαστε προετοιμασμένοι να βρούμε το Θεό όπως είναι, ακόμα και αν η συνάντηση καταλήξει σε καταδίκη μας και η ανατροπή όλων των αξιών που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε σε υπόληψη; Μήπως η απουσία του Θεού από τη ζωή μας και από τις προσευχές μας δεν οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι εμφανιζόμαστε σαν άγνωστοι συχνά σε Αυτόν, που αν κάποτε βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του δε θα Τον προσέχαμε ή δε θα Τον αναγνωρίζαμε; Κάτι τέτοιο δε συνέβαινε και όταν ο Χριστός περπατούσε στους δρόμους της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας; Πόσοι από τους σύγχρονούς Του δεν Τον συνάντησαν, δεν πέρασαν από δίπλα Του χωρίς να Τον γνωρίσουν ή ακόμα να υποπτευθούν ότι είχε κάτι ξεχωριστό επάνω Του; Κάπως έτσι δεν Τον είδαν τα πλήθη στο δρόμο προς τον Γολγοθά; Σαν έναν εγκληματία, σαν κάποιο που είχε ταράξει τη δημόσια τάξη και τίποτε άλλο; Κάπως έτσι δε σκεπτόμαστε τον Θεό, ακόμα και είμαστε σε θέση να νιώσουμε κάπως την παρουσία Του; Και μήπως δεν τον αποφεύγουμε γιατί καταλαβαίνουμε πως θα ταράξει και τις δικές μας ζωές, θα κλονίσει τις αξίες μας;

Με αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να περιμένουμε να Τον συναντήσουμε στην προσευχή μας. Για να το θέσω πιο ωμά, θα έπρεπε να ευχαριστούμε το Θεό με όλη μας την καρδιά που δεν μας παρουσιάζεται σε κάτι τέτοιες στιγμές, που δεν είμαστε έτοιμοι, αφού Τον αμφισβητούμε όχι όπως ο Ιώβ, αλλά όπως ο κακός ληστής στο σταυρό. Μια τέτοια συνάντηση θα ήταν δικαστήριο και καταδίκη για μας. Πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε αυτή Του την απουσία και να κρίνουμε τους εαυτούς μας, μια και δε μας κρίνει ο Θεός.

Άλλη μια ιστορία θα μας ερμηνεύσει μια άλλη πλευρά της απουσίας του Θεού. Πριν λίγα χρόνια μια νέα κοπέλα που έπασχε από ανίατη ασθένεια μου έγραφε: «Πόσο ευγνώμων είμαι στο Θεό για την αρρώστια μου. Καθώς αδυνατίζει το σώμα μου, το νιώθω να γίνεται όλο και πιο διάφανο στις ενέργειες του Θεού». Της απάντησα: «Να ευχαριστείς το Θεό γι’ αυτό που σου έχει δώσει, αλλά μην περιμένεις να κρατήσει αυτή η κατάσταση. Θα έρθει η ώρα που αυτό το αδυνάτισμα του κορμιού σου θα πάψει να σε κάνει να αισθάνεσαι πνευματική. Και τότε θα πρέπει να εξαρτάσαι από τη Χάρη και μόνο».

Λίγους μήνες αργότερα μου ξανάγραψε: «Έχω τόσο εξασθενήσει, που δεν έχω πια τη δύναμη να τρέξω να ακουμπήσω στο Θεό. Το μόνο που μου μένει είναι να σιωπώ, να παραδίδω τον εαυτό μου ελπίζοντας ότι ο Θεός θα έρθει προς εμένα». Και πρόσθεσε αυτό που πρέπει να προσέξουμε από όλη αυτή την ιστορία: «Προσευχηθείτε στο Θεό να μου χαρίσει το κουράγιο να μην προσπαθήσω ποτέ να κατασκευάσω μια ψεύτικη παρουσία για να γεμίσω το τρομερό κενό που αφήνει η απουσία Του».

Νομίζω πως οι δύο αυτές ιστορίες δεν χρειάζονται σχόλια. Είναι βασικό να στηριζόμαστε στον Θεό. Δεν πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις, ούτε πάλι να στηριζόμαστε στις αδυναμίες μας. Μια συνάντηση με το Θεό είναι μια πράξη ελευθερίας στην οποία ο Θεός έχει τον έλεγχο. Και μόνο όταν είμαστε ταπεινοί, και συγχρόνως αρχίζουμε να αγαπάμε τον Θεό, είναι που μπορούμε να υπομένουμε ή ακόμα και να επωφελούμαστε από την απουσία Του.

( Αντωνίου Σουρόζ, Θέλει τόλμη η προσευχή, Εκδ. Ακρίτας)
.

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 http://www.orthodoxie.net/gr/Texte/Texte_Varia/Konstantinou_Todesangst_Gr.html

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Όταν ο Θεός αποφάσισε να δώσει ζωή στον άνθρωπο και να τον καταστήσει κορωνίδα της δημιουργίας, σίγουρα είχε μεγάλα σχέδια γι΄ αυτόν. Απόδειξη ότι δεν χρησιμοποίησε απλά και μόνο ένα υλικό στοιχείο για τη δημιουργία του αλλά κι ένα «κομμάτι του εαυτού Του». Η Γένεσις μας δίνει πολύ παραστατικά την εικόνα αυτή: «και έπλασεν ο Θεός τον Άνθρωπον χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις τον πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. Β΄,7)
Το δώρο της ζωής δόθηκε στον άνθρωπο ακέραιο χωρίς μικρότητες και υπολογισμούς. Ο Θεός που δημιούργησε τέλεια όλα τα πλάσματά του, έδωσε στον άνθρωπο την αθανασία και την αιωνιότητα. Και όσο ο άνθρωπος εκπληρούσε το σκοπό για τον οποίο τάχτηκε απ΄ τον Δημιουργό του, μπορούσε ν΄ απολαμβάνει όλα τ΄ αγαθά  που είχαν φτιαχτεί γι΄ αυτόν.
Ήταν λοιπόν τέλεια κάτοχος όλων των αγαθών και της ζωής. Άλλωστε η προειδοποιητική εντολή του Θεού «ή δ΄ αν ημέρα φάγητε απ΄ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. Β΄, 17), δεν είναι παρά η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος μεταίχε της Αθανασίας και η τυχόν παρέκκλισή του από τις εντολές του Θεού, θα τιμωρούνταν με τη στέρησή της.
 Πράγματι η παρακοή των πρωτοπλάστων στο θέλημα του Θεού άλλαξε την πορεία της ζωής τους. Πρώτη και άμεση συνέπεια αυτής της ηθικής παρεκτροπής υπήρξε ο φόβος και η γνώση. Πολύ χαρακτηριστικά η Π.Δ. μας παρουσιάζει τη σκηνή: οι Πρωτόπλαστοι κρυμμένοι και η βροντερή φωνή του Θεού που τους καταδιώκει. Η απάντηση του Αδάμ βγαίνει μετά από πολλούς φόβους και δισταγμούς: «της φωνής σου ήκουσα και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμι και εκρύβην» (Γεν. Γ΄, 10).
Την ίδια ατμόσφαιρα φόβου δημιουργεί και το απόσπασμα από την Υμνολογία της Μεγάλης Τρίτης «...ων, εν τω παραδείσω Ευα το δειλινόν, κρότος τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη».
Ο άνθρωπος φοβάται. Φοβάται και ντρέπεται. Και τα δύο αυτά συναισθήματα είναι πρωτόγνωρα γι΄ αυτόν. Ποτέ πριν δεν είχε αισθανθεί έτσι. Για πρώτη φορά συναισθάνεται τη γύμνια του μπροστά στο κριτικό βλέμμα του Πλάστη του. Αυτή τη γύμνια δεν την γνώριζε πρώτα. Η Γένεσις αναφέρει σαφώς ότι: «και ήσαν οι δύο γυμνοί, ότε Αδάμ και η γυνή αυτού και ουκ ησχύνοντο» (Γεν. Β΄, 25).
Για να φτάσει ο άνθρωπος στη γνώση της ψυχικής του γύμνιας, της ηθικής του κατάπτωσης και την επίγνωση της αμαρτωλότητάς του, μεσολάβησε η αμαρτία. Από τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπος νεκρώθηκε. Έχασε τη γνησιότητα της ανθρωπιάς του, την αθωότητα και τη μοναδικότητά του μέσα στη δημιουργία.
Η γεμάτη δίκαιη οργή, φωνή του Θεού του΄ δωσε τη στερνή πικρή εντολή «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγείν τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις την γην, εξ ης ελήφθης, ότι γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. Γ΄, 19)
Η σπουδαιότερη λοιπόν συνέπεια της ηθικής κατάπτωσης του ανθρώπου, ήταν η απώλεια της αθανασίας του. Από δω και πέρα αρχίζει η τραγωδία του ανθρώπου. Ο πρώτος εκείνος φόβος που διαδέχτηκε την αμαρτία του, τον ακολουθεί παντού. Και ο άνθρωπος αγωνίζεται μόνος τραγικά και αδύναμα για ν΄ αποφύγει το θάνατο, την εξαφάνιση της προσωπικότητάς του. Αιώνες ολόκληρους τρέμει τον εκμηδενισμό και την αφάνεια που επιφέρει ο θάνατος που νεκρώνει μόνο το σώμα σαν βιολογικό γεγονός και καταρρίπτει την ανθρώπινη προσωπικότητα στη γενικότερη έννοιά της.
Την ίδια αγωνία και τον ίδιο προβληματισμό συναντούμε και στις φιλοσοφικές αντιλήψεις όλων των αρχαίων λαών και ιδιαίτερα των αρχαίων Ελλήνων. Η θρησκευτική αίρεση των Ορφικών για πρώτη φορά στην αρχαία σκέψη προσεγγίζει βαθύτερα το πρόβλημα του θανάτου. Οι Ορφικοί πιστεύουν ότι ο θάνατος δεν είναι παρά μία προσέγγιση του ανθρώπου προς το θείο και η θεωρία τους δεν είναι απαλλαγμένη από τάσεις προς τον ασκητισμό. Βέβαια βασική ιδέα στη θεωρία τους είναι η πίστη για τη μετεμψύχωση.
Στην πρώιμη αρχαιότητα ο θάνατος είναι  η βέβαιη μοίρα του ανθρώπου, το κανονικό του μερίδιο στη ζωή. Αν παραδεχθούμε δε ότι είναι ορθή η άποψη «αρχή σοφίας ονομάτων επίστασις», τότε καταλαβαίνουμε γιατί σύντομα οι έννοιες θάνατος και μοίρα έγιναν συνώνυμες (μοίρα – μορία, μείρομαι – μοιράζω). Η μοιρολατρία παίρνει ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή  κάτω από την εξουσία της. Ο Όμηρος ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι, πήγε τόσο μακριά, ώστε πολλές φορές οι άνθρωποι απαλλάσσονται από την ευθύνη των πράξεών τους (N. P. NILSON: Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας).
Αιώνες αργότερα, όταν η φιλοσοφική σκέψη προχώρησε πολύ, ο θάνατος έμεινε το πρώτο θέμα στην κορυφή της πυραμίδας των ανθρώπινων προβλημάτων. Στον πολυσυζητημένο «Φαίδωνα» ο Σωκράτης ονομάζει το θάνατο σαν «την απαλλαγή της ψυχής από του σώματος» η δε πίστη του στην αθανασία είναι προφανής όταν την αποδεικνύει με τα επιχειρήματα της ανάμνησης, των εναντίων και τα αντικείμενα της νοήσεως και των αισθήσεων που τον δικαιώνουν απόλυτα.
Στα «Μικρά Φυσικά» του ο Αριστοτέλης κάνει διάκριση ανάμεσα στο θάνατο των ζώων και των ανθρώπων, δηλαδή στο βιολογικό φαινόμενο και στο πνευματικό. «Έστι μεν ουν πάσι τοις ζώοις κοινόν γένεσις και θάνατος, οι δε τρόποι διαφέρουσι τω είδει. Ου γαρ αδιάφορος η φθορά, αλλ΄ έχει τι κοινόν».
Ο θάνατος είναι άλλοτε βίαιος και άλλοτε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αρχική αιτία είναι εξωτερική και φυσικός όταν είναι εσωτερική. Κατά τον Αριστοτέλη «τελευτή και φθορά βίαιος μεν η του θερμού σβέσις και μάρανσις, η δε κατά φύσιν του αυτού τούτου μάρανσις διά χρόνου μήκος γινομένη και τελειοτάτη».
Κάπως έτσι η θύραθεν παιδεία πραγματεύεται το θέμα του θανάτου. Όπως και νάχει το πράγμα, εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς την εναγώνια προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει και να δικαιολογήσει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Κι αυτή του η προσπάθεια περιστρεφόταν πάντα σχεδόν γύρω από τον ίδιο κεντρικό άξονα: τη σχέση του ανθρώπου και του Θείου. Όλη τους η σκέψη όμως έδωσε στο πρόβλημα «ζωή θάνατος» μια κυκλική διάσταση. Ο θάνατος διαδέχεται τη ζωή και αντίστροφα.
Ένα πάντως είναι γεγονός αναμφισβήτητο: η πίστη του ανθρώπου κάθε εποχής στην αθανασία της ψυχής. Μικρή απόδειξη της πίστης αυτής είναι και οι λαϊκές αντιλήψεις γύρω από την ποικιλία των ταφικών εθίμων. Το πιο αποκαλυπτικό απ΄ όλα είναι η χρησιμοποίηση αρχαίων κτερισμάτων που έμπαιναν στους τάφους για να χρησιμοποιήσει ο νεκρός στην άλλη ζωή, την «επέκεινα».
Πολύ πιο βαθιά και ουσιαστική φυσικά είναι η θεώρηση του θέματος κάτω απ΄ το πρίσμα της χριστιανικής θρησκείας. Ο χριστιανισμός δεν ασχολείται με το θάνατο τόσο σαν βιολογικό φαινόμενο όσο σαν ψυχικό και πνευματικό γεγονός. Γι΄ αυτό η ασθένεια «ουκ έστι προς θάνατο». Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι ο σωματικός θάνατος ο πραγματικός θάνατος, αλλά ο ψυχικός, η απονέκρωση του αιωνίου πνευματικού μας «εγώ» θεωρουμένη είτε σαν απόγνωση εκούσια μέσα στη διάσταση του κακού, του αμαρτωλού, του δαιμονικού, είτε σαν απελπισία ακούσια μπροστά στην αιωνιότητα. Η απελπισία, η απόγνωση υπό την υψηλή της έννοια καλούν τον άνθρωπο στον προορισμό του. Οι βαριά ασθενείς είναι όσοι δεν ασκούν αυτή τη φωνή της ανησυχίας και έχουν νεκρωθεί εφησυχάζοντας στον κόσμο τούτο με τα γήινα αγαθά του. Ποιο άλλο νόημα μπορεί να έχουν τα λόγια του ιερού Αυγουστίνου: «ανήσυχη είναι η ψυχή μου, μέχρις όταν επιστρέψει εις Σε, Κύριε»;
Είναι φυσικό οπωσδήποτε ο άνθρωπος ν΄ ανησυχεί για το θάνατο μια που γι΄ αυτόν είναι μια άγνωστη περιοχή. Η παράδοση λέει για τον τετραήμερο φίλο του Χριστού, το Λάζαρο πως μετά την ανάστασή του δε γέλασε ποτέ. Γιατί άραγε; Ποιες άφατες εμπειρίες απέκτησε ο Λάζαρος στο σύντομο διάστημα που πέρασε στην άλλη ζωή, που τον άλλαξαν εντελώς; Κανείς δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου. Η απάντηση βρίσκεται μόνο στα λόγια του Ιησού «εγώ ειμι η Ανάστασις και η ζωή».
Ο φόβος για το βιολογικό φαινόμενο του ανθρώπου δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο ανθρώπινο αλλά και γενικότερα ζωικό. Ποτέ όμως τα ζώα δεν βλέπουν με τόσο δέος το θάνατο σαν πνευματικό γεγονός. Κι αυτό γιατί μόνο η ανθρώπινη προσωπικότητα μπορεί να καταρριφθεί από παρόμοιο ενδεχόμενο κίνδυνο. Γι  αυτό οι πνευματικά καλλιεργημένοι άνθρωποι έχουν σαν κύριο μέλημά τους το Σωκρατικό «ου το ζην περί πλείστου ποιητέον, αλλά το ευ ζην». Αναρίθμητα τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. Άπειρες φορές σαν έτυχε να συγκρούονται μεγάλα καθήκοντα, ο άνθρωπος βρήκε σαν ιδανική λύση το θάνατο, το βιολογικό βεβαίως θάνατο για να μην υποκύψει στον πνευματικό. Το χρέος του ανθρώπου είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και ιερότερο απέναντι στην πνευματική του υπόσταση εν σχέσει προς το υλικό στοιχείο, απ΄ το οποίο συναποτελείται, το σώμα. Ο βιολογικός θάνατος άλλωστε δεν εμποδίζει την ανέλιξη, ωρίμανση και τελείωση του ανθρώπινου πνεύματος, αντίθετα από τα ζώα που ο θάνατος σταματά πράγματι κάθε τους δραστηριότητα.
Έτσι ο άνθρωπος έχοντας ν΄ αντιμετωπίσει συχνά μια οδυνηρή μάχη με τον πνευματικό θάνατο για την προάσπιση της προσωπικότητάς του, γίνεται ένα πρόσωπο τραγικό γεμάτο ερωτηματικά αναπάντητα. Κι επειδή σπάνια καταφέρνει να συμφιλιωθεί με τη φυσική νομοτέλεια, η τραγωδία του γίνεται φωνή διαμαρτυρίας κατά του Δημιουργού και έντονης κριτικής αποδοκιμασίας για το έργο Του. Φυσικά η στάση του αυτή είναι τόσο φαιδρή όπως κι εκείνη του Ξέρξη  όταν έβαλε να μαστιγώσουν τον Ελλήσποντο για να εκδικηθεί την αποτυχία της προηγούμενης εκστρατείας του, γιατί όσο κι αν ο θάνατος είναι ένας τρομερός εχθρός για τον άνθρωπο, περιλαμβάνεται εν τούτοις μέσα στο σχέδιο για τη σωτηρία του, όπως το θέσπισε ο Θεός. Ο ρόλος του συνίσταται στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να αμυνθεί στον κίνδυνο του εκμηδενισμού του, να γευτεί τη ζωή και να τον οδηγήσει με τη γνώση και την ελευθερία στην αιωνιότητα.
Απ΄ τη φύση του ο θάνατος είναι συνώνυμος με τον πόνο και το φόβο που συνήθως τον ακολουθούν. Η πορεία του ανθρώπου είναι πάντοτε ανασφαλής κι αυτό του δημιουργεί διαρκώς ένεν φόβο και συνάμα υποψιάζεται παντού κινδύνους, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν. Εντείνει την προσοχή του, προσπαθεί να εντοπίσει κάθε ύποπτο κίνδυνο κι αυτή η δράση του γεμίζει τη ζωή του με αγώνα και ταυτόχρονα τον εφοδιάζει με μια ακατάσχετη διάθεση δημιουργικότητας.
Ο πόνος διαφορετικά εκδηλώνεται στους ανθρώπους και διαφορετικά στα ζώα. Στα τελευταία που δεν έχουν τη δυνατότητα να προσποιηθούν, ο πόνος αφήνει έντονα τα ίχνη του και γι΄ αυτό κατά τη στιγμή αυτή τα ζώα μας είναι ιδιαίτερα συμπαθή. Αντίθετα στον άνθρωπο, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται ο πόνος είναι συνάρτηση δύο παραγόντων: της άσκησης και της αγωγής. Έτσι δημιουργούνται υπό την επήρεια του φόβου οι διάφοροι ανθρώπινοι χαρακτήρες που αντιδρούν με διάφορο τρόπο και ένταση στον πόνο. Αυτοί είναι καρτερικοί και εύψυχοι, εγωκεντρικοί αυτοαμυνόμενοι, και «πενθούντες και κλαίοντες» των Μακαρισμών. Οι πρώτοι αποδεχόμενοι τον πόνο γίνονται ειδωλολάτρες της δράσης και της δύναμης σε αντίθεση με τους τελευταίους που κάνουν τον πόνο ζωή και δράση και κατευθύνονται σε ψηλά δημιουργικά έργα. Η απάθεια που δέχονται οι Στωϊκοί ή η Νιρβάνα που υιοθετούν οι Βουδιστές, δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές από τη χριστιανική θρησκεία.
Ο Ιησούς τη μαρτυρική νύχτα του πόνου Του καλεί τους τρεις μαθητές Του ν΄ αγρυπνήσουν μαζί Του. Και ενώ Εκείνος «γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο», οι μαθητές αντέδρασαν σ΄ αυτό τον πόνο με την πιο παθητική τους στάση, την κατάσταση του ύπνου. Γι΄ αυτό ο Δάσκαλος τους επιπλήττει με πικρία. Διότι κατά την φοβερή αγωνία Του (η λέξη αγωνία επίταση της λέξεως αγών) εκείνοι έχουν μείνει αμέτοχοι. Όποιος όμως δεν συμμετέχει στον πόνο, αναγκαστικά δεν συμμετέχει και στη ζωή. «Εμείς οι άνθρωποι» λέει ο Μπετόβεν, «όντα περιορισμένα με απεριόριστο πνεύμα, γεννηθήκαμε μόνο για τον πόνο και τη χαρά και θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι σπουδαιότεροι άνθρωποι βρίσκουν τη χαρά μέσα στον πόνο». Ο πόνος είναι ευεργέτημα για τον άνθρωπο, όσο κι αν αυτό φαίνεται απίθανο. Σ΄ αυτό στηρίζεται ο Γκαίτε όταν λέει: «Όποιος δεν ξαγρύπνησε με τον πόνο και δεν γεύτηκε με δάκρυα το ψωμί του, αυτός δεν σας γνώρισε, ω ουρανοί...»
Ο φόβος, όταν έχει σχέση με το βιολογικό θάνατο, κάνει τον άνθρωπο να φαντάζεται φοβερούς δαίμονες και τελώνεια που προσπαθούν να τον κατασπαράξουν. Το συναίσθημα αυτό βασανίζει περισσότερο τους θρησκευτικά αδιάφορους, που στην προσπάθειά τους να σωθούν απ΄ το φόβο και το θάνατο, προσπαθούν να περιβληθούν με δύναμη και να εκμηδενίσουν τους συνανθρώπους τους. Την περιοχή του φόβου διαδέχεται λοιπόν το βασίλειο του φθόνου που βυθίζει ακόμη περισσότερο τον άνθρωπο στη δυστυχία. Όλα αυτά όμως δεν καταφέρνουν ν΄ απαλλάξουν τον άνθρωπο από το φόβο. Το μόνο που μπορεί να τον υπερνικήσει είναι η αγάπη, η εντολή του Θεού που αντανακλά την αιωνιότητά Του. Όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, αγαπά τα πάντα και αντίστροφα επειδή «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο». (Ιωαν. 4, 18). Η αγάπη είναι η συνισταμένη όλων των αρετών και γι΄ αυτό η πηγή κάθε καλού, ωραίου και υψηλού.
Κάθε φορά που ο χριστιανός πιστός θα αναφερθεί στο θάνατο, αυτόματα θα αναφερθεί και στην ανάσταση. Ο ίδιος ο Ιησούς δίδαξε τη μεγάλη αυτή αλήθεια και η δική του Ανάσταση που ακολούθησε την πορεία Του στο Γολγοθά. Ήταν η επαλήθευση των λόγων Του. Αφού, όπως είπαμε, ο βιολογικός θάνατος δεν επηρεάζει το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, την ψυχή, η ψυχή πρέπει να συνεχίζει τη ζωή με την έννοια ότι πορεύεται να συναντήσει το όμοιό της. Κι αφού η ψυχή είναι εκείνο που δόθηκε από τον Θεό, η ψυχή μετά την απαλλαγή την απ΄ το σώμα, πορεύεται προς συνάντησή Του. Το κατά πόσο θα επιτύχει αυτή τη συνάντηση εξαρτάται από την προετοιμασία του ανθρώπου, τον αγώνα του, την καλλιέργειά του και την πάλη του για εξύψωση, τελείωση και αγιότητα. Εκεί όμως που δε συμμετέχει ο άνθρωπος καθόλου είναι στην Ανάσταση του σώματος, της φθαρτής ουσίας.
Το έργο του Θεού δεν μπορεί να το ελέγξει ο άνθρωπος ούτε να το τροποποιήσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επιδιώξει το «καθ΄ ομοίωσιν» με τη μετάνοια απ΄ τη δική του πλευρά και δεχόμενος τη χάρη του Θεού για την πορεία του.
Η αθανασία της ψυχής είναι η κατάσταση της υγείας της. Κάθε ενέργεια που τείνει να της στερήσει αυτήν την αθανασία, ισοδυναμεί με ψυχική ασθένεια, που απομακρύνει την ψυχή απ΄ τον κύριο προορισμό της που είναι η αγωνιστική πορεία και η συνάντηση με Εκείνον.
Η ουσία όλη της χριστιανικής πίστεως βρίσκεται στο δόγμα «προσδοκώ ανάστασι νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος». Η καθημερινή μας πορεία έχει αυτό το σκοπό και εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια περίπου η πορεία αυτή έγινε εύκολη, γνωστή κι αγαπημένη γιατί προχωρούμε στα ίχνη Εκείνου, πλάι Του, με συγκεκριμένο σκοπό και στόχο: Να επιστρέψουμε στην Πατρίδα μας, απ΄ την οποία λείπαμε χρόνια πολλά εξόριστοι, όσο το δυνατόν αλώβητοι, ακέραιοι και αγνοί...

 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...