Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Πονούν και οι πιστοί





Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Ομιλία ΞΒ΄Εις το κατά Ιωάννην
Ε.Π.Ε 14ος 176-201

«Ήταν δε κάποιος ασθενής ονομαζόμενος Λάζαρος από τη Βηθανία, από το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφή της. Η δε Μαρία ήταν εκείνη, που άλειψε τον Κύριο με μύρο». 
(Ιωάννου 11, 1-44)

Πονούν και οι πιστοί

Πολλοί άνθρωποι σκανδαλίζονται, όταν ιδούν τους ευσεβείς και πιστούς στο Θεό να παθαίνουν  κάποιο κακό. Δηλαδή να αρρωσταίνουν ή να πέφτουν στη φτώχεια ή κάτι άλλο παραπλήσιο. Αγνοούν, βεβαίως, ότι ο πόνος και η δοκιμασία είναι το κατ’εξοχήν γνώρισμα των ανθρώπων, που πιστεύουν στο Θεό. Και ο Λάζαρος ασθενούσε, αν και ήταν φίλος του Χριστού.

Αυτό είπαν και οι αγγελιοφόροι όταν συνάντησαν το Χριστό˙ «σπεύσε, αυτόν που αγαπάς, ασθενεί».

Μάρθα και Μαρία

Τι είπε η Μάρθα στον Χριστό; «Κύριε, σίγουρα  μυρίζει , αφού είναι τέσσερις ημέρες που πέθανε». Και η Μαρία είπε˙ «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου».

Κοίταξε πόσο συνετά αντιδρούν οι δύο γυναίκες, αν και είναι ατελείς. Μόλις είδαν τον Χριστό, δεν ξέσπασαν αμέσως σε θρήνους. Ούτε σε πένθιμες κραυγές και φωνές σπαραξικάρδιες. Δεν έκαναν αυτά, που κάνουμε εμείς σήμερα όταν μας επισκέπτονται γνωστοί στο πένθος μας. Η Μάρθα και η Μαρία, αντί να αντιδράσουν με θρήνους, αμέσως ομολογούν τον θαυμασμό  τους προς το πρόσωπο του Διδασκάλου. Βέβαια πίστευαν και οι δυο τους στον Χριστό ,αλλά όχι όμως με την τελειότητα που άρμοζε. 

Μέχρι την ώρα εκείνη δεν γνώριζαν δυο βασικές αλήθειες. Τη μια , ότι ο Χριστός ήταν Θεός αληθινός. Και την δεύτερη , ότι ο Χριστός τα θαύματα τα έκαμνε με δική του δύναμη και απόφαση. Αυτές τις δύο αλήθειες δίδαξε ο Χριστός , όταν συναντήθηκε με την Μάρθα και την Μαρία.

Το ότι δεν γνώριζαν τις δύο παραπάνω αλήθειες φανερώνεται από τα λόγια ,που είπαν στο Χριστό οι δυο τους˙ «Εάν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας» και πρόσθεσαν παρακάτω, «όσα ζητήσεις από τον Θεό θα σου τα δώσει». Μιλούν δηλαδή για τον Χριστό , σαν να αναφέρονται στο πρόσωπο ενός εναρέτου και εκλεκτού ανθρώπου.

Κοίτα όμως, τι απαντά ο Χριστός στα πολύ καλά αλλά ανθρώπινα λόγια τους˙ « Θα αναστηθεί ο αδελφός ου». Μ’ αυτόν τον λόγο ανατρέπει τον λόγια τους˙ «όσα θα ζητήσεις από τον Θεό θα σου τα δόσει». Ο Χριστός δεν είπε, «θα ζητήσω» αλλά , «θα αναστηθεί ο αδελφός σου».

Βέβαια θα ήταν βαρύ και θα ενοχλούσε την γυναίκα , αν της έλεγε˙ «Ω γυναίκα , ακόμα βλέπεις πολύ χαμηλά. Δεν χρειάζομαι την βοήθεια κανενός. Μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου». Τώρα όμως, που είπε μονάχα ότι «θα αναστηθεί», αναγκαστικά εμετρίασε την σκληρότητα του λόγου. Η συνέχει των λόγων της Μάρθας αυτό ακριβώς υπαινίχθηκε , λέγοντας˙ «Γνωρίζω, ότι θα αναστηθεί την εσχάτη ημέρα». Τότε ο Κύριος έδειξε σαφέστερα την απόλυτη εξουσία του λέγοτας˙ «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή». Με βοήθεια κανενός , αφού ο Ίδιος είναι η πηγή της ζωής. Εάν θα είχε την ανάγκη κάποιου, τότε πως θα μπορούσε να πει ότι αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή;

Βέβαιως όλα αυτά δεν τα είπε και τόσο ξεκάθαρα αλλά ολίγον αινιγματωδώς. Μόλις όμως η Μάρθα είπε, «Όσα θα ζητήσεις θα σου τα δώσει», ο Χριστός πλέον μίλησε ξεκάθαρα λέγοντας, «Όποιος πιστεύει σε μένα, κι όταν θα πεθάνει πάλι θα ζήσει». Με την αποκάλυψη αυτή  ο Χριστός δείχνει πλέον ότι αυτός είναι ο χορηγός των αγαθών και ότι από αυτόν πρέπει να τα ζητούμε. Και συνεχίζει˙ « και όποιος ζει και πιστεύει σε μένα δεν θα πεθάνει στον αιώνα».

Γι΄αυτό και ο Χριστός , πριν αναστήσει τον Λάζαρο , τους κάνει μάθημα με θέμα την Ανάσταση. Εφ’ όσον όμως ο Χριστός είναι η Ανάσταση και η ζωή τότε δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Οπουδήποτε και αν ευρίσκεται , έχει την δύναμη και την εξουσία να γιατρεύει.

Εάν βέβαια έλεγαν ένα λόγο, σαν τον εκατόνταρχο, «ειπέ ένα λόγο και θα γιατρευτεί ο δούλος μου», σίγουρα θα τον έκανε.  Επειδή όμως τον προσκάλεσαν να έρθει κοντά τους και αξίωσαν να έρθει αυτοπροσώπως, γι’ αυτό και ο Χριστός συγκαταβαίνει. Φτάνει στον τόπο τους , για να  αναστήσει όχι μόνο το Λάζαρο αλλά και αυτές  από την ταπεινή ιδέα, που είχαν για το πρόσωπό Του. Όμως , αν και ήλθε κοντά τους , δείχνει , ότι θα μπορούσε και από μακριά να δώσει την θεραπεία. Γι’ αυτό και αργοπορεί σκόπιμα. Εάν τα χορηγούσε αμέσως δεν θα ξεχώριζαν εμφανώς η χάρι και η δύναμή του. Όπως πάλι δεν θα ξεχώριζαν , αν δεν ήταν προχωρημένη η σήψη του νεκρού Λαζάρου και η δυσωδία, που έβαινε από το πτώμα.

Εδώ αναφύεται ένα ερώτημα˙ από πού ήξερε η Μάρθα για την μέλλουσα ανάσταση; Ασφαλώς είχε ακούσει από το στόμα του Χριστού να ομιλεί πολλές φορές για την ανάσταση. Αλλ’ όμως την στιγμή αυτή επιθυμούσε να δει ανάσταση. Δες όμως, πως ο λογισμός της δεν σκέφτεται ορθά. Τι της λέγει ο Χριστός; «εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή». Η Μάρθα όμως δεν λέγει αυθόρμητα, «Κύριε ανάστησε τον Λάζαρο». Αλλά τι λέγει; «Πιστεύω ότι εσύ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού». Ο Χριστός τότε απάντησε. «Καθένας που πιστεύει σε μένα κι αν ακόμη πεθάνει θα ζήσει». Μιλώντας έτσι για τον θάνατο του Λαζάρου. Και συνεχίζει˙ κάθε ζωντανός άνθρωπος που πιστεύει σε μένα δεν θα πεθάνει ποτέ». Εδώ εννοεί τον άλλο θάνατο , τον πνευματικό.

Επειδή λοιπόν εγώ ο ίδιος είμαι η ανάσταση μη πολυστενοχωριέσαι.  Αν και ο αδελφός σου ήδη πέθανε , μόνο πίστευε σ’ εμένα. Γιατί τελικά αυτό δεν είναι θάνατος.

Με τα λόγια αυτά ο Χριστός την παρηγορεί για τον θάνατο του αδελφού της. Της δίνει όμως και την ελπίδα λέγοντας ότι «θα αναστηθεί» και ότι «Εγώ είμαι η ανάσταση» και ότι «αφού αναστηθεί κι αν πάλι πεθάνει δεν θα πάθει και τόσο μεγάλο κακό». Το συμπέρασμα από όλα αυτά  τα αποκαλυπτικά λόγια είναι ότι δεν πρέπει να τρέμουμε και τόσο για τούτον τον σωματικό θάνατο. Κι όλο αυτό που λέει σημαίνει το εξής˙ ούτε ο Λάζαρος πέθανε ούτε και εσείς θα πεθάνετε. «Πιστεύεις τούτο;» λέγει ο Χριστός. Απάντησε ο Μάρθα˙ «πιστεύω, ότι εσύ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, που αναμενόταν να έλθει στον κόσμο».

Στο σημείο αυτό νομίζω πως η Μάρθα δεν εννόησε τα λόγια αυτά. Αντιλήφθηκε , βέβαια , ότι ήταν κάτι πολύ μεγάλο αυτό που ειπώθηκε.  Σίγουρα όμως δεν το κατανόησε σε όλο του το βάθος.

Γι’αυτό και βλέπουμε άλλο να την ρωτά ο Χριστός και άλλο να απαντά αυτή. Ως τη στιγμή αυτή όμως με όλα αυτά που άκουσε από τον Χριστό , κέρδισε κάτι μεγάλο. Καταλλάγιασε ο πόνος του πένθους της.  Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη των λόγων του Χριστού! Η τρυφερή τους αγάπη, που είχαν για τον Κύριο , τους έκαμε ώστε να μη αισθάνονται τον πόνο του πένθους. Δηλαδή μαζί με την χάρι του Κυρίου συνεβάδισε και η γνώμη της Μάρθα και της Μαρίας.  

Απόσπασμα από το βιβλίο "Αγιοπατερική παρηγοριά στους πενθούντες"
Μετάφραση αρχ. Μικηφόρου π'' Χρ. Μανάδη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου