Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

π. Νικόλαος Λουδοβίκος: ''Η Εκκλησία υπενθυμίζει σταθερά ότι ο Θεός είναι πάντα εκεί''


loudobikos 1

Του Θεόδωρου Καλμούκου | Εθνικός Κήρυκας


Η φήμη του π. Νικολάου Λουδοβίκου για την ευρυμάθειά του, τη δύναμη της σκέψης του στους κλάδους της Θεολογίας, της Φιλοσοφίας, της Ψυχολογίας, της Παιδαγωγικής, για να αναφέρουμε μερικούς, έχει ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδος, κι έχει διαδοθεί σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Στη σημερινή μας έκδοση έχουμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από τη συνέντευξη που με προθυμία παραχώρησε στον «Εθνικό Κήρυκα».

Ξεκινήσαμε με τις σκέψεις του για τη ζωή της Εκκλησίας στην Ελλάδα και γενικότερα ανά τον κόσμο, εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Ο π. Νικόλαος είπε πως «όχι μόνον η πανδημία, αλλά και η οικονομική κρίση, οι οξείες πολιτικές και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις, η προοδευτική καταρράκωση των ανθρώπινων σχέσεων, η έκπτωση του έρωτα και της εμπιστοσύνης, η άνοδος αυτού που εγώ ονομάζω ‘φαντασιωτικό υποκείμενο’, του υποκειμένου δηλαδή που φαντάζεται τον εαυτό του περισσότερο παρά τον γνωρίζει (κάτι που συνήθως συμβαίνει δια των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης), η σχεδόν ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της ισχυρής Τεχνητής Νοημοσύνης και ο κίνδυνος μετατροπής των ανθρώπων σε cyborgs, καθώς και η επερχόμενη παγκόσμια ‘κοινωνία της επιτήρησης’, καθιστούν την Ορθόδοξη Εκκλησία εξαιρετικώς αναγκαία σήμερα.

Σε μιαν εποχή που ο άνθρωπος αυτο-θεοποιείται χωρίς όμως να γίνεται καλύτερος, και κατά συνέπεια υπάρχει ο άμεσος κίνδυνος όλη αυτή η πολύ προηγμένη τεχνολογία να υπηρετήσει και πάλι τα χειρότερα ανθρώπινα πάθη, η Εκκλησία θυμίζει πως ο άνθρωπος, ως εικόνα Θεού, μπορεί πράγματι να θεοποιηθεί μέσω της χάρης και μετοχής στον Θεό μόνον εάν μιμηθεί τις αρετές του Θεού, όπως μας τις φανέρωσε ο Χριστός. Η Εκκλησία υπενθυμίζει σταθερά ότι ο Θεός είναι πάντα εκεί, πιστός φίλος, μάνα και πατέρας, περιμένοντας τον άνθρωπο με πολλήν αγάπη να επιστρέψει σ’ Αυτόν».

Για το αν έχει κάτι να πει η Θεολογία σήμερα, είπε, ότι «η μετα-μοντέρνα Φιλοσοφία ευρίσκεται σε τεράστια κρίση σήμερα, καθώς αδυνατεί να μας προσφέρει είτε μια πειστική για όλους Ηθική, είτε έναν ορισμό της ουσίας του ανθρώπου, είτε μια πολιτική φιλοσοφία που να απορρέει από μια κοινά αποδεκτή ερμηνεία της ουσίας των όντων και του πιθανού σκοπού της Ιστορίας.

Η Ψυχολογία, από την άλλη, αδυνατεί να ερμηνεύσει την ανθρώπινη ελευθερία, όπως και το τελικό βάθος των ανθρώπινων κινήτρων και δεν ξέρει τι να κάνει με ιδιότητες της ανθρώπινης ψυχής όπως ο Ναρκισσισμός, ο οποίος αποτελεί ταυτόχρονα το οξυγόνο της ψυχής αλλά και τον θάνατό της. Η Ορθόδοξη θεολογία έχει να πει συγκλονιστικά πράγματα για όλα τα παραπάνω θέματα, αλλά και άλλα ακόμη – και νομίζω ότι αυτό πρέπει να το κάνει χρησιμοποιώντας κυρίως τη γλώσσα των παραπάνω κλάδων και απαντώντας στις ερωτήσεις τους».

Αναφορικά με τη Θεία Κοινωνία και τον τρόπο μετάδοσής της διά της κοινής λαβίδας, είπε ότι «στο ζήτημα της Θείας Κοινωνίας, η Ορθόδοξη θεολογία σήμερα μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε έναν Ευχαριστιακό Νεστοριανισμό και έναν Ευχαριστιακό Μονοφυσιτισμό.

Ο πρώτος μοιάζει να θεωρεί πως η ένωση θείου και ανθρώπινου στοιχείου στον Χριστό δεν ήταν πραγματική και πλήρης, αλλά εξωτερική και ‘ηθική’, οπότε, κατά συνέπεια, κάθε στοιχείο κρατά τις φυσικές του ιδιότητες παντελώς ανεπηρέαστες – επομένως, κατ’ αναλογία, και τα υλικά της Ευχαριστίας μπορούν να μολύνουν με τον κορωνοϊό, ή οτιδήποτε άλλο.

Ο δεύτερος θεωρεί πως η ανθρώπινη φύση του Χριστού, όπως και τα υλικά στοιχεία της Ευχαριστίας αφανίζονται τελείως με την επαφή του με την θεότητα και οι ιοί εξαφανίζονται. Νομίζω πως μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση, σύμφωνα με το πνεύμα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου, θα ήταν να αποδεχθούμε την πλήρη κοινωνία του θείου με το ανθρώπινο στοιχείο, με πλήρη ταυτόχρονα επικοινωνία μεταξύ τους.

Στην περίπτωση αυτή τα φυσικά στοιχεία παραμένουν, και οι τυχόν ενυπάρχοντες ιοί επίσης, αλλά η χάρις της απόλυτης ενώσεως καταργεί την βλαπτικότητά τους - γι’ αυτό και κανείς ποτέ από τους ιερείς δεν αρρώστησε ποτέ, καταλύοντας το υπόλοιπο της Θείας Κοινωνίας.

Πάντως, όσοι έχουν πρόβλημα, ας σκεφθούν επίσης πως το Κοινό Ποτήριο υπήρξε πράξη του Χριστού του ίδιου, κατά την πρώτη εκείνη Ευχαριστία.

Οι Μαθητές είχαν ο καθένας το δικό του ποτήρι μπροστά τους, αλλά ο Χριστός, αντί να χύσει λίγο από τον οίνο στο ποτήρι του καθενός, διάλεξε να προσφέρει σε όλους το δικό Του ποτήρι. Γιατί άραγε; Δεν γνώριζε ο Χριστός πως και ασθένειες μεταδίδονται έτσι και πως, ψυχολογικά και αισθητικά, η χειρονομία αυτή δεν είναι και τόσο ‘ευγενική’»;

Στην ερώτηση «νομίζετε πως η θεσμική εκπροσώπηση της Εκκλησίας, αλλά και η Εκκλησία γενικά θεολογεί ή δεν θεολογεί στις μέρες μας;», ο π. Νικόλαος είπε πως «όχι, δυστυχώς η Εκκλησία δεν κατανοεί πάντοτε ότι η θεολογία είναι η φυσική της αναπνοή – δεν κατανοεί μάλιστα πόσο συναρπαστική είναι η θεολογία. Όσον αφορά τους Επισκόπους, συχνότατα ξεχνούν πως υπάρχουν πολλά χαρίσματα στην Εκκλησία, εκτός από το δικό τους. Και μάλιστα είναι όλα ‘εις τόπον και τύπον Χριστού’ και όχι μόνον το δικό τους, όπως τόσο λανθασμένα πιστεύεται σήμερα».

Για την πίστη είπε πως «όταν δεν γίνεται υπόθεση εσωτερικού φωτισμού και αλλαγής, αλλά χρησιμοποιείται απλώς για λόγους εθνικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς κ.λπ., μεταβάλλεται σε νεκρή και επικίνδυνη ιδεολογία και στο τέλος γελοιοποιείται και απορρίπτεται».

«Εχετε γνώμη για το φαινόμενο του Γεροντισμού, του Μελλοντισμού και του Προφητισμού στις μέρες μας, σαν ένα είδος ‘γκουρισμού’ που έχει αξιώσεις να κατευθύνει τη ζωή πολλών ανθρώπων, ακόμα και στις πλέον προσωπικές τους υποθέσεις;», τον ρωτήσαμε. Απάντησε πως «πρόκειται, νομίζω, για δύο, φαινομενικώς αντίθετα, σημερινά φαινόμενα και όχι για ένα.

Το ένα είναι η άκριτη προσκόλληση σε φαινομενικά ή και πραγματικά ενάρετους ανθρώπους, κατά προτίμηση κληρικούς ή ακόμη καλύτερα, μοναχούς, μαζί με την αγωνιώδη αναζήτηση θαυμάτων και προφητειών σ’ αυτούς, και το άλλο είναι η πλήρης περιφρόνηση κάθε πνευματικής καθοδήγησης, η οποία βαπτίζεται αυτόματα ‘γκουρουϊσμός’ και απορρίπτεται.

Το παράδοξο είναι πως τα δύο αυτά εξωτερικώς αντίθετα φαινόμενα έχουν την ίδια πηγή! Η πηγή αυτή είναι ο ναρκισσισμός και η εαυτο-λατρεία του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος εκτιμά υπερβολικά τον εαυτό του, περισσότερο ίσως και από τον Θεό τον ίδιο... Οπότε, στην πρώτη περίπτωση, ο πιστός ζητά να βολέψει τον ναρκισσισμό του μέσα στο υπερφυσικό, ζητώντας από τον Θεό να τον υπηρετεί με προφητείες και θαύματα και προσκολλώμενος σε ‘γέροντες’, με μια προσκόλληση η οποία, στην πραγματικότητα, ακόμη και όταν υπερεξαίρει τα ‘χαρίσματα’ του γέροντα, τον χρησιμοποιεί ως έρεισμα του ατομικού ναρκισσισμού, με έναν τρόπο που περιγράφηκε, για παράδειγμα, από τον Heinz Kohut και την θεωρία του για τα ‘selfobjects’.

Στην δεύτερη περίπτωση, ο άνθρωπος θεωρεί πως δεν χρειάζεται καμμιά πνευματική καθοδήγηση και θέτει τα πράγματα του Θεού κάτω από την δική του ανώριμη κρίση. Και η κρίση αυτή είναι ανώριμη, διότι είναι πάντοτε, λιγότερο ή περισσότερο, φίλαυτη. Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσω πως η θεολογία του θελήματος είναι απίστευτα υπανάπτυκτη στη σύγχρονη Ορθόδοξη Θεολογία.

Το θέλημα ούτε καταργείται, ούτε ξεριζώνεται, ούτε υποκαθίσταται με το θέλημα του ‘γέροντα’ - ούτε καν στον Μοναχισμό δεν γίνεται αυτό, και, εάν γίνει, αποτελεί βαριά ψυχική ασθένεια. Το προσωπικό ανθρώπινο θέλημα δεν χάνεται, αλλά μόνον εκπαιδεύεται δια της περιεκτικής υπακοής (που είναι το άνοιγμα του θελήματός μου στο θέλημα του άλλου, και αυτό δεν αφορά μόνον το θέλημα του ‘γέροντα’), ούτως ώστε, από φίλαυτο θέλημα που είναι να καταστεί φιλάδελφο και με τον τρόπον αυτό, και φιλόθεο».

Όταν η συνομιλία μας στράφηκε στο τι τον προσέλκυσε στη Θεολογία και την ιεροσύνη, είπε, «ξεκίνησα από μακριά για να φτάσω στην θεολογία και την ιερωσύνη. Η παρακμή της σύγχρονης φιλοσοφίας και το αδιέξοδο των αντικρουόμενων ψυχολογικών θεωριών ήταν μια αιτία. Η κυριότερη όμως αιτία ήταν η αναπάντεχη συνάντηση με κάποιους σύγχρονους αγίους που με την βιοτή τους απεδείκνυαν ότι πράγματι ο Θεός έγινε άνθρωπος και πως το αντίθετο είναι επίσης εφικτό».

Για την Ομογένειά μας είπε: «είστε αδελφοί αγαπημένοι! Λόγω των σπουδών αλλά και των ακαδημαϊκών μου δραστηριοτήτων, υπήρξα, κατά καιρούς, εφημέριος σε Ελληνικές κοινότητες σε δύο διαφορετικές Δυτικές χώρες. Ο Ελληνισμός έχει όχι μόνον να πάρει αλλά και να δώσει καταπληκτικά πράγματα στον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο, τον οποίον εγώ στα τελευταία βιβλία μου αποκαλώ, ακριβώς γι’ αυτό, ‘Ελληνο-δυτικό κόσμο’».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου