Λουκ. 4-27 καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ ᾿Ελισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ ᾿Ισραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος.
Βασιλειών Δ'
Καιφάλαιο 5
ΚΑΙ Ναιμὰν ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως Συρίας ἦν ἀνὴρ μέγας ἐνώπιον τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ τεθαυμασμένος προσώπῳ, ὅτι ἐν αὐτῷ ἔδωκε Κύριος σωτηρίαν Συρίᾳ· καὶ ὁ ἀνὴρ ἦν δυνατὸς ἰσχύϊ, λελεπρωμένος. 2 καὶ Συρία ἐξῆλθον μονόζωνοι καὶ ᾐχμαλώτευσαν ἐκ γῆς ᾿Ισραὴλ νεάνιδα μικράν, καὶ ἦν ἐνώπιον τῆς γυναικὸς Ναιμάν. 3 ἡ δὲ εἶπε τῇ κυρίᾳ αὐτῆς· ὄφελον ὁ κύριός μου ἐνώπιον τοῦ προφήτου τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐν Σαμαρείᾳ, τότε ἀποσυνάξει αὐτὸν ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ. 4 καὶ εἰσῆλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ ἑαυτῆς καὶ εἶπεν· οὕτως καὶ οὕτως ἐλάλησεν ἡ νεᾶνις ἡ ἐκ γῆς ᾿Ισραήλ. 5 καὶ εἶπε βασιλεὺς Συρίας πρὸς Ναιμάν· δεῦρο εἴσελθε, καὶ ἐξαποστελῶ βιβλίον πρὸς βασιλέα ᾿Ισραήλ· καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔλαβεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ δέκα τάλαντα ἀργυρίου καὶ ἑξακισχιλίους χρυσοῦς καὶ δέκα ἀλλασσομένας στολάς. 6 καὶ ἤνεγκε τὸ βιβλίον πρὸς τὸν βασιλέα ᾿Ισραὴλ λέγων· καὶ νῦν ὡς ἂν ἔλθῃ τὸ βιβλίον τοῦτο πρὸς σέ, ἰδοὺ ἀπέστειλα πρός σε Ναιμὰν τὸν δοῦλόν μου, καὶ ἀποσυνάξεις αὐτὸν ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ. 7 καὶ ἐγένετο ὡς ἀνέγνω βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ τὸ βιβλίον, διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ἐγὼ τοῦ θανατῶσαι καὶ ζωοποιῆσαι, ὅτι οὖτος ἀποστέλλει πρός με ἀποσυνάξαι ἄνδρα ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ; ὅτι πλὴν γνῶτε δὴ καὶ ἴδετε ὅτι προφασίζεται οὗτός μοι. 8 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ῾Ελισαιὲ ὅτι διέρρηξεν ὁ βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπέστειλε πρὸς τὸν βασιλέα ᾿Ισραὴλ λέγων· ἱνατὶ διέρρηξας τὰ ἱμάτιά σου; ἐλθέτω δὴ πρός με Ναιμὰν καὶ γνώτω ὅτι ἐστὶ προφήτης ἐν ᾿Ισραήλ. 9 καὶ ἦλθε Ναιμὰν ἐν ἵππῳ καὶ ἅρματι καὶ ἔστη ἐπὶ θύρας οἴκου ῾Ελισαιέ. 10 καὶ ἀπέστειλεν ῾Ελισαιὲ ἄγγελον πρὸς αὐτὸν λέγων· πορευθεὶς λοῦσαι ἑπτάκις ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ, καὶ ἐπιστρέψει ἡ σάρξ σού σοι, καὶ καθαρισθήσῃ. 11 καὶ ἐθυμώθη Ναιμὰν καὶ ἀπῆλθε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εἶπον ὅτι πρός με πάντως ἐξελεύσεται καὶ στήσεται καὶ ἐπικαλέσεται ἐν ὀνόματι Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσει τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἀποσυνάξει τὸ λεπρόν· 12 οὐχὶ ἀγαθὸς ᾿Αβανὰ καὶ Φαρφὰρ ποταμοὶ Δαμασκοῦ ὑπὲρ πάντα τὰ ὕδατα ᾿Ισραήλ; οὐχὶ πορευθεὶς λούσομαι ἐν αὐτοῖς καὶ καθαρισθήσομαι; καὶ ἐξέκλινε καὶ ἀπῆλθεν ἐν θυμῷ. 13 καὶ ἤγγισαν οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ἐλάλησαν πρὸς αὐτόν· μέγα λόγον ἐλάλησεν ὁ προφήτης πρὸς σέ· οὐχὶ ποιήσεις; καὶ ὅτι εἶπε πρὸς σέ, λοῦσαι καὶ καθαρίσθητι. 14 καὶ κατέβη Ναιμὰν καὶ ἐβαπτίσατο ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ἑπτάκις κατὰ τὸ ρῆμα ῾Ελισαιέ, καὶ ἐπέστρεψεν ἡ σάρξ αὐτοῦ ὡς σάρξ παιδαρίου μικροῦ, καὶ ἐκαθαρίσθη. 15 καὶ ἐπέστρεψε πρὸς ῾Ελισαιὲ αὐτὸς καὶ πᾶσα ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ, καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ δὴ ἔγνωκα ὅτι οὐκ ἔστι Θεὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ· καὶ νῦν λαβὲ τὴν εὐλογίαν παρὰ τοῦ δούλου σου. 16 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ζῇ Κύριος, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ, εἰ λήψομαι· καὶ παρεβιάσατο αὐτὸν λαβεῖν, καὶ ἠπείθησε. 17 καὶ εἶπε Ναιμάν· καὶ εἰ μή, δοθήτω δὴ τῷ δούλῳ σου γόμος ζεῦγος ἡμιόνων, ὅτι οὐ ποιήσει ἔτι ὁ δοῦλός σου ὁλοκαύτωμα καὶ θυσίασμα θεοῖς ἑτέροις, ἀλλ᾿ ἢ τῷ Κυρίῳ μόνῳ· 18 καὶ ἱλάσεται Κύριος τῷ δούλῳ σου ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι τὸν κύριόν μου εἰς οἶκον Ρεμμὰν προσκυνῆσαι ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ἐπαναπαύσεται ἐπὶ τῆς χειρός μου καὶ προσκυνήσω ἐν οἴκῳ Ρεμμὰν ἐν τῷ προσκυνεῖν αὐτὸν ἐν οἴκῳ Ρεμμάν, καὶ ἱλάσεται δὴ Κύριος τῷ δούλῳ σου ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ. 19 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ πρὸς Ναιμάν· δεῦρο εἰς εἰρήνην. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ� αὐτοῦ εἰς δεβραθὰ τῆς γῆς. 20 καὶ εἶπε Γιεζὶ τὸ παιδάριον ῾Ελισαιέ· ἰδοὺ ἐφείσατο ὁ κύριός μου τοῦ Ναιμὰν τοῦ Σύρου τούτου τοῦ μὴ λαβεῖν ἐκ χειρὸς αὐτοῦ ἃ ἐνήνοχε· ζῇ Κύριος ὅτι εἰ μὴ δραμοῦμαι ὀπίσω αὐτοῦ καὶ λήψομαι ἀπ᾿ αὐτοῦ τι. 21 καὶ ἐδίωξε Γιεζὶ ὀπίσω τοῦ Ναιμάν, καὶ εἶδεν αὐτὸν Ναιμὰν τρέχοντα ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ ἅρματος εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ εἶπεν· εἰρήνη· 22 ὁ κύριός μου ἀπέστειλέ με λέγων· ἰδοὺ νῦν ἦλθον πρός με δύο παιδάρια ἐξ ὄρους ᾿Εφραὶμ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν· δὸς δὴ αὐτοῖς τάλαντον ἀργυρίου καὶ δύο ἀλλασσομένας στολάς. 23 καὶ εἶπε· λαβὲ διτάλαντον ἀργυρίου· καὶ ἔλαβε δύο τάλαντα ἀργυρίου ἐν δυσὶ θυλάκοις καὶ δύο ἀλλασσομένας στολὰς καὶ ἔδωκεν ἐπὶ δύο παιδάρια αὐτοῦ. καὶ ᾖραν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. 24 καὶ ἦλθον εἰς τὸ σκοτεινόν, καὶ ἔλαβεν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ παρέθετο ἐν οἴκῳ καὶ ἐξαπέστειλε τοὺς ἄνδρας. 25 καὶ αὐτὸς εἰσῆλθε καὶ παρεστήκει πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ· καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ῾Ελισαιέ· πόθεν, Γιεζί; καὶ εἶπε Γιεζί· οὐ πεπόρευται ὁ δοῦλός σου ἔνθα καὶ ἔνθα. 26 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ῾Ελισαιέ· οὐχὶ ἡ καρδία μου ἐπορεύθη μετὰ σοῦ, ὅτε ἐπέστεψεν ὁ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ἅρματος εἰς συναντήν σοι; καὶ νῦν ἔλαβες τὸ ἀργύριον, καὶ νῦν ἔλαβες τὰ ἱμάτια καὶ ἐλαιῶνας καὶ ἀμπελῶνας καὶ πρόβατα καὶ βόας καὶ παῖδας καὶ παιδίσκας· 27 καὶ ἡ λέπρα Ναιμὰν κολληθήσεται ἐν σοὶ καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξῆλθεν ἐκ προσώπου αὐτοῦ λελεπρωμένος ὡσεὶ χιών.
Απόδοση απο Βίβλος Εικονογραφημένη
Β. Μουστάκη- Ι.Τιμαγένους
Εκδόσεις Ι.Σιδέρης
Την εποχή του Ελισσαίου ζούσε ένας σπουδαίος στρατηγός του βασιλιά της Συρίας ο Νεεμάν. Αυτός έσωσε πολλές φορές τη Συρία από πολέμους. Ήταν λοιπόν πανίσχυρος αλλά άρρωστος. Έπασχε από φοβερή αρρώστια. Ήταν λεπρός. Αυτή η αρρώστια δύσκολα θεραπεύεται και σήμερα , όταν είναι στα πρώτα μόνο στάδια, αλλιώς είναι αγιάτρευτη. Τότε, λοιπόν , η κακή αυτή αρρώστια ήταν αγιάτρευτη σε όλα τα στάδιά της. Μία μέρα η μικρή υπηρέτρια του Νεεμάν, που του την είχαν φέρει οι στρατιώτες αιχμάλωτη από το Ισραήλ, λέει στην κυρία της:« Μακάρι να ήταν ο κύριό μου, ο Νεεμάν, στη Σαμάρεια που είναι ο προφήτης. Αυτός θα τον γιάτρευε από τη λέπρα».
Όταν το έμαθε ο Νεεμάν, πήγε στο βασιλιά και του είπε τα νέα που έμαθε από τη μικρή Ισραηλίτισσα.
« Να πας» , του είπε ο βασιλιάς της Συρίας, « κι εγώ θα στείλω και γράμμα στο βασιλιά του Ισραήλ».
Αναχώρησε , λοιπόν, ο Νεεμάν με δώρα και χρήματα και με την επιστολή και έφτασε στο Ισραήλ. Ο βασιλιάς του Ισραήλ, μόλις έλαβε το γράμμα, έσκισε τα ρούχα του.
«Τι είμαι εγώ, Θεος να σε θεραπεύσω; Μήπως ο βασιλιάς σου ζητάει πρόφαση;»είπε
Μόλις τα έμαθε ο Ελισσαίος αυτά, έστειλε μήνυμα προς το βασιλιά και είπε:
« Γιατί έσκισες τα ρούχα σου; Στείλ' τον σ' εμένα, για να μάθει ότι υπάρχει προφήτης στο Ισραήλ».
Τότε ο Νεεμάν με την ακολουθία και τα δώρα του πήγε στο σπίτι του προφήτη. Ο Ελισσαίος του παράγγειλε να πάει αμέσως και να λουστεί εφτά φορές στον Ιορδάνη και θα θεραπευτεί. Ο Νεεμάν θύμωσε πολύ και έφυγε λέγοντας:
« Εγώ περίμενα πως ο προφήτης θα έρθει να με συναντήσει και πως θα προσευχηθεί στο Θεό του και ότι θα βάλει το χέρι του στην άρρωστη σάρκα μου, για να με θεραπεύσει. Ο Αβάνα και ο Φαρφάρ, οι ποταμοί της Δαμασκού , είναι καλύτεροι από τα νερά του Ισραήλ. Μπορούσα να λουστώ σ' αυτούς και να καθαριστώ τελείως απ' τη λέπρα» .
Αμέσως όμως τον πλησίασαν οι δούλοι του και του είπαν:
«Πατέρα, αν ο προφήτης, για να σε καθαρίσει, σου' λεγε να κάνεις κάτι δύσκολο, θα το έκανες για χάρη της υγείας σου. Τώρα που σου λέει να λουστείς γιατί δεν το κάνεις;»
Άκουσε ο Νεεμάν τους δούλους του και λούστηκε εφτά φορές στον Ιορδάνη και το θαύμα έγινε. Η λέπρα έπεσε αμέσως από το κορμί του και ο Νεεμάν έγινε καλά.
Επέστρεψε τότε στον προφήτη και του είπε:
« Τώρα έμαθα πως σ' όλη τη γη δεν υπάρχει θεός, παρά μόνο ο Θεός του Ισραήλ. Τώρα λοιπόν, σε παρακαλώ δέξου τα δώρα μου» .
Ο Ελισσαίος όμως δε δέχτηκε τίποτα και είπε:
« Ζεί ο Θεός και είναι πάντα παρών. Δε δέχομαι δώρα»
Ο Νεεμάν τον παρακαλούσε να δεχτεί, αλλ' αυτός δεν ήθελε.
«Σε παρακαλώ», είπε τότε ο Νεεμάν, «ας μου δοθούν δυο φορτώματα απ' το χώμα αυτής της γης, γιατί δεν θα κάνω πια θυσίες σ' άλλους θεούς παρά μόνο στον αληθινό Θεό. Ζητώ μόνο την άδειά σου, για να βοηθώ το βασιλιά μου να πηγαίνει στο δικό του ναό να προσφέρει εκείνος τις θυσίες του» .
«Πήγαινε», είπε ο Ελισσαίος , «η ειρήνη να είναι μαζί σου».
Έφυγε αμέσως ο Νεεμάν υγιής και ευχαριστημένος.
Μόλις έφυγε ο Νεεμάν, ο υπηρέτης του Ελισσαίου, Γιεζεί, είπε μόνος του:« Ο κύριος μου ο Ελισσαίος δε θέλησε να πάρει τίποτα απ' τα δώρα που του 'φερε ο Νεεμάν. Εγώ όμως θα τρέξω αμέσως να τον προφτάσω και κατι θα μου δώσει»;
Έτρεξε , λοιπόν , ο Γιεζεί και πρόφτασε τον Νεεμάν. Μόλις ο Νεεμάν είδε τον υπηρέτη του προφήτη να τρέχει πίσω του, κατέβηκε απο το αμάξι του και ρώτησε:
«Είστε καλα»;
Καλά , απάντησε ο Γιεζει,«μ' έστειλε ο κύριος μου να σου πω πως ήρθαν απ' τον όρος Εφραίμ δυο γιοι προφητών .Σε παρακάλω, δώσε του δυο φορεσιές και λίγα χρήματα».
« Ευχαρίστως. Είπε ο Νεεμάν. Να πάρεις αμέσως και περισσότερα μάλιστα χρήματα».
Τα φόρτωσε όλα σε δυο δούλους του ο Νεεμάν και τους έστειλε μαζί με τον Γιεζεί.
Μόλις έφτασαν στο Οφήλ, τα πήρε όλα ο Γιαζεί και τα φύλαξε στο σπίτι του και έστειλε πίσω τους δούλους του Νεεμάν. Αυτός ήρθε στον Ελισσαίο.
« Από του έρχεσαι , Γιεζεί; »τον ρώτησε ο προφήτης.
«Πουθενά δεν πήγα, απάντησε αυτός».
Νομίζεις πως δε σε παρακολούθησα σ' αυτά που έκανες; Είναι καιρός για να μαζεύεις χρήματα και φορεσιές και χωράφια και αμπέλια και πρόβατα και βόδια και δούλους και δούλες; Γι' αυτό η λέπρα του Νεεμάν θα κολλήσει πάνω σε σένα και στους απογόνους σου αιώνια.
Ο Γιεζεί έφυγε από τον προφήτη γεμάτος λέπρα.