Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθεΐα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθεΐα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Φ.Ντοστογιέφσκι-Έγκλημα και τιμωρία Αποσπασμα

Ο Φονιάς και η Πόρνη.

(…)
Ο Ρασκόνλικοβ σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε κάπου ένα λεπτό. Η Σόνια στεκόταν με τα χέρια πεσμένα, με σκυμμένο το κεφάλι, τρομερά θλιμμένη.
-Και δεν μπορείτε να βάλετε τίποτα στην πάντα για καμιά κακιά ώρα; ρώτησε σταματώντας ξαφνικά μπροστά της.
-Όχι! Ψιθύρισε η Σόνια.
-Και βέβαια όχι! Δοκιμάσατε μήπως; Πρόσθεσε αυτός σχεδόν κοροϊδευτικά.
-Δοκίμασα.
-Κι αποτύχατε! Μα και βέβαια, εννοείται! Τι κάθομαι και ρωτάω.
Και ξανάρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε ακόμη ένα λεπτό.
-Δεν έχει δουλειά κάθε μέρα, ε;
Η Σόνια τα’χασε ακόμα περισσότερο και τα μάγουλά της ξανακοκκίνισαν.
-Όχι, ψιθύρισε με βασανιστική προσπάθεια.
-Και με την Πόλετσκα το ίδιο θα γίνει σίγουρα, είπε κείνος ξαφνικά.
-Όχι! Όχι! Δεν μπορεί, όχι! ξεφώνισε δυνατά σαν απελπισμένη η Σόνια, λες και τη χτύπησαν ξαφνικά με μαχαίρι. Ο Θεός, ο Θεός δε θ’ αφήσει να γίνει ένα τόσο φριχτό πράμα!...
-Άλλους αφήνει όμως
-Όχι , όχι! θα την προστατέψει ο Θεός, ο Θεός! έλεγε και ξανάλεγε σαν να μην ήξερε πια τι της γίνεται.
-Μα μπορεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός, απάντησε με κάποια χαιρεκακία ο Ρασκόλνικοβ, γέλασε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της Σόνια, άλλαξε ξάφνου τρομερά: οι σπασμοί το αυλάκωναν. Του ‘ριξε ένα βλέμμα ανείπωτης μομφής, κάτι θέλησε να πει, μα δεν μπόρεσε να προφέρει τίποτα και μονάχα, ξαφνικά, έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες∙ έκλεγε πικρά μ’ αναφιλητά.
-Λέτε πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα τα’χει χαμένα, μα βλέπω πως και σείς δεν πάτε καθόλου πίσω, πρόφερε αυτός ύστερ’ από μικρή σιωπή. Περάσανε κάπου πέντε λεπτά. Αυτός όλο και βημάτιζε πέρα-δώθε, σωπαίνονται και χωρίς να την κοιτάει. Τέλος την πλησίασε. Τα μάτια του αστράφτανε. Ακούμπησε τα χέρια στους ώμους της και την κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του ήταν στεγνό, πυρετώδικο, κοφτερό, τα χείλη του τρέμανε.. ξάφνου έσκυψε, και πέφτοντας στο πάτωμα, φίλησε το πόδι της. Η Σόνια πισωπάτησε με φρίκη , σαν να’χε μπροστά της κανένα τρελό. Και πραγματικά φαινόταν ολότελα τρελός.
-Τι κάνετε, τι πάθατε; Μπροστά μου μουρμούρησε αυτή χλομιάζοντας, κι η καρδιά της σφίχτηκε, σφίχτηκε τόσο που πόνεσε.
Αυτός σηκώθηκε αμέσως.
-Δεν προσκύνησα εσένα, μα προσκύνηα όλο τον ανθρώπινο πόνο, είπε άγρια και πήγε στο παράθυρο. Άκου , πρόσθεσε γυρίζοντας κοντά της ύστερ’ από λίγο. Είπα απόψε σ’ ένα φανατισμένο πως δεν αξίζει ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι…και πως έκανα σήμερα τιμή στην αδερφή μου όταν σ’ έβαλα να κάτσεις δίπλα της.
-Αχ, γιατί τους το είπατε αυτό! Και μπροστά της; Ξεφώνισε φοβισμένη η Σόνια. Να κάτσει δίπλα μου! Τιμή! Μα εγώ..εγώ μια τέτοια…Αχ, γιατί το είπατε αυτό!
-Δεν το είπα για την ατιμία και την αμαρτία σου, μα το είπα γιατί υπόφερες πολύ. Όσο για τα’ ότι είσαι μα μεγάλη αμαρτωλή, ναι, αυτό είναι αλήθεια, πρόσθεσε σχεδόν με έξαρση. Και η μεγαλύτερη αμαρτία σου είναι που νέκρωσες και πρόδωσες άσκοπα τον εαυτό σου. Και βέβαια είναι φριχτό! Και βέβαια είναι φριχτό να ζείς σ’ αυτή τη λάσπη, που τη μισείς τόσο και ταυτόχρονα το ξέρεις κι η ίδια- φτάνει μονάχα ν’ ανοίξεις τα μάτια σου- πως κανένα δε βοηθάς μ’ αυτό, που, και κανένα δε σώζεις από τίποτα! Μα πές μου λοιπόν επιτέλους, πρόφερε σχεδόν παράφορα, πως μπορείς και συνταιριάζεται μέσα σου αυτό το αίσχος και η ποταπότητα μαζί με τ’ άλλα, τ ’ανώτερα και ιερά αισθήματα; Θα’ ταν , μα την πίστη μου , πολύ πιο δίκαιο, χίλιες φορές πιο δίκαιο και λογικό να πέσεις στο ποτάμι και να τελειώνεις μεμιάς!
-Και κείνοι τι θ’ απογίνουν ; ρώτησε μ’ αδύνατη φωνή η Σόνια και τον κοίταζε μαρτυρικά, ταυτόχρονα όμως σαν να μην απόρησε καθόλου με την πρόταση του.
Ο Ρασκόνλικοφ την κοίταξε παράξενα.
Τα διάβασε όλα στο βλέμμα της. Ώστε λοιπόν το’χε σκεφτεί κι η ίδια. Ίσως να το’ χε σκεφτεί πολλές φορές στα σοβαρά, τις στιγμές της απελπισίας, να τελειώνει μια και καλή, και το’χε σκεφτεί σοβαρά, που τώρα δεν απόρησε σχεδόν καθόλου με την πρότασή του. Δεν παρατήρησε και τη σκληράδα που είχαν τα λόγια του κι ούτε ένιωσε τη σημασία που’δινε στις κατηγόριες του και τον ιδιαίτερο τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή. Ο Ρασκόλνικοβ το είδε καθαρά. Κατάλαβε όμως εντελώς ως ποιόν τερατόμορφο πόνο την είχε κατασπαράξει αυτή η σκέψη για τη βρομερή και ντροπιασμένη ζωή της. Τι να’ταν λοιπόν , τι μπορούσε να τη σταματάει ως τα τώρα απ’ το να τελειώνει μια και καλή; Και τότε μονάχα κατάλαβε ως το τέλος τι σήμαιναν γι’αυτήν εκείνα τα μικρά, φτωχά ορφανά κι εκείνη η αξιολύπητη , μισότρελη Κατερίνα Ιβάνοβνα με το χτικιό της και με τα χτυπήματα του κεφαλιού στον τοίχο.
Παρ’ όλα αυτά όμως, καταλάβενε πολύ καλά πως η Σόνια με το χαραχτήρα της και τη μόρφοση που είχε πάρει, δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να μείνει έτσι. Ωστόσο απόμενε αναπάντητο το ερώτημα: γιατί μπόρεσε κι έμεινε τόσον καιρό σ’αυτή την κατάσταση και δεν τρελάθηκε, αφού δεν είχε το σθένος να πέσει στο ποτάμι. Αντιλαμβανόταν φυσικά πως η περίπτωση της Σόνια είναι συμπτωματικό φαινόμενο στην κοινωνία, αν και δυστυχώς, κάθε άλλο παρά μοναδικό. Μα ακριβώς επειδή ήταν συμπτωματικό, επειδή ακριβώς η Σόνια είχε την πενευματική ανάπτυξη που είχε κι έζησε προηγούμενα τη ζωή που έζησε, θα μπορούσε στο πρώτο της βήμα πάνω σ’ αυτό τον αποκρουστικό δρόμο. Τι ήταν λοιπόν αυτό που της έδινε κουράγιο; Όχι βέβαια η διαφθορά! Όλη αυτή η ντροπή ήταν φανερό πως την είχε αγγίξει μονάχα μηχανικά∙ απ’ την πραγματική διαφθορά δεν είχε περάσει ακόμα ούτε μια σταγόνα στην καρδιά της∙ αυτό το’βλεπε: στεκόταν μπροστά του σαν ολάνοιχτο βιβλίο.
«Τρεις δρόμους έχει ν’ ακολουθήσει, σκεφτότανε. Να πέσει στο κανάλι, να βρεθεί στο φρενοκομείο ή…τέλος να ριχτεί στη διαφθορά, που ναρκώνει το μυαλό και πετρώνει την καρδιά».
Η τελευταία σκέψη ήταν γι’ αυτόν η πιο αποκρουστική: μα ήταν κιόλας σκεπτικιστής, ήταν νέος, τύπος εγκεφαλικός και κατά συνέπεια σκληρός, και γι’αυτό δεν μπορούσε να μην πιστεύει πως η τελευταία διέξοδος, δηλαδή η διαφθορά, ήταν η πιθανότερη απ’ όλες.
« Μα είναι λοιπόν δυνατό να’ναι αλήθεια αυτό;» ξεφώνισε μέσα του. «Είναι λοιπόν δυνατό κι αυτό το πλάσμα να πέσει στο τέλος συνειδητά σ’ αυτόν το σιχαμερό βούρκο; Είναι δυνατό η πτώση αυτή να’χει αρχίσει κιόλας, κι είναι τάχα δυνατό να μπόρεσε να τα υποφέρει όλ’ αυτά ως τώρα γιατί η διαφθορά δεν της φαίνεται πια τόσο αποκρουστική; Όχι , όχι , δεν μπορεί να’ναι έτσι!» αναφωνούσε όπως πριν από λίγο η Σόνια. «Όχι , ως τα τώρα τη συγκρατούσε απ’ το κανάλι η σκέψη της αμαρτίας και κείνοι, εκείνα τα παιδιά …της. Αν δεν τρελάθηκε ως τώρα…Μα ποιος μπορεί να βεβαιώσει πως δεν τρελάθηκε; Μήπως είναι στα καλά της; Είναι δυνατό να μιλάει κανείς όπως μιλάει αυτή; είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς έτσι αν δεν του’χουν σαλέψει; Είναι δυνατόν να κάθεται πάνω απ’ την καταστροφή, πάνω απ’ το βρόμικο βούρκο που την τραβάει κιόλας κα να μη θέλει να δει που βρίσκεται, και να βουλώνει τ’αυτιά της όταν την προειδοποιούν για τον κίνδυνο; Μα τι, μήπως περιμένει κάνα θαύμα; Σίγουρα έτσι θα’ναι. Μήπως τάχα όλ’αυτά δεν είναι σημάδια τρέλας;»
Σταμάτησε με πείσμα σ’αυτή τη σκέψη. Αυτή η λύση μάλιστα του άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη. Άρχισε να τη εξετάζει πιο προσεχτικά.
-Ώστε προσεύχεσαι πολύ στο Θεό, Σόνια; τη ρώτησε.
Η Σόνια σώπαινε. Αυτός στεκόταν μπροστά της και περίμενε να του απαντήσει.
-Τι θα γινόμαστε χωρίς το Θεό; Ψυθύρισε αυτή γρήγορα και ζωήρα και του’ριξε ένα βλέμμα∙ τα μάτια της φωτίστηκαν ξαφνικά και του’σφιξε το χέρι.
«Έτσι λοιπόν , καλά το σκέφτηκα!» είπε μέσα του.
-Κι ο Θεός τι σου δίνει σ’ αντάλλαγμα! Ρώτησε συνεχίζοντας την ανάκριση.
Η Σόνια έμεινε για κάμποσο σιωπηλή, σαν να μην μπορούσε ν’απαντήσει. Το αδύνατο στήθος της ανεβοκατέβαινε απ’την ταραχή.
-Σωπάστε! Μη με ρωτάτε! Δεν είστε άξιος…ξεφώνισε ξαφνικά κοιτάζοντας τον αυστηρά και θυμωμένα.
«Αυτό είναι ! Αυτό είναι!» έλεγε και ξανάλεγε εκείνος επίμονα μέσα του.
-Όλα μου τα δίνει! Ψιθύρισε βιαστικά και χαμήλωσε πάλι τα μάτια.
«Να η διέξοδος λοιπόν! Να κι η εξήγηση της» έβγαλε μέσα του την απόφαση , κοιτάζοντας την μ’ αχόρταγη περιέργεια.
Μ’ένα καινούργιο , παράξενο, σχεδον νοσηρό συναίσθημα, κοιταζε τώρα αυτό το χλομό, αδύνατο , ακανόνιστο και γωνιώδες προσωπάκι, αυτά τα ταπεινά γαλάζια μάτια που μπορούσαν να λάμπουν με τόση φλόγα, με τόση αυστηρή επιθετικότητα, αυτό το μικρό κορμί που έτρεμε ακόμα από αγανάχτηση κι οργή κι ό’ αυτά του φαινόταν όλο και πιο παράξενα, σχεδόν απίθανα. «Βλαμμένη, βλαμμένη!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.
Πάνω στο κομό ήταν ένα βιβλίο. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, την ώρα που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, το κοίταζε∙ τώρα το πήρε και τα’ άνοιξε. Ήταν η Καινή Διαθήκη σε ρούσικη μετάφραση. Το βιβλίο ήταν παλιό , μεταχειρισμένο, με δερμάτινο δέσιμο.
-Που το βρήκατε αυτό; της φώναξε απ’ την άλλη γωνία του δωματίου.
Αυτή στεκόταν στο ίδιο μέρος, τρία βήματα μακριά απ’ το τραπέζι.
-Μου το φέρανε, του απάντησε ανόρεχτα και χωρίς α τον κοιτάξει.
-Ποιος το’φερε;
-Η Λιζαβέτα∙ της το ζήτησα
«Η Λιζαβέτα! Παράξενο!» σκέφτηκε αυτός.
Από στιγμή σε στιγμή το κάθε τι της Σόνιας του φαινόταν όλο και πιο παράξενο και πιο θαυμαστό. Έφερε το βιβλίο στο φως κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.
-Που είναι το μέρος που λέει για τον Λάζαρο; Ρώτησε ξαφνικά.
Η Σόνια κοίταζε επίμονα το πάτωμα και δεν απαντούσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στο τραπέζι.
-Που είναι το μέρος για την ανάσταση του Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.
Αυτή τον κοίταξε απ’ το πλάι.
-Δεν είναι κεί που ψάχνετε…στο τέταρο Ευαγγέλιο…πρόφερε αυστηρά , χωρίς να τον πλησιάσει
-Βρές το και διάβασέ μου το, είπε αυτός και κάθισε∙ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι , στήριξε το πιγούνι στην παλάμη και βάλθηκε να κοιτάει βλοσυρά στα πλάγια, έτοιμος ν’ακούσει.
«Σε δυο-τρείς βδομάδες θα βρίσκουμαι κιόλας στο δρόμο για την εξορία, αν δε γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.
-Μα τι; Δεν το’χετε διαβάσει; Ρώτησε αυτή κοιτάζοντάς τον απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού κάτω απ’ τα φρύδια της.
Η φωνή γινόταν όλο και πιο τραχιά.
-Είναι καιρός…Όταν πήγαινα σχολείο. Διαβάστε!
-Και στην εκκλησία; Δεν τα’ακούσατε;
-Εγώ…δεν πάω. Εσύ πας συχνά;
-Ο-ο-όχι , ψιθύρισε η Σόνια.
Ο Ρασκόλνικοβ χαμογέλασε ειρωνικά.
-Καταλαβαίνω…ώστε δε θα πας στην κηδεία του πατέρα σου;
-Θα πάω. Είχα πάει και την περασμένη εβδομάδα, έκανα μνημόσυνο.
-Για ποιον;
-Για την Λιζαβέτα. Τη σκοτώσανε με τσεκούρι.
Τα νεύρα του ερεθίζονταν όλο και πιο πολύ. Άρχισε να ζαλίζεται.
-Είχες φιλίες με τη Λιζαβέτα;
-Ναι…Ήταν δίκαιη…ερχόταν εδώ…σπάνια…δεν ήταν σωστό…Διαβάζαμε μαζί και κουβεντιάζαμε. Θα πάει στον Παράδεισο.
Ηχούσαν παράξενα στ’ αυτία του αυτά τα λόγια∙ κι ύστερα, άλλο και τούτο πάλι:κάτι μυστηριώδεις συναντήσεις με τη Λιζαβέτα…κι οι δυο τους βλαμμένες.
«Εδώ μπορούν να σου στρίψουν και σένα! Είναι κολλητικό!» σκέφτηκε.
-Διάβασε! Φώναξε ξαφνικά επίμονα και νευριασμένα.
Η Σόνια δεν τα’ αποφάσιζε. Η καρδιά της χτυπούσε. Σαν να μην τολμούσε να του διαβάσει. Αυτός κοίταζε σχεδόν υποφέροντας τη «δυστυχισμένη τρλή».
-Τι σας χρειάζεται; Αφού δεν πιστεύετε, ψιθύρισε σιγά, ανασαίνοντας δύσκολα.
-Διάβασε! Έτσι θέλω! Επέμενε αυτός. Της Λιζαβέτας της διάβαζες.
Η Σόνια άνοιξε το βιβλίο και βρήκε το χωρίο. Τα χέρια της τρέμανε, η φωνή της έβγαινε βραχνή. Δυο φορές έκανε ν’αρχίσει κι όλο δεν τα κατάφερνε να προφέρει λέξη.
«Ην δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας» , πρόφερε επιτέλους με προσπάθεια, μα ξαφνικά, στην Τρίτη κιόλας λέξη, η φωνή της υψώθηκε κι έσπασε σαν παρατεντωμένη χορδή. Το στήθος της σφίχτηκε.
Ο Ρασκόλνικοβ καταλάβαινε ως ένα σημείο γιατί δεν τ’αποφάσιζε η Σόνια να του διαβάσει κι όσο πιο πολύ το καταλάβαινε, τόσο επέμενε όλο και πιο νευριασμένος. Καταλάβαινε πολύ καλά πόσο οδυνηρό της ήταν τώρα να παραδώσει και να ξεσκεπάσει ό,τι δικό της. Καταλάβαινε πως τα συναισθήματα αυτά ήταν από καιρό τώρα το πιο κρυφό μυστικό της, από τότε ίσως που ζούσε ακόμα με την οικογένειά της, μαζί με το δύστυχο πατέρα και την τρελή απ’ τα βάσανα μητριά, μαζί με τα πεινασμένα παιδία, μέσα σε σιχαμερούς καβγάδες και βρισιές. Ταυτόχρονα όμως έμαθε τώρα στα σίγουρα πως μ’ όλο που φοβόταν τρομερά κάτι που κι αυτή δεν ήξερε καλά-καλά τι ήταν, τώρα που άρχισε να διαβάζει, είχε κι η ίδια τη βασανιστική επιθυμία να διαβάσει, παρ’ όλο το σπαραγμό της και παρ’ όλο το φόβο της και το δίχως άλλο γι’ αυτόν , για να τ’ακούσει αυτός και το δίχως άλλο τώρα, κι ας γίνει ό,τι γίνει ύστερα!...Αυτό ο Ρασκόλνικοβ το διάβασε στα μάτια της , το κατάλαβε απ’ την τραγμένη της έξαρση. Η Σόνια υπερνίκησε τον εαυτό της, έπνιξε το σπασμό που έκοψε στην αρχή της φράσης της και συνέχισε το διάβασμα απ’ το ενδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην. Έφτασε έτσι ως το κεφ. ια΄, 19ο εδάφιο:
«…καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός».
Εδώ σταμάτησε και πάλι όλο ντροπαλοσύνη, γιατί προαιστάνθηκε πως φωνή της θα τρεμουλιάσει και θα κοπεί ξανά…
«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ·»
(Και σαν να’παιρνε με πόνο την ανάσα της η Σόνια πρόφερε καθαρά, λες κι έκανε ομολογία πίστης μπροστά στον κόσμο):
«Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος»
Έκανε να σταματήσει, έκανε να σηκώσει βιαστικά τα μάτια της να κοιτάξει αυτόν, μα υπερνίκησε αμέσως τον εαυτόν της και συνέχισε το διάβασμα. Ο Ρασκόλνικοβ καθόταν κι άκουγε ακίνητος, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Φτάσανε στο εδάφιο 32.
«ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. 33 ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;»
Ο Ρασκόλνικοβ γύρισε και την κοίταξε ταραγμένος. Ναι ,έτσι είναι! Έτρεμε κιόλας σύγκορμη απο πραγματκό πυρετό. Ο Ρασκόλνικοβ το περίμενε αυτό. πλησίαζε στο μέρος όπου γινόταν λόγος για το μεγαλύτερο και πρωτάκουστο θαύμα, κι ένα αίσθημα μεγάλου θριάμβου την έζωνε από παντού. Η φωνή της έγινε ηχερή σαν μέταλλο∙ ο θρίαμβος κι η χαρά ηχούσαν μέσα της και τη δυνάμωνε. Οι γραμμές χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της, γιατί τα μάτια της σκοτάδιζαν, μα ήξερε απ’ όξω αυτό που διάβαζε. Στον τελευταίο στίχο-«οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ»…χαμήλωσε τη φωνή της και μετέδωσε με θέρμη και πάθος την αμφιβολία, τον ψόγο και το χλευασμό των απίστων, των τυφλών Ιουδαίων, που τώρα αμέσως, ύστερ’ από’να λεπτό, θα πέσουν σαν να τους χτύπησε κεραυνός, θα βάλουν τα κλάματα, και τους λυγμούς και θα πιστέψουν… «Κι αυτός, αυτός επίσης είναι τυφλωμένος και άπιστος , κι αυτός θ’ ακούσει επίσης και θα πιστέψει κι αυτός, ναι! Ναι! Τώρα αμέσως!» αυτά ονειρεύονταν και τρεμούλιαζε από ευτυχισμένη προσμονή
«᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. 39 λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι».
Τόνισε ιδιαίτερα το τεταρτιαίος∙ «λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω∙ καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς…»
Διάβαζε δυνατά, ριγόντας και τρέμοντας απ’ την έκσταση , λες και τα’βλεπε όλ’ αυτά μπρός στα μάτια της.
«…δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν»
Η Σόνια δεν μπορούσε να διαβάσει άλλο, έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της.
-Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά και με κομμένη φωνή και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη , μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σαν να’χε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο σαμντάνι έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβυνε, φωτίζοντας αχνά, μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο, το φονιά και την πόρνη που είχαν συναντηθεί τόσο παράξενα στο διάβασμα του αιωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτά , ίσως και περισσότερα….
(…)
-Μονάχα εσένα έχω τώρα, πρόσθεσε αυτός. Ας πάμε μαζί…ήρθα σε σένα, είμαστε κι οι δυο μας καταραμένοι, ας πάρουμε το δρόμο μαζί!
Τα μάτια του λάμψανε. «Κάνει σαν τρελός», σκέφτηκε η Σόνια….

Φ. Ντοστογιέβσκη
Έγκλημα και Τιμωρία
Τόμος Β΄
Μετάφραση: Άρη Αλεξάνδρου
Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ
G
M
T
Y
Η λειτουργία ομιλίας περιορίζεται σε 200 χαρακτήρες

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Περί ψυχής-ανέκδοτο

Έλεγε ένας άπιστος γιατρός σε χριστιανό:

- Πιστεύεις, πως έχεις ψυχή;
- Και βέβαια, άπαντα ο χριστιανός.
- Την βλέπεις την ψυχή; Την ακούς την ψυχή; Τη γεύεσαι την ψυχή; Την πιάνεις την ψυχή;
- Όχι!
- Την αισθάνεσαι μήπως την ψυχή;
- Ναι, άπαντα ο χριστιανός.

Και ο υλιστής γιατρός έβγαλε το… συμπέρασμα:

- Είδες λοιπόν; Τέσσερις αισθήσεις λένε όχι, και μια μονάχα λέει ναι.

Μα ήρθε και η σειρά του χριστιανού να εξετάσει τον γιατρό!

- Γιατρέ, πιστεύεις, πως υπάρχει πόνος;
- Και βέβαια. Διαφορετικά εγώ δεν θα είχα λόγο υπάρξεως.
- Τον πόνο τον βλέπεις; Τον ακούς; Τον οσφραίνεσαι; Τον πιάνεις;
- Όχι!
- Τον αισθάνεσαι τον πόνο;
- Ναι! άπαντα ο γιατρός.

Και ο χριστιανός έβγαλε το συμπέρασμα:

- Είδες λοιπόν; Τέσσερις αισθήσεις λένε όχι, και μια μονάχα λέει ναι. Όπως εσύ δεν έχεις λόγο υπάρξεως χωρίς τον ανθρώπινο πόνο και σου λένε όλοι, ότι τον αισθάνονται, έτσι και εγώ δεν θα είχα λόγο υπάρξεως, αν δεν είχα ψυχή. Και την ψυχή όλοι την αισθάνονται, εκτός τους υλιστές.

ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΙΝ: ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ; ; ;



Ένας πανεπιστημιακός καθηγητής σε ένα ινστιτούτο υψηλού επιπέδου προκάλεσε τους σπουδαστές του με αυτήν την ερώτηση. «Είναι ο Θεός ο δημιουργός των πάντων;»
Ένας σπουδαστής απάντησε θαρραλέα, «ναι!» «Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα»
Ο καθηγητής συνέχισε, «εάν ο Θεός δημιούργησε τα πάντα συνεπάγεται ότι δημιούργησε και το Κακό. Δεδομένου ότι το Κακό υπάρχει, και αφού οι πράξεις μας καθορίζουν ποιοι είμαστε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Θεός είναι κακός.»
Ο σπουδαστής έμεινε σιωπηλός και δεν αποκρίθηκε στο υποθετικό συμπέρασμα του καθηγητή.
Ο καθηγητής, αρκετά ευτυχής με τον εαυτό του, καυχήθηκε στους σπουδαστές ότι είχε αποδείξει ακόμα μια φορά ότι η χριστιανική πίστη ήταν ένας μύθος.
Ένας άλλος σπουδαστής σήκωσε το χέρι του και είπε , «μπορώ να σας υποβάλω μια ερώτηση, κ. καθηγητά;» «Φυσικά», απάντησε ο καθηγητής. Ο σπουδαστής σηκώθηκε όρθιος και ρώτησε , «κ. καθηγητά , το κρύο υπάρχει;»
«Τι είδους ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και υπάρχει. Εσύ δεν έχεις ποτέ αισθανθεί κρύο;»Ο νεαρός σπουδαστής απάντησε , «στην πραγματικότητα κύριε, το κρύο δεν υπάρχει. Σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, αυτό που θεωρούμε κρύο είναι στην πραγματικότητα η απουσία θερμότητας. Απόλυτο μηδέν (- 460 Φ) είναι η συνολική απουσία θερμότητας και κάθε τι γίνεται αδρανές και ανίκανο να αντιδράσει σε εκείνη την θερμοκρασία. Το κρύο δεν υπάρχει. Έχουμε δημιουργήσει αυτήν την λέξη για να περιγράψουμε πώς αισθανόμαστε εάν δεν έχουμε καμία θερμότητα.»
Ο σπουδαστής συνέχισε, «κ. καθηγητά, το σκοτάδι υπάρχει;»
Ο καθηγητής αποκρίθηκε, «φυσικά.» Ο σπουδαστής απάντησε, «άλλη μια φορά κάνετε λάθος κύριε, ούτε το σκοτάδι υπάρχει. Το σκοτάδι είναι στην πραγματικότητα η απουσία φωτός. Το φως μπορούμε να το μελετήσουμε, το σκοτάδι όχι.
Στην πραγματικότητα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το πρίσμα Newton για να αναλύσουμε το λευκό φως σε πολλά χρώματα και να μελετήσουμε τα διάφορα μήκη κύματος κάθε χρώματος. Δεν μπορείτε να μετρήσετε το σκοτάδι. Μια απλή ακτίνα του φωτός μπορεί να σπάσει σε έναν κόσμο του σκοταδιού και να το φωτίσει.
Πώς μπορείτε να ξέρετε πώς το σκοτάδι απλώνεται σ' ένα χώρο; Μετρώντας την ποσότητα του παρόντος φωτός. Ετσι δεν είναι ;
Το σκοτάδι είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από το άτομο για να περιγράψει τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχει παρουσία φωτός.»
Τέλος ο νεαρός σπουδαστής ρώτησε τον καθηγητή, «κύριε, το Κακό υπάρχει;»
Αβέβαιος, ο καθηγητής αποκρίθηκε, «φυσικά, όπως έχω πει ήδη. Το βλέπουμε στα καθημερινά παραδείγματα της ανθρώπινης απανθρωπιάς, στο πλήθος εγκλημάτων και βίας που υπάρχει παντού στον κόσμο. Αυτές οι εκδηλώσεις δεν είναι παρά μόνο αυτό, εκδήλωση του Κακού.
Ο σπουδαστής απάντησε, «το κακό δεν υπάρχει, κύριε ,ή τουλάχιστον δεν υπάρχει από μόνο του. Το κακό είναι απλά η απουσία του Θεού. Είναι ακριβώς όπως το σκοτάδι και το κρύο, μια λέξη που το άτομο έχει δημιουργήσει για να περιγράψει την απουσία Θεού. Ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό. Το κακό είναι το αποτέλεσμα που συμβαίνει όταν το άτομο δεν έχει την αγάπη του Θεού παρούσα στην καρδιά του. Είναι όπως το κρύο που έρχεται όταν δεν υπάρχει καμία θερμότητα, ή το σκοτάδι που έρχεται όταν δεν υπάρχει κανένα φως.»
Ο καθηγητής κάθισε στην έδρα του.
Το όνομα του νεαρού σπουδαστή: Αλβέρτος Einstein.

πηγή:xfd.gr

"YΠΑΡΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ;"μια ενδιαφερουσα αποψη

Μας το έστειλε ο φίλος μας ο Νίκος

Αυτή είναι μια από τις καλύτερες εξηγήσεις του γιατί ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και τη δυστυχία που βλέπουμε στον κόσμο.
Μια φορά πήγε ένας τύπος στο κουρείο για το καθιερωμένο κούρεμα και ξύρισμα.
Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση.
Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα...
Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε:
'Δε πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.'

'Γιατί το λες αυτό;' ρώτησε ο πελάτης. Και ο κουρέας είπε: 'Λοιπόν, απλά βγες έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι;
Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά;
Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος.
Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.'

Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση.
Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε.

Όμως μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα άντρα στο δρόμο με μακρυά κατσαρά βρώμικα μαλλιά και γένια. Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος. Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο.
Τότε είπε στον κουρέα:
'Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!'
'Πως μπορείς να το λες αυτό;' ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας.
'Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;'
'Όχι!' απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: 'Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακρυά βρώμικα μαλλιά, όπως ο τύπος απ' έξω.'

'Μα.... οι κουρείς ΌΝΤΩΣ υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.'
'Ακριβώς!' απάντησε ο πελάτης. 'Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης ΥΠ’ΡΧΕΙ! Και αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν σε αυτόν βοήθεια.
Γι' αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον κόσμο.'

ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μ' ΕΝΑΝ ΑΠΙΣΤΟ

ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μ' ΕΝΑΝ ΑΠΙΣΤΟ
Τό άρθρο αυτό είναι μιά συνομιλία τού μακαριστού φέροντος π. Επιφανείου Θεοδωροπούλου μέ έναν άθεο*. Είναι ένα κείμενο απλό, σφιχτό και κυρίως γραμμένο μέ θεία φώτιση. Είναι αναδημοσίευση από τό μικρό βιβλίο «Διάλογος μ' έναν άπιστο» της Χριστιανικής Στέγης Καλαμάτας, τήν όποια και ευχαριστούμε.
«ΟΧΙ ΚΑΙ ΘΕΟΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ»
ΑΠ.: Κοιτάξτε. Κι' εγώ παραδέχομαι ότι ό Χριστός ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και μεγάλος επαναστάτης, αλλά μήν τόν κάνουμε και Θεό τώρα.
ΓΕΡ.: Άχ παιδί μου, όλοι οι μεγάλοι άπιστοι τής Ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Τό ψαροκόκκαλο πού τους κάθισε στό λαιμό και δεν μπορούσαν νά τό καταπιούν ήταν αυτό ακριβώς. Τό ότι ό Χριστός είναι και Θεός. Αλλά άν ό Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται γιά τήν απαισιωτέρα μορφή τής Ιστορίας.
ΑΠ.: Τι είπατε;
ΓΕΡ.: Αυτό πού άκουσες. Γιά σκέψου πόσα εκατομμύρια ανθρώπων θυσίασαν τά πάντα γιά χάρι Του, ακόμα κι' αυτή τή ζωή τους. Ποιός άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι' άν ήταν, θά άξιζε αυτή τήν μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιός; Πές μου. Αυτός τήν άξιζε, γιατί είναι Θεός.
ΑΠ.: Και ποιός μπορεί νά τό βεβαιώση αυτό;
ΓΕΡ.: Σού είπα και προηγουμένως ότι τά πειστήρια τής Θεότητός Του είναι τά υπερφυσικά γεγονότα πού συνέβησαν, όσον καιρό ήταν εδώ στην γή. Αλλά, πριν αναφερθώ σ' αυτά, πρέπει νά παραδεχθής ότι ό Χριστός έταμε τήν Ιστορία. Πές μου. Ποιός τόλμησε ποτέ νά εισχώρηση στις ιερώτερες σχέσεις τών ανθρώπων και νά πή «ό φιλών πατέρα ή μητέρα ή τέκνα υπέρ αυτού τήν αγάπη τών ανθρώπων πάνω και από τήν ίδια τήν ζωή τους;» Κανείς και πουθενά. Μόνο ένας Θεός θά μπορούσε νά τό κάνη αυτό. Φαντάζεσαι τόν δικό σας τόν Μαρξ νά έλεγε κάτι τέτοιο; Ή θά τόν περνούσαν γιά τρελλό ή δέν θά βρισκόταν κανείς νά τόν ακολουθήση. Πές μου ακόμη. Ποιος τόλμησε ποτέ νά πή ότι «ΕΓΩ είμαι ή αλήθεια καί ΕΓΩ είμαι ή ζωή;» Καί δεν ηρκέσθη μόνον νά πή αυτά που είπε, αλλά επεκύρωσε τους λόγους Του με πλήθος θαυμάτων: Έκανε τυφλούς νά βλέπουν, παράλυτους νά περπατούν, έθρεψε μέ δυο ψάρια καί πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες άνδρες καί πολλαπλάσιες γυναίκες καί παιδιά, διέτασσε τά στοιχεία τής φύσεως καί αυτά υπήκουαν, ανέστησε νεκρούς, όπως τόν Λάζαρο, που ήδη είχε αρχίσει νά μυρίζη.
Μείζων δέ πάντων των γεγονότων τούτων, ή Ανάστασίς Του. Όλο τό οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στό γεγονός τής Αναστάσεως. Αυτό δεν τό λέω εγώ. Τό λέγει ό Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία ή πίστις ημών». Άν ό Χριστός δέν αναστήθηκε, Όλα καταρρέουν. Ό Χριστός όμως ανέστη, που σημαίνει ότι είναι Κύριος τής Ζωής καί του Θανάτου, άρα Θεός.

* Παρότι τό θέμα φαινομενικά δέν έχει άμεση σχέση μέ τους φυλακισμένους, είναι μια τονωτική ένεση στην πίστη μας, καί ίσως κάποιοι νά διαβάσουν πράγματα πού δέν τά έχουν σκεφτεί. Μακάρι ν' αποκτήσοιιμε πίστη ώστε «όροι μεθιστάνειν», ή οποία συνδυασμένη μέ έργα αγάπης νά μας κάνει νά γίνουμε κοινωνοί της δικής Του Αγάπης.


«ΕΣΕΙΣ ΤΑ ΕΙΔΑΤΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;»

ΑΠ.: Εσείς τά είδατε όλα αυτά; Πώς τά πιστεύτετε;
ΓΕΡ.: Όχι, εγώ δέν τά είδα. Αλλ' αυτοί που τά είδαν, δηλ. οι Απόστολοι, τά εβεβαίωσαν καί προσυπέγραψαν αυτήν τήν μαρτυρία τους μέ τό αίμα τους. Ή μαρτυρία της θυσίας της ζωής είναι ή ύψιστη μαρτυρία.
Φέρε μου και σύ κάποιον, πού νά μου πή ότι ό Μαρξ πέθανε και ανέστη και νά πεθάνη γι' αυτό πού λέει και εγώ θά τόν πιστέψω, ως τίμιος άνθρωπος.
ΑΠ.: Νά σάς πω. Χιλιάδες μαρξιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Γιατί δέν ασπάζεσθε και σεις τόν μαρξισμό;
ΓΕΡ.: Τό είπες και μόνος σου. Οι μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Δέν πέθαναν γιά γεγονότα. Σέ μιά ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο νά υπεισέλθη πλάνη. Επειδή δέ είναι ίδιον τής ανθρώπινης ψυχής νά θυσιάζεται γιά κάτι πού πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Αυτό δέν μάς υποχρεώνει νά τήν δεχθούμε σάν σωστή. Άλλο νά πεθαίνης γιά ιδέες και άλλο νά πεθαίνης γιά γεγονότα.

«ΠΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ;»

Οι Απόστολοι όμως δέν πέθαναν γιά ιδέες. Ούτε γιά τό «αγαπάτε αλλήλους», ούτε γιά τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα. Και όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ότι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό απ' αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν «δι' ά ακηκόασι και εθεάσαντο και αί χείρες αυτών εψηλάφησαν». Και ό Ευαγγελιστής Ιωάννης αυτό ακριβώς λέγει: «ό εωρακώς μεμαρτύρηκε», δηλ. εγώ ό ίδιος πού γράφω αυτά, εγώ ό ίδιος είδα τόν εκατόνταρχο νά λογχίζη τήν πλευράν Του και νά εξέρχεται αίμα και νερό από αυτήν.
Ό Πασκάλ κάμνει έναν πολύ ωραίο συλλογισμό. Λέγει, λοιπόν, ότι μέ τους Αποστόλους συνέβη εν εκ τών τριών: Ή ηπατήθησαν ή μάς εξηπάτησαν ή μάς είπαν τήν αλήθεια.
Άς πάρουμε τήν πρώτη εκδοχή. Δέν είναι δυνατόν νά ηπατήθησαν οι Απόστολοι, διότι δέν τά έμαθαν από άλλους. Αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτήκοοι και αυτόπται μάρτυρες των θαυμάτων του Χρίστου.
Ή δεύτερη εκδοχή. Μήπως μάς εξηπάτησαν; Μήπως μάς είπαν ψέμματα; Αλλά γιατί νά μάς εξαπατήσουν; Τι θά κέρδιζαν λέγοντας ένα τέτοιο ψέμμα; Μήπως χρήματα; Μήπως αξιώματα; Μήπως δόξα; Γιά νά πή κάποιος ένα ψέμμα, περιμένει κάποιο όφελος. Αντιθέτως οι Απόστολοι κηρύσσοντες Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών, τά μόνα πού εξησφάλισαν ήσαν ταλαιπωρίες, κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους από ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις και τέλος τόν θάνατον. Κι' όλα αυτά για ένα ψέμμα;
Και κάτι άλλο. Τι ήσαν οι Απόστολοι πριν τους καλέσει ό Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, πού περίμεναν τήν ευκαιρία νά κατακτήσουν τήν ανθρωπότητα και νά ικανοποιήσουν έτσι τήν φιλοδοξία τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν και τό μόνο πού τους ενδιέφερε ήταν νά πιάσουν κανένα ψάρι, γιά νά θρέψουν τις οικογένειες τους. Γι' αυτό και μετά τήν σταύρωση του Κυρίου, παρά τά όσα είχαν ακούσει και ιδή, επέστρεψαν στά πλοιάρια τους και στά δίκτυα τους. Δέν υπήρχε σ' αυτούς ούτε ίχνος προδιαθέσεως για όσα αργότερα επρόκειτο νά γίνουν. Και μόνον μετά τήν Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έδιναν οι δάσκαλοι της οικουμένης. Άρα δέν είχαν λόγο νά μάς εξαπατήσουν οι Απόστολοι.
Μένει επομένως ή τρίτη εκδοχή. Ότι μάς είπαν τήν αλήθεια.

«Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΕΚΡΟΦΑΝΕΙΑ!»

Αποκλείεται νά έγινε, στην περίπτωση του Χρίστου, νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες ότι έναν Ινδό τόν έθαψαν καί μετά από τρεις μέρες τόν ξέθαψαν καί ήταν ζωντανός.
ΓΕΡ.: Άχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ καί πάλι τόν λόγο του Ιερού Αυγουστίνου. «Άπιστοι, δέν είσθε δύσπιστοι, είσθε οι πλέον εύπιστοι. Δέχεσθε τά πιό απίθανα, τά πιό παράλογα, τά πιό αντιφατικά, γιά νά αρνηθήτε τό θαύμα».
Όχι, παιδί μου, δέν έγινε νεκροφάνεια στον Χριστό.
Πρώτα πρώτα, έχομε την μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ό οποίος βεβαιώνει τόν Πιλάτο ότι «ήδη τέθνηκε» ό εσταυρωμένος.
Έπειτα, τό Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ό Κύριος, ευθύς μετά τήν ανάστασίν Του, συνεπορεύθη καί συνε-ζήτη μέ δυο μαθητές του, στον δρόμο προς Εμμαούς. Φαντάζεσαι κάποιον νά έχη υποστεί όσα υπέστη ό Χριστός καί τρεις ήμερες μετά νά του συνέβαινε νεκροφάνεια; Άν μή τί άλλο, θά πρεπε γιά σαράντα ήμερες νά τόν ποτίζουν κοτόζουμο, γιά νά μπορή νά ανοίγη τά μάτια του καί όχι νά περπατά καί νά συζητά, σάν νά μή συνέβη τίποτε.
Όσο γιά τόν Ινδό, φέρε τον εδώ νά τόν μαστιγώσωμε, νά τόν φραγγελώσωμε -καί ξέρεις τί εστί φραγγέλιο; Δερμάτινες λουρίδες που στην άκρη τους είναι στερεωμένα κομμάτια από σπασμένα κόκκολα-, φέρε τον λοιπόν νά του φορέσωμε κι' ένα ακάνθινο στεφάνι, νά τόν σταυρώσωμε, νά του δώσωμε χολή καί ξύδι, νά του λογχεύσωμεν τήν πλευράν, νά τόν βάλωμεν καί στον τάφο καί άν αναστηθή, τότε τά λέμε πάλι.
ΑΠ.: Παρά ταύτα, όλες οι μαρτυρίες πού επικαλεσθήκατε προέρχονται από μαθητές τού Χριστού. Υπάρχει κάποια μαρτυρία περί της Θεότητος τοϋ Χρίστου, πού νά μήν προέρχεται από τόν κύκλο τών μαθητών Του; ΓΕΡ.: Βεβαίως, τού Παύλου. Ό Παύλος, όχι μόνο δέν άνηκε στον κύκλο των μαθητών τού Χρίστου αλλά μετά μανίας εδίωκε τήν Εκκλησίαν.

«Ο ΠΑΥΛΟΣ ΕΠΑΘΕ ΗΛΙΑΣΗ!»

ΑΠ.: Γι' αυτόν λένε ότι έπαθε ηλίαση.
ΓΕΡ.: Βρέ παιδάκι μου, άν πάθαινε ηλίαση ό Παϋλος, αυτό πού θά ανεδύετο θά ήταν τό υποσυνείδητο του. Και στό υποσυνείδητο τού Παύλου θέσιν περιωπής κατείχαν οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Τόν Αβραάμ και τόν Ιακώβ και τόν Μωϋσή έπρεπε νά ιδή και όχι τόν Ιησού, τόν οποίον θεωρούσε λαοπλάνο και απατεώνα.
Φαντάζεσαι καμιά πιστή γριούλα στό παραμιλητό της νά βλέπη τόν Βούδα ή τόν Δία; Τόν Άι Νικόλα θά ιδή και τήν Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει.
Και κάτι ακόμη. Στόν Παύλο, όπως σημειώνει ό Παπίνι, υπάρχει και τό εξής θαυμαστόν: Πρώτον, τό αιφίδιον τής μεταστροφής. Κατ' ευθείαν από τήν απιστίαν εις τήν πίστιν. Δέν μεσολάβησε προπαρασκευή. Δεύτερον, τό ισχυρόν τής πίστεως, Ξαφνική πίστις και ισχυρότατη. Ουδέποτε εταλαντεύθη ό Παύλος. Και τρίτον, πίστις διά βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορούν νά συμβούν μετά από μία ηλίαση; Αυτά δέν εξηγούνται. Άν μπορής εξήγησε τα. Άν δέν μπορής, παραδέξου τό θαύμα. Και ασφαλώς θά γνωρίζης ότι ό Παύλος γιά τά δεδομένα τής εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δέν ήταν κανένα ανθρωπάκι, νά μήν ξέρη τι τού γίνεται.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!

Θά σού πώ όμως και κάτι ακόμη: Εμείς, παιδί μου, σήμερα ζούμε σε αποκαλυπτική εποχή. Ζούμε τό θαύμα της Εκκλησίας τού Χριστού. Όταν ό Χριστός είπε γιά τήν Εκκλησία Του ότι «πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτοίς», οι μαθηταί Του αριθμούσαν μερικές δεκάδες μέλη. Έκτοτε, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες και ή Εκκλησία τού Χριστού παραμένει φάρος της οικουμένης. Αυτό δέν είναι θαύμα;
Και κάτι άλλο: Στό κατά Λουκάν Ευαγγέλιον αναφέρεται πώς, όταν ή Παναγία μετά τόν Ευαγγελισμό της επεσκέφθη τήν Ελισάβετ, τήν μητέρα τού Προδρόμου, εκείνη μέ φωνή μεγάλη τήν εμακάρισε: «Ευλογημένη σύ εν γυναιξί» της είπε. Και ή Παναγία απάντησε ως έξης: «Μεγαλύνει ή ψυχή μου τόν Κύριον...
ιδού γάρ από τού νύν μακαριούσι μέ πάσαι αί γενεαί». Τι ήταν τότε ή Παναγία; Μιά άσημη κόρη της Ναζαρέτ. Ποιός τήν ήξερε; Άντε νά τήν γνώριζαν οι συγγενείς της και ίσως μερικοί ακόμη κάτοικοι της Ναζαρέτ. Και από τότε, ξεχάστηκαν αυτοκράτειρες, έσβησαν λαμπρά ονόματα γυναικών, λησμονήθηκαν σύζυγοι και μητέρες στρατηλάτων. Ποιός ξέρει ή θυμάται τήν μητέρα τού Μ. Αλεξάνδρου; Σχεδόν κανείς. Όμως, εκατομμύρια χείλη, σ' όλα τά μήκη και πλάτη της γής και σ' όλους τους αιώνες, υμνούν τήν ταπεινή κόρη της Γαλιλαίας, «τήν τιμιωτέραν τών Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως τών Σεραφείμ». Ζούμε ή δέν ζούμε εμείς σήμερα οι άνθρωποι τού εικοστού αιώνος τήν επαλήθευσι τοϋ προφητικού λόγου της Παναγίας; Είναι ή δέν είναι αυτό ένα θαύμα; Άν μπορείς, εξήγησέ το. Άν δέν μπορείς, όμως, παραδέξου τό θαύμα.

«Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ!»

ΑΠ.: Παραδέχομαι ότι τά επιχειρήματα σας είναι ισχυρά. Έχω όμως μιά απορία ακόμη. Δέν νομίζετε ότι ό Χριστός άφησε τό έργο του ημιτελές; Εκτός και άν μας εγκατέλειψε. Δέν μπορώ νά φαντασθώ ένα Θεό νά παραμένη αδιάφορος στό δράμα του άνθρωπου. Εμείς νά βολοδέρνουμε εδώ κι' εκείνος από ψηλά νά στέκη απαθής.
ΓΕΡ.: Όχι, παιδί μου, δέν έχεις δίκιο. Δέν άφησε τό έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως, στην Ιστορία είναι ή μοναδική περίπτωση του ανθρώπου, ό οποίος είχε τήν βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε τό έργο Του και ότι δέν είχε τίποτε άλλο νά κάνη και νά ειπή. Ακόμη και ό μέγιστος τών σοφών, ό Σωκράτης, ό όποιος μιά ζωή έλεγε και δίδασκε, στό τέλος συνέθεσε και μιά περίτεχνον απολογία και άν ζούσε θάχε και άλλα νά πή.
Μόνον ό Χριστός, σέ τρία χρόνια, είπε ότι είχε νά ειπή, έπραξε ότι ήθελε νά πράξη, και είπε και τό «τετέλεσται». Δείγμα και αυτό της Θεϊκής Του τελειότητος και αυθεντίας. Όσο γιά τήν εγκατάλειψη που είπες, σέ καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ό κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δέν μπορείς νά εξήγησης τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί; Γιατί; Γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί». Κατάλαβε το. Δέν μπορεί ό άνθρωπος νά προσέγγιση, με την πεπερασμένη λογική του, τήν απάντηση όλων αυτών τών «γιατί». Μόνο μέ τόν Χριστό όλα εξηγούνται. Μας προετοιμάζουν γιά τήν αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει νά πάρουμε απάντηση σέ μερικά «γιατί».
Αξίζει τόν κόπο νά σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από τήν συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου, «Δάφναι και μυρσίναι», που έχει τίτλο «Ερωτηματικά»:

ΠΕΣ ΜΟΥ, ΠΑΤΕΡΑ!
Είπα στον γέροντα ασκητή τόν εβδομηκοντάρη
πού κυματούσε ή κόμη τον σαν πασχαλιάς κλωνάρι:
«Πές μου, πατέρα μου, γιατί σέ τούτη δω τη σφαίρα
αχώριστα περιπατούν ή νύχτα και ή μέρα;
Γιατί σαν νάσαν δίδυμα φυτρώνουνε αντάμα
τ' αγκάθι και τό λούλουδο, τό γέλιο και τό κλάμα;
Γιατί στην πιό ελκυστική τού δάσους πρασινάδα
σκορπιοί φωλιάζουν κι' όχεντρες και κρύα φαρμακάδα;
Γιατί προτού τό τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλη
και ξεδιπλώση μπρος στό φως τ' αμύριστα του κάλλη
μαύρο σκουλήκι έρχεται μιά μαχαιριά τού δίνει
κι' ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ' αφήνει;
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει
τό στάχυ ώσπου νά γενή ψωμάκι και καρβέλι
και κάθε τι ωφέλιμο κι' ευγενικό και θείο πληρώνεται
μέ δάκρυα και αίματα στό βίο,
ενώ ό παρασιτισμός αυτόματος θεριεύει
κι' ή προστυχιά όλη τή γη νά καταπιή γυρεύει;
Τέλος, γιατί εις του παντός τήν τόση αρμονία
νά χώνεται ή σύγχυσις κι' ή ακαταστασία;»
Απήντησεν ό ασκητής μέ τή βαριά φωνή του
προς ουρανούς υψώνοντας τό χέρι τό δεξί του:
«Οπίσω από τά χρυσά εκεί επάνω νέφη
κεντά ό Μεγαλόχαρος ατίμητο γκερκέφι*.
Κι' έφ' όσον εις τά χαμηλά ημείς περιπατούμεν
τήν όψι τήν ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμεν.
Καί είναι άρα φυσικόν λάθη ό νούς νά βλέπη εκεί
πού νά ευχαριστή καί νά δοξάζη πρέπει.
Περίμενε σάν Χριστιανός νά έλθη ή ήμερα
πού ή ψυχή σου φτερωτή θά σχίση τόν αιθέρα
καί τού Θεού τό κέντημα απ' τήν καλή κυττάξης καί τότε...
όλα σύστημα θά σου φανούν καί τάξις».


Ό Χριστός, παιδί μου, δέν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει μαζί μας μέχρι συντέλειας των αιώνων. Αυτό, όμως, θα τό καταλάβης μόνο αν γίνης συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθής μέ τα μυστήρια της.
Όμως, γι' αυτό, όποτε θελήσεις, έλα να τα ξαναπούμε.
* γκεργκέφι=κέντημα

Δες , τι λένε οι άθεοι...;

Ο κόσμος είναι παράλογος, λοιπόν δεν υπάρχει Θεός (Σάρτρ)

Ο άθεος είναι καθημερινός αναζητητής του Θεού , που βλέπει παντού την απουσία Του, που δεν μπορεί να ανοίξει το στόμα του χωρίς να προφέρει το όνομά Του , με λίγα λόγια ένας κύριος με θρησκευτικές πεποιθήσεις», γράφει ο αρνητής Σάρτρ.
Το ίδιο παθαίνει και ο δικός μας Νίκος Καζαντζάκης. Ενώ λέει πως δεν πιστεύει σε τίποτε και ειρωνεύεται και βλαστημάει τα πάντα( διαβάστε την Ασκητική του ) όλο γύρω απ’ το Θεό και τον Χριστό γυρίζει και κάτω απ’ τα γράμματα του γράφει: ο Θεός μαζί σας!.

Σας το λέγω εγώ αυτός , που είμαι παιδί του αιώνα μας, παιδί της απιστίας: «Δεν υπάρχει πιο αγαθό , πιο βαθύ , πιο συμπαθητικό, πιο λογικό , πιο αντρίκιο και πιο τέλειο από το Χριστό . Και συλλογίζομαι , με ζηλωτού αγάπη, πως όχι μόνο δεν υπάρχει, μα και δεν μπορεί να υπάρχει».
Χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται
«Χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται»

Στο ερώτημα αν υπάρχει Δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος απαντούν ναι τα μεγάλα πνεύματα , που έζησαν στους αιώνες.
Την μεγάλη λογική σειρά των γεγονότων με κανένα τρόπο δεν μπορεί να δεχθεί το πνεύμα μας σαν αποτέλεσμα τυφλής τύχης. (Δαρβίνος)

Το μάτι και το φτερό μιάς πεταλύοδας είναι αρκετά για να συντρίψουν έναν άπιστο! (Ντιτερό ο άθεος)

Είσαι ευτυχής που οδηγείς τους ανθρώπους στο Θεό, γιατί η θρησκευτική ευσέβεια εξουδετερώνει τη νεύρωση. (Φρόΰντ)

Άκουσέ με. Σου μιλώ εγώ ο πολεμικός άθεος Βολταίρος: Κι αν δεν υπάρχει Θεός, πρέπει να τον κατασκευάσουμε. Αυτό λένε τα πράγματα.


Σ’ αγάπησα όμως ,έστω και αργά. Ομορφιά τόσο παλιά μα και τόσο νέα! Και τότε σκόρπισε άρωμα ηδονικό και το ανέπνευσα και ο πόθος μου στράφηκε σε Σένα. Σε γεύθηκα και κατάλαβα την πείνα και τη δίψα που είχα όταν ήμουν μακριά Σου. με άγγιξες και έγινες γαλήνη μεγάλη τη φουρτουνιασμένη ψυχή μου. δεν υπάρχει πια πόνος και κόπος για μένα, και η ζωή μου είναι γεμάτη από Σένα, που είσαι η αληθινή και χαρούμενη ζωή. (Αγιος Αυγουστίνος)

Ο Θεός είναι νεκρός. Οι άνθρωποι είναι ζωντανοί και ανώτεροι. Αυτός ο Θεός ήταν ο πιο μεγάλος κίνδυνος. Δεν είσαστε σεις αναστημένοι, παρά από τότε που ο Θεός είναι μέσα στα τάφο…Ο Θεός είναι νεκρός…ζήτω ο υπεράνθρωπος! (Νίτσε)

Δεν υπάρχει Θεός , γιατί αν υπήρχε θα ήμουν εγώ!(Νίτσε)

Περιγράφω αυτό που έρχεται. Αυτό που δεν μπορεί να μην έρθει: Τη γέννηση του μηδενισμού. Μια εποχή πολέμων , αναστατώσεων , αναφλέξεων τρομερών.
Δεν είμαι αρκετά περιορισμένος για να υιοθετήσω μια γνώμη. Ναι , τη δική μου. Τραβηχτήτε, από κοντά μου…Κοκκινήστε για μένα. Ίσως σας έχω απαντήσει
Πρέπει να μείνω για πάντα μέσα στο όνειρό μου, καταδικασμένος να χαθώ
Μην εγκαταλείπετε ποτέ την ιδέα του Θεού… Εγώ την έχω αρνηθεί…Θα βουλιάζω μέσα στο βάθος των παθών μου. Αυτά με πετούν πότε εδώ πότε εκεί. χάνω αδιάκοπα την ισορροπία μου.
Το χειρότερο είναι που δεν καταλαβαίνω πια για ποιο σκοπό ζω.. Το κάθε τι μου φαίνεται ενοχλητικό, οδυνηρό αηδιαστικό (Νιτσε)
(και αυτοκτόνησε)

«Θα πεθάνω μέσα σ’ ένα πυκνό σύννεφο , που με περιβάλλει και με πιέζει…Μέσα στα ατέλειωτα νυχτέρια της μοναξιάς μου, στις στιγμές της δυνατής αθεϊας μου, ένιωθα παρορμήσεις προς το Θεό, που ονόμαζα παραμύθι, και τότε η καρδιά μου πάλευε εναντίον της καταστροφής (Γεωργία Σανδή)

«Ας γυρίσουμε πίσω στο Θεό, γιατί μακριά του περιπλανιόμαστε στα τάρταρα.»
« Η χριστιανική προσευχή κάνει να δονούνται όλες οι χορδές του διανοητικού και πνευματικού είναι. Σε καμιά άλλη θρησκεία ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πιο κοντά στο Θεό. Σε καμιά ο Θεός δεν έχει γίνει τόσο ανθρώπινος, τόσο πατρικός, τόσο προσιτός, τόσο υπομονετικός και τόσο τρυφερός (Γεωργία Σανδή Georgia Sand)

Πίστεψα, και αυτόματα άλλαξε η ζωή μου. σταμάτησα τα ναρκωτικά, τα χαρτοπαίγνια και τις άλλες πρόσκαιρες απολαύσεις και έδωσα τον εαυτό μου στο Ιησού. (Σταμάτης Σπανουδάκης)

Είναι βέβαιο και αποδεδειγμένο από την πείρα ότι οι μικροφιλόσοφοι μετακινούνται στην αθεΐα αλλά οι μεγάλοι φιλόσοφοι οδηγούνται στην θρησκεία (ΒΑΣΚΩ)

«Μπορώ να πω ότι έχω εγκαταλείψει τον ουρανό, κι’ εκείνος μ’ έχει εγκαταλείψει. Έχω βυθιστεί σε μια ζωή λαίμαργη και αχόρταγη. Γνωρίζω ότι έχω πάρει στραβό δρόμο. Το γνωρίζω πολύ καλά.» «Το κενό που έχει αφήσει μέσα μου η απουσία του Θεού , γίνεται άγριο και ανήμερο. Όταν μου προσφέρουν ένα ποτήρι ουΐσκι , παίρνω δέκα για να βυθιστώ στο μεθύσι (Ιονέσκο)

«Έχουμε καταντήσει ανδρίκελα , που ερχόμαστε και φεύγουμε δίχως σκοπό…Η υλιστική , μηχανική , συμβατική ζωή…μας έχει μεταμορφώσει σε άχρηστα όντα, ξιπασμένα και ηλιθια. Σε μηχανές που κινούνται και θορυβούν αδιάκοπα χωρίς να γνωρίζουν το γιατί.» Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη χάρη, που γνωρίζουν τον Ιησού και είναι γεμάτοι από την προσωπικότητα και την παρουσιά Του.. .Από τη στιγμή που θα γευτεί κανείς τον Ιησού δεν μπορεί να τον εγκαταλείψει, γιατί νιώθει ευτυχής. (Ιονέσκο)

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Αγίου Νεκταρίου- Αθανασία Ψυχής

Από πού παρακινείσαι να διακρίνεις τις πράξεις σε αγαθές και κακές; Δεν σου το διδάσκει αυτό ο γραπτός νόμος που βρίσκεται στην καρδιά σου; Γιατί ο νομοθέτης έγραψε αυτόν τον νόμο στην καρδιά σου αφού κάθε παράβαση και παρακοή δεν θα λάμβανε καμιά απόδοση του δίκαιου μισθού;

Αφού χάνεσαι στον τάφο για πάντα και εξισώνεσαι με το μηδέν και δεν έχεις να δώσεις σε κανένα λόγο για τις πράξεις σου;

Γιατί γράφτηκε ο νόμος μέσα σου , από τον οποίο γράφτηκαν και οι υπόλοιποι ανθρώπινοι νόμοι , αφού τάχθηκες σε ίση μοίρα με τα λοιπά ζώα και τα κτήνη του κάμπου και τα πετεινά του ουρανού και τα ψάρια της θάλασσας και πλάσθηκες να ζεις όμοια με αυτά;

Ποιο το όφελος από τους αγώνες και τους κόπους που υφίστασαι υπέρ της φιλοσοφίας και υπέρ της επιστήμης, υπέρ της παιδείας , υπέρ της αλήθειας, υπέρ της αρετής, υπέρ του καλού , υπέρ του αγαθού , υπέρ της ελευθερίας υπέρ της κοινωνίας, υπέρ των άλλων , υπέρ της μόρφωσης και της ανάπτυξής σου;
Από πού προέρχεται αυτή η δύναμή, από την οποία προέρχονται όλα αυτά τα αγαθά; μήπως όχι από την ενδιάθετη κλίση προς το αγαθό; όχι από την ιδέα της θείας δικαιοσύνης και της θείας ανταποδόσεως; Όχι από την ενδόμυχη πληροφορίας περί της αθανασίας σου;

Ναι , από αυτήν και μόνο αυτήν.

Από την αθανασία προέρχεται η ανύψωση του νου από τα επίγεια προς τα πνευματικά∙ από εκεί και οι ψηλές σκέψεις περί των αγαθών έργων∙ από εκεί τα ευγενή αισθήματα, από εκεί το συναίσθημα που αναπτύσσεται στην καρδιά του ανθρώπου σε κάθε περίσταση, όπου συγκρούονται τα προσωπικά συμφέροντα προς τα κοινά συμφέροντα, και η αρετή προς την κακία.

Από την αθανασία προέρχεται η μυστική πληροφορία στον άνθρωπο που τον κάνει να διαλέγεται για την αιωνιότητα και που τον πείθει να φροντίζει για αυτά που αφορούν τα μετά τον θάνατο και να θυσιάζει τα παρόντα και ορατά για τα μέλλοντα και τα αόρατα.

Η αθανασία πείθει τον άνθρωπο να αγαπά το καλό και να αποστρέφεται το κακό. Αυτή τον πιέζει στο να γίνεται τέλειος σε όλα.

Η αθανασία της ψυχής παρηγορεί αυτούς που πάσχουν και επιχέει βάλσαμο παρηγοράς πάνω στις πληγές των καρδιών που έχουν πληγωθεί∙ η αθανασία της ψυχής παρέχει τα ανώδυνα φάρμακα σε όλες τις συμφορές, σε όλα τα κακά και σε όλε στις αθλιότητες της ανθρωπότητας, και φέρνει την υπομονή, την καρτερία, την ειρήνη της ψυχής, την γαλήνη της καρδιάς, αποκρούει την απελπισία, εμβάλλει την ελπίδα, κραταιώνει την πίστη προς την θεία αντίληψη και διώχνει τα νέφη των λυπηρών που έχουν καλύψει την ψυχή και την καρδιά του ανθρώπου.

Η αθανασία της ψυχής οδηγεί στην αληθινή ευδαιμονία και διδάσκει τον άνθρωπο, ότι ευδαιμονία είναι να ζει σύμφωνα με τον Θεό.
Αυτή τον φέρνει στην αγκαλιά της αιώνιας μακαριότητας.

Η αθανασία της ψυχής είναι ο θεμέλιο λίθος πάνω τον οποίο οικοδομείται η συντήρηση , ανάπτυξη και προαγωγή του ανθρώπου∙ είναι ο συνεκτικός δεσμός των κοινωνιών, είναι το όργανο που κινεί προς την ανάπτυξη, είναι το μέσο της προαγωγής και τελειότητας του ανθρώπου…. Οι υλιστικές θεωρίες που αρνούνται την αθανασία της ψυχής του ανθρώπου και τον εκμηδενίζουν, υπονομεύουν την ύπαρξη του και την συντήρησή του , την προαγωγή του και την ευδαιμονία του.

Ο υψηλός προορισμός του άνθρωπου αποκρούεται(από τις υλιστικές θεωρίες), ο άνθρωπος υποβιβάζεται στην τάξη των άλογων ζώων∙ ο πνευματικός του κόσμος καταστρέφεται, τα ευγενή αισθήματα αποβάλλουν την αξία τους, η ηθική , η δικαιοσύνη και όλος ο σεμνός χορός των αρετών αναγράφονται ως λέξεις που έχουν παλιώσει χωρίς έννοια και στερημένες σημασίας.

Η ευσέβεια , η ελπίδα, η πίστη , η αγάπη , η λατρεία θεωρούνται γέννημα σκοτισμένης διάνοιας περασμένων χρόνων. Η κοινωνικότητα διώχνεται, εισάγεται αντί γι’ αυτήν ο ατομικισμός και η εγωιστική ύπαρξη. Ο καθένας είναι αντίπαλος του άλλου και όλοι μεταξύ τους αντίπαλοι.

Η ειρήνη φυγαδεύεται στα όρη, στις κοινωνίες εισβάλλει ο πόλεμος αμείλικτος, για να αναδείξει το δίκαιο του ισχυρότερου και τον ισχυρό, τρομερός και αιμοβόρος τύραννος, που ευχαριστιέται στις θλίψεις των συνανθρώπων του, που οφείλουν το αίμα και ο ιδρώτας τους να ποτίζει την γη και το έδαφος της απόλαυσης και της ηδυπάθειας του τύραννου.

Το παρών είναι το παν για τον άνθρωπο, το παρελθόν και το μέλλον είναι αυτά που δεν υπάρχουν∙ η παρούσα απόλαυση και η ευδαιμονία που τη συνοδεύει θα είναι οι σκέψεις που θα επικρατούν∙ η άνοιξη της ζωής είναι ο χρόνος των απολαύσεων, και τα γηρατειά σκιά αμφίβολης ύπαρξης∙ η ζωή είναι ζωή στην απόλαυση, και στην δυστυχία θάνατος, ο οποίος πρέπει να προκαλείται , εάν δεν έρχεται(βλ. ευθανασία)! Οι αυτόχειρες θα είναι οι μακάριοι και οι αληθινοί φιλόσοφοι.»

Αγίου Νεκταρίου-Για τα θαύματα.

Αυτοί που δεν επιδέχονται τα θαύματα αρνούνται κάθε δυνατή αποκάλυψη του Θεού, διότι το θαύμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο∙ εάν λοιπόν απορρίψουμε τα θαύματα, πρέπει να απορρίψουμε κάθε δυνατή αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο∙ διότι δεν μπορεί ο Θεός σε κάποιον να αποκαλύπτεται σε κάποιον και σε κάποιον άλλον να μη μπορεί να αποκαλυφθεί.

Άρα (αν συμβαίνει το τελευταίο) αναγκαστικά θα απορρίψουμε την θεοπνευστία και την θεία έμπνευση , διότι θαύμα και θεοπνευστία είναι δύο διαφορετικές μορφές της θείας αποκάλυψης, από τις οποίες ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους. Άρα το θαύμα είναι λογική συνέπεια της αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο.

Μάταια λοιπόν εγείρονται οι σοφοί αυτού του αιώνα κατά των θαυμάσιων αυτών φαινομένων της πίστης∙ μάταια την απορρίπτουν∙ τα έργα της πίστης τους αναιρεί , και η αλήθεια των έργων τους διαψεύδει∙ η διάτορος ομολογία των έργων διασαλπίζει ότι ο Θεός δεν εγκατέλειψε τον κόσμο έρμαιο της τύχης, ότι προνοεί γι’ αυτόν , ότι τον οδηγεί σε ένα άριστο και λογικό τέλος και ότι τον διευθύνει με νόμους άγνωστούς σε εμάς, και προνοεί γι’ αυτόν με τρόπο ακατάληπτο σε εμάς.

Εάν οι σοφοί αυτοί έκυπταν σε μελέτη των θρησκευτικών αυτών ζητημάτων και με αμεροληψία ζητούσαν την αλήθεια, θα οδηγούνταν στο συμπέρασμα, ότι η φύση του κόσμου και ο προορισμός του ανθρώπου απαιτούν την συνεχή πρόνοια και αποκάλυψη του Θεού, για να ολοκληρώσουν και οι δύο τον δικό τους προορισμό.

Ο κύριος λόγος, για εμάς, για τον οποίο οι φιλόσοφοι οδηγούνται στην άρνηση της αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο και την άρνηση των θαυμάτων , είναι η άγνοια του Θεού και του ανθρώπου: διότι αυτός που γνωρίζει τον Θεό στα ιδιώματά του και τον άνθρωπο στην πνευματική φύση του, ποτέ δεν τολμά να αρνηθεί την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο∙ διότι και η επιστημονική αλήθεια τον πείθει, και το ιδιαίτερο αίσθημα του ανθρώπου, το οποίο καλείται θρησκευτικό, τον πληροφορεί.

Η άγνοια του Θεού και του ανθρώπου είναι ο κύριος λόγος της αθέτησης των θαυμάτων∙ αυτή θέτει τον Θεό αυθαίρετα σε μια μονομερή υπερβατικότητα, του ορίζει τόπο διαμονής, όπως θα όριζε κάποιος τη διαμονή του δικού του δούλου, τον περιορίζει σε ένα χώρο, σαν να είναι ο Θεός ένα όν πεπερασμένο, και τον θέτει όπου ο εγωιστής νους του ευχαριστιέται.

Αποκλείει το δικαίωμα να έρχεται ο Θεός σε σχέση με τον κόσμο, καθιστά την δημιουργία ανεξάρτητη κ αι αυτοτελή. Προικίζει την δημιουργία με δύναμη, ελευθερία και σοφία απόλυτη , και της αποδίδει την μακαριότητα.

Με την αυθαίρετη αυτή πράξη ο τολμηρός άνθρωπος αφαιρεί τα απόλυτα ιδιώματα του Θεού, του δημιουργού της κτίσεως, και τα χαρίζει αυτά με ατάραχη συνείδηση και με πνεύμα υπερηφάνειας στη δημιουργία.

Η μεταβίβαση (των ιδιωμάτων) ευχαριστεί τα υπερήφανα πνεύματα, διότι αυτή ανυψώνει με λάθος τρόπο τον άνθρωπο και τον προβιβάζει από την τάξη της υποτέλειας και την θέτει τον θρόνο του πάνω από τον Θεό∙ τον κάνει ( αυτόν τον άνθρωπο) τέλειο Θεό, αφού θέτει στον Θεό και στις ενέργειές του όρια.

Η εγωιστική του αδυναμία μέσα στην αφέλειά της τον τέρπει και τον ικανοποιεί.

Και ο αδαής άνθρωπος φουσκωμένος με υπερηφάνεια αναπαύεται στο φανταστικό αυτό μεγαλείο του και μεγαλαυχεί για αυτά που τόλμησε.

Αλλά δυστυχώς για τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα αυτός ο άνθρωπος, η σταθερή αλήθεια των πραγμάτων εξαγγέλλει την πλάνη, αποδεικνύει την στείρωσης της και αποκαλύπτει την άγνοια των σοφισμένων και των γεννημάτων της(πλάνης), στέκεται με σταθερό πόδι και με υψηλό κήρυγμα και καλεί η αλήθεια προς αυτήν τους εραστές της.

Οι οπαδοί αυτής της θεωρία φρονούν, ότι ανυψώνεται με αυτήν ο άνθρωπος πάνων από τους ουρανούς, και τοποθετείται στο αληθινό του μεγαλείο.

Εμείς , που είμαστε μακριά από το να παραδεχτούμε αυτή τη δοξασία, φρονούμε , ότι ο άνθρωπος με αυτήν υποβιβάζεται και ταπεινώνεται∙ διότι απέχει πολύ από το να γίνει Θεός ο άνθρωπος, και με αυτήν αποβαίνει κτήνος με την αθέτηση της θείας αποκάλυψης.

Εάν οι κύριοι αυτοί είχαν πλήρη γνώση της μεγάλης πνευματικής και ηθικής αξίας του ανθρώπου, ποτέ, ποτέ, δεν θα ανέχονταν να στερηθούν από μια σχέση που τιμά τόσο την ανθρώπινη φύση.

Η σχέση με τον Θεό, που συνδέεται με την αποκάλυψη , είναι το βασιλικό ένδυμα, που περιβάλλει την ανθρώπινη φύση και περιέχει την θεία αίγλη∙ είναι ο τίτλος της ευγένειάς του, που τον ξεχωρίζει από την υπόλοιπη φύση, είναι η κούφη νεφέλη που τον σηκώνει από τα γήινα και τον ανυψώνει μέχρι τρίτου ουρανού, όπου ακούει άρρητα ρήματα, που δεν επιτρέπεται στον άνθρωπο να λαλήσει και τον θέτει σε περιωπή, στην οποία μόνο καθαρή πνευματική φύση μπορεί να ανυψωθεί.
Η σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο και η επιδεκτικότητα του είναι η δύναμη που τελειώνει τον άνθρωπο, η δύναμη που τον ελευθερώνει από τα δεσμά, που τον αγνίζει και τον αγιάζει και τέλος η αληθινή μεταμορφωτική ενέργεια, με την οποία ο άνθρωπος γίνεται Θεός.

Αυτά είναι τα πλεονεκτήματα της σχέσης που υφίσταται μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Άρα, πάντως, αυτοί που αρνούνται αυτή τη σχέση αγνοούν τον άνθρωπο∙ διότι, αν γνώριζαν την μεγάλη του αξία και την συγγένεια του προς το θείο, ποτέ δεν θα ανέχονταν να τον ταπεινώσουν και να τον εξευτελίσουν τόσο, ώστε κάποιοι να τον συγκρίνουν προς τα άλογα ζώα, καινα έλκουν την καταγωγή του από το γένος τον άλογων ζώων.
Άγνοια λοιπόν του Θεού και του ανθρώπου είναι ο κύριος λόγος που δίνει παρόρμηση και θάρρος σε μια τόση τολμηρή αθέτηση στη σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο∙ και οδηγεί η άγνοια του Θεού στην άρνηση των θείων του ιδιωμάτων , και η άγνοια του ανθρώπου στην ανοχή της ταπείνωσης του και του εξευτελισμού της ανθρώπινης φύσης.
Και ότι η αλήθεια είναι αυτή , κανένας, φρονώ, δεν μπορεί να το αρνηθεί∙ διότι είναι αδύνατο να παραδεχτούμε , ότι είναι δυνατό να συνυπάρχουν γνώση του Θεού και άρνηση της αποκάλυψης.

Την αλήθεια αυτή θα αποδείξουμε.

Αυτός που γνωρίζει τον Θεό τον γνωρίζει στα ιδιώματά του∙ διότι ο Θεός χωρίς ιδιώματα είναι Θεός χωρίς ουσία, και επομένως λέξη χωρίς έννοια, χωρίς σημασία.

Όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε τον άνθρωπο, αν δεν τον γνωρίζουμε στις δυνάμεις της ψυχής του και του πνεύματός του, έτσι δεν μπορούμε να πούμε , ότι τον γνωρίζουμε στα ιδιώματά του.

Αυτός όμως που γνωρίζει τον Θεό στα ιδιώματά του πρέπει να παραδέχεται και την αποκάλυψή του στον κόσμο, διότι τα ιδιώματα του Θεού τα απόλυτα και τα σχετικά εκφράζουν τη σχέση της ουσίας του Θεού προς τον εαυτό του και την σχέση του με τον κόσμο.

Εάν αυτός που γνωρίζει τον Θεό στα ιδιώματα του αρνιέται την σχέση του προς τον κόσμο, αυτός αντιφάσκει προς τον εαυτό του, και δεν υπάρχει αλήθεια σ’ αυτόν∙ διότι η άρνηση της σχέση του Θεού προς τον κόσμο, δηλαδή της αποκάλυψης, είναι άρνηση των ιδιωμάτων Του, άρα και πρέπει ή να δέχεται και τα δύο, για να γνωρίζει τον Θεό, ή να τα αρνιέται και τα δύο, για να μην αντιφάσκει.

Αυτός που αρνιέται την θεία Αποκάλυψη , αρνιέται τον Θεό, αρνιέται την ύπαρξη του, διότι όταν αρνιέται την αποκάλυψη αρνιέται τα ιδιώματα του Θεού, αρνιέται την ουσία του Θεού, την προσωπικότητα του, επομένως τον ίδιο τον Θεό∙ είναι ανάγκη λοιπόν, για να νοούμε τον Θεό, να τον νοούμε ως «Ον προσωπικόν και αποκαλυπτώμενον εις τον κόσμω».

Με την έκφραση όμως αυτή δεν νοούμε ότι και ο κόσμος είναι αναγκαίος για την ύπαρξη του Θεού∙ διότι τα ιδιώματα του Θεού δεν είναι προϊόντα της δημιουργίας, ούτε παράγονται από αυτή, αλλά είναι η ουσία του Θεού που αυτή καθ’ αυτή υπάρχει άσχετα προς την δημιουργία. Η αναγκαιότητα της Αποκαλύψεως υφίσταται όχι στη φύση του Θεού, αλλά στην έννοια που έχει για τον Θεό ο άνθρωπος∙ διότι στα σχετικά ιδιώματα του Θεού , που τα νοούμε στην αποκάλυψη , δεν είναι κάτι που δίνεται στον Θεό από την δημιουργία , αλλά είναι ιδιάζουσες μορφές της έκφανσης των εσωτερικών προσδιορισμών της ουσίας του Θεού που προκαλείται από τη σχέση του Θεού προς τη δημιουργία. Έτσι, όχι σύσταση , αλλά αφορμή παρέχει η δημιουργία για την εκδήλωση των ιδιωμάτων».

«Χριστολογία», σελ. 115-118).


Απόδοση Ταλαντο

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

"ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ" ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ

Τοῦ Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς

Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τόν Θεόν εἰς θάνατον.ὁ Θεός ὅμως διά τῆς Ἀναστάσεώς Του ″καταδικάζει″ τούς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν. Διά τά κτυπήματα τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς.διά τάς ὕβρεις τάς εὐλογίας.διά τόν θάνατον τήν ἀθανασίαν. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσον μῖσος πρός τόν Θεόν, ὅσον ὅταν Τόν ἐσταύρωσαν.καί ποτέ δέν ἔδειξεν ὁ Θεός τόσην ἀγάπην πρός τούς ἀνθρώπους, ὅσην ὅταν ἀνέστη. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά καταστήσουν τόν Θεόν θνητόν, ἀλλ᾽ ὁ Θεός διά τῆς Ἀναστάσεώς Του κατέστησε τούς ἀνθρώπους ἀθανάτους. Ἀνέστη ὁ σταυρωθείς Θεός καί ἀπέκτεινε τόν θάνατον. Ὁ θάνατος οὐκ ἔστι πλέον. Ἡ ἀθανασία κατέκλυσε τόν ἄνθρωπον καί ὅλους τούς κόσμους του.

Διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ὡδηγήθη τελεσιδίκως εἰς τήν ὁδόν τῆς ἀθανασίας, καί ἔγινε φοβερά καί δι᾽ αὐτόν τόν θάνατον. Διότι πρό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο φοβερός διά τόν ἄνθρωπον, ἀπό δέ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γίνεται ὁ ἄνθρωπος φοβερός διά τόν θάνατον. Ἐάν ζῇ διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Θεάνθρωπον ὁ ἄνθρωπος, ζῇ ὑπεράνω τοῦ θανάτου. Καθίσταται ἀπρόσβλητος καί ἀπό τόν θάνατον. Ὁ θάνατος μετατρέπεται εἰς «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ»: «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;» (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 55-56). Οὕτως, ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκῃ, ἀφήνει ἁπλῶς τό ἔνδυμα τοῦ σώματός του διά νά τό ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατά τήν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας.

Μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη ἦτο ἡ ζωή, καί ὁ θάνατος ἡ δευτέρα. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνηθίσει τόν θάνατον ὡς κάτι τό φυσικόν. Ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος ἤλλαξε τά πάντα: ἡ ἀθανασία ἔγινεν ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε κάτι τό φυσικόν εἰς τόν ἄνθρωπον, καί τό ἀφύσικον κατέστη ὁ θάνατος. Ὅπως μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦτο φυσικόν εἰς τούς ἀνθρώπους τό νά εἶναι θνητοί, οὕτω μετά τήν ἀνάστασιν ἔγινε φυσική δι᾽ αὐτούς ἡ ἀθανασία.

Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος κατέστη θνητός καί πεπερασμένος.διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καί αἰώνιος. Εἰς αὐτό δέ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμις καί τό κράτος καί ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. Καί διά τοῦτο ἄνευ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν θά ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξύ τῶν θαυμάτων ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι τό μεγαλύτερον θαῦμα. Ὅλα τά ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπό αὐτό καί συνοψίζονται εἰς αὐτό. Ἐξ αὐτοῦ ἐκπηγάζουν καί ἡ πίστις καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλπίς καί ἡ προσευχή καί ἡ θεοσέβεια. Οἱ δραπέται μαθηταί, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν μακράν ἀπό τόν Ἰησοῦν ὅταν ἀπέθνησκεν, ἐπιστρέφουν πρός Αὐτόν ὅταν ἀνέστη. Καί ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος ὅταν εἶδε τόν Χριστόν νά ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου, τόν ὡμολόγησεν ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἴδιον τρόπον καί ὅλοι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἔγιναν Χριστιανοί, διότι ἀνέστη ὁ Χριστός, διότι ἐνίκησε τόν θάνατον. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον οὐδεμία ἄλλη θρησκεία ἔχει.αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον κατά τρόπον μοναδικόν καί ἀναμφισβήτητον δεικνύει καί ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί Κύριος εἰς ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους κόσμους.

Χάρις εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, χάρις εἰς τήν νίκην ἐπί τοῦ θανάτου οἱ ἄνθρωποι ἐγίνοντο καί γίνονται καί θά γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι ἄλλο τι παρά ἱστορία ἑνός καί μοναδικοῦ θαύματος τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, τό ὁποῖον συνεχίζεται διαρκῶς εἰς ὅλας τάς καρδίας τῶν Χριστιανῶν ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ἀπό ἔτους εἰς ἔτος, ἀπό αἰῶνος εἰς αἰῶνα μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας.

Ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται ἀληθῶς ὄχι ὅταν τόν φέρῃ εἰς τόν κόσμον ἡ μητέρα του, ἀλλ᾽ ὅταν πιστεύσῃ εἰς τόν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστόν, διότι τότε γεννᾶται εἰς τήν ἀθάνατον καί αἰωνίαν ζωήν, ἐνῷ ἡ μητέρα γεννᾶ τό παιδί της πρός θάνατον, διά τόν τάφον. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μήτηρ πάντων ἡμῶν, πάντων τῶν Χριστιανῶν, ἡ μήτηρ τῶν ἀθανάτων. Διά τῆς πίστεως εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, γεννᾶται ἐκ νέου ὁ ἄνθρωπος, γεννᾶται διά τήν αἰωνιότητα.

- Τοῦτο εἶναι ἀδύνατον! Παρατηρεῖ ὁ σκεπτικιστής. Καί ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος ἀπαντᾷ: «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Καί ὁ πιστεύων εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ ὅλην τήν καρδίαν, μέ ὅλην τήν ψυχήν, μέ ὅλον τό εἶναι του ζῇ κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ.

Ἡ πίστις μας εἶναι ἡ νίκη διά τῆς ὁποίας νικῶμεν τόν θάνατον, ἡ πίστις δηλαδή εἰς τόν Ἀναστάντα Κύριον. «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;» «Τό δέ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (Α’ Κορ. 15, 55-56). Διά τῆς ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος «ἤμβλυνε τοῦ θανάτου τό κέντρον». Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ὄφις, ἡ δέ ἁμαρτία εἶναι τό κεντρί του. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος ἐκχέει τό δηλητήριον εἰς τήν ψυχήν καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερα εἶναι τά κέντρα διά τῶν ὁποίων ἐκχέει ὁ θάνατος τό δηλητήριόν του εἰς αὐτόν.

Ὅταν ἡ σφήκα κεντρίσῃ τόν ἄνθρωπον, καταβάλλει οὗτος κάθε δυνατήν προσπάθειαν διά νά ἐκβάλῃ τό κεντρί ἀπό τό σῶμα του. Ὅταν δέ τόν κεντρίσῃ ἡ ἀμαρτία – τό κέντρον αὐτό τοῦ θανάτου – τί πρέπει νά κάμῃ; - Πρέπει μέ τήν πίστιν καί προσευχήν νά ἐπικαλεσθῇ τόν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστόν, διά νά ἐκβάλῃ Αὐτός τό κεντρί τοῦ θανάτου ἀπό τήν ψυχήν του. Καί Αὐτός ὡς πολυεύσπλαγχνος θά τό κάμῃ, διότι εἶναι Θεός τοῦ Ἐλέους καί τῆς Ἀγάπης. Ὅταν πολλαί σφῆκαι πέσουν ἐπί τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καί τόν τραυματίσουν πολύ μέ τά κέντρα τους, τότε ὁ ἄνθρωπος δηλητηριάζεται καί ἀποθνήσκει. Τό αὐτό γίνεται καί μέ τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου ὅταν τήν τραυματίσουν τά πολλά κέντρα τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν. Ἀποθνήσκει οὗτος θάνατον πού δέν ἔχει ἀνάστασιν.

Νικῶν διά τοῦ Χριστοῦ τήν ἁμαρτίαν μέσα του ὁ ἄνθρωπος νικᾷ τόν θάνατον. Ἐάν περάσῃ μία ἡμέρα καί σύ δέν ἔχῃς νικήσει οὔτε μίαν ἁμαρτίαν σου, γνώρισε ὅτι ἔγινες περισσότερον θνητός. Ἐάν ὅμως νικήσῃς μίαν ἤ δύο ἤ τρεῖς ἁμαρτίας σου, ἔγινες πιό νέος μέ τήν νεότητα ἡ ὁποία δέν γηράσκει, τήν ἀθάνατον καί αἰωνίαν! Ἄς μή τό λησμονῶμεν ποτέ: τό νά πιστεύῃ κανείς εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν, τοῦτο σημαίνει νά ἀγωνίζεται διαρκῶς τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καί τοῦ θανάτου.

Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθῶς εἰς τόν Ἀναστάντα Κύριον τό ἀποδεικνύει μέ τό νά ἀγωνίζεται κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν.καί ἐάν μέν ἀγωνίζεται, πρέπει νά γνωρίζῃ ὅτι ἀγωνίζεται διά τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνίαν ζωήν. Ἐάν ὅμως δέν ἀγωνίζεται, τότε εἶναι ματαία ἡ πίστις του! Διότι, ἐάν ἡ πίστις τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἀγών διά τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐάν μέ τήν εἰς Χριστόν πίστιν δέν φθάνῃ κανείς εἰς τήν ἀθανασίαν καί τήν ἐπί τοῦ θανάτου νίκην, τότε πρός τί ἡ πίστις ἡμῶν; Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀνέστη, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος δέν ἔχουν νικηθῆ. Ἐάν δέ δέν ἔχουν αὐτά τά δύο νικηθῆ, τότε διά τί νά πιστεύῃ κανείς εἰς τόν Χριστόν; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτός ἐνισχύει βαθμιαίως ἐν ἑαυτῷ τήν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀνέστη, ὄντως ἤμβλυνε τό κέντρον τοῦ θανάτου, ὄντως ἐνίκησε τόν θάνατον εἰς ὅλα τά μέτωπα μάχης.

Ἡ ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλησιάζει πρός τόν θάνατον, τήν μεταβάλλει ἀπό ἀθανάτου εἰς θνητήν, ἀπό ἀφθάρτου καί ἀπεράντου εἰς φθαρτήν καί εἰς πεπερασμένην. Ὅσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερον εἶναι θνητός. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν του ἀθάνατον, εἶναι φανερόν ὅτι εὑρίσκεται ὅλος βυθισμένος εἰς τάς ἁμαρτίας, εἰς σκέψεις μυωπικάς, εἰς αἰσθήματα νεκρωμένα. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία κλῆσις εἰς τόν μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἀγώνα ἐναντίον τοῦ θανάτου, μέχρι δηλαδή τῆς τελικῆς νίκης ἐπ᾽ αὐτοῦ. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ μίαν ὑποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ἧτταν.

Δέν πρέπει νά διερωτᾶται κανείς διατί καί οἱ Χριστιανοί ἀποθνήσκουν τόν σωματικόν θάνατον. Τοῦτο γίνεται, διότι ὁ θάνατος τοῦ σώματος εἶναι μία σπορά. Σπείρεται σῶμα θνητόν, λέγει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 42 ἑξ.), καί βλαστάνει, αὐξάνει καί γίνεται ἀθάνατον. Ὅπως ὁ σπειρόμενος σπόρος, οὕτω καί τό σῶμα διαλύεται, διά νά τό ζωοποιήσῃ καί τελειοποιήσῃ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐάν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶχεν ἀναστήσει τό σῶμα, τί ὄφελος θά εἶχε τοῦτο ἀπό Αὐτόν; Οὗτος δέν θά εἶχε σώσει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον. Ἐάν δέν ἀνέστησε τό σῶμα, τότε διά τί ἐσαρκώθη, διά τί ἀνέλαβε τό σῶμα, ἀφοῦ δέν τοῦ ἔδωσε τίποτε ἀπό τήν Θεότητά Του;1

Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀνέστη, διά τί τότε νά πιστεύῃ κανείς εἰς Αὐτόν; Ὁμολογῶ εἰλικρινῶς, ὅτι ἐγώ οὐδέποτε θά ἐπίστευον εἰς τόν Χριστόν, ἐάν δέν εἶχεν ἀναστῆ καί δέν εἶχε νικήσει τόν θάνατον, τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν μας. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστός ἀνέστη καί ἐδώρησεν εἰς ἡμᾶς τήν ἀθανασίαν. Ἄνευ αὐτῆς τῆς ἀληθείας, ὁ κόσμος μας εἶναι μόνον μία χαώδης ἔκθεσις ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνον μέ τήν ἔνδοξον Ἀνάστασίν Του ὁ θαυμαστός Κύριος καί Θεός μας, μᾶς ἠλευθέρωσεν ἀπό τό παράλογον καί τήν ἀπελπισίαν. Διότι χωρίς τήν Ἀνάστασιν δέν ὑπάρχει οὔτε εἰς τόν οὐρανόν οὔτε ὑπό τόν οὐρανόν τίποτε πιό παράλογον ἀπό τόν κόσμον αὐτόν.οὔτε μεγαλυτέρα ἀπελπισία ἀπό τήν ζωήν αὐτήν, δίχως ἀθανασίαν. Δι᾽ αὐτό εἰς ὅλους τούς κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπό τόν ἄνθρωπον, πού δέν πιστεύει εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 19). «Καλόν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. 26, 24).

Εἰς τόν ἀνθρώπινον κόσμον μας ὁ θάνατος εἶναι τό μεγαλύτερον βάσανον καί ἡ πιό φρικιαστική ἀπανθρωπία. Ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπό αὐτό τό βάσανον καί ἀπό αὐτήν τήν ἀπανθρωπίαν εἶναι ἀκριβῶς ἡ σωτηρία. Τοιαύτην σωτηρίαν ἐδώρησεν εἰς τό ἀνθρώπινον γένος μόνον ὁ Νικητής τοῦ θανάτου - ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος. Διά τῆς ἀναστάσεώς Του Αὐτός μᾶς ἀπεκάλυψεν ὅλον τό μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει τό νά ἐξασφαλισθῇ διά τό σῶμα καί τήν ψυχήν ἀθανασία καί αἰωνία ζωή. Πῶς δέ κατορθώνεται τοῦτο; Μόνον διά τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς, τῆς νέας ζωῆς τῆς ἐν τῷ Ἀναστάντι καί διά τόν Ἀναστάντα Χριστόν!

Δι᾽ ἡμᾶς τούς Χριστιανούς ἡ ζωή αὐτή ἐπί τῆς γῆς εἶναι σχολεῖον, εἰς τό ὁποῖον μανθάνομεν πῶς νά ἐξασφαλίσωμεν τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνίαν ζωήν. Διότι τί ὄφελος ἔχομεν ἀπό αὐτήν τήν ζωήν, ἐάν μέ αὐτήν δέν ἠμποροῦμεν νά ἀποκτήσωμεν τήν αἰωνίαν; Ἀλλά, διά νά ἀναστηθῇ μετά τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, πρέπει πρῶτον νά συναποθάνῃ μετ᾽ Αὐτοῦ καί νά ζήσῃ τήν ζωήν τοῦ Χριστοῦ ὡς ἰδικήν του. Ἐάν κάμῃ τοῦτο, τότε τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως θά ἠμπορέσῃ μετά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου νά εἰπῇ: «Χθές συνεσταυρούμην Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι.χθές συνενεκρούμην, ζωοποιοῦμαι σήμερον.χθές συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι»2.

Εἰς τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιοῦνται καί τά τέσσαρα Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ: Χριστός Ἀνέστη! - Ἀληθῶς Ἀνέστη!... Εἰς ἑκάστην ἐξ αὐτῶν εὑρίσκεται ἀπό ἕνα Εὐαγγέλιον, καί εἰς τά τέσσαρα Εὐαγγέλια εὑρίσκεται ὅλον τό νόημα ὅλων τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων. Καί ὅταν ὅλα τά αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλαι αἱ σκέψεις του συγκεντρωθοῦν εἰς τήν βροντήν τοῦ πασχαλινοῦ αὐτοῦ χαιρετισμοῦ: «Χριστός Ἀνέστη!», τότε ἡ χαρά τῆς ἀθανασίας σείει ὅλα τά ὄντα, καί αὐτά ἐν ἀγαλλιάσει ἀπαντοῦν, ἐπιβεβαιοῦται τό πασχαλινόν θαῦμα: «Ἀληθῶς Ἀνέστη!»



Ναί, ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος! καί μάρτυς τούτου εἶσαι ἐσύ, μάρτυς ἐγώ, μάρτυς κάθε Χριστιανός, ἀρχίζοντες ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους μέχρι καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Διότι μόνον ἡ δύναμις τοῦ Ἀναστάντος Θεανθρώπου Χριστοῦ ἠδυνήθῃ νά δώσῃ, - καί συνεχῶς δίδει καί συνεχῶς θά δίδῃ - τήν δύναμιν εἰς κάθε Χριστιανόν - ἀπό τόν πρῶτον μέχρι τόν τελευταῖον – νά νικήσῃ πᾶν τό θνητόν καί αὐτόν τοῦτον τόν θάνατον.πᾶν τό ἁμαρτωλόν καί αὐτήν ταύτην τήν ἁμαρτίαν.πᾶν τό δαιμονικόν καί αὐτόν τοῦτον τόν διάβολον. Διότι μόνον μέ τήν Ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος, κατά τόν πιό πειστικόν τρόπον, ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι ἡ ζωή Του εἶναι Αἰωνία Ζωή, ἡ ἀλήθειά Του εἶναι Αἰωνία Ἀλήθεια, ἡ ἀγάπη Του Αἰωνία Ἀγάπη, ἡ ἀγαθότης Του Αἰωνία Ἀγαθότης, ἡ χαρά Του Αἰωνία Χαρά. Καί ἐπίσης ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι ὅλα αὐτά τά δίδει Αὐτός, κατά τήν ἀπαράμιλλον φιλανθρωπίαν Του, εἰς κάθε Χριστιανόν εἰς ὅλας τάς ἐποχάς.

Πρός τούτοις, δέν ὑπάρχει ἕνα γεγονός ὄχι μόνον εἰς τό Εὐαγγέλιον, ἀλλά οὔτε εἰς ὁλόκληρον τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ὁποῖον νά εἶναι μεμαρτυρημένον κατά τρόπον τόσον δυνατόν, τόσον ἀπρόσβλητον, τόσον ἀναντίρρητον, ὅσον ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἀναμφιβόλως, ὁ Χριστιανισμός εἰς ὅλην του τήν ἱστορικήν πραγματικότητα, τήν ἱστορικήν του δύναμιν καί παντοδυναμίαν, θεμελιοῦται ἐπί τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἐπί τῆς αἰωνίως ζώσης Ὑποστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καί περί τούτου μαρτυρεῖ ὅλη ἡ μακραίων καί πάντοτε θαυματουργική ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Διότι ἄν ὑπάρχῃ ἕνα γεγονός εἰς τό ὁποῖον θά ἠδύνατο νά συνοψισθοῦν ὅλα τά γεγονότα, ἀπό τήν ζωήν τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων καί γενικῶς ὁλοκλήρου τοῦ Χριστιανισμοῦ, τό γεγονός τοῦτο θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἄν ὑπάρχῃ μία ἀλήθεια εἰς τήν ὁποίαν θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλαι αἱ Εὐαγγελικαί ἀλήθειαι, ἡ ἀλήθεια αὕτη θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί ἀκόμη, ἐάν ὑπάρχῃ μία πραγματικότης εἰς τήν ὁποίαν θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλαι αἱ Καινοδιαθηκικαί πραγματικότητες, ἡ πραγματικότης αὕτη θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί τέλος, ἄν ὑπάρχῃ ἕνα Εὐαγγελικόν θαῦμα εἰς τό ὁποῖον θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλα τά Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε τό θαῦμα τοῦτο θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Διότι μόνον ἐν τῷ φωτί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀναδεικνύεται θαυμασίως σαφές καί τό πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ καί τό ἔργον Του. Μόνον ἐν τῇ Ἀναστάσει τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τήν πλήρη ἐξήγησίν των ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλαι αἱ ἀλήθειαί Του, ὅλα τά λόγιά Του, ὅλα τά γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος ἐδίδασκε περί τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἀλλά μετά τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐδίδασκε περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐδίδασκεν ὅτι ἡ πίστις εἰς Αὐτόν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος ἐνίκησε τόν θάνατον καί ἐξησφάλισε τοιουτοτρόπως εἰς τούς τεθανατωμένους ἀνθρώπους τήν μετάβασιν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν Ἀνάστασιν. Ναί, ναί, ναί: ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ μόνος ἀληθινός Θεάνθρωπος εἰς ὅλους τούς ἀνθρωπίνους κόσμους.

Καί κάτι ἀκόμη: ἄνευ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου δέν δύναται νά ἐξηγηθῇ οὔτε ἡ ἀποστολικότης τῶν Ἀποστόλων, οὔτε τό μαρτύριον τῶν Μαρτύρων οὔτε ἡ ὁμολογία τῶν Ὁμολογητῶν οὔτε ἡ ἁγιότης τῶν Ἁγίων οὔτε ἡ ἀσκητικότης τῶν Ἀσκητῶν οὔτε ἡ θαυματουργικότης τῶν Θαυματουργῶν οὔτε ἡ πίστις τῶν πιστευόντων οὔτε ἡ ἀγάπη τῶν ἀγαπώντων οὔτε ἡ ἐλπίς τῶν ἐλπιζόντων οὔτε ἡ νηστεία τῶν νηστευόντων οὔτε ἡ προσευχή τῶν προσευχομένων οὔτε ἡ πραότης τῶν πράων οὔτε ἡ μετάνοια τῶν μετανοούντων οὔτε ἡ εὐσπλαγχνία τῶν εὐσπλάγχνων οὔτε οἱαδήποτε χριστιανική ἀρετή ἤ ἄσκησις. Ἐάν ὁ Κύριος δέν εἶχεν ἀναστῆ καί ὡς Ἀναστάς δέν εἶχε γεμίσει τούς μαθητάς Του μέ τήν ζωοποιόν δύναμιν καί τήν θαυματουργικήν σοφίαν, ποῖος θά ἠδύνατο αὐτούς τούς φοβισμένους καί δραπέτας νά τούς συγκεντρώσῃ καί νά τούς δώσῃ τό θάρρος καί τήν δύναμιν καί τήν σοφίαν διά νά ἠμπορέσουν τόσον ἄφοβα καί μέ τόσην δύναμιν καί σοφίαν νά κηρύττουν καί νά ὁμολογοῦν τόν Ἀναστάντα Κύριον καί νά πηγαίνουν μέ τόσην χαράν εἰς τόν θάνατον δι᾽ Αὐτόν; Καί ἄν ὁ Ἀναστάς Σωτήρ δέν τούς εἶχε γεμίσει μέ τήν θείαν δύναμίν Του καί σοφίαν, πῶς θά ἠμποροῦσαν νά ἀνάψουν μέσα εἰς τόν κόσμον τήν ἄσβεστον πυρκαϊάν τῆς Καινοδιαθηκικῆς πίστεως αὐτοί οἱ ἁπλοϊκοί ἀγράμματοι, ἀμαθεῖς καί πτωχοί ἄνθρωποι; Ἐάν ἡ Χριστιανική πίστις δέν ἦτο ἡ πίστις τοῦ Ἀναστάντος καί κατά συνέπειαν τοῦ αἰωνίως ζῶντος καί ζωοποιοῦντος Κυρίου, ποῖος θά ἠδύνατο νά ἐμπνεύσῃ τούς Μάρτυρας εἰς τόν ἆθλον τοῦ μαρτυρίου, καί τούς Ὁμολογητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ὁμολογίας, καί τούς Ἀσκητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ἀσκήσεως, καί τούς Ἀναργύρους εις τόν ἆθλον τῆς ἀναργυρίας, καί τούς Νηστευτάς εἰς τόν ἆθλον τῆς νηστείας καί ἐγκρατείας, καί ὁποιονδήποτε Χριστιανόν εἰς ὁποιονδήποτε Εὐαγγελικόν ἆθλον;

Ὅλα αὐτά εἶναι λοιπόν ἀληθινά καί πραγματικά καί δι᾽ ἐμέ καί διά σέ καί διά κάθε ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν. Διότι ὁ θαυμαστός καί γλυκύτατος Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μόνη Ὕπαρξις ὑπό τόν οὐρανόν μέ τήν ὁποίαν δύναται ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ εἰς τήν γῆν νά νικήσῃ καί τόν θάνατον καί τήν ἁμαρτίαν καί τόν διάβολον, καί νά καταστῇ μακάριος καί ἀθάνατος, συμμέτοχος εἰς τήν Αἰωνίαν Βασιλείαν τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ... Διά τοῦτο, διά τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν ὁ Ἀναστάς Κύριος εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσιν εἰς ὅλους τούς κόσμους: ὅ,τι τό Ὡραῖον, τό Καλόν, τό Ἀληθές, τό Προσφιλές, τό Χαρμόσυνον, τό Θεῖον, τό Σοφόν, τό Αἰώνιον. Αὐτός εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλον τό Ἀγαθόν μας ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωή εἰς ὅλας τάς θείας αἰωνιότητας καί ἀπεραντοσύνας.

- Διά τοῦτο καί πάλιν, καί πολλάκις, καί ἀναρίθμητες φορές: Χριστός Ἀνέστη!



Ὑποσημειώσεις:

1. Πρβλ. Ἰ. Χρυσοστόμου, εἰς Α’ Κορ. ὁμ. 39, 2. PG 61, 334: «Εἰ δ᾽ οὐκ ἐγείρονται (τά σώματα), διά τί ἠγέρθη ὁ Χριστός; διά τί ἦλθε; διά τί σάρκα ἀνέλαβεν, εἰ μή ἔμελλεν ἀναστήσειν σάρκα; οὐ γάρ ἐδεῖτο αὐτός, ἀλλά δι᾽ ἡμᾶς».

2. Λόγος εἰς τό Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. καί Κανών τοῦ Πάσχα, ὡδή γ’.

Απο:

www.imkby.gr

Ο άπιστός γιατρός

Ο άπιστός γιατρός

Ζούσε πριν πολλά σε μια κωμόπολή της Πελοποννήσου ένα ιερέας ευλαβής και ενάρετος με το όνομα Θεοδόσιος. Ο παπα-Θεοδόσιος είχε μόνο μια λύπη από την ζωή τυ. Ήταν άτεκνος. Όσο περνούσε ο καιρός και δεν αποκτούσε παιδί η θλίψη του μεγάλωνε όμως δεν παρέλειπε στις προσευχές του να ζητά από τον Θεό με πίστη θερμή ν α του δώσει παιδί και μάλιστα αρσενικό, με την υποχρέωση να καταβάλλει κάθε φροντίδα για να το μορφώσει χριστιανικά. Η πρεσβυτέρα του , ύστερα από ατεκνία τόσων ετών, έμεινε έγκυος. Και μια μέρα, ενώ ο παπα-Θεοδόσιος βρισκόταν στην εκκλησία και διάβαζε τον εσπερινό, μια γειτόνισσα έσπευσε να του αναγγείλει τον αίσιο τοκετό.
-Να σου ζήσει , παππούλη , το κοριτσάκι!
-Αδύνατον ! απαντά με ακλόνητη πεποίθηση ο ιερέας. Αδύνατον να είναι κοριτσάκι! Εγώ αρσενικό ζήτησα από τον Θεό!
Η γειτόνισσα η οποία γνώριζε τον πόθο του παπα-Θεοδόση , επέμενε ότι ήταν δήθεν κοριτσάκι. Αλλά μετά από λίγο του φανέρωσε την αλήθεια. Πράγματι η πρεσβυτέρα του είχε γεννήσει γιό.

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε , το παιδί μεγάλωνε και ο σεβάσμιος ιερέας όσο μπορούσε προσπάθησε να του δώσει ανατροφή χριστιανική έχω ότου μετά από μια ασθένεια πέθανε. ενώ το παιδί ήταν ακόμα μαθητής στο Λύκειο

Ο νεαρός Κωνσταντίνος τελείωσε τις σπουδές του στο Λύκειο και έπειτα αναχώρησε στην Γαλλία για να σπουδάσει εκεί την ιατρική.
Στο νέο εκείνο περιβάλλον ο νεαρός Κωνσταντίνος ελεύθερος από κάθε επίβλεψη , δεν είναι παράδοξο ότι άρχισε να αλλάζει φρόνημα και συνήθειες και τρόπο ζωής. Όχι μ όνο το περιβάλλον του Παρισιού , που σπούδαζε, και η συναναστροφή με συμφοιτητές ελεύθερους στο φρόνημα και στον βίο, αλλά και η διδασκαλία πολλών από τους καθηγητές της Ιατρικής , οποίοι ευχαριστιούνταν να εκφράζουν ιδέες αντιθρησκευτικές και να παριστάνουν ότι αυτές στηρίζονται δήθεν στην αλήθεια, όλα αυτά επηρέασαν πολύ τον νεαρό Έλληνα φοιτητή. Πολύ γρήγορα ο Κωνσταντίνος κατάντησε σε πλήρη απιστία. Η ενθύμηση του πατέρα του , οι συμβουλές του, που είχε ακούσει από αυτόν, δεν στάθηκαν ικανές να τον συγκρατήσουν από τον κατήφορο της αμαρτίας.

Με τέτοιο πλέον φρόνημα ο Κωνσταντίνος εξακολούθησε τις σπουδές του μέχρι τέλος, πήρε το δίπλωμα του γιατρού και άρχισε να εξασκεί στο Παρίσι το έργο του. Κατά το διάστημα αυτό δοκίμασε πολλές ηθικές θλίψεις. Η συνείδηση του συχνά τον έλεγχε για τον βίο της απιστίας. Μολονότι ακολουθούσε ζωή διασκεδάσεων , όχι μόνο δεν εύρισκε πραγματική ανακούφιση σε αυτές, αλά πολλές φορές αισθανόταν αηδία προς τη ζωή . Και ενώ βρίσκονταν σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση αποφάσισε επανειλημμένα να θέσει τέρμα στη ζωή του. Διότι δεν εύρισκε για ποιο λόγο έπρεπε να ζει, εφ’όσον το πνεύμα του δεν αναπαύονταν και εφ’ όσον δεν πίστευε σε άλλη ζωή πέρα του τάφου. Αλλά τότε ακριβώς είδε χειροπιαστή την επέμβαση μιας αόρατης δύναμης, η οποία δεν τον άφησε να πραγματοποιήσει την απόφαση του. Κρατώντας το περίστροφο στο χέρι πυροβόλησε κατά το στήθος του επαλειμμένα αλλά παραδόξως , το περίστροφο δεν έπιανε φωτιά! Το άψυχο φονικό όπλο φαινόταν σαν να μην ήθελε να υπακούσει! Έστρεφε προς τα έξω την κάνη του πιστολιού και τότε το πιστόλι εκπυρσοκροτούσε! Το γεγονός αυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση , αν και δεν ήταν τότε να καταλάβει ότι αυτό ήταν επέμβαση της θείας Πρόνοιας. Οπωσδήποτε, η αυτοκτονία ματαιώθηκε.

Και σε άλλη εποχή ο γιατρός μας αποφάσισε να θέσει τέρμα στη ζωή του. Ήταν τότε καλοκαίρι και αυτόν κοιμόταν επάνω σε ένα ηλιακωτό. Με την απόφαση λοιπόν να αυτοκτονήσει , κοιμόταν την νύχτα πάνω στο στηθαίο (πεζούλι)του ηλιακωτού, με την σκέψη ότι την νύκτα,, καθώς θα κοιμόταν και θα γύριζε στον ύπνο του θα πέθαινε με μίας , χωρίς να το καταλάβει. Αλλά και σε αυτό οι ελπίδες του διαψεύστηκαν! Πάντοτε την νύχτα έπεφτε από το στενό εκείνο στηθαίο. Αλλά , παραδόξως, ποτέ δεν έπεσε προς τα έξω! Έπεφτε πάντοτε μέσα στο ηλιακωτό. Δοκίμασε επανειλημμένα, αλά το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε το ίδιο. Πάντοτε δηλαδή έπεφτε προς τα μέσα και ποτέ προς τα έξω. Και το γεγονός αυτός του έκανε μεγάλη εντύπωση. Αλλά τα μάτια της ψυχής του ήταν κλειστά και δεν μπορούσε να δει και στην περίσταση αυτή το χέρι του Θεού ο οποίος θαυματουργικώς ζητούσε να τον συγκρατήσει από τον όλεθρο. Διότι προέβλεπε ο Θεός, ότι ο άπιστος εκείνος θα μεταβαλλόταν μια μέρα σε πιστό.

Στο Παρίσι ο γιατρός ο Κωνσταντίνος έμεινε αρκετά χρόνια. Εκεί συνδέθηκε με στενή φιλία με ένα συνάδελφό του Γάλλο γιατρό. Σημειωτέον , ότι και ο γιατρός εκείνος βρισκόταν στην ίδια κατάσταση απιστίας, επομένως είχε τα ίδια φρονήματα με τον Κωνσταντίνο. Μόνο η σύζυγος του Γάλλου γιατρού ήταν γυναίκα με θερμή ευσέβεια και πίστη. Πολλές φορές παρακαλούσε τους δύο άπιστους φίλους και τους εξόρκιζε να αφήσουν τα υλιστικά τους φρονήματα. Εκείνοι όμως γελούσαν μαζί της και την ειρωνεύονταν , μερικές φορές , για να την πειράξουν της έλεγαν μπροστά της πολλά ενάντια της χριστιανικής θρησκείας.

Κατόπιν διαμονής πολλών ετών στην Γαλλία ο Κωνσταντίνος νοστάλγησε και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Πράγματι αναχώρησε και ήρθε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε ως γιατρός στον Πύργο, όπου σε λίγο παντρεύτηκε. Η σύζυγός του ήταν γυναίκα με αρκετή ευσέβεια. Αλά ο Κωνσταντίνος δεν ενννοοόυσε να αφήσει τις ιδέες του. Στις παρακλήσεις και προτροπές της γυναίκας του αυτός έμενε ασυγκίνητος και ακλόνητοςς στις υλιστικές και αθεϊστικές του ιδέες/ χαρακτηριστικό είναι ότι κατά την Μεγάλη Παρασκευή , όταν η οικογένεια του νήστευε αυστηρά, αυτός διέταζε επίμονα να του ετοιμάσουν κρέας για να φάει! Όταν μετά από δύο ημέρες η οικογένεια του γιόρταζε το Πάσχα, ο άπιστος γιατρός διέταζε να του ετοιμάσουν νηστίσιμο φαγητό!

Τέτοιο τρόπο είχαν τα πράγματα , όταν ο Κωνσταντίνος σχετίστηκε με μερικούς άλλου λόγιου της πόλης εκείνης, οι οποίοι συγκεντρώνονταν τακτικά σε συνεδριάσεις πνευματιστικές. Τα πνευματιστικά φαινόμενα έκαναν εντύπωση ισχυρή στον υλιστή γιατρό, ο οποίος μέχρι τότε πίστευε, ότι δεν υπάρχουν πνεύματα και κόσμος πνευματικός. Αλλά τα φαινόμενα του πνευματισμού κλόνισαν την πεποίθηση του αυτή και πολύ γρήγορα ο γιατρός μας πείστηκε , ότι υπάρχουν πνεύματα και δυνάμεις αόρατες και μυστηριώδεις. Άρχισε πλέον να παραδέχεται όλες τις χριστιανικές αλήθειες. Και το παρίεργο είναι , ότι με το τραπέζι του πνευματισμού τους μιλούσε πνεύμα πονηρό , το οποίο παρουσιαζόταν ότι είναι ο Χριστό! Δίδασκε και συμβούλευε με πνεύμα χριστιανικό, τους επέπληττε για κάθε παρεκτροπή, επέβαλλε σε εκείνους που παρεκτρέπονταν νηστείες αυστηρές και άλλες σωματικές ασκήσεις.

Βαθμηδόν οι αποκαλύψεις αυτές οι πνευματιστικές γινόταν περισσότερο αξιοπερίεργες. Διότι το πνεύμα, το οποίο τους μιλούσε μέσω του τραπεζιού, τους διέταξε να κατασκευάσουν ναό ξύλινο, κινητό , σαν απομίμηση της σκηνής των Ιουδαίων. Ακόμη του βεβαίωνε, ότι ς τους χειροτόνησε αποστόλους, ότι θα τους στείλει να κηρύξουν , ακόμη ότι θα τους δώσει δύναμη να περπατούν επάνω στα νερά της θάλασσας! Όλα αυτά και κάποια άλλα σημεία ύποπτα, άνοιξαν πλέον τα μάτια σε όσους συμμετείχαν στις συνεδριάσεις εκείνες και οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι πρόκειται για έντεχνη πλεκτάνη του διαβόλου. Τότε και ο γιατρός μας, αφού διαφωτίστηκε από κάποιον αξιοσέβαστο κληρικό, άφησε την πλάνη εκείνη, αλά από τότε κράτησε σταθερές τις χριστιανικές του πεποιθήσεις και έγινε παράδειγμα εκλεκτού Χριστιανού. ..
Μετά από κάποιο καιρό ο Κωνσταντίνος θέλησε να επισκεφτεί την πόλη των σπουδών του , το Παρίσι . καθένας καταλαβαίνει ότι μια από τις πρώτες του φροντίδες ήταν να επισκεφτεί τον κάποτε στενό του φίλο, τον γάλλο γιατρό. Μετά α τις πρώτες ομιλίες, ο Κωνσταντίνος του λέγει:
-Ξέρεις , τώρα έχω αλλάξει φρόνημα . έχω γίνει Χριστιανός!
Πόση ήταν η έκπληξή του και η χαρά του , όταν ο φίλος του σε απάντηση έβγαλε από την τσέπη του ένα κομψοδεμένο βιβλίο, την Αγία Γραφή. Του την έδειξε και του είπε:
-Και εγώ, φίλε μου, όχι μόνο πιστεύω όσα λέει το βιβλίο αυτό, αλλά και τα έχω ως μόνη παρηγοριά και χαρά στη ζωή μου.
Η ευσεβής σύζυγος του γιατρού έγινε έξαλλη από χαρά , όταν είδε τον οικογενειακό φίλο να είναι τώρα Χριστιανό. Επαναλάμβανε πολλές φορές με απορία και χαρά:
- Ο Κωνσταντίνος Χριστιανός! Ο Κωνσταντίνος Χριστιανός!...

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Η σκωληκοειδής απόφυση «τελικά δεν είναι άχρηστη»




Τελικά τα επιχειρήματα των Δαρβινιστών καταρίπτονται ένα ένα απο την ίδια την επιστημονική έρευνα που επικαλούνται.

Αντιγράφουμε απο το www.in.gr

Ουάσινγκτον
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν σήμερα οι περισσότεροι γιατροί, η σκωληκοειδής απόφυση δεν είναι ένα άχρηστο υπολειμματικό όργανο, αλλά παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του εντέρου και του ανοσοποιητικού συστήματος, εκτιμούν ερευνητές στις ΗΠΑ.

Η ομάδα του Δρ Ουίλιαμ Πάρκερ στο Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο του Ντέραμ, στη Βόρεια Καρολίνα, θεωρεί ότι η σκωληκοειδής απόφυση λειτουργεί ως παρακαταθήκη χρήσιμων μικροβίων και επιπλέον παράγει και «εκπαιδεύει» λευκά αιμοσφαίρια.

O Πάρκερ και οι συνεργάτες του δημοσιεύουν εξελικτικά δεδομένα που ενισχύουν αυτή τη θεωρία στο νέο τεύχος του Journal of Evolutionary Biology.

Η απόφυση και ο Δαρβίνος

Η σκωληκοειδής απόφυση είναι ένας μικρός, τυφλός (μη διαμπερής) σάκος που κρέμεται ανάμεσα στο λεπτό και το παχύ έντερο. Ένας στους 20 ανθρώπους εμφανίζει κάποια στιγμή μόλυνση, τη γνωστή σκωληκοειδίτιδα, και υποβάλεται σε επέμβαση αφαίρεσης της απόφυσης.

Μέχρι σήμερα, γιατροί και βιολόγοι πίστευαν την άποψη του Δαρβίνου ότι η σκωληκοειδής απόφυση είναι εξελικτικό κατάλοιπο ενός μεγαλύτερου οργάνου, του τυφλού εντέρου, που υπήρχε σε μακρινούς, φυτοφάγους προγόνους μας.

Πριν από εκατομμύρια χρόνια, τα μικρόβια που ζούσαν στο τυφλό έντερο βοηθούσαν στη χώνευση των δύσπεπτων φυτικών τροφών. Σήμερα, όμως, που η δίαιτά μας έχει αλλάξει, η απόφυση μόνο προβλήματα δημιουργεί.

«Ίσως ήρθε η ώρα να αλλάξουν τα εγχειρίδια της Βιολογίας» εκτιμά τώρα ο Δρ Πάρκερ με δηλώσεις του στο LiveScience.

Ο Πάρκερ και οι συνεργάτες του υποστήριξαν πρόσφατα ότι σκωληκοειδής απόφυση περιέχει χρήσιμα μικρόβια τα οποία μπορούν αναδημιουργούν τη χλωρίδα του εντέρου αν διαταραχτεί, για παράδειγμα έπειτα από μια σοβαρή διάρροια. Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει επίσης ότι η απόφυση παράγει λευκά αιμοσφαίρια για την άμυνα του οργανισμού.

Η τελευταία μελέτη του Πάρκερ δεν αφορά άμεσα τη λειτουργία της σκωληκοειδούς απόφυσης, αλλά την εξέλιξή της σε μια ποικιλία ζώων. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η απόφυση υπάρχει σε περισσότερα είδη από ό,τι πίστευε ο Δαρβίνος, ακόμα και σε ζώα που διαθέτουν ξεχωριστό τυφλό έντερο.

«Η σκωληκοειδής απόφυση υπάρχει εδώ και 80 εκατομμύρια χρόνια, πολύ περισσότερο από ό,τι θα εκτιμούσαμε αν ήταν σωστές οι ιδέες του Δαρβίνου» αναφέρει ο ερευνητής.

«Δεν υποστηρίζουμε ότι η ιδέες του Δαρβίνου για την εξέλιξη είναι λανθασμένες. Αυτό θα ήταν εξωφρενικό, δεδομένου ότι βασιστήκαμε στις ιδέες του για την εξέλιξη για να πραγματοποιήσουμε αυτή την έρευνα» διευκρινίζει.

Εκτιμά επιπλέον ότι η σκωληκοειδίτιδα είναι σήμερα πολύ συχνότερη από ό,τι παλαιότερα, επειδή ζούμε σε ένα σχεδόν αποστειρωμένο περιβάλλον και το ανοσοποιητικό μας σύστημα δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει τα μικρόβια που μπορούν να μολύνουν την απόφυση.

Newsroom ΔΟΛ

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Το μεγάλο στοίχημα ανάμεσα σε πιστούς και σε απίστους.

Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρίν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, εβγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσ’ από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο , κυττάζοντας τον σκοτεινόν ουρανό με τ’ άστρα. Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σαν να ερχότανε από πάνω μια μακρυνή ψαλμωδία. Το στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών , και προκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντας μου είχε πει μια φορά, πως κατά τούτες τις ώρες ανοίγουν τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια κι από τα αγιοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του Κυρίου».
Θα στεκόμουνα εκεί πέρα μονάχος ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι’ αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και μ’ έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπο του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τα’ άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. Το κύτταζα, και με κύτταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ’ αλήθεια, μ’ όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!» μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν ν α ερχόταν από πολύ μακρυά, σα νάβγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μια μεγάλη αγωνία κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τα χέρια του , τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μούκανε νόημα ε το χέρι του να σταματήσω.
Άρχισε να βογγά, με τέτοιο τρόπο , που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει: «Δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολότελα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσα τον Θεό να με λυπηθή. Θέλω να πεθάνω μα δε μπορώ. Αχ! Όσα έλεγες βγήκαν αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πρίν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δυο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: Κρίμα, νάχει τέτοιο μυαλό , και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές! Μια άλλη μέρα, σου είχα, πει, όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρέ Φ., μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα».
Τότε μου είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον Χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γερατειά σου;». Σου λέγω εγώ: «Θα δείς πόσω χρονώ θα πάγω: τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γυιός μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’ έναν πλούσιον από την Αβυσσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε. Όχι σαν εσένα που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες ‘ Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών’. Τι θα βγάλεις από τα ‘Χριστιανά τα τέλη;’. Παρά νάχεις στην τσέπη σου , και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; Και γατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους θρέφω εγώ; Αμ βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στον Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισος; Εγώ ξέρεις πως είμαι γυιός παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πρίν από μένα, θα πάρεις και στον λαιμό σου την οικογένεια σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός που είμαι, πως θα ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!...».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κεί, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «Αχ! Ούχ! Ού! Ου! Χού! Ούχ!».
Ησύχασε για λόγο και ξαναείπε: Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! Μα κανένας δεν μ’ άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν νάμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ , τότε, που βρισκόμουνα στον κόσμο που ζείς , ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ’ ακούνε, να κοροϊδεύω τη θρησκεία, να συζητώ για χεροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως, βλέπω πως χεροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χεροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκομαι. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!».
Απάνω σ’ αυτά , χάθηκε από τα άτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογγητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μιά στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου , και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ’ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι , που το κουνούσε από δω κι από κεί.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «Σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θάρθουνε να με πάρουνε εκείνοι που με στείλανε!». Του λέγω: «Ποιοι σε στείλανε;» Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περνούν παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλωσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νοιώθει τον εαυτό του νικημένο.
Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δε μπορούνε να βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για νάρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα τη αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλοιώτικος είναι ο κόσμος από ό,τι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
Είναι που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σας ο λόγος του είναι η αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους άπιστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία. Αληθινά στον Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια. Αλλοίμονο σ’όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει , και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στον Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους , σας κάναμε περιπαίγματα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλωσύνη τα πειράγματα μας, τόσο μεγάλωσε η δική μας η κακία.
Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόμαστε από το φέρσιμο τω κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαΐτες που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντας σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκόντανε, οι δυστυχείς, στη θέση που βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ό,τι κάνουνε, θέλω να φανερωθώ σ’ αυτούς και να τους πω να αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια , όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει τον φτωχό τον Λάζαρο. Μα και κείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού. «Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος διακαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι».
Με αυτά τα λόγια τον έχασα από μπροστά μου.

Αειμνήσου Φωτίου Κόντογλου

(Από το βιβλίο ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ , Αθήναι)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...