Αυτοί που δεν επιδέχονται τα θαύματα αρνούνται κάθε δυνατή αποκάλυψη του Θεού, διότι το θαύμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο∙ εάν λοιπόν απορρίψουμε τα θαύματα, πρέπει να απορρίψουμε κάθε δυνατή αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο∙ διότι δεν μπορεί ο Θεός σε κάποιον να αποκαλύπτεται σε κάποιον και σε κάποιον άλλον να μη μπορεί να αποκαλυφθεί.
Άρα (αν συμβαίνει το τελευταίο) αναγκαστικά θα απορρίψουμε την θεοπνευστία και την θεία έμπνευση , διότι θαύμα και θεοπνευστία είναι δύο διαφορετικές μορφές της θείας αποκάλυψης, από τις οποίες ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους. Άρα το θαύμα είναι λογική συνέπεια της αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο.
Μάταια λοιπόν εγείρονται οι σοφοί αυτού του αιώνα κατά των θαυμάσιων αυτών φαινομένων της πίστης∙ μάταια την απορρίπτουν∙ τα έργα της πίστης τους αναιρεί , και η αλήθεια των έργων τους διαψεύδει∙ η διάτορος ομολογία των έργων διασαλπίζει ότι ο Θεός δεν εγκατέλειψε τον κόσμο έρμαιο της τύχης, ότι προνοεί γι’ αυτόν , ότι τον οδηγεί σε ένα άριστο και λογικό τέλος και ότι τον διευθύνει με νόμους άγνωστούς σε εμάς, και προνοεί γι’ αυτόν με τρόπο ακατάληπτο σε εμάς.
Εάν οι σοφοί αυτοί έκυπταν σε μελέτη των θρησκευτικών αυτών ζητημάτων και με αμεροληψία ζητούσαν την αλήθεια, θα οδηγούνταν στο συμπέρασμα, ότι η φύση του κόσμου και ο προορισμός του ανθρώπου απαιτούν την συνεχή πρόνοια και αποκάλυψη του Θεού, για να ολοκληρώσουν και οι δύο τον δικό τους προορισμό.
Ο κύριος λόγος, για εμάς, για τον οποίο οι φιλόσοφοι οδηγούνται στην άρνηση της αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο και την άρνηση των θαυμάτων , είναι η άγνοια του Θεού και του ανθρώπου: διότι αυτός που γνωρίζει τον Θεό στα ιδιώματά του και τον άνθρωπο στην πνευματική φύση του, ποτέ δεν τολμά να αρνηθεί την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο∙ διότι και η επιστημονική αλήθεια τον πείθει, και το ιδιαίτερο αίσθημα του ανθρώπου, το οποίο καλείται θρησκευτικό, τον πληροφορεί.
Η άγνοια του Θεού και του ανθρώπου είναι ο κύριος λόγος της αθέτησης των θαυμάτων∙ αυτή θέτει τον Θεό αυθαίρετα σε μια μονομερή υπερβατικότητα, του ορίζει τόπο διαμονής, όπως θα όριζε κάποιος τη διαμονή του δικού του δούλου, τον περιορίζει σε ένα χώρο, σαν να είναι ο Θεός ένα όν πεπερασμένο, και τον θέτει όπου ο εγωιστής νους του ευχαριστιέται.
Αποκλείει το δικαίωμα να έρχεται ο Θεός σε σχέση με τον κόσμο, καθιστά την δημιουργία ανεξάρτητη κ αι αυτοτελή. Προικίζει την δημιουργία με δύναμη, ελευθερία και σοφία απόλυτη , και της αποδίδει την μακαριότητα.
Με την αυθαίρετη αυτή πράξη ο τολμηρός άνθρωπος αφαιρεί τα απόλυτα ιδιώματα του Θεού, του δημιουργού της κτίσεως, και τα χαρίζει αυτά με ατάραχη συνείδηση και με πνεύμα υπερηφάνειας στη δημιουργία.
Η μεταβίβαση (των ιδιωμάτων) ευχαριστεί τα υπερήφανα πνεύματα, διότι αυτή ανυψώνει με λάθος τρόπο τον άνθρωπο και τον προβιβάζει από την τάξη της υποτέλειας και την θέτει τον θρόνο του πάνω από τον Θεό∙ τον κάνει ( αυτόν τον άνθρωπο) τέλειο Θεό, αφού θέτει στον Θεό και στις ενέργειές του όρια.
Η εγωιστική του αδυναμία μέσα στην αφέλειά της τον τέρπει και τον ικανοποιεί.
Και ο αδαής άνθρωπος φουσκωμένος με υπερηφάνεια αναπαύεται στο φανταστικό αυτό μεγαλείο του και μεγαλαυχεί για αυτά που τόλμησε.
Αλλά δυστυχώς για τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα αυτός ο άνθρωπος, η σταθερή αλήθεια των πραγμάτων εξαγγέλλει την πλάνη, αποδεικνύει την στείρωσης της και αποκαλύπτει την άγνοια των σοφισμένων και των γεννημάτων της(πλάνης), στέκεται με σταθερό πόδι και με υψηλό κήρυγμα και καλεί η αλήθεια προς αυτήν τους εραστές της.
Οι οπαδοί αυτής της θεωρία φρονούν, ότι ανυψώνεται με αυτήν ο άνθρωπος πάνων από τους ουρανούς, και τοποθετείται στο αληθινό του μεγαλείο.
Εμείς , που είμαστε μακριά από το να παραδεχτούμε αυτή τη δοξασία, φρονούμε , ότι ο άνθρωπος με αυτήν υποβιβάζεται και ταπεινώνεται∙ διότι απέχει πολύ από το να γίνει Θεός ο άνθρωπος, και με αυτήν αποβαίνει κτήνος με την αθέτηση της θείας αποκάλυψης.
Εάν οι κύριοι αυτοί είχαν πλήρη γνώση της μεγάλης πνευματικής και ηθικής αξίας του ανθρώπου, ποτέ, ποτέ, δεν θα ανέχονταν να στερηθούν από μια σχέση που τιμά τόσο την ανθρώπινη φύση.
Η σχέση με τον Θεό, που συνδέεται με την αποκάλυψη , είναι το βασιλικό ένδυμα, που περιβάλλει την ανθρώπινη φύση και περιέχει την θεία αίγλη∙ είναι ο τίτλος της ευγένειάς του, που τον ξεχωρίζει από την υπόλοιπη φύση, είναι η κούφη νεφέλη που τον σηκώνει από τα γήινα και τον ανυψώνει μέχρι τρίτου ουρανού, όπου ακούει άρρητα ρήματα, που δεν επιτρέπεται στον άνθρωπο να λαλήσει και τον θέτει σε περιωπή, στην οποία μόνο καθαρή πνευματική φύση μπορεί να ανυψωθεί.
Η σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο και η επιδεκτικότητα του είναι η δύναμη που τελειώνει τον άνθρωπο, η δύναμη που τον ελευθερώνει από τα δεσμά, που τον αγνίζει και τον αγιάζει και τέλος η αληθινή μεταμορφωτική ενέργεια, με την οποία ο άνθρωπος γίνεται Θεός.
Αυτά είναι τα πλεονεκτήματα της σχέσης που υφίσταται μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Άρα, πάντως, αυτοί που αρνούνται αυτή τη σχέση αγνοούν τον άνθρωπο∙ διότι, αν γνώριζαν την μεγάλη του αξία και την συγγένεια του προς το θείο, ποτέ δεν θα ανέχονταν να τον ταπεινώσουν και να τον εξευτελίσουν τόσο, ώστε κάποιοι να τον συγκρίνουν προς τα άλογα ζώα, καινα έλκουν την καταγωγή του από το γένος τον άλογων ζώων.
Άγνοια λοιπόν του Θεού και του ανθρώπου είναι ο κύριος λόγος που δίνει παρόρμηση και θάρρος σε μια τόση τολμηρή αθέτηση στη σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο∙ και οδηγεί η άγνοια του Θεού στην άρνηση των θείων του ιδιωμάτων , και η άγνοια του ανθρώπου στην ανοχή της ταπείνωσης του και του εξευτελισμού της ανθρώπινης φύσης.
Και ότι η αλήθεια είναι αυτή , κανένας, φρονώ, δεν μπορεί να το αρνηθεί∙ διότι είναι αδύνατο να παραδεχτούμε , ότι είναι δυνατό να συνυπάρχουν γνώση του Θεού και άρνηση της αποκάλυψης.
Την αλήθεια αυτή θα αποδείξουμε.
Αυτός που γνωρίζει τον Θεό τον γνωρίζει στα ιδιώματά του∙ διότι ο Θεός χωρίς ιδιώματα είναι Θεός χωρίς ουσία, και επομένως λέξη χωρίς έννοια, χωρίς σημασία.
Όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε τον άνθρωπο, αν δεν τον γνωρίζουμε στις δυνάμεις της ψυχής του και του πνεύματός του, έτσι δεν μπορούμε να πούμε , ότι τον γνωρίζουμε στα ιδιώματά του.
Αυτός όμως που γνωρίζει τον Θεό στα ιδιώματά του πρέπει να παραδέχεται και την αποκάλυψή του στον κόσμο, διότι τα ιδιώματα του Θεού τα απόλυτα και τα σχετικά εκφράζουν τη σχέση της ουσίας του Θεού προς τον εαυτό του και την σχέση του με τον κόσμο.
Εάν αυτός που γνωρίζει τον Θεό στα ιδιώματα του αρνιέται την σχέση του προς τον κόσμο, αυτός αντιφάσκει προς τον εαυτό του, και δεν υπάρχει αλήθεια σ’ αυτόν∙ διότι η άρνηση της σχέση του Θεού προς τον κόσμο, δηλαδή της αποκάλυψης, είναι άρνηση των ιδιωμάτων Του, άρα και πρέπει ή να δέχεται και τα δύο, για να γνωρίζει τον Θεό, ή να τα αρνιέται και τα δύο, για να μην αντιφάσκει.
Αυτός που αρνιέται την θεία Αποκάλυψη , αρνιέται τον Θεό, αρνιέται την ύπαρξη του, διότι όταν αρνιέται την αποκάλυψη αρνιέται τα ιδιώματα του Θεού, αρνιέται την ουσία του Θεού, την προσωπικότητα του, επομένως τον ίδιο τον Θεό∙ είναι ανάγκη λοιπόν, για να νοούμε τον Θεό, να τον νοούμε ως «Ον προσωπικόν και αποκαλυπτώμενον εις τον κόσμω».
Με την έκφραση όμως αυτή δεν νοούμε ότι και ο κόσμος είναι αναγκαίος για την ύπαρξη του Θεού∙ διότι τα ιδιώματα του Θεού δεν είναι προϊόντα της δημιουργίας, ούτε παράγονται από αυτή, αλλά είναι η ουσία του Θεού που αυτή καθ’ αυτή υπάρχει άσχετα προς την δημιουργία. Η αναγκαιότητα της Αποκαλύψεως υφίσταται όχι στη φύση του Θεού, αλλά στην έννοια που έχει για τον Θεό ο άνθρωπος∙ διότι στα σχετικά ιδιώματα του Θεού , που τα νοούμε στην αποκάλυψη , δεν είναι κάτι που δίνεται στον Θεό από την δημιουργία , αλλά είναι ιδιάζουσες μορφές της έκφανσης των εσωτερικών προσδιορισμών της ουσίας του Θεού που προκαλείται από τη σχέση του Θεού προς τη δημιουργία. Έτσι, όχι σύσταση , αλλά αφορμή παρέχει η δημιουργία για την εκδήλωση των ιδιωμάτων».
«Χριστολογία», σελ. 115-118).
Απόδοση Ταλαντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου