Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Το μεγάλο στοίχημα ανάμεσα σε πιστούς και σε απίστους.

Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρίν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, εβγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσ’ από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο , κυττάζοντας τον σκοτεινόν ουρανό με τ’ άστρα. Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σαν να ερχότανε από πάνω μια μακρυνή ψαλμωδία. Το στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών , και προκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντας μου είχε πει μια φορά, πως κατά τούτες τις ώρες ανοίγουν τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια κι από τα αγιοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του Κυρίου».
Θα στεκόμουνα εκεί πέρα μονάχος ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι’ αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και μ’ έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπο του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τα’ άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. Το κύτταζα, και με κύτταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ’ αλήθεια, μ’ όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!» μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν ν α ερχόταν από πολύ μακρυά, σα νάβγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μια μεγάλη αγωνία κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τα χέρια του , τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μούκανε νόημα ε το χέρι του να σταματήσω.
Άρχισε να βογγά, με τέτοιο τρόπο , που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει: «Δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολότελα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσα τον Θεό να με λυπηθή. Θέλω να πεθάνω μα δε μπορώ. Αχ! Όσα έλεγες βγήκαν αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πρίν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δυο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: Κρίμα, νάχει τέτοιο μυαλό , και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές! Μια άλλη μέρα, σου είχα, πει, όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρέ Φ., μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα».
Τότε μου είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον Χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γερατειά σου;». Σου λέγω εγώ: «Θα δείς πόσω χρονώ θα πάγω: τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γυιός μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’ έναν πλούσιον από την Αβυσσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε. Όχι σαν εσένα που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες ‘ Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών’. Τι θα βγάλεις από τα ‘Χριστιανά τα τέλη;’. Παρά νάχεις στην τσέπη σου , και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; Και γατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους θρέφω εγώ; Αμ βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στον Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισος; Εγώ ξέρεις πως είμαι γυιός παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πρίν από μένα, θα πάρεις και στον λαιμό σου την οικογένεια σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός που είμαι, πως θα ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!...».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κεί, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «Αχ! Ούχ! Ού! Ου! Χού! Ούχ!».
Ησύχασε για λόγο και ξαναείπε: Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! Μα κανένας δεν μ’ άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν νάμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ , τότε, που βρισκόμουνα στον κόσμο που ζείς , ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ’ ακούνε, να κοροϊδεύω τη θρησκεία, να συζητώ για χεροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως, βλέπω πως χεροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χεροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκομαι. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!».
Απάνω σ’ αυτά , χάθηκε από τα άτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογγητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μιά στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου , και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ’ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι , που το κουνούσε από δω κι από κεί.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «Σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θάρθουνε να με πάρουνε εκείνοι που με στείλανε!». Του λέγω: «Ποιοι σε στείλανε;» Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περνούν παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλωσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νοιώθει τον εαυτό του νικημένο.
Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δε μπορούνε να βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για νάρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα τη αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλοιώτικος είναι ο κόσμος από ό,τι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
Είναι που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σας ο λόγος του είναι η αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους άπιστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία. Αληθινά στον Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια. Αλλοίμονο σ’όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει , και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στον Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους , σας κάναμε περιπαίγματα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλωσύνη τα πειράγματα μας, τόσο μεγάλωσε η δική μας η κακία.
Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόμαστε από το φέρσιμο τω κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαΐτες που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντας σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκόντανε, οι δυστυχείς, στη θέση που βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ό,τι κάνουνε, θέλω να φανερωθώ σ’ αυτούς και να τους πω να αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια , όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει τον φτωχό τον Λάζαρο. Μα και κείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού. «Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος διακαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι».
Με αυτά τα λόγια τον έχασα από μπροστά μου.

Αειμνήσου Φωτίου Κόντογλου

(Από το βιβλίο ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ , Αθήναι)

ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ-Αλ. Παπαδιαμάντης

Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!» Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ’ εμπορεύοντο κ’ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του.Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.-Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τώχασα.Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρύΐνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν. Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλης διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλης.-Τώχασα, το καυμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα!...Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τε τρυφερώς ηγάπα-, όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνη της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα και τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδεΓεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...» Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...Ο γέρο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κ’ εξηκολούθουν να τίκτουν...Ανελογίζεταο αυτά, κ’ έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι’ εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ. «Το καϋμένο το ευάγωγο!».Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα.Ο Παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;-Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ’ εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ,Αδάμ,Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κ.τ.λ.Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγηότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννιούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.- Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.- Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:- Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ’ εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαντην Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:- Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.-Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.-Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καϋμό μου!-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.-Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζί!...Είπε και απέθανε!Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φων ή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:«Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων...»

Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος

Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΥ

Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος



Το Άγιον Πνεύμα είναι η πηγή των θείων χαρισμά­των και όταν επεφοίτησεν εις τους Αγίους Αποστόλους, εχάρισεν εις αυτούς όλα τα χαρίσματα. Δι' αυτών δε λαμβάνει και κάθε δεκτική και καθαρή ψυχή τις πνευμα­τικές δωρεές του Αγίου Πνεύματος.
Δια των Αγίων Αποστόλων το Άγιον Πνεύμα εχάρισε εις τους πιστούς τους πιστεύσαντας εις το κήρυγμα αυτών την γνώσιν της Θεολογίας της Θεότητος και θεολογούμεν ορθοδόξως την αδιαίρετον και αχώριστον φύσιν της Θεότητος, γνωριζομένη εις τρεις υποστάσεις, εις τον Πατέρα δηλαδή και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.
Το Άγιον Πνεύμα έχει ως όχημα και καθέδραν τας ψυχάς των ανθρώπων. Πλησιάζει με πολλήν λεπτότητα κάθε ψυχή και χρησιμοποιεί και αγιάζει τα φυσικά ιδιώ­ματα και χαρίσματα κάθε μιας ψυχής. Εάν η ψυχή παραμείνη μόνον εις τα φυσικά της τάλαντα και δεν ανα­παύση δια της καθαρότητος αυτής, την χάριν του Αγίου Πνεύματος, τότε στερείται και τις πλούσιες δωρεές αυ­τού που αντιστοιχούν εις αυτήν. Χωρίς την υπερφυσικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος δεν αξιοποιούνται τα φυσικά χαρίσματα και η ιδιαιτέρα ψυχοσύνθεσις της ψυ­χής. Η ψυχή παραμένει εις την εμπαθή αυτήν κατάστασιν και δεν αναγεννάται. Δεν φθάνει εις την δυνατότητα εις την οποίαν προορίζει αυτήν η θεία χάρις. Η θεία χά­ρις είναι πάντοτε προτρεπτική προς το αγαθόν και όχι α­ναγκαστική. Επομένως η ψυχή, εάν δεν δεχθή την νεύσιν της θείας χάριτος και δεν αγωνισθή να αξιοποίηση και να πολλαπλασιάση τα τάλαντα αυτής αδικεί τον εαυ­τόν της, διότι δεν φθάνει εις το μέτρον που της αξίζει. Κατά συνέπειαν και εν ημέρα της Κρίσεως θα μετανοήση και θα λογοδοτήση, διότι δεν χρησιμοποίησε καταλ­λήλως τα τάλαντα αυτής.



Πώς θα αξιωθούμε της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος;

Εάν διατηρούμε την ψυχήν μας καθαρά από τα πάθη και από τους πονηρούς και αισχρούς λογισμούς. «Αμήχανον (=αδύνατον) να γίνωμεν άξιοι να χωρέσωμεν ε­ντός μας την θείαν Χάριν, εάν πρωτύτερα δεν εκδιώξωμεν τα πάθη, όπου επρόλαβαν και εκυρίευσαν τας ψυχάς μας... Και ένα δοχείον το οποίον περιείχε πρωτύτερα δυσώδες υγρόν, αν δεν πλυθή καλά πρώτον, δεν δέχεται την επίχυσιν του μύρου. Πρέπει πρωτύτερα να χυθούν τα προϋπάρχοντα εντός αυτού, δια να γίνη δυνατόν να χωρέ­σουν όσα θα ριφθούν μέσα κατόπιν» (Μ. Βασιλείου, Ερ­μηνεία εις τον 61 Ψαλμόν και στίχος 6).

Αποκάθαρον Κύριε τα χρόνια έλκη της ψυχής μου, τη χειρουργία της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και τον χιτώνα αυτής λάμπρυνον και την υγείαν αυτής αποκατάστησον δια να στρέφεται με όλας αυτής τας δυνά­μεις προς την ιδικήν σου αγάπην και δοξολογίαν.
Η καθαρά καρδία ελκύει εις τον εαυτόν της τας α­κτίνας του Αγίου Πνεύματος και τότε η ψυχή ανάλαφρα πετά και αναβαίνει προς τα ουράνια. Την χάριν του Αγίου Πνεύματος επιζητών ο Προφήτης Δαβίδ έλεγε. «Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και καταπαύσω;» (Ψαλ. 59, 4).
Καθώς οι δροσοσταλίδες της αυγής που επικάθηνται εις τα πέταλα των ανθέων προσδίδουν εις αυτά ωραιότη­τα και ζωήν, έτσι και η θεία χάρις ως δρόσος και αύρα λεπτή εισέρχεται εις τα βάθη της ψυχής και δραστηριοποιεί και παρηγορεί την ψυχήν και το σώμα. Εις τους ο­φθαλμούς τα δάκρυα ρέει και εις την ψυχήν γλωσσοπυρσόμορφον χάριν χέει.
Όταν λέγωμεν την ευχήν του Ιησού, το Κύριε Ιη­σού Χριστέ ελέησόν με, το γλυκύτατον Όνομα του Κυ­ρίου μας γαληνόμορφον ποιεί την καρδίαν και ανθοφορεί και καρποφορεί τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του Πνεύματος έστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγ­κράτεια» (Γαλ. ε' 23).
Εάν αυτήν την φροντίδα επιδείξωμεν, τότε θα δε­χθούμε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος κατ' αναλογίαν της καθαρότητός μας και θα είμεθα οικείοι του Χριστού και όχι ξένοι και αλλότριοι αυτού. Εις την παρούσαν ζωήν θα λάβωμεν ως αρραβώνα την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν θέλομεν απολαύσει πλουσιωτέραν και καθαρωτέραν εις την Βασιλείαν των Ουρανών, Χάριτι και Φιλανθρωπία του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Πατρί και προβολεί αυτού και τω Ομοουσίω Λόγω αυτού εις τους αιώνας. Αμήν.



Χοϊκή χειρ αμαρτωλού μοναχού μ.
Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος

Η ωφέλεια της νοεράς προσευχής

Η ωφέλεια της νοεράς προσευχής



«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν»


Επέρασαν χρόνια πολλά και από την απροσεξία του νοός μου η ψυχή μου εγέμισε από αμαρτωλές συγκαταθέσεις πονηρών λογισμών, από φαντασίες, προλήψεις και πολλές άλλες επιθυμίες. Ο νους που είναι το φως της ψυχής εσκοτίσθη και η εικόνα της ψυχής μου εμολύνθη «ει ουν τοι φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;» (Ματθ. στ' 23).
Η άβυσσος της ψυχής τώρα δεν ελέγχεται εύκολα. Οι αναθυμιάσεις και η δυσωδία που εξέρχεται εξ' αυτής προκαλούν θλίψιν, ακηδίαν και πνευματικήν αναιμία.
«Εκ γάρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. Ταυτά έστι τα κοινούντα (=μολύνοντα) το άνθρωπον» (Ματθ. ιε' 19).
Δια της ευχής όμως αρχίζει η αντίστροφος μέτρησις. Ο ιός της κακίας αποδιώκεται, οι συγκαταθέσεις περιορίζονται και το φως του νοός χαροποιεί τη ψυχή και ελέγχονται όλες οι κινήσεις αυτής.
Όταν λειτουργή η ευχή διακόπτεται κάθε πονηρός λογισμός και καταπαύει ο ψυχόλεθρος μετεωρισμός που διασκορπίζει εις τους δρόμους τον θησαυρόν τη ψυχής. Τότε η ψυχή μνημονεύει το γλυκύτατον του Κυρίου Όνομα. Τούτο γίνεται δια την ψυχήν πηγή πάσης χαράς και ευχαριστίας και δοξολογίας και αναβρύει θεία νοήματα τα οποία καθαρίζουν την συνείδησιν.
Γίνεται επομένως η ευχή το μοναδικόν της ψυχής ίαμα και δύναται η ψυχή να «αιχμαλωτίζη παν νόημα εις υπακοήν του Χριστού» (Β΄Κορ. Ι' 6).

Πόσον αδικούμε την ψυχήν μας όταν αδιαφορούμε δια την λειτουργίαν της ευχής! Αφού η ευχή είναι ο μεγαλύτερος πλούτος της ψυχής, διατί η ψυχή να ευρίσκεται εις αυτήν την πνευματικήν πτωχείαν; Διατί να γίνεται καταγώγιον των πονηρών λογισμών; Διατί να αισθάνεται θλίψιν και πόνον και ταραχήν και ακηδίαν, αφού είναι εικόνα του Επουρανίου Βασιλέως; Διατί να κρύπτεται εντός αυτής ο πονηρός διάβολος και να κινή όλα τα νοήματα και τις δυνάμεις αυτής;

Η ωραιότητα της ψυχής εξαρτάται από την καθαρότητα αυτής, «πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν» (Ψαλ. 44,14). Η ευχή είναι ο καλύτερος φύλακας του οίκου της ψυχής και ο ασφαλέστερος χορηγός των θείων χαρισμάτων αυτής. Το γλυκύτατον του Κυρίου όνομα είναι η αρχή κάθε χαρίσματος και κάθε ευλογίας. Ο Κύριος είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή (Ιωαν ιδ.'6) και «ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς» (Ιωαν. στ' 58 ).
Είναι δυνατόν η ψυχή που ακολουθεί πιστά τον Κύριον να εκτραπή εκ της ευθείας οδού και να ευρεθή εις τα σκοτεινά και δαιδαλώδη της αμαρτίας καταγώγια; Και πως είναι δυνατόν αυτός που γεύεται τον ουράνιον άρτον να μην αποστρέφεται τα ηδονικά διανοήματα και παρασκευάσματα;
Διατί λοιπόν ψυχή μου αμελείς δια το ωφελιμώτατον τούτο έργον; Διατί αδιαφορείς δι' αυτόν τον ουράνιον πλούτον; Διατί δεν μεριμνάς δια την σωτηρίαν σου;
Δεν γνωρίζω εάν υπάρχη καλύτερος τρόπος να αισθανθή κανείς την αιωνιότητα από την νοερά προσευχή. Δι' αυτής ο νους απλώνεται παντού και η καρδιά γεύεται αισθητά τις καταστάσεις εις τις οποίες αναβιβάζεται δια του νοός. Δι' αυτής γίνεται θεωρός πολλών θεωρημάτων και σιωπηλά και με πολλή ταπείνωση παρακολουθεί ότι ο Θεός αποστέλλει εις την ψυχήν κατά την καθαρότητα αυτής. Δι' αυτής η ψυχή αισθάνεται την παρουσία του Θεού, ζη εν Θεώ και απολαμβάνει τις δωρεές της αισθήσεως αυτής.

Άρα η λειτουργία της ευχής, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, καλύπτει τα πάντα, και όταν αυτή λειτουργεί εις την καρδίαν, η ψυχή δεν έχει καμίαν άλλην ανάγκην, διότι ζη εν Θεώ και αναπαύεται εις την θεωρίαν αυτού.

Η γνησιότης των του νοός αναβάσεων προσυπογράφεται από την πηγή των δακρύων.



* * *



Μερικές φορές η ψυχή μου κρύβει μέσα της πολλή αγάπη και θέλω να την στείλω και δεν γνωρίζω που να την στείλω. Και τότε την απευθύνω εις την Μανούλα μου, την Παναγία και την παρακαλώ αυτή να παρηγορήσει όποιον υποφέρει και βασανίζεται, όποιον τον πικραίνουν οι αυταρχικοί χαρακτήρες, όποιον φλέγουν τα πάθη.

Η αγάπη προς την Παναγία μας είναι κάτι το πολύ τρυφερό και άγιο. Δεν μπορείς να σκεφθής την Παναγία μας και να μη πλημμυρίσεις από συναισθήματα ιερά και άγια.

Η αγάπη προς την Παναγία μας διαπορθμεύει την ψυχή μας εις τον μέλλοντα αιώνα, δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Είναι κάτι που δεν εκφράζεται, αλλά σε κάνει να σκιρτάς από χαρά προς αυτή που είναι η κιβωτός της σωτηρίας και ταμείον των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος.

Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι


Χοϊκή χειρ, μ. Αγιορείτου

Εκκλησία και κόσμος

Οι όροι «ιεραποστολή» και «ιεραποστολικότητα» είναι αδόκιμοι όροι και εκφράζουν κάποιο δυτικό νεωτερισμό, ιδιαίτερα προτεσταντικής μορφής, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία χρησιμοποίησαν επί αιώνες τους όρους «αποστολή» και «αποστολικότητα» , με την έννοια της μαρτυρίας της πίστεως και όχι την επεκτατική διάθεση κάποιας ιεραποστολικής προσπάθειας. Οι όροι αυτοί καθιερώθηκαν σήμερα και σε μας και είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία αυτή στον προφορικό ή γραπτό λόγο, αλλά πάντοτε με την έννοια και το περιεχόμενο της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή της μαρτυρίας και ομολογίας της πίστεως προς όλους τους λαούς και τα έθνη της γης και μάλιστα με τη σημασία της θυσίας και του μαρτυρίου.

Μέσα από τη Θεολογία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ξεπήδησε κατά έναν τρόπο πολύ εντυπωσιακό η επισήμανση ιδιαίτερα του οικουμενικού και ιεραποστολικού χαρακτήρα της Εκκλησίας. Η Ιεραποστολή δεν παρουσιάζεται πλέον σαν ένα προσωρινό φυσικό φαινόμενο στη ζωή της Εκκλησίας, αν ένα ιστορικό γεγονός μιας περιόδου , αλλά μετέχει σ’ αυτή την ουσία και τη φύση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει μέσα στον κόσμο μια ιεραποστολική κλήση και ιεραποστολική αποστολή. Γι’ αυτό ακριβώς από τον πρώτο ακόμη αιώνα της εκκλησιαστικής ιστορίας, η Ιεραποστολή ήταν από τις κύριες μέριμνες και φροντίδες της Εκκλησίας.

Ως πρώτη βασική προϋπόθεση της Ιεραποστολής και ως πρωταρχικός σκοπός της πορείας της προς τον κόσμο των εθνών τίθεται η εμπειρία της Αναστάσεως. Ως επακόλουθο του γεγονότος της Αναστάσεως, έρχεται η δεύτερη προϋπόθεση της Ιεραποστολής, η εκκλησιολογική , που τίθεται και σαν κεντρικός σκοπός της δραστηριότητας της ανά τον κόσμο. Μία Τρίτη προϋπόθεση είναι η υπακοή στην εντολή που απευθύνει ο Χριστός σ’ εκείνους ιδιαίτερα που θέτουν τους εαυτούς του στην υπηρεσία της σωτηρίας του κόσμου: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει»(Μάρκ, 16,15)

Το έργο της Ιεραποστολής στον κόσμο και της ποίμανσης του λαού του Θεού στην Εκκλησία είναι «σημεία» της νέας εσχατολογικής πραγματικότητας. Η έλευση της βασιλείας του Θεού στην ιστορία δεν σημαίνει ασφαλώς και αναγκαστική αποδοχή του ευαγγελικού μηνύματος από τους ανθρώπους . αλλά σημαίνει, οπωσδήποτε, την ανάγκη ο λόγος του Θεού να κηρυχθεί στα πέρατα της οικουμένης. Εάν κηρυχθεί ο λόγος του Θεού , τότε επαφίεται στην προσωπική ευθύνη καθενός εάν θα αποδεχθεί ή όχι την κοινωνία με τον Χριστό και την Εκκλησία του. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα τουλάχιστον στην ακρόαση του ευαγγελικού λόγου και ατό το δικαίωμα καθίσταται υποχρεωτικό για την ιεραποστολική διαχρονική πορεία της Εκκλησίας προς τον κόσμο.

Από το βιβλίο, Εκκλησία και κόσμος
(Ομότ. Καθήγ. Γεωργίου Πατρώνου)

Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού

Με το κήρυγμα του Ευαγγελίου , που είναι άμεσος σκοπός και αντικείμενο της Ιεραποστολής , αρχίζει η συσσωμάτωση και η συμμετοχή στην επαγγελία του Θεού. Η Ιεραποστολή δεν είναι απλώς αναγγελία ορισμένων ηθικών αληθειών ή αρχών , αλά η έναρξη μιας μεταμορφώσεως, η οποία εγκαινιάζεται με τον «φωτισμό του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού» (Β΄Κορ. 4,4) . δεν έχει μόνο σαν στόχο της το παρόν , αλλά και το μέλλον της ιστορίας και του κόσμου. Δεν στοχεύει να φτιάξει μόνο μια νέα κοινωνία ανθρώπων , αλλά να μεταμορφώσει τον κόσμο σε βασιλεία του Θεού.
Βιώνοντας ο πιστός στη Θ. Λειτουργία την κοινωνία με τον Θεό, τον αγιασμό εν τη αληθεία, την έναρξη του εν τω Χριστώ και δι’ αυτού εν τω Πατρί , την ενσωμάτωση του εν τη Εκκλησία του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, ευρύνει τους ορίζοντες της σκέψης και των ενδιαφερόντων του, αποκτά εσωτερικές δυνάμεις για τη συνέχιση της βιωματικής λειτουργίας μέσα στη ζωή: Για την ουσιαστική , δηλαδή , προώθηση της αδελφοσύνης στον κόσμο, τη γεφύρωση των διεστώτων, την κατάλυση κάθε είδους πολιτικών , γλωσσικών , πολιτικών φραγμών. Υπάρχει μια άλλης μορφής λειτουργία («έργον λαού», χάριν του λαού, την οποία οφείλει κάθε πιστός να συνεχίζει προσωπικά μετά την τέλεση της Θ. Λειτουργίας στον ναό.

Το χρέος της ιεραποστολής. Το ιεραποστολικό ενδιαφέρον δεν παρουσιάζεται πλέον ως νεωτερισμός, ως καινοτομία μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά ως επανεύρεση των πηγών της παραδόσεως. Η ιεραποστολή τονίζεται πρόσφατα, σε διάφορους τόνους και σε ποικίλα θεολογικά πλαίσια, ως ουσιαστικό χαρακτηριστικό της φύσεως της Εκκλησίας. Αποτελεί την επέκταση εν χρόνω και τόπω του έργου του Χριστού. Η αποστολικότητα της Εκκλησίας δεν αναφέρεται μόνο στην αποστολική διαδοχή, αλλά στο γεγονός ότι διατηρεί άσβεστο το αποστολικό πνεύμα, ώστε να φθάσει το Ευαγγέλιο «έως εσχάτου της γής».

Από το βιβλίο, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού.
( Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου)

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου-Εγκώμια της Εκκλησίας

«Τίποτα πιο δυνατό από την Εκκλησία, άνθρωπε. Σταμάτα να την πολεμάς, για να μη σου καταλύσει τη δύναμι. Μην ανοίγεις πόλεμο με τον ουρανό· αν πολεμάς την Εκκλησία, είνε αδύνατο να νικήσεις. Διότι ο Θεός είναι πιο ισχυρός απ’ όλους…Ο Θεός την έκτισε, ποιος θα επιχειρήση να την κλονίσει;…Η εκκλησία είνε ισχυρότερη από τον ουρναό».(P.G. 52,429)
«Τίποτε δεν είνε ίσο με την Εκκλησία· μη μου λες για τείχη και για όπλα· διότι τα τείχη με το χρόνο παλιώνουν , αλλ’ η Εκκλησία ποτέ δεν γηράσκει. Τα τείχη οι βάρβαροι τα γκρεμίζουν , την Εκκλησία όμως ούτε οι δαίμονες μπορούν να νικήσουν. Και ότι δεν είνε υπερβολικά τα λόγια αυτά , μαρτυρούν τα πράγματα. Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία και οι πολέμιοι της καταστράφηκαν; Αυτή ανέβηκε πάνω από τους ουρανούς. Τέτοιο μέγεθος έχει η Εκκλησία. Όταν την πολεμούν νικά· όταν την εχθρεύωνται υπερισχύει· όταν την υβρίζουν γίνεται λαμπρότερη· τραυματίζεται , αλλά δεν υποκύπτει στα τραύματα· κλυδωνίζεται , αλλά δεν καταποντίζεται· υφίσταται τρικυμίες, αλά δεν ναυαγεί· παλεύει αλλά δεν νικάται» (P.G. 52, 397).

«Τίποτε πιο ισχυρό από την Εκκλησία. Η ελπίδα σου είνε η Εκκλησία· η σωτηρία σου η Εκκλησία· το καταφύγιό σου η Εκκλησία. Είνε πιο υψηλή από τον ουρανό, πιο πλατειά από τη γη. Ποτέ δεν γηράσκει , αλλά πάντοτε ακμάζει. Γι’ αυτό τη στερεότητα της και το ασάλευτο φανερώνοντας η Γραφή , όρος την ονομάζει» ( P.G. 52.402)

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Παιδικές προσευχές

Παιδικὴ Πρωινὴ Προσευχή

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Δόξα σοι ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον. Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Θεέ μου σε εὐχαριστῶ, διότι με ἐφύλαξες τὴν περασμένη νύκτα καὶ μὲ ἀξίωσες νὰ δῶ πάλι τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ πολλά Σου δῶρα, ποὺ μᾶς χάρισες, με ἁπλοχεριά. Σ᾿ εὐχαριστῶ ἀκόμη, διότι μὲ ἀξίωσες νὰ γεννηθῶ Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, νὰ βαπτισθῶ, νὰ μυρωθῶ καὶ νὰ κοινωνῶ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Καὶ τώρα, Σὲ παρακαλῶ, συγχώρησέ μου ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ποὺ ἔπραξα μὲ λόγια ἢ μὲ ἔργα ἢ μὲ σκέψεις. Βοήθησέ με νὰ περάσω τὴν σημερινὴ ἡμέρα μὲ ὑγεία, μὲ χαρά, μὲ πρόοδο, μὲ καλωσύνη καὶ δίχως ἁμαρτία. Διῶξε ἀπὸ κοντά μου τὸν Πονηρὸ καὶ κάθε πειρασμό. Στεῖλέ μου Ἄγγελο φύλακα νὰ μὲ προστατεύει ἀπὸ κακὸ καὶ νὰ μὲ ὁδηγεῖ στὸ καλό.

Φύλαγε, Σὲ παρακαλῶ, τοὺς γονεῖς μου, τὰ ἀδέλφια μου, τοὺς ἱερεῖς μας, τοὺς διδασκάλους, τοὺς κυβερνῆτες καὶ ὅλον τὸν κόσμο καὶ χάρισε σὲ ὅλους τὴν Βασιλεία σου τὴν ἐπουράνιο.

Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Παιδικὴ Βραδυνὴ Προσευχή

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Δόξα σοι ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον. Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Χριστέ μου σὲ εὐχαριστοῦμε, ποὺ μᾶς φύλαξες ὅλην τὴν ἡμέρα καὶ φθάσαμε σ᾿ αὐτὴ τὴν βραδυνὴ ὥρα. Φύλαξέ μας νὰ περάσουμε τὴν νύκτα μας καλά.

Ἀξίωσέ μας νὰ ξυπνήσωμε τὸ πρωὶ μὲ ὑγεία καὶ χαρούμενα νὰ σὲ εὐχαριστήσωμε καὶ μὲ ὅλη τὴν καρδία νὰ δοξάσουμε τὸ Πανάγιο Ὄνομά Σου.

Φύλαγε, Σὲ παρακαλῶ, τοὺς γονεῖς μου, τὰ ἀδέλφια μου, τοὺς ἱερεῖς μας, τοὺς διδασκάλους, τοὺς κυβερνῆτες καὶ ὅλον τὸν κόσμο καὶ χάρισε σὲ ὅλους τὴν Βασιλεία σου τὴν ἐπουράνιο.

Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Παπα-Νικόλας Πλανάς.

Μια αθηναϊκή οικογένεια είχε παιδί στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κριμαία. Είχαν τρία ολόκληρα χρόνια να επικοινωνήσουν μαζί του και δεν ήξεραν αν ζει ή αν πέθανε. Ρώτησαν παντού, αλλά από πουθενά δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτε. Άκουσαν για τον παπα-Νικόλα τον Πλανά και κατέφυγαν σ’ αυτόν. Του διεκτραγώδησαν τον πόνο τους. Εκείνος τους είπε:

-Ελάτε αύριο, να σας πω.

Σε τέτοιες περιπτώσεις αγρυπνούσε προσευχόμενος. Πήγαν την επόμενη μέρα γεμάτοι αγωνία. Και τους λέει:

-Ζεί το παιδί σας. Στο τέλος της εβδομάδας θα έχετε γράμμα του και τον άλλο μήνα θα δείτε και τον ίδιο!

Όπως τους τα είπε, έτσι και συνέβησαν. Μετά τον ερχομό του στρατευμένου παιδιού ολόκληρη η οικογένεια ζήτησε να ευλογηθεί από τον ταπεινό ιερέα.

---

Η χαρά του και η ζωή του ήτανε να λατρεύει τον Θεό «ημέρας και νυκτός», να κάνει λειτουργίες, αγρυπνίες, εσπερινούς, παρακλήσεις, αγιασμούς, ευχέλαια, μνημόσυνα. Έξω απ’ αυτά, ζωή και ευτυχία δεν υπήρχε για τον γέροντα , για τον «παππού», για τον παπα-Νικόλα…
Όλη η έγνοια και η φροντίδα του γέροντα ήτανε η σωτηρία των προβάτων . τα πονούσε , επειδή δεν ήτανε «ο μισθωτός» που αφήνει τα πρόβατα και φεύγει… Με τα χρήματα α δεν είχε καμιά συνάφεια. Ό,τι του δίνανε για να λειτουργήσει και για να μνημονέψει, από το ένα χέρι τα’ παίρνε και από τ’ άλλο τα έδινε.
Επί 50χρόνια δεν ήξερε τι θα πει πρωινό ρόφημα, ή μεσημεριανός ύπνος! Τις καλοκαιρινές ώρας, που ο κόσμος ησυχάζει , έστω και μια ώρα, αυτός μνημόνευε τα ατελείωτα ονόματα των χριστιανών.
…Υπεραγαπούσε τους ενορίτες του, τους συλλειτουργούς του, τους επιτρόπους και δεν απεσπάτο εντελώς από το Ναό , γιατί δεν υπέφερε να είναι μακριά από την αγάπη τους.
Γράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , που τον γνώρισε και έψαλλε πολλές φορές στις αγρυπνίες.

«Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί , εις τας πόλεις και εις τας χωρία…
Είναι τύποι λαϊκοί , ωφέλιμοι , σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω έναν εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων…Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρείς χιλιλάδας ονόματα. Δεν βραδύνει ποτέ. Η προσκομιδή παρ’ αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία άλλας δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού , από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν , τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.»

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

"Πνευματικός αγώνας"-Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου

Αν δεν εξηγής ,θα σε δικαιώση ο Θεός

- Γέροντα, πολλές φορές ,όταν μου κάνουν μια παρατήρηση ,νομίζω πως πρέπει να δώσω εξηγήσεις, και λέω: « ναι, έτσι είναι, αλλά… » .
- Τι το θέλεις το « αλλά » ; Το « αλλά » δεν έχει … αλάτι και όλα τα αλλοιώνει με την κακή έννοια. Να λες: « Ευλόγησον, με την ευχή σου άλλη φορά θα προσέχω » .
- Γέροντα, όταν κάποιος βγάλη ένα λανθασμένο συμπέρασμα για μια ενέργειά μου, χρειάζεται να εξηγήσω πώς κινήθηκα;
- Αν έχης πνευματική δύναμη , δηλαδή ταπείνωση, να δεχτής ότι έφταιξες και να μη μιλήσης. Άφησε να σε δικαιώση ο Θεός. Αν δεν μιλήσης εσύ, θα μιλήση μετά ο Θεός. Βλέπεις ο Ιωσήφ, όταν τα αδέλφια του τον πούλησαν, δεν είπε: « Είμαι αδελφός τους . δεν είμαι δούλος. Ο πατέρας μου με αγαπούσε πιο πολύ από όλα τα παιδιά του » . Δεν μίλησε, και μετά μίλησε ο Θεός και τον έκανε βασιλιά. Το νομίζεις, δεν πληροφορεί ο Θεός; Και αν ο Θεός για το συμφέρον σου δείξη την αλήθεια, καλά. Αν όμως δεν την δείξη, πάλι για το συμφέρον σου θα είναι. Όποτε σε αδικεί κάποιος , να σκέφτεσαι ότι δεν σε αδικεί από κακία, αλλά επειδή έτσι είδε τα πράγματα. Ύστερα, αν δεν έχη κακία, ο Θεός θα τον πληροφορήση, θα καταλάβη ότι αδίκησε και θα μετανοήση. Μόνον όταν υπάρχει κακία δεν πληροφορεί ο Θεός, γιατί η συχνότητα στην οποία εργάζεται ο Θεός είναι ταπείνωση- αγάπη.
- Κάνει , Γέροντα, να ζητάω εξηγήσεις μετά από μία παρεξήγηση;
- Χάλασε ο λογισμός σου;
- Όχι.
- Αν δεν χάλασε ο λογισμός σου , δεν χρειάζεται να σου εξηγήση ο άλλος. Αν χάλασε ο λογισμός σου, καλό είναι να δοθεί μία εξήγηση , για να μην χαλάση περισσότερο.
- Γέροντα, αν δεν εξηγής, για να δικαιολογήσης τον εαυτό σου, αλλά λες πώς αντιμετώπισες ένα περιστατικό ,πώς κινήθηκες κ.λ.π.;
- Δεν χρειάζεται . Καλύτερα να λες « ευλόγησον » και να μην εξηγής. Εκτός αν σου ζητήσουν να δώσης εξηγήσεις. Τότε ταπεινά να πης πώς έγινε.
- Δηλαδή , Γέροντα, πότε πρέπει να εξηγή κανείς;
- Όταν πρόκειται να για παρεξήγηση που αφορά άλλους, τότε επιβάλλεται να εξηγήση κανείς, για να βοηθήση μια κατάσταση. Ή όταν είναι κανείς ευαίσθητος, έχη και λίγο εγωισμό και μπορεί να καμφθή, αν δεν μιλήση ,τότε καλύτερα είναι να εξηγήση πώς κινήθηκε.
- Μερικές φορές, Γέροντα, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την δικαιολογία από την εξήγηση.
- Η δικαιολογία δεν φέρνει ανάπαυση στην ψυχή, ενώ η εξήγηση φέρνει ανάπαυση και ειρήνη.

"Πάθη και αρετές"-Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου

Ο αγώνας κατά των παθών

Γέροντα, όταν ο Προφήτης Δαβίδ έλεγε : «Πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με», το ζητούσε;
- Ο Δαβίδ ζητούσε από τον Θεό να του δώση διοικητικό χάρισμα, επειδή είχε να κυβερνήση ανθρώπους. Αλλά και ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται «πνεύμα ηγεμονικό», γιατί έχει να κυβερνήση τον εαυτό του ,για να μην τον κάνουν κουμάντο τα πάθη του.
- Γέροντα, τι είναι τα πάθη;
- Εγώ τα πάθη τα βλέπω σαν δυνάμεις της ψυχής. Ο Θεός δεν δίνει ελαττώματα αλλά δυνάμεις. Όταν όμως δεν αξιοποιούμε αυτές τις δυνάμεις για το καλό, έρχεται το ταγκαλάκι, τις εκμεταλλεύεται και γίνονται πάθη, και ύστερα γκρινιάζουμε και τα βάζουμε με τον Θεό. Ενώ, αν τις αξιοποιήσουμε στρέφοντάς τες εναντίον του κακού, μας βοηθούν στον πνευματικό αγώνα. Ο θυμός λ.χ. δείχνει ότι η ψυχή έχει ανδρισμό, ο οποίος βοηθάει στην πνευματική ζωή. Κάποιος που δεν είναι θυμώδης και δεν έχει ανδρισμό δεν μπορεί να βάλη εύκολα τον εαυτό του στην θέση του. Ο θυμώδης άνθρωπος ,αν αξιοποιήση στην πνευματική ζωή τη δύναμη που έχει , είναι σαν ένα γερό αυτοκίνητο που πιάνει την ευθεία και κανείς δεν το φθάνει. Αν όμως δεν την αξιοποιήση και αφήνη ανεξέλεγκτο τον εαυτό του, μοιάζει με αυτοκίνητο που τρέχει με υπερβολική ταχύτητα σε ανώμαλο δρόμο και κάθε τόσο εκτροχιάζεται.
Ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίση τις δυνάμεις που έχει και να τις στρέψη στο καλό. Έτσι θα φθάση , με τη βοήθεια του Θεού, σε καλή πνευματική κατάσταση. Τον εγωισμό λ.χ. να τον στρέψη εναντίον του διαβόλου και να μην το βάζη κάτω, όταν πάη και τον πειράζη. Την τάση για φλυαρία να την αγιάση καλλιεργώντας την ευχή. Δεν είναι καλύτερα να μιλάη με τον Χριστό και να αγιάζεται παρά να φλυαρή και να αμαρτάνη; Ανάλογα δηλαδή με το πώς θα χρησιμοποιήση ο άνθρωπος τις δυνάμεις της ψυχής, μπορεί να γίνη καλός ή κακός.

Να μη δικαιολογούμε τα πάθη μας

- Γέροντα, μερικοί νομίζουν ότι δεν έχουν προϋποθέσεις για να κάνουν πνευματική ζωή και λένε: «Ουκ αν λάβης, παρά του μη έχοντος».
- Αν λένε κιόλας ότι τους βαραίνουν πάθη κληρονομικά και δικαιολογούν τον εαυτό τους, αυτό είναι ακόμη χειρότερο.
- Και όταν, Γέροντα, κάποιον όντως τον βαραίνουν;
- Κοίταξε να σου πω: Ο κάθε άνθρωπος έχει κληρονομικές καταβολές καλές και κακές. Πρέπει να αγωνισθή να απαλλαγή από τα ελαττώματα του και να καλλιεργήση τα καλά που έχει, για να γίνη μια αληθινή , χαριτωμένη εικόνα του Θεού.
Οι κακές κληρονομικές καταβολές δεν είναι εμπόδιο για την πνευματική πρόοδο. Γιατί, όταν αγωνίζεται κανείς, έστω και λίγο αλλά με πολύ φιλότιμο, τότε κινείται στον πνευματικό χώρο, στο θαύμα, και όλα τα άσχημα κληρονομικά τα διαλύει η Χάρις του Θεού.
Ο Θεός πολύ συγκινείται και πολύ βοηθάει μια ψυχή που έχει κακές κληρονομικές καταβολές και αγωνίζεται φιλότιμα στο ουράνιο πέταγμα με την ατροφική της φτερούγα- την κακή κληρονομικότητα. Γνωρίζω πολλούς που με την μικρή προσπάθεια που κατέβαλαν και με την μεγάλη βοήθεια του Θεού ελευθερώθηκαν από αυτά. Αυτοί οι άνθρωποι είναι για τον Θεό μεγάλοι ήρωες. Γιατί αυτό που θα συγκινήση τον θεό είναι η εργασία που θα κάνουμε στον παλαιό μας άνθρωπο.
- Γέροντα, το Βάπτισμα δεν εξαλείφει τις κακές κληρονομικές καταβολές;
- Το Βάπτισμα μας απαλλάσσει από την κατάρα του προπατορικού αμαρτήματος και από όλες τις αμαρτίες . Όταν βαπτίζεται ο άνθρωπος, ντύνεται τον Χριστό, απελευθερώνεται από το προπατορικό αμάρτημα και έρχεται η θεία Χάρις ∙οι κακές όμως κληρονομικές καταβολές μένουν. Μήπως ο Θεός δεν θα μπορούσε να τις εξαλείψη και αυτές με το Άγιο Βάπτισμα; Τις αφήνη όμως, για να αγωνισθούμε, να νικήσουμε και να στεφανωθούμε.
- Γέροντα, εγώ, όταν πέφτω συνέχεια σε κάποιο πάθος, λέω: «Έτσι γεννήθηκα, τέτοια είμαι».
- Ακόμη αυτό έλειψε, να μας πης ότι οι γονείς σου σου έδωσαν όλα τα ελαττώματα που έχεις. Από πάππον προς πάππον όλα τα ελαττώματα σ΄ εσένα δόθηκαν και όλα τα χαρίσματα στους άλλους;…Μήπως τα βάζεις και με τον Θεό; Όποιος λέει: « εγώ αυτόν τον χαρακτήρα έχω, έτσι γεννήθηκα, έχω άσχημες κληρονομικές καταβολές, μ’ αυτές τις συνθήκες μεγάλωσα, άρα δεν μπορώ να διορθωθώ…» είναι σαν να λέη: «Φταίει όχι μόνον ο πατέρας μου αλλά και η μάνα μου, αλλά και ο Θεός»! Όταν ακούω κάτι τέτοια, ξέρετε πως στενοχωριέμαι; Έτσι βρίζει κανείς και τους γονείς του και τον Θεό. Από την στιγμή που σκέφτεται έτσι, παύει να ενεργή η Χάρις του Θεού.
- Γέροντα, μερικοί λένε ότι, όταν ένα ελάττωμα είναι στην δομή του ανθρώπου, δεν διορθώνεται.
- Ξέρεις τι γίνεται; Μερικούς τους συμφέρει να λένε ότι κάποιο ελάττωμα οφείλεται στη δομή τους, γιατί έτσι δικαιολογούν τον εαυτό τους και δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να απαλλαγούν από αυτό. «Εμένα ,λένε, δεν μου έδωσε χαρίσματα ο θεός! Τι φταίω εγώ; Γιατί μου ζητούν πράγματα πάνω από τις δυνάμεις μου;»Οπότε αραλίκι μετά. Δικαιολογούν τον εαυτό τους, αναπαύουν τον λογισμό τους και βαδίζουν με τον χαβά τους. Αν πούμε : «αυτά είναι κληρονομικά ,τα άλλα είναι του χαρακτήρα μου», πώς θα διορθωθούμε; Αυτή η αντιμετώπιση διώχνει την πνευματική λεβεντιά.
- Ναι, Γέροντα, αλλά…
- Πάλι «αλλά»; Τι είσαι εσύ, βρε παιδάκι μου; Σαν χέλι ξεγλιστράς. Συνέχεια δικαιολογείσαι.
- Γέροντα, εσκεμμένα το κάνω;
- Δεν λέω ότι το κάνεις εσκεμμένα ,αλλά, ενώ ο Θεός σε προίκισε με τόσο μυαλό και είσαι σπίρτο, πανέξυπνη, δεν καταλαβαίνεις πόσο κακό είναι η δικαιολογία! Ένα τόσο δα κεφαλάκι να έχη τόσο μυαλό, και να μην το καταλαβαίνη!
Παρατήρησα ότι μερικοί, ενώ είναι έξυπνοι και καταλαβαίνουν ποιό είναι το σωστό, υποστηρίζουν το λανθασμένο, επειδή αυτό τους βολεύει, και έτσι δικαιολογούν τα πάθη τους. Άλλοι πάλι δεν δικαιολογούν τον εαυτό τους, αλλά με το λογισμό ότι υπάρχει κάτι αδιόρθωτο στον χαρακτήρα τους πέφτουν στην απελπισία. Ο διάβολος έτσι κάνει: τον έναν τον εμποδίζει από την πνευματική πρόοδο με την δικαιολογία του εαυτού του, τον άλλον τον πιάνει με την υπερευαισθησία και τον ρίχνει στην απόγνωση.
Για να κοπή ένα πάθος, πρέπει να μη δικαιολογή ο άνθρωπος τον εαυτό του, αλλά να ταπεινώνεται. Αν λ.χ. λέη: «εγώ δεν έχω αγάπη στην φύση μου, ενώ ο άλλος έχει» και δεν αγωνίζεται να αποκτήση, πως θα προκόψη; Χωρίς αγώνα δεν γίνεται προκοπή. Δεν έχετε διαβάσει στα Πατερικά βιβλία πόσα ελαττώματα είχαν μερικοί Πατέρες και σε τι πνευματικά μέτρα έφθασαν; Ξεπέρασαν άλλους που είχαν πολλές αρετές. Να, ο Αββάς Μωυσής ο Αιθίοπας, ένας τόσο μεγάλος εγκληματίας, σε τι κατάσταση έφθασε! Τι κάνει η Χάρις του Θεού!
Κατά τον λογισμό μου αυτός που έχει κακές κληρονομικές καταβολές και αγωνίζεται να αποκτήση αρετές, θα έχη πιο πολύ μισθό από εκείνον που κληρονόμησε από τους γονείς του αρετές και δεν χρειάζεται να αγωνισθή ,για να τις αποκτήση. Γιατί ο ένας τα βρήκε όλα έτοιμα, ενώ ο άλλος αγωνίσθηκε σκληρά, για να τα αποκτήση. Βλέπεις, και οι άνθρωποι εκτιμούν περισσότερο εκείνα τα παιδιά που βρήκαν χρέη από τους γονείς τους και αγωνίσθηκαν σκληρά όχι μόνον να τα εξοφλήσουν, αλλά και να δημιουργήσουν περιουσία, παρά όσα βρήκαν περιουσία από τους γονείς τους και την διατήρησαν.

Πρέπει να σπείρουμε για να δώση ο Θεός.

- Γέροντα, κάθε μέρα λέω: «Από αύριο θα προσέχω, θα διορθωθώ», αλλά και πάλι πέφτω στα ίδια.
- Να βάζης τον Θεό μπροστά∙ να λες: «με την δύναμη του Θεού , θα προσπαθήσω να διορθωθώ», ώστε να βοηθήση ο Θεός. Το ότι θέλεις να διορθωθής, αυτό σημαίνει ότι δέχεσαι βοήθεια. Ζητάς και από τον Θεό να σε βοηθήση και ρίχνει ο Θεός το βλέμμα Του επάνω σου. Κάνεις και την μικρή σου προσπάθεια και προχωρείς. Ποιός, όταν δη ένα μικρό παιδάκι να προσπαθή με τα χεράκια του να κυλήση μια κοτρώνα ,δεν θα τρέξη να το βοηθήση, για να μην παιδεύεται; Έτσι και ο Θεός, όταν δη την μικρή σου προσπάθεια, θα σε βοηθήση να νικήσης.
Μερικοί, ενώ δεν καταβάλλουν καμμιά προσπάθεια να διορθωθούν ,λένε: «Χριστέ μου, έχω αυτά τα πάθη. Εσύ μπορείς να με απαλλάξης∙ απάλλαξέ με». Ε, πώς να βοηθήση τότε ο Θεός; Για να βοηθήση ο Θεός ,πρέπει να καταβάλλη ο άνθρωπος την προσπάθεια που μπορεί. Δηλαδή είναι μερικά πράγματα που πρέπει να κάνη ο ίδιος ο άνθρωπος, για να βοηθήση μετά ο Θεός. Σε καμμιά περίπτωση δεν βοηθιέται, αν δεν θέλη να βοηθήση ο ίδιος τον εαυτό του.
Εμείς μερικές φορές πάμε να αποκτήσουμε την Χάρη και τα χαρίσματα του Θεού με έναν μαγικό τρόπο. Νομίζουμε πως χωρίς αγώνα θα αποκτήσουμε μια αρετή ή ακόμη και θα αγιάσουμε. Για να δώση όμως ο Θεός ,πρέπει να σπείρουμε. Πώς θα δώση ο Θεός χωρίς να εργασθούμε; Τι λέει το τροπάριο; «Της ερήμου το άγονον εγεώργησας». Ο Θεός ρίχνει- ρίχνει βροχή ,μαλακώνει το χώμα, αλλά και εμείς πρέπει να «γεωργήσουμε» το χωράφι μας. Το χώμα είναι έτοιμο, αλλά πρέπει να βάλουμε το υνί στο χωράφι και να το σπείρουμε∙ και ό,τι σπείρουμε, θα θερίσουμε. Αν όμως δεν οργώσουμε, πώς θα σπείρουμε; Κι αν δεν σπείρουμε, τι θα θερίσουμε;
Γι’ αυτό να μη ρωτάτε μόνον τί μπορεί να κάνη ο Θεός ,αλλά να ρωτάτε και τον εαυτό σας τί μπορείτε να κάνετε κι εσείς. Η τράπεζα του Χριστού δίνει πολύ μεγάλο τόκο. Αλλά, αν δεν κάναμε κατάθεση στην τράπεζα, πώς θα κάνουμε ανάληψη;

Γιατί θυμώνουμε


- Γέροντα, εγώ νομίζω ότι δεν θυμώνω, αλλά απλώς νευριάζω.
- Πώς γίνεται αυτό, βρε παιδί; Αν νευριάζης, πρέπει να εξετάσης να δης μήπως έχεις το πάθος του θυμού. Άλλο αν κάποιος νευριάση και πη καμμιά κουβέντα, επειδή είναι νευριασμένος ή έχει κάποιο πρόβλημα, έναν πόνο κ.λπ. Τότε «καλημέρα» να του πη ο άλλος , «δεν με παρατάς κι εσύ!» - μπορεί να του απαντήση. Μα καλά, «καλημέρα» του είπε∙ δεν του είπε κάτι κακό. Αυτός όμως είναι κουρασμένος, έχει τον πόνο του, γι’ αυτό αντιδρά έτσι. Βλέπεις, και το πιο υπομονετικό γαϊδουράκι, όταν το παραφορτώσης, θα κλωτσήση.
- Γέροντα, όταν δεν είμαι συμφιλιωμένη με τον εαυτό μου, μου φταίει το καθετί και αντιδρώ.
- Αν δεν είσαι συμφιλιωμένη με τον εαυτό σου , αυτό σημαίνει ότι έχεις μια πνευματική αδιαθεσία και είναι φυσικό μετά να αντιδράς. Όπως, όταν κάποιος είναι σωματικά άρρωστος, χάνει καμμιά φορά την υπομονή του και κουράζεται λ.χ. να ακούη τους άλλους να μιλάνε, έτσι και όταν δεν είναι σε καλή πνευματική κατάσταση, του λείπει η εγρήγορση, η υπομονή , η ανεκτικότητα.
- Τι φταίει, Γέροντα, που θυμώνω με το παραμικρό;
- Φταίει που πιστεύεις ότι πάντοτε φταίνε οι άλλοι. Ο θυμός σ’ εσένα ξεκινάει από τους αριστερούς λογισμούς που βάζεις για τους άλλους. Εάν βάζης δεξιούς λογισμούς, δεν θα εξετάζης τί σου είπαν ή πώς σου το είπαν, θα παίρνης το βάρος επάνω σου και δεν θα θυμώνης.
- Όμως, Γέροντα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι πάντοτε φταίω εγώ.
- Φαίνεται, υπάρχει μέσα σου κρυφή υπερηφάνεια. Να προσέχης, γιατί ο θυμός έχει μέσα δικαιολογία, υπερηφάνεια, ανυπομονησία, αναίδεια.
- Γέροντα, γιατί σήμερα οι άνθρωποι νευριάζουν τόσο εύκολα;
- Τώρα και οι μύγες νευριάζουν! Έχουν πείσμα, θέλημα!... Παλιά, αν τις έδιωχνες, έφευγαν. Τώρα, επιμένουν… Είναι όμως αλήθεια ότι και μερικά επαγγέλματα σήμερα όχι μόνο δεν βοηθούν για την ψυχική ηρεμία, αλλά και τον εκ φύσεως ήρεμο άνθρωπο μπορεί να τον κάνουν νευρικό.
- Γέροντα, εγώ όταν ήμουν στον κόσμο, θύμωνα πολύ∙ τώρα στο μοναστήρι γιατί δεν θυμώνω;
- Πολλές φορές ,από μερικές εξωτερικές αφορμές αγανακτεί ο άνθρωπος και ξεσπά, επειδή δεν αναπαύεται με αυτό που κάνει και θέλει κάτι άλλο. Αυτές όμως οι αντιδράσεις είναι εξωτερικές σκόνες που φεύγουν, όταν βρη ο άνθρωπος αυτό που τον αναπαύει.

Από το βιβλίο: «ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Ε΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2007

''Γιατί σε μένα , Θεέ μου;''-ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

“Γιατί σε μένα , Θεέ μου;”


Η ευλογία του πόνου


Ευλογημένα γιατί! Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;». Θεέ μου, γιατί μου το έκανες αυτό; Τι σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου∙ και έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυίδ, δύο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως τα μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στο Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιας απάντησης. Ποιος όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιος μπορεί να μας την πει;
Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το φτερό. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα.

Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία

Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνο εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιρασθούν τα πιο ανεπιθύμητα γι’ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.
Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, της οποίας η γλύκα και η ανακούφιση είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου.

Η απάντηση γεννιέται μέσα μας

Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλία και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων- των ιερών απαντήσεων που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.
Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιος σοφός; Ποιος φιλόσοφος; Ποιος ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»; Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Όχι στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις ,ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία, ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του θεού.

Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.


Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχεια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για το θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά ο Ίδιος τον επέλεξε∙ και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε ,το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για τη ζωή και θάνατο- μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα . Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνο ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα . Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβα της, η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν», συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτό τον κόσμο , προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό.
Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη, υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στο διάλογο με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνο η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.

Η μοναδική ευκαιρία

Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, τη δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση , δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος∙ όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία . Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερα από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος , ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα ,αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη που ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που με άλλο τρόπο δεν μπορούν να ιδωθούν. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις∙ αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς μάτια του για να μπορεί να τα αντικρίσει.
Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς: συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά ,γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι και αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής . Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του είναι η συνύπαρξη Του με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο.
Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με το δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες» που νομίζουμε πως Αυτός μας κάνει.
Πριν από λίγες μέρες με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα , που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.
- Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτό τον κόσμο.
- Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις . Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα ,Θεέ μου;»
- Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου;». Και δεν περιμένω το θάνατό μου ,αλλά προσδοκώ το φωτισμό μου!


Από το βιβλίο: «ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ
ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Άνθρωπος μεθόριος
Από τα αναπάντητα διλήμματα
Στα περάσματα της «άλλης λογικής»
Εκδόσεις: «Εν πλω»
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...