Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Παπα-Νικόλας Πλανάς.

Μια αθηναϊκή οικογένεια είχε παιδί στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κριμαία. Είχαν τρία ολόκληρα χρόνια να επικοινωνήσουν μαζί του και δεν ήξεραν αν ζει ή αν πέθανε. Ρώτησαν παντού, αλλά από πουθενά δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτε. Άκουσαν για τον παπα-Νικόλα τον Πλανά και κατέφυγαν σ’ αυτόν. Του διεκτραγώδησαν τον πόνο τους. Εκείνος τους είπε:

-Ελάτε αύριο, να σας πω.

Σε τέτοιες περιπτώσεις αγρυπνούσε προσευχόμενος. Πήγαν την επόμενη μέρα γεμάτοι αγωνία. Και τους λέει:

-Ζεί το παιδί σας. Στο τέλος της εβδομάδας θα έχετε γράμμα του και τον άλλο μήνα θα δείτε και τον ίδιο!

Όπως τους τα είπε, έτσι και συνέβησαν. Μετά τον ερχομό του στρατευμένου παιδιού ολόκληρη η οικογένεια ζήτησε να ευλογηθεί από τον ταπεινό ιερέα.

---

Η χαρά του και η ζωή του ήτανε να λατρεύει τον Θεό «ημέρας και νυκτός», να κάνει λειτουργίες, αγρυπνίες, εσπερινούς, παρακλήσεις, αγιασμούς, ευχέλαια, μνημόσυνα. Έξω απ’ αυτά, ζωή και ευτυχία δεν υπήρχε για τον γέροντα , για τον «παππού», για τον παπα-Νικόλα…
Όλη η έγνοια και η φροντίδα του γέροντα ήτανε η σωτηρία των προβάτων . τα πονούσε , επειδή δεν ήτανε «ο μισθωτός» που αφήνει τα πρόβατα και φεύγει… Με τα χρήματα α δεν είχε καμιά συνάφεια. Ό,τι του δίνανε για να λειτουργήσει και για να μνημονέψει, από το ένα χέρι τα’ παίρνε και από τ’ άλλο τα έδινε.
Επί 50χρόνια δεν ήξερε τι θα πει πρωινό ρόφημα, ή μεσημεριανός ύπνος! Τις καλοκαιρινές ώρας, που ο κόσμος ησυχάζει , έστω και μια ώρα, αυτός μνημόνευε τα ατελείωτα ονόματα των χριστιανών.
…Υπεραγαπούσε τους ενορίτες του, τους συλλειτουργούς του, τους επιτρόπους και δεν απεσπάτο εντελώς από το Ναό , γιατί δεν υπέφερε να είναι μακριά από την αγάπη τους.
Γράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , που τον γνώρισε και έψαλλε πολλές φορές στις αγρυπνίες.

«Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί , εις τας πόλεις και εις τας χωρία…
Είναι τύποι λαϊκοί , ωφέλιμοι , σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω έναν εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων…Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρείς χιλιλάδας ονόματα. Δεν βραδύνει ποτέ. Η προσκομιδή παρ’ αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία άλλας δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού , από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν , τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου