http://www.i-m-patron.gr
Ομιλία Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. ΙΩΑΝΝΟΥ
επί τη "εξηκονταετηρίδι"
Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου
Διακίδειος Σχολή Λαού, 15 Ιανουαρίου 1999
Σεβασμιώτατε Άγιε Πατρών, Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, κύριοι βουλευταί, κύριε Νομάρχα, κύριε Δήμαρχε, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Με πολλήν συγκίνησιν και χαράν συμμετέχω στην αποψινή εκδήλωση προς τιμήν του πολιού και διακεκριμένου Ιεράρχου της κατά την Ελλάδα Εκκλησίας, προέδρου και ποιμενάρχου της ιστορικής και Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών κ. Νικοδήμου, ο οποίος συμπληρώνει σήμερα εξηκονταετίαν όλην εν τη διακονία του Θυσιαστηρίου και του οποίου η μακρά και πλουσία προσφορά αναγνωρίζεται την εσπέραν αυτήν πανηγυρικώς και επισήμως και υπό της Εταιρίας Πελοποννησιακών Σπουδών διά της επιδόσεως ειδικού τιμητικού τόμου.
Η χαρά και η συγκίνησίς μου επί τη τιμητική αυτή εκδηλώσει, οφείλονται πρώτον μεν εις τον ιδιάζοντα ιερόν δεσμόν μεταξύ της Εκκλησίας των Πατρών και του πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου, του οποίου ταπεινός Ιεράρχης τυγχάνω, δεσμόν οφειλόμενον εις τον κοινόν ιδρυτήν των δύο Εκκλησιών, Βυζαντίου Κωνσταντινουπόλεως και Πατρών, Άγιον Απόστολον Ανδρέαν, δεύτερον δε εις τον βαθύ σεβασμόν τον οποίον προσωπικώς τρέφω προς τον τιμώμενον σήμερον Ιεράρχην, όχι μόνο διά την πλουσίαν εκκλησιαστικήν διακονίαν του αλλά και διά την γόνιμον προσφοράν του εις τα θεολογικά γράμματα, προσφοράν η οποία τον έχει ήδη αναδείξει εξέχοντα εκπρόσωπον της μακράς παραδόσεως των λογίων Αρχιερέων του Γένους. Η προσφορά αυτή καλύπτει ευρύ φάσμα τόσον του προφορικού όσον και του γραπτού λόγου, τον οποίον ο Σεβασμιώτατος συνδυάζει με υποδειγματικήν χρήσιν της ελληνίδος φωνής, της οποίας το ύφος καλλιεργεί και χρησιμοποιεί με αρχοντικήν λιτότητα, ακρίβειαν και γλαφυρότητα, χωρίς ρητορικές υπερβολές, ξένες προς την φύσιν του εκκλησιαστικού λόγου.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Νικόδημος είναι ευρέως γνωστός διά τα δημοσιεύματά του, τα οποία καλύπτουν εκτός των άλλων και τον χώρον του θείου κηρύγματος, της Αγιολογίας, της Ιεράς Υμνογραφίας - δείγμα της οποίας απηλαύσαμε προ ολίγου - και το εκκλησιαστικόν τυπικόν. Γνώστης της βυζαντινής μουσικής εκ των ολίγων και προικισμένος από τον Θεόν με το χάρισμα της καλλιφωνίας εξέχει ως λειτουργός εις όλας τας εκδηλώσεις της Θείας Λατρείας, μάλιστα δε ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας. Τα σημειώματά του εις τα επίσημα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελούν θεολογικώς και λειτουργικώς τεκμηριωμένα κείμενα και οδηγόν πολύτιμον εις την λατρευτικήν ζωήν της Εκκλησίας. Η σημασία την οποίαν αποδίδει ο Σεβασμιώτατος εις την ορθήν τέλεσιν της Λατρείας και κυρίως της Θείας Λειτουργίας αποτελεί χαρακτηριστικόν της όλης προσωπικότητος και προσφοράς του. Αυτό το χαρακτηριστικό παρέχει και το έναυσμα για την επιλογή του θέματος της ομιλίας μου, της οποίας τίτλος είναι: "Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας".
Το θέμα αυτό έκρινα ότι αρμόζει κατεξοχήν στον τιμώμενο σήμερα Ιεράρχη, διότι τόσον εκείνος όσον και η ταπεινότης μου προσωπικώς θεωρούμε ότι το κύριον, το κατεξοχήν έργον του Επισκόπου είναι η προεδρία της Θείας Ευχαριστίας. Από αυτήν πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η ποιμαντική και η λεγομένη διοικητική. Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπον δεν υπάρχει, αλλ' ούτε και Επίσκοπος χωρίς Ευχαριστίαν. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα και συνιστούν τον άξονα αυτού τούτου του Μυστηρίου της Εκκλησίας : "όπου αν φανεί ο Επίσκοπος, εκεί και το πλήθος- δηλαδή ο λαός - έστω, ώσπερ όπου αν είη Χριστός Ιησούς εκεί και η καθολική Εκκλησία" γράφει ο Ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ήδη στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνος. Και σε άλλο σημείο τονίζει ότι "αύτη βεβαία Ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον Επίσκοπον ούσα". Η Ορθόδοξος Εκκλησία διαμέσου των αιώνων παρέμεινε πιστή στην αρχή αυτή και δεν μπορεί να αποστή από αυτήν αν θέλει να παραμείνει ορθόδοξος. Καταστρατηγήσεις της αρχής αυτής από όσους τελούν τη Θεία Ευχαριστία χωρίς την άδεια του τοπικού Επισκόπου ή το φοβερότερο, χωρίς το μνημόσυνο του ονόματος του Επισκόπου, όπως συμβαίνει με μερικούς λεγομένους ζηλωτάς εις το Άγιον Όρος, με καμία δικαιολογία δεν επιτρέπεται εφόσον ο τοπικός Επίσκοπος δεν επάφθη ή αντικατεστάθη από άλλον, πάντοτε και μόνον υπό Επισκοπικής Συνόδου, γι' αυτό και κάτι τέτοιο αποτελεί εκτροπή σοβαρότατη από την Ορθόδοξη Εκκλησία, μεγίστη αίρεση εν τη πράξει έστω και αν την καλύπτει ο μανδύας του ζήλου υπέρ της Ορθοδοξίας.
Ο Επίσκοπος, λοιπόν, έχει ως κύριον έργον του και πρωταρχικόν το να ηγείται της Θείας Ευχαριστίας. Όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα γιατί όλα τα άλλα νοηματίζονται από τη σχέση τους με τη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο το ότι στην Αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας ετελούντο μέσα στη Θεία Ευχαριστία. Όπως έδειξε με μια μελέτη του ο αείμνηστος διδάσκαλός μας διαπρεπής λειτουργιολόγος Παναγιώτης Τρεμπέλας το Βάπτισμα, το Χρίσμα, ο Γάμος κ.λ.π. ετελούντο εντός της Θείας Λειτουργίας. Για το λόγο αυτό ο Επίσκοπος απέκτησε την εξουσία να παρέχει την άδεια για την τέλεση όχι μόνο της Θείας Λειτουργίας αλλά και όλων των Μυστηρίων. Την εξουσία αυτή την άντλησε από το γεγονός, ότι αυτός προΐστατο της Θείας Ευχαριστίας και κατά συνέπειαν και όλα όσα ετελούντο εντός της Ευχαριστίας ετελούντο με την ευλογίαν του.
Ο Επίσκοπος συνεπώς όταν διοικεί δεν ασκεί διοίκησιν, όπως λέμε, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας της οποίας προΐσταται. Χωρίς τη Θεία Ευχαριστία δεν υπάρχει αγιασμός και ευλογία στη ζωή των πιστών. Κανείς δεν μπορεί να γίνει άγιος χωρίς τη συμμετοχή του στον Ένα Άγιον, Ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του λύτρον αντί πολλών εις τη Θεία Ευχαριστία. Ακριβώς διότι μόνον στη Θεία Ευχαριστία υπάρχει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού όλη η χάρις και ο αγιασμός στη ζωή μας πηγάζουν από εκεί. Δεδομένου, όμως, ότι η Θεία Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπον είναι αδιανόητη, ούτε χάρις και αγιασμός στη ζωή μας είναι δυνατή χωρίς την ευλογία του Επισκόπου.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον όλα στην Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου. Είναι η θέση του στη Θεία Ευχαριστία και τίποτε άλλο. Ο Επίσκοπος στην ουσία δεν είναι διοικητής, είναι λειτουργός. Αυτό πρέπει να το κατανοήσουν πρώτα οι ίδιοι οι Επίσκοποι και κατόπιν όλος ο κλήρος και ο λαός για να μην παρεισφρύουν στην Εκκλησία αντιλήψεις κοσμικές περί διοικήσεως, εξουσίας και τα τοιαύτα. Αλλά τι σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι πρώτιστα πάντων και κατεξοχήν λειτουργός και προεστώς της Ευχαριστίας; Ποιο είναι το βαθύτερο θεολογικό νόημα αυτής της αλήθειας και πώς εκδηλώνεται στην πράξη; Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, στον οποίον αναφερθήκαμε ήδη, βλέπει τον Επίσκοπο μέσα στη Θεία Ευχαριστία ως καθήμενον εις τόπον ή τύπον Θεού περιστοιχούμενον από τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι λειτουργούν εις τύπον των Αποστόλων. Η εικόνα αυτή επεκράτησε σε όλη τη διαδρομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαμέσου των αιώνων και εκφράζεται με τη δομή των ιερών ναών καθώς και τη δομή της Θείας Λειτουργίας. Αξίζει να τα δούμε αυτά από πιο κοντά.
Η Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού. Στη Θεία Λειτουργία βιώνουμε και προγευόμεθα της καταστάσεως στην οποία θα ζει ο κόσμος όταν επικρατήσει η Βασιλεία του Θεού την οποίαν όλοι οι πιστοί προσδοκούμε και για τον ερχομό της οποίας προσευχόμεθα κάθε φορά που λέμε στην Κυριακή Προσευχή "ελθέτω η Βασιλεία σου". Τα χαρακτηριστικά της Βασιλείας του Θεού περιλαμβάνουν όλα όσα παρατηρούμε στην Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, δηλαδή
α) τη σύναξη του διεσκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ. Στους Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης κ.α., η Θεία Ευχαριστία είχε ένα μόνο όνομα: Σύναξις. Και τούτο διότι στη Βασιλεία του Θεού ο διηρημένος και κατατεμαχισμένος κόσμος μας, η φθορά και ο θάνατος που δεν είναι τίποτε άλλο από διαίρεση και κατατεμαχισμό της υπάρξεώς μας θα παραχωρήσουν τη θέση του στην ενότητα και την αγάπη, που είναι συνώνυμα με την αιώνια, την αληθινή ζωή. Αυτός είναι και ο βαθύτερος θεολογικός λόγος για τον οποίο η Εκκλησία μας έχει απαγορεύσει την τέλεση περισσοτέρων της μιας Θείων Λειτουργιών στην ίδια ενορία. Ως εικόνα της Βασιλείας του Θεού, η Θεία Ευχαριστία συνάγει όλον τον λαόν εντός ενός τόπου επί τω αυτώ.
β) Η σύναξη του διασκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ στη Βασιλεία του Θεού θα έχει ένα συγκεκριμένο κέντρο και μια συγκεκριμένη κεφαλή, τον Βασιλέα Ιησού Χριστόν, ο οποίος καθήμενος επί θρόνου εις τύπον και τόπον Θεού θα συναγάγει τα διασκορπισμένα εις εν και θα θρέψει τον κόσμον με την αιώνια ζωή που πηγάζει από το Σώμα Του.
Αυτόν τον Βασιλέα Χριστόν, όπως θα έλθει στη Βασιλεία Του, εικονίζει στην Εκκλησία ο προεστώς της Ευχαριστίας Επίσκοπος. Γι' αυτό και κάθεται επί θρόνου, όχι βέβαια αυτό που λέμε σήμερα Δεσποτικό Θρόνο, αλλά αυτό που είναι πίσω από την Αγία Τράπεζα και λέγεται Σύνθρονο, κάτι που στην αρχαία Εκκλησία ήταν εκ των ων ουκ άνευ στους ναούς και που έχει ατυχώς σήμερα ατονήσει. Ο θρόνος του Επισκόπου στο Σύνθρονο είναι εικόνα της εγκαθιδρύσεως του Χριστού στη Βασιλεία Του, με τους δώδεκα Αποστόλους να τον περιστοιχούν καθήμενοι και αυτοί κατά τη φράση του Κυρίου "επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ", κάτι που εικονίζεται από τους πρεσβυτέρους στην Εκκλησία κατά τον Άγιο Ιγνάτιο, όπως είδαμε προηγουμένως.
Δεν είναι συνεπώς χωρίς σημασία το ότι ο Επίσκοπός και οι λειτουργοί στη Θεία Ευχαριστία φέρουν λαμπρές στολές. Κακώς σκανδαλίζονται πολλοί σήμερα από τη λαμπρότητα των αμφίων της Εκκλησίας μας και θέλουν δήθεν να τα απλοποιήσουν. Όλα στη Θεία Ευχαριστία είναι λουσμένα στο φως και τη λαμπρότητα γιατί μ' αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία μας θέλησε να δείξει ότι στη Θεία Λειτουργία ζούμε στη Βασιλεία του Θεού. Όταν ήμαστε παιδιά στα χρόνια μου, θυμούμαι ότι ήταν αδιανόητο να πάμε στη Λειτουργία αν δε φορούσαμε τα καλύτερά μας ρούχα. Και στο Άγιον Όρος, την πιο αυθεντική έκφραση του Ορθοδόξου Μοναχισμού, εκεί όπου η στέρηση, η άσκηση και η απλότητα του βίου βιώνονται στο έπακρον δεν είναι τυχαίο το ότι βρίσκονται τα πολυτελέστερα άμφια των λειτουργών. Η ταπείνωση και απλότητα του καθημερινού βίου των μοναχών δεν μπορεί να συνεχιστεί και επεκταθεί στη Θεία Ευχαριστία. Γιατί στη Θεία Ευχαριστία ζούμε την υπέρβαση του Σταυρού και το δοξασμό του στη Βασιλεία του Θεού. Γι' αυτό και η Εκκλησία έχει απαγορεύσει την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας σε ημέρες νηστείας, με δύο μόνον εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ευχαριστία και νηστεία είναι ασυμβίβαστα, ακριβώς διότι η Ευχαριστία είναι χαρά και πανηγύρι, "κλάσις του Άρτου εν αγαλλιάσει" κατά τους πρώτους Χριστιανούς. Όλα στη Θεία Ευχαριστία και στον ναό είναι λαμπρά. Οι εικόνες έχουν φόντο χρυσό, οι πολυέλαιοι είναι αναμμένοι, τα πρόσωπα των πιστών λάμπουν από χαρά και αγαλλίαση και φυσικά ο προεστώς της Ευχαριστίας Επίσκοπος, ως εικών του Βασιλέως Χριστού, τι φυσικότερον από το να έχει λαμπρά στολή και αμφίεση.
|
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ.Ιωάννης στην εκδήλωση προς τιμήν του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ.Νικοδήμου. |
Όλα αυτά ακούγονται σήμερα κάπως περίεργα. Και τούτο διότι χάσαμε πλέον τη γλώσσα της εικόνας στην εκκλησιαστική ζωή μας. Έτσι, όταν λέμε ότι ο Επίσκοπος είναι στη Θεία Ευχαριστία εικών Χριστού δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε. Η Θεία Λειτουργία είναι όμως εντελώς αδιανόητη χωρίς την έννοια του εικονισμού. Τι είναι εικόνα και πώς εφαρμόζεται στη Θεία Ευχαριστία; Ο εικονισμός είναι πρώτα απ' όλα διάχυτος στον Ορθόδοξο ναό ήδη από την εποχή της εικονομαχίας. Έτσι στη βυζαντινή εικονογραφία ο τρούλος είναι ο χώρος όπου παριστάνεται η Ουράνια Εκκλησία ενώ η αμέσως από κάτω ζώνη διακόσμησης είναι αφιερωμένη στην εξεικόνιση της επί γης Εκκλησίας. Ένας χορός από Αγίους, όπως και η ημερολογιακή σειρά της μνήμης τους είναι κατανεμημένος σ' ολόκληρο το ναό. Οι πατριάρχες, οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και οι ιερείς έχουν θέση στην κύρια αψίδα, στο ιερό βήμα και στους παραπλεύρους χώρους, ή στους αμέσως κάτω από τον τρούλο ευρισκομένους θόλους. Οι Άγιοι Μάρτυρες σε ομαδική διάταξη σκεπάζουν τα κύρια τόξα του τρούλου, τους τοίχους, τις κολώνες και τους υπόλοιπους θολωτούς χώρους του ναού, ενώ οι ασκητές, οι απλοί μοναχοί και οι τοπικοί Άγιοι καταλαμβάνουν τελικά το δυτικό τμήμα του ναού δίπλα στην είσοδο. Όλα αυτά σημαίνουν ένα πράγμα : ότι στη Θεία Λειτουργία οι πιστοί πρέπει να αισθάνονται ότι βρίσκονται στην κοινωνία των Αγίων, στην οποία βασιλεύει ο Χριστός, όπως θα συμβεί ακριβώς στη Βασιλεία του Θεού.
Αλλά ο εικονισμός δεν περιορίζεται στον ναό και τις εικόνες που τον διακοσμούν. Επεκτείνεται και στα τελούμενα εν τω ναώ και σε εκείνους που τα τελούν, δηλαδή στους λειτουργούς. Έτσι, ακολουθώντας πιστά τον Άγιο Μάξιμο και απηχώντας τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο Άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον 8ο αιώνα, στο ερμηνευτικό του υπόμνημα στη Θεία Λειτουργία γράφει για το Σύνθρονο του Επισκόπου ότι είναι "τόπος και θρόνος εν όπερ ο Παμβασιλεύες Χριστός προκάθηται μετά των αυτού Αποστόλων". Υποδεικνύει δε και την Δευτέραν Αυτού Παρουσίαν "καθ' ην ελθών εν δόξη" - σημειώστε το στοιχείο της δόξας και λαμπρότητος - "αποδούς εκάστω κατά το έργον αυτού και πάντα κόσμον κρίνει".
Όλα λοιπόν και όλοι μέσα στη Θεία Ευχαριστία εικονίζουν κάτι. Ο λαός τον κόσμο ολόκληρο, ο Επίσκοπος τον Χριστό Βασιλέα, οι ιερείς του Αποστόλους, οι διάκονοι τους Αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα "τα εις δικανονίαν αποστελλόμενα" κατά την έκφραση της Γραφής. Η αναπαράσταση της Θείας Λειτουργίας με τον Επίσκοπο ως Χριστό Βασιλέα, τους διακόνους ως Αγγέλους κλπ. είναι εμφανής στη βυζαντινή αγιογραφία των ναών. Όποιος αρνείται τον εικονισμό στην Εκκλησία, αρνείται όλη την ιστορία της Σωτηρίας, ισχυρίζεται ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Αλλά τί ακριβώς είναι η εικόνα μέσα στη θεολογία της Λειτουργίας και γιατί είναι απαραίτητη; Τι σημαίνει ως προς το θέμα μας ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού και γιατί δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εικόνα και να φθάσουμε απευθείας στο πρωτότυπο; Γιατί με άλλα λόγια δεν μπορούμε να προσευχόμεθα απευθείας στο Χριστό, αλλά πρέπει να παρεμβάλλεται η εικόνα του, ο Επίσκοπος; Μάλιστα, πολλοί θα προτιμούσαν να μην παρεμβάλλεται το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο ενίοτε μας εμποδίζει να προσευχηθούμε νοερά και πνευματικά, όπως λέμε, όχι σπάνια ακριβώς εξαιτίας της λαμπράς αμφίεσης. Τέτοιες σκέψεις οδήγησαν τον προτεσταντισμό στην απόρριψη του εικονισμού, τόσο στη διακόσμηση του ναού όσο και στην αντίληψη περί λειτουργών και ιεροσύνης. Το ίδιο έκανε περίπου και η δευτέρα Σύνοδος του Βατικανού κάτω από την επίδραση του προτεσταντισμού και λόγω του ότι στους Ρωμαιοκαθολικούς η έννοια της εικόνας είχε προ πολλού μετατραπεί σε απλή διακοσμητική τέχνη χωρίς εσχατολογικό και οντολογικό περιεχόμενο.
Μεταξύ των ορθοδόξων επεκράτησε στον καιρό μας σύγχυση και αντιφατικότητα σε βαθμό άκρως επικίνδυνο. Έτσι από το ένα μέρος οι πιστοί μας δέχονται τον εικονισμό ως προς τις ιερές εικόνες τις οποίες προσκυνούν με ευλάβεια αλλά από το άλλο μέρος διστάζουν να προσεγγίσουν με τον ίδιο λατρευτικό ρεαλισμό, με την ίδια ευλάβεια, τους λειτουργούς και τον Επίσκοπο. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη πολλοί που βλέπουν στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον Χριστό αλλά ο αριθμός τους μειώνεται διαρκώς και περισσότερο και χάνεται η εικονολογική αντίληψη των δρωμένων της Θείας Ευχαριστίας. Πόσοι βλέπουν πλέον τον προεστώτα της Ευχαριστίας Επίσκοπο ως εικόνα Χριστού; Ο λόγος για τον οποίον αρχίζει να εκλείπει η αντίληψη αυτή είναι διττός. Από το ένα μέρος οφείλεται στο ότι αγνοούμε το τί σημαίνει "εικόνα", "εικονισμός" και "εικονίζω" στη γλώσσα της Εκκλησίας. Από το άλλο μέρος δεν φαίνεται να κατανοούμε πια την ανάγκη του εικονισμού στη λατρεία.
Ας αναλύσουμε σύντομα αυτά τα δύο στοιχεία. Εικόνα είναι, θα μπορούσε να πει κανείς επιγραμματικά, η προσωπική ή υποστατική παρουσία χωρίς την παρουσία της ουσίας ή φύσεως. Έτσι, ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο υπέρμαχος των ιερών εικόνων είναι σαφής : "Ούχ άλλο τι εστίν η του Χριστού εικών, ή Χριστός", παρά το της ουσίας, δηλαδή, διάφορον. Γι' αυτό και δεν διστάζει να γράψει : "και Χριστόν την του Χριστού εικόνα λέγομεν". Με άλλα λόγια στην εικόνα υπάρχει προσωπικά το πρωτότυπο γι' αυτό και η προσκύνησίς της "επί το πρωτότυπον διαβαίνει" κατά την γνωστήν φράσιν του Μ. Βασιλείου. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς θεολογία του προσώπου δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την έννοια της εικόνας. Ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει προς την ατομοκρατία και δυσκολεύεται να κατανοήσει την εικόνα. Έτσι βλέπει τον άλλον ως άτομο, παρασύρεται από τις φυσικές του ιδιότητες και αδυνατεί να αναχθεί πέρα από αυτές σε κάτι που παραπέμπει προσωπικά η εικόνα. Για να περιορίσουμε το πρόβλημα στο θέμα της ομιλίας μας, το να λέμε ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού ξενίζει τον άνθρωπο σήμερα, ο οποίος συνηθίζει να βλέπει όλα και τον συγκεκριμένο Επίσκοπο ως άτομο, οι φυσικές ιδιότητες του οποίου, το σώμα, η μορφή, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του, θετικά ή αρνητικά, εγκλωβίζουν τη σκέψη του και δεν του επιτρέπουν να αναχθεί προς κάτι πέρα από το ορώμενο άτομο.
Γιατί όμως είναι απαραίτητη η έννοια της εικόνας στη Θεία Ευχαριστία; Ο Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης δίνουν στην εικόνα το προβάδισμα έναντι του λόγου για δύο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι ότι, ο λόγος μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις ενώ η εικόνα δυσκολότερα. Ο άλλος, ο και κυριότερος κατ' αυτούς, είναι διότι η εικόνα προσεγγίζει περισσότερο προς το εσχατολογικό όραμα. Γι' αυτό και η θέα της εικόνας του Χριστού αποτελεί πρόγευση της εσχατολογικής θέας. "Ήτις ού προσκυνεί την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μη ίδει εν τη Δευτέρα Παρουσία την Τούτου μορφήν". Αν δεν έχουμε έννοια εικόνας τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς η Βασιλεία του Θεού μπορεί να μας προσεγγίσει διαμέσου της ιστορίας, παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην ιστορία, σ' αυτό που βλέπουμε με τις αισθήσεις μας. Ο Επίσκοπος είναι για μας ο κύριος τάδε με τις ιδιότητες της ατομικής υπάρξεώς του, καλές ή κακές, χωρίς να μπορούμε να αναχθούμε διαμέσου του προς την Βασιλεία. Η επικοινωνία μας με το Θεό παρακάμπτει έτσι τον άνθρωπο και πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας. Ο πιστός που πηγαίνει στην Θείαν Ευχαριστία και κλείνει τα μάτια του ή διαβάζει το βιβλίο της Θείας Λειτουργίας επικοινωνεί - μάλλον νομίζει πως επικοινωνεί - νοερά με το Θεό και θεωρεί τους ανθρώπους δίπλα του εμπόδιο στην επικοινωνία του αυτή. Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να καθίσει στο σπίτι του και να προσευχηθεί νοερά - τώρα μάλιστα έχει στη διάθεσή του και τη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση της Θείας Λειτουργίας - χωρίς να ενοχλείται από το διπλανό του ή να σκανδαλίζεται από το λειτουργό.
Η εικόνα μας προσφέρει παραδόξως τόσο μια καταξίωση της ιστορίας και του πλησίον μας, όσο και μια υπέρβαση και αναφορά τους στη Βασιλεία του Θεού. Η θεώρηση του Επισκόπου ως εικόνος του Χριστού έχει σπουδαίες συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο τελεί τη Θεία Λειτουργία. Εκτός από την αμφίεση για την οποίαν ήδη έγινε λόγος υπάρχουν μέσα στο τυπικό της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας από τον Επίσκοπο, σημαντικά στοιχεία που εικονίζουν την έλευση και εγκαθίδρυση της Βασιλείας του Θεού διαμέσου της Θείας Ευχαριστίας. Θα περιορισθώ σε μερικά από αυτά.
α) Η είσοδος του Επισκόπου. Στις αρχαίες λειτουργίες η είσοδος αυτή ταυτίζεται με τη λεγομένη Μικρά Είσοδο. Πριν από αυτήν ο Επίσκοπος δεν ευρίσκετο στον ναό. Ενεδύετο τα άμφιά του στο σκευοφυλάκιο και εισήρχετο στον ναό όπου τον ανέμενεν ο λαός για να τον υποδεχθεί ως τον ίδιο το Χριστό. Εντεύθεν και η ψαλμωδία "δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ" συνοδευόμενη προφανώς από μια προσκύνηση του λαού προς τον εικονίζοντα τον Χριστόν Αρχιερέα. Σήμερα η συνήθεια των Επισκόπων, μόνο στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη - ευτυχώς - να ενδύονται τα άμφιά των εντός του ιερού γελοιοποιεί, αν δεν εξαφανίζει, την έννοια της εισόδου αφού ο Επίσκοπος ξαναμπαίνει εκεί που ήδη είχε εισέλθει. Τούτο συντελεί στην απώλεια του εικονισμού του Χριστού ως ερχομένου στον κόσμο, όπως την έβλεπεν ο Άγιος Μάξιμος, ο Άγιος Γερμανός κ.α.
β) Η εγκατάστασις του Επισκόπου εις το Σύνθρονον, βασική όπως είδαμε εικόνα του εσχατολογικού Χριστού στην οποία τόσο πολύ επέμειναν οι Πατέρες που ερμήνευσαν τη Θεία Λειτουργία. Και αυτό τείνει να ατονήσει. Σημειωτέον ότι μόνον ο τοπικός Επίσκοπος κάθεται εις το Σύνθρονόν του διότι μόνον αυτός είναι κεφαλή της συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας.
γ) Το κήρυγμα του λόγου μόνον ευθύς μετά τα αναγνώσματα, διότι, όπως εξηγεί ο Άγιος Μάξιμος, "μετά ταύτα όλα πλέον συντελούνται στα έσχατα", στη Βασιλεία του Θεού, όπου το κήρυγμα είναι αδιανόητο. Και αυτό δυστυχώς πολύ συχνά πλέον καταστρατηγείται και έτσι ανατρέπεται η έννοια της Ευχαριστίας ως εικόνα της Βασιλείας.
δ) Η Μεγάλη Είσοδος αποδεικνύει ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού, διότι μόνον αυτός δεν λαμβάνει μέρος στην ιεράν πομπή των Τιμίων Δώρων και αναμένει προς της Αγίας Πύλης για να τα παραλάβει. Είναι άκρως σημαντική αυτή η λεπτομέρεια όταν μάλιστα ληφθεί υπόψιν ότι στην Αρχαία Εκκλησία ο Επίσκοπος δεν επλησίαζε καθόλου στην Πρόθεση και δεν μετείχε στην Προσκομιδή, όπως συμβαίνει σήμερα. Ως εικών Χριστού παραλαμβάνει τα δώρα διά να τα ανφέρει εις τον θρόνο του Θεού και να τα αγιάσει. Πρόκειται για μια κατεξοχήν χριστολογική πράξη.
ε) Η ευχή της Αναφοράς, η οποία αρχίζει με το "Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω" και τελειώνει με τα Δίπτυχα λέγεται όλη από τον προεστώτα Επίσκοπο διότι είναι ενιαίο και αδιάσπαστο όλον. Τα Δίπτυχα, που αποτελούσαν άλλοτε ουσιαστικό στοιχείο της Θείας Λειτουργίας είναι διπλά : των κεκοιμημένων και των ζώντων · και των μεν κεκοιμημένων έχουν επικεφαλής την Παναγίαν, "εξαιρέτως", των δε ζώντων τον προεστώτα Επίσκοπον, "εν πρώτοις".
Το σημείον αυτό αποδεικνύει ότι χωρίς το μνημόσυνον του Επισκόπου η Ευχαριστία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος. Πρόκειται για το πλέον καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει την Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας. Όλοι οι ζώντες αναγνωρίζουν με αυτόν τον τρόπο ως κεφαλή τους εν πρώτοις τον Επίσκοπο. Γι' αυτό και ενέχει αποφασιστική σημασία για την εγκυρότητα της Θείας Ευχαριστίας η ορθή μνημόνευση τη στιγμή εκείνη του κανονικού Επισκόπου ή εκείνου "ο αν αυτός επιτρέψει" κατά την φράσιν του Αγίου Ιγνατίου. Όταν της Θείας Λειτουργίας προΐσταται Αρχιερεύς αναγινώσκονται τα Δίπτυχα με τα ονόματα των κεφαλών όλων των ανά την οικουμένην Εκκλησιών μετά των οποίων ευρίσκεται σε ευχαριστιακή κοινωνία. Τούτο είναι σημαντικό, και κακώς κατά την ταπεινή μου γνώμη έχει πλέον περιορισθεί μόνον κατά τις μεγάλες πανηγύρεις. Διότι το νόημά του δεν είναι τελετουργικό αλλά βαθύτατα εκκλησιολογικό. Με αυτό δηλώνεται ότι κάθε Θεία Ευχαριστία, η υπό τον Επίσκοπον ούσα, δεν είναι αληθινή και έγκυρη αν δεν αποτελεί κοινωνίαν με την Ευχαριστίαν όλων των άλλων τοπικών Εκκλησιών. Ο Επίσκοπος, ως προεστώς της τοπικής Ευχαριστίας αποτελεί κρίκον ενότητος της Εκκλησίας αυτής με όλες τις ανά τον κόσμον Εκκλησίες. Ο Επίσκοπος δεν είναι μόνον το κέντρο ενότητος της δικής του τοπικής Εκκλησίας αλλά και ο κρίκος που συνδέει μεταξύ τους όλες τις τοπικές Εκκλησίες σε μία ανά την οικουμένην Εκκλησία. Για το λόγο άλλωστε αυτό και υπάρχει το συνοδικό σύστημα στην Εκκλησία, στο οποίο μετέχουν μόνον Επίσκοποι. Πρόκειται για ένα σύστημα ενότητος όλων των τοπικών Εκκλησιών διαμέσου των προεστώτων της Θείας Ευχαριστίας κάθε Εκκλησίας. Έτσι, εμμέσως, κάθε Σύνοδος αποτελεί ευχαριστιακό γεγονός, έκφραση της μιας ανά την οικουμένην Θείας Ευχαριστίας. Στο σημείο αυτό, της εκφωνήσεως δηλαδή των Διπτύχων πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο αποτελεί σημείο ουσιαστικό της Ευχαριστίας, διότι έχει σχέση με την Ευχαριστία ως ανάμνηση, ως μνημόσυνο ενώπιον του θρόνου του Θεού στη Βασιλεία Του. Την ώρα εκείνη της φρικτής Αναφοράς ο λειτουργός μνημονεύει όλων εκείνων, νεκρών και ζώντων, τους οποίους η Εκκλησία θέλει να θυμηθεί ο Θεός στη Βασιλεία Του : "Μνήσθητι Κύριε" τούτων ή εκείνων των προσώπων. Για το λόγο αυτό, ορθώς ο Σεβασμιώτατος Άγιος Πατρών, ο τιμώμενος απόψε, εισηγείται να απαλειφθεί από τα Δίπτυχα η φράση "πολλά τα έτη" η οποία παρεισέφρησε προφανώς εξ' επιδράσεως των αρχιερατικών φημών. Πρόκειται για σημαντική πρόταση, η οποία ελπίζω να ληφθεί υπόψιν από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δεν θα αναφερθούμε σε άλλες πτυχές της Θείας Λειτουργίας, οι οποίες καταδεικνύουν τη θέση του Επισκόπου στη Θεία Ευχαριστία. Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πολλές λειτουργικές λεπτομέρειες, σημαντικές από εκκλησιολογικής απόψεως. Το γεγονός ότι ο ιερεύς όταν πρόκειται να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία λαμβάνει καιρόν όχι μόνον από τις ιερές εικόνες του εικονοστασίου, αλλά και από τον θρόνον του Επισκόπου, έστω και αν αυτός είναι κενός - έτσι τουλάχιστον έκαναν οι παλαιοί ιερείς - και ότι δεν μπορεί να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία παρά επάνω σε Αντιμήνσιο υπογεγραμμένο από τον Επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, όλα αυτά μαζί με το μνημόσυνο του Επισκόπου την ώρα της Αναφοράς μαρτυρούν ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός είναι το κέντρον της Θείας Ευχαριστίας.
Σεβασμιώτατοι και αγαπητοί αδελφοί. Ο αιών ο οποίος δύει έχει χαρακτηρισθεί ως αιώνας της εκκλησιολογίας. Πράγματι, πολλές μελέτες έχουν γραφεί για την Εκκλησία στην εποχή μας. Αλλά, η εκκλησιολογική συνείδηση, ακόμη και των Ορθοδόξων, έχει πολλήν ανάγκη καλλιεργείας. Στην ομιλία μου αυτή θέλησα να υπογραμμίσω ιδιαιτέρως το βαθύτερο νόημα του λειτουργικού τυπικού σε ότι αφορά στη θέση του Επισκόπου εν τη Θεία Ευχαριστία. Συνηθίζομε να θεωρούμε το τυπικό ως κάτι δευτερεύον, αλλά στην Εκκλησία μας την Ορθόδοξο δεν υπάρχουν τύποι και τυπικόν χωρίς βαθύ εκκλησιολογικό περιεχόμενο. Το λειτουργικό μας τυπικό πηγάζει από τη θεολογική συνείδηση της Εκκλησίας μας. Δεν είναι νεκρόν γράμμα, ούτε τυπολατρία. Ο σεβασμός του αποτελεί καθήκον ισάξιο προς το σεβασμό που οφείλουμε προς τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Ο τιμώμενος απόψε Ιεράρχης, ως πιστός τηρητής και διδάσκαλος του λειτουργικού τυπικού και υποδειγματικός προεστώς της Θείας Ευχαριστίας συνεχίζει την μακράν παράδοσιν της Εκκλησίας μας, η οποία έχει τις καταβολές της στην Ορθόδοξο εκκλησιολογία. Του οφείλομε χάριτας διά τούτου καθώς και διά την όλην πλουσιοτάτην εκκλησιαστικήν διακονίαν του, την οποίαν ευχόμεθα να συνεχίσει επί έτη ακόμη πολλά, μαζί με την συνεισφοράν του εις τα γράμματα, η οποία είναι πραγματικά πολύτιμος. Είησαν τα έτη σας Σεβασμιώτατε Άγιε Πατρών πολλά και ευλογημένα.