αζεύεις; Υποχρεώσεις δεν έχεις. Τί θά τά κάνης;». «Έδώθά µείνουν, µοϋ λέει, όταν πεθάνω». «Έγώ σού δίνω ευλογία, τού λέω, νά τάπάρης επάνω όλα!». «Έδώ θά µείνουν, ξαναλέει. Άµα πεθάνω, άς τά πάρουν οίάλλοι». «Έµ, έδώ θά µείνουν, τού λέω. Ό σκοπός είναι νά τά δώσης µε τά ίδια σουτά χέρια τώρα πού ζής!». ∆εν υπάρχει πιο ανόητος άνθρωπος από τονπλεονέκτη, πού µαζεύει συνέχεια καί ζή συνέχεια µέ στέρηση καί τελικά αγοράζειτήν κόλαση µέ τις συγκεντρωµένες του οικονοµίες. Το έχει τελείως χαµένο, γιατίδεν δίνει καί χάνεται µέ υλικά πράγµατα, οπότε χάνει τον Χριστό.Τον τσιγγούνη τον κοροϊδεύουν καί οί άλλοι. Ήταν ένας πολύ πλούσιοςκτηµατίας· είχε χωράφια σέ µιά επαρχία, είχε καί στην Αθήνα διαµερίσµατα, άλλαήταν πολύ τσιγγούνης. Μιά φορά έφτιαξε µιά χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή,γιά νά φάνε οί εργάτες πού δούλευαν στά χωράφια του. Παλιά δούλευαν οίκαηµένοι άπό το πρωί, πριν βγή ό ήλιος, µέχρι νά βασιλέψη. Το µεσηµέρι πούσταµάτησαν λίγο, γιά νά ξεκουρασθούν, άδειασε το αφεντικό µέσα σέ έναν ταβάτήν φασολάδα καί φώναξε τους εργάτες νά φάνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οίκαηµένοι οί εργάτες καί άρχισαν νά τρώνε· πότε έπιαναν µέ το κουτάλι άπόκανένα φασόλι, πότε µόνον ζουµί! Ένας εργάτης ήταν πολύ πειραχτήρι. Αφήνειτο κουτάλι του καί πάει παραπέρα. Βγάζει τις αρβύλες του, τις κάλτσες του καίπροχωράει νά µπή µέσα στον ταβά. «Τί κάνεις;», τού λένε οί άλλοι. «Λέω νά µπώµέσα, µήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τους λέει. Τόσο τσιγγούνης ήταν εκείνος όταλαίπωρος. Γι' αυτό, χίλιες φορές νά τόν κυριέψη ή σπατάλη τόν άνθρωποπαρά ή τσιγγουνιά.- Ή τσιγγουνιά είναι αρρώστια, Γέροντα.- Πολύ µεγάλη αρρώστια! Άµα κυριέψη τόν άνθρωπο ή τσιγγουνιά,µεγαλύτερη αρρώστια δεν υπάρχει. Ή οικονοµία καλή είναι, άλλα νά προσέξηκανείς νά µήν τόν κυριέψη σιγά-σιγά ό πειρασµός µέ τήν τσιγγουνιά.- Μερικοί, Γέροντα, από τήν τσιγγουνιά µένουν νηστικοί.- Μόνον νηστικοί; Ήταν ένας έµπορος πλούσιος πού είχε ένα µεγάλο εµπορικόκαί έκοβε µέ τόν σουγιά στά τρία εκείνα τά σπίρτα τά πλακέ! Μιά άλλη πολύπλούσια είχε ένα θειαφοκέρι· κρατούσε κάρβουνα καί έπαιρνε µέ τό θειαφοκέριαπό τά κάρβουνα νά άνάψη τήν φωτιά, γιά νά µήν ξοδέψη κανένα σπίρτο. Καίείχε σπίτια, κτήµατα, µεγάλη περιουσία.∆έν λέω νά είναι κανείς σπάταλος, αλλά τουλάχιστον, όταν κάποιος είναισπάταλος, αν τού ζήτησης κάτι, εύκολα θά σού τό δώση. Αν είναι τσιγγούνης, θά λυπάται νά σού τό δώση. Ήταν µιά φορά δυο νοικοκυρές καί συζητούσαν στηνγειτονιά γιά σαλάτες, γιά ξίδια καί πάνω στην συζήτηση είπε ή µία: «'Έχω πολύκαλό ξίδι». Μιά φορά χρειάσθηκε ή άλλη ή φουκαριάρα λίγο ξίδι καί πήγε νά τήςζητήση. «Ακου εδώ, της λέει εκείνη, εγώ, αν τό έδινα, δέν θά είχα ξίδι επτάχρόνων!». Καλά είναι νά κάνη οικονοµία κανείς καί νά δίνη. Οικονόµος δέν θάπή τσιγγούνης. Ό πατέρας µου χρήµατα δέν κρατούσε. Στά Φάρασα δέν είχανξενοδοχείο- τό σπίτι µας ήταν σάν ξενοδοχείο. Όποιος ερχόταν στό χωριό, στονπρόεδρο θά πήγαινε νά µείνη. Θά έτρωγε, θά τού έπλεναν τά πόδια, θά τούέδιναν καί κάλτσες καθαρές.Τώρα, βλέπω ότι καί σέ µερικά προσκυνήµατα έχουν αποθήκες ολόκληρεςµέ κανδήλια καί δέν λένε: «Έχουµε, µή µας δίνετε άλλα». Αυτά ούτε µπορούν νά τά
χρήσιµοποιήσουν οΰτε να τά πουλήσουν, άλλα οΰτε και τα δίνουν. Οταν άρχίση ναµαζεύη κανείς, δένεται καί δεν µπορεί να δώση. Αν όµως άρχίση να µη µαζεύηπράγµατα και τά δίνη, τότε Θά µαζευτή ή καρδιά στον Χριστό, χωρίς νά τοκαταλάβη. Μιά χήρα νά µην εχη χρήµατα νά άγοράση έναν πήχυ ύφασµα νά ντύσητά παιδιά της, καί εγώ νά µαζεύω! Πώς νά τό ανεχθώ αυτό; Στο Καλύβι δεν έχωούτε πιάτα ούτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια έχω. Προτιµώ ένα πεντακοσάρικο νάτό δώσω σε έναν φοιτητή, νά πάη από τό ένα µοναστήρι στο άλλο, παρά νά πάρωκάτι γιά µένα. Αν δεν µαζεύης, έχεις ευλογία άπό τον Θεό. Οταν δίνης ευλογία,παίρνεις ευλογία. Ή ευλογία γεννάει ευλογία
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου