<<Τούτο ποιών άνθρακας πυρός σωρεύσεις έπι τήν κεφαλήν αύτου»[1]
- Γέροντα, όταν ένας δεν εχη ανάγκη, αλλά προσποιήται ότι έχει, πρέπει νά τον βοηθήσουμε;
- Ό Χριστός είπε: «Νά δίνουμε σ’ αυτόν πού μας ζητάει, χωρίς νά εξετάζουμε»[2].
Καί άν δεν εχη ανάγκη αυτός πού σου ζητάει, πάλι πρέπει νά του δώσης. Νά χαίρεσαι πού θά του δώσης. Ό Θεός «βρέχει επί δικαίους καί αδίκους»[3], εμείς γιατί νά μή βοηθήσουμε τον πλησίον μας; Μήπως καί εμείς είμαστε άξιοι γιά όλα τά δώρα πού μάς δίνει ό Θεός;Ό Θεός «ου κατά τάς ανομίας ημών έποίησεν ήμΐν, ουδέ κατά τάς αμαρτίας ημών άνταπέδωκεν ήμΐν»[4]. Σοϋ ζητάει κάποιος φτωχός βοήθεια; Ακόμη και άν άμφιβάλλης γιά την κατάσταση του, πάλι νά τόν βοηθήσης μέ διάκριση, γιά νά μη σε πειράξη ό λογισμός. Είδες τί λέει ό Άββάς Ισαάκ; «Και έφιππος νά σου ζήτηση, νά του δώσης»[5].
Δεν ξέρεις σέ τί κατάσταση είναι. Έσύ νά πιστεύης αυτό πού σου λέει ό άλλος και νά δίνης ανάλογα μέ αυτό πού σου ζητάει.
Έάν έχουμε λ.χ. μόνο χίλιες δραχμές και τις δώσουμε σέ έναν φτωχό και ανησυχήσουμε πού δεν έχουμε περισσότερα νά δώσουμε, τότε εκτός από την ευλογία (τά χρήματα πού τοϋ δίνουμε), τοϋ βάζουμε στην συνείδηση του τόν Χριστό και τήν καλή ανησυχία
.
Αυτή ή πράξη μας θά τόν αναστάτωση, γιατί ό νους του συνέχεια θά γυρίζη στον ελεήμονα εκείνον πού τοϋ έδωσε μαζί μέ το χιλιάρικο και τήν πονεμένη του καρδιά, καί θά άναγκασθή νά τοϋ στείλη ανώνυμα τά χρήματα πού τοϋ στέρησε ή και ακόμη περισσότερα.
Σ’ εμένα έχει συμβή ένα παρόμοιο γεγονός. Μιά φορά πού βρέθηκα στην Θεσσαλονίκη μέ σταμάτησε
μιά γυναίκα – φαινόταν σάν τσιγγάνα – καί μου ζήτησε χρήματα γιά τά παιδιά της, γιατί είχε άρρωστο τόν άνδρα της. Είχα μόνον ένα πεντακοσάρικο καί τής το έδωσα.«Μέ συγχωρής, της είπα, δέν έχω περισ- σότερα νά σου δώσω. Άν θέλης, πάρε τήν διεύθυνση μου καί γράψε μου πώς πάει ό άνδρας σου καί θά προσπαθήσω νά σοϋ στείλω άπό το ‘Αγιον Όρος περισσότερα».
Μετά άπό λίγο καιρό έλαβα ένα γράμμα μέ ένα πεντακοσάρικο πού έγραφε: «Σ’ ευχαριστώ γιά τήν καλωσύνη σου· σου επιστρέφω τά χρήματα πού μοϋ έδωσες». Όταν κανείς δίνη ελεημοσύνη μέ πόνο, ό ζητιάνος καίγεται άπό τήν αγάπη, τόν Χριστό, καί θά άρχίση καί αυτός νά μοιράζη και να μή μαζεύη. Άλλα και να τύχη ακόμη να είναι πολύ σκληρόκαρδος ό ζητιάνος και να μαζεύη, ό ϊδιος δεν Θα χαρή όσα μάζεψε, άλλα Θα οίκονομήση ό Θεός νά βρουν τά χρήματα τον τόπο τους, και σ’ αυτόν θά μείνη μόνον ή κούραση και ή ταλαιπωρία γιά τον έρανο (νά τόν ονομάσουμε έτσι) πού έκανε γιά τους άλλους.
- Γέροντα, δηλαδή πόσο πρέπει νά δίνη κανείς;
- Νά δίνη τόσο, πού νά μήν τόν πειράζη ή συνείδηση του. Χρειάζεται διάκριση. Νά μή δίνη εκατό και μετά στενοχωριέται πού δεν έδωσε πενήντα. Πολλή προσοχή χρειάζεται, όταν κανείς εχη αγάπη με πολύ ενθουσιασμό.
Καλό είναι νά φρενάρη τότε λίγο τήν αγάπη του και τόν ενθουσιασμό του, γιά νά μή μετανοή πού έδωσε πολλά σε έναν δυστυχισμένο, ενώ έπρεπε λιγώτερα, καί έμεινε με άδεια χέρια ό ίδιος. Σιγά-σιγά θά απόκτηση πείρα καί θά δίνη ανάλογα μέ τήν αυταπάρνηση πού έχει.
- Γέροντα, όταν ό άλλος ζητά πράγματα παράλογα, νά τοϋ τά δίνουμε;
- Έκεϊ χρειάζεται διάκριση καί ξανά διάκριση. Όταν ένας σοϋ ζητά πράγματα, γιά νά τά καμαρώνη, δώσ’ τα. Βλέπεις, ό Χριστός δεν είπε στον Ιούδα «τί Απόστολος είσαι σύ; κόψε τήν φιλαργυρία σου», άλλα τοϋ έδωσε καί τό ταμείο[6].
Έάν όμως ένας σοϋ ζητά π.χ. ένα κουτί μαρμελάδα πού έχεις, καί εσύ ξέρης ότι αυτός έχει ένα κιούπι γεμάτο, ένω κάποιος άλλος δέν έχει καθόλου καί έχει ανάγκη, τότε πές σ’ αυτόν πού έχει καί ζητάει καί άλλο: «Αν θέλης, αδελφέ, δώσε καί εσύ λίγο από αυτό πού έχεις στον τάδε».
Άν δέν υπάρχη κάποιος πού νά μήν έχη, τότε δώσ’ το, χωρίς νά του πής τίποτε, μιά πού σου τό ζήτησε. Μπορεί άπό αυτό τό δόσιμο, άν υπάρχη μιά χορδή ευαισθησίας μέσα του, νά συγκινηθή καί νά διορθωθή.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δηλαδή συμβαίνει αυτό πού αναφέρει ό Απόστολος Παύλος: «Οταν ό εχθρός σου σού κάνη κακό και εσύ του κάνης καλωσύνη, κάρβουνα αναμμένα συσσωρεύεις στο κεφάλι του». Αυτό δεν σημαίνει ότι τόν καις, αλλά, όταν του κάνης καλωσύνη, τότε αρχίζει νά δουλεύη μέσα του ή αγάπη πού είναι ό Χριστός και ενεργεί ή θεία Χάρις.
Μετά αλλοιώνεται ό άνθρωπος, γιατί τόν πειράζει ή συνείδηση, καίγεται δηλαδή από τήν συνείδηση του. Δεν είναι όμως σωστό νά κάνης το καλό, γιά νά έλεγχθη ό άλλος και νά συνετισθη, γιατί και αυτό αποδυναμώνει τό καλό, άλλα νά τό κάνης με αγάπη.
Οταν τόν εκδικήσαι με τό καλό, αλλοιώνεται με τήν καλή έννοια και διορθώνεται. Ήταν ένας μέθυσος στην Κόνιτσα, πού είχε και οικογένεια, και τού έδινα κάτι. Είχαν μάθει μερικοί ότι τόν βοηθούσα τόν καημένο, γιατί και ό ϊδιος τό έλεγε, και μου είπαν: «Μήν τού δίνης· αυτός πίνει».
Εκείνος μου έλεγε «δώσ’ μου γιά τά παιδιά μου», και εγώ, όταν τού έδινα, τού έλεγα: «Πάρε αυτά γιά τά παιδιά σου». Ήξερα ότι πίνει, αλλά ήξερα ότι αυτός ό λόγος θα τόν βοηθήση λίγο· θά πηγαίνη νά πίνη, άλλα θά σκέφτεται και λίγο τά παιδιά του.
Άν δέν τού έδινα, θά βασάνιζε τήν γυναίκα του, γιατί θά της έπαιρνε άπό τά χρήματα πού έβγαζε εκείνη – πήγαινε ή καημένη και ξενοδούλευε – και θά έπινε, και τά παιδιά του θά δυστυχούσαν πιο πολύ.
Οταν όμως τοϋ έλεγα «πάρε γιά τά παιδιά σου», θυμόταν και λίγο τά παιδιά του. Κατάλαβες; Τόν πονούσα, και αυτό ήταν πολύ αισθητό· δούλευε μέσα του. Πολλοί έχουν βοηθηθη έτσι. Μερικοί, επειδή τους πείραζε ύστερα ή συνείδηση, έστελναν τά χρήματα πίσω.
Έμεϊς μέ τήν λογική μας δέν αφήνουμε τόν Χριστό νά δούλεψη. Μάθετε τό σωστό Ευαγγέλιο τώρα, άν θέλετε νά γίνετε άνθρωποι «Ευαγγελικοί», όχι Προτεστάντες!
1. Ρωμ. 12,20.
2. Βλ. Ματθ. 5,42 καί Λουκ. 6, 30.
3. Ματθ. 5,45.
4. Ψαλμ. 102,10.
5. Βλ. ‘Αββα Ισαάκ του Σύρου, Οί Ασκητικοί Λόγοι, Λόγος ΚΓ’, σ. 86.
6. Βλ. Ίω. 12, 6.
Απόσπασμα από τις σελίδες 169 -172 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
<<Ηλιας Χαιντουτης>>20 ΔΕΚ 2011
- Γέροντα, όταν ένας δεν εχη ανάγκη, αλλά προσποιήται ότι έχει, πρέπει νά τον βοηθήσουμε;
- Ό Χριστός είπε: «Νά δίνουμε σ’ αυτόν πού μας ζητάει, χωρίς νά εξετάζουμε»[2].
Καί άν δεν εχη ανάγκη αυτός πού σου ζητάει, πάλι πρέπει νά του δώσης. Νά χαίρεσαι πού θά του δώσης. Ό Θεός «βρέχει επί δικαίους καί αδίκους»[3], εμείς γιατί νά μή βοηθήσουμε τον πλησίον μας; Μήπως καί εμείς είμαστε άξιοι γιά όλα τά δώρα πού μάς δίνει ό Θεός;Ό Θεός «ου κατά τάς ανομίας ημών έποίησεν ήμΐν, ουδέ κατά τάς αμαρτίας ημών άνταπέδωκεν ήμΐν»[4]. Σοϋ ζητάει κάποιος φτωχός βοήθεια; Ακόμη και άν άμφιβάλλης γιά την κατάσταση του, πάλι νά τόν βοηθήσης μέ διάκριση, γιά νά μη σε πειράξη ό λογισμός. Είδες τί λέει ό Άββάς Ισαάκ; «Και έφιππος νά σου ζήτηση, νά του δώσης»[5].
Δεν ξέρεις σέ τί κατάσταση είναι. Έσύ νά πιστεύης αυτό πού σου λέει ό άλλος και νά δίνης ανάλογα μέ αυτό πού σου ζητάει.
Έάν έχουμε λ.χ. μόνο χίλιες δραχμές και τις δώσουμε σέ έναν φτωχό και ανησυχήσουμε πού δεν έχουμε περισσότερα νά δώσουμε, τότε εκτός από την ευλογία (τά χρήματα πού τοϋ δίνουμε), τοϋ βάζουμε στην συνείδηση του τόν Χριστό και τήν καλή ανησυχία
.
Αυτή ή πράξη μας θά τόν αναστάτωση, γιατί ό νους του συνέχεια θά γυρίζη στον ελεήμονα εκείνον πού τοϋ έδωσε μαζί μέ το χιλιάρικο και τήν πονεμένη του καρδιά, καί θά άναγκασθή νά τοϋ στείλη ανώνυμα τά χρήματα πού τοϋ στέρησε ή και ακόμη περισσότερα.
Σ’ εμένα έχει συμβή ένα παρόμοιο γεγονός. Μιά φορά πού βρέθηκα στην Θεσσαλονίκη μέ σταμάτησε
μιά γυναίκα – φαινόταν σάν τσιγγάνα – καί μου ζήτησε χρήματα γιά τά παιδιά της, γιατί είχε άρρωστο τόν άνδρα της. Είχα μόνον ένα πεντακοσάρικο καί τής το έδωσα.«Μέ συγχωρής, της είπα, δέν έχω περισ- σότερα νά σου δώσω. Άν θέλης, πάρε τήν διεύθυνση μου καί γράψε μου πώς πάει ό άνδρας σου καί θά προσπαθήσω νά σοϋ στείλω άπό το ‘Αγιον Όρος περισσότερα».
Μετά άπό λίγο καιρό έλαβα ένα γράμμα μέ ένα πεντακοσάρικο πού έγραφε: «Σ’ ευχαριστώ γιά τήν καλωσύνη σου· σου επιστρέφω τά χρήματα πού μοϋ έδωσες». Όταν κανείς δίνη ελεημοσύνη μέ πόνο, ό ζητιάνος καίγεται άπό τήν αγάπη, τόν Χριστό, καί θά άρχίση καί αυτός νά μοιράζη και να μή μαζεύη. Άλλα και να τύχη ακόμη να είναι πολύ σκληρόκαρδος ό ζητιάνος και να μαζεύη, ό ϊδιος δεν Θα χαρή όσα μάζεψε, άλλα Θα οίκονομήση ό Θεός νά βρουν τά χρήματα τον τόπο τους, και σ’ αυτόν θά μείνη μόνον ή κούραση και ή ταλαιπωρία γιά τον έρανο (νά τόν ονομάσουμε έτσι) πού έκανε γιά τους άλλους.
- Γέροντα, δηλαδή πόσο πρέπει νά δίνη κανείς;
- Νά δίνη τόσο, πού νά μήν τόν πειράζη ή συνείδηση του. Χρειάζεται διάκριση. Νά μή δίνη εκατό και μετά στενοχωριέται πού δεν έδωσε πενήντα. Πολλή προσοχή χρειάζεται, όταν κανείς εχη αγάπη με πολύ ενθουσιασμό.
Καλό είναι νά φρενάρη τότε λίγο τήν αγάπη του και τόν ενθουσιασμό του, γιά νά μή μετανοή πού έδωσε πολλά σε έναν δυστυχισμένο, ενώ έπρεπε λιγώτερα, καί έμεινε με άδεια χέρια ό ίδιος. Σιγά-σιγά θά απόκτηση πείρα καί θά δίνη ανάλογα μέ τήν αυταπάρνηση πού έχει.
- Γέροντα, όταν ό άλλος ζητά πράγματα παράλογα, νά τοϋ τά δίνουμε;
- Έκεϊ χρειάζεται διάκριση καί ξανά διάκριση. Όταν ένας σοϋ ζητά πράγματα, γιά νά τά καμαρώνη, δώσ’ τα. Βλέπεις, ό Χριστός δεν είπε στον Ιούδα «τί Απόστολος είσαι σύ; κόψε τήν φιλαργυρία σου», άλλα τοϋ έδωσε καί τό ταμείο[6].
Έάν όμως ένας σοϋ ζητά π.χ. ένα κουτί μαρμελάδα πού έχεις, καί εσύ ξέρης ότι αυτός έχει ένα κιούπι γεμάτο, ένω κάποιος άλλος δέν έχει καθόλου καί έχει ανάγκη, τότε πές σ’ αυτόν πού έχει καί ζητάει καί άλλο: «Αν θέλης, αδελφέ, δώσε καί εσύ λίγο από αυτό πού έχεις στον τάδε».
Άν δέν υπάρχη κάποιος πού νά μήν έχη, τότε δώσ’ το, χωρίς νά του πής τίποτε, μιά πού σου τό ζήτησε. Μπορεί άπό αυτό τό δόσιμο, άν υπάρχη μιά χορδή ευαισθησίας μέσα του, νά συγκινηθή καί νά διορθωθή.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δηλαδή συμβαίνει αυτό πού αναφέρει ό Απόστολος Παύλος: «Οταν ό εχθρός σου σού κάνη κακό και εσύ του κάνης καλωσύνη, κάρβουνα αναμμένα συσσωρεύεις στο κεφάλι του». Αυτό δεν σημαίνει ότι τόν καις, αλλά, όταν του κάνης καλωσύνη, τότε αρχίζει νά δουλεύη μέσα του ή αγάπη πού είναι ό Χριστός και ενεργεί ή θεία Χάρις.
Μετά αλλοιώνεται ό άνθρωπος, γιατί τόν πειράζει ή συνείδηση, καίγεται δηλαδή από τήν συνείδηση του. Δεν είναι όμως σωστό νά κάνης το καλό, γιά νά έλεγχθη ό άλλος και νά συνετισθη, γιατί και αυτό αποδυναμώνει τό καλό, άλλα νά τό κάνης με αγάπη.
Οταν τόν εκδικήσαι με τό καλό, αλλοιώνεται με τήν καλή έννοια και διορθώνεται. Ήταν ένας μέθυσος στην Κόνιτσα, πού είχε και οικογένεια, και τού έδινα κάτι. Είχαν μάθει μερικοί ότι τόν βοηθούσα τόν καημένο, γιατί και ό ϊδιος τό έλεγε, και μου είπαν: «Μήν τού δίνης· αυτός πίνει».
Εκείνος μου έλεγε «δώσ’ μου γιά τά παιδιά μου», και εγώ, όταν τού έδινα, τού έλεγα: «Πάρε αυτά γιά τά παιδιά σου». Ήξερα ότι πίνει, αλλά ήξερα ότι αυτός ό λόγος θα τόν βοηθήση λίγο· θά πηγαίνη νά πίνη, άλλα θά σκέφτεται και λίγο τά παιδιά του.
Άν δέν τού έδινα, θά βασάνιζε τήν γυναίκα του, γιατί θά της έπαιρνε άπό τά χρήματα πού έβγαζε εκείνη – πήγαινε ή καημένη και ξενοδούλευε – και θά έπινε, και τά παιδιά του θά δυστυχούσαν πιο πολύ.
Οταν όμως τοϋ έλεγα «πάρε γιά τά παιδιά σου», θυμόταν και λίγο τά παιδιά του. Κατάλαβες; Τόν πονούσα, και αυτό ήταν πολύ αισθητό· δούλευε μέσα του. Πολλοί έχουν βοηθηθη έτσι. Μερικοί, επειδή τους πείραζε ύστερα ή συνείδηση, έστελναν τά χρήματα πίσω.
Έμεϊς μέ τήν λογική μας δέν αφήνουμε τόν Χριστό νά δούλεψη. Μάθετε τό σωστό Ευαγγέλιο τώρα, άν θέλετε νά γίνετε άνθρωποι «Ευαγγελικοί», όχι Προτεστάντες!
1. Ρωμ. 12,20.
2. Βλ. Ματθ. 5,42 καί Λουκ. 6, 30.
3. Ματθ. 5,45.
4. Ψαλμ. 102,10.
5. Βλ. ‘Αββα Ισαάκ του Σύρου, Οί Ασκητικοί Λόγοι, Λόγος ΚΓ’, σ. 86.
6. Βλ. Ίω. 12, 6.
Απόσπασμα από τις σελίδες 169 -172 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
<<Ηλιας Χαιντουτης>>20 ΔΕΚ 2011
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου