Οι όροι «ιεραποστολή» και «ιεραποστολικότητα»
είναι αδόκιμοι όροι και εκφράζουν κάποιο δυτικό νεωτερισμό, ιδιαίτερα
προτεσταντικής μορφής, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία
χρησιμοποίησαν επί αιώνες τους όρους «αποστολή» και «αποστολικότητα» ,
με την έννοια της μαρτυρίας της πίστεως και όχι την επεκτατική διάθεση
κάποιας ιεραποστολικής προσπάθειας. Οι όροι αυτοί καθιερώθηκαν σήμερα
και σε μας και είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία
αυτή στον προφορικό ή γραπτό λόγο, αλλά πάντοτε με την έννοια και το
περιεχόμενο της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή της μαρτυρίας
και ομολογίας της πίστεως προς όλους τους λαούς και τα έθνη της γης και
μάλιστα με τη σημασία της θυσίας και του μαρτυρίου.
Μέσα από τη Θεολογία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ξεπήδησε κατά
έναν τρόπο πολύ εντυπωσιακό η επισήμανση ιδιαίτερα του οικουμενικού και
ιεραποστολικού χαρακτήρα της Εκκλησίας. Η Ιεραποστολή δεν παρουσιάζεται
πλέον σαν ένα προσωρινό φυσικό φαινόμενο στη ζωή της Εκκλησίας, αν ένα
ιστορικό γεγονός μιας περιόδου , αλλά μετέχει σ’ αυτή την ουσία και τη
φύση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει μέσα στον κόσμο μια ιεραποστολική
κλήση και ιεραποστολική αποστολή. Γι’ αυτό ακριβώς από τον πρώτο ακόμη
αιώνα της εκκλησιαστικής ιστορίας, η Ιεραποστολή ήταν από τις κύριες
μέριμνες και φροντίδες της Εκκλησίας.
Ως πρώτη βασική προϋπόθεση της Ιεραποστολής και ως πρωταρχικός σκοπός
της πορείας της προς τον κόσμο των εθνών τίθεται η εμπειρία της
Αναστάσεως. Ως επακόλουθο του γεγονότος της Αναστάσεως, έρχεται η
δεύτερη προϋπόθεση της Ιεραποστολής, η εκκλησιολογική , που τίθεται και
σαν κεντρικός σκοπός της δραστηριότητας της ανά τον κόσμο. Μία τρίτη
προϋπόθεση είναι η υπακοή στην εντολή που απευθύνει ο Χριστός σ’
εκείνους ιδιαίτερα που θέτουν τους εαυτούς του στην υπηρεσία της
σωτηρίας του κόσμου: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το
ευαγγέλιον πάση τη κτίσει»(Μάρκ, 16,15)
Το έργο της Ιεραποστολής στον κόσμο και της ποίμανσης του λαού του Θεού
στην Εκκλησία είναι «σημεία» της νέας εσχατολογικής πραγματικότητας. Η
έλευση της βασιλείας του Θεού στην ιστορία δεν σημαίνει ασφαλώς και
αναγκαστική αποδοχή του ευαγγελικού μηνύματος από τους ανθρώπους . αλλά
σημαίνει, οπωσδήποτε, την ανάγκη ο λόγος του Θεού να κηρυχθεί στα
πέρατα της οικουμένης. Εάν κηρυχθεί ο λόγος του Θεού , τότε επαφίεται
στην προσωπική ευθύνη καθενός εάν θα αποδεχθεί ή όχι την κοινωνία με τον
Χριστό και την Εκκλησία του. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα
τουλάχιστον στην ακρόαση του ευαγγελικού λόγου και ατό το δικαίωμα
καθίσταται υποχρεωτικό για την ιεραποστολική διαχρονική πορεία της
Εκκλησίας προς τον κόσμο.
Από το βιβλίο, Εκκλησία και κόσμος
(Ομότ. Καθήγ. Γεωργίου Πατρώνου)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου