Αποστολικό Ανάγνωσμα
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 - 20
13 Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· 16 ἄνθρωποι μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17
ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς
ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18
ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν,
ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης
ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 - 20
13
Εις δε τον Αβραάμ, όταν είχε δώσει ο Θεός τας μεγάλας υποσχέσεις,
επειδή δεν είχε κανένα μεγαλύτερόν του-εφ' όσον αυτός είναι ο μόνος
απειροτέλειος-δια να ορκισθή και να βεβαιώση έτσι κατά τον απόλυτον
τρόπον τον Αβραάμ, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα τας εκπληρώση, ωρκίσθη
στον εαυτόν του 14 λέγων· “αληθώς και βεβαίως θα σε ευλογήσω πλουσίως και θα αυξήσω εις πλήθος πολύ και αναρίθμητον τους απογόνους σου”. 15
Και έτσι ο Αβραάμ επίστευσεν στον Θεόν, επερίμενε με ακλόνητον
αναμονήν, και επέτυχε την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως, (διότι αφ' ενός μεν
απέκτησε υιόν εκ της Σαρρας, τον Ισαάκ, γενάρχην και αρχηγόν έθνους,
εφ' ετέρου δε από την χώραν των πνευμάτων είδε την ενανθρώπησιν του Υιού
του Θεού, του ευλογημένου Σωτήρος των ανθρώπων). 16
Διότι οι άνθρωποι ορκίζονται συνήθως στον Θεόν, τον μεγαλύτερον από
όλους, και δίδεται όρκος, δια να σταματήση κάθε αντιλογία μεταξύ των και
δια να επιβεβαιωθούν επισήμως τα λεγόμενα. 17
Δι' αυτό και ο Θεός, επειδή ήθελε με μεγαλυτέραν βεβαιότητα να δείξη
στους κληρονόμους των υποσχέσεών του το αμετάκλητον και αμετακίνητον της
αποφάσεως του, συγκατέβη να χρησιμοποιήση ως μέσον επιβεβαιώσεως τον
όρκον. 18 Και έτσι με δύο πράγματα, τα οποία
είναι αμετάκλητα και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσίν του και τον
όρκον του, εις τα οποία είναι εντελώς αδύνατον να ψευσθή ποτέ ο Θεός, να
έχωμεν την βεβαιότητα και το στήριγμα να κρατήσωμεν την ελπίδα, η οποία
μας έχει προσφερθή. 19 Αυτήν δε την ελπίδα
την έχομεν σαν άγκυραν της ψυχής ασφαλή και σταθεράν, η οποία εισέρχεται
και μας κρατεί σταθερά ηνωμένους προς τον ουρανόν, τον οποίον ουρανόν
εσυμβόλιζε το εκείθεν από το παραπέτασμα της σκηνής του μαρτυρίου τμήμα,
τα Αγια των Αγίων. 20 Εις τον ουρανόν δε
πρωτοπόρος χάρις ημών εισήλθεν ο Ιησούς, γενόμενος αρχιερεύς κατά τον
τύπον του Μελχισεδεκ, όχι προσωρινός, αλλά αιώνιος.
Ευαγγέλιον
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 - 31
17
Και λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε
το παιδί μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει
αφαιρέσει την λαλιάν. 18 Και εις όποιον
τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να
αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και
είπα στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν
ημπόρεσαν”. 19 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις
αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ' όλα τα θαύματα
που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι;
Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί. 20
Και το πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με
σπασμούς τον νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε
αφρούς. 21 Και ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα
του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;” Και εκείνος
είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν. 22 Και
πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον
εξοντώση. Αλλ' εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ
μας”. 23 Ο δε Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα”. 24
Και αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε·
“πιστεύω, Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να
αποκτήσω ζωντανήν πίστιν”. 25 Επειδή δε ο
Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί,
επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το
κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης
εις αυτόν”. 26 Και το πνεύμα το πονηρόν
αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε. Και έμεινε ο
νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε. 27 Ο δε Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος. 28
Οταν δε εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν
ιδιαιτέρως· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον
πνεύμα;” 29 Και εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”. 30
Και αφού ανεχώρησαν από εκεί, επροχωρούσαν από απόμερους δρόμους δια
μέσου της Γαλιλαίας και δεν ήθελε να μάθη κανείς δια την διάβασίν του
αυτήν. 31 Και τούτο, διότι εδίδασκε τους
μαθητάς του ιδιαιτέρως και τους επληροφορούσε, ότι ο υιός του ανθρώπου
παραδίδεται εις χέρια μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι και θα τον
θανατώσουν, και αφού θανατωθή, την τρίτην ημέραν θα αναστηθή.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 - 31
17
Και λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε
το παιδί μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει
αφαιρέσει την λαλιάν. 18 Και εις όποιον
τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να
αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και
είπα στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν
ημπόρεσαν”. 19 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις
αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ' όλα τα θαύματα
που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι;
Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί. 20
Και το πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με
σπασμούς τον νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε
αφρούς. 21 Και ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα
του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;” Και εκείνος
είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν. 22 Και
πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον
εξοντώση. Αλλ' εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ
μας”. 23 Ο δε Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα”. 24
Και αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε·
“πιστεύω, Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να
αποκτήσω ζωντανήν πίστιν”. 25 Επειδή δε ο
Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί,
επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το
κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης
εις αυτόν”. 26 Και το πνεύμα το πονηρόν
αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε. Και έμεινε ο
νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε. 27 Ο δε Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος. 28
Οταν δε εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν
ιδιαιτέρως· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον
πνεύμα;” 29 Και εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”. 30
Και αφού ανεχώρησαν από εκεί, επροχωρούσαν από απόμερους δρόμους δια
μέσου της Γαλιλαίας και δεν ήθελε να μάθη κανείς δια την διάβασίν του
αυτήν. 31 Και τούτο, διότι εδίδασκε τους
μαθητάς του ιδιαιτέρως και τους επληροφορούσε, ότι ο υιός του ανθρώπου
παραδίδεται εις χέρια μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι και θα τον
θανατώσουν, και αφού θανατωθή, την τρίτην ημέραν θα αναστηθή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου