Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος για τα σκάνδαλα



Την συνέντευξη την παρακολουθήσαμε σχεδόν ολοκληρη και μας άρεσε. Το πρώτο κομμάτι που βρήκαμε στο διαδίκτυο το αντιγράψαμε αμέσως. Αν κάποιος έχει ολόκληρη τη συνέντευξη ή ξέρει που βρίσκεται ας μας ενημερώσει.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Λουκάς Νοταράς και Ανθενωτικοί Κατά της υποταγής εις τον Πάπαν, αλλά όχι φιλότουρκοι

Παναγιώτου Γ. Νικολόπουλου,
Ομ. Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Διευθυντού της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος ε.τ.

ΕΙΣ ΤΟ ΤΟΣΟΝ σημαντικόν άρθρον τού κ. Β. Α. Κοκκίνου(«Εστία» 2.6.2006) παρεισέφρησεν, ως μη ώφειλε, μία παρένθεντος φράσις, όχι μόνον μη ανταποκρινομένη εις τα πράγματα, αλλά και άδικος: «Και βέβαια σήμερα οι Τούρκοι δε έχουν συμμάχους Νοταράδες και φανατικούς ανθενωτικούς κληρικούς».

Αλλά τα πράγματα δεν έχουν έτσι.
Ο ιστορικός Δούκας καταγράφει φράσιν, την οποίαν είπεν ο Μεγαδούξ Λουκάς Νοταράς: «κρειττότερον έστιν ειδέναι εν μέσῃ τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». Όμως ο ίδιος Δούκας καταγράφει τις άοκνες προσπάθειες τού Νοταρά για την άμυναν της Πόλεως, την συμμετοχήν του εις τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Ο Κωνσταντίνος με την επιμέλειαν του Μεγαδούκα Λουκά Νοταρά είχε φροντίσει την επισκευήν των τειχών και είχεν εξασφαλίσει αρκετά εφόδια. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις τού Μωάμεθ αντιμετωπίζοντο νικηφόρα. Οι ζημίες πού προκαλούσε το πυροβόλον επεσκευάζοντο την ακόλουθη νύκτα κι έτσι οι βομβαρδισμοί έμεναν χωρίς αποτέλεσμα. Με προσπάθειες μεταλλωρύχων ο Μωάμεθ
κατώρθωσε να σκάπτη υπονόμους, αλλά με τις ενέργειες τού Λουκά Νοταρά, πού κατέφυγε στις υπηρεσίες του μηχανικού Γιοχάννες Γκραντ, κατεσκευάζοντο ανθυπόνομοι πού εξουδετέρωναν τις προσπάθειες τού Σουλτάνου να διεισδύση υπογείως εις την Πόλιν, εφ όσον δεν κατώρθωνε να την κατακτήση από τα τείχη.

Ο ίδιος ο Λουκάς Νοταράς, ηγούμενος σώματος πεντακοσίων (500) ανδρών, «εν τη Πόλει περιεπόλευε, θαρρύνων απανταχού τούς στρατιώτας και στοχαζόμενος τας βίγλας και ερευνών τους παραλειπομένους». Κατά δε την διάρκειαν τού αγώνος ο Μεγαδούξ είχε την ευθύνην επί πλέον της βασιλικής πύλης και με ένα εφεδρικόν σώμα ευρίσκετο κοντά και οπίσω των χερσαίων τειχών.

Μετά την Άλωσιν της Πόλεως, ο Λουκάς Νοταράς θα έχη το θάρρος να ειπή εις τον Μωάμεθ: «Κύριε, ουκ είχομεν τόσην ημείς εξουσίαν τού διδόναι σε την Πόλιν, ουδέ βασιλεύς αυτός». Απάντησις, η οποία παραπέμπει εις την ανάλογον απάντησιν του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: «ούτ’ εμόν εστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτῃ». Μετ ολίγας ημέρας, με τον έφηβον υιόν του και τον γαμβρόν του Κατακουζηνόν θα καταστούν οι πρώτοι Νεομάρτυρες. Διότι δεν θα υποταχθούν εις τις ορέξεις τού Μωάμεθ. Και αυτά τα καταγράφει ο φιλενωτικός Δούκας.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, κυριαρχεί ακόμη η άποψις, ότι ο Λουκάς Νοταράς ήταν φιλότουρκος, καθώς και άλλαι εναντίον του κατηγορίαι. Τούτο οφείλεται στην εξιστόρησιν της επ’ ονόματι τού Σφραντζή νόθου ιστορίας (Chronicon majus), ο οποίος δεν φείδεται λοιδοριών κατά τού αντιπάλου του εις την Βυζαντινήν Διοίκησιν. Τόση είναι η εκδικητικότης του, ώστε ούτε καν αναφέρη το μαρτύριον τού Νοταρά.

Ο γνήσιος Σφραντζής (Chronicon minus) βεβαίως δεν παρέχει αυτήν την μομφήν. Δυστυχώς αυτή η άποψις τού νόθου Σφραντζή επεβίωσε —άλλωστε εξυπηρετεί ωρισμένην ιδεολογίαν και πολιτικήν
σκοπιμότητα— και μολύνει και την πολιτείαν τού Λουκά Νοταρά και την θυσίαν του. Αλλά και οι Ανθενωτικοί Μοναχοί και Κληρικοί επολέμησαν ομού μετά των λοιπών Ελλήνων Ενωτικών και των Λατίνων.

Ένα σώμα επτακοσίων ανδρών, εκ των οποίων οι περισσότεροι Μοναχοί, ευρίσκεται εις το κέντρον της Πόλεως ως εφεδρικόν σώμα υπό τούς Δημήτριον Κατακουζηνόν, τον γαμβρόν του Νικηφόρον Παλαιολόγον, τον ανεψιόν τού κατόπιν Πατριάρχου Γενναδίου Θεόδωρον Σοφιανόν. Κατά μήκος τμήματος των θαλασσίων τειχών είχαν τοποθετηθή Μοναχοί, οι οποίοι και απέκρουαν τις επιδρομές των Τούρκων.

Δεν υπήρξαν λοιπόν σύμμαχοι των Τούρκων ο Λουκάς Νοταράς και οι Ανθενωτικοί. Οι Ανθενωτικοί ήσαν κατά της υποταγής εις τον Πάπαν, αλλά δεν ήσαν φιλότουρκοι. Και κατά την περίοδον της Αλώσεως έμειναν εις την Πόλιν και την υπερήσπισαν κατά των Τούρκων και δεν εζήτησαν καταφύγιον αλλού. Γι’ αυτό παραμένει ο θαυμασμός μας και ο σεβασμός μας τόσον για την εμμονήν των εις την Ορθόδοξον Πίστιν, όσον και για το θάρρος και την θυσίαν πού επέδειξαν εις τον αγώνα για την σωτηρία της Πόλεως.

Πηγές

Εφημερ. «Εστία», 9. 6.2006  (εμείς το είδαμε στο νέο ελπιδοφόρο μπλογκ)
http://mathainoumeellinikiistoria.blogspot.com

http://www.egolpion.com

Αντιγραφή απο :   http://istorikathemata.blogspot.com/

Απολυτίκιον Αγίου Γεωργίου

Ο Βίος του Αγίου Γεωργίου

http://www.imkby.gr/
Ὁ ῞Αγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στά τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα ἀπό εὐσεβεῖς καί εὔπορους γονεῖς. Δέν γνωρίζουμε δυστυχῶς τά ὀνόματά τους, οὔτε περισσότερα στοιχεῖα γι’ αὐτούς. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι, ὡς συνειδητοί χριστιανοί, μεγάλωσαν τόν Γεώργιο μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Τοῦ ἐνέπνευσαν ἀκράδαντη πίστη στόν Σωτήρα Χριστό, ἀφοσίωση στή μοναδική χριστιανική διδασκαλία καί βίωση τῆς εὐαγγελικῆς ἠθικῆς. Φρόντισαν ἀκόμα νά λάβει σοβαρή μόρφωση στά ὀνομαστά σχολεῖα τῆς περιοχῆς.
῾Η ὀμορφιά τῆς ψυχῆς του σέ συσχετισμό μέ τό κλασικό σωματικό του κάλλος συνέθεταν μιά σπάνια προσωπικότητα, φωτεινό παράδειγμα καί πρότυπο γιά τούς νέους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Καππαδοκίας. Τέτοιοι ὑπῆρξαν ἄλλωστε οἱ καλλίμαχοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Δημήτριος, ὁ Προκόπιος, οἱ Θεόδωροι κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι, ὡς θεοφόροι, ξεχώριζαν ἀπό τούς ἐμπαθεῖς εἰδωλολάτρες.
῾Ως ἐπάγγελμα ὁ νεαρός Γεώργιος διάλεξε τή στρατιωτική σταδιοδρομία. Ἐντάχθηκε στόν ρωμαϊκό στρατό καί σέ πολύ μικρό χρονικό διάστημα, χάρις στά σπάνια προσόντα του, ἀνέβηκε τή στρατιωτική ἱεραρχία. ῎Εγινε χιλίαρχος. Τόσο οἱ ἀνώτεροι, ὅσο καί οἱ κατώτεροί του στρατιωτικοί τόν ἐκτιμοῦσαν καί τόν θαύμαζαν γιά τά ψυχικά, διανοητικά καί σωματικά του χαρίσματα.

Ὁ Γεώργιος δέν ἔκρυβε τήν χριστιανική του πίστη. Μέ τό παράδειγμά του ξεχώριζε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες συναδέλφους του. Τό ἦθος του καί τά σπάνια χαρίσματά του φανέρωναν τήν πίστη του στό Χριστό. Ἐπίσης δέν παρέλειπε νά κάνει ἱεραποστολή στό πολυπληθές στράτευμα μέ ἀποτέλεσμα πλῆθος ἀνδρῶν τοῦ στρατεύματος νά ἀσπασθεῖ τόν Χριστιανισμό.
῾Η ὕφεση τῶν διωγμῶν ἀνάμεσα στά ἔτη 258 μέχρι 284 εἶχε ὡς συνέπεια οἱ χριστιανοί νά ἀνασάνουν γιά λίγο. Αὐτό ὅμως δέν κράτησε γιά πολύ. Τό 284 ἀνέβηκε στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ ἀπέραντου ρωμαϊκοῦ κράτους ὁ Διοκλητιανός (284-305), ὁ ὁποῖος μέ διάταγμά του ἀνανέωσε τούς διωγμούς ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα, ἐπειδή πίστεψε πώς ἡ χριστιανική πίστη ἦταν ἡ αἰτία τῆς κατάπτωσης τοῦ κράτους, κήρυξε τόν χειρότερο διωγμό πού γνώρισαν οἱ χριστιανοί ὥς τότε. Γκρεμίστηκαν οἱ ναοί, κάηκαν βιβλία καί μυριάδες πιστοί ὁδηγήθηκαν σέ φρικτά μαρτύρια καί τό θάνατο.
Ὁ φανατικός εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας θέλησε ἐπίσης νά καθαρίσει τό στράτευμα ἀπό τούς χριστιανούς στρατιωτικούς. ῎Εδωσε σαφεῖς ἐντολές νά ἐντοπισθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοί τοῦ στρατεύματος καί νά ἀναγκασθοῦν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, διαφορετικά νά ἐκτελοῦνται χωρίς ἔλεος. Πλῆθος χριστιανῶν στρατιωτῶν συνελήφθησαν καί ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο. Μεταξύ αὐτῶν συνελήφθη καί ὁ Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ὁδηγήθηκε μπροστά στόν αὐτοκρατορικό ἀπεσταλμένο Μαγνέντιο γιά νά ἀπολογηθεῖ.
Ὁ ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος θαύμασε τό παράστημα τοῦ Γεωργίου καί ἐκτίμησε τά σπάνια προσόντα του καί γι’ αὐτό μεταχειρίστηκε ὄμορφο τρόπο νά τόν μεταπείσει νά ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά ἀσπασθεῖ τήν εἰδωλολατρία. Ὁ Γεώργιος μέ θάρρος καί εὐγένεια ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει στίς προτροπές τοῦ Μαγνέντιου. Τό γεγονός αὐτό ἐξόργισε τόν ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο καί διέταξε νά τόν βασανίσουν σκληρά. Φανατικοί εἰδωλολάτρες στρατιῶτες ἔμπηγαν αἰχμηρά ἀντικείμενα στό κορμί τοῦ Γεωργίου. Ἐκεῖνος προσευχόταν, ὄχι γιά τή σωτηρία του, ἀλλά γιά τήν μεταστροφή τῶν βασανιστῶν του. Τότε ἔγινε τό ἀπροσδόκητο. Οἱ βαθιές καί ἐπώδυνες πληγές του ἐπουλώνονταν πάραυτα θαυματουργικά. Τότε ὁ Μαγνέντιος ἔδωσε διαταγή νά τόν κλείσουν στή φυλακή.
῞Υστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ἔκανε περιοδεία στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς ὁ ἴδιος ὁ Διοκλητιανός, μαζί μέ τή σύζυγό του, τήν ἑλληνίδα Ἀλεξάνδρα. ῞Οταν ἐπισκέφτηκε τό στρατόπεδο τοῦ Γεωργίου πληροφορήθηκε τό γεγονός καί θέλησε νά τόν μεταπείσει ὁ ἴδιος. Τόν ὁδήγησε λοιπόν σέ παραπλήσιο ναό τοῦ Ἀπόλλωνα καί τόν παρότρυνε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἐκεῖνος ὅμως καί πάλι ἀρνήθηκε νά ἀσπασθεῖ τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα ἀναφέρεται πώς τήν ὥρα πού βρισκόταν μπροστά στό ἄγαλμα τοῦ ψευτοθεοῦ, ρώτησε ὁ Γεώργιος τό ἄγαλμα «θέλεις ἐσύ ἄψυχο εἴδωλο νά λάβεις ὡς Θεός ἀπό μένα θυσία;». Τό δαιμόνιο πού κατοικοῦσε μέσα σέ αὐτό ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει ὅτι «δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Θεός, οὔτε κάποιος ἄλλος ἀπό μᾶς. Μόνο αὐτός πού κηρύττεις εἶναι ἀληθινός Θεός. Ἐμεῖς ἤμασταν κάποτε ἄγγελοι καί ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μας γίναμε διάβολοι. Ἀπό τότε φθονοῦμε τούς ἀνθρώπους καί τούς κοροϊδεύουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ θεοί γιά νά μᾶς προσκυνοῦν». Ἀμέσως ἀκού-στηκε μέγας κλαυθμός μέσα ἀπό τά ἀγάλματα καί μέ μεγάλη βοή σωριάστηκαν μόνα τους στή γῆ καί ἔγιναν κομμάτια. Τότε ἡ αὐτοκράτειρα συγκλονίστηκε ἀπό τό θαυμαστό αὐτό γεγονός καί ὁμολόγησε πίστη στό Χριστό, ἀντίθετα ὁ θηριώδης αὐτοκράτορας, ὄχι μόνο δέν ἐπηρεάστηκε ἀπό τό θαῦμα, ἀλλά τό θεώρησε μαγικό τέχνασμα τοῦ Γεωργίου. Οἱ φανατικοί εἰδωλολάτρες ἱερεῖς ἄρχισαν νά κτυποῦν ἀνελέητα τόν ἅγιο, ὥσπου τόν ἄφησαν λιπόθυμο. Τελικά ἔδωσε ὁ αὐτοκράτορας διαταγή νά τόν ἀποκεφαλίσουν καί ἐπίσης νά ρίξουν στή φυλακή τήν Ἀλεξάνδρα.
Τό πράσινο ἀνοιξιάτικο χορτάρι ποτίστηκε μέ τό τίμιο αἷμα τοῦ μάρτυρα καί ἡ ἁγία του ψυχή ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά λάβει τόν πολύτιμο καί ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἐπίσης καί ἡ Ἀλεξάνδρα πέθανε λίγο ἀργότερα ἀπό τίς κακουχίες τῆς φυλακῆς, παίρνοντας καί αὐτή τό δικό της μαρτυρικό στέφανο.
Οἱ χριστιανοί τῆς περιοχῆς παρέλαβαν μέ εὐλάβεια καί ἔθαψαν τό σῶμα τοῦ μάρτυρα μέ τιμές. Ὁ τάφος του εἶχε γίνει κέν-τρο συνάθροισης τῶν πιστῶν ὅλης τῆς περιοχῆς, γιά νά χαιρετήσουν καί νά τιμήσουν τόν καλλιμάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Πλῆθος θαυμάτων γινόταν ἐκεῖ. Τυφλοί ἔβλεπαν τό φῶς τους, παράλυτοι σύσφιγγαν τά μέλη τους, βαριά ἀσθενεῖς ἔβρισκαν τήν ὑγεία τους, πένητες διασώζονταν, αἰχμάλωτοι ἐπέστρεφαν στά σπίτια τους, χάρη στήν δύναμη τοῦ Γεωργίου. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τό σῶμα τοῦ Μάρτυρα μεταφέρθηκε ἀργότερα στήν Παλαιστίνη καί θάφτηκε ἐκεῖ. Ὁ τάφος του σώζεται μέχρι σήμερα καί ἐπιτελοῦνται ἐκεῖ θαύματα ἰάσεως σέ πονεμένους χριστιανούς καί ἀλλοθρήσκους.
Ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος δέν ἄργησε νά ἁγιοποιηθεῖ στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Εὐθύς μετά τό μαρτύριό του ἄρχισε νά τιμᾶται ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς. Μέχρι σήμερα βρίσκεται στήν πρωτοπορία τῆς χορείας τῶν ἁγίων. Πάμπολλοι ναοί εἶναι ἀφιερωμένοι στή χάρη του, πλῆθος χριστιανῶν φέρουν μέ καμάρι τό ἡρωικό καί σεπτό ὄνομά του, ἐπίσης τοπωνύμια, περιοχές, ἀκόμα καί πόλεις φέρουν τό ὄνομά του! Στίς μουσουλμανικές χῶρες καί ἰδιαίτερα στήν Αἴγυπτο καί στήν Παλαιστίνη ὁ ἅγιος Γεώργιος τιμᾶται καί ἀπό τούς μουσουλμάνους γιά τά ἄπειρα θαύματα πού ἐπιτελεῖ καί σέ αὐτούς!
῾Η μνήμη τοῦ μαρτυρίου του ἑορτάζεται στίς 23 Ἀπριλίου. ῞Ομως ἐπειδή ἁρμόζει σέ ἐκεῖνον νά ἑορτάζεται λαμπρά ἡ μνήμη του καί ἐπειδή συχνά συμπίπτει αὐτή μέ τήν Μ. Τεσσαρακοστή, μετατίθεται, στήν περίπτωση αὐτή, τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ. Τό 6ο καί «ἀνεπιθύμητο παιδί» ΚΑΠΟΤΕ...



http://www.pefip.gr

«Χωρίς παιδιά οἱ μεγαλόσταυ -
ροι μπαίνουν ἐπάνω σέ ἄδειες καρ-
διές»! Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ.
Τό 6ο καί «ἀνεπιθύμητο
παιδί»
ΚΑΠΟΤΕ...

ΣΗΜΕΡΑ

εἶναι ἡ Ἑλληνίδα ΠΡΥ-
ΤΑΝΙΣ τῶν Πρυτάνεων τῶν Πανεπι-
στημίων τῆς Γαλλίας, ἡ Βυζαντινολόγος
κα ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ!
Μιλάει στή δημοσιογράφο Μαρία
Καραβία καί ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ:
«Καλλιρρόη, παιδί μου, κράτησέ
το τό μωρό. Εἶναι ἁμαρτία. Μπορεῖ νά
βγεῖ τό καλύτερό σου παιδί αὐτό...»!
Ἡ μητέρα ἄκουσε τή συμβουλή τῆς
μαμμῆς, παρ᾽ ὅλο πού στήν αὐλή τοῦ
σπιτιοῦ της μεγάλωναν πέντε παιδιά.
Κι ἔτσι ἦρθε στή ζωή, σ᾽ ἕνα προσ-
φυγικό σπίτι τῆς Καισαριανῆς, στήν
Ἀθήνα, ἡ μικρή τότε καί μεγάλη σή-
μερα Ἑλένη... Πρύτανις...
ΕΡ. Ποιά ἦταν ἡ στιγμή πού εἴδατε
τή ζωή μέ ἄλλα μάτια;
ΑΠ. Ἡ στιγμή πού ἀπέκτησα τό
παιδί μου. Ἤμουνα ἐννέα μηνῶν
ἔγκυος καί πῆγα στή Σορβόννη νά
ὑποστηρίξω τή Διατριβή μου. Βγαίνον-
τας ἔξω κάθισα σ᾽ ἕνα καφενεῖο νά
φάω ἕνα παγωτό. Καί μ᾽ ἔπιασαν οἱ πό-
νοι. Τό ἑπόμενο πρωί εἶχα ἀποκτήσει
τή Μαρί- Ἑλέν, τήν κόρη μου.
ΕΡ. Δέν στάθηκε τό παιδί ἐμπόδιο
στήν καρριέρα σας;
ΑΠ. Μά τί εἶναι αὐτά πού λέτε!
Ποιά καρριέρα μπροστά στό παιδί;
Χωρίς παιδιά οἱ μεγαλόσταυροι μπαί-
νουν ἐπάνω σέ ἄδειες καρδιές».
(Ἀπό τίς «ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗ-
ΜΕΡΙΝΗΣ», 25 Σεπτεμβρίου 1988, σελ.
37 καί 42). Καί ἀπό τό ὑπ᾽ ἀρ. 41/1989
τεῦχος τῆς Π.Ε.ΦΙ.Π.).

Καπετάνιος Αγιογράφος

http://www.myriobiblos.gr

Φώτης Κόντογλου

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ' ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι. Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι' ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ' οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα. Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ' εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ' Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ' οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι' ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ' ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ' ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος. Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ' ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι' ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ' ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι' ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ. Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ' ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ' ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι' ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ' ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε. Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ' ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ' ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι' ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι' ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.

Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι' ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».



Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι' ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ' ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του. Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ' ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ' ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ' ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ' ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ
ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου; Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ' ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. "Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι' ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι' ἄνοιγε τὰ μάτια του κ' ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ' ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ' ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ' ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί. Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ' ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ' ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».

Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι' ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι' οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου». Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους. Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ' ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια». «Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ' ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες. Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ' ἄλογο, κι' ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ' ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα. Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' ἄγρια τὰ κύματα, κ' ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25». Κι' ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».

Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι' ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ' ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».




Σημειώσεις

1. Δηλ. ἔνθερμα, θαυματουργά.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕ 5 ΛΕΠΤΑ

http://agioritikovima.blogspot.com

Η απογραφή του Δαβίδ.

Παραλειπομένων Α' Κεφ21, 1-18

ΚΑΙ ἔστη διάβολος ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπέσεισε τὸν Δαυὶδ τοῦ ἀριθμῆσαι τὸν ᾿Ισραήλ. 2 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως· πορεύθητε, ἀριθμήσατε τὸν ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Βηρσαβεὲ καὶ ἕως Δὰν καὶ ἐνέγκατε πρός με, καὶ γνώσομαι τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν. 3 καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· προσθείη Κύριος ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἑκατονταπλασίως, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως βλέποντες· πάντες τῷ κυρίῳ μου παῖδες· ἱνατί ζητεῖ κύριός μου τοῦτο; ἵνα μὴ γένηται εἰς ἁμαρτίαν τῷ ᾿Ισραήλ. 4 τὸ δὲ ρῆμα τοῦ βασιλέως ἴσχυσεν ἐπὶ ᾿Ιωάβ, καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωὰβ καὶ διῆλθεν ἐν παντὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἦλθεν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 5 καὶ ἔδωκεν ᾿Ιωὰβ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ λαοῦ τῷ Δαυίδ, καὶ ἦν πᾶς ᾿Ισραὴλ χίλιαι χιλιάδες καὶ ἑκατὸν χιλιάδες ἀνδρῶν ἐσπασμένων μάχαιραν καὶ υἱοὶ ᾿Ιούδα τετρακόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν ἐσπασμένων μάχαιραν. 6 καὶ τὸν Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐκ ἠρίθμησεν ἐν μέσῳ αὐτῶν, ὅτι κατίσχυσε λόγος τοῦ βασιλέως τὸν ᾿Ιωάβ. 7 καὶ πονηρὸν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ πράγματος τούτου, καὶ ἐπάταξε τὸν ᾿Ισραήλ. 8 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν Θεόν· ἡμάρτηκα σφόδρα, ὅτι ἐποίησα τὸ πρᾶγμα τοῦτο· καὶ νῦν περίελε δὴ τὴν κακίαν παιδός σου, ὅτι ἐματαιώθην σφόδρα. 9 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Γὰδ τὸν ὁρῶντα λέγων· 10 πορεύου καὶ λάλησον πρὸς Δαυὶδ λέγων· οὕτω λέγει Κύριος· τρία αἱρῶ ἐγὼ ἐπὶ σέ, ἔκλεξαι σεαυτῷ ἓν ἐξ αὐτῶν καὶ ποιήσω σοι. 11 καὶ ἦλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὕτως λέγει Κύριος· ἔκλεξαι σεαυτῷ 12 ἢ τρία ἔτη λιμοῦ, ἢ τρεῖς μῆνας φεύγειν σε ἐκ προσώπου ἐχθρῶν σου καὶ μάχαιραν ἐχθρῶν σου τοῦ ἐξολοθρεῦσαι, ἢ τρεῖς ἡμέρας ρομφαίαν Κυρίου καὶ θάνατον ἐν τῇ γῇ καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐξολοθρεύων ἐν πάσῃ κληρονομίᾳ ᾿Ισραήλ· καὶ νῦν ἰδὲ τί ἀποκριθῶ τῷ ἀποστείλαντί με λόγον. 13 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Γάδ· στενά μοι καὶ τὰ τρία σφόδρα· ἐμπεσοῦμαι δὴ εἰς χεῖρας Κυρίου, ὅτι πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ σφόδρα, καὶ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων οὐ μὴ ἐμπέσω. 14 καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔπεσον ἐξ ᾿Ισραὴλ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν. 15 καὶ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς ἄγγελον εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτήν. καὶ ὡς ἐξωλόθρευσεν, εἶδε Κύριος καὶ μετεμελήθη ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ ἐξολοθρεύοντι· ἱκανούσθω σοι, ἄνες τὴν χεῖρά σου· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐν τῷ ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου. 16 καὶ ἐπῇρε Δαυὶδ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε τὸν ἄγγελον Κυρίου ἑστῶτα ἀνὰ μέσον τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἡ ρομφαία αὐτοῦ ἐσπασμένη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ ἐκτεταμένη ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ἔπεσε Δαυὶδ καὶ οἱ πρεσβύτεροι περιβεβλημένοι ἐν σάκκοις ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν. 17 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν Θεόν· οὐκ ἐγὼ εἶπα τοῦ ἀριθμῆσαι ἐν τῷ λαῷ; καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ἁμαρτών, κακοποιῶν ἐκακοποίησα, καὶ ταῦτα τὰ πρόβατα τί ἐποίησαν; Κύριε ὁ Θεός, γενηθήτω ἡ χείρ σου ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου καὶ μὴ ἐν τῷ λαῷ σου εἰς ἀπώλειαν, Κύριε. 18 καὶ ἄγγελος Κυρίου εἶπε τῷ Γὰδ τοῦ εἰπεῖν πρὸς Δαυίδ, ἵνα ἀναβῇ τοῦ στῆσαι θυσιαστήριον Κυρίῳ ἐν ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου.

Απόδοση

Και ξεσηκώθηκε ο διάβολος ενάντια στον Ισραήλ και παρακίνησε τον Δαυίδ να αριθμήσει τον λαό. και είπε ο βασιλιάς Δαυίδ στον Ιωάβ και στους άρχοντες. Πηγαίνετε να μετρήσετε τον Ισραήλ απο Δαν ως Βηρσαβεέ και πείτε μου τον αριθμό τους. και είπε ο Ιωαβ. Μακάρι ο Κύριος να εκατονταπλασιάσει τον λαό σου μπορστά στα μάτια σου. Είναι όλοι υπήκοοί σου. Γιατί ζητά ο κύριος μου τέτοιο πράγμα που μπορεί να γίνει μεγάλο κακό για τον λαό; Και υπερίσχυσε το θέλημα του βασιλιά και βγήκε ο Ιωάβ στη χώρα και γύρισε στην Ιερουσαλήμ. και έδωσε τον αριθμό της μέτρησης του στον Δαβίδ, και ήταν όλος ο Ισραήλ ένα εκατυμύριο εκατο χιλιάδες άνδρες που μπορούσαν να πολεμήσουν και οι Ιουδαίοι τετρακόσιοι εβδομήντα χιλιάδες άνδρες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Και τον λαό του Λευί και τον Βενιαμίν δεν τον μέτρησε γιατί δεν άρεσε ο λόγος του βασιλία στον Ιωάβ. Και φάνηκε πονηρό αυτό που έγινε στον Θεό και χτύπησε τον Ισραήλ. Και είπε ο Δαβίδ προς τον Θεο. Αμάρτησα πολυ με αυτό που έκανα. Μην σταθείς στην μεγάλη κακία μου και ματαιοδοξία μου. Και μίλησε ο Κύριος στον Γαδ που παρουσιάζονταν στον Δαβίδ και του είπε. πήγαινε και πες στον Δαβίδ. Αυτά λέει ο Κύριος. Σου δίνω τρείς επιλογές να επιλέξεις, και αυτό που θα επιλέξεις θα το κάνω. Και πήγε ο Γαδ στον Δαβίδ και του είπε: Ταδε λέγει Κύριος. Επέλεξε για τον εαυτό σου ή τρία χρόνια πείνας ή τρείς μήνες να χάνεις απο τους εχθρούς σου και να σε κυνηγάνε να σε σκοτώσουν ή τρείς ημέρες μαχαίρι και θάνατος στη γή απο εξολοθρευτή άγγελο Κυρίου. Σκέψου τώρα τι θα απαντήσω σε αυτον που με έστειλε. Και είπε ο Δαβίδ στον Γαδ. Είναι πολύ στενάχωρα και τα τρία. Θα πέσω στα χέρια του Κυρίου που είναι γεμάτα απο πολύ ευσπλαχνία και σε χέρια ανθρωπων δεν θα πέσω. Και έδωσε θάνατο ο Κύριος στον Ισραήλ, και έπεσαν εβδομήντα χιλιάδες άνδρες. Και έστειλε ο Θεός άγγελο στην Ιερουσαλήμ να την εξολοθρεύσει και ενώ την κατέστρεφε, άλλαξε γνώμη ο Κύριος και είπε στον άγγελο. Φτάνει μέχρι εδώ, σήκωσε το χέρι σου.Και στάθηκε ο άγγελος κοντά στο αλώνι Ορνά του Ιεβουσαίου. Και είδε ο Δαβίδ τον άγγελο με απλωμένο το χέρι του πανω απο την πόλη και είπε στον Θεό:Δεν είπα εγώ να απογραφεί ο λαός; εγώ δεν είμαι που αμάρτησα; αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Ας ερθει το κακό σε μένα και στην οικογένειά μου και όχι στο λαό σου Κύριε. Και ο άγγελος Κυρίου είπε στον Γαδ να πει στον Δαβίδ, να ανεβεί και να στήσει θυσιαστήριο για τον Κύριο στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου...

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Θερινά ρήματα

Καθυστερώ αναίτια
ασωτεύω περίεργα
μετανοώ προσωρινά
γυρεύω κάτοπτρο

Αναζητώ ρόπτρο
διψάω αλήθεια
ποθώ μύρο
μετράω λάθη.

Επιστρέφω νικημένος
καλαίω κρυφά
γνέφω ψηλά
λέω λίγα

Θάνατε φύγε
Αθάνατε έλα
ψυχή χαίρε
καρδία αγάλλου

Μωυσής Μοναχός

Δεν βρήκαν τίποτα στους λογαριασμούς για το Βατοπαίδι

Έψαξαν τους λογαριασμούς και δεν βρήκαν τίποτα στο Βατοπαίδι με αποτέλεσμα τώρα σιγά σιγά το σενάριο που από την αρχή λέμε να επιβεβαιώνεται. Ίσως να είναι από τις ελάχιστες φορές που ισχύει το ...


"για την ψυχή της μάνας τους". Οι Αγγέλου, Ρουσόπουλος έπαιρναν τηλέφωνα χωρίς ανταλλάγματα επειδή ήθελαν να στηρίξουν ένα μοναστήρι. Από την στιγμή μάλιστα που είχαν την διαβεβαίωση των υπαλλήλων του Ν.Σ. του κράτους και της ΚΕΔ ότι όλα είναι νόμιμα , προχωρούσαν οι διαδικασίες. Γιαυτό και ποτέ δεν βγήκε στην φόρα κάτι πιο σημαντικό από υπογραφές ή μαρτυρίες. Είναι σαφές ότι υπήρχε επαφή και δεν το αρνείται κανείς όμως η Ν.Δ. και το μοναστήρι πληρώνει την ατολμία των πολιτικών να βγούνε νωρίς και να πούνε την αλήθεια. Ότι έπαιρναν τηλέφωνα επειδή το έκαναν για πνευματικούς λόγους. Οι μισοί γιατί οι άλλοι μισοί το έκαναν για ψηφοθηρικούς. Άντε γιατί παράγινε το κακό με όσα λέγονται για Εφραίμ και τον διασυρμό του χωρίς ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ να έχει βάλει ένα ευρώ στην τσέπη. Το μόνο που μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει είναι ότι ανέπτυξε την περιουσία του μοναστηριού. Μήπως θα ζούσε αιώνια για να το...χαρεί;

Από την στιγμή που μοναχοί στο Άγιον Όρος δεν έχουν τίποτα σε λογαριασμούς και σε συγγενικά πρόσωπα είναι ξεκάθαρη η υπόθεση.

Απο το troktiko.blogpost.com

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Από το Γεροντικό

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἄκουσε γιὰ τὸν ἀββᾶ Νισθερώ, ποὺ ἤτανε νέος πλὴν ξακουσμένος γιὰ τὴν ἀπάθειά του, κι ἔγραψε στὸν γέροντά του νὰ τὸν στείλει νὰ τὸν δεῖ. Σὰν ἦρθε λοιπόν, τὸν ρώτηξε ὁ γέροντας:
 Ἀββᾶ Νισθερώ, πῶς ἀπόχτησες αὐτὴ τὴν ἀρετή, ὥστε ὅποια στενοχώρια καὶ θλίψη νὰ σοῦ τύχει, νὰ μὴ μιλᾶς καὶ νὰ μὴ ταράζεσαι; Κι ἐκεῖνος δὲν ἔλεγε τίποτα.
Μετὰ πολλά, εἶπε:
 -Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ. Στὴν ἀρχὴ ποὺ μπῆκα στὸ κοινόβιο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἐσὺ κι ὁ γάϊδαρος εἴσαστε ἕνα· ὅπως λοιπὸν τὸ γαϊδούρι δέρνεται καὶ δὲ μιλᾶ, βρίζεται καὶ δὲν ἀποκρίνεται, ἔτσι θὰ κάνεις κι ἐσύ, κατὰ τὸν ψαλμωδὸ ποὺ λέγει «κτηνώδης ἐγενόμην παρὰ σοί, κἀγὼ διὰ παντὸς μετὰ σοῦ».
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...