Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Του Αββά Μηλισίου

Παρερχόμενος ο Αββάς Μιλήσιος δια τινός τόπου,είδε τινα μοναχόν κρατούμενον , ως φόνον ποιήσαντα· και προσεγγίσας ο γέρων , επερώτησε τον αδελφόν· και μαθών ότι συκοφαντείται,λέγει προς τους κατέχοντας αυτόν· που εστίν ο φονευθείς;και έδειξαν αυτώ· και προσεγγίσας τω φονευθέντι, είπε  πάσι προσεύξασθαι· αυτού δε εκπετάσοντας τας χείρας προς τον Θεόν, ανέστη ο νεκρός· και είπεν αυτώ επί πάντων· ειπέ ημίν τις εστίν ο φονεύσας σε· ο δε είπεν, ότι εισελθών εν τη εκκλησία, δέδωκα χρήματατω πρεσβυτέρω, ο δε αναστάς  έσφαξε με· και απενέγκας, έρριψεν εις το μοναστήριον του Αββά·αλλά παρακαλώ ημάς, ληφθείναι τα χρήματα και δοθείναι τοις τέκνοις μου· τότε είπε προς αυτόν ο γέρον· άπελθε και κοιμώ, έως ανέλθη ο Κύριος και εγείρη σε.


Περνούσε κάποτε ο αββάς Μηλήσιος από ένα τόπο και είδε κάποιον μοναχό να τον έχουν κρατούμενο ως ένοχο για φόνο.
Τον πλησίασε ο γέροντας να τον ρωτήσει και έμαθε από αυτόν ότι άδικα συκοφαντείται. Ρωτάει τότε ο γέροντας αυτούς που τον κρατούσαν που είναι αυτός που φονεύθηκε.
Όταν του έδειξαν πλησίασε το νεκρό και  είπε σε όλους να προσευχηθούν. 
Αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον Θεό ο νεκρός αναστήθηκε.
Ο γέροντας τον ρώτησε μπροστά σε όλους. Πές μας ποιος είναι αυτός που σε σκότωσε; αυτός του είπε,όταν μπήκα στην εκκλησία έδωσα χρήματα στον  πρεσβύτερο, αυτός όμως σηκώθηκε και με έσφαξε. Τότε με σήκωσε και με έριξε στο μοναστήρι του αββά που συκοφαντείται. Αλλά σας παρακαλώ πάρτε τα χρήματα που έδωσα και δώστε τα στα παιδιά μου.
Τότε του είπε ο γέροντας. Γύρισε πίσω και κοιμήσου έως ότου επανέρθει ο Κύριος και σε σηκώσει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου