7 Ιανουαρίου: Σύναξις Ιωάννου του Προδρόμου του Βαπτιστού. Τιμάται ο Άγιος που βάπτισε τον Χριστό την προηγούμενη ημέρα των Θεοφανείων
24 Φεβρουαρίου : Α΄και Β΄ εύρεσις κεφαλής Προδρόμου. Την πρώτη φορά βρέθηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη. Κάποιοι την έκρυψαν για να έχουν μόνο αυτοί την ευλογία αλλά το 431μ.χ βρέθηκε για δεύτερη φορά.
25 Μαΐου: Εορτάζεται η μεταφορά της κεφαλής του Αγίου στην Κωνσταντινούπολη.
Το σώμα του Αγίου κάηκε (361 μ.χ ), όταν ήταν αυτοκράτορας ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Το χέρι του σώθηκε και σήμερα βρίσκεται στο Άγιον Όρος , στην Ιερά μονή Διονυσίου.
24 Ιουνίου: Γενέθλιον του Προδρόμου
29 Αυγούστου: Η αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου από τον Ηρώδη για να την προσφέρει δώρο επι πίνακι στην κόρη του. (Αυστηρή νηστεία εκτός όμως αν η γιορτή πέφτει Σάββατο η Κυριακή).
23 Σεπτεμβρίου: Η εορτή της σύλληψις του Προδρόμου από την μητέρα του Ελισάβετ η οποία σε μεγάλη ηλικία έμεινε έγκυος
Την Τρίτη κάθε εβδομάδας η οποία είναι αφιερωμένη στον άγιο και διαβάζονται ύμνοι προς τιμήν του Αγίου
Σάββατο 29 Αυγούστου 2009
Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009
Το όνειρο του Σωλομών
Γ’ Βασιλειών κεφ.3, 2-15
* 2 ΠΛΗΝ ὁ λαὸς ἦσαν θυμιῶντες ἐπὶ τοῖς ὑψηλοῖς, ὅτι οὐκ ᾠκοδομήθη οἶκος τῷ Κυρίῳ ἕως τοῦ νῦν. 3 καὶ ἠγάπησε Σαλωμὼν τὸν Κύριον πορεύεσθαι ἐν τοῖς προστάγμασι Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, πλὴν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς ἔθυε καὶ ἐθυμία. 4 καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς Γαβαὼν θῦσαι ἐκεῖ, ὅτι αὕτη ὑψηλοτάτη καὶ μεγάλη· χιλίαν ὁλοκαύτωσιν ἀνήνεγκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐν Γαβαών. 5 καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σαλωμὼν ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα, καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαλωμών· αἴτησαί τι αἴτημα σεαυτῷ. 6 καὶ εἶπεν Σαλωμών· σὺ ἐποίησας μετὰ τοῦ δούλου σου Δαυὶδ τοῦ πατρός μου ἔλεος μέγα, καθὼς διῆλθεν ἐνώπιόν σου ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι καρδίας μετὰ σοῦ, καὶ ἐφύλαξας αὐτῷ τὸ ἔλεος τὸ μέγα τοῦτο δοῦναι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη· 7 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεός μου, σὺ ἔδωκας τὸν δοῦλόν σου ἀντὶ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγώ εἰμι παιδάριον μικρὸν καὶ οὐκ οἶδα τὴν ἔξοδόν μου καὶ τὴν εἴσοδόν μου, 8 ὁ δὲ δοῦλός σου ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ὃν ἐξελέξω λαὸν πολύν, ὃς οὐκ ἀριθμηθήσεται. 9 καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρδίαν ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοῦ συνιεῖν ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ· ὅτι τίς δυνηθήσεται κρίνειν τὸν λαόν σου τὸν βαρὺν τοῦτον; 10 καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον Κυρίου, ὅτι ᾐτήσατο Σαλωμὼν τὸ ρῆμα τοῦτο, 11 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀνθ᾿ ὧν ᾐτήσω παρ᾿ ἐμοῦ τὸ ρῆμα τοῦτο καὶ οὐκ ᾐτήσω σεαυτῷ ἡμέρας πολλὰς καὶ οὐκ ᾐτήσω πλοῦτον, οὐδὲ ᾐτήσω ψυχὰς ἐχθρῶν σου, ἀλλ᾿ ᾐτήσω σεαυτῷ τοῦ συνιεῖν τοῦ εἰσακούειν κρίμα, 12 ἰδοὺ πεποίηκα κατὰ τὸ ρῆμά σου· ἰδοὺ δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καὶ σοφήν, ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός σοι. 13 καὶ ἃ οὐκ ᾐτήσω, δέδωκά σοι, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν, ὡς οὐ γέγονεν ἀνὴρ ὅμοιός σοι ἐν βασιλεῦσι· 14 καὶ ἐὰν πορευθῇς ἐν τῇ ὁδῷ μου φυλάσσειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰ προστάγματά μου, ὡς ἐπορεύθη Δαυὶδ ὁ πατήρ σου, καὶ πληθυνῶ τὰς ἡμέρας σου. 15 καὶ ἐξυπνίσθη Σαλωμών, καὶ ἰδοὺ ἐνύπνιον·
Απόδοση.
Ο λαός όμως λάτρευε τον Θεό σε διάφορους τόπους καθώς δεν οικοδομήθηκε οίκος για τον Κύριο έως τώρα. Και αγάπησε Σαλωμών τον Κύριο και θέλησε να βαδίσει σύμφωνα με τις εντολές του πατέρα του Δαυίδ, αλλά θυσίαζε και θυμιάτισε σε διάφορα μέρη. Και σηκώθηκε και πορεύτηκε στη Γαβαών να θυσιάσει εκεί, ότι αυτή ήταν πολύ ψηλή και μεγάλη. Χιλιάδες ολοκαυτώσεις πρόσφερε ο Σαλωμών στο θυσιαστήριο στην Γαβαών. Και φανερώθηκε ο Κύριος στο Σαλωμών στον ύπνο του τη νύχτα, και του είπε∙ ζήτησέ από εμένα κάτι για τον εαυτό σου. Και είπε ο Σαλωμών∙ έκανες μεγάλο έλεος με τον δούλο σου Δαβίδ τον πατέρα μου καθώς πέρασε τη ζωή του μαζί σου με αλήθεια και δικαιοσύνη και ευθύτητα καρδιάς, και συνέχισες το έλεος αυτό το μεγάλο με το να δόσεις στο γιό του τον θρόνο του έως σήμερα∙ και τώρα, Κύριε και Θεέ μου, εσύ έδωσες τον θρόνο του Δαβίδ στον δούλο σου και εγώ όμως είμαι μικρός στην ηλικία και δεν ξέρω ακόμη πως θα ζήσω και πως θα πεθάνω, και βρίσκομαι ανάμεσα στο λαό σου, σε λαό πολύ που δεν αριθμείται. Και θέλω να δόσεις στον δούλο σου καρδιά που να ακούει και να κρίνει τον λαό σου με δικαιοσύνη και να καταλαβαίνει και να διακρίνει το καλό και το κακό∙ διαφορετικά ποιος θα μπορέσει να κρίνει αυτόν τον βαρύ λαό; Και άρεσε στον Κύριο, ότι μίλησε ο Σαλωμών με αυτόν τον τρόπο, και του είπε∙ αφού μου ζήτησε αυτό το πράγμα και δεν μου ζήτησες πολλές ημέρες ζωής και δεν μου ζήτησες πλούτο , ούτε μου ζήτησες νίκες στους εχθρούς σου, αλλά μου ζήτησες να καταλαβαίνεις και να κρίνεις το λαό, να, έκανα ότι μου ζήτησες. Σου έδωσα καρδιά φρόνιμη και σοφή, που δεν έχεις ξαναγίνει μπροστά σου και δεν πρόκειται να ξαναγίνει κάποιος όμοιος με εσένα. Και αυτά που δεν μου ζήτησες στα έδωσα, και πλούτο και δόξα , και δεν θα γίνει όμοιος με εσένα βασιλιάς. Και αν βαδίσεις σύμφωνα με τις εντολές μου και ακολουθήσεις το δρόμο και φυλάξεις τις εντολές μου , θα αυξήσω τις ημέρες σου στη γη. Και ξύπνησε ο Σαλωμών ,και κατάλαβε το όνειρο.
* 2 ΠΛΗΝ ὁ λαὸς ἦσαν θυμιῶντες ἐπὶ τοῖς ὑψηλοῖς, ὅτι οὐκ ᾠκοδομήθη οἶκος τῷ Κυρίῳ ἕως τοῦ νῦν. 3 καὶ ἠγάπησε Σαλωμὼν τὸν Κύριον πορεύεσθαι ἐν τοῖς προστάγμασι Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, πλὴν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς ἔθυε καὶ ἐθυμία. 4 καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς Γαβαὼν θῦσαι ἐκεῖ, ὅτι αὕτη ὑψηλοτάτη καὶ μεγάλη· χιλίαν ὁλοκαύτωσιν ἀνήνεγκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐν Γαβαών. 5 καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σαλωμὼν ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα, καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαλωμών· αἴτησαί τι αἴτημα σεαυτῷ. 6 καὶ εἶπεν Σαλωμών· σὺ ἐποίησας μετὰ τοῦ δούλου σου Δαυὶδ τοῦ πατρός μου ἔλεος μέγα, καθὼς διῆλθεν ἐνώπιόν σου ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι καρδίας μετὰ σοῦ, καὶ ἐφύλαξας αὐτῷ τὸ ἔλεος τὸ μέγα τοῦτο δοῦναι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη· 7 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεός μου, σὺ ἔδωκας τὸν δοῦλόν σου ἀντὶ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγώ εἰμι παιδάριον μικρὸν καὶ οὐκ οἶδα τὴν ἔξοδόν μου καὶ τὴν εἴσοδόν μου, 8 ὁ δὲ δοῦλός σου ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ὃν ἐξελέξω λαὸν πολύν, ὃς οὐκ ἀριθμηθήσεται. 9 καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρδίαν ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοῦ συνιεῖν ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ· ὅτι τίς δυνηθήσεται κρίνειν τὸν λαόν σου τὸν βαρὺν τοῦτον; 10 καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον Κυρίου, ὅτι ᾐτήσατο Σαλωμὼν τὸ ρῆμα τοῦτο, 11 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀνθ᾿ ὧν ᾐτήσω παρ᾿ ἐμοῦ τὸ ρῆμα τοῦτο καὶ οὐκ ᾐτήσω σεαυτῷ ἡμέρας πολλὰς καὶ οὐκ ᾐτήσω πλοῦτον, οὐδὲ ᾐτήσω ψυχὰς ἐχθρῶν σου, ἀλλ᾿ ᾐτήσω σεαυτῷ τοῦ συνιεῖν τοῦ εἰσακούειν κρίμα, 12 ἰδοὺ πεποίηκα κατὰ τὸ ρῆμά σου· ἰδοὺ δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καὶ σοφήν, ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός σοι. 13 καὶ ἃ οὐκ ᾐτήσω, δέδωκά σοι, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν, ὡς οὐ γέγονεν ἀνὴρ ὅμοιός σοι ἐν βασιλεῦσι· 14 καὶ ἐὰν πορευθῇς ἐν τῇ ὁδῷ μου φυλάσσειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰ προστάγματά μου, ὡς ἐπορεύθη Δαυὶδ ὁ πατήρ σου, καὶ πληθυνῶ τὰς ἡμέρας σου. 15 καὶ ἐξυπνίσθη Σαλωμών, καὶ ἰδοὺ ἐνύπνιον·
Απόδοση.
Ο λαός όμως λάτρευε τον Θεό σε διάφορους τόπους καθώς δεν οικοδομήθηκε οίκος για τον Κύριο έως τώρα. Και αγάπησε Σαλωμών τον Κύριο και θέλησε να βαδίσει σύμφωνα με τις εντολές του πατέρα του Δαυίδ, αλλά θυσίαζε και θυμιάτισε σε διάφορα μέρη. Και σηκώθηκε και πορεύτηκε στη Γαβαών να θυσιάσει εκεί, ότι αυτή ήταν πολύ ψηλή και μεγάλη. Χιλιάδες ολοκαυτώσεις πρόσφερε ο Σαλωμών στο θυσιαστήριο στην Γαβαών. Και φανερώθηκε ο Κύριος στο Σαλωμών στον ύπνο του τη νύχτα, και του είπε∙ ζήτησέ από εμένα κάτι για τον εαυτό σου. Και είπε ο Σαλωμών∙ έκανες μεγάλο έλεος με τον δούλο σου Δαβίδ τον πατέρα μου καθώς πέρασε τη ζωή του μαζί σου με αλήθεια και δικαιοσύνη και ευθύτητα καρδιάς, και συνέχισες το έλεος αυτό το μεγάλο με το να δόσεις στο γιό του τον θρόνο του έως σήμερα∙ και τώρα, Κύριε και Θεέ μου, εσύ έδωσες τον θρόνο του Δαβίδ στον δούλο σου και εγώ όμως είμαι μικρός στην ηλικία και δεν ξέρω ακόμη πως θα ζήσω και πως θα πεθάνω, και βρίσκομαι ανάμεσα στο λαό σου, σε λαό πολύ που δεν αριθμείται. Και θέλω να δόσεις στον δούλο σου καρδιά που να ακούει και να κρίνει τον λαό σου με δικαιοσύνη και να καταλαβαίνει και να διακρίνει το καλό και το κακό∙ διαφορετικά ποιος θα μπορέσει να κρίνει αυτόν τον βαρύ λαό; Και άρεσε στον Κύριο, ότι μίλησε ο Σαλωμών με αυτόν τον τρόπο, και του είπε∙ αφού μου ζήτησε αυτό το πράγμα και δεν μου ζήτησες πολλές ημέρες ζωής και δεν μου ζήτησες πλούτο , ούτε μου ζήτησες νίκες στους εχθρούς σου, αλλά μου ζήτησες να καταλαβαίνεις και να κρίνεις το λαό, να, έκανα ότι μου ζήτησες. Σου έδωσα καρδιά φρόνιμη και σοφή, που δεν έχεις ξαναγίνει μπροστά σου και δεν πρόκειται να ξαναγίνει κάποιος όμοιος με εσένα. Και αυτά που δεν μου ζήτησες στα έδωσα, και πλούτο και δόξα , και δεν θα γίνει όμοιος με εσένα βασιλιάς. Και αν βαδίσεις σύμφωνα με τις εντολές μου και ακολουθήσεις το δρόμο και φυλάξεις τις εντολές μου , θα αυξήσω τις ημέρες σου στη γη. Και ξύπνησε ο Σαλωμών ,και κατάλαβε το όνειρο.
φωνὴ αὔρας λεπτῆς,
Γ΄ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ
19 Κεφάλαιο 1-13
ΚΑΙ ἀνήγγειλεν ᾿Αχαὰβ τῇ ᾿Ιεζάβελ γυναικὶ αὐτοῦ πάντα, ἃ ἐποίησεν ᾿Ηλιού, καὶ ὡς ἀπέκτεινε τοὺς προφήτας ἐν ρομφαίᾳ. 2 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιεζάβελ πρὸς ᾿Ηλιοὺ καὶ εἶπεν· εἰ σὺ εἶ ᾿Ηλιοὺ καὶ ἐγὼ ᾿Ιεζάβελ, τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ταύτην τὴν ὥραν αὔριον θήσομαι τὴν ψυχήν σου καθὼς ψυχὴν ἑνὸς ἐξ αὐτῶν. 3 καὶ ἐφοβήθη ᾿Ηλιοὺ καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθε κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ ἔρχεται εἰς Βηρσαβεὲ γῆν ᾿Ιούδα καὶ ἀφῆκε τὸ παιδάριον αὐτοῦ ἐκεῖ· 4 καὶ αὐτὸς ἐπορεύθη ἐν τῇ ἐρήμῳ ὁδὸν ἡμέρας καὶ ἦλθε καὶ ἐκάθισεν ὑποκάτω Ραθμὲν καὶ ᾐτήσατο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀποθανεῖν καὶ εἶπεν· ἱκανούσθω νῦν, λαβὲ δὴ τὴν ψυχή μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, Κύριε, ὅτι οὐ κρείσσων ἐγώ εἰμι ὑπὲρ τοὺς πατέρας μου. 5 καὶ ἐκοιμήθη καὶ ὕπνωσεν ἐκεῖ ὑπὸ φυτόν, καὶ ἰδού τις ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστηθι καὶ φάγε· 6 καὶ ἐπέβλεψεν ᾿Ηλιού, καὶ ἰδοὺ πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐγκρυφίας ὀλυρίτης καὶ καψάκης ὕδατος· καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε. καὶ ἐπιστρέψας ἐκοιμήθη. 7 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐκ δευτέρου καὶ ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστα φάγε, ὅτι πολλὴ ἀπὸ σοῦ ἡ ὁδός. 8 καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε· καὶ ἐπορεύθη ἐν ἰσχύϊ τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἕως ὄρους Χωρήβ. 9 καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ εἰς τὸ σπήλαιον καὶ κατέλυσεν ἐκεῖ· καὶ ἰδοὺ ρῆμα Κυρίου πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα, ᾿Ηλιού; 10 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπόν σε οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν. 11 καὶ εἶπεν· ἐξελεύσῃ αὔριον καὶ στήσῃ ἐνώπιον Κυρίου ἐν τῷ ὄρει· ἰδοὺ παρελεύσεται Κύριος, καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· 12 καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος. 13 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ᾿Ηλιού, καὶ ἐπεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ μηλωτῇ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε καὶ ἔστη ὑπὸ σπήλαιον·
Απόδοση
Και είπε ο Αχαάβ στην γυναίκα του την Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας, και πως σκότωσε τους προφήτες (του Βάαλ) με σπαθί. Και έστειλε η Ιεζάβελ ανθρώπους και του είπε∙ εάν είσαι εσύ ο Ηλίας και εγώ η Ιεζάβελ , αυτό το καλό θα μου κάνει ο Κύριος, ότι αύριο τέτοια ώρα θα θυσιάσω την ψυχή σου όπως θυσιάστηκαν και οι προφήτες (του Βάαλ). Και φοβήθηκε τη ζωή του ο Ηλίας και σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στην Βηρσαβεέ την γη Ιούδα και άφησε το βοηθό του εκεί. Και αυτός περπάτησε στην έρημο πολλές ημέρες και πήγε και κάθισε κάτω από την Ράθμεν και ζήτησε από το Θεό να πεθάνει και είπε∙ τώρα φτάνει μέχρι εδώ, πάρε την ψυχή μου Κύριε καθώς εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους προγόνους μου. Και κοιμήθηκε κάτω από ένα φυτό, και ξαφνικά κάποιος τον άγγιξε και του είπε∙ σήκω και φάγε∙ και κοίταξε ο Ηλίας και να δίπλα στο κεφάλι του κριθαρένια τροφή και κανάτι με νερό. Και σηκώθηκε και έφαγε και ήπιε. Και μετά κοιμήθηκε. Και επέστρεψε ο άγγελος του Κυρίου για δεύτερη φορά και τον άγγιξε και είπε∙ σήκω και φάγε και πιες ότι έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου. Και σηκώθηκε και έφαγε και ήπιε. Και περπάτησε με τη δύναμη που του έδωσε το φαγητό αυτό σαράντα ημέρες και σαράντα νύκτες ως το όρος Χωρήβ. Και μπήκε εκεί στο σπήλαιο και κάθισε εκεί. Και του μίλησε ο Κύριος και του είπε. τι κάνεις εκεί Ηλία; Και είπε ο Ηλίας∙ ζήτησα με ζήλο τον Παντοκράτορα Κύριο, επειδή σε εγκατέλειψαν οι γιοι του Ισραήλ∙ κατέστρεψαν τα θυσιαστήρια σου και σκότωσαν τους προφήτες και έμεινα εγώ μόνος, και ζητάνε να πάρουν τη ζωή μου. Και είπε∙ βγες αύριο και στάσου μπροστά τον Κύριο στο όρος∙ και να θα περάσει ο Κύριος, και να άνεμος μεγάλος και δυνατός που διαλύει βουνά και συντρίβει πέτρες μπροστά από τον Κύριο, και ο Κύριος δεν θα είναι στον άνεμο∙ και μετά πνεύμα σεισμού , και δεν θα είναι στο σεισμό ο Κύριος∙ και μετά τον σεισμό φωτιά, και δεν θα είναι στη φωτιά ο Κύριος∙ και μετά τη φωτιά φωνή λεπτής αύρας, και εκεί θα είναι ο Κύριος∙ και όταν άκουσε ο Ηλίας σκέπασε το πρόσωπο του με την προβιά που φορούσε και βγήκε και στάθηκε έξω από το σπήλαιο.
Εδώ προφητεύεται η συνάντηση του προφήτη Ηλία στο όρος Θαβώρ με τον Ιησού Χριστό, κατά την Μεταμόρφωσή Του.
19 Κεφάλαιο 1-13
ΚΑΙ ἀνήγγειλεν ᾿Αχαὰβ τῇ ᾿Ιεζάβελ γυναικὶ αὐτοῦ πάντα, ἃ ἐποίησεν ᾿Ηλιού, καὶ ὡς ἀπέκτεινε τοὺς προφήτας ἐν ρομφαίᾳ. 2 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιεζάβελ πρὸς ᾿Ηλιοὺ καὶ εἶπεν· εἰ σὺ εἶ ᾿Ηλιοὺ καὶ ἐγὼ ᾿Ιεζάβελ, τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ταύτην τὴν ὥραν αὔριον θήσομαι τὴν ψυχήν σου καθὼς ψυχὴν ἑνὸς ἐξ αὐτῶν. 3 καὶ ἐφοβήθη ᾿Ηλιοὺ καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθε κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ ἔρχεται εἰς Βηρσαβεὲ γῆν ᾿Ιούδα καὶ ἀφῆκε τὸ παιδάριον αὐτοῦ ἐκεῖ· 4 καὶ αὐτὸς ἐπορεύθη ἐν τῇ ἐρήμῳ ὁδὸν ἡμέρας καὶ ἦλθε καὶ ἐκάθισεν ὑποκάτω Ραθμὲν καὶ ᾐτήσατο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀποθανεῖν καὶ εἶπεν· ἱκανούσθω νῦν, λαβὲ δὴ τὴν ψυχή μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, Κύριε, ὅτι οὐ κρείσσων ἐγώ εἰμι ὑπὲρ τοὺς πατέρας μου. 5 καὶ ἐκοιμήθη καὶ ὕπνωσεν ἐκεῖ ὑπὸ φυτόν, καὶ ἰδού τις ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστηθι καὶ φάγε· 6 καὶ ἐπέβλεψεν ᾿Ηλιού, καὶ ἰδοὺ πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐγκρυφίας ὀλυρίτης καὶ καψάκης ὕδατος· καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε. καὶ ἐπιστρέψας ἐκοιμήθη. 7 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐκ δευτέρου καὶ ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστα φάγε, ὅτι πολλὴ ἀπὸ σοῦ ἡ ὁδός. 8 καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε· καὶ ἐπορεύθη ἐν ἰσχύϊ τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἕως ὄρους Χωρήβ. 9 καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ εἰς τὸ σπήλαιον καὶ κατέλυσεν ἐκεῖ· καὶ ἰδοὺ ρῆμα Κυρίου πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα, ᾿Ηλιού; 10 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπόν σε οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν. 11 καὶ εἶπεν· ἐξελεύσῃ αὔριον καὶ στήσῃ ἐνώπιον Κυρίου ἐν τῷ ὄρει· ἰδοὺ παρελεύσεται Κύριος, καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· 12 καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος. 13 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ᾿Ηλιού, καὶ ἐπεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ μηλωτῇ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε καὶ ἔστη ὑπὸ σπήλαιον·
Απόδοση
Και είπε ο Αχαάβ στην γυναίκα του την Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας, και πως σκότωσε τους προφήτες (του Βάαλ) με σπαθί. Και έστειλε η Ιεζάβελ ανθρώπους και του είπε∙ εάν είσαι εσύ ο Ηλίας και εγώ η Ιεζάβελ , αυτό το καλό θα μου κάνει ο Κύριος, ότι αύριο τέτοια ώρα θα θυσιάσω την ψυχή σου όπως θυσιάστηκαν και οι προφήτες (του Βάαλ). Και φοβήθηκε τη ζωή του ο Ηλίας και σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στην Βηρσαβεέ την γη Ιούδα και άφησε το βοηθό του εκεί. Και αυτός περπάτησε στην έρημο πολλές ημέρες και πήγε και κάθισε κάτω από την Ράθμεν και ζήτησε από το Θεό να πεθάνει και είπε∙ τώρα φτάνει μέχρι εδώ, πάρε την ψυχή μου Κύριε καθώς εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους προγόνους μου. Και κοιμήθηκε κάτω από ένα φυτό, και ξαφνικά κάποιος τον άγγιξε και του είπε∙ σήκω και φάγε∙ και κοίταξε ο Ηλίας και να δίπλα στο κεφάλι του κριθαρένια τροφή και κανάτι με νερό. Και σηκώθηκε και έφαγε και ήπιε. Και μετά κοιμήθηκε. Και επέστρεψε ο άγγελος του Κυρίου για δεύτερη φορά και τον άγγιξε και είπε∙ σήκω και φάγε και πιες ότι έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου. Και σηκώθηκε και έφαγε και ήπιε. Και περπάτησε με τη δύναμη που του έδωσε το φαγητό αυτό σαράντα ημέρες και σαράντα νύκτες ως το όρος Χωρήβ. Και μπήκε εκεί στο σπήλαιο και κάθισε εκεί. Και του μίλησε ο Κύριος και του είπε. τι κάνεις εκεί Ηλία; Και είπε ο Ηλίας∙ ζήτησα με ζήλο τον Παντοκράτορα Κύριο, επειδή σε εγκατέλειψαν οι γιοι του Ισραήλ∙ κατέστρεψαν τα θυσιαστήρια σου και σκότωσαν τους προφήτες και έμεινα εγώ μόνος, και ζητάνε να πάρουν τη ζωή μου. Και είπε∙ βγες αύριο και στάσου μπροστά τον Κύριο στο όρος∙ και να θα περάσει ο Κύριος, και να άνεμος μεγάλος και δυνατός που διαλύει βουνά και συντρίβει πέτρες μπροστά από τον Κύριο, και ο Κύριος δεν θα είναι στον άνεμο∙ και μετά πνεύμα σεισμού , και δεν θα είναι στο σεισμό ο Κύριος∙ και μετά τον σεισμό φωτιά, και δεν θα είναι στη φωτιά ο Κύριος∙ και μετά τη φωτιά φωνή λεπτής αύρας, και εκεί θα είναι ο Κύριος∙ και όταν άκουσε ο Ηλίας σκέπασε το πρόσωπο του με την προβιά που φορούσε και βγήκε και στάθηκε έξω από το σπήλαιο.
Εδώ προφητεύεται η συνάντηση του προφήτη Ηλία στο όρος Θαβώρ με τον Ιησού Χριστό, κατά την Μεταμόρφωσή Του.
Οι Δέκα Εντολές
ΕΞΟΔΟΣ 20
ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πάντας τοὺς λόγους τούτους λέγων·
2 ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. 3 οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ.
4 οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. 5 οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με 6 καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.
7 οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.
8 μνήσθητι τὴν ἡμέρα τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. 9 ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· 10 τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁβοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν κτῆνός σου καὶ ὁ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί. 11 ἐν γὰρ ἓξ ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ· διὰ τοῦτο εὐλόγησε Κύριος τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν.
12 τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.
13 οὐ μοιχεύσεις.
14 οὐ κλέψεις.
15 οὐ φονεύσεις.
16 οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
17 οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί.
18 Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον· φοβηθέντες δὲ πᾶς ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν. 19 καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν. 20 καὶ λέγει αὐτοῖς Μωυσῆς· θαρσεῖτε, ἕνεκεν γὰρ τοῦ πειράσαι ὑμᾶς παρεγενήθη ὁ Θεὸς πρὸς ὑμᾶς, ὅπως ἂν γένηται ὁ φόβος αὐτοῦ ἐν ὑμῖν, ἵνα μὴ ἁμαρτάνητε. 21 εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωυσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὗ ἦν ὁ Θεός
Και μίλησε ο Κύριος όλους αυτούς τους λόγους και είπε∙
εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλα από την γη της Αιγύπτου, από τη δουλεία σας. Δεν θα υπάρχουν για εσένα άλλοι Θεοί εκτός από εμένα.
Δεν θα υπάρχουν για εσένα είδωλα, ούτε οποιοδήποτε ομοίωμα, από όσα είναι στον ουρανό και στη γή και στα ύδατα . Δε θα τα προσκυνήσεις αυτά, ούτε θα τα λατρέψεις. Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, Θεός με ζήλο, που αποδίδω αμαρτίες γονέων πάνω στα παιδιά τους, από τρίτη έως τέταρτη γενιά σε αυτούς που με μισούνε και κάνω έλεος σε χιλιάδες που με αγαπούνε και σε αυτούς που φυλάνε τα προστάγματά μου.
Δεν θα λάβεις το όνομά του Κυρίου του Θεού σου μάταια.
Θυμήσου την ημέρα του Σαββάτου να την αγιάζεις. Έξη ημέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλα τα έργα σου. Και την ημέρα την έβδομη θα την αφιερώσεις στον Κύριο τον Θεό σου. Δεν θα κάνεις σε αυτή κανένα έργο, εσύ και ο γιός σου και η θυγατέρα σου , ο βοηθός σου και η βοηθός σου, το βόδι και το υποζύγιό σου και κάθε ζώο και ο προσήλυτος που ήρθε να μείνει μαζί σου. Καθώς σε έξη ημέρες κατασκεύασε ο Κύριος τον ουρανό και την γη και την θάλασσα και όλα όσα είναι σε αυτά και σταμάτησε την ημέρα την έβδομη∙ γι’ αυτό ευλόγησε ο Κύριος την έβδομη ημέρα και την αγίασε.
Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου , για να δεις καλά στη ζωή σου και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη την αγαθή που θα σου δώσει ο Κύριος ο Θεός σου.
Δεν θα μοιχεύσεις.
Δεν θα κλέψεις.
Δεν θα φονεύσεις.
Δεν θα δώσεις ψεύδη μαρτυρία κατά του πλησίον σου.
Δεν θα επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου . Δεν θα επιθυμήσεις το σπίτι του πλησίον σου ούτε το χωράφι του ούτε τον βοηθό του ούτε την βοηθό του ούτε το βόδι του ούτε το υποζύγιο του ούτε κάποιο από τα ζώα του ούτε όσα είναι του πλησίον σου.
Και όλος ο λαός έβλεπε την φωνή και τις λαμπάδες και την φωνή της σάλπιγγας και το όρος που κάπνιζε. Και επειδή φοβήθηκαν στάθηκαν μακριά. Και είπαν στον Μωυσή∙ λάλησε εσύ προς εμάς( τα λόγια του Θεού) , και να μη μας μιλά ο Θεός για να μην πεθάνουμε. Και τους λέει ο Μωυσής∙ πάρτε θάρρος, διότι σας φανερώθηκε Θεός για να σας πειράξει, για να τον φοβηθείτε και για να μην αμαρτάνετε. Και στεκόταν μακριά ο λαός και ο Μωυσής μπήκε μέσα στην ομίχλη που ήταν ο Θεός.
ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πάντας τοὺς λόγους τούτους λέγων·
2 ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. 3 οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ.
4 οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. 5 οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με 6 καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.
7 οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.
8 μνήσθητι τὴν ἡμέρα τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. 9 ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· 10 τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁβοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν κτῆνός σου καὶ ὁ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί. 11 ἐν γὰρ ἓξ ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ· διὰ τοῦτο εὐλόγησε Κύριος τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν.
12 τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.
13 οὐ μοιχεύσεις.
14 οὐ κλέψεις.
15 οὐ φονεύσεις.
16 οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
17 οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί.
18 Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον· φοβηθέντες δὲ πᾶς ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν. 19 καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν. 20 καὶ λέγει αὐτοῖς Μωυσῆς· θαρσεῖτε, ἕνεκεν γὰρ τοῦ πειράσαι ὑμᾶς παρεγενήθη ὁ Θεὸς πρὸς ὑμᾶς, ὅπως ἂν γένηται ὁ φόβος αὐτοῦ ἐν ὑμῖν, ἵνα μὴ ἁμαρτάνητε. 21 εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωυσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὗ ἦν ὁ Θεός
Απόδοση
Και μίλησε ο Κύριος όλους αυτούς τους λόγους και είπε∙
εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλα από την γη της Αιγύπτου, από τη δουλεία σας. Δεν θα υπάρχουν για εσένα άλλοι Θεοί εκτός από εμένα.
Δεν θα υπάρχουν για εσένα είδωλα, ούτε οποιοδήποτε ομοίωμα, από όσα είναι στον ουρανό και στη γή και στα ύδατα . Δε θα τα προσκυνήσεις αυτά, ούτε θα τα λατρέψεις. Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, Θεός με ζήλο, που αποδίδω αμαρτίες γονέων πάνω στα παιδιά τους, από τρίτη έως τέταρτη γενιά σε αυτούς που με μισούνε και κάνω έλεος σε χιλιάδες που με αγαπούνε και σε αυτούς που φυλάνε τα προστάγματά μου.
Δεν θα λάβεις το όνομά του Κυρίου του Θεού σου μάταια.
Θυμήσου την ημέρα του Σαββάτου να την αγιάζεις. Έξη ημέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλα τα έργα σου. Και την ημέρα την έβδομη θα την αφιερώσεις στον Κύριο τον Θεό σου. Δεν θα κάνεις σε αυτή κανένα έργο, εσύ και ο γιός σου και η θυγατέρα σου , ο βοηθός σου και η βοηθός σου, το βόδι και το υποζύγιό σου και κάθε ζώο και ο προσήλυτος που ήρθε να μείνει μαζί σου. Καθώς σε έξη ημέρες κατασκεύασε ο Κύριος τον ουρανό και την γη και την θάλασσα και όλα όσα είναι σε αυτά και σταμάτησε την ημέρα την έβδομη∙ γι’ αυτό ευλόγησε ο Κύριος την έβδομη ημέρα και την αγίασε.
Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου , για να δεις καλά στη ζωή σου και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη την αγαθή που θα σου δώσει ο Κύριος ο Θεός σου.
Δεν θα μοιχεύσεις.
Δεν θα κλέψεις.
Δεν θα φονεύσεις.
Δεν θα δώσεις ψεύδη μαρτυρία κατά του πλησίον σου.
Δεν θα επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου . Δεν θα επιθυμήσεις το σπίτι του πλησίον σου ούτε το χωράφι του ούτε τον βοηθό του ούτε την βοηθό του ούτε το βόδι του ούτε το υποζύγιο του ούτε κάποιο από τα ζώα του ούτε όσα είναι του πλησίον σου.
Και όλος ο λαός έβλεπε την φωνή και τις λαμπάδες και την φωνή της σάλπιγγας και το όρος που κάπνιζε. Και επειδή φοβήθηκαν στάθηκαν μακριά. Και είπαν στον Μωυσή∙ λάλησε εσύ προς εμάς( τα λόγια του Θεού) , και να μη μας μιλά ο Θεός για να μην πεθάνουμε. Και τους λέει ο Μωυσής∙ πάρτε θάρρος, διότι σας φανερώθηκε Θεός για να σας πειράξει, για να τον φοβηθείτε και για να μην αμαρτάνετε. Και στεκόταν μακριά ο λαός και ο Μωυσής μπήκε μέσα στην ομίχλη που ήταν ο Θεός.
Η πάλη του Ιακώβ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΒ΄
22 ᾿Αναστὰς δὲ τὴν νύκτα ἐκείνην ἔλαβε τὰς δύο γυναῖκας καὶ τὰς δύο παιδίσκας καὶ τὰ ἕνδεκα παιδία αὐτοῦ καὶ διέβη τὴν διάβασιν τοῦ ᾿Ιαβώκ· 23 καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς καὶ διέβη τὸν χειμάρρουν καὶ διεβίβασε πάντα τὰ αὐτοῦ. 24 ὑπελείφθη δὲ ᾿Ιακὼβ μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ. 25 εἶδε δέ, ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ. 26 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς. 27 εἶπε δὲ αὐτῷ· τί τὸ ὄνομά σου ἐστίν, ὁ δὲ εἶπεν· ᾿Ιακώβ. 28 καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ᾿Ιακώβ, ἀλλ᾿ ᾿Ισραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ. 29 ἠρώτησε δὲ ᾿Ιακὼβ καὶ εἶπεν· ἀνάγγειλόν μοι τὸ ὄνομά σου. καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο ἐρωτᾶς σὺ τὸ ὄνομά μου; καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν ἐκεῖ. 30 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος Θεοῦ· εἶδον γὰρ Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή. 31 ἀνέτειλε δὲ αὐτῷ ὁ ἥλιος, ἡνίκα παρῆλθε τὸ εἶδος τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ αὐτοῦ· 32 ἕνεκεν τούτου οὐ μὴ φάγωσιν υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ νεῦρον, ὃ ἐνάρκησεν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ τοῦ νεύρου, ὃ ἐνάρκησεν.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Και σηκώθηκε τη νύκτα εκείνη και πήρε για δύο γυναίκες και τις δύο υπηρέτριες και τα ένδεκα παιδιά του και πέρασε την διάβαση του Ιαβώκ∙ και τους πήρε όλους και πέρασε τον χείμαρρο και όλα όσα είχε μαζί του. Και έμεινε μόνος ο Ιακώβ, και πάλευε ένας άνθρωπος μαζί του μέχρι το πρωί. Και είδε (ο άνθρωπος) ότι δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει και έπιασε το πλάτος του μηρού του, και πληγώθηκε το πλάτος του μηρού του Ιακώβ ενώ πάλευε μαζί του. Και του είπε (ο άνθρωπος) άσε με να φύγω∙ ξημερώνει∙ και του είπε ο Ιακώβ. Δεν θα σε αφήσω αν δεν με ευλογήσεις. Και είπε∙ ποιο είναι το όνομά σου; Και είπε∙ Ιακώβ. Και είπε στον Ιακώβ∙ δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ ,αλλά Ισραήλ θα είναι το όνομά σου, ότι ήσουν δυνατός με τον Θεό και θα είσαι δυνατός με τους ανθρώπους∙ τον ρώτησε ο Ιακώβ και είπε∙ πές μου το όνομά σου∙ και του είπε∙ γιατί με ρωτάς να σου πω το όνομά μου; Και ευλόγησε τον Ιακώβ εκεί. Και κάλεσε ο Ιακώβ το όνομα του τόπου εκείνου, Είδος Θεού∙ γιατί είπε ότι είδα τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο και σώθηκε η ψυχή μου. Και ανέτειλε ο ήλιος, όταν έφυγε το είδος του Θεού∙ και αυτός σκέπασε το μηρό του. Εξ’ αιτίας από αυτό δεν θα φάνε οι Ισραηλίτες το νεύρο που πληγώθηκε, δηλαδή το πλάτος του μηρού , έως σήμερα, ότι άγγιξε ο Θεός το πλάτος του νεύρου του μηρού του Ιακώβ και πληγώθηκε.
22 ᾿Αναστὰς δὲ τὴν νύκτα ἐκείνην ἔλαβε τὰς δύο γυναῖκας καὶ τὰς δύο παιδίσκας καὶ τὰ ἕνδεκα παιδία αὐτοῦ καὶ διέβη τὴν διάβασιν τοῦ ᾿Ιαβώκ· 23 καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς καὶ διέβη τὸν χειμάρρουν καὶ διεβίβασε πάντα τὰ αὐτοῦ. 24 ὑπελείφθη δὲ ᾿Ιακὼβ μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ. 25 εἶδε δέ, ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ. 26 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς. 27 εἶπε δὲ αὐτῷ· τί τὸ ὄνομά σου ἐστίν, ὁ δὲ εἶπεν· ᾿Ιακώβ. 28 καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ᾿Ιακώβ, ἀλλ᾿ ᾿Ισραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ. 29 ἠρώτησε δὲ ᾿Ιακὼβ καὶ εἶπεν· ἀνάγγειλόν μοι τὸ ὄνομά σου. καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο ἐρωτᾶς σὺ τὸ ὄνομά μου; καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν ἐκεῖ. 30 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος Θεοῦ· εἶδον γὰρ Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή. 31 ἀνέτειλε δὲ αὐτῷ ὁ ἥλιος, ἡνίκα παρῆλθε τὸ εἶδος τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ αὐτοῦ· 32 ἕνεκεν τούτου οὐ μὴ φάγωσιν υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ νεῦρον, ὃ ἐνάρκησεν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ τοῦ νεύρου, ὃ ἐνάρκησεν.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Και σηκώθηκε τη νύκτα εκείνη και πήρε για δύο γυναίκες και τις δύο υπηρέτριες και τα ένδεκα παιδιά του και πέρασε την διάβαση του Ιαβώκ∙ και τους πήρε όλους και πέρασε τον χείμαρρο και όλα όσα είχε μαζί του. Και έμεινε μόνος ο Ιακώβ, και πάλευε ένας άνθρωπος μαζί του μέχρι το πρωί. Και είδε (ο άνθρωπος) ότι δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει και έπιασε το πλάτος του μηρού του, και πληγώθηκε το πλάτος του μηρού του Ιακώβ ενώ πάλευε μαζί του. Και του είπε (ο άνθρωπος) άσε με να φύγω∙ ξημερώνει∙ και του είπε ο Ιακώβ. Δεν θα σε αφήσω αν δεν με ευλογήσεις. Και είπε∙ ποιο είναι το όνομά σου; Και είπε∙ Ιακώβ. Και είπε στον Ιακώβ∙ δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ ,αλλά Ισραήλ θα είναι το όνομά σου, ότι ήσουν δυνατός με τον Θεό και θα είσαι δυνατός με τους ανθρώπους∙ τον ρώτησε ο Ιακώβ και είπε∙ πές μου το όνομά σου∙ και του είπε∙ γιατί με ρωτάς να σου πω το όνομά μου; Και ευλόγησε τον Ιακώβ εκεί. Και κάλεσε ο Ιακώβ το όνομα του τόπου εκείνου, Είδος Θεού∙ γιατί είπε ότι είδα τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο και σώθηκε η ψυχή μου. Και ανέτειλε ο ήλιος, όταν έφυγε το είδος του Θεού∙ και αυτός σκέπασε το μηρό του. Εξ’ αιτίας από αυτό δεν θα φάνε οι Ισραηλίτες το νεύρο που πληγώθηκε, δηλαδή το πλάτος του μηρού , έως σήμερα, ότι άγγιξε ο Θεός το πλάτος του νεύρου του μηρού του Ιακώβ και πληγώθηκε.
Η κλίμαξ του Ιακώβ
Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι'ης κατέβη ο Θεός∙ χαίρε , γέφυρα μετάγουσα τους εκ γής προς ουρανόν.-Απο τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΗ΄
10 Καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιακὼβ ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου καὶ ἐπορεύθη εἰς Χαρράν. 11 καὶ ἀπήντησε τόπῳ καὶ ἐκοιμήθῃ ἐκεῖ· ἔδυ γὰρ ὁ ἥλιος· καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν λίθων τοῦ τόπου, καὶ ἔθηκε πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ. 12 καὶ ἐνυπνιάσθη, καὶ ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς. 13 ὁ δὲ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ τοῦ πατρός σου, καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαάκ· μὴ φοβοῦ· ἡ γῆ, ἐφ᾿ ἧς σὺ καθεύδεις ἐπ᾿ αὐτῆς, σοὶ δώσω αὐτήν, καὶ τῷ σπέρματί σου. 14 καὶ ἔσται τὸ σπέρμα σου ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς καὶ πλατυνθήσεται ἐπὶ θάλασσαν καὶ ἐπὶ λίβα καὶ ἐπὶ βορρᾶν, καὶ ἐπ᾿ ἀνατολάς, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου. 15 καὶ ἰδοὺ ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ διαφυλάσσων σε ἐν τῇ ὁδῷ πάσῃ, οὗ ἂν πορευθῇς, καὶ ἀποστρέψω σε εἰς τὴν γῆν ταύτην, ὅτι οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι. 16 καὶ ἐξηγέρθη ᾿Ιακὼβ ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ὅτι ἔστι Κύριος ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδειν. 17 καὶ ἐφοβήθη καὶ εἶπεν· ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾿ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.
Απόδοση της Νεοελληνική
Και Βγήκε ο Ιακώβ από το πηγάδι του όρκου και βάδισε προς τη Χαρράν. Και βρήκε ένα τόπο και κοιμήθηκε εκεί∙ διότι έδυε ο ήλιος∙ και πήρε μια από τις πέτρες του τόπου , και την έβαλε κάτω από το κεφάλι του και κοιμήθηκε σε εκείνο τον τόπο. Και είδε ένα όνειρο, και να σκάλα που στηρίζονταν πάνω στη γη, η κορυφή της οποίας έφτανε στον ουρανό, και οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν πάνω σ’ αυτήν. Και ο Κύριος στηρίζονταν πάνω σ’ αυτήν και είπε∙ εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ του πατέρα σου, και ο Θεός Ισαάκ∙ μη φοβάσαι∙ τη γη πάνω στην οποία κοιμάσαι, θα τη δώσω σε εσένα και στους απογόνους σου. Και θα είναι οι απόγονοι σου σαν την άμμο της γης και θα απλωθούν σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, και θα ευλογηθούν από εσένα και από τους απογόνους σου όλες οι φυλές της γης. Και να εγώ είμαι μαζί σου και θα σε φυλάξω σε όλο το δρόμο σου, όπου και αν πας, και θα σου δώσω όλη αυτή τη γη , και δεν θα σε εγκαταλείψω έως ότου πραγματοποιηθούν όσα σου είπα. Και σηκώθηκε ο Ιακώβ από τον ύπνο του και είπε∙ είναι ο Κύριος σ’ αυτόν το τόπο και εγώ δεν το ήξερα. Και φοβήθηκε και είπε∙ είναι φοβερός ο τόπος αυτός∙ δεν είναι τίποτα άλλο παρά οίκος του Θεού, και αυτή η πύλη του ουρανού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΗ΄
10 Καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιακὼβ ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου καὶ ἐπορεύθη εἰς Χαρράν. 11 καὶ ἀπήντησε τόπῳ καὶ ἐκοιμήθῃ ἐκεῖ· ἔδυ γὰρ ὁ ἥλιος· καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν λίθων τοῦ τόπου, καὶ ἔθηκε πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ. 12 καὶ ἐνυπνιάσθη, καὶ ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς. 13 ὁ δὲ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ τοῦ πατρός σου, καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαάκ· μὴ φοβοῦ· ἡ γῆ, ἐφ᾿ ἧς σὺ καθεύδεις ἐπ᾿ αὐτῆς, σοὶ δώσω αὐτήν, καὶ τῷ σπέρματί σου. 14 καὶ ἔσται τὸ σπέρμα σου ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς καὶ πλατυνθήσεται ἐπὶ θάλασσαν καὶ ἐπὶ λίβα καὶ ἐπὶ βορρᾶν, καὶ ἐπ᾿ ἀνατολάς, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου. 15 καὶ ἰδοὺ ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ διαφυλάσσων σε ἐν τῇ ὁδῷ πάσῃ, οὗ ἂν πορευθῇς, καὶ ἀποστρέψω σε εἰς τὴν γῆν ταύτην, ὅτι οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι. 16 καὶ ἐξηγέρθη ᾿Ιακὼβ ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ὅτι ἔστι Κύριος ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδειν. 17 καὶ ἐφοβήθη καὶ εἶπεν· ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾿ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.
Απόδοση της Νεοελληνική
Και Βγήκε ο Ιακώβ από το πηγάδι του όρκου και βάδισε προς τη Χαρράν. Και βρήκε ένα τόπο και κοιμήθηκε εκεί∙ διότι έδυε ο ήλιος∙ και πήρε μια από τις πέτρες του τόπου , και την έβαλε κάτω από το κεφάλι του και κοιμήθηκε σε εκείνο τον τόπο. Και είδε ένα όνειρο, και να σκάλα που στηρίζονταν πάνω στη γη, η κορυφή της οποίας έφτανε στον ουρανό, και οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν πάνω σ’ αυτήν. Και ο Κύριος στηρίζονταν πάνω σ’ αυτήν και είπε∙ εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ του πατέρα σου, και ο Θεός Ισαάκ∙ μη φοβάσαι∙ τη γη πάνω στην οποία κοιμάσαι, θα τη δώσω σε εσένα και στους απογόνους σου. Και θα είναι οι απόγονοι σου σαν την άμμο της γης και θα απλωθούν σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, και θα ευλογηθούν από εσένα και από τους απογόνους σου όλες οι φυλές της γης. Και να εγώ είμαι μαζί σου και θα σε φυλάξω σε όλο το δρόμο σου, όπου και αν πας, και θα σου δώσω όλη αυτή τη γη , και δεν θα σε εγκαταλείψω έως ότου πραγματοποιηθούν όσα σου είπα. Και σηκώθηκε ο Ιακώβ από τον ύπνο του και είπε∙ είναι ο Κύριος σ’ αυτόν το τόπο και εγώ δεν το ήξερα. Και φοβήθηκε και είπε∙ είναι φοβερός ο τόπος αυτός∙ δεν είναι τίποτα άλλο παρά οίκος του Θεού, και αυτή η πύλη του ουρανού.
Η φιλοξενία του Αβραάμ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ΄
ΩΦΘΗ δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας. 2 ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. 3 καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· 4 ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· 5 καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας. 6 καὶ ἔσπευσεν ῾Αβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάρραν καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας. 7 καὶ εἰς τὰς βόας ἔδραμεν ῾Αβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό. 8 ἔλαβε δὲ βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον.
9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ποῦ Σάρρα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ σκηνῇ. 10 εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάρρα ἡ γυνή σου. Σάρρα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ. 11 ῾Αβραὰμ δὲ καὶ Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε δὲ τῇ Σάρρᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα. 12 ἐγέλασε δὲ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος. 13 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ῾Αβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα. 14 μὴ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ ρῆμα; εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 15 ἠρνήσατο δὲ Σάρρα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας.
16 ᾿Εξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας. ῾Αβραὰμ δὲ συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς. 17 ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ ῾Αβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ. 18 ῾Αβραὰμ δὲ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. 19 ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ ῾Αβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν. 20 εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. 21 καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. 22 καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. ῾Αβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου. 23 καὶ ἐγγίσας ῾Αβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; 24 ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; 25 μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; 26 εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς. 27 καὶ ἀποκριθεὶς ῾Αβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός· 28 ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε. 29 καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. 30 καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. 31 καὶ εἶπεν· ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι. 32 καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα. 33 ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ ῾Αβραάμ, καὶ ῾Αβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Απόδοση
Φανερώθηκε ο Θεός στον Αβραάμ στη βελανιδιά στη Μαμβρή, ενώ καθόταν μπροστά την πόρτα της σκηνής του το μεσημέρι. Κοίταξε με τα μάτια του και να τρείς άνδρες στεκόταν μπροστά του∙ και κοίταξε και έτρεξε σε συνάντησή τους από την πόρτα της σκηνής του και τους προσκύνησε μέχρι τη γή. Και είπε∙ Κύριε, αν έχω βρεί χάρη απέναντί σου , μη προσπεράσεις τον δούλο σου∙ πάρε νερό και πλύνετε τα πόδια σας και αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο∙ και θα σας δώσω ψωμί και θα φάτε, και μετά θα κατευθυνθείτε προς τον δρόμο σας από τον οποίο παρεκκλίνατε για να έρθετε σε μένα. Και πήγε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα να φτιάξει γρήγορα τρείς μερίδες σιμιγδάλι. Και πήγε και στα ζώα και έλαβε ένα απαλό μοσχάρι και το έδωσε για ετοιμασία στον δούλο του . πήρε και βούτυρο και γάλα , και τους πρόσφερε το μοσχαρί που ετοιμάστηκε, και έφαγαν∙ αυτός όμως στεκόταν κάτω από το δέντρο.
Και του είπε∙ που είναι η Σάρρα η γυναίκα σου; Και είπε∙ στη σκηνή∙ του είπε∙ όταν θα σας ξαναεπισκεφτώ θα συλλάβει η Σάρρα η γυναίκα σου ένα γιό. Και η Σάρρα άκουσε τα λόγια αυτά επειδή στεκόταν στην πόρτα της σκηνής, που ήταν πίσω του. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν μεγάλη σε ηλικία, και η Σάρρα δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει . Γέλασε η Σάρρα από μέσα της και είπε∙ αφού δεν έγινε μέχρι τώρα κάτι τι μπορεί να γίνει αφού ο Αβραάμ είναι γέρος; Και είπε ο Κύριος στον Αβραάμ∙ γιατί γέλασε η Σάρρα από μέσα της και είπε∙ στα αλήθεια τώρα μπορώ να γεννήσω; Εγώ έχω γεράσει. Μπορεί να είναι κάτι αδύνατο για τον Θεό; Θα φυγώ και θα ξαναγυρίσω σύντομα ∙ και η Σάρρα θα έχει γιο. Αρνήθηκε η Σάρρα και είπε∙ δεν γέλασα, γιατί φοβήθηκε. Και της είπε∙ όχι αλλά γέλασες.
Σηκώθηκαν οι άνδρες από εκεί και κατευθύνθηκαν προς τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα. Ο Αβραάμ τους ξεπροβόδησε και πήγαινε μαζί τους. Και ο Κύριος είπε∙ δεν θα κρύψω από τον παιδί μου τίποτα από αυτά που κάνω ∙ από τον Αβραάμ θα γίνει ένα έθνος μεγάλο και πολύ, και θα ευλογηθούν με αυτόν όλες οι φυλές της γής. Γνώριζε ότι θα συντάξει τον οίκο του μαζί του και θα φυλάξει τις εντολές του Κυρίου και θα κάνει δικαιοσύνη και κρίση, και θα δώσει ο Κύριος στον Αβραάμ όλα όσα του υποσχέθηκε. Τα Σόδομα και τα Γόμορρα με φωνάζουν δυνατά επειδή οι αμαρτίες είναι μεγάλες. Θα πάω εκεί να δώ αν με φωνάζουν σύμφωνα με τις αμαρτίες τους. Και έφυγαν από εκεί οι άνδρες και πήγαν στα Σόδομα. Και ο Αβραάμ ακόμα στεκόταν μαζί με τον Κύριο.
Και πλησίασε ο Αβραάμ και ειπε∙ είναι σωστό να χαθεί και τιμωρηθεί από εσένα ο δίκαιος μαζί με τον ασεβή; Αν είναι πενήντα δίκαιοι στην πόλη αυτή θα τους σκοτώσεις όλους; Δεν θα αφήσεις τον τόπο εξ’ αιτίας αυτών των πενήντα δίκαιων εάν είναι σε αυτή; Δεν θα κάνεις αυτό το πράγμα, να σκοτώσεις τον δίκαιο με τον ασεβή και να είναι ο δίκαιος όπως ο ασεβής. Δεν θα το κάνεις. Εσύ κρίνεις όλη την γή και δεν θα κρίνεις τώρα; Είπε ο Κύριος∙ εάν είναι στα Σόδομα πενήντα δίκαιοι στη πόλη , θα αφήσω όλη την πόλη και όλο τον τόπο εξ’ αιτίας τους. Και αποκρίθηκε ο Αβραάμ και είπε∙ τώρα θα πω και κάτι άλλο στον Κύριο μου, και είμαι μπροστά του γη και σκόνη∙ εάν μειωθούν οι πενήντα δίκαιοι σε σαράνταπέντε, θα σκοτώσεις για τους πέντε όλη την πόλη; Και είπε ∙ δεν θα χαθεί αν βρώ εκεί σαράντα πέντε. Και συνέχισα ο Αβραάμ να του μιλάει και είπε∙ και αν βρεθούν εκεί σαράντα; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω εξ’ αιτίας των σαράντα. Και είπε∙ είναι κακό Κύριε να πώ κάτι ακόμα; Αν βρεθούν εκεί τριάντα; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω για αυτούς τους τριάντα. Και εάν βρεθούν εκεί είκοσι; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω αν βρεθούν εκεί είκοσι∙ και είπε∙ να πω ακόμη Κύριε κάτι τελευταίο∙ αν βρεθούν εκεί δέκα; Και είπε δεν θα την καταστρέψω για αυτούς τους δέκα. Έφυγε από εκεί ο Κύριος, και σταμάτησε να μιλά στον Αβραάμ, και ο Αβραάμ γύρισε πίσω στον τόπο του.
Οι τρείς Παίδες εν καμίνω
Απο τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου
Ωδή η΄. Ειρμός
Παίδας ευαγείς εν τη καμίνω, ο τόκος της Θεοτόκου δεσώσατο, τότε μεν τυπούμενος∙ νύν δε ενεργούμενος, την οιουμένην άπασαν, αγείρει ψάλλουσαν∙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.
Δανιήλ
Καιφάλαιο: γ΄8-23, 24-27. Προσευχή Αζαρίου: 22-27
8 τότε προσήλθοσαν ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς ᾿Ιουδαίους 9 τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι. 10 σὺ βασιλεῦ, ἔθηκας δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούσῃ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν 11 καὶ μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 12 εἰσὶν ἄνδρες ᾿Ιουδαῖοι, οὓς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, οἳ οὐχ ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύουσι, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦσι. 13 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 14 καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε; 15 νῦν οὖν εἰ ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου; 16 καὶ ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ρήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι· 17 ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ρύσεται ἡμᾶς· 18 καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν. 19 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη θυμοῦ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ εἶπεν ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς τέλος ἐκκαῇ· 20 καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγὼ ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 21 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ τιάραις καὶ περικνημίσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, 22 ἐπεὶ τὸ ρῆμα τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ. 23 καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, ἔπεσον εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι. καὶ περιεπάτουν ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.
22 Καὶ οὐ διέλιπον οἱ ἐμβάλλοντες αὐτοὺς ὑπηρέται τοῦ βασιλέως καίοντες τὴν κάμινον νάφθαν καὶ πίσσαν καὶ στυππίον καὶ κληματίδα. 23 καὶ διεχεῖτο ἡ φλὸξ ἐπάνω τῆς καμίνου ἐπὶ πήχεις τεσσαρακονταεννέα. 24 καὶ διώδευσε καὶ ἐνεπύρισεν οὕς εὗρε περὶ τὴν κάμινον τῶν Χαλδαίων. 25 ὁ δὲ ἄγγελος Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς περὶ τὸν ᾿Αζαρίαν εἰς τὴν κάμινον καὶ ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου 26 καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, καὶ οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ καὶ οὐκ ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτοῖς.
27 Τότε οἱ τρεῖς ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ λέγοντες·
24 Καὶ Ναβουχοδονόσορ ἤκουσεν ὑμνούντων αὐτῶν καὶ ἐθαύμασε καὶ ἐξανέστη ἐν σπουδῇ καὶ εἶπε τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ· οὐχὶ ἄνδρας τρεῖς ἐβάλομεν εἰς τὸ μέσον τοῦ πυρὸς πεπεδημένους; καὶ εἶπον τῷ βασιλεῖ· ἀληθῶς, βασιλεῦ. 25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἰδοὺ ἐγὼ ὁρῶ ἄνδρας τέσσαρας λελυμένους καὶ περιπατοῦντας ἐν μέσῳ τοῦ πυρός, καὶ διαφθορὰ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἡ ὅρασις τοῦ τετάρτου ὁμοία υἱῷ Θεοῦ. 26 τότε προσῆλθε Ναβουχοδονόσορ πρὸς τὴν θύραν τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης καὶ εἶπε· Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ῾Υψίστου, ἐξέλθετε καὶ δεῦτε. καὶ ἐξῆλθον Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ ἐκ μέσου τοῦ πυρός. 27 καὶ συνάγονται οἱ σατράπαι καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχαι καὶ οἱ δυνάσται τοῦ βασιλέως καὶ ἐθεώρουν τοὺς ἄνδρας ὅτι οὐκ ἐκυρίευσε τὸ πῦρ τοῦ σώματος αὐτῶν, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτῶν οὐκ ἐφλογίσθη, καὶ τὰ σαράβαρα αὐτῶν οὐκ ἠλλοιώθη, καὶ ὀσμὴ πυρὸς οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Τότε προσήλθαν άνδρες Χαλδαίοι και διέβαλαν τους Ιουδαίους στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ∙ βασιλιά , να ζήσεις αιώνια. Εσύ βασιλιά έδωσες πρόσταγμα στους ανθρώπους, όποιος ακούσει τη φωνή της σάλπιγγας, και των άλλων μουσικών οργάνων και ψαλμών και μουσικής και δεν πέσει να προσκυνήσει στην χρυσή εικόνα, να βαλθεί μέσα στο καμίνι της φωτιάς που καίει. Είναι άνδρες Ιουδαίοι, τους οποίους έβαλες επιβλέποντες στα έργα της χώρας της Βαβυλώνας, ο Σεδράχ, ο Μισάχ, και ο Αβδεναγώ, που δεν άκουσαν, βασιλιά, στο πρόσταγμά σου και δεν λατρεύουν την εικόνα τη χρυσή, που έστησες, και δεν τη προσκυνούν. Τότε ο Ναβουχοδονόσορ με θυμό και οργή είπε να οδηγήσουν τον Σεδράχ τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ, μπροστά στον βασιλιά. Και τους είπε ο Ναβουχοδονόσορ∙ αληθινά δεν λατρεύετε τους θεούς μου και την εικόνα μου τη χρυσή δεν την προσκυνείτε; Και τώρα αν είστε έτοιμοι όταν ακούσετε τα όργανα και τους ψαλμούς και τη μουσική πέστε να προσκυνήσετε την εικόνα, διαφορετικά αμέσως θα σας βάλω στο καμίνι το φλεγόμενο και ποιος θεός τότε θα σας γλυτώσει από τα χέρια μου; Δεν χρειάζεται τώρα εμείς να σου απαντήσουμε∙ υπάρχει ο Θεός μας στους ουρανούς που τον λατρεύουμε που θα μπορέσει να μας γλυτώσει από το καμίνι της φωτιάς. Και να σου γίνει γνωστό, βασιλιά , ότι δεν λατρεύουμε ούτε προσκυνούμε την εικόνα που έστησες. Τότε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ αγρίεψε και άλλαξε ο όψη του προσώπου του μπροστά στον Σεδράχ , τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και είπε να αυξήσουν τη φωτιά στο καμίνι επτά φορές περισσότερο από ότι ήταν και να φτάσει στο όριο της. Και είπε σε δυνατούς άνδρες να βάλουν τους Σεδράχ τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ μέσα στο καμίνι. Και αφού έβαλαν τις προστατευτικές στολές τους πήκαν μέσα στο καμίνι για να αυξήσουν τη φωτιά περισσότερο σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά. Και οι τρείς αυτοί παίδες έπεσαν μέσα στο καμίνι δεμένοι και περπατούσαν μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό και ευλογούσαν τον Κύριο.
Και αυτοί που τους έβαλαν μέσα δεν σταματούσαν να αυξάνουν τη φωτιά με νάφθα και πίσσα και στουπιά και κληματίδα. Και αυξήθηκε η φωτιά μέσα στο καμινι πάνω από σαράντα εννιά πήχεις. Και έκαψε όσους ανθρώπους βρήκε να είναι κοντά στο καμίνι. Και άγγελος Κυρίου κατέβηκε μαζί με αυτούς που ήταν με τον Αζαρία στο καμίνι και τίναξε τη φλόγα της φωτιάς από το καμίνι και έκανε να υπάρχει μέσα στο καμίνι σαν ένας αέρας δροσερός που να στριφογυρίζει, και δεν τους άγγιξε καθόλου η φωτιά και δεν τους στεναχώρησε ούτε τους ενόχλησε καθόλου.
Και τότε και οι τρείς σαν να είχαν ένα στόμα υμνούσαν και δόξαζαν και ευλογούσαν τον Θεό.
Και ο Ναβουχοδονόσορ άκουσε τους ύμνους και θαύμασε σηκώθηκε με βιασύνη και είπε στους ακόλουθους του. Δεν βάλαμε τρείς άνδρες μέσα στη φωτιά δεμένους; Και είπαν στον βασιλιά∙ αλήθεια βασιλιά μας. Και είπε ο βασιλιας∙ εγώ τώρα βλέπω τέσσερις άνδρες λυμένους να περπατούν στο μέσο της φωτιάς, και δεν είναι καμένοι πουθενά, και τα μάτια μου βλέπουν τον τέταρτο να είναι όμοιο με υιό Θεού∙ και πήγε ο βασιλιάς στην πόρτα της καμίνου με τη φωτιά να καίει και είπε∙ Σεδράχ και Μισάχ και Αβδεναγώ, δούλοι του Θεού του Υψίστου, βγείτε και ελάτε∙ και βγήκαν απο τη φωτιά∙ και πλησίασαν όλοι οι μεγάλοι του βασιλιά και παρατηρούσαν τους ανδρες ότι δεν τους κυρίευσε η φωτιά στα σώματά τους και ούτε τρίχα δεν τους πείραξε ούτε και τα ρούχα τους και δεν υπήρχε ούτε μυρωδιά καμένου πάνω τους.
Ωδή η΄. Ειρμός
Παίδας ευαγείς εν τη καμίνω, ο τόκος της Θεοτόκου δεσώσατο, τότε μεν τυπούμενος∙ νύν δε ενεργούμενος, την οιουμένην άπασαν, αγείρει ψάλλουσαν∙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.
Δανιήλ
Καιφάλαιο: γ΄8-23, 24-27. Προσευχή Αζαρίου: 22-27
8 τότε προσήλθοσαν ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς ᾿Ιουδαίους 9 τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι. 10 σὺ βασιλεῦ, ἔθηκας δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούσῃ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν 11 καὶ μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 12 εἰσὶν ἄνδρες ᾿Ιουδαῖοι, οὓς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, οἳ οὐχ ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύουσι, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦσι. 13 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 14 καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε; 15 νῦν οὖν εἰ ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου; 16 καὶ ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ρήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι· 17 ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ρύσεται ἡμᾶς· 18 καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν. 19 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη θυμοῦ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ εἶπεν ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς τέλος ἐκκαῇ· 20 καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγὼ ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 21 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ τιάραις καὶ περικνημίσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, 22 ἐπεὶ τὸ ρῆμα τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ. 23 καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, ἔπεσον εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι. καὶ περιεπάτουν ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.
22 Καὶ οὐ διέλιπον οἱ ἐμβάλλοντες αὐτοὺς ὑπηρέται τοῦ βασιλέως καίοντες τὴν κάμινον νάφθαν καὶ πίσσαν καὶ στυππίον καὶ κληματίδα. 23 καὶ διεχεῖτο ἡ φλὸξ ἐπάνω τῆς καμίνου ἐπὶ πήχεις τεσσαρακονταεννέα. 24 καὶ διώδευσε καὶ ἐνεπύρισεν οὕς εὗρε περὶ τὴν κάμινον τῶν Χαλδαίων. 25 ὁ δὲ ἄγγελος Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς περὶ τὸν ᾿Αζαρίαν εἰς τὴν κάμινον καὶ ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου 26 καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, καὶ οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ καὶ οὐκ ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτοῖς.
27 Τότε οἱ τρεῖς ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ λέγοντες·
24 Καὶ Ναβουχοδονόσορ ἤκουσεν ὑμνούντων αὐτῶν καὶ ἐθαύμασε καὶ ἐξανέστη ἐν σπουδῇ καὶ εἶπε τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ· οὐχὶ ἄνδρας τρεῖς ἐβάλομεν εἰς τὸ μέσον τοῦ πυρὸς πεπεδημένους; καὶ εἶπον τῷ βασιλεῖ· ἀληθῶς, βασιλεῦ. 25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἰδοὺ ἐγὼ ὁρῶ ἄνδρας τέσσαρας λελυμένους καὶ περιπατοῦντας ἐν μέσῳ τοῦ πυρός, καὶ διαφθορὰ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἡ ὅρασις τοῦ τετάρτου ὁμοία υἱῷ Θεοῦ. 26 τότε προσῆλθε Ναβουχοδονόσορ πρὸς τὴν θύραν τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης καὶ εἶπε· Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ῾Υψίστου, ἐξέλθετε καὶ δεῦτε. καὶ ἐξῆλθον Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ ἐκ μέσου τοῦ πυρός. 27 καὶ συνάγονται οἱ σατράπαι καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχαι καὶ οἱ δυνάσται τοῦ βασιλέως καὶ ἐθεώρουν τοὺς ἄνδρας ὅτι οὐκ ἐκυρίευσε τὸ πῦρ τοῦ σώματος αὐτῶν, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτῶν οὐκ ἐφλογίσθη, καὶ τὰ σαράβαρα αὐτῶν οὐκ ἠλλοιώθη, καὶ ὀσμὴ πυρὸς οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Τότε προσήλθαν άνδρες Χαλδαίοι και διέβαλαν τους Ιουδαίους στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ∙ βασιλιά , να ζήσεις αιώνια. Εσύ βασιλιά έδωσες πρόσταγμα στους ανθρώπους, όποιος ακούσει τη φωνή της σάλπιγγας, και των άλλων μουσικών οργάνων και ψαλμών και μουσικής και δεν πέσει να προσκυνήσει στην χρυσή εικόνα, να βαλθεί μέσα στο καμίνι της φωτιάς που καίει. Είναι άνδρες Ιουδαίοι, τους οποίους έβαλες επιβλέποντες στα έργα της χώρας της Βαβυλώνας, ο Σεδράχ, ο Μισάχ, και ο Αβδεναγώ, που δεν άκουσαν, βασιλιά, στο πρόσταγμά σου και δεν λατρεύουν την εικόνα τη χρυσή, που έστησες, και δεν τη προσκυνούν. Τότε ο Ναβουχοδονόσορ με θυμό και οργή είπε να οδηγήσουν τον Σεδράχ τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ, μπροστά στον βασιλιά. Και τους είπε ο Ναβουχοδονόσορ∙ αληθινά δεν λατρεύετε τους θεούς μου και την εικόνα μου τη χρυσή δεν την προσκυνείτε; Και τώρα αν είστε έτοιμοι όταν ακούσετε τα όργανα και τους ψαλμούς και τη μουσική πέστε να προσκυνήσετε την εικόνα, διαφορετικά αμέσως θα σας βάλω στο καμίνι το φλεγόμενο και ποιος θεός τότε θα σας γλυτώσει από τα χέρια μου; Δεν χρειάζεται τώρα εμείς να σου απαντήσουμε∙ υπάρχει ο Θεός μας στους ουρανούς που τον λατρεύουμε που θα μπορέσει να μας γλυτώσει από το καμίνι της φωτιάς. Και να σου γίνει γνωστό, βασιλιά , ότι δεν λατρεύουμε ούτε προσκυνούμε την εικόνα που έστησες. Τότε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ αγρίεψε και άλλαξε ο όψη του προσώπου του μπροστά στον Σεδράχ , τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και είπε να αυξήσουν τη φωτιά στο καμίνι επτά φορές περισσότερο από ότι ήταν και να φτάσει στο όριο της. Και είπε σε δυνατούς άνδρες να βάλουν τους Σεδράχ τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ μέσα στο καμίνι. Και αφού έβαλαν τις προστατευτικές στολές τους πήκαν μέσα στο καμίνι για να αυξήσουν τη φωτιά περισσότερο σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά. Και οι τρείς αυτοί παίδες έπεσαν μέσα στο καμίνι δεμένοι και περπατούσαν μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό και ευλογούσαν τον Κύριο.
Και αυτοί που τους έβαλαν μέσα δεν σταματούσαν να αυξάνουν τη φωτιά με νάφθα και πίσσα και στουπιά και κληματίδα. Και αυξήθηκε η φωτιά μέσα στο καμινι πάνω από σαράντα εννιά πήχεις. Και έκαψε όσους ανθρώπους βρήκε να είναι κοντά στο καμίνι. Και άγγελος Κυρίου κατέβηκε μαζί με αυτούς που ήταν με τον Αζαρία στο καμίνι και τίναξε τη φλόγα της φωτιάς από το καμίνι και έκανε να υπάρχει μέσα στο καμίνι σαν ένας αέρας δροσερός που να στριφογυρίζει, και δεν τους άγγιξε καθόλου η φωτιά και δεν τους στεναχώρησε ούτε τους ενόχλησε καθόλου.
Και τότε και οι τρείς σαν να είχαν ένα στόμα υμνούσαν και δόξαζαν και ευλογούσαν τον Θεό.
Και ο Ναβουχοδονόσορ άκουσε τους ύμνους και θαύμασε σηκώθηκε με βιασύνη και είπε στους ακόλουθους του. Δεν βάλαμε τρείς άνδρες μέσα στη φωτιά δεμένους; Και είπαν στον βασιλιά∙ αλήθεια βασιλιά μας. Και είπε ο βασιλιας∙ εγώ τώρα βλέπω τέσσερις άνδρες λυμένους να περπατούν στο μέσο της φωτιάς, και δεν είναι καμένοι πουθενά, και τα μάτια μου βλέπουν τον τέταρτο να είναι όμοιο με υιό Θεού∙ και πήγε ο βασιλιάς στην πόρτα της καμίνου με τη φωτιά να καίει και είπε∙ Σεδράχ και Μισάχ και Αβδεναγώ, δούλοι του Θεού του Υψίστου, βγείτε και ελάτε∙ και βγήκαν απο τη φωτιά∙ και πλησίασαν όλοι οι μεγάλοι του βασιλιά και παρατηρούσαν τους ανδρες ότι δεν τους κυρίευσε η φωτιά στα σώματά τους και ούτε τρίχα δεν τους πείραξε ούτε και τα ρούχα τους και δεν υπήρχε ούτε μυρωδιά καμένου πάνω τους.
Μεγάλου Βασιλείου: Περί των Ψαλμών
Μεγάλου Βασλείου
Περί των Ψαλμών
Το βιβλίο των Ψαλμών προφητεύει τα μέλλοντα∙ υπενθυμίζει τα παρελθόντα∙ θεσπίζει νόμους για τη ζωή∙ υποδεικνύει όσα πρέπει να πράξουμε και με ένα λόγο είναι κοινό ταμείο καλών διδαγμάτων που προμηθεύει στον καθένα το κατάλληλο σύμφωνα με τη σπουδή του. Διότι και τα παλαιά τραύματα των ψυχών θεραπεύει και στο νετραυματισθέντα αποδίδει γρήγορα τη θεραπεία∙ και το άρρωστο περιποιείται και το υγειές προφυλάσσει και γενικώς ξεριζώνει , όσο είναι δυνατό , τα πάθη , τα οποία κατατυραννούν ποικιλοτρόπως στη ζωή τις ψυχές των ανθρώπων∙ και τούτο με κάποια μελωδική ψυχαγωγία και ευχαρίστηση που γεννά αγνή σκέψη. Τι έκανε λοιπόν το Πνεύμα το άγιο βλέποντας ότι το ανθρώπινο γένος δύσκολα οδηγείται προς την αρετή, και ότι εμείς εξ αιτίας της ροπής προς την ηδονή παραμελούμε τον ορθό βίο; Ανέμιξε με τις αλήθειες της πίστεως την τέρψη της μελωδίας, ώστε να δεχόμαστε χωρίς αντίδραση την ωφέλεια των λόγων που θα ακούονται γλυκά και απαλά. Έτσι και οι σοφοί ιατροί προσφέρουν και τα πικρότερα φάρμακα να τα πιούν δύσκολοι ασθενείς αλείφοντες πολλάκις το ποτήρι ολόγυρα με μέλι. Γι’ αυτό επινοήθησαν τα αρμονικά αυτά άσματα των Ψαλμών , ώστε και τα παιδιά , ή γενικώς και οι ανώριμοι στο ήθος να φαίνονται μεν ότι ψάλλουν , στην πραγματικότητα όμως να μορφώνονται ψυχικώς(…) Και ένα κανείς , από εκείνους που γίνονται θηρία ανήμερα από το θυμό, αρχίσει να λέγει τους ψαλμούς, αμέσως φεύγει η αγριότητα από την ψυχή του, διότι την αποκοίμισε με τη μελωδία.
Ο Ψαλμός γαληνεύει τις ψυχές, τις βραβεύει με ειρήνη, καθησυχάζει τους θορύβους και τα κύματα των λογισμών . Μαλακώνει την τάση της ψυχής για θυμό και σωφρονίζει την ακολασία της. Ο Ψαλμός συσφίγγει τη φιλία∙ ενώνει τα χωρισμένα∙ συμφιλιώνει τους εχθρούς. Διότι ποιός δύναται ακόμη να θεωρεί εχθρό εκείνον με τον οποίο ύψωσε την ίδια φωνή προς το Θεό; Ώστε η ψαλμωδία χορηγεί και το μέγιστο αγαθό, την αγάπη, διότι επινόησε ως συνδετικό κρίκο για την ένωση την από κοινού ψαλμωδία και συναρμόζει το λαό στη συμφωνία ενός χορού.
Ο ψαλμός πρέπει σε φυγή τους δαίμονες, επιφέρει τη βοήθεια των αγγέλων∙ είναι όπλο στους φόβους της νύχτας και ανάπαυση στους κόπους της ημέρας∙ ασφάλεια για τα νήπια∙ κόσμημα για τους ακμαίους στην ηλικία άνδρες∙ παρηγοριά για τους πρεσβυτέρους∙ στολίδι πάρα πολύ ταιριαστό για τις γυναίκες. Κατοικίζει τις ερήμους, σωφρονίζει τις συγκεντρώσεις∙ είναι βάση για τους αρχαρίους, αύξηση αυτών που προκόπτουν , στήριγμα των τελείων , φωνή της Εκκλησίας. Αυτός λαμπρύνει τις εορτές, αυτός προξενεί την κατά Θεό λύπη. Διό τι ο Ψαλμός εξάγει δάκρυ και από πέτρινη καρδιά.
Ο Ψαλμός είναι το έργο των αγγέλων , το ουράνιο πολίτευμα , το πνευματικό θυμίαμα. Ω τι σοφή επινόηση του διδασκάλου , ο οποίος επινόησε να ψάλλουμε και συγχρόνως να μαθαίνουμε τα ωφέλιμα! Για το λόγο αυτόν και κάπως βαθύτερα εγχαράσσονται τα διδάγματα στις ψυχές. Διότι μάθημα που έγινε με βία δεν είναι δυνατό να παραμείνει, όσα όμως εισέρχονται με ευχαρίστηση και χάρη, κάπως σταθερότατα κατοικούν στις ψυχές μας. Διότι τι δέ δύνασαι να μάθεις από εδώ; Δεν μαθαίνεις τη μεγαλοπρέπεια της ανδρείας; την ακρίβεια της δικαιοσύνης; τη σεμνότητα της σωφροσύνης; την τελειότητα της φρονήσεως; τον τρόπο της μετανοίας; τα μέτρα της υπομονής; και οτιδήποτε πείς από τα αγαθά; Εδώ ενυπάρχει τέλεια θεολογία∙ πρόρρηση της ενανθρωπίσεως του Χριστού∙ απειλή της κρίσεως∙ η ελπίδα της Αναστάσεως∙ ο φόβος της κολάσεως∙ οι υποσχέσεις για τη δόξα∙ αποκαλύψεις μυστηρίων. ‘Ολα είναι αποθησαυρισμένα στο βιβλίο των Ψαλμών ως σε κάποιο μεγάλο και κοινό θησαυροφυλάκιο.
Αποσπάσματα από την Ομιλία τις τον πρώτον Ψαλμόν, σε νεοελληνική απόδοση ( ΒΕΠΕΣ, τόμ, 52 , σελ. 11-12 Μigne .PG. τομ. 29, στ. 212-213)
Από το βιβλιαράκι: ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Περί των Ψαλμών
Το βιβλίο των Ψαλμών προφητεύει τα μέλλοντα∙ υπενθυμίζει τα παρελθόντα∙ θεσπίζει νόμους για τη ζωή∙ υποδεικνύει όσα πρέπει να πράξουμε και με ένα λόγο είναι κοινό ταμείο καλών διδαγμάτων που προμηθεύει στον καθένα το κατάλληλο σύμφωνα με τη σπουδή του. Διότι και τα παλαιά τραύματα των ψυχών θεραπεύει και στο νετραυματισθέντα αποδίδει γρήγορα τη θεραπεία∙ και το άρρωστο περιποιείται και το υγειές προφυλάσσει και γενικώς ξεριζώνει , όσο είναι δυνατό , τα πάθη , τα οποία κατατυραννούν ποικιλοτρόπως στη ζωή τις ψυχές των ανθρώπων∙ και τούτο με κάποια μελωδική ψυχαγωγία και ευχαρίστηση που γεννά αγνή σκέψη. Τι έκανε λοιπόν το Πνεύμα το άγιο βλέποντας ότι το ανθρώπινο γένος δύσκολα οδηγείται προς την αρετή, και ότι εμείς εξ αιτίας της ροπής προς την ηδονή παραμελούμε τον ορθό βίο; Ανέμιξε με τις αλήθειες της πίστεως την τέρψη της μελωδίας, ώστε να δεχόμαστε χωρίς αντίδραση την ωφέλεια των λόγων που θα ακούονται γλυκά και απαλά. Έτσι και οι σοφοί ιατροί προσφέρουν και τα πικρότερα φάρμακα να τα πιούν δύσκολοι ασθενείς αλείφοντες πολλάκις το ποτήρι ολόγυρα με μέλι. Γι’ αυτό επινοήθησαν τα αρμονικά αυτά άσματα των Ψαλμών , ώστε και τα παιδιά , ή γενικώς και οι ανώριμοι στο ήθος να φαίνονται μεν ότι ψάλλουν , στην πραγματικότητα όμως να μορφώνονται ψυχικώς(…) Και ένα κανείς , από εκείνους που γίνονται θηρία ανήμερα από το θυμό, αρχίσει να λέγει τους ψαλμούς, αμέσως φεύγει η αγριότητα από την ψυχή του, διότι την αποκοίμισε με τη μελωδία.
Ο Ψαλμός γαληνεύει τις ψυχές, τις βραβεύει με ειρήνη, καθησυχάζει τους θορύβους και τα κύματα των λογισμών . Μαλακώνει την τάση της ψυχής για θυμό και σωφρονίζει την ακολασία της. Ο Ψαλμός συσφίγγει τη φιλία∙ ενώνει τα χωρισμένα∙ συμφιλιώνει τους εχθρούς. Διότι ποιός δύναται ακόμη να θεωρεί εχθρό εκείνον με τον οποίο ύψωσε την ίδια φωνή προς το Θεό; Ώστε η ψαλμωδία χορηγεί και το μέγιστο αγαθό, την αγάπη, διότι επινόησε ως συνδετικό κρίκο για την ένωση την από κοινού ψαλμωδία και συναρμόζει το λαό στη συμφωνία ενός χορού.
Ο ψαλμός πρέπει σε φυγή τους δαίμονες, επιφέρει τη βοήθεια των αγγέλων∙ είναι όπλο στους φόβους της νύχτας και ανάπαυση στους κόπους της ημέρας∙ ασφάλεια για τα νήπια∙ κόσμημα για τους ακμαίους στην ηλικία άνδρες∙ παρηγοριά για τους πρεσβυτέρους∙ στολίδι πάρα πολύ ταιριαστό για τις γυναίκες. Κατοικίζει τις ερήμους, σωφρονίζει τις συγκεντρώσεις∙ είναι βάση για τους αρχαρίους, αύξηση αυτών που προκόπτουν , στήριγμα των τελείων , φωνή της Εκκλησίας. Αυτός λαμπρύνει τις εορτές, αυτός προξενεί την κατά Θεό λύπη. Διό τι ο Ψαλμός εξάγει δάκρυ και από πέτρινη καρδιά.
Ο Ψαλμός είναι το έργο των αγγέλων , το ουράνιο πολίτευμα , το πνευματικό θυμίαμα. Ω τι σοφή επινόηση του διδασκάλου , ο οποίος επινόησε να ψάλλουμε και συγχρόνως να μαθαίνουμε τα ωφέλιμα! Για το λόγο αυτόν και κάπως βαθύτερα εγχαράσσονται τα διδάγματα στις ψυχές. Διότι μάθημα που έγινε με βία δεν είναι δυνατό να παραμείνει, όσα όμως εισέρχονται με ευχαρίστηση και χάρη, κάπως σταθερότατα κατοικούν στις ψυχές μας. Διότι τι δέ δύνασαι να μάθεις από εδώ; Δεν μαθαίνεις τη μεγαλοπρέπεια της ανδρείας; την ακρίβεια της δικαιοσύνης; τη σεμνότητα της σωφροσύνης; την τελειότητα της φρονήσεως; τον τρόπο της μετανοίας; τα μέτρα της υπομονής; και οτιδήποτε πείς από τα αγαθά; Εδώ ενυπάρχει τέλεια θεολογία∙ πρόρρηση της ενανθρωπίσεως του Χριστού∙ απειλή της κρίσεως∙ η ελπίδα της Αναστάσεως∙ ο φόβος της κολάσεως∙ οι υποσχέσεις για τη δόξα∙ αποκαλύψεις μυστηρίων. ‘Ολα είναι αποθησαυρισμένα στο βιβλίο των Ψαλμών ως σε κάποιο μεγάλο και κοινό θησαυροφυλάκιο.
Αποσπάσματα από την Ομιλία τις τον πρώτον Ψαλμόν, σε νεοελληνική απόδοση ( ΒΕΠΕΣ, τόμ, 52 , σελ. 11-12 Μigne .PG. τομ. 29, στ. 212-213)
Από το βιβλιαράκι: ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο Ιωνάς και οι Νινευίτες
ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιωνᾶν τὸν τοῦ ᾿Αμαθὶ λέγων· 2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ, ὅτι ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆς κακίας αὐτῆς πρός με. 3 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωνᾶς τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσὶς ἐκ προσώπου Κυρίου καὶ κατέβη εἰς ᾿Ιόππην καὶ εὗρε πλοῖον βαδίζον εἰς Θαρσὶς καὶ ἔδωκε τὸν ναῦλον αὐτοῦ καὶ ἐνέβη εἰς αὐτὸ τοῦ πλεῦσαι μετ᾿ αὐτῶν εἰς Θαρσὶς ἐκ προσώπου Κυρίου. 4 καὶ Κύριος ἐξήγειρε πνεῦμα μέγα εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐγένετο κλύδων μέγας ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ τὸ πλοῖον ἐκινδύνευε τοῦ συντριβῆναι. 5 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ναυτικοὶ καὶ ἀνεβόησαν ἕκαστος πρὸς τὸ θεὸν αὐτοῦ καὶ ἐκβολὴν ἐποιήσαντο τῶν σκευῶν τῶν ἐν τῷ πλοίῳ εἰς τὴν θάλασσαν τοῦ κουφισθῆναι ἀπ᾿ αὐτῶν. ᾿Ιωνᾶς δὲ κατέβη εἰς τὴν κοίλην τοῦ πλοίου καὶ ἐκάθευδε καὶ ἔρρεγχε. 6 καὶ προσῆλθε πρὸς αὐτὸν ὁ πρωρεὺς καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί σὺ ρέγχεις; ἀνάστα καὶ ἐπικαλοῦ τὸν Θεόν σου, ὅπως διασώσῃ ὁ Θεὸς ἡμᾶς καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα. 7 καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· δεῦτε βάλωμεν κλήρους καὶ ἐπιγνῶμεν τίνος ἕνεκεν ἡ κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν; καὶ ἔβαλον κλήρους, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ ᾿Ιωνᾶν. 8 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀπάγγειλον ἡμῖν τίνος ἕνεκεν ἡ κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν; τίς σου ἡ ἐργασία ἐστί; καὶ πόθεν ἔρχῃ, καὶ τοῦ πορεύῃ, καὶ ἐκ ποίας χώρας καὶ ἐκ ποίου λαοῦ εἶ σύ; 9 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· δοῦλος Κυρίου εἰμὶ ἐγὼ καὶ τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐγὼ σέβομαι, ὃς ἐποίησε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν. 10 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἄνδρες φόβον μέγαν καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· τί τοῦτο ἐποίησας; διότι ἔγνωσαν οἱ ἄνδρες, ὅτι ἐκ προσώπου Κυρίου ἦν φεύγων, ὅτι ἀπήγγειλεν αὐτοῖς. 11 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· τί ποιήσομέν σοι καὶ κοπάσει ἡ θάλασσα ἀφ᾿ ἡμῶν; ὅτι ἡ θάλασσα ἐπορεύετο καὶ ἐξήγειρε μᾶλλον κλύδωνα. 12 καὶ εἶπεν ᾿Ιωνᾶς πρὸς αὐτούς· ἄρατέ με καὶ ἐμβάλετέ με εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ κοπάσει ἡ θάλασσα ἀφ᾿ ὑμῶν· διότι ἔγνωκα ἐγὼ ὅτι δι᾿ ἐμὲ ὁ κλύδων ὁ μέγας οὗτος ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐστι. 13 καὶ παρεβιάζοντο οἱ ἄνδρες τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς τὴν γῆν καὶ οὐκ ἠδύναντο, ὅτι ἡ θάλασσα ἐπορεύετο καὶ ἐξηγείρετο μᾶλλον ἐπ᾿ αὐτούς. 14 καὶ ἀνεβόησαν πρὸς Κύριον καὶ εἶπαν· μηδαμῶς, Κύριε, μὴ ἀπολώμεθα ἕνεκεν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ μὴ δῷς ἐφ᾿ ἡμᾶς αἷμα δίκαιον, διότι σύ, Κύριε, ὃν τρόπον ἐβούλου, πεποίηκας. 15 καὶ ἔλαβον τὸν ᾿Ιωνᾶν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἔστη ἡ θάλασσα ἐκ τοῦ σάλου αὐτῆς. 16 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἄνδρες φόβῳ μεγάλῳ τὸν Κύριον καὶ ἔθησαν θυσίαν τῷ Κυρίῳ καὶ ηὔξαντο τὰς εὐχάς.
ΚΑΙ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν ᾿Ιωνᾶν· καὶ ἦν ᾿Ιωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. 2 καὶ προσηύξατο ᾿Ιωνᾶς πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους 3 καὶ εἶπεν·
᾿Εβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέ μου· ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἤκουσας φωνῆς μου. 4 ἀπέρριψάς με εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης, καὶ ποταμοὶ ἐκύκλωσάν με· πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον. 5 καὶ ἐγὼ εἶπα· ἀπῶσμαι ἐξ ὀφθαλμῶν σου· ἆρα προσθήσω τοῦ ἐπιβλέψαι με πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου; 6 περιεχύθη μοι ὕδωρ ἕως ψυχῆς, ἄβυσσος ἐκύκλωσέ με ἐσχάτη, ἔδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων. 7 κατέβην εἰς γῆν, ἧς οἱ μοχλοὶ αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι, καὶ ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρὸς σὲ Κύριε ὁ Θεός μου. 8 ἐν τῷ ἐκλείπειν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ψυχήν μου τοῦ Κυρίου ἐμνήσθην, καὶ ἔλθοι πρὸς σὲ ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν τὸ ἅγιόν σου. 9 φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον. 10 ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοι, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοι εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίῳ.
11 Καὶ προσέταξε Κύριος τῷ κήτει, καὶ ἐξέβαλε τὸν ᾿Ιωνᾶν ἐπὶ τὴν ξηράν
ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιωνᾶν ἐκ δευτέρου λέγων· 2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ κατὰ τὸ κήρυγμα τὸ ἔμπροσθεν, ὃ ἐγὼ ἐλάλησα πρός σε. 3 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωνᾶς καὶ ἐπορεύθη εἰς Νινευή, καθὰ ἐλάλησε Κύριος· ἡ δὲ Νινευὴ ἦν πόλις μεγάλη τῷ Θεῷ ὡσεὶ πορείας ὁδοῦ τριῶν ἡμερῶν. 4 καὶ ἤρξατο ᾿Ιωνᾶς τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν ὡσεὶ πορείαν ἡμέρας μιᾶς καὶ ἐκήρυξε καὶ εἶπεν· ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται. 5 καὶ ἐπίστευσαν οἱ ἄνδρες Νινευὴ τῷ Θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστείαν καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν. 6 καὶ ἤγγισεν ὁ λόγος πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Νινευή, καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ περιείλετο τὴν στολὴν αὐτοῦ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ σποδοῦ. 7 καὶ ἐκηρύχθη καὶ ἐρρέθη ἐν τῇ Νινευὴ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ λέγων· οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες καὶ τὰ πρόβατα μὴ γευσάσθωσαν μηδὲ νεμέσθωσαν μηδὲ ὕδωρ πιέτωσαν. 8 καὶ περιεβάλλοντο σάκκους οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενῶς· καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀδικίας τῆς ἐν χερσὶν αὐτῶν λέγοντες· 9 τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα; 10 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε.
4
ΚΑΙ ἐλυπήθη ᾿Ιωνᾶς λύπην μεγάλην καὶ συνεχύθη, 2 καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον καὶ εἶπεν· ῏Ω Κύριε, οὐχ οὗτοι οἱ λόγοι μου ἔτι ὄντος μου ἐν τῇ γῇ μου; διὰ τοῦτο προέφθασα τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσίς, διότι ἔγνων ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις. 3 καὶ νῦν, δέσποτα Κύριε, λάβε τὴν ψυχήν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι καλὸν τὸ ἀποθανεῖν με μᾶλλον, ἢ ζῆν με. 4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ᾿Ιωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σύ; 5 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωνᾶς ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι τῆς πόλεως· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἐκεῖ σκηνὴν καὶ ἐκάθητο ὑποκάτω αὐτῆς, ἕως οὗ ἀπίδῃ τί ἔσται τῇ πόλει. 6 καὶ προσέταξε Κύριος ὁ Θεὸς κολοκύνθῃ, καὶ ἀνέβη ὑπὲρ κεφαλῆς τοῦ ᾿Ιωνᾶ τοῦ εἶναι σκιὰν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σκιάζειν αὐτῷ ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτοῦ. καὶ ἐχάρη ᾿Ιωνᾶς ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ χαρὰν μεγάλην. 7 καὶ προσέταξεν ὁ Θεὸς σκώληκι ἑωθινῇ τῇ ἐπαύριον, καὶ ἐπάταξε τὴν κολοκύνθαν, καὶ ἀπεξηράνθη. 8 καὶ ἐγένετο ἅμα τῷ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον καὶ προσέταξεν ὁ Θεὸς πνεύματι καύσωνι συγκαίοντι, καὶ ἐπάταξεν ὁ ἥλιος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ ᾿Ιωνᾶ· καὶ ὠλιγοψύχησε καὶ ἐπελέγετο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ εἶπε· καλόν μοι ἀποθανεῖν με ἢ ζῆν. 9 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς ᾿Ιωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σὺ ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ; καὶ εἶπε· σφόδρα λελύπημαι ἐγὼ ἑως θανάτου. 10 καὶ εἶπε Κύριος· σὺ ἐφείσω ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης, ὑπὲρ ἧς οὐκ ἐκακοπάθησας ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲ ἐξέθρεψας αὐτήν, ἣ ἐγενήθη ὑπὸ νύκτα καὶ ὑπὸ νύκτα ἀπώλετο. 11 ἐγὼ δὲ οὐ φείσομαι ὑπὲρ Νινευὴ τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἐν ᾗ κατοικοῦσι πλείους ἢ δώδεκα μυριάδες ἀνθρώπων, οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν δεξιὰν αὐτῶν ἢ ἀριστερὰν αὐτῶν, καὶ κτήνη πολλά;
ΑΠΟΔΟΣΗ
Και μίλησε ο Κύριος στον Ιωνά στον γιό του Αμαθί και είπε∙ σήκω επάνω και πήγαινε στην Νινευή την μεγάλη πόλη και κήρυξε σ’ αυτή ότι έφτασε η κραυγή της κακίας της σε μένα. Και σηκώθηκε ο Ιωνάς να φύγει στην Θαρσίς από το πρόσωπο του Κυρίου και κατέβηκε στην Ιόππη και βρήκε πλοίο που πήγαινε στη Θαρσίς και έδωσε ναύλα και ανέβηκε πάνω να πλεύσει μαζί τους στη Θαρσίς μακριά από τον Κύριο. Και ο Κύριος σήκωσε μεγάλο άνεμο στη θάλασσα και έγινε ταραχή μεγάλη και το πλοίο κινδύνευσε να συντριβεί. Και φοβήθηκαν οι ναυτικοί και φώναζε ο καθένας στον θεό του και πέταξαν όλα τα σκεύη του πλοίου στη θάλασσα για να ελαφρώσει το πλοίο. Και ο Ιωνάς κατέβηκε στο αμπάρι του πλοίου και κοιμόταν και ροχάλιζε. Και ήρθε σ’ αυτόν ο οδηγός και του είπε. Τι κοιμάσαι; Σήκω και επικαλέσου τον Θεό σου , για να μας διασώσει ο Θεός και να μη χαθούμε. Και είπαν όλοι μεταξύ τους∙ ας βάλουμε κλήρο και θα καταλάβουμε για ποιόν γίνεται αυτό το κακό σε εμάς. Και βάλανε κλήρο και έπεσε ο κλήρος στον Ιωνά. Και του είπαν. Πες μας για ποιο λόγο μας συμβαίνει αυτό το κακό; Τι έκανες και από πού έρχεσαι και που πας και ποιος είναι ο λαός σου και η χώρα σου; Και τους είπε∙ είμαι δούλος του Κυρίου και σέβομαι εγώ τον Κύριο του ουρανού και της γής ο οποίος κατασκεύασε την θάλασσα και τη ξηρά. Και φοβήθηκαν οι άνδρες πολύ και του είπαν∙ γιατί το έκανες; Γιατί γνώρισαν οι άνδρες ότι προσπάθησε να φύγει από το πρόσωπο του Κυρίου από αυτά που τους είπε∙ και του είπαν. Τι πρέπει να κάνουμε για να σταματήσει η θάλασσα. Επειδή η θάλασσα αγρίευε περισσότερο. Και τους είπε ο Ιωνάς∙ σηκώστε με και βάλτε με στην θάλασσα, και θα σταματήσει η θάλασσα από το κακό. Διότι γνώρισα ότι η θάλασσα αγρίεψε έτσι από εμένα. Και προσπάθησαν οι άνδρες να γυρίσουν πίσω στην στεριά αλλά η θάλασσα τους τραβούσε περισσότερο προς τα μέσα. Και φώναξαν με μεγάλη φωνή και ειπαν∙ Να μη χαθούμε Κύριε εξ’αιτίας της ψυχής του ανθρώπου αυτού, και μη να εκδικηθείς για το αίμα του το δίκαιο, γιατί εσύ , Κύριε, ότι ήθελες το έκανες. Και πήραν τον Ιωνά και τον έβαλαν στην θάλασσα, και φοβήθηκαν οι άνδρες με μεγάλο φόβο τον Κύριο και θυσίασαν στον Κύριο και έκαναν προσευχές.
Και πρόσταξε ο Κύριος και ένα κήτος μεγάλο κατάπιε τον Ιωνά∙ και ήταν ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους τρείς ημέρες και τρείς νύκτες. Και προσευχήθηκε ο Ιωνάς στον Κύριο τον Θεό του μέσα από την κοιλιά του κήτους και είπε∙
Φώναξα στη θλίψη μου προς τον Κύριο τον Θεό μου, και με άκουσε∙ μέσα από την κοιλιά του άδη άκουσε την κραυγή της φωνής μου. Με έριξες στα βάθη της καρδιάς της θάλασσας, και με κύκλωσαν ποταμοί νερού∙ όλοι οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου έπεσαν πάνω μου. Και εγώ είπα∙ έφυγα από τα μάτια σου. Άρα θα μπορέσω να δω τον άγιο ναό σου; Χύθηκε νερό πάνω μου έως μέσα στην ψυχή μου, και στο τέλος με κύκλωσε η άβυσσος, και ακούμπησε το κεφάλι μου στις σχισμές των βουνών. Κατέβηκα στην γη της οποίας τα αμπάρια είναι γεμάτα αιώνια και ας σωθεί από τη φθορά η ζωή μου, χάρη σε εσένα Κύριε ο Θεός μου. Και ενώ χανόταν η ψυχή μου θυμήθηκα τον Κύριο, και ήλθε η προσευχή μου στον άγιο ναό σου. Αυτοί που φυλάγουν μάταια πράγματα και ψεύτικα θα τους εγκαταλείψει το έλεος του Θεού. Εγώ με φωνή αινέσεως και εξομολογήσεως θα θυσιάσω σε εσένα, και όσα σου υποσχέθηκα θα σου τα αποδώσω για τη σωτηρία μου σε εσένα Κύριε.
Και πρόσταξε ο Κύριος στο κήτος και έβγαλε έξω τον Ιωνά στην ξηρά.
Και είπε ο Κύριος στον Ιωνά δια δεύτερη φορά∙ σήκω και πήγαινε στην Νινευή την πόλη τη μεγάλη και κήρυξε σε αυτή σύμφωνα με το κήρυγμα που σου είπα νωρίτερα. Και σηκώθηκε ο Ιωνάς και πήγε στη Νινευή , όπως τον είπε ο Κύριος. Και η Νινευή ήταν πόλη μεγάλη από τον Θεό τόσο όση η πορεία τριών ημερών. Και αφού έκανε πορεία μιας ημέρας ο Ιωνάς στην πόλη κήρυξε και είπε∙ ακόμα τρείς ημέρες και η Νινευή θα καταστραφεί. Και πίστεψαν οι άνδρες της Νινευή στον Θεό και κήρυξαν νηστεία και ντύθηκαν με σάκους μικροί και μεγάλοι. Και έφτασε ο λόγος αυτός στον βασιλιά της Νινευή και σηκώθηκε από τον θρόνο του και έβγαλε τη στολή του και μόνος τους ντύθηκε και σάκο και κάθισε πάνω σε στάχτη. Και έδωσε πρόσταγμα στην Νινευή ο Βασιλιάς και οι μεγιστάνες του λέγοντας οι άνθρωποι και τα ζώα και τα βόδια και τα πρόβατα να μην φάνε ούτε να πιούν νερό. Και ντύθηκαν σάκους οι άνθρωποι και τα ζώα και φώναξαν προς τη Θεό με δύναμη. Και σταμάτησαν τα πονηρά και την αδικία των χεριών τους και είπαν∙ ποιος γνωρίζει αν θα αλλάξει γνώμη ο Θεός και θα σταματήσει ο θυμός του και δεν θα χαθούμε; Και είδε ο Θεός τα έργα τους, ότι μετάνιωσαν από τον δρόμο τον πονηρό , και μετάνιωσε ο Θεός για το κακό που τους είπε ότι θα τους έκανε, και δεν το έκανε.
Και λυπήθηκε ο Ιωνάς πολύ και συγχύστηκε. Και προσευχήθηκε στον Κύριο και είπε. Ω Κύριε, δεν το έλεγα εγώ στον εαυτό μου όταν ήμουν ακόμα στη γή μου; Γι’ αυτό πρόλαβα να φύγω στην Θαρσίς , διότι γνώριζα ότι εσύ είσαι ελεήμονας και εύσπλαχνος, υπομονετικός και πολυέλαιος και αλλάζεις γνώμη στις κακίες των ανθρώπων. Και τώρα δέσποτα πάρε τη ζωή μου γιατί είναι καλύτερα να πεθάνω παρά να ζω. Και είπε ο Κύριος τον Ιωνά. Τόσο πολύ λυπήθηκες; Και βγήκε ο Ιωνάς από την πόλη και κάθισε απέναντι της∙ και έκανε μια σκηνή και καθόταν κάτω από αυτήν, έως ότου να δει τι θα γινόταν με την πόλη. Και πρόσταξε ο Κύριος και μια κολοκύθα ανέβηκε πάνω από το κεφάλι του Ιωνά για να του κάνει σκιά πάνω από το κεφάλι του∙ και χάρηκε ο Ιωνάς για την κολοκύθα πάρα πολύ. Και πρόσταξε ο Θεός σκουλήκι και χτύπησε την κολοκύθα και ξεράθηκε. Και βγήκε ο ήλιος και πρόσταξε ο Θεός ζεστός αέρας και ο ήλιος να χτυπήσουν στο κεφάλι του Ιωνά∙ και λιγοψύχησε και έλεγε στην ψυχή του∙ καλύτερα να πεθάνω παρά να ζω. Και του είπε ο Θεός∙ τόσο πολύ λυπάσαι για την κολοκύθα; Και είπε∙ πάρα πολύ λυπάμαι μέχρι θανάτου. Και είπε ο Κύριος∙ εσύ λυπάσαι για την κολοκύθα για την οποία ούτε κακοπάθησες ούτε μεγάλωσες αλλά γεννήθηκε σε μια νύχτα και σε μια νύχτα χάθηκε∙ και εγώ δεν θα λυπηθώ για τη Νινευή την μεγάλη πόλη, στην οποία κατοικούν πάνω από εκατόν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι δεν γνωρίζουν να ξεχωρίσουν το αριστερό τους χέρι από το δεξιό, και ζώα πολλά;
ΚΑΙ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν ᾿Ιωνᾶν· καὶ ἦν ᾿Ιωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. 2 καὶ προσηύξατο ᾿Ιωνᾶς πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους 3 καὶ εἶπεν·
᾿Εβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέ μου· ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἤκουσας φωνῆς μου. 4 ἀπέρριψάς με εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης, καὶ ποταμοὶ ἐκύκλωσάν με· πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον. 5 καὶ ἐγὼ εἶπα· ἀπῶσμαι ἐξ ὀφθαλμῶν σου· ἆρα προσθήσω τοῦ ἐπιβλέψαι με πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου; 6 περιεχύθη μοι ὕδωρ ἕως ψυχῆς, ἄβυσσος ἐκύκλωσέ με ἐσχάτη, ἔδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων. 7 κατέβην εἰς γῆν, ἧς οἱ μοχλοὶ αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι, καὶ ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρὸς σὲ Κύριε ὁ Θεός μου. 8 ἐν τῷ ἐκλείπειν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ψυχήν μου τοῦ Κυρίου ἐμνήσθην, καὶ ἔλθοι πρὸς σὲ ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν τὸ ἅγιόν σου. 9 φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον. 10 ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοι, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοι εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίῳ.
11 Καὶ προσέταξε Κύριος τῷ κήτει, καὶ ἐξέβαλε τὸν ᾿Ιωνᾶν ἐπὶ τὴν ξηράν
ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιωνᾶν ἐκ δευτέρου λέγων· 2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ κατὰ τὸ κήρυγμα τὸ ἔμπροσθεν, ὃ ἐγὼ ἐλάλησα πρός σε. 3 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωνᾶς καὶ ἐπορεύθη εἰς Νινευή, καθὰ ἐλάλησε Κύριος· ἡ δὲ Νινευὴ ἦν πόλις μεγάλη τῷ Θεῷ ὡσεὶ πορείας ὁδοῦ τριῶν ἡμερῶν. 4 καὶ ἤρξατο ᾿Ιωνᾶς τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν ὡσεὶ πορείαν ἡμέρας μιᾶς καὶ ἐκήρυξε καὶ εἶπεν· ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται. 5 καὶ ἐπίστευσαν οἱ ἄνδρες Νινευὴ τῷ Θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστείαν καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν. 6 καὶ ἤγγισεν ὁ λόγος πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Νινευή, καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ περιείλετο τὴν στολὴν αὐτοῦ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ σποδοῦ. 7 καὶ ἐκηρύχθη καὶ ἐρρέθη ἐν τῇ Νινευὴ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ λέγων· οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες καὶ τὰ πρόβατα μὴ γευσάσθωσαν μηδὲ νεμέσθωσαν μηδὲ ὕδωρ πιέτωσαν. 8 καὶ περιεβάλλοντο σάκκους οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενῶς· καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀδικίας τῆς ἐν χερσὶν αὐτῶν λέγοντες· 9 τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα; 10 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε.
4
ΚΑΙ ἐλυπήθη ᾿Ιωνᾶς λύπην μεγάλην καὶ συνεχύθη, 2 καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον καὶ εἶπεν· ῏Ω Κύριε, οὐχ οὗτοι οἱ λόγοι μου ἔτι ὄντος μου ἐν τῇ γῇ μου; διὰ τοῦτο προέφθασα τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσίς, διότι ἔγνων ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις. 3 καὶ νῦν, δέσποτα Κύριε, λάβε τὴν ψυχήν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι καλὸν τὸ ἀποθανεῖν με μᾶλλον, ἢ ζῆν με. 4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ᾿Ιωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σύ; 5 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωνᾶς ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι τῆς πόλεως· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἐκεῖ σκηνὴν καὶ ἐκάθητο ὑποκάτω αὐτῆς, ἕως οὗ ἀπίδῃ τί ἔσται τῇ πόλει. 6 καὶ προσέταξε Κύριος ὁ Θεὸς κολοκύνθῃ, καὶ ἀνέβη ὑπὲρ κεφαλῆς τοῦ ᾿Ιωνᾶ τοῦ εἶναι σκιὰν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σκιάζειν αὐτῷ ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτοῦ. καὶ ἐχάρη ᾿Ιωνᾶς ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ χαρὰν μεγάλην. 7 καὶ προσέταξεν ὁ Θεὸς σκώληκι ἑωθινῇ τῇ ἐπαύριον, καὶ ἐπάταξε τὴν κολοκύνθαν, καὶ ἀπεξηράνθη. 8 καὶ ἐγένετο ἅμα τῷ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον καὶ προσέταξεν ὁ Θεὸς πνεύματι καύσωνι συγκαίοντι, καὶ ἐπάταξεν ὁ ἥλιος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ ᾿Ιωνᾶ· καὶ ὠλιγοψύχησε καὶ ἐπελέγετο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ εἶπε· καλόν μοι ἀποθανεῖν με ἢ ζῆν. 9 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς ᾿Ιωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σὺ ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ; καὶ εἶπε· σφόδρα λελύπημαι ἐγὼ ἑως θανάτου. 10 καὶ εἶπε Κύριος· σὺ ἐφείσω ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης, ὑπὲρ ἧς οὐκ ἐκακοπάθησας ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲ ἐξέθρεψας αὐτήν, ἣ ἐγενήθη ὑπὸ νύκτα καὶ ὑπὸ νύκτα ἀπώλετο. 11 ἐγὼ δὲ οὐ φείσομαι ὑπὲρ Νινευὴ τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἐν ᾗ κατοικοῦσι πλείους ἢ δώδεκα μυριάδες ἀνθρώπων, οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν δεξιὰν αὐτῶν ἢ ἀριστερὰν αὐτῶν, καὶ κτήνη πολλά;
ΑΠΟΔΟΣΗ
Και μίλησε ο Κύριος στον Ιωνά στον γιό του Αμαθί και είπε∙ σήκω επάνω και πήγαινε στην Νινευή την μεγάλη πόλη και κήρυξε σ’ αυτή ότι έφτασε η κραυγή της κακίας της σε μένα. Και σηκώθηκε ο Ιωνάς να φύγει στην Θαρσίς από το πρόσωπο του Κυρίου και κατέβηκε στην Ιόππη και βρήκε πλοίο που πήγαινε στη Θαρσίς και έδωσε ναύλα και ανέβηκε πάνω να πλεύσει μαζί τους στη Θαρσίς μακριά από τον Κύριο. Και ο Κύριος σήκωσε μεγάλο άνεμο στη θάλασσα και έγινε ταραχή μεγάλη και το πλοίο κινδύνευσε να συντριβεί. Και φοβήθηκαν οι ναυτικοί και φώναζε ο καθένας στον θεό του και πέταξαν όλα τα σκεύη του πλοίου στη θάλασσα για να ελαφρώσει το πλοίο. Και ο Ιωνάς κατέβηκε στο αμπάρι του πλοίου και κοιμόταν και ροχάλιζε. Και ήρθε σ’ αυτόν ο οδηγός και του είπε. Τι κοιμάσαι; Σήκω και επικαλέσου τον Θεό σου , για να μας διασώσει ο Θεός και να μη χαθούμε. Και είπαν όλοι μεταξύ τους∙ ας βάλουμε κλήρο και θα καταλάβουμε για ποιόν γίνεται αυτό το κακό σε εμάς. Και βάλανε κλήρο και έπεσε ο κλήρος στον Ιωνά. Και του είπαν. Πες μας για ποιο λόγο μας συμβαίνει αυτό το κακό; Τι έκανες και από πού έρχεσαι και που πας και ποιος είναι ο λαός σου και η χώρα σου; Και τους είπε∙ είμαι δούλος του Κυρίου και σέβομαι εγώ τον Κύριο του ουρανού και της γής ο οποίος κατασκεύασε την θάλασσα και τη ξηρά. Και φοβήθηκαν οι άνδρες πολύ και του είπαν∙ γιατί το έκανες; Γιατί γνώρισαν οι άνδρες ότι προσπάθησε να φύγει από το πρόσωπο του Κυρίου από αυτά που τους είπε∙ και του είπαν. Τι πρέπει να κάνουμε για να σταματήσει η θάλασσα. Επειδή η θάλασσα αγρίευε περισσότερο. Και τους είπε ο Ιωνάς∙ σηκώστε με και βάλτε με στην θάλασσα, και θα σταματήσει η θάλασσα από το κακό. Διότι γνώρισα ότι η θάλασσα αγρίεψε έτσι από εμένα. Και προσπάθησαν οι άνδρες να γυρίσουν πίσω στην στεριά αλλά η θάλασσα τους τραβούσε περισσότερο προς τα μέσα. Και φώναξαν με μεγάλη φωνή και ειπαν∙ Να μη χαθούμε Κύριε εξ’αιτίας της ψυχής του ανθρώπου αυτού, και μη να εκδικηθείς για το αίμα του το δίκαιο, γιατί εσύ , Κύριε, ότι ήθελες το έκανες. Και πήραν τον Ιωνά και τον έβαλαν στην θάλασσα, και φοβήθηκαν οι άνδρες με μεγάλο φόβο τον Κύριο και θυσίασαν στον Κύριο και έκαναν προσευχές.
Και πρόσταξε ο Κύριος και ένα κήτος μεγάλο κατάπιε τον Ιωνά∙ και ήταν ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους τρείς ημέρες και τρείς νύκτες. Και προσευχήθηκε ο Ιωνάς στον Κύριο τον Θεό του μέσα από την κοιλιά του κήτους και είπε∙
Φώναξα στη θλίψη μου προς τον Κύριο τον Θεό μου, και με άκουσε∙ μέσα από την κοιλιά του άδη άκουσε την κραυγή της φωνής μου. Με έριξες στα βάθη της καρδιάς της θάλασσας, και με κύκλωσαν ποταμοί νερού∙ όλοι οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου έπεσαν πάνω μου. Και εγώ είπα∙ έφυγα από τα μάτια σου. Άρα θα μπορέσω να δω τον άγιο ναό σου; Χύθηκε νερό πάνω μου έως μέσα στην ψυχή μου, και στο τέλος με κύκλωσε η άβυσσος, και ακούμπησε το κεφάλι μου στις σχισμές των βουνών. Κατέβηκα στην γη της οποίας τα αμπάρια είναι γεμάτα αιώνια και ας σωθεί από τη φθορά η ζωή μου, χάρη σε εσένα Κύριε ο Θεός μου. Και ενώ χανόταν η ψυχή μου θυμήθηκα τον Κύριο, και ήλθε η προσευχή μου στον άγιο ναό σου. Αυτοί που φυλάγουν μάταια πράγματα και ψεύτικα θα τους εγκαταλείψει το έλεος του Θεού. Εγώ με φωνή αινέσεως και εξομολογήσεως θα θυσιάσω σε εσένα, και όσα σου υποσχέθηκα θα σου τα αποδώσω για τη σωτηρία μου σε εσένα Κύριε.
Και πρόσταξε ο Κύριος στο κήτος και έβγαλε έξω τον Ιωνά στην ξηρά.
Και είπε ο Κύριος στον Ιωνά δια δεύτερη φορά∙ σήκω και πήγαινε στην Νινευή την πόλη τη μεγάλη και κήρυξε σε αυτή σύμφωνα με το κήρυγμα που σου είπα νωρίτερα. Και σηκώθηκε ο Ιωνάς και πήγε στη Νινευή , όπως τον είπε ο Κύριος. Και η Νινευή ήταν πόλη μεγάλη από τον Θεό τόσο όση η πορεία τριών ημερών. Και αφού έκανε πορεία μιας ημέρας ο Ιωνάς στην πόλη κήρυξε και είπε∙ ακόμα τρείς ημέρες και η Νινευή θα καταστραφεί. Και πίστεψαν οι άνδρες της Νινευή στον Θεό και κήρυξαν νηστεία και ντύθηκαν με σάκους μικροί και μεγάλοι. Και έφτασε ο λόγος αυτός στον βασιλιά της Νινευή και σηκώθηκε από τον θρόνο του και έβγαλε τη στολή του και μόνος τους ντύθηκε και σάκο και κάθισε πάνω σε στάχτη. Και έδωσε πρόσταγμα στην Νινευή ο Βασιλιάς και οι μεγιστάνες του λέγοντας οι άνθρωποι και τα ζώα και τα βόδια και τα πρόβατα να μην φάνε ούτε να πιούν νερό. Και ντύθηκαν σάκους οι άνθρωποι και τα ζώα και φώναξαν προς τη Θεό με δύναμη. Και σταμάτησαν τα πονηρά και την αδικία των χεριών τους και είπαν∙ ποιος γνωρίζει αν θα αλλάξει γνώμη ο Θεός και θα σταματήσει ο θυμός του και δεν θα χαθούμε; Και είδε ο Θεός τα έργα τους, ότι μετάνιωσαν από τον δρόμο τον πονηρό , και μετάνιωσε ο Θεός για το κακό που τους είπε ότι θα τους έκανε, και δεν το έκανε.
Και λυπήθηκε ο Ιωνάς πολύ και συγχύστηκε. Και προσευχήθηκε στον Κύριο και είπε. Ω Κύριε, δεν το έλεγα εγώ στον εαυτό μου όταν ήμουν ακόμα στη γή μου; Γι’ αυτό πρόλαβα να φύγω στην Θαρσίς , διότι γνώριζα ότι εσύ είσαι ελεήμονας και εύσπλαχνος, υπομονετικός και πολυέλαιος και αλλάζεις γνώμη στις κακίες των ανθρώπων. Και τώρα δέσποτα πάρε τη ζωή μου γιατί είναι καλύτερα να πεθάνω παρά να ζω. Και είπε ο Κύριος τον Ιωνά. Τόσο πολύ λυπήθηκες; Και βγήκε ο Ιωνάς από την πόλη και κάθισε απέναντι της∙ και έκανε μια σκηνή και καθόταν κάτω από αυτήν, έως ότου να δει τι θα γινόταν με την πόλη. Και πρόσταξε ο Κύριος και μια κολοκύθα ανέβηκε πάνω από το κεφάλι του Ιωνά για να του κάνει σκιά πάνω από το κεφάλι του∙ και χάρηκε ο Ιωνάς για την κολοκύθα πάρα πολύ. Και πρόσταξε ο Θεός σκουλήκι και χτύπησε την κολοκύθα και ξεράθηκε. Και βγήκε ο ήλιος και πρόσταξε ο Θεός ζεστός αέρας και ο ήλιος να χτυπήσουν στο κεφάλι του Ιωνά∙ και λιγοψύχησε και έλεγε στην ψυχή του∙ καλύτερα να πεθάνω παρά να ζω. Και του είπε ο Θεός∙ τόσο πολύ λυπάσαι για την κολοκύθα; Και είπε∙ πάρα πολύ λυπάμαι μέχρι θανάτου. Και είπε ο Κύριος∙ εσύ λυπάσαι για την κολοκύθα για την οποία ούτε κακοπάθησες ούτε μεγάλωσες αλλά γεννήθηκε σε μια νύχτα και σε μια νύχτα χάθηκε∙ και εγώ δεν θα λυπηθώ για τη Νινευή την μεγάλη πόλη, στην οποία κατοικούν πάνω από εκατόν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι δεν γνωρίζουν να ξεχωρίσουν το αριστερό τους χέρι από το δεξιό, και ζώα πολλά;
Ο πόκος ο ένδροσος
Από τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου
Εκ σου η δρόσος απέσταξε, φλογμόν πολυθεΐας η λύσασα∙ όθεν βοώμεν σοι∙ Χαίρε ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών Παρθένε προεθεάσατο.
ΚΡΙΤΑΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ
36 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· εἰ σύ σώζεις ἐν χειρί μου τὸν ᾿Ισραὴλ καθὼς ἐλάλησας, 37 ἰδοὺ ἐγὼ τίθημι τὸν πόκον τοῦ ἐρίου ἐν τῇ ἅλωνι· ἐὰν δρόσος γένηται ἐπὶ τὸν πόκον μόνον καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ξηρασία, γνώσομαι ὅτι σώσεις ἐν χειρί μου τὸν ᾿Ισραήλ, καθὼς ἐλάλησας. 38 καὶ ἐγένετο οὕτως· καὶ ὤρθρισε τῇ ἐπαύριον καὶ ἐξεπίασε τὸν πόκον, καὶ ἔσταξε δρόσος ἀπὸ τοῦ πόκου, πλήρης λεκάνη ὕδατος. 39 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· μὴ δὴ ὀργισθήτω ὁ θυμός σου ἐν ἐμοί, καὶ λαλήσω ἔτι ἅπαξ· πειράσω δὴ καί γε ἔτι ἅπαξ ἐν τῷ πόκῳ, καὶ γενέσθω ἡ ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν γενηθήτω δρόσος. 40 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς οὕτως ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ· καὶ ἐγένετο ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἐγενήθη δρόσος.
Απόδοση
Και είπε ο Γεδεών προς τον Θεό∙ αν με εμένα θα σώσεις του Ισραηλίτες καθώς είπες, θα βάλω προβιά (πόκο) στο αλώνι∙ αν γίνει δροσιά πάνω στην προβιά μόνο και ξηρασία σε όλη τη γη, θα γνωρίσω ότι πραγματικά θα σώσεις με εμένα τους Ισραηλίτες, όπως μου μίλησες. Και έτσι έγινε∙ σηκώθηκε το πρωί και έπιασε τον πόκο και έσταξε δροσιά από τον πόκο ως μια λεκάνη ολόκληρη. Και είπε ο Γεδεών προς τον Θεό∙ μην οργιστείς μαζί μου γιατί θα σου πω κάτι ακόμα τελευταίο∙ θα δοκιμάσω ακόμη μια φορά τον πόκο και ας γίνει ξηρασία πάνω του και σε όλη τη γη δροσιά. Και έτσι έκανε ο Θεός εκείνη την νύχτα∙ και έγινε ξηρασία πάνω στον πόκο μόνο, και σε όλη τη γη έγινε δροσιά.
Εκ σου η δρόσος απέσταξε, φλογμόν πολυθεΐας η λύσασα∙ όθεν βοώμεν σοι∙ Χαίρε ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών Παρθένε προεθεάσατο.
ΚΡΙΤΑΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ
36 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· εἰ σύ σώζεις ἐν χειρί μου τὸν ᾿Ισραὴλ καθὼς ἐλάλησας, 37 ἰδοὺ ἐγὼ τίθημι τὸν πόκον τοῦ ἐρίου ἐν τῇ ἅλωνι· ἐὰν δρόσος γένηται ἐπὶ τὸν πόκον μόνον καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ξηρασία, γνώσομαι ὅτι σώσεις ἐν χειρί μου τὸν ᾿Ισραήλ, καθὼς ἐλάλησας. 38 καὶ ἐγένετο οὕτως· καὶ ὤρθρισε τῇ ἐπαύριον καὶ ἐξεπίασε τὸν πόκον, καὶ ἔσταξε δρόσος ἀπὸ τοῦ πόκου, πλήρης λεκάνη ὕδατος. 39 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· μὴ δὴ ὀργισθήτω ὁ θυμός σου ἐν ἐμοί, καὶ λαλήσω ἔτι ἅπαξ· πειράσω δὴ καί γε ἔτι ἅπαξ ἐν τῷ πόκῳ, καὶ γενέσθω ἡ ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν γενηθήτω δρόσος. 40 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς οὕτως ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ· καὶ ἐγένετο ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἐγενήθη δρόσος.
Απόδοση
Και είπε ο Γεδεών προς τον Θεό∙ αν με εμένα θα σώσεις του Ισραηλίτες καθώς είπες, θα βάλω προβιά (πόκο) στο αλώνι∙ αν γίνει δροσιά πάνω στην προβιά μόνο και ξηρασία σε όλη τη γη, θα γνωρίσω ότι πραγματικά θα σώσεις με εμένα τους Ισραηλίτες, όπως μου μίλησες. Και έτσι έγινε∙ σηκώθηκε το πρωί και έπιασε τον πόκο και έσταξε δροσιά από τον πόκο ως μια λεκάνη ολόκληρη. Και είπε ο Γεδεών προς τον Θεό∙ μην οργιστείς μαζί μου γιατί θα σου πω κάτι ακόμα τελευταίο∙ θα δοκιμάσω ακόμη μια φορά τον πόκο και ας γίνει ξηρασία πάνω του και σε όλη τη γη δροσιά. Και έτσι έκανε ο Θεός εκείνη την νύχτα∙ και έγινε ξηρασία πάνω στον πόκο μόνο, και σε όλη τη γη έγινε δροσιά.
Ο Μωυσής και η βάτος
Απο τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου
Μωσής κατενόησε εν βάτω, το μέγα μυστήριον του τόκου σου∙ Παίδες προεικόνισαν , τούτο εμφανέστατα, μέσον πυρός ιστάμενοι , και μη φλεγόμενοι, ακήρατε αγία Παρθένε∙ όθεν σε υμνούμε εις πάντας τους αιώνας.
ΕΞΟΔΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΑΙ Μωυσῆς ἦν ποιμαίνων τὰ πρόβατα ᾿Ιοθόρ τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ τοῦ ἱερέως Μαδιὰμ καὶ ἤγαγε τὰ πρόβατα ὑπὸ τὴν ἔρημον καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ. 2 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο. 3 εἶπε δὲ Μωυσῆς· παρελθὼν ὄψομαι τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο, ὅτι οὐ κατακαίεται ὁ βάτος. 4 ὡς δὲ εἶδε Κύριος ὅτι προσάγει ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων· Μωυσῆ, Μωυσῆ. ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστι; 5 ὁ δὲ εἶπε· μή ἐγγίσῃς ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί. 6 καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 7 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τῆς κραυγῆς αὐτῶν ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν· οἶδα γὰρ τὴν ὀδύνην αὐτῶν, 8 καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ ᾿Αμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων 9 καὶ νῦν ἰδοὺ κραυγὴ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἥκει πρός με, κἀγὼ ἑώρακα τὸν θλιμμόν, ὃν οἱ Αἰγύπτιοι θλίβουσιν αὐτούς. 10 καὶ νῦν δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ἐξάξεις τὸν λαόν μου τοὺς υἱοὺς ᾿Ισρὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 11 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· τίς εἰμι ἐγώ, ὅτι πορεύσομαι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐξάξω τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου; 12 εἶπε δὲ ὁ Θεὸς Μωυσῇ λέγων· ὅτι ἔσομαι μετὰ σοῦ, καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον, ὅτι ἐγώ σε ἐξαποστέλλω ἐν τῷ ἐξαγαγεῖν σε τὸν λαόν μου ἐξ Αἰγύπτου καὶ λατρεύσετε τῷ Θεῷ ἐν τῷ ὄρει τούτῳ. 13 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξελεύσομαι πρὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς. ἐρωτήσουσί με· τί ὄνομα αὐτῷ; τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; 14 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἐγώ εἰμι ὁ ὤν. καὶ εἶπεν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς. 15 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πάλιν πρὸς Μωυσῆν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακὼβ ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς· τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα αἰώνιον καὶ μνημόσυνον γενεῶν γενεαῖς. 16 ἐλθὼν οὖν συνάγαγε τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ὦπταί μοι, Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ, λέγων· ἐπισκοπῇ ἐπέσκεμμαι ὑμᾶς καὶ ὅσα συμβέβηκεν ὑμῖν ἐν Αἰγύπτῳ. 17 καὶ εἶπεν· ἀναβιβάσω ὑμᾶς ἐκ τῆς κακώσεως τῶν Αἰγυπτίων εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ ᾿Αμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων, εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. 18 καὶ εἰσακούσονταί σου τῆς φωνῆς· καὶ εἰσελεύσῃ σὺ καὶ ἡ γερουσία ᾿Ισραὴλ πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· ὁ Θεὸς τῶν ῾Εβραίων προσκέκληται ἡμᾶς· πορευσόμεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, ἵνα θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. 19 ἐγὼ δὲ οἶδα ὅτι οὐ προήσεται ὑμᾶς Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου πορευθῆναι, ἐὰν μὴ μετὰ χειρὸς κραταιᾶς. 20 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα πατάξω τοὺς Αἰγυπτίους ἐν πᾶσι τοῖς θαυμασίοις μου, οἷς ποιήσω ἐν αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐξαποστελεῖ ὑμᾶς. 21 καὶ δώσω χάριν τῷ λαῷ τούτῳ ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων· ὅταν δὲ ἀποτρέχητε, οὐκ ἀπελεύσεσθε κενοί· 22 ἀλλὰ αἰτήσει γυνὴ παρὰ γείτονος καὶ συσκήνου αὐτῆς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμόν, καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν καὶ σκυλεύσετε τούς Αἰγυπτίους.
ΚΑΦΑΛΑΙΟ 4
ΑΠΕΚΡΙΘΗ δὲ Μωυσῆς καὶ εἶπεν· ἐὰν μὴ πιστεύσωσί μοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς μου, ἐροῦσι γάρ, ὅτι οὐκ ὦπταί σοι ὁ Θεός, τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; 2 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; ὁ δὲ εἶπε· ράβδος. 3 καὶ εἶπε· ρίψον αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἔρριψεν αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο ὄφις· καὶ ἔφυγε Μωυσῆς ἀπ᾿ αὐτοῦ. 4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρα καὶ ἐπιλαβοῦ τῆς κέρκου· ἐκτείνας οὖν τὴν χεῖρα ἐπελάβετο τῆς κέρκου, καὶ ἐγένετο ράβδος ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· 5 ἵνα πιστεύσωσί σοι ὅτι ὦπταί σοι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων αὐτῶν, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. 6 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡσεὶ χιών. 7 καὶ εἶπε πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὴν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀποκατέστη εἰς τὴν χρόαν τῆς σαρκὸς αὐτῆς. 8 ἐὰν δὲ μὴ πιστεύσωσί σοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ πρώτου, πιστεύσουσί σοι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ δευτέρου. 9 καὶ ἔσται ἐὰν μὴ πιστεύσωσί σοι τοῖς δυσὶ σημείοις τούτοις, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς σου, λήψῃ ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐκχεεῖς ἐπὶ τὸ ξηρόν, καὶ ἔσται τὸ ὕδωρ, ὃ ἐὰν λάβῃς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, αἷμα ἐπὶ τοῦ ξηροῦ. 10 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον· δέομαι, Κύριε, οὐχ ἱκανός εἰμι πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, οὐδὲ ἀφ᾿ οὗ ἤρξω λαλεῖν τῷ θεράποντί σου· ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος ἐγώ εἰμι. 11 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· τίς ἔδωκε στόμα ἀνθρώπῳ, καὶ τίς ἐποίησε δύσκωφον καὶ κωφόν, βλέποντα καὶ τυφλόν; οὐκ ἐγὼ ὁ Θεός; 12 καὶ νῦν πορεύου, καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου, καὶ συμβιβάσω σε, ὃ μέλλεις λαλῆσαι. 13 καὶ εἶπε Μωυσῆς· δέομαι, Κύριε, προχείρισαι δυνάμενον ἄλλον, ὃν ἀποστελεῖς. 14 καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ Κύριος ἐπὶ Μωυσῆν εἶπεν· οὐκ ἰδοὺ ᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου ὁ Λευΐτης; ἐπίσταμαι ὅτι λαλῶν λαλήσει αὐτός σοι· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν σοι καὶ ἰδών σε χαρήσεται ἐν ἑαυτῷ. 15 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτὸν καὶ δώσεις τὰ ρήματά μου εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ συμβιβάσω ὑμᾶς ἃ ποιήσετε. 16 καὶ αὐτός σοι λαλήσει πρὸς τὸν λαόν, καὶ αὐτὸς ἔσται σου στόμα, σὺ δὲ αὐτῷ ἔσῃ τὰ πρὸς τὸν Θεόν. 17 καὶ τὴν ράβδον ταύτην τὴν στραφεῖσαν εἰς ὄφιν λήψῃ ἐν τῇ χειρί σου, ἐν ᾗ ποιήσεις ἐν αὐτῇ τὰ σημεῖα.
Απόδοση
Και ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του Ιοθόρ του γαμπρού του ιερέα της Μαδιάμ και οδήγησε τα πρόβατα μέσω της ερήμου και ήλθε στο όρος Χωρήβ. Και του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου μέσα σε πύρινη φλόγα από το βάτο , και βλέπει ότι ο βάτος καίγεται σε φωτιά, αλλά ο βάτος δεν καιγόταν. Και είπε ο Μωυσής∙ θα πάω κοντά να δω το μεγάλο αυτό όραμα, ότι δεν καίγεται η βάτος. Και καθώς τον είδε ο Κύριος ότι πλησιάζει να δει, τον φώναξε ο Κύριος από τη βάτο λέγοντας∙ Μωησή , Μωυσή. Και απάντησε∙ τι είναι; Και του είπε∙ μη πλησιάζεις εδώ. Λύσε τα υποδήματα από τα πόδια σου∙ διότι ο τόπος που στέκεσαι είναι γη αγία∙ και είπε∙ εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου , Θεός του Αβραάμ και Θεός του Ισαάκ και Θεός του Ιακώβ. Γύρισε να μη βλέπει ο Μωυσής το πρόσωπο του. Είχε ευλάβεια ο Μωυσής να βλέπει προς τον Θεό. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή∙ είδα την ταλαιπωρία του λαού μου στην Αίγυπτο και άκουσα την κραυγή του από τους τύραννους του. Είδα τον πόνο τους και κατέβηκα να του ελευθερώσω από τα χέρια των Αιγυπτίων και να τους οδηγήσω έξω από αυτή τη γη και να τους πάω σε γη αγαθή και μεγάλη , όπου ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων, και να, δες η κραυγή των παιδιών του Ισραήλ έφτασε σε μένα, και εγώ είδα τη θλίψη που τους κάνουν οι Αιγύπτιοι. Και τώρα θα σε στείλω στον Φαραώ τον βασιλιά της Αιγύπτου, και θα βγάλεις τον λαό μου, τους γιους του Ισραήλ, από την γη της Αιγύπτου. Και είπε Μωυσής προς τον Θεό∙ ποιος είμαι εγώ που θα πάω στον Φαραώ τον βασιλιά της Αιγύπτου, και που θα βγάλω του γιούς του Ισραήλ από την Αίγυπτο; Είπε ο Θεός στον Μωυσή∙ αυτό θα είναι σημάδι για σένα ότι θα είμαι μαζί σου και ότι εγώ σε στέλνω για να βγάλεις τον λαό μου από την Αίγυπτο και θα λατρεύσετε τον Θεό στο όρος αυτό. Και είπε Μωυσής προς τον Θεό∙ θα πάω εγώ προς τους γιούς του Ισραήλ και θα τους πω∙ ο Θεός των πατέρων σας με στέλνει∙ και θα με ρωτήσουν∙ ποιο είναι το όνομά του; Τι θα τους πω εγώ; Και είπε ο Θεός στον Μωυσή∙ εγώ είμαι ο ών. Και είπε∙ έτσι θα πείς στους γιούς του Ισραήλ∙ ο ών με έστειλε σε εσάς. Και είπε ο Θεός πάλι στον Μωυσή∙ έτσι θα πεις τους γιούς του Ισραήλ∙ Κύριος ο Θεός των πατέρων μας , ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ με έστειλε σε εσάς. Αυτό είναι το όνομα μου και η ενθύμησή μου από γενιά σε γενιά. Πήγαινε και μάζεψε τη γερουσία του Ισραήλ και πες τους. Κύριος ο Θεός των πατέρων μας μου φανερώθηκε, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ και μου είπε∙ παρατήρησα όσα σας συμβαίνουν στην Αίγυπτο. Και είπε∙ θα σας ελευθερώσω από τη σκλαβιά της Αιγύπτου και θα σας ανεβάσω στη γη των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων όπου εκεί ρέει γάλα και μέλι. Και θα σε πιστέψουν∙ και θα πας εσύ και η γερουσία του Ισραήλ προς τον βασιλιά Φαραώ της Αιγύπτου και θα του πείς∙ ο Θεός των Εβραίων μας κάλεσε∙ θα πάμε λοιπόν δρόμο τριών ημερών στην έρημο για να θυσιάσουμε στον Θεό μας. Και εγώ γνωρίζω ότι δεν θα σας αφήσει ο Φαραώ ο βασιλιάς της Αιγύπτου να πάτε, παρά μόνο με την κραταιά δύναμη μου. Και θα απλώσω το χέρι μου και θα χτυπήσω του Αιγυπτίους με όλα τα θαυμάσια που θα κάνω σε αυτούς, και μετά θα σας αποστείλει. Και θα δώσω δώρα στο λαό αυτό ενάντια στους Αιγυπτίους. Όταν θα φεύγετε δεν θα φεύγετε με άδεια χέρια∙ αλλά θα ζητήσουν οι γυναίκες σας από τους γείτονες σκεύη αργυρά και χρυσά και ρούχα και θα τα δώσετε στους γιους και στις θυγατέρες σας και θα τα πάρετε τρόπαια.
Του αποκρίθηκε ο Μωυσής και είπε∙ εάν δεν με πιστέψουν, ούτε ακούσουν ότι τους πω, και αν μου πουν δεν είδες τον Θεό, τι θα τους πω; Και του είπε ο Κύριος. Τι κρατάς στα χέρια σου; Και είπε∙ ράβδο. Και είπε∙ ρίξε την πάνω στη γη. Και την έριξε και έγινε φίδι∙ και έφυγε ο Μωυσής από αυτό. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή∙ άπλωσε το χέρι σου και πιάσε την άκρη του φιδιού∙ άπλωσε το χέρι του και έπιασε το φίδι και έγινε ραβδί πάνω στο χέρι του∙ για να πιστεύσουν ότι σου φανερώθηκε ο Θεός των πατέρων τους, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Και του είπε ο Κύριος πάλι. Βάλε το χέρι σου στο στήθος σου. Και έβαλε το χέρι του στο στήθος του∙ και έβγαλε το χέρι από το στήθος του και έγινε το χέρι του σαν χιόνι. Και είπε παλι ∙ βάλε το χέρι του στο στήθος σου. και το έβγαλε και αποκαταστάθηκε στο χέρι στο χρώμα της σάρκας του. Και εάν δεν σε πιστεύσουν , ούτε στο σημείο το πρώτο ούτε στο σημείο το δεύτερο και αν δεν ακούσουν σε ότι τους λες, θα πάρεις από το νερό του ποταμού και θα το χύσεις στην ξηρά και το νερό αυτό που θα πάρεις θα γίνει αίμα πάνω στην ξηρά. Είπε ο Μωυσής προς τον Κύριο∙ Σε παρακαλώ Κύριε δεν είμαι ικανός, ούτε χθες ήμουν , ούτε θα είμαι αύριο, ούτε και όταν θα ξεκινήσω να μιλάω. Γιατί είμαι ισχνόφωνος και βραδύγλωσσός. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή. Ποιος έδωσε στόμα στον άνθρωπο και ποιος έκανε τον βαρήκοο και τον κουφό, αυτόν που βλέπει και τον τυφλό; Δεν το έκανα εγώ ο Θεός; Και τώρα πήγαινε, και εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και θα κανονίσω ότι πρόκειται να πεις. Και είπε ο Μωυσής. σε παρακαλώ Κύριε, βάλε κάποιον άλλον που να μπορεί, τον οποίο θα στείλεις. Και θύμωσε ο Κύριος με τον Μωυσή και είπε∙ δεν είναι αυτός ο αδελφός σου ο Ααρών ο Λευίτης; Γνωρίζω ότι θα μιλήσει αυτός για σένα∙ και να θα τον συναντήσεις και θα χαρεί που θα σε δεί. Και θα του μιλήσεις και θα του δώσεις τα λόγια μου στο στόμα του ∙ και θα ανοίξω το στόμα σου και το στόμα του και θα κανονίσω αυτά που πρέπει να κάνετε∙ και αυτός θα μιλήσει για εσένα προς τον λαό, και αυτός θα είναι το στόμα σου, και εσύ θα του είσαι τα προ τον Θεό. Και αυτή τη ράβδο που έγινε φίδι θα είναι στο χέρι σου και θα κάνεις με αυτή σημεία.
Μωσής κατενόησε εν βάτω, το μέγα μυστήριον του τόκου σου∙ Παίδες προεικόνισαν , τούτο εμφανέστατα, μέσον πυρός ιστάμενοι , και μη φλεγόμενοι, ακήρατε αγία Παρθένε∙ όθεν σε υμνούμε εις πάντας τους αιώνας.
ΕΞΟΔΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΑΙ Μωυσῆς ἦν ποιμαίνων τὰ πρόβατα ᾿Ιοθόρ τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ τοῦ ἱερέως Μαδιὰμ καὶ ἤγαγε τὰ πρόβατα ὑπὸ τὴν ἔρημον καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ. 2 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο. 3 εἶπε δὲ Μωυσῆς· παρελθὼν ὄψομαι τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο, ὅτι οὐ κατακαίεται ὁ βάτος. 4 ὡς δὲ εἶδε Κύριος ὅτι προσάγει ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων· Μωυσῆ, Μωυσῆ. ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστι; 5 ὁ δὲ εἶπε· μή ἐγγίσῃς ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί. 6 καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 7 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τῆς κραυγῆς αὐτῶν ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν· οἶδα γὰρ τὴν ὀδύνην αὐτῶν, 8 καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ ᾿Αμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων 9 καὶ νῦν ἰδοὺ κραυγὴ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἥκει πρός με, κἀγὼ ἑώρακα τὸν θλιμμόν, ὃν οἱ Αἰγύπτιοι θλίβουσιν αὐτούς. 10 καὶ νῦν δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ἐξάξεις τὸν λαόν μου τοὺς υἱοὺς ᾿Ισρὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 11 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· τίς εἰμι ἐγώ, ὅτι πορεύσομαι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐξάξω τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου; 12 εἶπε δὲ ὁ Θεὸς Μωυσῇ λέγων· ὅτι ἔσομαι μετὰ σοῦ, καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον, ὅτι ἐγώ σε ἐξαποστέλλω ἐν τῷ ἐξαγαγεῖν σε τὸν λαόν μου ἐξ Αἰγύπτου καὶ λατρεύσετε τῷ Θεῷ ἐν τῷ ὄρει τούτῳ. 13 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξελεύσομαι πρὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς. ἐρωτήσουσί με· τί ὄνομα αὐτῷ; τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; 14 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἐγώ εἰμι ὁ ὤν. καὶ εἶπεν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς. 15 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πάλιν πρὸς Μωυσῆν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακὼβ ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς· τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα αἰώνιον καὶ μνημόσυνον γενεῶν γενεαῖς. 16 ἐλθὼν οὖν συνάγαγε τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ὦπταί μοι, Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ, λέγων· ἐπισκοπῇ ἐπέσκεμμαι ὑμᾶς καὶ ὅσα συμβέβηκεν ὑμῖν ἐν Αἰγύπτῳ. 17 καὶ εἶπεν· ἀναβιβάσω ὑμᾶς ἐκ τῆς κακώσεως τῶν Αἰγυπτίων εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ ᾿Αμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων, εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. 18 καὶ εἰσακούσονταί σου τῆς φωνῆς· καὶ εἰσελεύσῃ σὺ καὶ ἡ γερουσία ᾿Ισραὴλ πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· ὁ Θεὸς τῶν ῾Εβραίων προσκέκληται ἡμᾶς· πορευσόμεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, ἵνα θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. 19 ἐγὼ δὲ οἶδα ὅτι οὐ προήσεται ὑμᾶς Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου πορευθῆναι, ἐὰν μὴ μετὰ χειρὸς κραταιᾶς. 20 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα πατάξω τοὺς Αἰγυπτίους ἐν πᾶσι τοῖς θαυμασίοις μου, οἷς ποιήσω ἐν αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐξαποστελεῖ ὑμᾶς. 21 καὶ δώσω χάριν τῷ λαῷ τούτῳ ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων· ὅταν δὲ ἀποτρέχητε, οὐκ ἀπελεύσεσθε κενοί· 22 ἀλλὰ αἰτήσει γυνὴ παρὰ γείτονος καὶ συσκήνου αὐτῆς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμόν, καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν καὶ σκυλεύσετε τούς Αἰγυπτίους.
ΚΑΦΑΛΑΙΟ 4
ΑΠΕΚΡΙΘΗ δὲ Μωυσῆς καὶ εἶπεν· ἐὰν μὴ πιστεύσωσί μοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς μου, ἐροῦσι γάρ, ὅτι οὐκ ὦπταί σοι ὁ Θεός, τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; 2 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; ὁ δὲ εἶπε· ράβδος. 3 καὶ εἶπε· ρίψον αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἔρριψεν αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο ὄφις· καὶ ἔφυγε Μωυσῆς ἀπ᾿ αὐτοῦ. 4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρα καὶ ἐπιλαβοῦ τῆς κέρκου· ἐκτείνας οὖν τὴν χεῖρα ἐπελάβετο τῆς κέρκου, καὶ ἐγένετο ράβδος ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· 5 ἵνα πιστεύσωσί σοι ὅτι ὦπταί σοι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων αὐτῶν, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. 6 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡσεὶ χιών. 7 καὶ εἶπε πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὴν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀποκατέστη εἰς τὴν χρόαν τῆς σαρκὸς αὐτῆς. 8 ἐὰν δὲ μὴ πιστεύσωσί σοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ πρώτου, πιστεύσουσί σοι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ δευτέρου. 9 καὶ ἔσται ἐὰν μὴ πιστεύσωσί σοι τοῖς δυσὶ σημείοις τούτοις, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς σου, λήψῃ ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐκχεεῖς ἐπὶ τὸ ξηρόν, καὶ ἔσται τὸ ὕδωρ, ὃ ἐὰν λάβῃς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, αἷμα ἐπὶ τοῦ ξηροῦ. 10 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον· δέομαι, Κύριε, οὐχ ἱκανός εἰμι πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, οὐδὲ ἀφ᾿ οὗ ἤρξω λαλεῖν τῷ θεράποντί σου· ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος ἐγώ εἰμι. 11 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· τίς ἔδωκε στόμα ἀνθρώπῳ, καὶ τίς ἐποίησε δύσκωφον καὶ κωφόν, βλέποντα καὶ τυφλόν; οὐκ ἐγὼ ὁ Θεός; 12 καὶ νῦν πορεύου, καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου, καὶ συμβιβάσω σε, ὃ μέλλεις λαλῆσαι. 13 καὶ εἶπε Μωυσῆς· δέομαι, Κύριε, προχείρισαι δυνάμενον ἄλλον, ὃν ἀποστελεῖς. 14 καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ Κύριος ἐπὶ Μωυσῆν εἶπεν· οὐκ ἰδοὺ ᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου ὁ Λευΐτης; ἐπίσταμαι ὅτι λαλῶν λαλήσει αὐτός σοι· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν σοι καὶ ἰδών σε χαρήσεται ἐν ἑαυτῷ. 15 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτὸν καὶ δώσεις τὰ ρήματά μου εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ συμβιβάσω ὑμᾶς ἃ ποιήσετε. 16 καὶ αὐτός σοι λαλήσει πρὸς τὸν λαόν, καὶ αὐτὸς ἔσται σου στόμα, σὺ δὲ αὐτῷ ἔσῃ τὰ πρὸς τὸν Θεόν. 17 καὶ τὴν ράβδον ταύτην τὴν στραφεῖσαν εἰς ὄφιν λήψῃ ἐν τῇ χειρί σου, ἐν ᾗ ποιήσεις ἐν αὐτῇ τὰ σημεῖα.
Απόδοση
Και ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του Ιοθόρ του γαμπρού του ιερέα της Μαδιάμ και οδήγησε τα πρόβατα μέσω της ερήμου και ήλθε στο όρος Χωρήβ. Και του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου μέσα σε πύρινη φλόγα από το βάτο , και βλέπει ότι ο βάτος καίγεται σε φωτιά, αλλά ο βάτος δεν καιγόταν. Και είπε ο Μωυσής∙ θα πάω κοντά να δω το μεγάλο αυτό όραμα, ότι δεν καίγεται η βάτος. Και καθώς τον είδε ο Κύριος ότι πλησιάζει να δει, τον φώναξε ο Κύριος από τη βάτο λέγοντας∙ Μωησή , Μωυσή. Και απάντησε∙ τι είναι; Και του είπε∙ μη πλησιάζεις εδώ. Λύσε τα υποδήματα από τα πόδια σου∙ διότι ο τόπος που στέκεσαι είναι γη αγία∙ και είπε∙ εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου , Θεός του Αβραάμ και Θεός του Ισαάκ και Θεός του Ιακώβ. Γύρισε να μη βλέπει ο Μωυσής το πρόσωπο του. Είχε ευλάβεια ο Μωυσής να βλέπει προς τον Θεό. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή∙ είδα την ταλαιπωρία του λαού μου στην Αίγυπτο και άκουσα την κραυγή του από τους τύραννους του. Είδα τον πόνο τους και κατέβηκα να του ελευθερώσω από τα χέρια των Αιγυπτίων και να τους οδηγήσω έξω από αυτή τη γη και να τους πάω σε γη αγαθή και μεγάλη , όπου ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων, και να, δες η κραυγή των παιδιών του Ισραήλ έφτασε σε μένα, και εγώ είδα τη θλίψη που τους κάνουν οι Αιγύπτιοι. Και τώρα θα σε στείλω στον Φαραώ τον βασιλιά της Αιγύπτου, και θα βγάλεις τον λαό μου, τους γιους του Ισραήλ, από την γη της Αιγύπτου. Και είπε Μωυσής προς τον Θεό∙ ποιος είμαι εγώ που θα πάω στον Φαραώ τον βασιλιά της Αιγύπτου, και που θα βγάλω του γιούς του Ισραήλ από την Αίγυπτο; Είπε ο Θεός στον Μωυσή∙ αυτό θα είναι σημάδι για σένα ότι θα είμαι μαζί σου και ότι εγώ σε στέλνω για να βγάλεις τον λαό μου από την Αίγυπτο και θα λατρεύσετε τον Θεό στο όρος αυτό. Και είπε Μωυσής προς τον Θεό∙ θα πάω εγώ προς τους γιούς του Ισραήλ και θα τους πω∙ ο Θεός των πατέρων σας με στέλνει∙ και θα με ρωτήσουν∙ ποιο είναι το όνομά του; Τι θα τους πω εγώ; Και είπε ο Θεός στον Μωυσή∙ εγώ είμαι ο ών. Και είπε∙ έτσι θα πείς στους γιούς του Ισραήλ∙ ο ών με έστειλε σε εσάς. Και είπε ο Θεός πάλι στον Μωυσή∙ έτσι θα πεις τους γιούς του Ισραήλ∙ Κύριος ο Θεός των πατέρων μας , ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ με έστειλε σε εσάς. Αυτό είναι το όνομα μου και η ενθύμησή μου από γενιά σε γενιά. Πήγαινε και μάζεψε τη γερουσία του Ισραήλ και πες τους. Κύριος ο Θεός των πατέρων μας μου φανερώθηκε, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ και μου είπε∙ παρατήρησα όσα σας συμβαίνουν στην Αίγυπτο. Και είπε∙ θα σας ελευθερώσω από τη σκλαβιά της Αιγύπτου και θα σας ανεβάσω στη γη των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων όπου εκεί ρέει γάλα και μέλι. Και θα σε πιστέψουν∙ και θα πας εσύ και η γερουσία του Ισραήλ προς τον βασιλιά Φαραώ της Αιγύπτου και θα του πείς∙ ο Θεός των Εβραίων μας κάλεσε∙ θα πάμε λοιπόν δρόμο τριών ημερών στην έρημο για να θυσιάσουμε στον Θεό μας. Και εγώ γνωρίζω ότι δεν θα σας αφήσει ο Φαραώ ο βασιλιάς της Αιγύπτου να πάτε, παρά μόνο με την κραταιά δύναμη μου. Και θα απλώσω το χέρι μου και θα χτυπήσω του Αιγυπτίους με όλα τα θαυμάσια που θα κάνω σε αυτούς, και μετά θα σας αποστείλει. Και θα δώσω δώρα στο λαό αυτό ενάντια στους Αιγυπτίους. Όταν θα φεύγετε δεν θα φεύγετε με άδεια χέρια∙ αλλά θα ζητήσουν οι γυναίκες σας από τους γείτονες σκεύη αργυρά και χρυσά και ρούχα και θα τα δώσετε στους γιους και στις θυγατέρες σας και θα τα πάρετε τρόπαια.
Του αποκρίθηκε ο Μωυσής και είπε∙ εάν δεν με πιστέψουν, ούτε ακούσουν ότι τους πω, και αν μου πουν δεν είδες τον Θεό, τι θα τους πω; Και του είπε ο Κύριος. Τι κρατάς στα χέρια σου; Και είπε∙ ράβδο. Και είπε∙ ρίξε την πάνω στη γη. Και την έριξε και έγινε φίδι∙ και έφυγε ο Μωυσής από αυτό. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή∙ άπλωσε το χέρι σου και πιάσε την άκρη του φιδιού∙ άπλωσε το χέρι του και έπιασε το φίδι και έγινε ραβδί πάνω στο χέρι του∙ για να πιστεύσουν ότι σου φανερώθηκε ο Θεός των πατέρων τους, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Και του είπε ο Κύριος πάλι. Βάλε το χέρι σου στο στήθος σου. Και έβαλε το χέρι του στο στήθος του∙ και έβγαλε το χέρι από το στήθος του και έγινε το χέρι του σαν χιόνι. Και είπε παλι ∙ βάλε το χέρι του στο στήθος σου. και το έβγαλε και αποκαταστάθηκε στο χέρι στο χρώμα της σάρκας του. Και εάν δεν σε πιστεύσουν , ούτε στο σημείο το πρώτο ούτε στο σημείο το δεύτερο και αν δεν ακούσουν σε ότι τους λες, θα πάρεις από το νερό του ποταμού και θα το χύσεις στην ξηρά και το νερό αυτό που θα πάρεις θα γίνει αίμα πάνω στην ξηρά. Είπε ο Μωυσής προς τον Κύριο∙ Σε παρακαλώ Κύριε δεν είμαι ικανός, ούτε χθες ήμουν , ούτε θα είμαι αύριο, ούτε και όταν θα ξεκινήσω να μιλάω. Γιατί είμαι ισχνόφωνος και βραδύγλωσσός. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή. Ποιος έδωσε στόμα στον άνθρωπο και ποιος έκανε τον βαρήκοο και τον κουφό, αυτόν που βλέπει και τον τυφλό; Δεν το έκανα εγώ ο Θεός; Και τώρα πήγαινε, και εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και θα κανονίσω ότι πρόκειται να πεις. Και είπε ο Μωυσής. σε παρακαλώ Κύριε, βάλε κάποιον άλλον που να μπορεί, τον οποίο θα στείλεις. Και θύμωσε ο Κύριος με τον Μωυσή και είπε∙ δεν είναι αυτός ο αδελφός σου ο Ααρών ο Λευίτης; Γνωρίζω ότι θα μιλήσει αυτός για σένα∙ και να θα τον συναντήσεις και θα χαρεί που θα σε δεί. Και θα του μιλήσεις και θα του δώσεις τα λόγια μου στο στόμα του ∙ και θα ανοίξω το στόμα σου και το στόμα του και θα κανονίσω αυτά που πρέπει να κάνετε∙ και αυτός θα μιλήσει για εσένα προς τον λαό, και αυτός θα είναι το στόμα σου, και εσύ θα του είσαι τα προ τον Θεό. Και αυτή τη ράβδο που έγινε φίδι θα είναι στο χέρι σου και θα κάνεις με αυτή σημεία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)