Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ-ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΕΝΑΓΙΑΣ

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΕΝΑΓΙΑΣ


‘’Δεν επιθυμώ πλέον τα πλούτη της γης. Συ είσαι και θα είσαι ο ιδικός μου θησαυρός εις την ζωήν αυτήν και εις την αιωνιότητα. Σου αφιερώνω, Χριστέ μου, όλην μου την καρδίαν και όλην μου την θέλησιν. Άλλοτε αύτη ήτο η πλέον ανυπότακτος εις Σε, αλλά τώρα Σου αφιερώνω εντελώς αυτήν .Γνώρισόν μοι τι ζητείς παρ’ εμού. Είμαι έτοιμος να το εκτελέσω δια της χάριτός Σου. Τακτοποίησε εντελώς τα κατ’εμέ.Δ έχομαι εκ των προτέρων με τελείαν αυταπάρνηση παν ό,τι θελήσει η αγαθότης Σου να μου στείλη. Ω Θεέ μου,απείρως αγαπητέ! Με ηγάπησας μέχρι σημείου του ν’αποθάνης δι’εμέ. Σε αγαπώ από μέσα από την καρδίαν μου. Σε αγαπώ περισσότερον από τον εαυτόν μου τον ίδιον και αναθέτω την ψυχήν μου εις τας χείράς Σου. Παραιτούμαι από σήμερον από όλην την προσπάθειαν και την αγάπην του κόσμου. Εγκαταλείπω το έργον μου και παραδίδω τον εαυτό μου εις Σε. Δημιουργέ μου,δι’αυτά τα άγια πάθη Σου δέξαι με και διατήρησόν με πιστόν μέχρι του θανάτου μου. Εις το εξής Ιησού μου,δεν επιθυμώ πλέον να ζήσω παρά μόνον διά Σε. Δεν επιθυμώ να ζητήσω τίποτε άλλο,παρά μόνον το θελημά Σου.Βοήθησόν με διά της Χάριτός Σου.Και Συ,Παναγία Θεοτόκε,η ελπίς μου,μη μου αρνηθής,δέομαι,της προστασίας Σου’’

Μία τέτοια προσευχή-θυσία και θυμίαμα καρδιακό σήμαινε την επιστροφή του προς στον Θεό.

………………………………………………………………………………………



Βρισκόταν φοιτητής, στην Ζυρίχη, την εποχή που το ορμητικό κύμα της αθεϊας στην Ευρώπη. Όταν ήμουν φοιτητής, θα διηγηθή αργότερα σε αγιορείτες πατέρες, μας έβαζαν να γράφουμε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο..και αν δεν το γράφαμε, δεν μας έδιναν προβιβάσιμο βαθμό! ’Βρε πάτερ Γεράσιμε,του έλεγε τότε κάποιος απλοϊκός ασκητής, τέτοια πράγματα διδάσκουν στα Πανεπιστήμια!! Είδαμε ποτέ κυπαρίσσι να γεννήση μιά καρυδιά, η φύτρωσε ποτέ κανένα πεύκο από αμυγδαλιά; Άλλο είδος το ένα κι άλλο είδος το άλλο. Και γιατί τώρα δεν γίνονται άνθρωποι από τον πίθηκο;;



ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ


Απο τη ΔΑΦΝΗ


ΑΠ’ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΖΩΣΙΜΑ

Περί του ρώσου μοναχού και της σημασίας του


Πατέρες και διδάσκαλοι μου τι είναι καλόγερος; Οι μορφωμένοι άνθρωποι του καιρού μας προφέρουν τούτη τη έξη κοροϊδευτικά και είναι πολλοί που την ξεστομίζουν και σα βρισιά ακόμα. Κι όσοι περνάει ο καιρός τόσο και χειροτερεύει η κατάσταση. Η αλήθεια είναι , αλλοίμονο, η αλήθεια είναι πως κι ανάμεσα στους καλόγερους, υπάρχουν πολλοί οκνηροί, δούλοι της σάρκας, φιλήδονοι , αναιδείς αλήτες. Αυτούς παίρνουν σαν επιχείρημα οι μορφωμένοι κοσμικοί: «εσείς , μας λένε, είστε οκνηροί και παράσιτα μέλη της κοινωνίας, ζείτε με τον ξένο μόχθο, είσαστε όλοι σας αδιάντροποι ζητιάνοι». Κι όμως πόσοι είναι ταπεινοί και πράοι που δεν ζητούν άλλο παρά ν’ απομονωθούν και να προσευχηθούν με φλογερή πίστη στην ησυχία τους. Αυτούς λίγο τους θυμούνται, τους αποσιωπούν μάλιστα κι όμως πόσο θ’ απορούσαν αν τους έλεγα πως αυτοί οι πράοι που λαχτάρησαν ν’ απομονωθούν για να προσευχηθούν , ίσως να σώσουν για μιαν ακόμα φορά τη ρούσικη γη! Γιατί στ’ αλήθεια αυτοί είναι έτοιμοι κάθε στιγμή για το πλήρωμα του χρόνου. Φυλάνε προσωρινά στην απομόνωση τους μ’ ευλάβεια την αναλλοίωτη εικόνα του Χριστού σ’ όλη την αγνότητα της θεϊκής αλήθειας Του, όπως τους την παράδοσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι Απόστολοι κι οι Μάρτυρες, και όταν θα χρειαστεί θα την υψώσουν στον κόσμο που η πίστη του έχει κλονιστεί. Αυτό είναι μια μεγάλη ιδέα. Τούτο το άστρο θα ρίξει την λαμπηδόνα του απ’ την Ανατολή.

Αυτές τις σκέψεις κάνω για τον καλόγερο. Μήπως είναι ψέμα; Μήπως είναι υπεροπτικό; Ρίξτε μια ματιά στους κοσμικούς, σ’ όλο αυτόν τον κόσμο που υψώνεται πάνω απ’ το λαό του Θεού. Τάχα δεν έχουν διαστρεβλώσει τη μορφή του Θεού και την αλήθεια του; Έχουν την επιστήμη τους . Mα η επιστήμη μπορεί να εξετάσει μονάχα τα όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. Ο ψυχικός κόσμος δηλαδή το μεγαλύτερο ήμισυ της ανθρώπινης ύπαρξης , έχει τέλεια εξοστρακιστεί , αποπέμφθηκε μ’ αλαλαγμούς θριάμβου , ακόμη και με μίσος. Ο κόσμος διακύρηξε την ελευθερία του , ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, και τι έγινε τάχα με τούτη την ελευθερία τους. Μονάχα υποδούλωση και αυτοκτονία! Επειδή οι κοσμικοί λένε: «έχεις ανάγκες και πρέπει να τις ικανοποιήσεις. Γιατί έχεις τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι εξέχοντες και οι πλούσιοι. Μη φοβάσαι να τις ικανοποιήσεις , απεναντίας πρέπει να τις πολλαπλασιάσεις τις ανάγκες σου». Αυτό είναι το πραγματικό δόγμα του κόσμου. Νομίζουν ότι αυτό θα πει ελευθερία. Μα τι βγαίνει απ’ αυτό το δικαίωμα της αύξησης των αναγκών; Στους πλούσιους η απομόνωση , και η πνευματική αυτοκτονία, στους πτωχούς ο φθόνος και ο φόνος επειδή δικαιώματα βέβαια τους δώσανε μα δεν δείξανε ακόμα τον τρόπο να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. …

Ο μοναστικός δρόμος είναι εντελώς διαφορετικός. Κοροϊδεύουν την υποταγή, τη νηστεία και την προσευχή και όμως αυτό είναι ο μοναδικός δρόμος για να πετύχει κανείς την πραγματική , την αληθινή ελευθερία: Ξεριζώνω από μέσα μου τις περιττές και άχρηστες ανάγκες, δαμάζω τον εγωισμό και την περιφανείς μου με την υπακοή και την πειθαρχία και φτάνω έτσι , με τη βοήθεια του Θεού στην ελευθερία του πνεύματος και μαζί στην πνευματική αγαλλίαση!... κατακρίνουν τον καλόγερο για την απομόνωση του «Απομονώνεσαι μέσα στο μοναστήρι για να σώσεις την ψυχή σου και ξεχνάς πως πρέπει να υπηρετήσεις σαν αδερφός την ανθρωπότητα». Μ’ ας εξετάσουμε καλύτερα τα πράγματα. Ποιος δείχνει περισσότερη αδερφική αγάπη; Γιατί δεν είμαστε εμείς οι απομονωμένοι μα εκείνοι μονάχα που δεν το βλέπουν. Από μας, απ’ τα μοναστήρι, βγαίνανε απ’ τα παλιά χρόνια οι λαϊκοί ηγέτες. Γιατί να μη βρεθούν και τώρα; Τούτοι οι ίδιοι οι ταπεινοί και οι πράοι νηστευτές και σιωπητές θα ξεσηκωθούν και θα εργασθούν για τη μεγάλη υπόθεση. Ραπ ‘το λαό θα έρθει η σωτηρία της Ρωσίας. Και το ρούσικο μοναστήρι ήταν πάντα μαζί με το λαό. Αν ο λαός βρίσκεται σ’ απομόνωση , θα πει πως και μείς είμαστε απομονωμένοι. Ο λαός πιστεύει με τον δικό του τρόπο. Ένας άθεος ηγέτης δεν θα κατορθώσει να κάνει τίποτα στη Ρωσία, έστω κι αν έχει ειλικρινή καρδιά και έξοχο μυαλό. Αυτό να το θυμάστε. Ο λαός θ’ αντιμετωπίσει τον αθεϊστή και τα το κατατροπώσει και θα γίνει η ενιαία ορθόδοξη Ρωσία. Φροντίστε λοιπόν το λαό και διαφυλάξτε αμόλυντη την καρδιά του . μορφώστε την εν σιωπή. Αυτός θα ναι ο μοναδικός σας άθλος. Γιατί αυτός ο λαός είναι θεοφόρος.


Περί προσευχής , αγάπης και επαφής μετ’ άλλων κόσμων


Νέε, μην ξεχνάς την προσευχή σου∙ σε κάθε σου προσευχή , αν είσαι ειλικρινής, θα προβάλει ένα καινούργιο συναίσθημα και μέσα σ’ αυτό μια καινούργια σκέψη, που άλλοτε την αγνοούσες και που θα σου δώσει καινούργιο θάρρος. Και θα καταλάβεις πως η προσευχή είναι διαπαιδαγώγηση. Να θυμάσαι και τούτο ακόμα: κάθε μέρα και κάθε φορά που θα μπορείς να επαναλαμβάνεις μέσα σου: «Κύριε ελέησον όσους ενεφανίστησαν σήμερον ενώπιόν σου». Γιατί την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή χιλιάδες άνθρωποι τελειώνουν τη ζωή τους σ’ αυτή τη γη και οι ψυχές τους παρουσιάζονται ενώπιον του Θεού. Κι είναι πολλοί αυτοί που έφυγαν απ’ τη γη έρημοι , δίχως να το ξέρει κανείς, μέσα στην κατάθλιψη και στον πόνο με τη σκέψη πως κανένας δεν θα βρεθεί να τους λυπηθεί και πως κανένας δεν θα ξέρει αν ζήσανε καμιά φορά είτε όχι. Και να που η προσευχή σου υπέρ αναπαύσεως τους, απ’ την άλλη άκρη του κόσμου θα φτάσει στο Θεό , έστω και αν σου είναι ολότελα άγνωστος. Πόσο θ’ αγαλιάσει η ψυχή τους που στάθηκε περίτρομη μπροστά στο Θεό, σαν θα νιώσει κείνη τη στιγμή πως υπάρχει ένας άνθρωπος που προσεύχεται γι’ αυτούς, που έμεινε κάτω στη γη μια ανθρώπινη ύπαρξη να τους αγαπάει. Μα και ο Θεός θα τους σπλαχνιστεί περισσότερο , γιατί αφού βρέθηκες εσύ να τους λυπηθείς πόσο μάλλον ο Θεός που η ευσπλαχνία και η αγάπη του είναι αστείρευτη. Και θα τους συγχωρήσει για χάρη σου.

Αδερφοί μου μη σας τρομάζουν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Αγαπάτε τον άνθρωπο ακόμη και μέσα στην αμαρτία του γιατί αυτή η αγάπη είναι το ομοίωμα της αγάπης του Θεού κι αποτελεί την ανώτερη αγάπη επί της γης. Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητα της μας και στο κάθε της κομματάκι…Ν’ αγαπάτε τα ζώα. Ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη κι ασυννέφιαστη χαρά. Μη την καταστρέφετε λοιπόν , μη τα βασανίζετε, μη τους αφαιρετέ τη χαρά τους, μη πάτε ενάντια στη σκέψη του Θεού. Άνθρωπε μην επαίρεσαι αντίκρυ στα ζώα: αυτά είναι αναμάρτητα, ενώ εσύ μ’ όλο σου το μεγαλείο ρυπαίνεις τη γη με την παρουσία σου και αφήνεις πίσω σου τα σαπρά σου ίχνη. … Ν’αγαπάτε ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά για τι αυτά είναι αναμάρτητα, σαν τους αγγέλους και ζούνε για να μας δίνουν χαρά, και να εξαγνίζουν τις καρδιές μας και είναι σαν ένα παράδειγμα για μας. Αλλοίμονο σ’ όποιον προσβάλει ένα παιδί…

Ίσως έρθει μια μέρα πού δεν θα ξέρεις τι ν’ αποφασίσεις, ιδιαίτερα όταν θα βλέπεις τα κρίματα των ανθρώπων και θ’ αναρωτιέσαι: «Να του επιβληθώ με τη βία ή με την ταπεινή αγάπη;» πάντα αυτή την απόφαση να παίρνεις: «θα του επιβληθώ με την ταπεινή αγάπη». Αν τ’ αποφασίσεις αυτά οριστικά, θα μπορέσεις να υποτάξεις όλο τον κόσμο. Η ταπεινοφροσύνη, η γεμάτη αγάπη, είναι μια δύναμη φοβερή , πιο δυνατή από κάθε άλλη. Τίποτα παρόμοιο δεν υπάρχει πάνω στη γη. Κάθε μέρα, κάθε ώρα , κάθε στιγμή να προσέχει τον εαυτό σου και να φροντίζεις να είναι κόσμια η μορφή σου. Επειδή μπορεί να σού τύχει να περάσεις μπροστά απ’ ένα παιδάκι, οργισμένος, βλαστημώντας, με την ψυχή γεμάτη θυμό, μπορεί εσύ να μη το πρόσεξες καθόλου το παιδάκι μα εκείνο θα σε δει , και το πρόσωπο σου το παραμορφωμένο απ’ την οργή και την ασέβεια είναι πιθανό να χαραχτεί στην ανυπεράσπιστή καρδούλα του. Χωρίς να το καταλάβεις μπορείς να τούριξεις ένα κακό σπόρο στην ψυχή του που ίσως να βλαστήσει , και όλα αυτά γιατί δεν φυλάχτηκες μπροστά στο παιδί και γιατί δεν καλλιέργησες μέσα σου την προνοητική και τη δραστήρια αγάπη…

Φίλοι μου , να παρακαλείτε το Θεό να σας δώσει ευθυμία. Νάσαστε εύθυμοι σαν τα μικρά παιδιά, σαν τα πετεινά του ουρανού. Και μη σας απασχολούν τα κρίματα των ανθρώπων , μη φοβάστε πως θα ματαιώσουν το έργο σας και δεν θα τα’ αφήσουν να πραγματοποιηθεί. Μη λέτε: «η αμαρτία είναι ισχυρή , είναι ισχυρή η ασέβεια, είναι ισχυρό το κακό περιβάλλον και μείς είμαστε μονάχοι και ανυπεράσπιστοί, θα μας πνίξει το κακό περιβάλλον και δεν θ’ αφήσει να πραγματοποιηθεί το θεάρεστο έργο». Αποδιώχτε μακριά σας τέκνα μου , αυτή την απαισιοδοξία! Μια σωτηρία υπάρχει για σένα: πάρε τον εαυτό σου και κάνε τον υπεύθυνο για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Φίλε μου, αυτό στ’ αλήθεια είναι έτσι. Γιατί μόλις θεωρήσεις ειλικρινά τον εαυτό σου υπόλογο για όλα και για όλους, θα δεις κιόλας στη στιγμή πως ακριβώς έτσι είναι και πως εσύ φταις ακριβώς για όλους και για όλα. Μ’ αν θα ρίχνεις τη δική σου οκνηρία και τη δική σου αδυναμία στους άλλους, θα καταντήσεις στο τέλος να πλημμυρίσεις από σατανική περηφάνια και θα τα βάλεις με το Θεό. …


Μπορεί κανείς να κρίνει τους όμοιους του; Περί της μέχρι τέλους πίστεως.


Να θυμάσαι προ πάντων πως δεν μπορείς να γίνεις κανενός κριτής. Επειδή δεν μπορεί να υπάρξει στη γη δικαστής για έναν που εγκλημάτησε, πριν να νοιώσει αυτός ο δικαστής πως κι ο ίδιος είναι το ίδιο εγκληματίας σαν κι αυτόν ποιεί μπροστά του και πως ίσως-ίσως αυτός ναναι ο πιο ένοχος απ’ όλους. Όταν φτάσει στο σημείο να το παραδεχτεί αυτό, τότε θα μπορέσει να γίνει και δικαστής των άλλων. Όσο κι αν αυτό φαίνεται παράλογο απ΄’ τη πρώτη άποψη, είναι ωστόσο αληθινό. Γιατί αν εγώ ήμουν αναμάρτητος, ίσως να μην υπήρχε καν ο εγκληματίας που τώρα πρέπει να δικάσω.
Αν μπορείς να πάρεις απάνω σου το έγκλημα του κατηγορούμενου που θα δικάσει η καρδιά σου, τότε να το πάρεις χωρίς χρονοτριβή και να υποφέρεις συ γι’ αυτόν, και κείνον να τον αφήσεις να φύγει χωρίς καμιά νουθεσία. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο Νόμος σε όρισε δικαστή του, προσπάθησε και τότε να τον δικάσεις όσο σου είναι δυνατόν με το ίδιο πνεύμα, επειδή ο κατηγορούμενος θα φύγει και θα καταδικάσει τον εαυτό του πολύ χειρότερα απ’ ότι θα μπορούσε να το είχε κάνει το δικό σου δικαστήριο. Αν μείνει ασυγκίνητος στη χάρη που του έκανες- ίσως ακόμα και να σε περιγελάσει- μην παρασέρνεσαι απ’ αυτό: θα πει πως δεν έφτασε ακόμα η ώρα του, μα θάρθει στον καιρό της. Μα κι αν δεν έρθει δεν πειράζει: θα βρεθεί κάποιος άλλος στη θέση του να καταλάβει και να μαρτυρήσει, να καταδικάσει και να κατηγορήσει μονάχος του τον εαυτό του κι έτσι θα εκπληρωθεί η αλήθεια. Αυτό να το πιστεύει βαθειά, να το πιστεύεις χωρίς αμφιβολίες γιατί σ’ αυτό στηρίζεται όλη η ελπίδα και η αγάπη των αγίων. Να κάνεις ακούραστα το καλό. Αν τη νύχτα θυμηθείς όταν πέσεις να κοιμηθείς πως δεν έκανα εκείνα πούπρεπε»,τότε να σηκωθείς αμέσως και να το κάνεις Αν οι άνθρωποι γύρω σου είναι κακοί και αναίσθητοι και δεν θελήσουν να σ’ ακούσουν , τότε να γονατίσεις μπροστά τους και να τους ζητήσεις συγχώρεση , γιατί, μα την αλήθεια, φταις και συ που δεν θέλουν να σ’ ακούσουν. Και να εξαγριωθούν τόσο πολύ που να σου είναι αδύνατο να τους μιλήσεις, τότε να τους βοηθάς σιωπηλά και με ταπεινοφροσύνη, χωρίς ποτέ να χάνεις την ελπίδα σου. Κι αν σε παρατήσουν όλοι και σε αποπέμψουν με τη βία τότε, όταν θα μείνεις μόνος, πέσε καταγής και φίλησε το χώμα, βρέξε το με τα δάκρυα σου και η γη θα καρπίσει , έστω κι αν δεν σε δει και δεν σ’ ακούει κανένας στην απομόνωση σου. Να πιστεύεις ως το τέλος, έστω κι αν όλοι οι άνθρωποι της γης χάσανε την πίστη τους και απόμεινες μονάχα εσύ πιστός: Πρόσφερε τη θυσία σου και τότε, ύμνησε το Θεό, εσύ, ο μόνος που έμεινες.
Κι αν συναντήσεις άλλον ένα σας και σένα, να αμέσως-αμέσως ένας κόσμος ολάκερος , ένας κόσμος ζώσης αγάπης. Αγκαλιαστείτε τότε και υμνήστε τον Κύριο: γιατί η αλήθεια Του εκπληρώθηκε έστω μονάχα και σε σας του δύο…


Περί κολάσεως και εξωτέρου πυρός. Μυστηριακή θεώρηση


Πατέρες και διδάσκαλοι, σκέφτομαι: «Τι είναι Κόλαση; Και λέω πως είναι «το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς». Μια φορά, μέσα στο άπειρο, τον άμετρο χρόνο και στο διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη- με την εμφάνιση της πάνω στη γη- η δυνατότητα να πει στον εαυτό της: «υπάρχω και αγαπώ». Μια φορά, μονάχα μία φορά της δόθηκε μια στιγμή ενεργητικής αγάπης, ζώσης και για τούτο της δόθηκε η επίγεια ζωή και μαζί με αυτήν ο καιρός και οι διορίες. Και τι έγινε λοιπόν; Αυτή η όλβια ύπαρξη αρνήθικε το ανεκτήμιτο δώρο , δεν το εξετίμησε, δεν το αγάπησε τούρριξε μια κοροϊδευτική ματιά και έμεινε αναίσθητη. Όταν μια τέτοια ύπαρξη φεύγει απ’ τη γη, βλέπει τους κόλπου του Αβραάμ, πιάνει κουβέντα με τον Αβραάμ, όπως μας το λέει η παραβολή του Λαζάρου και πλουσίου, ατενίζει τον Παράδεισο , μπορεί ακόμα να πλησιάσει και τον Κύριο, μα τούτο ακριβώς είναι το μαρτύριο της, το ότι ανεβαίνει στο Θεό δίχως νάχει αγαπήσει, επειδή μόλις αγγίζει εκείνους που έχουν αγαπήσει και που αυτή είχε περιφρονήσει την αγάπη τους. Επειδή τώρα βλέπει ξεκάθαρα και θα πει μοναχός του στον εαυτό του : τώρα πια κατέχω τη γνώση , και λ’ όλο που διψάω ν’ αγαπήσω, δεν θα υπάρχει πια κανένας άθολος στην αγάπη μου, δεν θα υπάρχει θυσία, γιατί τελείωσε πια η επίγεια ζωή μου , δεν θάρθει ο Αβραάμ να μου δώσει έστω και μια σταγόνα ζώντος ύδατος (δηλαδή να μου ξαναδώσει το δώρο της επίγειας ζωής που είχα πρώτα) για να δροσίσει τη φλόγα της δίψας μου για μια αγάπη πνευματική μ που με φλογίζει τώρα και που την περιφρόνησα όσο ήμουν στη γη. Δεν έχω πια ζωή και δεν θα υπάρξει καιρός: και αν ακόμα θάμουν πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου για τους άλλους, είναι αργά πια γιατί πέρασε κείνη η ζωή που θα μπορούσα να την προσφέρω θυσία στην αγάπη , και τώρα μια άβυσσος χωρίζει κείνη τη ζωή απ’ την τωρινή μου ύπαρξη. Μιλάνε για φλόγες υλικές που έχει η Κόλαση , δεν το ερευνώ αυτό το μυστήριο γιατί με πιάνει δέος, σκέφτομαι όμως πως κι αν ακόμα υπήρχαν υλικές φλόγες, τότε, μα την αλήθεια, οι κολασμένοι θα τις δεχόταν με χαρά γιατί με τα σωματικά μαρτύρια θα ξεχνούσαν , έσω και για μια στιγμή μονάχα το ψυχικό τους μαρτύριο που είναι ακόμα πιο τρομερό. Μα ούτε και είναι δυνατό να τους απαλλάξει κανείς απ’ αυτό το ψυχικό τους μαρτύριο, γιατί δεν είναι εξωτερικό μα τόχουν μέσα τους….

Ω υπάρχουν άνθρωποι που φτάσανε στην Κόλαση , αλαζόνες και θηριώδεις, παρ’ όλη την αδιαφιλονίκητη γνώση και την ενόραση της αναντίρρητης αλήθειας. Αυτοί αποζήτησαν από μόνοι τους την κόλαση και δεν μπορούν να τη χορτάσουν . αυτοί πια είναι κολασμένοι με το έτσι θέλω. Υπάρχουν μερικοί απαίσιοι που καταράστηκαν οι ίδιοι τον εαυτό τους, γιατί καταράστηκαν το Θεό και τη ζωή. Τρέφονται με την άγρια αλαζονεία τους, όπως ένας πεινασμένος που βρέθηκε στην έρημο κι άρχισε να βυζαίνει το ίδιο του το αίμα. Όμως δεν πρόκειται να χορτάσουν εις τους αιώνες των αιώνων γιατί δεν δέχονται τα συχωρεθούν και καταριόνται το Θεό που τους καλεί κοντά Του. Δεν τους είναι μπορετό να βλέπουν , χωρίς μίσος το Θεό και απαιτούν να μην υπάρχει Θεός της ζωής, απαιτούν να αυτοεκμηδενιστεί ο Θεός και να καταστρέψει τη δημιουργία Του. Και θα καίγονται στον αιώνα τον άπαντα στις φλόγες της οργής τους, διψώντας το θάνατο και την ανυπαρξία. Όμως δεν θα λάβουν το θάνατο.

Αδερφοί Καραμαζόφ
Φ.Ντοστογιέφσκι

Φ.Ντοστογιέφσκι-Έγκλημα και τιμωρία Αποσπασμα

Ο Φονιάς και η Πόρνη.

(…)
Ο Ρασκόνλικοβ σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε κάπου ένα λεπτό. Η Σόνια στεκόταν με τα χέρια πεσμένα, με σκυμμένο το κεφάλι, τρομερά θλιμμένη.
-Και δεν μπορείτε να βάλετε τίποτα στην πάντα για καμιά κακιά ώρα; ρώτησε σταματώντας ξαφνικά μπροστά της.
-Όχι! Ψιθύρισε η Σόνια.
-Και βέβαια όχι! Δοκιμάσατε μήπως; Πρόσθεσε αυτός σχεδόν κοροϊδευτικά.
-Δοκίμασα.
-Κι αποτύχατε! Μα και βέβαια, εννοείται! Τι κάθομαι και ρωτάω.
Και ξανάρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε ακόμη ένα λεπτό.
-Δεν έχει δουλειά κάθε μέρα, ε;
Η Σόνια τα’χασε ακόμα περισσότερο και τα μάγουλά της ξανακοκκίνισαν.
-Όχι, ψιθύρισε με βασανιστική προσπάθεια.
-Και με την Πόλετσκα το ίδιο θα γίνει σίγουρα, είπε κείνος ξαφνικά.
-Όχι! Όχι! Δεν μπορεί, όχι! ξεφώνισε δυνατά σαν απελπισμένη η Σόνια, λες και τη χτύπησαν ξαφνικά με μαχαίρι. Ο Θεός, ο Θεός δε θ’ αφήσει να γίνει ένα τόσο φριχτό πράμα!...
-Άλλους αφήνει όμως
-Όχι , όχι! θα την προστατέψει ο Θεός, ο Θεός! έλεγε και ξανάλεγε σαν να μην ήξερε πια τι της γίνεται.
-Μα μπορεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός, απάντησε με κάποια χαιρεκακία ο Ρασκόλνικοβ, γέλασε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της Σόνια, άλλαξε ξάφνου τρομερά: οι σπασμοί το αυλάκωναν. Του ‘ριξε ένα βλέμμα ανείπωτης μομφής, κάτι θέλησε να πει, μα δεν μπόρεσε να προφέρει τίποτα και μονάχα, ξαφνικά, έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες∙ έκλεγε πικρά μ’ αναφιλητά.
-Λέτε πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα τα’χει χαμένα, μα βλέπω πως και σείς δεν πάτε καθόλου πίσω, πρόφερε αυτός ύστερ’ από μικρή σιωπή. Περάσανε κάπου πέντε λεπτά. Αυτός όλο και βημάτιζε πέρα-δώθε, σωπαίνονται και χωρίς να την κοιτάει. Τέλος την πλησίασε. Τα μάτια του αστράφτανε. Ακούμπησε τα χέρια στους ώμους της και την κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του ήταν στεγνό, πυρετώδικο, κοφτερό, τα χείλη του τρέμανε.. ξάφνου έσκυψε, και πέφτοντας στο πάτωμα, φίλησε το πόδι της. Η Σόνια πισωπάτησε με φρίκη , σαν να’χε μπροστά της κανένα τρελό. Και πραγματικά φαινόταν ολότελα τρελός.
-Τι κάνετε, τι πάθατε; Μπροστά μου μουρμούρησε αυτή χλομιάζοντας, κι η καρδιά της σφίχτηκε, σφίχτηκε τόσο που πόνεσε.
Αυτός σηκώθηκε αμέσως.
-Δεν προσκύνησα εσένα, μα προσκύνηα όλο τον ανθρώπινο πόνο, είπε άγρια και πήγε στο παράθυρο. Άκου , πρόσθεσε γυρίζοντας κοντά της ύστερ’ από λίγο. Είπα απόψε σ’ ένα φανατισμένο πως δεν αξίζει ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι…και πως έκανα σήμερα τιμή στην αδερφή μου όταν σ’ έβαλα να κάτσεις δίπλα της.
-Αχ, γιατί τους το είπατε αυτό! Και μπροστά της; Ξεφώνισε φοβισμένη η Σόνια. Να κάτσει δίπλα μου! Τιμή! Μα εγώ..εγώ μια τέτοια…Αχ, γιατί το είπατε αυτό!
-Δεν το είπα για την ατιμία και την αμαρτία σου, μα το είπα γιατί υπόφερες πολύ. Όσο για τα’ ότι είσαι μα μεγάλη αμαρτωλή, ναι, αυτό είναι αλήθεια, πρόσθεσε σχεδόν με έξαρση. Και η μεγαλύτερη αμαρτία σου είναι που νέκρωσες και πρόδωσες άσκοπα τον εαυτό σου. Και βέβαια είναι φριχτό! Και βέβαια είναι φριχτό να ζείς σ’ αυτή τη λάσπη, που τη μισείς τόσο και ταυτόχρονα το ξέρεις κι η ίδια- φτάνει μονάχα ν’ ανοίξεις τα μάτια σου- πως κανένα δε βοηθάς μ’ αυτό, που, και κανένα δε σώζεις από τίποτα! Μα πές μου λοιπόν επιτέλους, πρόφερε σχεδόν παράφορα, πως μπορείς και συνταιριάζεται μέσα σου αυτό το αίσχος και η ποταπότητα μαζί με τ’ άλλα, τ ’ανώτερα και ιερά αισθήματα; Θα’ ταν , μα την πίστη μου , πολύ πιο δίκαιο, χίλιες φορές πιο δίκαιο και λογικό να πέσεις στο ποτάμι και να τελειώνεις μεμιάς!
-Και κείνοι τι θ’ απογίνουν ; ρώτησε μ’ αδύνατη φωνή η Σόνια και τον κοίταζε μαρτυρικά, ταυτόχρονα όμως σαν να μην απόρησε καθόλου με την πρόταση του.
Ο Ρασκόνλικοφ την κοίταξε παράξενα.
Τα διάβασε όλα στο βλέμμα της. Ώστε λοιπόν το’χε σκεφτεί κι η ίδια. Ίσως να το’ χε σκεφτεί πολλές φορές στα σοβαρά, τις στιγμές της απελπισίας, να τελειώνει μια και καλή, και το’χε σκεφτεί σοβαρά, που τώρα δεν απόρησε σχεδόν καθόλου με την πρότασή του. Δεν παρατήρησε και τη σκληράδα που είχαν τα λόγια του κι ούτε ένιωσε τη σημασία που’δινε στις κατηγόριες του και τον ιδιαίτερο τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή. Ο Ρασκόλνικοβ το είδε καθαρά. Κατάλαβε όμως εντελώς ως ποιόν τερατόμορφο πόνο την είχε κατασπαράξει αυτή η σκέψη για τη βρομερή και ντροπιασμένη ζωή της. Τι να’ταν λοιπόν , τι μπορούσε να τη σταματάει ως τα τώρα απ’ το να τελειώνει μια και καλή; Και τότε μονάχα κατάλαβε ως το τέλος τι σήμαιναν γι’αυτήν εκείνα τα μικρά, φτωχά ορφανά κι εκείνη η αξιολύπητη , μισότρελη Κατερίνα Ιβάνοβνα με το χτικιό της και με τα χτυπήματα του κεφαλιού στον τοίχο.
Παρ’ όλα αυτά όμως, καταλάβενε πολύ καλά πως η Σόνια με το χαραχτήρα της και τη μόρφοση που είχε πάρει, δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να μείνει έτσι. Ωστόσο απόμενε αναπάντητο το ερώτημα: γιατί μπόρεσε κι έμεινε τόσον καιρό σ’αυτή την κατάσταση και δεν τρελάθηκε, αφού δεν είχε το σθένος να πέσει στο ποτάμι. Αντιλαμβανόταν φυσικά πως η περίπτωση της Σόνια είναι συμπτωματικό φαινόμενο στην κοινωνία, αν και δυστυχώς, κάθε άλλο παρά μοναδικό. Μα ακριβώς επειδή ήταν συμπτωματικό, επειδή ακριβώς η Σόνια είχε την πενευματική ανάπτυξη που είχε κι έζησε προηγούμενα τη ζωή που έζησε, θα μπορούσε στο πρώτο της βήμα πάνω σ’ αυτό τον αποκρουστικό δρόμο. Τι ήταν λοιπόν αυτό που της έδινε κουράγιο; Όχι βέβαια η διαφθορά! Όλη αυτή η ντροπή ήταν φανερό πως την είχε αγγίξει μονάχα μηχανικά∙ απ’ την πραγματική διαφθορά δεν είχε περάσει ακόμα ούτε μια σταγόνα στην καρδιά της∙ αυτό το’βλεπε: στεκόταν μπροστά του σαν ολάνοιχτο βιβλίο.
«Τρεις δρόμους έχει ν’ ακολουθήσει, σκεφτότανε. Να πέσει στο κανάλι, να βρεθεί στο φρενοκομείο ή…τέλος να ριχτεί στη διαφθορά, που ναρκώνει το μυαλό και πετρώνει την καρδιά».
Η τελευταία σκέψη ήταν γι’ αυτόν η πιο αποκρουστική: μα ήταν κιόλας σκεπτικιστής, ήταν νέος, τύπος εγκεφαλικός και κατά συνέπεια σκληρός, και γι’αυτό δεν μπορούσε να μην πιστεύει πως η τελευταία διέξοδος, δηλαδή η διαφθορά, ήταν η πιθανότερη απ’ όλες.
« Μα είναι λοιπόν δυνατό να’ναι αλήθεια αυτό;» ξεφώνισε μέσα του. «Είναι λοιπόν δυνατό κι αυτό το πλάσμα να πέσει στο τέλος συνειδητά σ’ αυτόν το σιχαμερό βούρκο; Είναι δυνατό η πτώση αυτή να’χει αρχίσει κιόλας, κι είναι τάχα δυνατό να μπόρεσε να τα υποφέρει όλ’ αυτά ως τώρα γιατί η διαφθορά δεν της φαίνεται πια τόσο αποκρουστική; Όχι , όχι , δεν μπορεί να’ναι έτσι!» αναφωνούσε όπως πριν από λίγο η Σόνια. «Όχι , ως τα τώρα τη συγκρατούσε απ’ το κανάλι η σκέψη της αμαρτίας και κείνοι, εκείνα τα παιδιά …της. Αν δεν τρελάθηκε ως τώρα…Μα ποιος μπορεί να βεβαιώσει πως δεν τρελάθηκε; Μήπως είναι στα καλά της; Είναι δυνατό να μιλάει κανείς όπως μιλάει αυτή; είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς έτσι αν δεν του’χουν σαλέψει; Είναι δυνατόν να κάθεται πάνω απ’ την καταστροφή, πάνω απ’ το βρόμικο βούρκο που την τραβάει κιόλας κα να μη θέλει να δει που βρίσκεται, και να βουλώνει τ’αυτιά της όταν την προειδοποιούν για τον κίνδυνο; Μα τι, μήπως περιμένει κάνα θαύμα; Σίγουρα έτσι θα’ναι. Μήπως τάχα όλ’αυτά δεν είναι σημάδια τρέλας;»
Σταμάτησε με πείσμα σ’αυτή τη σκέψη. Αυτή η λύση μάλιστα του άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη. Άρχισε να τη εξετάζει πιο προσεχτικά.
-Ώστε προσεύχεσαι πολύ στο Θεό, Σόνια; τη ρώτησε.
Η Σόνια σώπαινε. Αυτός στεκόταν μπροστά της και περίμενε να του απαντήσει.
-Τι θα γινόμαστε χωρίς το Θεό; Ψυθύρισε αυτή γρήγορα και ζωήρα και του’ριξε ένα βλέμμα∙ τα μάτια της φωτίστηκαν ξαφνικά και του’σφιξε το χέρι.
«Έτσι λοιπόν , καλά το σκέφτηκα!» είπε μέσα του.
-Κι ο Θεός τι σου δίνει σ’ αντάλλαγμα! Ρώτησε συνεχίζοντας την ανάκριση.
Η Σόνια έμεινε για κάμποσο σιωπηλή, σαν να μην μπορούσε ν’απαντήσει. Το αδύνατο στήθος της ανεβοκατέβαινε απ’την ταραχή.
-Σωπάστε! Μη με ρωτάτε! Δεν είστε άξιος…ξεφώνισε ξαφνικά κοιτάζοντας τον αυστηρά και θυμωμένα.
«Αυτό είναι ! Αυτό είναι!» έλεγε και ξανάλεγε εκείνος επίμονα μέσα του.
-Όλα μου τα δίνει! Ψιθύρισε βιαστικά και χαμήλωσε πάλι τα μάτια.
«Να η διέξοδος λοιπόν! Να κι η εξήγηση της» έβγαλε μέσα του την απόφαση , κοιτάζοντας την μ’ αχόρταγη περιέργεια.
Μ’ένα καινούργιο , παράξενο, σχεδον νοσηρό συναίσθημα, κοιταζε τώρα αυτό το χλομό, αδύνατο , ακανόνιστο και γωνιώδες προσωπάκι, αυτά τα ταπεινά γαλάζια μάτια που μπορούσαν να λάμπουν με τόση φλόγα, με τόση αυστηρή επιθετικότητα, αυτό το μικρό κορμί που έτρεμε ακόμα από αγανάχτηση κι οργή κι ό’ αυτά του φαινόταν όλο και πιο παράξενα, σχεδόν απίθανα. «Βλαμμένη, βλαμμένη!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.
Πάνω στο κομό ήταν ένα βιβλίο. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, την ώρα που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, το κοίταζε∙ τώρα το πήρε και τα’ άνοιξε. Ήταν η Καινή Διαθήκη σε ρούσικη μετάφραση. Το βιβλίο ήταν παλιό , μεταχειρισμένο, με δερμάτινο δέσιμο.
-Που το βρήκατε αυτό; της φώναξε απ’ την άλλη γωνία του δωματίου.
Αυτή στεκόταν στο ίδιο μέρος, τρία βήματα μακριά απ’ το τραπέζι.
-Μου το φέρανε, του απάντησε ανόρεχτα και χωρίς α τον κοιτάξει.
-Ποιος το’φερε;
-Η Λιζαβέτα∙ της το ζήτησα
«Η Λιζαβέτα! Παράξενο!» σκέφτηκε αυτός.
Από στιγμή σε στιγμή το κάθε τι της Σόνιας του φαινόταν όλο και πιο παράξενο και πιο θαυμαστό. Έφερε το βιβλίο στο φως κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.
-Που είναι το μέρος που λέει για τον Λάζαρο; Ρώτησε ξαφνικά.
Η Σόνια κοίταζε επίμονα το πάτωμα και δεν απαντούσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στο τραπέζι.
-Που είναι το μέρος για την ανάσταση του Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.
Αυτή τον κοίταξε απ’ το πλάι.
-Δεν είναι κεί που ψάχνετε…στο τέταρο Ευαγγέλιο…πρόφερε αυστηρά , χωρίς να τον πλησιάσει
-Βρές το και διάβασέ μου το, είπε αυτός και κάθισε∙ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι , στήριξε το πιγούνι στην παλάμη και βάλθηκε να κοιτάει βλοσυρά στα πλάγια, έτοιμος ν’ακούσει.
«Σε δυο-τρείς βδομάδες θα βρίσκουμαι κιόλας στο δρόμο για την εξορία, αν δε γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.
-Μα τι; Δεν το’χετε διαβάσει; Ρώτησε αυτή κοιτάζοντάς τον απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού κάτω απ’ τα φρύδια της.
Η φωνή γινόταν όλο και πιο τραχιά.
-Είναι καιρός…Όταν πήγαινα σχολείο. Διαβάστε!
-Και στην εκκλησία; Δεν τα’ακούσατε;
-Εγώ…δεν πάω. Εσύ πας συχνά;
-Ο-ο-όχι , ψιθύρισε η Σόνια.
Ο Ρασκόλνικοβ χαμογέλασε ειρωνικά.
-Καταλαβαίνω…ώστε δε θα πας στην κηδεία του πατέρα σου;
-Θα πάω. Είχα πάει και την περασμένη εβδομάδα, έκανα μνημόσυνο.
-Για ποιον;
-Για την Λιζαβέτα. Τη σκοτώσανε με τσεκούρι.
Τα νεύρα του ερεθίζονταν όλο και πιο πολύ. Άρχισε να ζαλίζεται.
-Είχες φιλίες με τη Λιζαβέτα;
-Ναι…Ήταν δίκαιη…ερχόταν εδώ…σπάνια…δεν ήταν σωστό…Διαβάζαμε μαζί και κουβεντιάζαμε. Θα πάει στον Παράδεισο.
Ηχούσαν παράξενα στ’ αυτία του αυτά τα λόγια∙ κι ύστερα, άλλο και τούτο πάλι:κάτι μυστηριώδεις συναντήσεις με τη Λιζαβέτα…κι οι δυο τους βλαμμένες.
«Εδώ μπορούν να σου στρίψουν και σένα! Είναι κολλητικό!» σκέφτηκε.
-Διάβασε! Φώναξε ξαφνικά επίμονα και νευριασμένα.
Η Σόνια δεν τα’ αποφάσιζε. Η καρδιά της χτυπούσε. Σαν να μην τολμούσε να του διαβάσει. Αυτός κοίταζε σχεδόν υποφέροντας τη «δυστυχισμένη τρλή».
-Τι σας χρειάζεται; Αφού δεν πιστεύετε, ψιθύρισε σιγά, ανασαίνοντας δύσκολα.
-Διάβασε! Έτσι θέλω! Επέμενε αυτός. Της Λιζαβέτας της διάβαζες.
Η Σόνια άνοιξε το βιβλίο και βρήκε το χωρίο. Τα χέρια της τρέμανε, η φωνή της έβγαινε βραχνή. Δυο φορές έκανε ν’αρχίσει κι όλο δεν τα κατάφερνε να προφέρει λέξη.
«Ην δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας» , πρόφερε επιτέλους με προσπάθεια, μα ξαφνικά, στην Τρίτη κιόλας λέξη, η φωνή της υψώθηκε κι έσπασε σαν παρατεντωμένη χορδή. Το στήθος της σφίχτηκε.
Ο Ρασκόλνικοβ καταλάβαινε ως ένα σημείο γιατί δεν τ’αποφάσιζε η Σόνια να του διαβάσει κι όσο πιο πολύ το καταλάβαινε, τόσο επέμενε όλο και πιο νευριασμένος. Καταλάβαινε πολύ καλά πόσο οδυνηρό της ήταν τώρα να παραδώσει και να ξεσκεπάσει ό,τι δικό της. Καταλάβαινε πως τα συναισθήματα αυτά ήταν από καιρό τώρα το πιο κρυφό μυστικό της, από τότε ίσως που ζούσε ακόμα με την οικογένειά της, μαζί με το δύστυχο πατέρα και την τρελή απ’ τα βάσανα μητριά, μαζί με τα πεινασμένα παιδία, μέσα σε σιχαμερούς καβγάδες και βρισιές. Ταυτόχρονα όμως έμαθε τώρα στα σίγουρα πως μ’ όλο που φοβόταν τρομερά κάτι που κι αυτή δεν ήξερε καλά-καλά τι ήταν, τώρα που άρχισε να διαβάζει, είχε κι η ίδια τη βασανιστική επιθυμία να διαβάσει, παρ’ όλο το σπαραγμό της και παρ’ όλο το φόβο της και το δίχως άλλο γι’ αυτόν , για να τ’ακούσει αυτός και το δίχως άλλο τώρα, κι ας γίνει ό,τι γίνει ύστερα!...Αυτό ο Ρασκόλνικοβ το διάβασε στα μάτια της , το κατάλαβε απ’ την τραγμένη της έξαρση. Η Σόνια υπερνίκησε τον εαυτό της, έπνιξε το σπασμό που έκοψε στην αρχή της φράσης της και συνέχισε το διάβασμα απ’ το ενδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην. Έφτασε έτσι ως το κεφ. ια΄, 19ο εδάφιο:
«…καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός».
Εδώ σταμάτησε και πάλι όλο ντροπαλοσύνη, γιατί προαιστάνθηκε πως φωνή της θα τρεμουλιάσει και θα κοπεί ξανά…
«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ·»
(Και σαν να’παιρνε με πόνο την ανάσα της η Σόνια πρόφερε καθαρά, λες κι έκανε ομολογία πίστης μπροστά στον κόσμο):
«Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος»
Έκανε να σταματήσει, έκανε να σηκώσει βιαστικά τα μάτια της να κοιτάξει αυτόν, μα υπερνίκησε αμέσως τον εαυτόν της και συνέχισε το διάβασμα. Ο Ρασκόλνικοβ καθόταν κι άκουγε ακίνητος, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Φτάσανε στο εδάφιο 32.
«ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. 33 ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;»
Ο Ρασκόλνικοβ γύρισε και την κοίταξε ταραγμένος. Ναι ,έτσι είναι! Έτρεμε κιόλας σύγκορμη απο πραγματκό πυρετό. Ο Ρασκόλνικοβ το περίμενε αυτό. πλησίαζε στο μέρος όπου γινόταν λόγος για το μεγαλύτερο και πρωτάκουστο θαύμα, κι ένα αίσθημα μεγάλου θριάμβου την έζωνε από παντού. Η φωνή της έγινε ηχερή σαν μέταλλο∙ ο θρίαμβος κι η χαρά ηχούσαν μέσα της και τη δυνάμωνε. Οι γραμμές χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της, γιατί τα μάτια της σκοτάδιζαν, μα ήξερε απ’ όξω αυτό που διάβαζε. Στον τελευταίο στίχο-«οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ»…χαμήλωσε τη φωνή της και μετέδωσε με θέρμη και πάθος την αμφιβολία, τον ψόγο και το χλευασμό των απίστων, των τυφλών Ιουδαίων, που τώρα αμέσως, ύστερ’ από’να λεπτό, θα πέσουν σαν να τους χτύπησε κεραυνός, θα βάλουν τα κλάματα, και τους λυγμούς και θα πιστέψουν… «Κι αυτός, αυτός επίσης είναι τυφλωμένος και άπιστος , κι αυτός θ’ ακούσει επίσης και θα πιστέψει κι αυτός, ναι! Ναι! Τώρα αμέσως!» αυτά ονειρεύονταν και τρεμούλιαζε από ευτυχισμένη προσμονή
«᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. 39 λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι».
Τόνισε ιδιαίτερα το τεταρτιαίος∙ «λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω∙ καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς…»
Διάβαζε δυνατά, ριγόντας και τρέμοντας απ’ την έκσταση , λες και τα’βλεπε όλ’ αυτά μπρός στα μάτια της.
«…δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν»
Η Σόνια δεν μπορούσε να διαβάσει άλλο, έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της.
-Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά και με κομμένη φωνή και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη , μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σαν να’χε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο σαμντάνι έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβυνε, φωτίζοντας αχνά, μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο, το φονιά και την πόρνη που είχαν συναντηθεί τόσο παράξενα στο διάβασμα του αιωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτά , ίσως και περισσότερα….
(…)
-Μονάχα εσένα έχω τώρα, πρόσθεσε αυτός. Ας πάμε μαζί…ήρθα σε σένα, είμαστε κι οι δυο μας καταραμένοι, ας πάρουμε το δρόμο μαζί!
Τα μάτια του λάμψανε. «Κάνει σαν τρελός», σκέφτηκε η Σόνια….

Φ. Ντοστογιέβσκη
Έγκλημα και Τιμωρία
Τόμος Β΄
Μετάφραση: Άρη Αλεξάνδρου
Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ
G
M
T
Y
Η λειτουργία ομιλίας περιορίζεται σε 200 χαρακτήρες

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Περί ψυχής-ανέκδοτο

Έλεγε ένας άπιστος γιατρός σε χριστιανό:

- Πιστεύεις, πως έχεις ψυχή;
- Και βέβαια, άπαντα ο χριστιανός.
- Την βλέπεις την ψυχή; Την ακούς την ψυχή; Τη γεύεσαι την ψυχή; Την πιάνεις την ψυχή;
- Όχι!
- Την αισθάνεσαι μήπως την ψυχή;
- Ναι, άπαντα ο χριστιανός.

Και ο υλιστής γιατρός έβγαλε το… συμπέρασμα:

- Είδες λοιπόν; Τέσσερις αισθήσεις λένε όχι, και μια μονάχα λέει ναι.

Μα ήρθε και η σειρά του χριστιανού να εξετάσει τον γιατρό!

- Γιατρέ, πιστεύεις, πως υπάρχει πόνος;
- Και βέβαια. Διαφορετικά εγώ δεν θα είχα λόγο υπάρξεως.
- Τον πόνο τον βλέπεις; Τον ακούς; Τον οσφραίνεσαι; Τον πιάνεις;
- Όχι!
- Τον αισθάνεσαι τον πόνο;
- Ναι! άπαντα ο γιατρός.

Και ο χριστιανός έβγαλε το συμπέρασμα:

- Είδες λοιπόν; Τέσσερις αισθήσεις λένε όχι, και μια μονάχα λέει ναι. Όπως εσύ δεν έχεις λόγο υπάρξεως χωρίς τον ανθρώπινο πόνο και σου λένε όλοι, ότι τον αισθάνονται, έτσι και εγώ δεν θα είχα λόγο υπάρξεως, αν δεν είχα ψυχή. Και την ψυχή όλοι την αισθάνονται, εκτός τους υλιστές.

ΤΟ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΤΟΥ ΑΓΝΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ

Μετά την απελευθέρωσή μας από τους Τούρκους, με την Επανάσταση του 1821, έχοντας βασιλιά τον Όθωνα, άρχισαν να έρχονται προτεστάντες στην Ελλάδα για προπαγάνδα κατά της Ορθοδοξίας μας. Δυο – τρεις λοιπόν από αυτούς, κουστουμαρισμένοι και με ύφος πανσόφων, πλησίασαν μια μέρα και έναν βοσκό που είχε ακουμπήσει στον τοίχο μιας εκκλησούλας, και παρακολουθούσε τα προβατάκια του, και νομίζοντας (α-θεολόγοι αυτοί) ότι θα τον ξετινάξουν με τις σοφιστείες τους, του λένε: «Είμαστε θεολόγοι και ήρθαμε να σου μιλήσουμε για το Χριστό, για να πιστέψεις…». «Μα εγώ πιστεύω!», τους λέει κοφτά ο βοσκός. Αυτήν την ευκαιρία περίμεναν οι εξυπνάκηδες, νομίζοντας ότι θα τον παγιδεύσουν σε συζήτηση όπως αυτοί ήθελαν. «Και τι πιστεύεις;», τον ρωτάει ο ένας. «Ό,τι πιστεύει Αυτή», τους λέει, και χτυπά με την παλάμη του, τον τοίχο της εκκλησούλας! «Και τι πιστεύει αυτή;», τον ρωτάει ο άλλος, νομίζοντας ότι τώρα θα τον βάλει στο χέρι, να τον μπλέξει… «Τι πιστεύει αυτή;», τους λέει ο βοσκός. «Ναι!». «Δεν ξέρετε;». «Όχι!». «Ε, τότε να σας το πω εγώ για να το μάθετε», τους λέει ο βοσκός. «Αυτή, πιστεύει ό,τι πιστεύω εγώ!», και χτύπησε με την παλάμη του, το στήθος του την φορά αυτή! «Καταλάβατε; Αντέστε τώρα στη δουλειά σας, γιατί εγώ έχω την δική μου δουλειά, και δεν μπορώ να χασομεράω μαζί σας»!! Και τους άφησε άφωνους και σύξυλους, και με το στόμα… ανοιχτό!..

Παναγιώτης Μιχαλόπουλος

ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΙΝ: ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ; ; ;



Ένας πανεπιστημιακός καθηγητής σε ένα ινστιτούτο υψηλού επιπέδου προκάλεσε τους σπουδαστές του με αυτήν την ερώτηση. «Είναι ο Θεός ο δημιουργός των πάντων;»
Ένας σπουδαστής απάντησε θαρραλέα, «ναι!» «Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα»
Ο καθηγητής συνέχισε, «εάν ο Θεός δημιούργησε τα πάντα συνεπάγεται ότι δημιούργησε και το Κακό. Δεδομένου ότι το Κακό υπάρχει, και αφού οι πράξεις μας καθορίζουν ποιοι είμαστε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Θεός είναι κακός.»
Ο σπουδαστής έμεινε σιωπηλός και δεν αποκρίθηκε στο υποθετικό συμπέρασμα του καθηγητή.
Ο καθηγητής, αρκετά ευτυχής με τον εαυτό του, καυχήθηκε στους σπουδαστές ότι είχε αποδείξει ακόμα μια φορά ότι η χριστιανική πίστη ήταν ένας μύθος.
Ένας άλλος σπουδαστής σήκωσε το χέρι του και είπε , «μπορώ να σας υποβάλω μια ερώτηση, κ. καθηγητά;» «Φυσικά», απάντησε ο καθηγητής. Ο σπουδαστής σηκώθηκε όρθιος και ρώτησε , «κ. καθηγητά , το κρύο υπάρχει;»
«Τι είδους ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και υπάρχει. Εσύ δεν έχεις ποτέ αισθανθεί κρύο;»Ο νεαρός σπουδαστής απάντησε , «στην πραγματικότητα κύριε, το κρύο δεν υπάρχει. Σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, αυτό που θεωρούμε κρύο είναι στην πραγματικότητα η απουσία θερμότητας. Απόλυτο μηδέν (- 460 Φ) είναι η συνολική απουσία θερμότητας και κάθε τι γίνεται αδρανές και ανίκανο να αντιδράσει σε εκείνη την θερμοκρασία. Το κρύο δεν υπάρχει. Έχουμε δημιουργήσει αυτήν την λέξη για να περιγράψουμε πώς αισθανόμαστε εάν δεν έχουμε καμία θερμότητα.»
Ο σπουδαστής συνέχισε, «κ. καθηγητά, το σκοτάδι υπάρχει;»
Ο καθηγητής αποκρίθηκε, «φυσικά.» Ο σπουδαστής απάντησε, «άλλη μια φορά κάνετε λάθος κύριε, ούτε το σκοτάδι υπάρχει. Το σκοτάδι είναι στην πραγματικότητα η απουσία φωτός. Το φως μπορούμε να το μελετήσουμε, το σκοτάδι όχι.
Στην πραγματικότητα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το πρίσμα Newton για να αναλύσουμε το λευκό φως σε πολλά χρώματα και να μελετήσουμε τα διάφορα μήκη κύματος κάθε χρώματος. Δεν μπορείτε να μετρήσετε το σκοτάδι. Μια απλή ακτίνα του φωτός μπορεί να σπάσει σε έναν κόσμο του σκοταδιού και να το φωτίσει.
Πώς μπορείτε να ξέρετε πώς το σκοτάδι απλώνεται σ' ένα χώρο; Μετρώντας την ποσότητα του παρόντος φωτός. Ετσι δεν είναι ;
Το σκοτάδι είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από το άτομο για να περιγράψει τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχει παρουσία φωτός.»
Τέλος ο νεαρός σπουδαστής ρώτησε τον καθηγητή, «κύριε, το Κακό υπάρχει;»
Αβέβαιος, ο καθηγητής αποκρίθηκε, «φυσικά, όπως έχω πει ήδη. Το βλέπουμε στα καθημερινά παραδείγματα της ανθρώπινης απανθρωπιάς, στο πλήθος εγκλημάτων και βίας που υπάρχει παντού στον κόσμο. Αυτές οι εκδηλώσεις δεν είναι παρά μόνο αυτό, εκδήλωση του Κακού.
Ο σπουδαστής απάντησε, «το κακό δεν υπάρχει, κύριε ,ή τουλάχιστον δεν υπάρχει από μόνο του. Το κακό είναι απλά η απουσία του Θεού. Είναι ακριβώς όπως το σκοτάδι και το κρύο, μια λέξη που το άτομο έχει δημιουργήσει για να περιγράψει την απουσία Θεού. Ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό. Το κακό είναι το αποτέλεσμα που συμβαίνει όταν το άτομο δεν έχει την αγάπη του Θεού παρούσα στην καρδιά του. Είναι όπως το κρύο που έρχεται όταν δεν υπάρχει καμία θερμότητα, ή το σκοτάδι που έρχεται όταν δεν υπάρχει κανένα φως.»
Ο καθηγητής κάθισε στην έδρα του.
Το όνομα του νεαρού σπουδαστή: Αλβέρτος Einstein.

πηγή:xfd.gr

"YΠΑΡΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ;"μια ενδιαφερουσα αποψη

Μας το έστειλε ο φίλος μας ο Νίκος

Αυτή είναι μια από τις καλύτερες εξηγήσεις του γιατί ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και τη δυστυχία που βλέπουμε στον κόσμο.
Μια φορά πήγε ένας τύπος στο κουρείο για το καθιερωμένο κούρεμα και ξύρισμα.
Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση.
Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα...
Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε:
'Δε πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.'

'Γιατί το λες αυτό;' ρώτησε ο πελάτης. Και ο κουρέας είπε: 'Λοιπόν, απλά βγες έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι;
Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά;
Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος.
Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.'

Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση.
Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε.

Όμως μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα άντρα στο δρόμο με μακρυά κατσαρά βρώμικα μαλλιά και γένια. Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος. Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο.
Τότε είπε στον κουρέα:
'Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!'
'Πως μπορείς να το λες αυτό;' ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας.
'Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;'
'Όχι!' απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: 'Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακρυά βρώμικα μαλλιά, όπως ο τύπος απ' έξω.'

'Μα.... οι κουρείς ΌΝΤΩΣ υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.'
'Ακριβώς!' απάντησε ο πελάτης. 'Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης ΥΠ’ΡΧΕΙ! Και αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν σε αυτόν βοήθεια.
Γι' αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον κόσμο.'

ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μ' ΕΝΑΝ ΑΠΙΣΤΟ

ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μ' ΕΝΑΝ ΑΠΙΣΤΟ
Τό άρθρο αυτό είναι μιά συνομιλία τού μακαριστού φέροντος π. Επιφανείου Θεοδωροπούλου μέ έναν άθεο*. Είναι ένα κείμενο απλό, σφιχτό και κυρίως γραμμένο μέ θεία φώτιση. Είναι αναδημοσίευση από τό μικρό βιβλίο «Διάλογος μ' έναν άπιστο» της Χριστιανικής Στέγης Καλαμάτας, τήν όποια και ευχαριστούμε.
«ΟΧΙ ΚΑΙ ΘΕΟΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ»
ΑΠ.: Κοιτάξτε. Κι' εγώ παραδέχομαι ότι ό Χριστός ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και μεγάλος επαναστάτης, αλλά μήν τόν κάνουμε και Θεό τώρα.
ΓΕΡ.: Άχ παιδί μου, όλοι οι μεγάλοι άπιστοι τής Ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Τό ψαροκόκκαλο πού τους κάθισε στό λαιμό και δεν μπορούσαν νά τό καταπιούν ήταν αυτό ακριβώς. Τό ότι ό Χριστός είναι και Θεός. Αλλά άν ό Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται γιά τήν απαισιωτέρα μορφή τής Ιστορίας.
ΑΠ.: Τι είπατε;
ΓΕΡ.: Αυτό πού άκουσες. Γιά σκέψου πόσα εκατομμύρια ανθρώπων θυσίασαν τά πάντα γιά χάρι Του, ακόμα κι' αυτή τή ζωή τους. Ποιός άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι' άν ήταν, θά άξιζε αυτή τήν μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιός; Πές μου. Αυτός τήν άξιζε, γιατί είναι Θεός.
ΑΠ.: Και ποιός μπορεί νά τό βεβαιώση αυτό;
ΓΕΡ.: Σού είπα και προηγουμένως ότι τά πειστήρια τής Θεότητός Του είναι τά υπερφυσικά γεγονότα πού συνέβησαν, όσον καιρό ήταν εδώ στην γή. Αλλά, πριν αναφερθώ σ' αυτά, πρέπει νά παραδεχθής ότι ό Χριστός έταμε τήν Ιστορία. Πές μου. Ποιός τόλμησε ποτέ νά εισχώρηση στις ιερώτερες σχέσεις τών ανθρώπων και νά πή «ό φιλών πατέρα ή μητέρα ή τέκνα υπέρ αυτού τήν αγάπη τών ανθρώπων πάνω και από τήν ίδια τήν ζωή τους;» Κανείς και πουθενά. Μόνο ένας Θεός θά μπορούσε νά τό κάνη αυτό. Φαντάζεσαι τόν δικό σας τόν Μαρξ νά έλεγε κάτι τέτοιο; Ή θά τόν περνούσαν γιά τρελλό ή δέν θά βρισκόταν κανείς νά τόν ακολουθήση. Πές μου ακόμη. Ποιος τόλμησε ποτέ νά πή ότι «ΕΓΩ είμαι ή αλήθεια καί ΕΓΩ είμαι ή ζωή;» Καί δεν ηρκέσθη μόνον νά πή αυτά που είπε, αλλά επεκύρωσε τους λόγους Του με πλήθος θαυμάτων: Έκανε τυφλούς νά βλέπουν, παράλυτους νά περπατούν, έθρεψε μέ δυο ψάρια καί πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες άνδρες καί πολλαπλάσιες γυναίκες καί παιδιά, διέτασσε τά στοιχεία τής φύσεως καί αυτά υπήκουαν, ανέστησε νεκρούς, όπως τόν Λάζαρο, που ήδη είχε αρχίσει νά μυρίζη.
Μείζων δέ πάντων των γεγονότων τούτων, ή Ανάστασίς Του. Όλο τό οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στό γεγονός τής Αναστάσεως. Αυτό δεν τό λέω εγώ. Τό λέγει ό Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία ή πίστις ημών». Άν ό Χριστός δέν αναστήθηκε, Όλα καταρρέουν. Ό Χριστός όμως ανέστη, που σημαίνει ότι είναι Κύριος τής Ζωής καί του Θανάτου, άρα Θεός.

* Παρότι τό θέμα φαινομενικά δέν έχει άμεση σχέση μέ τους φυλακισμένους, είναι μια τονωτική ένεση στην πίστη μας, καί ίσως κάποιοι νά διαβάσουν πράγματα πού δέν τά έχουν σκεφτεί. Μακάρι ν' αποκτήσοιιμε πίστη ώστε «όροι μεθιστάνειν», ή οποία συνδυασμένη μέ έργα αγάπης νά μας κάνει νά γίνουμε κοινωνοί της δικής Του Αγάπης.


«ΕΣΕΙΣ ΤΑ ΕΙΔΑΤΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;»

ΑΠ.: Εσείς τά είδατε όλα αυτά; Πώς τά πιστεύτετε;
ΓΕΡ.: Όχι, εγώ δέν τά είδα. Αλλ' αυτοί που τά είδαν, δηλ. οι Απόστολοι, τά εβεβαίωσαν καί προσυπέγραψαν αυτήν τήν μαρτυρία τους μέ τό αίμα τους. Ή μαρτυρία της θυσίας της ζωής είναι ή ύψιστη μαρτυρία.
Φέρε μου και σύ κάποιον, πού νά μου πή ότι ό Μαρξ πέθανε και ανέστη και νά πεθάνη γι' αυτό πού λέει και εγώ θά τόν πιστέψω, ως τίμιος άνθρωπος.
ΑΠ.: Νά σάς πω. Χιλιάδες μαρξιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Γιατί δέν ασπάζεσθε και σεις τόν μαρξισμό;
ΓΕΡ.: Τό είπες και μόνος σου. Οι μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Δέν πέθαναν γιά γεγονότα. Σέ μιά ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο νά υπεισέλθη πλάνη. Επειδή δέ είναι ίδιον τής ανθρώπινης ψυχής νά θυσιάζεται γιά κάτι πού πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Αυτό δέν μάς υποχρεώνει νά τήν δεχθούμε σάν σωστή. Άλλο νά πεθαίνης γιά ιδέες και άλλο νά πεθαίνης γιά γεγονότα.

«ΠΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ;»

Οι Απόστολοι όμως δέν πέθαναν γιά ιδέες. Ούτε γιά τό «αγαπάτε αλλήλους», ούτε γιά τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα. Και όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ότι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό απ' αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν «δι' ά ακηκόασι και εθεάσαντο και αί χείρες αυτών εψηλάφησαν». Και ό Ευαγγελιστής Ιωάννης αυτό ακριβώς λέγει: «ό εωρακώς μεμαρτύρηκε», δηλ. εγώ ό ίδιος πού γράφω αυτά, εγώ ό ίδιος είδα τόν εκατόνταρχο νά λογχίζη τήν πλευράν Του και νά εξέρχεται αίμα και νερό από αυτήν.
Ό Πασκάλ κάμνει έναν πολύ ωραίο συλλογισμό. Λέγει, λοιπόν, ότι μέ τους Αποστόλους συνέβη εν εκ τών τριών: Ή ηπατήθησαν ή μάς εξηπάτησαν ή μάς είπαν τήν αλήθεια.
Άς πάρουμε τήν πρώτη εκδοχή. Δέν είναι δυνατόν νά ηπατήθησαν οι Απόστολοι, διότι δέν τά έμαθαν από άλλους. Αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτήκοοι και αυτόπται μάρτυρες των θαυμάτων του Χρίστου.
Ή δεύτερη εκδοχή. Μήπως μάς εξηπάτησαν; Μήπως μάς είπαν ψέμματα; Αλλά γιατί νά μάς εξαπατήσουν; Τι θά κέρδιζαν λέγοντας ένα τέτοιο ψέμμα; Μήπως χρήματα; Μήπως αξιώματα; Μήπως δόξα; Γιά νά πή κάποιος ένα ψέμμα, περιμένει κάποιο όφελος. Αντιθέτως οι Απόστολοι κηρύσσοντες Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών, τά μόνα πού εξησφάλισαν ήσαν ταλαιπωρίες, κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους από ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις και τέλος τόν θάνατον. Κι' όλα αυτά για ένα ψέμμα;
Και κάτι άλλο. Τι ήσαν οι Απόστολοι πριν τους καλέσει ό Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, πού περίμεναν τήν ευκαιρία νά κατακτήσουν τήν ανθρωπότητα και νά ικανοποιήσουν έτσι τήν φιλοδοξία τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν και τό μόνο πού τους ενδιέφερε ήταν νά πιάσουν κανένα ψάρι, γιά νά θρέψουν τις οικογένειες τους. Γι' αυτό και μετά τήν σταύρωση του Κυρίου, παρά τά όσα είχαν ακούσει και ιδή, επέστρεψαν στά πλοιάρια τους και στά δίκτυα τους. Δέν υπήρχε σ' αυτούς ούτε ίχνος προδιαθέσεως για όσα αργότερα επρόκειτο νά γίνουν. Και μόνον μετά τήν Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έδιναν οι δάσκαλοι της οικουμένης. Άρα δέν είχαν λόγο νά μάς εξαπατήσουν οι Απόστολοι.
Μένει επομένως ή τρίτη εκδοχή. Ότι μάς είπαν τήν αλήθεια.

«Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΕΚΡΟΦΑΝΕΙΑ!»

Αποκλείεται νά έγινε, στην περίπτωση του Χρίστου, νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες ότι έναν Ινδό τόν έθαψαν καί μετά από τρεις μέρες τόν ξέθαψαν καί ήταν ζωντανός.
ΓΕΡ.: Άχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ καί πάλι τόν λόγο του Ιερού Αυγουστίνου. «Άπιστοι, δέν είσθε δύσπιστοι, είσθε οι πλέον εύπιστοι. Δέχεσθε τά πιό απίθανα, τά πιό παράλογα, τά πιό αντιφατικά, γιά νά αρνηθήτε τό θαύμα».
Όχι, παιδί μου, δέν έγινε νεκροφάνεια στον Χριστό.
Πρώτα πρώτα, έχομε την μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ό οποίος βεβαιώνει τόν Πιλάτο ότι «ήδη τέθνηκε» ό εσταυρωμένος.
Έπειτα, τό Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ό Κύριος, ευθύς μετά τήν ανάστασίν Του, συνεπορεύθη καί συνε-ζήτη μέ δυο μαθητές του, στον δρόμο προς Εμμαούς. Φαντάζεσαι κάποιον νά έχη υποστεί όσα υπέστη ό Χριστός καί τρεις ήμερες μετά νά του συνέβαινε νεκροφάνεια; Άν μή τί άλλο, θά πρεπε γιά σαράντα ήμερες νά τόν ποτίζουν κοτόζουμο, γιά νά μπορή νά ανοίγη τά μάτια του καί όχι νά περπατά καί νά συζητά, σάν νά μή συνέβη τίποτε.
Όσο γιά τόν Ινδό, φέρε τον εδώ νά τόν μαστιγώσωμε, νά τόν φραγγελώσωμε -καί ξέρεις τί εστί φραγγέλιο; Δερμάτινες λουρίδες που στην άκρη τους είναι στερεωμένα κομμάτια από σπασμένα κόκκολα-, φέρε τον λοιπόν νά του φορέσωμε κι' ένα ακάνθινο στεφάνι, νά τόν σταυρώσωμε, νά του δώσωμε χολή καί ξύδι, νά του λογχεύσωμεν τήν πλευράν, νά τόν βάλωμεν καί στον τάφο καί άν αναστηθή, τότε τά λέμε πάλι.
ΑΠ.: Παρά ταύτα, όλες οι μαρτυρίες πού επικαλεσθήκατε προέρχονται από μαθητές τού Χριστού. Υπάρχει κάποια μαρτυρία περί της Θεότητος τοϋ Χρίστου, πού νά μήν προέρχεται από τόν κύκλο τών μαθητών Του; ΓΕΡ.: Βεβαίως, τού Παύλου. Ό Παύλος, όχι μόνο δέν άνηκε στον κύκλο των μαθητών τού Χρίστου αλλά μετά μανίας εδίωκε τήν Εκκλησίαν.

«Ο ΠΑΥΛΟΣ ΕΠΑΘΕ ΗΛΙΑΣΗ!»

ΑΠ.: Γι' αυτόν λένε ότι έπαθε ηλίαση.
ΓΕΡ.: Βρέ παιδάκι μου, άν πάθαινε ηλίαση ό Παϋλος, αυτό πού θά ανεδύετο θά ήταν τό υποσυνείδητο του. Και στό υποσυνείδητο τού Παύλου θέσιν περιωπής κατείχαν οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Τόν Αβραάμ και τόν Ιακώβ και τόν Μωϋσή έπρεπε νά ιδή και όχι τόν Ιησού, τόν οποίον θεωρούσε λαοπλάνο και απατεώνα.
Φαντάζεσαι καμιά πιστή γριούλα στό παραμιλητό της νά βλέπη τόν Βούδα ή τόν Δία; Τόν Άι Νικόλα θά ιδή και τήν Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει.
Και κάτι ακόμη. Στόν Παύλο, όπως σημειώνει ό Παπίνι, υπάρχει και τό εξής θαυμαστόν: Πρώτον, τό αιφίδιον τής μεταστροφής. Κατ' ευθείαν από τήν απιστίαν εις τήν πίστιν. Δέν μεσολάβησε προπαρασκευή. Δεύτερον, τό ισχυρόν τής πίστεως, Ξαφνική πίστις και ισχυρότατη. Ουδέποτε εταλαντεύθη ό Παύλος. Και τρίτον, πίστις διά βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορούν νά συμβούν μετά από μία ηλίαση; Αυτά δέν εξηγούνται. Άν μπορής εξήγησε τα. Άν δέν μπορής, παραδέξου τό θαύμα. Και ασφαλώς θά γνωρίζης ότι ό Παύλος γιά τά δεδομένα τής εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δέν ήταν κανένα ανθρωπάκι, νά μήν ξέρη τι τού γίνεται.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!

Θά σού πώ όμως και κάτι ακόμη: Εμείς, παιδί μου, σήμερα ζούμε σε αποκαλυπτική εποχή. Ζούμε τό θαύμα της Εκκλησίας τού Χριστού. Όταν ό Χριστός είπε γιά τήν Εκκλησία Του ότι «πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτοίς», οι μαθηταί Του αριθμούσαν μερικές δεκάδες μέλη. Έκτοτε, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες και ή Εκκλησία τού Χριστού παραμένει φάρος της οικουμένης. Αυτό δέν είναι θαύμα;
Και κάτι άλλο: Στό κατά Λουκάν Ευαγγέλιον αναφέρεται πώς, όταν ή Παναγία μετά τόν Ευαγγελισμό της επεσκέφθη τήν Ελισάβετ, τήν μητέρα τού Προδρόμου, εκείνη μέ φωνή μεγάλη τήν εμακάρισε: «Ευλογημένη σύ εν γυναιξί» της είπε. Και ή Παναγία απάντησε ως έξης: «Μεγαλύνει ή ψυχή μου τόν Κύριον...
ιδού γάρ από τού νύν μακαριούσι μέ πάσαι αί γενεαί». Τι ήταν τότε ή Παναγία; Μιά άσημη κόρη της Ναζαρέτ. Ποιός τήν ήξερε; Άντε νά τήν γνώριζαν οι συγγενείς της και ίσως μερικοί ακόμη κάτοικοι της Ναζαρέτ. Και από τότε, ξεχάστηκαν αυτοκράτειρες, έσβησαν λαμπρά ονόματα γυναικών, λησμονήθηκαν σύζυγοι και μητέρες στρατηλάτων. Ποιός ξέρει ή θυμάται τήν μητέρα τού Μ. Αλεξάνδρου; Σχεδόν κανείς. Όμως, εκατομμύρια χείλη, σ' όλα τά μήκη και πλάτη της γής και σ' όλους τους αιώνες, υμνούν τήν ταπεινή κόρη της Γαλιλαίας, «τήν τιμιωτέραν τών Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως τών Σεραφείμ». Ζούμε ή δέν ζούμε εμείς σήμερα οι άνθρωποι τού εικοστού αιώνος τήν επαλήθευσι τοϋ προφητικού λόγου της Παναγίας; Είναι ή δέν είναι αυτό ένα θαύμα; Άν μπορείς, εξήγησέ το. Άν δέν μπορείς, όμως, παραδέξου τό θαύμα.

«Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ!»

ΑΠ.: Παραδέχομαι ότι τά επιχειρήματα σας είναι ισχυρά. Έχω όμως μιά απορία ακόμη. Δέν νομίζετε ότι ό Χριστός άφησε τό έργο του ημιτελές; Εκτός και άν μας εγκατέλειψε. Δέν μπορώ νά φαντασθώ ένα Θεό νά παραμένη αδιάφορος στό δράμα του άνθρωπου. Εμείς νά βολοδέρνουμε εδώ κι' εκείνος από ψηλά νά στέκη απαθής.
ΓΕΡ.: Όχι, παιδί μου, δέν έχεις δίκιο. Δέν άφησε τό έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως, στην Ιστορία είναι ή μοναδική περίπτωση του ανθρώπου, ό οποίος είχε τήν βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε τό έργο Του και ότι δέν είχε τίποτε άλλο νά κάνη και νά ειπή. Ακόμη και ό μέγιστος τών σοφών, ό Σωκράτης, ό όποιος μιά ζωή έλεγε και δίδασκε, στό τέλος συνέθεσε και μιά περίτεχνον απολογία και άν ζούσε θάχε και άλλα νά πή.
Μόνον ό Χριστός, σέ τρία χρόνια, είπε ότι είχε νά ειπή, έπραξε ότι ήθελε νά πράξη, και είπε και τό «τετέλεσται». Δείγμα και αυτό της Θεϊκής Του τελειότητος και αυθεντίας. Όσο γιά τήν εγκατάλειψη που είπες, σέ καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ό κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δέν μπορείς νά εξήγησης τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί; Γιατί; Γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί». Κατάλαβε το. Δέν μπορεί ό άνθρωπος νά προσέγγιση, με την πεπερασμένη λογική του, τήν απάντηση όλων αυτών τών «γιατί». Μόνο μέ τόν Χριστό όλα εξηγούνται. Μας προετοιμάζουν γιά τήν αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει νά πάρουμε απάντηση σέ μερικά «γιατί».
Αξίζει τόν κόπο νά σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από τήν συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου, «Δάφναι και μυρσίναι», που έχει τίτλο «Ερωτηματικά»:

ΠΕΣ ΜΟΥ, ΠΑΤΕΡΑ!
Είπα στον γέροντα ασκητή τόν εβδομηκοντάρη
πού κυματούσε ή κόμη τον σαν πασχαλιάς κλωνάρι:
«Πές μου, πατέρα μου, γιατί σέ τούτη δω τη σφαίρα
αχώριστα περιπατούν ή νύχτα και ή μέρα;
Γιατί σαν νάσαν δίδυμα φυτρώνουνε αντάμα
τ' αγκάθι και τό λούλουδο, τό γέλιο και τό κλάμα;
Γιατί στην πιό ελκυστική τού δάσους πρασινάδα
σκορπιοί φωλιάζουν κι' όχεντρες και κρύα φαρμακάδα;
Γιατί προτού τό τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλη
και ξεδιπλώση μπρος στό φως τ' αμύριστα του κάλλη
μαύρο σκουλήκι έρχεται μιά μαχαιριά τού δίνει
κι' ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ' αφήνει;
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει
τό στάχυ ώσπου νά γενή ψωμάκι και καρβέλι
και κάθε τι ωφέλιμο κι' ευγενικό και θείο πληρώνεται
μέ δάκρυα και αίματα στό βίο,
ενώ ό παρασιτισμός αυτόματος θεριεύει
κι' ή προστυχιά όλη τή γη νά καταπιή γυρεύει;
Τέλος, γιατί εις του παντός τήν τόση αρμονία
νά χώνεται ή σύγχυσις κι' ή ακαταστασία;»
Απήντησεν ό ασκητής μέ τή βαριά φωνή του
προς ουρανούς υψώνοντας τό χέρι τό δεξί του:
«Οπίσω από τά χρυσά εκεί επάνω νέφη
κεντά ό Μεγαλόχαρος ατίμητο γκερκέφι*.
Κι' έφ' όσον εις τά χαμηλά ημείς περιπατούμεν
τήν όψι τήν ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμεν.
Καί είναι άρα φυσικόν λάθη ό νούς νά βλέπη εκεί
πού νά ευχαριστή καί νά δοξάζη πρέπει.
Περίμενε σάν Χριστιανός νά έλθη ή ήμερα
πού ή ψυχή σου φτερωτή θά σχίση τόν αιθέρα
καί τού Θεού τό κέντημα απ' τήν καλή κυττάξης καί τότε...
όλα σύστημα θά σου φανούν καί τάξις».


Ό Χριστός, παιδί μου, δέν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει μαζί μας μέχρι συντέλειας των αιώνων. Αυτό, όμως, θα τό καταλάβης μόνο αν γίνης συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθής μέ τα μυστήρια της.
Όμως, γι' αυτό, όποτε θελήσεις, έλα να τα ξαναπούμε.
* γκεργκέφι=κέντημα

Δες , τι λένε οι άθεοι...;

Ο κόσμος είναι παράλογος, λοιπόν δεν υπάρχει Θεός (Σάρτρ)

Ο άθεος είναι καθημερινός αναζητητής του Θεού , που βλέπει παντού την απουσία Του, που δεν μπορεί να ανοίξει το στόμα του χωρίς να προφέρει το όνομά Του , με λίγα λόγια ένας κύριος με θρησκευτικές πεποιθήσεις», γράφει ο αρνητής Σάρτρ.
Το ίδιο παθαίνει και ο δικός μας Νίκος Καζαντζάκης. Ενώ λέει πως δεν πιστεύει σε τίποτε και ειρωνεύεται και βλαστημάει τα πάντα( διαβάστε την Ασκητική του ) όλο γύρω απ’ το Θεό και τον Χριστό γυρίζει και κάτω απ’ τα γράμματα του γράφει: ο Θεός μαζί σας!.

Σας το λέγω εγώ αυτός , που είμαι παιδί του αιώνα μας, παιδί της απιστίας: «Δεν υπάρχει πιο αγαθό , πιο βαθύ , πιο συμπαθητικό, πιο λογικό , πιο αντρίκιο και πιο τέλειο από το Χριστό . Και συλλογίζομαι , με ζηλωτού αγάπη, πως όχι μόνο δεν υπάρχει, μα και δεν μπορεί να υπάρχει».
Χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται
«Χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται»

Στο ερώτημα αν υπάρχει Δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος απαντούν ναι τα μεγάλα πνεύματα , που έζησαν στους αιώνες.
Την μεγάλη λογική σειρά των γεγονότων με κανένα τρόπο δεν μπορεί να δεχθεί το πνεύμα μας σαν αποτέλεσμα τυφλής τύχης. (Δαρβίνος)

Το μάτι και το φτερό μιάς πεταλύοδας είναι αρκετά για να συντρίψουν έναν άπιστο! (Ντιτερό ο άθεος)

Είσαι ευτυχής που οδηγείς τους ανθρώπους στο Θεό, γιατί η θρησκευτική ευσέβεια εξουδετερώνει τη νεύρωση. (Φρόΰντ)

Άκουσέ με. Σου μιλώ εγώ ο πολεμικός άθεος Βολταίρος: Κι αν δεν υπάρχει Θεός, πρέπει να τον κατασκευάσουμε. Αυτό λένε τα πράγματα.


Σ’ αγάπησα όμως ,έστω και αργά. Ομορφιά τόσο παλιά μα και τόσο νέα! Και τότε σκόρπισε άρωμα ηδονικό και το ανέπνευσα και ο πόθος μου στράφηκε σε Σένα. Σε γεύθηκα και κατάλαβα την πείνα και τη δίψα που είχα όταν ήμουν μακριά Σου. με άγγιξες και έγινες γαλήνη μεγάλη τη φουρτουνιασμένη ψυχή μου. δεν υπάρχει πια πόνος και κόπος για μένα, και η ζωή μου είναι γεμάτη από Σένα, που είσαι η αληθινή και χαρούμενη ζωή. (Αγιος Αυγουστίνος)

Ο Θεός είναι νεκρός. Οι άνθρωποι είναι ζωντανοί και ανώτεροι. Αυτός ο Θεός ήταν ο πιο μεγάλος κίνδυνος. Δεν είσαστε σεις αναστημένοι, παρά από τότε που ο Θεός είναι μέσα στα τάφο…Ο Θεός είναι νεκρός…ζήτω ο υπεράνθρωπος! (Νίτσε)

Δεν υπάρχει Θεός , γιατί αν υπήρχε θα ήμουν εγώ!(Νίτσε)

Περιγράφω αυτό που έρχεται. Αυτό που δεν μπορεί να μην έρθει: Τη γέννηση του μηδενισμού. Μια εποχή πολέμων , αναστατώσεων , αναφλέξεων τρομερών.
Δεν είμαι αρκετά περιορισμένος για να υιοθετήσω μια γνώμη. Ναι , τη δική μου. Τραβηχτήτε, από κοντά μου…Κοκκινήστε για μένα. Ίσως σας έχω απαντήσει
Πρέπει να μείνω για πάντα μέσα στο όνειρό μου, καταδικασμένος να χαθώ
Μην εγκαταλείπετε ποτέ την ιδέα του Θεού… Εγώ την έχω αρνηθεί…Θα βουλιάζω μέσα στο βάθος των παθών μου. Αυτά με πετούν πότε εδώ πότε εκεί. χάνω αδιάκοπα την ισορροπία μου.
Το χειρότερο είναι που δεν καταλαβαίνω πια για ποιο σκοπό ζω.. Το κάθε τι μου φαίνεται ενοχλητικό, οδυνηρό αηδιαστικό (Νιτσε)
(και αυτοκτόνησε)

«Θα πεθάνω μέσα σ’ ένα πυκνό σύννεφο , που με περιβάλλει και με πιέζει…Μέσα στα ατέλειωτα νυχτέρια της μοναξιάς μου, στις στιγμές της δυνατής αθεϊας μου, ένιωθα παρορμήσεις προς το Θεό, που ονόμαζα παραμύθι, και τότε η καρδιά μου πάλευε εναντίον της καταστροφής (Γεωργία Σανδή)

«Ας γυρίσουμε πίσω στο Θεό, γιατί μακριά του περιπλανιόμαστε στα τάρταρα.»
« Η χριστιανική προσευχή κάνει να δονούνται όλες οι χορδές του διανοητικού και πνευματικού είναι. Σε καμιά άλλη θρησκεία ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πιο κοντά στο Θεό. Σε καμιά ο Θεός δεν έχει γίνει τόσο ανθρώπινος, τόσο πατρικός, τόσο προσιτός, τόσο υπομονετικός και τόσο τρυφερός (Γεωργία Σανδή Georgia Sand)

Πίστεψα, και αυτόματα άλλαξε η ζωή μου. σταμάτησα τα ναρκωτικά, τα χαρτοπαίγνια και τις άλλες πρόσκαιρες απολαύσεις και έδωσα τον εαυτό μου στο Ιησού. (Σταμάτης Σπανουδάκης)

Είναι βέβαιο και αποδεδειγμένο από την πείρα ότι οι μικροφιλόσοφοι μετακινούνται στην αθεΐα αλλά οι μεγάλοι φιλόσοφοι οδηγούνται στην θρησκεία (ΒΑΣΚΩ)

«Μπορώ να πω ότι έχω εγκαταλείψει τον ουρανό, κι’ εκείνος μ’ έχει εγκαταλείψει. Έχω βυθιστεί σε μια ζωή λαίμαργη και αχόρταγη. Γνωρίζω ότι έχω πάρει στραβό δρόμο. Το γνωρίζω πολύ καλά.» «Το κενό που έχει αφήσει μέσα μου η απουσία του Θεού , γίνεται άγριο και ανήμερο. Όταν μου προσφέρουν ένα ποτήρι ουΐσκι , παίρνω δέκα για να βυθιστώ στο μεθύσι (Ιονέσκο)

«Έχουμε καταντήσει ανδρίκελα , που ερχόμαστε και φεύγουμε δίχως σκοπό…Η υλιστική , μηχανική , συμβατική ζωή…μας έχει μεταμορφώσει σε άχρηστα όντα, ξιπασμένα και ηλιθια. Σε μηχανές που κινούνται και θορυβούν αδιάκοπα χωρίς να γνωρίζουν το γιατί.» Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη χάρη, που γνωρίζουν τον Ιησού και είναι γεμάτοι από την προσωπικότητα και την παρουσιά Του.. .Από τη στιγμή που θα γευτεί κανείς τον Ιησού δεν μπορεί να τον εγκαταλείψει, γιατί νιώθει ευτυχής. (Ιονέσκο)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...