«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1).
Προτού
δημιουργηθεί ο πνευματικός και ο υλικός κόσμος υπήρχε μόνο ο Τριαδικός
Θεός, ο Οποίος δεν έχει αρχή και τέλος. Ο Λόγος του Θεού, το δεύτερο
Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, υπήρχε πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν και
ενωμένος με Αυτόν, γιατί είναι Αυτός «το απαύγασμα της δόξης και ο
χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού» (Εβρ. 1,3), προς τον Οποίον είπε ο Θεός
«υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγένηκά σε» (Εβρ. 1,5).
Αυτός
ο απερίγραπτος Λόγος του Θεού, όταν δημιουργήθηκε ο κόσμος, έλαβε
ενεργό μέρος, αφού «πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο
ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιω.1,3). Μάλιστα δε στη δημιουργία του ανθρώπου η
παρουσία του Λόγου ήταν φανερή, όπως διαφαίνεται από τη χρήση του
πληθυντικού αριθμού «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’
ομοίωσιν» (Γεν. 1,26).
Αλλά
και για τη σωτηρία του ανθρώπου ο Λόγος του Θεού επρόκειτο να
διαδραματίσει αποτελεσματικό ρόλο. Ο Θεός προλέγει αυτό δίνοντας την
υπόσχεση, αμέσως μετά την αμαρτία των πρωτοπλάστων, ότι θα έρθει στον
κόσμο εκείνος, που θα νικήσει το διάβολο, εννοώντας την ενανθρώπηση του
Λόγου, «και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον τηςγυναικός και ανά
μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής. αυτός σου
τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. 3,15).
Πράγματι,
«ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού,
γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον
εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4, 4-5).
Από
τότε πλέον ο Λόγος του Θεού στο Πρόσωπό Του προσέλαβε και την ανθρώπινη
φύση, ώστε να είναι Θεάνθρωπος, γκρεμίζοντας έτσι κάθε τι που χώριζε
τον άνθρωπο από το Θεό.
Το
μυστήριο είναι μεγάλο, όπως λέει ο Απ. Παύλος, «και ομολογουμένως μέγα
εστί το της ευσεβείας μυστήριον. Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν
Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω,
ανελήφθη εν δόξη» (Α΄Τιμ. 3,16).
Βέβαια,
ο Λόγος πάντοτε υπήρχε στον κόσμο ως Θεός «εν τω κοσμω ήν, και ο κόσμος
δι’ αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (Ιωάν. 1,10), τώρα όμως
με την ενανθρώπησή Tου, έρχεται να προσλάβει τον άνθρωπο για να τον
οδηγήσει ξανά στον Παράδεισο κοντά στο Θεό, και να του χαρίσει την
υιοθεσία και το «καθ’ ομοίωσιν», «όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς
εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού»
(Ιωάν. 1,12).
Δεν
μένει παρά ο άνθρωπος να δεχθεί την συντριβή του εγωισμού του, και να
δεχθεί μέσα του το φως του Προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού, που δεν
είναι άλλο από το Πρόσωπο του Θεού Λόγου. Τότε η χαρά των Χριστουγέννων
θα είναι γνήσια, μόνιμη, αναφαίρετη και δημιουργική σε κάθε κατεύθυνση,
ακόμη και στην υλική ζωή του ανθρώπου, γιατί η ενανθρώπηση του Λόγου
φέρνει την πραγματική ειρήνη στη γη και την ευδοκία του Θεού στους
ανθρώπους, όπως έψαλλαν οι άγγελοι τη νύχτα της Γεννήσεως, «δόξα εν
υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2,14).
Ιωάννης Χ. Δήμος πτχ. Θεολ. & Φιλοσ. Πανεπιστημίου Αθηνών