Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Εγώ δεν μπο-ρώ να κατανοήσω πώς υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο, που ν' αμφιβάλλουν. υπάρχει Θεός;» { Γερ Παισιος }

                         
   Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΙΣΙΟΣ   
Συνομιλητής: Επίσκοπος Μαυροβουνίου και Παραθαλάσσιας κ. Αμφιλόχιος Ράντοβιτς,
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου


Κ.Ι.: «Εκείνο, που έχει περισσότερη σημασία απ' όλα τα βιβλία κι απ' όλες τις ιδέες, εΐνα να βρεις έναν Ορθόδοξο στάρετς», λέει πάρα πολύ σωστά ο Ρώσσος στοχαστής Κιριεέφσκι.
Υπάρχουν όπως μας βεβαιώνουν αυτοί που όντως γνωρίζουν, αρκετοί μεγάλοι Γέροντες, που μέχρι την κοίμηση τους θα παραμείνουν άγνωστοι σ' εμάς τους πολλούς, διότι έτσι το θέλησε η θείαΠρόνοια. Υπάρχουν, όμως, και μερικοί πολύ γνωστοί, ξακουστοί θα λέγαμε, που κοντά τους
αναπαύεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Ένας απ' αυτούς στάθηκε και ο Αγιορείτης Γέρων Παΐσιος. Μιλήστε μας, Σεβασμιώτατε, γι' αυτή τη μεγάλη σας γνωριμία. Α.Ρ.: Πρωτογνώρισα το μεγάλο Γέροντα το 1966, όταν ήμουν ακόμη λαϊκός. Κάποια δε περίοδο, ως ιερομόναχος πλέον, έμεινα δέκα σχεδόν μήνες κοντά στο κελλΐ του.
Κ.Ι.: Θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για σας να ζήσετε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δίπλα σ' ένα τέτοιο Γέροντα.
Α.Ρ.: Πάρα πολύ μεγάλη εμπειρία.
Την πρώτη φορά έμεινα εκεί μια εβδομάδα. Ήταν τότε μια κρίσιμη περίοδος για μένα. Μόλις είχα έρθει από την Ευρώπη, με τον ορθολογισμό της Δύσεως και όλα τα σχετικά. Με στήριξε, λοιπόν, βαθύτατα ο Γέρων Παΐσιος.
Κ.Ι.: Θυμάστε τι ακριβώς σας έλεγε; Έχει μεγάλη σημασία το πώς αντιμετώπισε ένα διανοούμενο, όπως είστε σεις.
Α.Ρ.: Πρώτα πρώτα, άκουε με προσοχή αυτά, που του έλεγα. Κι έβλεπα να τ' ακούει όχι μόνο με απλή προσοχή, αλλά με προσοχή εν προσευχή, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό.
Τότί:, λοιπόν, του είπα:
-Γέρονπι, εμείς οι διανοούμενοι ερευνούμε τα πάντα και καμιά φορά σού έρχεται να θέσεις και το ερώτημα «υπάρχει Θεός;».
Μου έκανε τεράστια εντύπωση το πώς το αντιμετώπισε αυτό. Μου είπε συγκεκριμένα:
 Εγώ δεν μπο-ρώ να κατανοήσω πώς υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο, που ν' αμφιβάλλουν.
Είδα τότε πραγματικό πόνο στο Γέροντα, όπως βλέπεις σε μια μητέρα, η οποία πονά για το παιδί της, που κινδυνεύει να χαθεί. Με τέτοιο πόνο, με τέτοια θλίψη, διερωτάτο αν είναι δυνατό να υπάρχουν άνθρωποι που να μην πιστεύουν. Πίσω απ' αυτήν την απορία του έβλεπες να κρύβεται μια πραγματική εμπειρία, μια συνάντηση με το πρόσωπο του Θεού. Και μου έλεγε, για να με στηρίξει:
-Μια φορά προσευχόμουν όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί. Χαράματα, λοιπόν, ήρθε -τι να σου πω, είναι απερίγραπτα αυτά, δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγο- ένα φως, που ανατέλλει από μέσα σου και σε καταλαμβάνει ολόκληρο. Κι αν είσαι κουρασμένος από τη γονυκλισία και τον αγώνα της νύκτας, σου έρχεται μια τέτοια ελαφρότητα, σαν ένας ήλιος που ανέτειλε όχι απ' έξω αλλά από μέσα σου και σε κρατά μέσα σ' αυτή την ανείπωτη, την αμέτρητη χαρά. Ξημέρωσε, βγήκα έξω, άρχισα να κάνω το εργόχειρο μου -ήμουν μαραγκός- και συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση της απέραντης ειρήνης και χαράς. Κι ο ήλιος ο επίγειος, που είχε ανατείλει στο μεταξύ, φαινόταν πολύ μικρό πράγμα, μπροστά στον ήλιο που είχε ανατείλει μέσα μου. Τρεις ημέρες και τρεις νύκτες έζησα έτσι και χρειάστηκε να πιέσω τον εαυτό μου, για να φάω κάτι. Πώς μπορεί, λοιπόν, κανείς, μετά από όλα αυτά, ν' αμφιβάλλει; Μια άλλη φορά μου έλεγε: -Μια φορά έτυχε να φύγω για τρεις μήνες κι εκεί που πήγα δεν είδα ανθρώπινο πρόσωπο όλο αυτό το διάστημα. Μετά τους τρεις μήνες δεν ήξερα πλέον τι ημέρα ήταν, πόσος καιρός είχε περάσει, ποια γιορτή ήταν την ημέρα εκείνη. Πήγα τότε να εκκλησιαστώ και ντρεπόμουν να ρωτήσω ποια ημέρα ήταν, γιατί σκέφτηκα ότι θα έλεγαν: «Τρελλάθηκε αυτός;». Και από την Ακολουθία προσπαθούσα να καταλάβω σε ποιο σημείο του έτους βρισκόμαστε.
Ευλογημένη ψυχή, αφοσιωμένη στο Θεό.
Εκείνη την αξέχαστη χρονιά, που πέρασα κοντά του και στο ευλογημένο Άγιον Όρος, το φυτώριο αυτό των αγίων, κάναμε Θεία Λειτουργία. Εγώ λειτούργησα, ο Γέρων έψαλλε. Αλλά πώς έψαλλε. Σαν πληγωμένη δορκάδα ενώπιον του Θεού' έτσι τουλάχιστον το αισθάνθηκα εγώ.
Κ.Ι.: Πολύ ωραία εικόνα αυτή, όπως μας τη δίνει και το Ασμα Ασμάτων.
Α.Ρ.: Όταν τελειώσαμε, ετοίμασε ο Γέρων το φαγητό" ρύζι, ντοματούλες που είχε στον κήπο του και ψωμί, το οποίο ξήραινε ο ίδιος. Γέμισε το δικό μου πιάτο, ενώ στο δικό του έβαλε πολύ λίγο φαγητό. Διαμαρτυρήθηκα, λέγοντας του ότι δεν ήταν σωστό αυτό' εκείνος να φάει ως ασκητής κι εγώ ως καλοφαγάς. Μου είπε τότε:
-Δεν είσαι μοναχός; Θα κάνεις, λοιπόν, υπακοή. Τόσο ανυπάκουος Μαυροβούνιος είσαι; Εδώ ο Μπαγιούμ μου είναι πιο υπάκουος από εσένα.
Τον ρώτησα με έκπληξη ποιος ήταν ο Μπαγιούμ, διότι ήξερα ότι δεν είχε κανένα υποτακτικό. Μου έδειξε τότε μια τριανταφυλλιά, την οποία είχε φυτέψει εκεί. Πήγε, στάθηκε μπροστά στην τριανταφυλλιά και είπε:
-Έλα, Μπαγιούμ, να καταλάβει αυτός ο άπιστος ο Αμφιλόχιος τι είναι η πραγματική υπακοή.
Όπως ήταν νωπό το χώμα εκεί γύρω από την τριανταφυλλιά, άρχισε τότε να σηκώνεται και βγήκε έξω ένας βάτραχος. Σας λέω αυτό, που είδα με τα μάτια μου. Στη συνέχεια είπε στο βάτραχο:
-Γύρνα τώρα, Μπαγιούμ, πίσω στη θέση σου και το βράδυ να πας να κάνεις την προσευχή σου.
Εξεπλάγην και τον ρώτησα τι είδους προσευχή έκαμνε ο Μπαγιούμ. Και μου εξήγησε ότι ο βάτραχος το βράδυ πήγαινε μπροστά σ' ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, που ο Γέρων είχε εκεί κι έλεγε την «ψαλμωδία» του. Παραξενεύτηκα και είπα μέσα μου: «Τώρα με κοροϊδεύει ο Γέρων; Για ποια ψαλμωδία του βατράχου μου μιλά»;
Την ίδια ημέρα, με τη δύση του ήλιου, είδα το βάτραχο μπροστά στο σταυρό να κοάζει: «Κοάξ, κουάξ».
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η άμεση σχέση του Γέροντος με τα ζώα, όπως ακριβώς τη συναντούμε στους αγίους.
Ένα καλοκαίρι, που πέρασα απ' εκεί, επικρατούσε μεγάλη ξηρασία, διότι είχε μήνες να βρέξει. Και μου είπε ο Γέρων Παΐσιος:
-Βλέπεις, εμείς οι άνθρωποι αμαρτάνουμε και ορθά πάσχουμε. Δεν μας αξίζει και τίποτε καλύτερο να μας στείλει ο Θεός. Τα καημένα τα ζώα λυπούμαι, που υποφέρουν. Να, πριν από μερικές μέρες ήρθε ένα φίδι, που δεν έβρισκε πουθενά νερό το καημένο και σαν να μου ζητούσε να του δώσω λίγο νερό να πιει. Πήρα, λοιπόν, το ποτήρι μου και του έβαλα νερό να πιει.
Του είπα τότε, γελώντας:
-Γιατί δεν με φώναξες, Γέροντα, νάρθω να σπάσω το κεφάλι του φιδιού;
Μου απάντησε, γελώντας κι αυτός:
-Εσύ είσαι ένας άγριος Μαυροβούνιος.
Κ.Ι.: Βλέπει παντού τη Δημιουργία

              ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 8 ΙΑΝ 2012









0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου