Ἐν συγκρίσει μὲ αὐτοὺς ἐσὺ εἶσαι Ὠνάσης».
Ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀσκήσουμε τὶς ἀρετές, ἐπέτρεψε νὰ ὑπάρχουν οἱ ἄρρωστοι, οἱ φτωχοί κ.λ.π. Μποροῦσε καὶ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς φτωχούς, ὅλους νὰ τοὺς οἰκονομήση, ἀλλὰ τότε θὰ εἴχαμε τὴν ψευδαίσθηση ὅ
Ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀσκήσουμε τὶς ἀρετές, ἐπέτρεψε νὰ ὑπάρχουν οἱ ἄρρωστοι, οἱ φτωχοί κ.λ.π. Μποροῦσε καὶ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς φτωχούς, ὅλους νὰ τοὺς οἰκονομήση, ἀλλὰ τότε θὰ εἴχαμε τὴν ψευδαίσθηση ὅ
τι εἴμαστε ἐνάρετοι.
Θὰ λέγαμε λ.χ. ὅτι εἴμαστε ἐλεήμονες, χωρὶς νὰ εἴμαστε, ἐνῶ τώρα τὰ ἔργα μας φανερώνουν τὶς ἀρετές μας. Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ θυσιάζονται γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους.
Γνώρισα κάποιον πού, μόλις ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν στρατό, δέχθηκε νὰ καταδικασθῆ ἄδικα μὲ μεγάλη πονή, γιὰ νὰ σώση μιὰ οἰκογένεια. Δὲν σκέφθηκε οὔτε τὸ ρεζίλι, οὔτε τήν σταδιοδρομία του.
Πάντως, βλέπω πῶς οἰκονομάει ὁ Θεός, ὥστε τοὐλάχιστον ἕνας ἀπὸ κάθε οἰκογένεια νὰ ἔχη πίστη, εὐλάβεια, γιὰ νὰ βοηθιοῦνται καὶ οἱ ὑπόλοιποι! Γνώριζα στὴν Κόνιτσα μιὰ οἰκογένεια ποὺ ὅλοι ἦταν ἀδιάφοροι πρὸς τὴν Ἐκκλησία.
Μόνο μιὰ κόρη ξεχώρισε. Μόλις ἄκουγε καμπάνα, πετοῦσε τὴν ποδιά, ἄφηνε ὅλες τὶς δουλειὲς στὴν μέση καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἦρθαν οἱ Γερμανοὶ καὶ χτυποῦσε ὁ νεωκόρος τὴν καμπάνα, γιὰ νὰ φύγη ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ σπίτια, αὐτὴ πῆγε στὴν ἐκκλησία γιὰ ἑσπερινό!
Ἦταν καὶ πολὺ πονόψυχη, ἐνῶ οἱ γονεῖς της πολύ τσιγγούνηδες. Ὁ πατέρας της, ἀντὶ νὰ φάη φαγητό, ἔπαιρνε καὶ ἔτρωγε ἕνα ξεροκόμματο ποὺ τὸ βουτοῦσε στὸ νερό. Ἡ δὲ μάνα της ἦταν πολὺ σφιχτή!
Ἄν καὶ τὰ παιδιὰ της εἶχαν μεγάλες θέσεις καὶ περιουσία, ἐκείνη ἔψαχνε νὰ βρῆ κανένα ἀναμμένο καρβουνάκι στὸ τζάκι καὶ μὲ τὸ θειαφοκέρι ἔπαιρνε ἀπὸ αὐτὸ φωτιά, γιὰ νὰ μὴ χαλάση ἕνα σπίρτο!
Γιὰ καφέμπρικο εἶχε ἕνα τενεκεδάκι ἀπὸ κονσέρβα! Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου, ἐπειδὴ ἡ μάνα της μὲ ἀγαποῦσε, ἄν ἤθελε ἡ κόρη νὰ πάρη κάτι ἀπὸ τὸ σπίτι τους γιὰ κανένα φτωχὸ δυσκολευόταν νὰ τὸ βγάλη κρυφά, τῆς ἔλεγε: «Μητέρα, ὁ καλόγερος τὸ θέλει αὐτό». «Δῶσ’ το, δῶσ’ το», τῆς ἔλεγε ἐκείνη.
Μόνο γιὰ τὸν καλόγερο ἡ μάνα της δὲν ἀντιδροῦσε. Ἀλλὰ καὶ τότε στὴν Κατοχὴ ἡ κόρη ἀθόρυβα βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς. Ἔβγαζε μὲ τρόπο σιτάρι ἀπὸ τὴν ἀποθήκη τους, τὸ φορτωνόταν, τὸ πήγαινε στὸν μύλο, τὸ ἄλεθε καὶ μοίραζε τὸ ἀλεύρι στὶς φτωχὲς οἰκογένειες.
Τὴν ἔπιασε μιὰ φορὰ ἡ μάνα της καὶ τί εἶχε τραβήξει! Τότε ἔταξε: «Θεέ μου, βοήθησέ με νὰ βρῶ δουλειὰ καὶ θὰ δίνω ὅλον τὸν μισθό μου ἐλεημοσύνη». Τὴν ἄλλη μέρα τὴν ζήτησαν σὲ κάποιο ἴδρυμα. Ὤ, χαρὰ ποὺ εἶχε! Καὶ κράτησε τὸ τάμα της· οὔτε ἕνα ζευγάρι κάλτσες δὲν ἀγόρασε ἀπὸ τὸν μισθό της γιὰ τὸν ἑαυτό της· ὅλα τὰ ἔδινε ἐλεημοσύνη. Πόσοι τώρα λένε: «Θεὸς σχωρέσοι· ν’ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονέων σου! « Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε μετὰ καὶ τὴν μάνα της.
5. Εἰπώθηκε τὸ 1992.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 150-153 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Θὰ λέγαμε λ.χ. ὅτι εἴμαστε ἐλεήμονες, χωρὶς νὰ εἴμαστε, ἐνῶ τώρα τὰ ἔργα μας φανερώνουν τὶς ἀρετές μας. Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ θυσιάζονται γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους.
Γνώρισα κάποιον πού, μόλις ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν στρατό, δέχθηκε νὰ καταδικασθῆ ἄδικα μὲ μεγάλη πονή, γιὰ νὰ σώση μιὰ οἰκογένεια. Δὲν σκέφθηκε οὔτε τὸ ρεζίλι, οὔτε τήν σταδιοδρομία του.
Πάντως, βλέπω πῶς οἰκονομάει ὁ Θεός, ὥστε τοὐλάχιστον ἕνας ἀπὸ κάθε οἰκογένεια νὰ ἔχη πίστη, εὐλάβεια, γιὰ νὰ βοηθιοῦνται καὶ οἱ ὑπόλοιποι! Γνώριζα στὴν Κόνιτσα μιὰ οἰκογένεια ποὺ ὅλοι ἦταν ἀδιάφοροι πρὸς τὴν Ἐκκλησία.
Μόνο μιὰ κόρη ξεχώρισε. Μόλις ἄκουγε καμπάνα, πετοῦσε τὴν ποδιά, ἄφηνε ὅλες τὶς δουλειὲς στὴν μέση καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἦρθαν οἱ Γερμανοὶ καὶ χτυποῦσε ὁ νεωκόρος τὴν καμπάνα, γιὰ νὰ φύγη ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ σπίτια, αὐτὴ πῆγε στὴν ἐκκλησία γιὰ ἑσπερινό!
Ἦταν καὶ πολὺ πονόψυχη, ἐνῶ οἱ γονεῖς της πολύ τσιγγούνηδες. Ὁ πατέρας της, ἀντὶ νὰ φάη φαγητό, ἔπαιρνε καὶ ἔτρωγε ἕνα ξεροκόμματο ποὺ τὸ βουτοῦσε στὸ νερό. Ἡ δὲ μάνα της ἦταν πολὺ σφιχτή!
Ἄν καὶ τὰ παιδιὰ της εἶχαν μεγάλες θέσεις καὶ περιουσία, ἐκείνη ἔψαχνε νὰ βρῆ κανένα ἀναμμένο καρβουνάκι στὸ τζάκι καὶ μὲ τὸ θειαφοκέρι ἔπαιρνε ἀπὸ αὐτὸ φωτιά, γιὰ νὰ μὴ χαλάση ἕνα σπίρτο!
Γιὰ καφέμπρικο εἶχε ἕνα τενεκεδάκι ἀπὸ κονσέρβα! Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου, ἐπειδὴ ἡ μάνα της μὲ ἀγαποῦσε, ἄν ἤθελε ἡ κόρη νὰ πάρη κάτι ἀπὸ τὸ σπίτι τους γιὰ κανένα φτωχὸ δυσκολευόταν νὰ τὸ βγάλη κρυφά, τῆς ἔλεγε: «Μητέρα, ὁ καλόγερος τὸ θέλει αὐτό». «Δῶσ’ το, δῶσ’ το», τῆς ἔλεγε ἐκείνη.
Μόνο γιὰ τὸν καλόγερο ἡ μάνα της δὲν ἀντιδροῦσε. Ἀλλὰ καὶ τότε στὴν Κατοχὴ ἡ κόρη ἀθόρυβα βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς. Ἔβγαζε μὲ τρόπο σιτάρι ἀπὸ τὴν ἀποθήκη τους, τὸ φορτωνόταν, τὸ πήγαινε στὸν μύλο, τὸ ἄλεθε καὶ μοίραζε τὸ ἀλεύρι στὶς φτωχὲς οἰκογένειες.
Τὴν ἔπιασε μιὰ φορὰ ἡ μάνα της καὶ τί εἶχε τραβήξει! Τότε ἔταξε: «Θεέ μου, βοήθησέ με νὰ βρῶ δουλειὰ καὶ θὰ δίνω ὅλον τὸν μισθό μου ἐλεημοσύνη». Τὴν ἄλλη μέρα τὴν ζήτησαν σὲ κάποιο ἴδρυμα. Ὤ, χαρὰ ποὺ εἶχε! Καὶ κράτησε τὸ τάμα της· οὔτε ἕνα ζευγάρι κάλτσες δὲν ἀγόρασε ἀπὸ τὸν μισθό της γιὰ τὸν ἑαυτό της· ὅλα τὰ ἔδινε ἐλεημοσύνη. Πόσοι τώρα λένε: «Θεὸς σχωρέσοι· ν’ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονέων σου! « Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε μετὰ καὶ τὴν μάνα της.
5. Εἰπώθηκε τὸ 1992.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 150-153 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΗΣ 20 ΑΥΓ 2012
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου