Ἀδελφοί
μου, ἕνας σεβάσμιος ἀσκητής διηγήθηκε σέ ἕνα ἀμελῆ μοναχό τό ἑξῆς ὅραμά
του. Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς τοῦ ἀνηρπάγη ὁ νοῦς του καί εὑρέθηκε στήν
αἰώνια ζωή. Σέ μία μεγάλη καί πολυάνθρωπη πόλη τῆς ὁποίας τό κάλλος καί ἡ
ἀρχιτεκτονική δέν μποροῦσαν νά περιγραφοῦν ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη.
Τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀναρίθμητο, στολισμένοι μέ λαμπρές
ἐνδυμασίες διαφόρων εἰδῶν καί χρωμάτων, ἐνῶ στίς κεφαλές τούς ἦταν
ἀδαμαντοστόλιστα στεφάνια. Μερικά ἦταν σάν τό κρύσταλλο, ἄλλα χρυσοειδή
καί ἄλλα μαργαροειδή.
Πλησίασε ὁ ἀσκητής ἕνα ἀπό τούς ἀνθρώπους
αὐτούς καί τόν ἐρώτησε: «Ποιό τό ὕψος τῆς ἀρετῆς σου στόν πρόσκαιρο
κόσμο καί γιά τά ὁποία τιμήθηκες ἐδῶ τόσο ὑπέρλαμπρα;»
«Ἐγώ ἀδελφέ μου ἤμουν φτωχός, ταλαίπωρος ἀσθενῆς καί χωλός ἀπό μικρή
ἡλικία. Ἐπειδή ὅμως ὑπέμενα καρτερικά καί ἀγόγγυστα τό καμίνι τῆς
φτώχιας μου καί τῆς μακρόχρονης ἀσθένειάς μου, ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά
ζῶ αὐτή τή δόξα καί λαμπρότητα πού βλέπεις».
Κατόπιν πῆγε σέ
ἄλλον πού ὁ στέφανος τοῦ ἦταν ἀπό μαργαρίτες καί ἄλλους πολύτιμους
λίθους. Τοῦ ἔκανε τήν ἴδια ἐρώτηση καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε.
«Ἤμουν ἐπίσκοπος καί μέ θεῖο φόβο ἐκυβέρνησα τό ποίμνιό μου καί ὅλα τά
ἀρχιερατικά μου καθήκοντα καλῶς ἐτέλεσα, γί’ αὐτό καί ἦλθα μέ τή χάρη
τοῦ Θεοῦ σέ αὐτή τή χαρά καί εὐφροσύνη».
Μετά πῆγε σέ ἕνα ἄλλο
πού φοροῦσε ἀργυροῦν στέφανο, τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἡ δέ ἐνδυμασία τοῦ
ἦταν λευκή σάν τό χιόνι, τοῦ ἔκανε τήν ἴδια ἐρώτηση καί ἐκεῖνος τοῦ
ἀπάντησε.
«Ἐγώ ἀδελφέ μου, ἤμουν λαϊκός ἄνθρωπος καί
ἐξοικονομοῦσα τά τῆς ζωῆς μου μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μου. Ἔλαβα
γυναίκα, ἀπέκτησα παιδιά, ὅσα ὁ Θεός μου ἔδωσε, καί σέ ὅλη μου τήν ζωή
δέν ἐγνώρισα ἄλλη γυναίκα. Δέν ἐπείραξα κανένα, οὔτε ἀδίκησα, οὔτε
ἐπίκρανα καί οὔτε ἐσυκοφάντησα. Ἔκανα ἐλεημοσύνη ὅσο μποροῦσα καί δέν
ἀπουσίαζα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήριά της, γί’ αὐτό καί ἡ ψυχή μου
ἦλθε ἐδῶ καί ἀναπαύεται μαζί μέ τούς δικαίους ὅπως βλέπεις».
«Ἐγώ ἀδελφέ μου ἤμουν φτωχός, ταλαίπωρος ἀσθενῆς καί χωλός ἀπό μικρή ἡλικία. Ἐπειδή ὅμως ὑπέμενα καρτερικά καί ἀγόγγυστα τό καμίνι τῆς φτώχιας μου καί τῆς μακρόχρονης ἀσθένειάς μου, ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά ζῶ αὐτή τή δόξα καί λαμπρότητα πού βλέπεις».
Κατόπιν πῆγε σέ ἄλλον πού ὁ στέφανος τοῦ ἦταν ἀπό μαργαρίτες καί ἄλλους πολύτιμους λίθους. Τοῦ ἔκανε τήν ἴδια ἐρώτηση καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε.
«Ἤμουν ἐπίσκοπος καί μέ θεῖο φόβο ἐκυβέρνησα τό ποίμνιό μου καί ὅλα τά ἀρχιερατικά μου καθήκοντα καλῶς ἐτέλεσα, γί’ αὐτό καί ἦλθα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ σέ αὐτή τή χαρά καί εὐφροσύνη».
Μετά πῆγε σέ ἕνα ἄλλο πού φοροῦσε ἀργυροῦν στέφανο, τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἡ δέ ἐνδυμασία τοῦ ἦταν λευκή σάν τό χιόνι, τοῦ ἔκανε τήν ἴδια ἐρώτηση καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε.
«Ἐγώ ἀδελφέ μου, ἤμουν λαϊκός ἄνθρωπος καί ἐξοικονομοῦσα τά τῆς ζωῆς μου μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μου. Ἔλαβα γυναίκα, ἀπέκτησα παιδιά, ὅσα ὁ Θεός μου ἔδωσε, καί σέ ὅλη μου τήν ζωή δέν ἐγνώρισα ἄλλη γυναίκα. Δέν ἐπείραξα κανένα, οὔτε ἀδίκησα, οὔτε ἐπίκρανα καί οὔτε ἐσυκοφάντησα. Ἔκανα ἐλεημοσύνη ὅσο μποροῦσα καί δέν ἀπουσίαζα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήριά της, γί’ αὐτό καί ἡ ψυχή μου ἦλθε ἐδῶ καί ἀναπαύεται μαζί μέ τούς δικαίους ὅπως βλέπεις».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου