Μια θυελλώδης προσωπικότητα ανακαλύπτει την Ορθοδοξία
Μπρους Τσάτουιν (Bruce Chatwin, 1940-1989)
Mια από τις πιο αινιγματικές και
αντιφατικές φυσιογνωμίες του περασμένου αιώνα, ο συγγραφέας Μ. Τσάτουιν
ήλθε σε μια στενή σχέση με την αλήθεια τις Ορθοδοξίας, κυρίως μέσα από
την έλξη που του άσκησε η ζωή των μοναχών του Αγίου Όρους. Διαρκής
ταξιδευτής, νομάς και μελετητής των νομάδων βρήκε στον ανατολικό
χριστιανισμό πολλές από τις απαντήσεις σε αυτά που τον απασχολούσαν κατά
τη διάρκεια της ζωής του, και ιδιαίτερα στο τελευταίο της στάδιο, κατά
το οποίο ταλαιπωρήθηκε από το AIDS.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην επαρχία της
Αγγλίας. Μετά το πέρας των εγκυκλίων του σπουδών, εργάστηκε στο γνωστό
οίκο δημοπρασιών «Σόθμπι’ς». Εκεί αποκαλύφθηκε σύντομα η εντυπωσιακή του
παρατηρητικότητα και οξυδέρκεια και ανήλθε ταχέως την υπαλληλική
ιεραρχία του οίκου, καθιστάμενος αυθεντία στις αρχαιότητες και στους
ιμπρεσιονιστές. Με την ιδιότητά του αυτή πραγματοποιεί αρκετά ταξίδια
επαγγελματικού χαρακτήρα. Μετά από λίγα χρόνια όμως θα αναγκαστεί να
διακόψει αυτή την ενασχόληση, καθώς θα διαπιστωθεί ότι βλάπτει την όρασή
του.
Ο γιατρός του τού συνιστά «ανοικτούς
ορίζοντες» και ο Τσάτουιν ακολουθεί κατά γράμμα τη συμβουλή του
πραγματοποιώντας πλήθος ταξιδιών ανά τον κόσμο, μελετώντας συνήθειες και
νοοτροπίες και καταγράφοντάς τις. Για ένα διάστημα διαπιστώνει την
ανάγκη πανεπιστημιακών σπουδών και εγγράφεται στο τμήμα Αρχαιολογίας του
Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, θεωρώντας τον εαυτό του ως «αρχαιολόγο
διανοούμενο». Και αυτή η δραστηριότητα όμως δεν κράτησε περισσότερο από
δυόμισι χρόνια. Έκτοτε αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στα ταξίδια, στο γράψιμο
και σε μία άστατη προσωπική ζωή.
H μυθιστοριογραφική του τεχνική έχει
θεωρηθεί ως εφάμιλλη του μεγάλου Αμερικανού λογοτέχνη Έρνεστ Χέμινγουεϊ
και για πολλούς είναι ο σημαντικότερος σύγχρονος ταξιδιωτικός
συγγραφέας. Ειπώθηκε, μάλιστα, ότι ήταν ικανός να «συμπιέσει ολόκληρους
κόσμους μέσα στις σελίδες των έργων του».
Αρχικά αντιπαθούσε την Ελλάδα και δεν
έχανε την ευκαιρία να το διακηρύττει. Αργότερα, όμως, γνώρισε τη χώρα
μας και την επισκεπτόταν συχνά. Τον φιλοξενούσε στο σπίτι του στην
Καρδαμύλη της Μάνης ο φίλος του συγγραφέα Πάτρικ Λη Φέρμορ. Το 1985, ενώ
βρισκόταν στην Ελλάδα και δούλευε πυρετωδώς στη συγγραφή ενός βιβλίου
του, διέκοψε την εργασία του, για να επισκεφθεί το Άγιο Όρος
Ήδη πρέπει να είχε κάποια γνώση για το
Άγιο Όρος από τον κριτικό τέχνης Ρόμπερτ Μπάυρον (1905-1941) το έργο του
οποίου εκτιμούσε ιδιαίτερα και ήταν αυτό που διαμόρφωσε τις προσωπικές
του αναζητήσεις. Για τον Μπάυρον, οι τοιχογραφίες του Αγίου Όρους ήταν
οι καλύτερες στον κόσμο.
Ήδη από το 1980, είχε αρχίσει να γίνεται
φορτικός στους στενούς φίλους του Τζέιμς Λις -Μάιλν (χρονικογράφος) και
Ντέρεκ Χιλ (καλλιτέχνης), που επισκέπτονταν τακτικά την αθωνική
πολιτεία, ζητώντας τους να τον πάρουν μαζί τους. Ο Τ. Λις-Μάιλν στον
οποίο απευθύνθηκε αρχικά, ήταν απόλυτα αρνητικός. Στη συνέχεια προσέφυγε
στον Ν. Χιλ, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον ηγούμενο της Ι.Μ.
Χιλανδαρίου και είχε ήδη επισκεφθεί περί τις 15 φορές το Άγιο Όρος. O
Χιλ αποδέχθηκε με μεγάλο δισταγμό το αίτημα του Τσάτουϊν (επειδή δεν
ήξερε πώς ο ιδιότροπος χαρακτήρας του θα προσλάμβανε τη γνωριμία με τους
αθωνίτες μοναχούς και το βίο τους) και τελικά επισκέφθηκαν το Αγιώνυμο
Όρος το Μάιο του 1985. Κατ’ άλλους, η επίσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε
μαζί με το στενό του φίλο Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Ο συγγραφέας κυριολεκτικά ενθουσιάστηκε.
Μάλιστα, όταν αργότερα, κατά την επίσκεψή του, βρέθηκε σε αγιορείτικο
μοναστήρι, αγανάκτησε και μάλωσε με κάποιους Έλληνες επισκέπτες που οι
φωνές τους κατά τη διάρκεια της ακολουθίας δεν τον άφηναν να απολαύσει
τη Θεία Λειτουργία.
Ένα απόγευμα, κατευθυνόμενος προς την
Ι.Μ. Σταυρονικήτα, αιχμαλωτίστηκε από την εικόνα ενός σκουριασμένου
σταυρού σε ένα βράχο, που τον χτυπούσαν τα κύματα. Ο Χιλ που τον
συνόδευε και τον γνώριζε για 20 περίπου χρόνια, τον είδε να κοιτάζει το
σταυρό αποσβολωμένος. «Κοίταζε και ένιωθα πως τον είχε χτυπήσει μια
βόμβα», θυμάται ο Χιλ. Tελικά ο Τσάτουιν αναφώνησε: «Πρέπει να υπάρχει
Θεός». (Αργότερα, ο βιογράφος του Νίκολας Σαίξπηρ θα θελήσει να
επισκεφθεί το Άγιο Όρος, για να δει πώς ήταν αυτός ο σταυρός που
συγκλόνισε τον Τσάτουιν. Την παραμονή της αναχώρησής του λέει ότι ένας
Άγγλος ιερέας τον προειδοποίησε πως «Κανείς δεν πηγαίνει στον Άθωνα
τυχαία… Για όποια αιτία και να λες εσύ ότι πηγαίνεις, δεν είναι αυτή η
πραγματική.)
Ήταν ένα ταξίδι που θα άλλαζε οριστικά τη
ζωή του Τσάτουιν. Στους κύκλους του αργότερα, μετά το θάνατό του,
κυκλοφόρησε η άποψη ότι εκεί «βρήκε το Θεό». Πάντως, ήδη αμέσως μετά το
ταξίδι του αυτό, όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, ήταν σαφής ο ενθουσιασμός
του για αυτό που έζησε, παρόλο που προτιμούσε να μη δίνει περισσότερες
λεπτομέρειες. Εξάλλου, οι γνωστοί του χαρακτήριζαν αυτό το ταξίδι του,
ως το πλέον «μυστηριώδες».
Μέχρι τότε οι μεταφυσικές του αναζητήσεις
ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Επειδή η σύζυγός του Ελίζαμπεθ Τσάντλερ ήταν
ρωμαιοκαθολική, ο Τσάτουϊν είχε φροντίσει να πληροφορηθεί τα θεμελιώδη
πιστεύω και την πρακτική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εν όψει του
γάμου του, το 1965, από έναν Ιησουίτη μοναχό στο Λονδίνο. Όταν όμως
αργότερα ζούσαν στις ΗΠΑ, έπεσε στα χέρια του ένα φυλλάδιο της
ρωμαιοκαθολικής ενορίας στην οποία πήγαινε η σύζυγός του. Το περιεχόμενο
του εντύπου τον είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα: εξηγούσε γιατί κάποιος/α
ρωμαιοκαθολικός/ή δε θα έπρεπε να παντρευτεί άτομο άλλου δόγματος ή
θρησκείας … Ήταν κάτι που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη «νομαδική»
του νοοτροπία. Άρχισε από τότε να πιστεύει ότι η θρησκεία αφορά μόνο
όσους είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε κάποιον τόπο.
Ωστόσο, οι μεταφυσικές αναζητήσεις δεν
έλειπαν εντελώς από τις ανησυχίες του. Σε κάποιο σημείωμά του κάποτε
έγραψε: «Η μελέτη των νομάδων είναι μια αναζήτηση του Θεού». Και αλλού:
«Η θρησκεία είναι μια τεχνική για να φτάσει κανείς στο θάνατό του, στον
κατάλληλο καιρό». Κατά πάσα πιθανότητα, η αποφασιστική στροφή του προς
τη μεταφυσική φαίνεται να συντελέσθηκε κατά τη διάρκεια της ασθένειάς
του.
Η επίσκεψή του στο Άγιο Όρος αποτέλεσε
μια οριακή τομή στη ζωή του. Όταν επέστρεψε, είπε στη σύζυγό του: «Δεν
μπορούσα να φανταστώ από πριν, τι θα ήταν για μένα αυτό το ταξίδι. Δεν
ήταν σαν καμία από τις εξερευνήσεις μου. Ήταν κάτι το εντελώς
εσωτερικό». Όταν λίγο αργότερα βρέθηκε στο Νεπάλ, σε κάποια φάση της
θεραπείας του, συλλογιζόταν τακτικά αυτή την εμπειρία του. Σημειώνει
εκεί, συγκεκριμένα, ότι στοχαζόταν την έννοια του «προσωπικού Άθωνα»
κάθε ανθρώπου, με «την ελληνική έννοια της οικίας: της ρίζας κάθε
συμπεριφοράς του, καλής ή κακής, του χαρακτήρα του, και γενικά οτιδήποτε
τον αφορά».
Επιστρέφοντας στην Αγγλία, επισκέφθηκε
αρκετές φορές το μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστο (Ware) στην Οξφόρδη και
συζήτησε μαζί του το ενδεχόμενο να βαπτισθεί Ορθόδοξος στο Άγιο Όρος,
όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Η επιδείνωση της ασθένειάς του ματαίωσε τόσο το
δεύτερο προσκυνηματικό ταξίδι του στον Άθω, που σχεδίαζε να το
συνδυάσει με τη βάπτισή του, όσο και την τελετή της βάπτισής του στην
Αγγλία από το μητροπολίτη Διοκλείας.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι πρόλαβε να γίνει
Ορθόδοξος. Σύμφωνα, πάντως, με την επιθυμία του, η επικήδειος ακολουθία
τελέστηκε σε κάποιο στη Νίκαια της Γαλλίας (εκεί απεβίωσε) από
Ελληνορθόδοξο ιερέα και το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του στον
ελληνορθόδοξο καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο. Οι δικοί του
μετέφεραν την τέφρα του στο αγαπημένο του βυζαντινό εκκλησάκι (10ος
αι.) του Αγ. Νικολάου στην Καρδαμύλη. Βλέποντας την ομορφιά αυτού του
ναΐσκου, ο Τσάτουιν συνήθιζε να λέει: «Οι Έλληνες πάντα φύλαγαν τις
καλύτερες τοποθεσίες για το Θεό».
http://www.pemptousia.gr
http://www.pemptousia.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου