Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 9, 27-35)
Δύο
θαύματα μᾶς διηγεῖται ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀγαπητοί
χριστιανοί, τή θεραπεία δύο τυφλῶν καί ἑνός δαιμονισμένου κωφάλαλου. Οἱ
θεραπεῖες τυφλῶν πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς ἀλλά καί ὅλα τά θαύματά του
ἀποτελοῦν «σημεῖα» τῆς μεσσιανικῆς ἐποχῆς καί τῆς νέας πραγματικότητας,
κατά τήν ὁποία τά μάτια τῶν ἀνθρώπων ἀνοίγουν γιά νά ἀναγνωρίσουν καί νά
κατανοήσουν τίς θεῖες ἀλήθειες. Ὅλα τά θαύματα εἶναι σημάδια,
παραδείγματα καί παράθυρα πού ἐπιτρέπουν στούς ἀνθρώπους νά δοῦν πόσο
ἀλλιώτικη εἶναι ἡ ζωή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Δύο
τυφλοί, λοιπόν, πού εἶχαν ἀκούσει γιά τήν ἀγάπη καί τήν καλοσύνη τοῦ
Χριστοῦ, τόν ἀκολουθοῦν καί μέ δυνατή φωνή τοῦ λένε: «Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ
Δαβίδ, ἐλέησέ μας». Μέ τήν προσφώνηση τοῦ Ἰησοῦ ὡς Υἱό τοῦ Δαβίδ οἱ
τυφλοί ἐκφράζουν τήν πίστη τους στή μεσσιανική του ἰδιότητα, γιατί
σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες ὁ Μεσσίας θά ἐρχόταν ἀπό τή γενιά τοῦ Δαβίδ.
Ἐκφράζουν ἀκόμη καί τήν πίστη τους στή θαυματουργική δύναμη τοῦ Ἰησοῦ
ἀπό τόν ὁποῖο ζητοῦν ἔλεος. Καί αὐτό γιατί αἰσθάνονται τήν τύφλωση τῆς
ἁμαρτίας, ὅπως αἰσθάνονται καί τή λυτρωτική παρουσία τῆς ἀγάπης του.
Παραδέχονται τήν ἀδυναμία τους καί ζητοῦν ἀπό τό Χριστό νά τούς ἐλεήσει.
Ζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό ἔλεος εἶναι πού κάνει τό Θεό ἐλεήμονα καί μάλιστα «πλούσιον ἐν ἐλέει».
Αὐτό τό ἔλεος εἶναι πού κάνει τό Θεό νά κινηθεῖ πρός τή γῆ. Καί γίνεται
ἄνθρωπος, σταυρώνεται καί πεθαίνει γιά νά προσφέρει σωτηρία στούς
ἀνθρώπους. Οἱ πιστοί μέ τή σειρά τους στρέφονται πρός τό Θεό καί ζητοῦν
συνεχῶς, μέσα ἀπό τά τροπάρια πού ψάλλουν στήν ἐκκλησία, τό μέγα ἔλεος
τοῦ Θεοῦ. Στά χείλη τους πάλι ἐπαναλαμβάνουν τήν πιό σύντομη καί
περιεκτική προσευχή, τό «Κύριε ἐλέησον».
Ἡ μικρή
αὐτή προσευχή μιλάει πρῶτα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ ἀναγνωρίζοντας τόν Ἰησοῦ
Κύριο ὅλης τῆς δημιουργίας. Στή συνέχεια στρέφεται στή δική μας
ἁμαρτωλή κατάσταση. Γιατί τό «ἐλέησον»
σημαίνει πρῶτα συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καί μετά ἐκζήτηση τοῦ
ἐλέους του. Ζητοῦμε ἀπό τό Θεό νά μᾶς λυπηθεῖ γιά νά μή χαθοῦμε. Ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομός μᾶς διδάσκει: «Μή ζητῆστε τίποτ’ ἄλλο ἀπό τόν
Κύριο παρά μόνο τό ἔλεός του. Καί ὅταν ζητᾶτε ἔλεος, νά ἔχετε στήν
καρδιά σας ταπεινοσύνη καί λύπη. Κι ἄν εἶναι τρόπος, νά φωνάζετε ὅλη
μέρα κι ὅλη νύχτα στό λογισμό σας τό «Κύριε ἐλέησον».
Ὁ
Χριστός δέ θέλει νά κάνει τό θαῦμα δημόσια, μπροστά σέ κόσμο. Φτάνει στό
σπίτι πού ἔμενε καί οἱ τυφλοί δέν τόν ἀφήνουν, ἐλπίζουν καί πιστεύουν
στόν Κύριο. Διαισθάνονται τή θεότητά του καί τήν ἀγάπη του. Καί, ὅταν
ἦλθαν στό σπίτι, ἐκεῖνος τούς ρωτάει ἄν πιστεύουν. Θέλει νά ὁμολογήσουν
ὅτι ἐπιθυμοῦν τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης του πού θεραπεύει καί σώζει. Ὁ
Χριστός δέν παραβιάζει τή θύρα τῆς ψυχῆς μας. Περιμένει ἐμεῖς νά τοῦ
«ἀνοίξουμε» τήν καρδιά μας μέ τή θέλησή μας, δέν ἐξαναγκάζει κανέναν. Ἡ
ἀγάπη του προυποθέτει τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή της ἐκ μέρους μας. Στή θετική
τους ἀπάντηση «Ναί, Κύριε» ἀγγίζει μέ τά θεϊκά του χέρια τά μάτια τους
καί λέγει: «ἄς γίνει σύμφωνα μέ τήν πίστη σας». Ἀμέσως ἄνοιξαν τά μάτια
τους, εἶδαν τό φῶς τους, εἶδαν τόν εὐεργέτη τους. Γέμισαν χαρά καί
ἀγαλλίαση. Νά τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπείρου ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός τούς
δίνει αὐστηρή ἐντολή νά μήν ποῦν σέ κανέναν αὐτό πού ἔγινε. Ἐκεῖνοι ὅμως
δέ μποροῦν νά κρύψουν τή χαρά καί τήν εὐγνωμοσύνη τους πρός τόν
εὐεργέτη. Τόν διαφημίζουν, ὡς Μεσσία, σ’ ὅλη τήν περιοχή.
Στή
συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς περιγράφεται μέ πολλή συντομία καί
λιτότητα ἡ θεραπεία κάποιου δαιμονισμένου κωφάλαλου. Ὁ Ἰησοῦς ἐδῶ δέ
ζητάει πίστη, τόν θεραπεύει ἀμέσως. Κι ὁ ὄχλος, πού βλέπει, θαυμάζει καί
δοξάζει τό Θεό λέγοντας: «τέτοια πράγματα δέν ξαναείδαμε στό Ἰσραήλ». Ὁ
ὄχλος, βέβαια, θαυμάζει καί δοξάζει τό Θεό ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι, παρόλο πού
δέν ἀρνοῦνται τήν πραγματικότητα τῶν θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ, προσπαθοῦν νά
τά ἑρμηνεύσουν διαστρεβλώνοντας τήν ἀλήθεια. Στήν προκειμένη περίπτωση
κατηγοροῦν τόν Ἰησοῦ ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια».
Σ’ αὐτό
τό σημεῖο οἱ Πατέρες βλέπουν μία ἀντίθεση. Ἀπό τή μία οἱ τυφλοί, πού
προσφωνοῦν τόν Ἰησοῦ ὡς Μεσσία πιστεύοντας στή θεία δύναμή του, καί ἀπό
τήν ἄλλη οἱ Φαρισαῖοι, πού ἀποδεικνύονται πνευματικά τυφλοί καί
κακόβουλοι, ὑποθέτουν ὅτι ὁ Χριστός συνεργάζεται μέ τό Σατανᾶ.
Αὐτό ὁ
Ἰησοῦς τό θεωρεῖ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί ὅποιος δέν
ἀναγνωρίζει στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ βλασφημεῖ
κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι αὐτή ἡ βλασφημία, κατά τόν Ἰωάννη τό
Χρυσόστομο, εἶναι ἡ χειρότερη μορφή βλασφημίας, γιατί ὅποιος ἀπό κακή
πρόθεση κι ἀχαριστία ἀρνιέται τήν ἀλήθεια, κρύβει τήν εὐεργεσία καί
συκοφαντεῖ τόν εὐεργέτη, αὐτός στερεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό ὁποιαδήποτε
ἐλπίδα γιά μετάνοια καί συγχώρηση. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως στίς συκοφαντίες
ἀπαντάει καί πάλι μέ εὐεργεσίες. Περιοδεύει ὅλες τίς πόλεις καί τά
χωριά, διδάσκει περί τῆς Βασιλείας καί θεραπεύει «πᾶσαν νόσον». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου