Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Ευεργετινός: ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΓ΄(33)

Του αγίου Εφραίμ

Αδελφέ, αν κάθεσαι ως υποτακτικός σε πατέρες, η ακλόνητη πίστη σου θα φανεί σε τούτο∙ όχι όταν σε περιποιούνται και σου μιλούν με ήμερο τρόπο και με πραότητα, αλλά όταν σε αποπαίρνουν και σε χτυπούν και υπομένεις∙ γιατί και το θηρίο, όταν το καλοπιάνουν , ημερεύει και ησυχάζει. Μη λοιπόν κακιώνεις με αυτόν που σε παιδαγωγεί, αν βέβαια θέλεις να γίνεις ένας από τους εκλεκτούς , αλλά σε όλα να υποτάσσεσαι με καλή διάθεση στον δάσκαλό σου. Όπως και ο ίδιος ο Κύριος, όταν έγινε άνθρωπος , υποτασσόταν ταπεινά πρώτα στη μητέρα του και στον νομιζόμενο πατέρα του, καθώς μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής , λέγοντας: «Και υποτασσόταν σε αυτούς»∙ και στον αληθινό Πατέρα του, τον ουράνιο, υπάκουε μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού , όπως λέει ο απόστολος.

Να δέχεσαι λοιπόν ευχαρίστως τις θλίψεις που σου έρχονται και τις παιδαγωγίες από τον ηγούμενο. «Γιατί ποιο παιδί», λέει η Γραφή, « δεν το παιδαγωγεί ο πατέρας του; Αν όμως δεν έχετε την παιδαγωγία που έχουν πάρει όλοι , τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδία». Σε έδειραν ; να χαίρεσαι γι’ αυτό, και να διορθώνεις το σφάλμα σου. Αλλά σε έδειραν άδικα; Η ανταμοιβή σου θα είναι μεγαλύτερη∙ γιατί και οι απόστολοι , που κήρυτταν στον κόσμο τη σωτηρία, σε κάθε πόλη δέρνονταν σαν κακούργοι, και δεν οργιζόταν ούτε αγανακτούσαν , αλλά χαίρονταν που αξιώθηκαν να κακοπαθούν για χάρη του ονόματος του Χριστού.

Ίσως όμως κάποιος από τους πιο αμελείς να πει: «Στενοχωρούμαι , γιατί αυτό μου συνέβη μετά από τόσους κόπους που έκανα στο μοναστήρι». Σε αυτόν θα έλεγα: «αυτό σε στενοχωρεί , δούλε του Κυρίου; Από αυτό λοιπόν να καταλάβεις ότι μετά από τα τόσα χρόνια και τους πολλούς κόπους που λες, ακόμη δεν νίκησες τα πάθη. Γιατί αν κάοιος νομίζει ότι είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, τον εαυτό του εξαπατά. Όπως δηλαδή ο καπετάνιος την ώρα της τρικυμίας φαίνεται τι καπετάνιος είναι, το ίδιο και ο μοναχός την ώρα που τον προσβάλλου και τον αποπαίρνουν∙ και είτε υπομένει με χαρά, πιστεύοντας ότι έχει πολύ μεγάλο κέρδος, είτε του κακοφαίνεται και στενοχωρείται. Γιατί εκείνος που καυχιέται λέγοντας ‘‘ έχω τόσα χρόνια στη μοναχική ζωή’’, δεν παρουσίασε όμως δείγματα της μοναχικής εργασίας ούτε κατόρθωσε τους τρόπους της σεμνής ζωής, αυτός κουβαλά εργαλεία που ακόμη δεν έμαθε να χρησιμοποιεί».

Έχεις γεράσει στο μοναχικό σχήμα; Ως έμπειρος λοιπόν της μοναχικής ζωής γίνε το παράδειγμα για τους νέους και άπειρους. Ας μείνουν κατάπληκτοι οι άλλοι με την υπομονή και την ανεξικακία σου. Ας χαίρεται και το άγιο Πνεύμα, που κατοικεί μέσα σου, για τη μεγάλη σου καρτερικότητα. Και προπαντός πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό, γιατί όλα τα παθαίνεις για το συμφέρον σου.

Εγώ πιστεύω ό τι αυτός που ανέλαβε την καθοδήγησή σου δεν χαίρεται για το ελάττωμά σου, επειδή πρόκειται να λογοδοτήσει για εσένα στον Κύριο∙ η χαρά του είναι να σε παρουσιάσει τέλειο στον Κύριο. Γι’ αυτό οφείλεις να υπομένεις με ευγνωμοσύνη όλα όσα σου κάνει , ακόμη και αν είναι οδυνηρά, θεωρώντας ότι σε γιατρεύει και όχι ότι σε τιμωρεί. Αν όμως δεν μπορείς να υποφέρεις για χάρη του Κυρίου μιά μικρή θλίψη και δοκιμασία, πως θα υπομένεις για μεγάλη; Και αν δεν ανέχεσαι την προσβολή ή ράπισμα ή χτύπημα, πως θα σηκώσεις στον σταυρό σου, που από την αρχή υποσχέθηκες ότι θα τον σηκώσεις; Και αν δεν σηκώνεις τον σταυρό σου, πως θα γίνεις κληρονόμος της επουράνιας δόξας μαζί με εκείνους που λένε: «Όλα αυτά ήρθαν επάνω μας και δεν σε ξεχάσαμε, Κύριε, ούτε παραβήκαμε τη διαθήκη σου», και «Για χάρη σου πεθαίνουμε κάθε μέρα, θεωρούμαστε σαν πρόβατα για σφαγή»;

Αγαπητέ αδελφέ, ξεχάσαμε αυτά που υπέφερε για χάρη μας ο Κύριος όλων μας; τον έβρισαν , τον εξευτέλισαν , του είπαν «έχεις δαιμόνιο», και δεν οργίστηκε. Του έδωσαν χαστούκια και χτυπήματα, τον χλεύασαν , τον κάρφωσαν στον σταυρό, του έδωσαν να πιεί ξύδι με χολή , του τρύπησαν με λόγχη την πλευρά. Όλα αυτά τα υπέμεινε για τη σωτηρία μας, και εμείς για χάρη του ούτε μια μικρή προσβολή δεν υποφέρουμε; Πως λοιπόν θα τον συναντήσουμε την ημέρα της κρίσεως; Και ποια απολογία θα βρούμε, όταν, μαζί με όλες τις άλλες ευεργεσίες που έκανε για εμάς, θα μας παρουσιάζει και αυτά και θα απαιτεί από εμάς κάποιο αντιστάθμισμά;
Ας ξυπνήσουμε λοιπόν , αγαπητέ, από την τόση χαύνωση∙ ας κάνουμε την καρδιά μας γενναία και ακλόνητη και ας πούμε και εμείς μαζί με τον απόστολο ότι είμαστε έτοιμοι όχι μόνο να δεθούμε ή να χτυπηθούμε για τον Χριστό, αλλά και να πεθάνουμε. Γιατί αν συμμεριζόμαστε τα παθήματα του, οπωσδήποτε θα μετάσχουμε και στη δόξα του και θα γίνουμε μαζί του κληρονόμοι της ουράνια βασιλείας.



YΠΟΘΕΣΗ ΛΗ΄(3 8 )

Αυτούς που προσέχουν τον εαυτό τους και αποβλέπουν στην πρόνοια του Θεού , συχνά η θεία χάρη τους διδάσκει τα πρέποντα με ανθρώπους απλοϊκούς και αμαθείς. Οι ταπεινόφρονες καταδέχονται να διδάσκονται και από τους τυχόντες.

Από τον βίο του αγίου Εφραίμ

Ο Μέγας Εφραίμ ήταν πάντοτε απασχολημένος με ιερές σκέψεις και σχεδόν αδιάκοπα έβλεπε νοερά την ημέρα της κρίσεως και πενθούσε ακατάπαυστα, γι’ αυτό και έφευγε μακριά, όπως ο ψαλμωδός, και απέφευγε κάθε θόρυβο και τρικυμία και ταραχή της ζωής και έμενε στην έρημο. Πηγαίνοντας πάλι από τόπο σε τόπο για να ωφελήσει και να οικοδομήσει ψυχές, καταπώς τον κινούσε το άγιο Πνεύμα, άφησε κάποτε την πατρίδα του με εντολή του Θεού, όπως ο ιερός Αβραάμ, και πήγε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, από τη μια για να προσκυνήσει τα ιερά λείψανα και προσκυνήματα, και να πάρει από αυτόν καρπό γνώσεως. Γι’ αυτό και παρακάλεσε τον Θεό λέγοντας: «Ιησού Χριστέ, δέσποτα και Κύριε του σύμπαντος, αξίωσέ με, μπαίνοντας στην Έδεσσα, να συναντήσω έναν τέτοιον άνθρωπο που να μπορεί να μιλήσει μαζί μου για την οικοδομή και την ωφέλεια της ψυχής».
Έτσι προσευχήθηκε∙ και όταν έφτασε στην είσοδο της πόλης και πέρασε την πύλη της, ήταν σκεφτικός και όλος προσοχή και φροντίδα, καθώς συλλογιζόταν πως θα συναντούσε εκείνον τον άνθρωπο και τι θα τον ρωτούσε και ποια ωφέλεια θα κέρδιζε. Καθώς λοιπόν βάδιζε έτσι σκευτικός, τον συνάντησε μια γυναίκα, και μάλιστα πόρνη∙ αυτό όμως ήταν από τον Θεό που πολλές φορές, με τρόπο μυστηριώδη και ανεξερεύνητο , κάνει να βγεί καλό από το κακό.

Ο άγιο Εφράιμ λοιπόν , με το που συνάντησε την πόρνη εντελώς αντίθετα με ό,τι περίμενε, στάθηκε να την κοιτάζει επίμονα με απορία, ανήσυχος και ταραγμένος, επειδή δεν έγινε αυτό που ζήτησε στην προσευχή του αλλά το εντελώς αντίθετο. Εκείνη πάλι , βλέποντας τον να την κοιτάζει έτσι, τον κοιτούσε και αυτή διαπεραστικά.

Αφού κοιταζόταν έτσι για πολλή ώρα, θέλησε ο μέγας να την κάνει να ντραπεί και να τη φέρει στη συστολή που ταιριάζει στις γυναίκες. «Τι λοιπόν , γυναίκα;» της είπε. «Δεν κοκκινίζεις να με βλέπεις με τα μάτια έτσι καρφωμένα επάνω μου;». και εκείνη απάντησε: «Σ’εμένα έτσι ταιράζει , να βλέπω εσένα, γιατί έχω πλαστεί από τη δική σου πλευρά. Εσύ όμως δεν πρέπει να κοιτάζεις εμένα, αλλά το χώμα, από το οποίο πλάστηκες».

Όταν ο Εφραίμ το άκουσε αυτό χωρίς διόλου να το περιμένει, ευγνωμονούσε τη γυναίκα, επειδή τον ωφέλησε πολύ ,και ευχαριστούσε θερμά τον Θεό, ο οποίος πολλές φορές μπορεί να ωφελήσει πολύ περισσότερο από εκεί που δεν το περιμένει κανείς, παρά από εκεί που το περιμένει.



Ο αββάς Ολύμπιος διηγήθηκε: «Κάποτε κατέβηκε στη Σκήτη ένας ιερέας των ειδωλολατρών και ήρθε και κοιμήθηκε στο κελλί μου. όταν είδε τον τρόπο ζωής των μοναχών, με ρώτησε∙ ‘‘ Έτσι που ζείτε, τίποτε δεν βλέπετε από τον Θεό σας;’’ ‘‘Όχι ‘’, του απάντησα. Εκείνος συνέχισε∙ ‘‘Όποτε εμείς ιερουργούμε στον θεό μας, τίποτε δεν μας κρύβει, αλλά μας φανερώνει τα μυστήριά του. Και εσείς που κάνετε τόσους κόπους, αγρυπνίες, ησυχίες, ασκήσεις, λες ότι τίποτε δεν βλέπετε; Σίγουρα , αφού δεν βλέπετε, έχετε κακούς λογισμούς στην καρδιά σας, που σας χωρίζουν από τον Θεό σας και γι’ αυτό δεν σας φανερώνονται τα μυστήριά του’’.»
«Ύστερα λοιπόν από αυτό πήγα και είπα στους γέροντες τα λόγια του ιερέα των ειδωλολατρών . αυτοί θαύμασαν και είπαν∙ ‘‘ Πραγματικά, έτσι είναι. Γιατί οι βρώμικοι λογισμοί χωρίζουν τον άνθρωπο από τον Θεό’’».

Ο αββάς Μακάριος διηγήθηκε: «Όταν ήμουν νέος, ένιωσα ακηδία στο κελλί μου και βγήκα στην έρημο, λέγοντας στον λογισμό μου∙ ‘‘ Όποιον συναντήσει, ρώτησέ τον , για να ωφεληθείς’’. Βρήκα ένα παιδί που έβοσκε βόδια και το ρώτησα∙ ‘‘Τι να κάνω , παιδάκι μου , που πεινώ;’’ Εκείνο μου αποκρίθηκε∙ ‘‘Να φάς’’. ‘‘ Έφαγα και πάλι πεινώ’’, είπα. Το παιδί μου απάντησε∙ ‘‘Πάλι να φάς’’. Εγώ συνέχισα∙ ‘‘Πολλές φορές έφαγα, και πάλι πεινώ’’. Τότε μου είπε∙ ‘‘Μήπως είσαι γάιδαρος , αββά, και όλο θέλεις να τρώς’’. Ωφελήθηκα από την απάντηση και έφυγα.

Πήγε κάποιος γέροντας στον αββά Αχιλλά και τον είδε να φτύνει αίμα. Τον ρώτησε τι είναι αυτό, και εκείνος απάντησε: «Είναι ένας λόγος κάποιου αδελφού που με λύπησε, και αγωνίστηκα να μην τον φανερώσω. Παρακάλεσα στον Θεό α τον πάρει από εμένα , και έγινε ο λόγος αίμα μέσα στο στόμα μου. τον έφτυσα λοιπόν και ανακουφίστηκα και ξέχασα τη λύπη».

Από το βίο του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη.

Ο άγιος Θεοδόσιος πλησίαζε πια να ενηλικιωθεί, όταν κυριεύτηκε από τον έρωτα της ασκητικής ζωής. Έφυγε τότε από την πατρίδα του και πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησε με ευλάβεια τα άγια προσκυνήματα. Έπειτα συλλογιζόταν πώς να αρχίσει να ασκητεύει και ποιόν τρόπο ζωής να προτιμήσει , τον εντελώς ερμητικό και απομονωμένο, ή μαζί με άλλους ευλαβείς που έχουν τον ίδιο σκοπό; Όμως , τουλάχιστον για την ώρα, δεν έβρισκε καλό να αποσυρθεί μόνος στην ησυχία , επειδή θεωρούσε επικίνδυνο το να παλεύει ολομόναχος εναντίον των πονηρών πνευμάτων , τη στιγμή που ήταν άπειρος.

Έλεγε δηλαδή : «Από τους στρατιώτες του κόσμου , κανένας δεν είναι τόσο θρασύς και ανόητος ώστε, χωρίς καμιά πείρα και εξάσκηση στα πολεμικά, να φεύγει αμέσως από την παράταξη και να χώνεται στη μέση ακριβώς των εχθρών. Εγώ λοιπόν, χωρίς ακόμη να γυμναστούν τα χέρια μου για τη μάχη και τα δάχτυλά μου για τον πόλεμο και χωρίς να έχω ζωστεί την ουράνια δύναμη, και ενώ η συμπλοκή αυτή είναι πολύ πιο επικίνδυνη και με αβέβαιη έκβαση , πως θα μπορέσω να σταθώ, για να πολεμήσω ενάντια στις αρχές , τις εξουσίες, τους κυρίαρχους του σκότους αυτού του κόσμου και τα πονηρά πνεύματα; Αυτό λοιπόν που μου χρειάζεται είναι να μαθητέψω πρώτα σε αγίους πατέρες, οι οποίοι πιο μπροστά γυμνάστηκαν καλά σε αυτά∙ και αφού γυμναστώ αρκετά από αυτούς στην αντιμετώπιση των νοητών εχθρών, έπειτα να τρυγήσω στον κατάλληλο καιρό και τους καρπούς που φυτρώνουν από την ησυχία».

Αυτά σκέφτηκε με πολλή σοφία-γιατί μαζί με τα άλλα είχε και βαθιά σύνεση- και αμέσως στράφηκε στην αναζήτηση εκείνων που με ασκητικούς κόπους μελέτησαν το αγαθό , πιστεύοντας ότι είναι πιο σίγουρη η μάθηση και η διδασκαλία που βασίζεται στην πείρα. Πήγε λοιπόν και παρέδωσε τον εαυτό του στον μακάριο γέροντα Λογγίνο, ο οποίος ξεχώριζε από όλους τους όμοιους με αυτόν πατέρες, και έγινε μιμητής και συγκάτοικος του, επειδή έμεινε πολύ ευχαριστημένος από τον τρόπο της ζωής του, και γι’ αυτό έγινε ένα, θα λέγαμε, με αυτόν και η ψυχή του προσκολλήθηκε σε αυτόν, όπως λέει και ο ιερός Δαβίδ. (Ψαλμ.62, 9) γιατί , όπως σωστά λένε και οι παλιοί , με όποιον κανείς ευχαριστιέται να είναι μαζί, τέτοιος θεωρείται ότι είναι και ο ίδιος.



Από το Γεροντικό

Ο αββάς Αντώνιος είπε ότι η υπακοή μαζί με την εγκράτεια υποτάσσουν θηρία.

Είπε ο αββάς Ποιμήν ότι κάποιος ρώτησε κάποτε τον αββά Παΐσιο: «Τι να κάνω με την ψυχή μου που είναι αναίσθητη και δεν φοβάται τον Θεό;» Και του αποκρίθηκε ο γέροντας: «Πήγαινε , προσκολλήσου σε άνθρωπο που έχει φόβο Θεού, και μένοντας κοντά του , θα μάθεις και εσύ από αυτόν να φοβάσαι τον Θεό».

Πήγαν κάποτε στον μέγα Παμβώ τέσσερις μοναχοί από τη Σκήτη , ντυμένοι με δέρματα, και ο ένας ανέφερε την αρετή του άλλου. Ο ένας νήστευε πολύ, ο δεύτερος δεν είχε τίποτε δικό του , ο τρίτος είχε πολλή αγάπη και ο τέταρτος είχε είκοσι δύο χρόνια στην υπακοή ενός γέροντα. Σε αυτούς λοιπόν ο αββάς Παμβώ αποκρίθηκε: «Σας λέω, ότι η αρετή του τέταρτου είναι μεγαλύτερη από των άλλων . Γιατί καθένας από εσάς, όποια αρετή απέκτησε, την κράτησε με το θέλημά του∙ αυτός όμως έκοψε το θέλημα του και κάνει το θέλημα άλλου, και γι’ αυτό είναι ανώτερο από εσάς. Οι άνθρωπο της υπακοής είναι ομολογητές, αν βέβαια τη φυλάξουν ως το τέλος.

Είπε ο αββάς Ρούφος ότι αυτός που κάθεται στην υποταγή πνευματικού πατέρα έχει περισσότερη ανταμοιβή από εκείνον που πάει και ασκητεύει μόνος του στην έρημο.

Ο ίδιος έλεγε ότι κάποιος από τους πατέρες διηγήθηκε τα εξής:
« Κάποτε μεταφέρθηκε νοερά στον ουρανό και είδα εκεί τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη ήταν όποιος έζησε άρρωστος και ευχαριστούσε τον Θεό∙ στη δεύτερη ο φιλόξενος που δεχόταν και υπηρετούσε τους αδελφούς∙ στην Τρίτη ο ερημίτης που δεν έβλεπε άνθρωπο∙ στην τέταρτη όποιος καθόταν σε υποταγή γέροντα και τον υπάκουε σε όλα για χάρη του Κυρίου. Και αυτός της υπακοής φορούσε χρυσό περιδέραιο και κόσμημα και είχε περισσότερη δόξα από τους άλλους.»
Βλέποντας αυτά εγώ, ρώτησα εκείνον που με οδηγούσε∙ ‘‘Πως αυτός ο μικρότερος έχει περισσότερη δόξα από τους άλους;’’ Και μου αποκρίθηκε ‘‘Επειδή ο φιλόξενος και ο ερημίτης διάλεξαν τις αρετές με δικό τους θέλημα, ενώ ο υποτακτικός εγκατέλειψε όλα του τα θελήματα και κρέμεται από τον Θεό και τον γέροντά του. Γι’ αυτό και δοξάστηκε περισσότερο από εκείνους’’»

Είπε π αββάς Υπερέχιος: «Η υπακοή είναι το κειμήλιο του μοναχού. Όποιος την έχει , θα εισακουστεί από τον Θεό και με θάρρος θα σταθεί μπροστά στον Εσταυρωμένο∙ γιατί ο Κύριος που σταυρώθηκε, έκανε υπακοή μέχρι θανάτου».

Δύο αδέλφια πήγαν να μείνουν σε κάποιο μοναστήρι. Ο ένας ήταν ασκητής , ενώ ο άλλος διάλεξε την υπακοή , και ό, τι του έλεγε ο ηγούμενος , το έκανε χωρίς να το εξετάζει. Συχνά δηλαδή του έλεγε: «Φάε το πρωΐ», και έτρωγε∙ άλλοτε: «Μη φάς ως το βράδυ», και δεν έτρωγε∙ και σε όλα τα άλλα το ίδιο , ό,τι του έλεγε, το έκανε με χαρά, και για την υπακοή του τον δόξαζαν στο μοναστήρι.

Ο αδερφός του ο ασκητής φθόνησε και είπε μέσα του: «Θα τον δοκιμάσω, αν έχει υπακοή». Πήγε λοιπόν στον ηγούμενο και του είπε: «Στείλε μαζί μου τον αδελφό , για να πάμε σε κάποια δουλειά». Και ο αββάς τον έστειλε.

Όταν έφτασαν στον ποταμό, όπου υπήρχαν πάρα πολλοί κροκόδειλοι , είπε στον αδελφό του ο ασκητής: «Πήγαινε να μπείς στον ποταμό και να τον διασχίσεις». Εκείνος πήγε, και ήρθαν οι κροκόδειλοι και τον έγλυφαν , χωρίς να τον πειράξουν. Βλέποντας το αυτό ο ασκητής , του είπε: «Βγές από τον ποταμό», και βγήκε απείραχτος».

Προχωρώντας βρήκαν έναν νεκρό πεσμένο στον δρόμο, και είπε ο ασκητής: «Αν είχαμε κανένα παλιόρουχο , θα το ρίχναμε επάνω του». «Προτιμότερο είναι να προσευχηθούμε , μήπως αναστηθεί», αποκρίθηκε ο αδελφός. Πράγματι , προσευχήθηκαν και ο νεκρός αναστήθηκε. Και ο ασκητής καυχιόταν : «Για την άσκησή μου αναστήθηκε ο νεκρός».

Ο Θεός όμως τα φανέρωσε όλα στο νηγούμενο του μοναστηριού και όταν γύρισαν , είπε ο αββάς στον ασκητή: «Γιατί έβαλες σε τέτοια δοκιμασία τον αδελφό σου στον ποταμό; Να το ξέρεις , για την υπακοή του αναστήθηκε ο νεκρός».

Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Να μην υπολογίζεις τον εαυτό σου, αλλά να προσκολληθείς σε κάποιον που ζει ενάρετα».


Του Αββά Μάρκου

Εκείνος που είναι κάτω από την εξουσία της αμαρτίας, δεν μπορεί μόνος του να νικήσει το σαρκικό θέλημα, γιατί έχει τον ερεθισμό ακατάπαυτο και εγκαταστημένο στα μέλη του.

Όσο έχουμε πάθη , πρέπει να προσευχόμαστε και να υποτασσόμαστε. Γιατί μόνο με βοήθεια μπορεί κανείς να πολεμήσει τα πάθη που έγιναν συνήθειες.

Εκείνος που παλεύει εναντίων του θελήματος του με την υποταγή και την προσευχή , είναι αθλητής με καλή μέθοδο, ο οποίος φανερώνει τη νοητή πάλη με την αποχή από τα αισθητά.



Του αγίου Διαδόχου.

Η υπακοή έχει αναγνωριστεί ως το πρώτο καλό ανάμεσα σε όλες τις εισαγωγικές αρετές, γιατί εξουδετερώνει την υπερηφάνεια και γεννά σ εμάς την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό και σε όσους με ευχαρίστηση την υπομένουν , γίνεται θύρα προς την αγάπη του Θεού. Αυτήν απέρριψε ο Αδάμ και έπεσε στον βυθό του ταρτάτου. Αυτήν αγάπησε ο Κύριος και, σύμφωνα με το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας μας, υπάκουσε στον Πατέρα του μέχρι του σημείου να σταυρωθεί και να πεθάνει- και αυτό χωρίς διόλου να είναι κατώτερος από την μεγαλοσύνη του Πατέρα- για να ακυρώσει την ενοχή των ανθρώπων λόγω της παρακοής με τη δική του υπακοή και για να επιστρέψει στη μακαρία και αιώνια ζωή όσους θα ζήσουν με υπακοή. Αυτή λοιπόν την αρετή πρώτα να φροντίζουν όσοι ξεκινούν την πάλη εναντίων της υπερηφανείας του διαβόλου. Και αυτή θα μας δείξει , καθώς θα προχωρούμε ,όλους τους δρόμους των αρετών χωρίς κίνδυνο πλάνης.



Του αββά Κασσιανού


Με κανένα άλλο ελάττωμα δεν γκρεμίζει τόσο ο διάβολος τον άνθρωπο στο βάραθρο της απωλείας, όσο με το να τον πείσει να μη δέχεται να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τη διδαχή και την καθοδήγηση των πατέρων , αλλά να ακολουθεί το δικό του θέλημα. Γιατί όποιος πηγαίνει σύμφωνα με τη δική του κρίση και γνώμη , ποτέ δεν θα προχωρήσει με ασφάλεια, αλλά πολλές φορές θα σκοντάψει και θα περιπλανηθεί άσκοπα και, σαν να βαδίζει στο σκοτάδι, συνεχώς θα διατρέχει πολλούς κινδύνους.

Αυτό εμείς πρέπει να το καταλάβουμε παίρνοντας παράδειγμα και από τις ανθρώπινες τέχνες και επιστήμες. Αν δηλαδή εκείνες , παρά το ότι είναι χειροπιαστές , δεν μπορούμε α τις μάθουμε μόνοι μας και έχουμε ανάγκη από κάποιον να μας τις διδάξει σωστά και να μας λύσει κάθε απορία, πως δεν θα είναι κουτό και ανόητο να νομίζουμε ότι θα μάθουμε χωρίς δάσκαλο την πνευματική τέχνη, που είναι πιο δύσκολη και πιο κοπιαστική από κάθε άλλη τέχνη και επιστήμη; Η τέχνη αυτή δεν είναι σωματική και ορατή , όπως οι άλλες τέχνες που καταγίνονται μόνο με τα σώματα, αλλά είναι κρυμμένη και αόρατή , αφού αποβλέπει μόνο στην ψυχή και έχει κόπο να την κάνει όμοια με τον Θεό. Και η αποτυχία σε αυτή την τέχνη δεν κάνει πρόσκαιρη ζημιά, αλλά προξενεί απώλεια ψυχής και αιώνιο θάνατο και κόλαση.

Του αγίου Μαξίμου

Ο Θεός και Λόγος του Θεού και Πατέρα, βρίσκεται μυστικά μέσα σερ καθεμιά από τις εντολές του∙ και ο Θεός Πατέρας όλος είναι εκ φύσεως αχώριστος μέσα στ όλο τον Λόγο του. Όποιος λοιπόν δέχεται τη θεϊκή εντολή και την τηρεί, δέχεται τον Λόγο του Θεού που είναι μέσα της∙ και καθώς δέχθηκε αυτόν διά μέσου των εντολών , μαζί με αυτόν δέχθηκε και τον Πατέρα που είναι εκ φύσεως μέσα του, όπως και το Πνεύμα που είναι επίσης εκ φύσεως μέσα του. Γιατί ο ίδιος είπε : «Σας βεβαιώνω ότι όποιος δέχεται αυτόν που στέλνω , εμένα δέχεται∙ και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται αυτόν που με έστειλε». Όποιος λοιπόν δέχθηκε εντολή και την τήρησε, δέχτηκε και έχει μυστικά την αγία Τριάδα.


Από το Γεροντικό

Ο αββάς Ιωσήφ ο Θηβαίος είπε ότι τρία πράγματα έχουν μεγάλη αξία τον Κύριο. Το πρώτο , όταν ο άνθρωπος είναι άρρωστος και του έρχονται και άλλοι πειρασμοί και τους δέχεται ευχαριστώντας τον Θεό∙ το δεύτερο, όταν κάνει κάποιος όλα του τα έργα καθαρά μπροστά στον Θεό και χωρίς να έχουν τίποτε ανθρώπινο∙ το τρίτο, όταν κάποιος κάθεται στην υποταγή πνευματικού πατέρα και απαρνείται όλα τα δικά του θελήματα- αυτός μάλιστα έχει ένα στεφάνι παραπάνω.

Είπε ένας γέροντας: «Γίνε όμοιος με την καμήλα, σηκώνοντας τα αμαρτίες σου και ακολουθώντας δεμένος αυτόν που ξέρει το δρόμο του Θεού».

Ένας αδελφός είπε σε κάποιον γέροντα: «Ενώ κάνω στο κελί μου όλα όσα πρέπει , δεν βρίσκω κάποια παρηγοριά από τον Θεό». Και ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Αυτό σου συμβαίνει γιατί ζεις μαζί με άνθρωπο που είναι κάπως αμελής και θέλεις να γίνεται το θέλημά σου». Ο αδελφός τότε ρώτησε: «Τι λοιπόν σε συμβουλεύεις να κάνω πάτερ;» «Πήγαινε», του είπε ο γέροντας, «και προσκολλήσου σε άνθρωπο που φοβάται τον Θεό, και ταπεινώσου παραδίνοντας σε αυτόν το θέλημα σού. Και τότε θα βρεις παρηγοριά από τον Θεό».

Του αγίου Εφραίμ.

Επειδή δεν θέλουμε να υπομείνουμε λίγη στενοχώρια για τον Κύριο πέφτουμε χωρίς να θέλουμε σε πολλές και μεγάλες στενοχώριες. Και επειδή δεν θέλουμε να αφήσουμε το θέλημά μας για τον Κύριο , προξενούμε στον εαυτό μας ζημιά και καταστροφή της ψυχής. Και επειδή δεν ανεχόμαστε να ζούμε ή να μπούμε σε υποταγή και ταπεινωτική μεταχείριση για τον Κύριο, στερούμε τον εαυτό μας από την παρηγοριά που έχουν οι δίκαιοι. Και επειδή δεν πειθαρχούμε στη νουθεσία αυτών που μας νομοθετούν για τον Κύριο, κάνουμε τον εαυτό μας αντικείμενο της χαιρεκακίας των πονηρών δαιμόνων. Και επειδή δεν δεχόμαστε την παιαγωγική τιμωρία, θα μας παραλάβει το καμίνο της άσβεστης φωτιάς, όπου δεν θα υπάρχει παρηγοριά.

Του αββά Μάρκου

Μη γίνεις μαθητής εκείνου που επαινεί τον εαυτό του, για να μη μάθεις την υπερηφάνεια αντί για την ταπεινοφροσύνη.

Αποσπάσματα από τον Ευεργετινός ‘Υπόθεση ιθ (19)’ «Η υπακοή είναι απαραίτητη . Επίσης ποια είναι η ωφέλεια από αυτήν και πως της κατορθώνει κανείς.»
Εκδόσεις: Το περιβόλι της Παναγίας.

Από το Γεροντικό


Ο αββάς Ισίδωρος είπε ότι οι μαθητευόμενοι πρέπει να αγαπούν τους αληθινούς δασκάλους τους σαν πατέρες και να τυς φοβούνται σαν άρχοντες. Και ούτε να καταργούν τον φόβο εξαιτίας της αγάπης ούτε να θολώνουν την αγάπη εξαιτίας του φόβου.


Έλεγαν για τον Ιωάννη, τον μαθητή του αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή . σε κάποιον τόπο υπήρχαν τάφοι , και εκεί φώλιαζε μια ύαινα. Ο γέροντας είδε στον τόπο εκείνο κοπριές και είπε στον Ιωάννη να πάει να τις φέρει. Εκείνος ρώτησε: «Και τι να κάνω , αββά, με την ύαινα;» ο γέροντας του είπε αστειευόμενος: «Αν σου ορμήσει, δέσε την και φέρε την εδώ».
Πήγε ο αδελφός εκείνο το βράδυ , και ξαφνικά του όρμησε η ύαινα. Εκείνος, σύμφωνα με τα λόγια του γέροντα, πήγε γρήγορα να την πιάσει, αλλά η ύαινα έφυγε. Και ο Ιωάννης την κυνήγησε λέγοντας: «Ο αββάς μου είπε να σε δέσω». Την έπιασε λοιπόν και την έδεσε.
Ο γέροντας όμως καθόταν ανήσυχος και τον περίμενε. Κάποια στιγμή γύρισε έχοντας την ύαινα δεμένη, και ο γέροντας τον είδε και θαύμασε. Και θέλοντας να τον ταπεινώσει, τον χτύπησε και του είπε: «Ανόητα, ένα κουτό σκυλί μου έφερες εδώ;» και αφού την έλυσε ο γέροντας, την άφησε να φύσει.

Ο μακάριος Σέριδος που είχε κοινόβιο τη Θαυαθά, είχε κάποιον φίλο γέροντα που ζούσε στην Ασκάλωνα μαζί με τον μαθητή του. Κάποτε λοιπόν , σε καιρό χειμώνα, ο γέροντα αυτός έστειλε τον μαθητή του με ένα γράμμα στον αββά Σέριδο, ζητώντας να ου δώσει ένα ρολό άγραφα χαρτιά. Όταν έφτασε ο μαθητής στο κοινόβιο, άρχισε να βρέχει πολύ, ώστε ο ποταμός Θύαθος πλημμύρισε όσο γινόταν περισσότερο. Μόλις λοιπόν νέος έδωσε το γράμμα, ζητούσε τα χαρτιά για να φύσει, και ο αβάς του είπε: « Βλέπεις τη βροχή∙ που θα πάς τώρα;». «Έχω εντολή», αποκρίθηκε ο νέος, «και δεν μπορώ να μείνω». Και καθώς επέμενε ενοχλητικά, του έδωσε τα χαρτιά, και παίρνοντας την ευλογία του αββά έφυγε. Ο αββάς τότε είπε σ’ εμάς: «Πηγαίνετε ξοπίσω του και δείτε τι θα κάνει στον ποταμό».

Τον ακολουθήσαμε λοιπόν, και μαζί μας ήταν και ο αββάς Δωρόθεος. Και είδαμε ότι, μόλις έφτασε στον ποταμό, ξεντύθηκε τα ρούχα του, τύλιξε μέσα σ’ αυτά τα χαρτιά και τα έδεσε επάνω στο κεφάλι του. Στράφηκε έπειτα προς το μέρος μας, είπε: «Προσευχηθείτε για εμένα», και ρίχτηκε στον ποταμό εκείνο που δεν μπορούσαμε ούτε να τον βλέπουμε. Εμείς λοιπόν περιμέναμε ότι σίγουρα θα πνιγεί, αυτός όμως συνέχιζε να παλεύει και να προχωρεί αντίθετα στα ρεύμα. Και αφού παρασύρθηκε κάου μακριά , έφτασε στην απέναντι όχθη του ποταμού. Φόρεσε τότε τα ρούχα του , μας έβαλε από εκεί μετάνοια αι έφυγε τρέχοντας για τον αββά του.










Υπόθεση ΛΕ΄(35)

Από τις διηγήσεις των περιοδειών του αγίου αποστόλου Πέτρου , την οποία έγραψε ο άγιος κλήμης

Ο Πέτρος, ο κορυφαίος των αποστόλων , όταν κόντευε να αφήσει αυτή τη ζωή , και ενώ ήταν μια μέρα συγκεντρωμένοι όλοι οι αδελφοί της Ρώμης, πήρε από το χέρι εμένα τον Κλήμη, σταθήκαμε στη μέση της εκκλησίας και είπε: «Ακούστε με ,τέκνα και αδελφοί∙ το τέλος του δρόμου πλησιάζει. Γι’ αυτό σήμερα χειροτονώ για επίσκοπο σας αυτόν τον Κλήμη και του εμπιστεύομαι τον θρόνο μου του κηρύγματος και του μεταδίδω την εξουσία να δένει και να λύνει. Θα δέσει βέβαια αυτό που πρέπει να δεθεί, και θα λύσει αυτό που πρέπει να λυθεί, αφού γνωρίζει καλά τους νόμους της Εκκλησίας.»

«Να τον ακούτε λοιπόν, ξέροντας ότι εκείνος που λυπεί τον επικεφαλής του κηρύγματος της αλήθειας αμαρτάνει στον Χριστό και εξοργίζει τον Θεόν, τον Πατέρα όλων , και γι’ αυτό δεν πρόκειται να ζήσει. Εσείς όμως α μην παύετε να αποδίδετε πάντοτε στον πατέρα σας την τιμή και την υπακοή που του οφείλετε. Έτσι και εσείς, το ποίμνιο, θα πάτε καλά , και αυτός θα είναι ποιμένας πραγματικό;, και όχι μισθωτός, και θα φροντίζει για το ποίμνιο. Αυτό που είπα, πάλι θα το πώ: εκείνος που λυπεί τον ποιμένα και δάσκαλο του σε αυτά που αναφέρονται στον Θεό, λυπεί το Πνεύμα του Θεού, του οποίου τον θρόνο και τον τόπο αυτός κατέχει. Και εκείνος που απορρίπτει τα λόγια του, τον Χριστό απορρίπτει και γίνεται παραβάτης του νόμου του».



Από το Γεροντικό


Κάποιος γέροντας διηγούνταν ότι ο άγιος Βασίλειος πήγε κάποτε σε ένα κοινόβιο, και αφού δίδαξε όπως έπρεπε , είπε στον ηγούμενο: «Εχεις εδώ κανέναν αδελφό που να έχει υπακοή;» Εκείνος απάντησε: «Όλοι είναι δούλοι σου, δέσποτα, και αγωνίζονται να σωθούν». «Έχεις κανέναν που να έχει αληθινή υπακοή;» ξαναρώτησε ο άγιος. Εκείνος του έφερε τότε έναν αδελφό , και ο άγιος Βασίλειος τον έβαλε να τον υπηρετεί στο δείπνο.

Μετά το φαγητό ο αδελφός έριξε νερό στον άγιο να πλυθεί. Αφού πλύθηκε ο άγιος, του είπε: «Έλα να σου ρίξω και εγώ να πλυθείς». Εκείνος δέχθηκε να του ρίχνει νερό ο άγιος. Έπειτα του είπε ο άγιος Βασίλειος: «Όταν θα πάω στο άγιο βήμα, θύμησέ μου να σε χειροτονήσω διάκονο». Εκείνος υπάκουσε και σε αυτό χωρίς συζήτηση. Ο άγιος στη συνέχεις τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον πήρε μαζί του στο επισκοπείο για την υπακοή του.

Του αββά Κασιανού

Ο αββάς Σερίνος είπε ότι οι δαίμονες δεν κινούν μαζί όλα τα πάθη στους ανθρώπους, αλλά το κάθε πάθος έχει τα ειδικά και καθορισμένα πνεύματα που το κινούν. Άλλα δηλαδή ευχαριστιούνται με τις ακαθαρσίες και με τους μολυσμούς των ηδονών και τις δυσωδίες, άλλα με τις βλασφήμιες∙ άλλα χαίρονται με την οργή και τη μανία, άλλα με τη λύπη , άλλα με την κενοδοξία και άλλα με την υπερηφάνεια. Και καθένα από αυτά τα πνεύματα αγαπά να κινεί συνεχώς εκείνο το πάθος , το οποίο βλέπει ότι και η ψυχή το δέχεται με ευχαρίστηση.

Οι δαίμονες επίσης δεν ενοχλούν οόυτε σπέρνουν την κακία τους σε όλους εξίσου, αλλά διαφορετικά, και ανάλογα με ό,τι ταιριάζει στην περίσταση, στο πρόσωπο και στον τόπο. Και μεταξύ τους είτε συνεργάζονται είτε, καμιά φορά, δίνουν σειρά ο ένας στον άλλο, χωρίς βέβαια να κρατούν συγκεκριμένη σειρά και τάξη- γιατί, όπως λέει η Γραφή, «θα ζητήσει ανάμεσα στους κακούς τη σύνεση και δεν θα τη βρείς», και « οι εχθροί μας είναι ανόητοι». Ωστόσο πρόσκαιρα συμφωνούν κάπως μεταξύ τους καθώς μας πολεμούν, και δίνουν τη σειρά τους ανάλογα με την περίσταση και τον τόπο, όπως είπαμε. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ξεγελιέται από την κενοδοξία και την ίδια στιγμή να πυρώνεται από την επιθυμία της πορνείας∙ ούτε να φουσκώνει από υπερηφάνεια και να ταπεινώνεται εξαιτίας της γαστριμαργίας∙ ούτε να ξεσπά σε γέλια και καγχασμούς σαν τα μωρά και συγχρόνως να φουντώνει από τα κεντρίσματα της οργής. Αλλά είναι απαραίτητο το κάθε πνεύμα να περιμένει τη σειρά του και έτσι να πολεμά τον άνθρωπο∙ και όταν νικηθεί και φεύγει, δίνει σειρά για τη μάχη σε άλλο πνεύμα πιο δυνατό.

Πρέπει να ξέρουμε και τούτο: όλοι οι δαίμονες δεν έχουν την ίδια αγριότητα ή την ίδια δύναμη, αλλά διαφέρουν , εκτός από την ενέργεια, και στη δύναμη και στο είδος της επιθυμίας. Τους αθλητές δηλαδή του Χριστού που αρχίζουν τον αγώνα της αρετής και είναι ακόμη αδύναμοι, τους πολεμούν πιο αδύνατα πνεύματα∙ όταν όμως αυτά νικηθούν , τα διαδέχονται σταδιακά δυνατότεροι αντίπαλοι. Γιατί αν η δυσκολία της πάλης δεν ήταν ανάλογη με την ανθρώπινη δύναμη, κανένας από αυτούς που αγωνίζονται δεν θα μπορούσε να αντέξει τη φοβερή αγριότητα των τέτοιων και τόσο πολλών εχθρών. Ούτε επίσης θα μπορούσε καθόλου να αντισταθεί ο άνθρωπος στις επιθέσεις τους, αν στον αγώνα αυτό δεν βρισκόταν μπροστά ως φιλάνθρωπος μεσίτης και αγωνοθέτης και δικαστής ο Χριστός, ορίζοντας κάθε φορά την πάλη ισοδύναμη με τη δική μας δύναμη και εμποδίζοντας και αποστρέφοντας τις υπερβολικές επιθέσεις των αντιπάλων και μην επιτρέποντας να δοκιμάσουμε πειρασμό πέρα από τη δύναμή μας, όπως λέει η Γραφή, αλλά δίνοντας μαζί με τον πειρασμό και τη διέξοδο, ώστε να μπορούμε να τον αντέξουμε.

Αυτή την πάλη πιστεύουμε ότι και οι ίδιοι οι δαίμονες δεν την εκτελούν χωρίς κούραση και κόπο. Γιατί και αυτοί έχουν φροντίδα και λύπη, και μάλιστα όταν συμπλέκονται σε μάχη με ανθρώπους δυνατούς αι υπομονετικούς και ανυποχώρητους. Τούτο επιβεβαιώνεται και από αυτά που λέει ο απόστολος: « Η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους από αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές και τις εξουσίες» κλπ., και επίσης: «Έτσι πυγμαχώ, όχι σαν να δέρνω τον αέρα∙ και αλλού λέει: «Αγωνίστηκα τον καλό αγώνα». Όπου λοιπόν υπάρχει αγώνας και πάλη και μάχη, αναγκαστικά υπάρχει φροντίδα και κόπος και πόνος και στα δύο αντίπαλα μέρη. Και όπως εμείς, όταν τους νικήσουμε χαιρόμαστε, ενώ όταν νικηθούμε , λυπούμαστε, έτσι και εκείνοι∙ όσες φορές μας νικήσουν , ευχαριστιούνται, ενώ όποτε , παρά τις πολλές τους προσπάθειες , δεν μας καταβάλλουν, αλλά νικιούνται, πέφτει επάνω τους η ντροπή της ήττας που περίμενε εμάς, και τότε επαληθεύεται αυτό που λέει η Γραφή: «Η κακία του θα πέσει επάνω στο κεφάλι του», και επίσης: «Το δόκανο που έκρυψε, ας πιάσει τον ίδιο».

Όλα αυτά τα γνώριζε και ο προφήτης Δαβίδ, και βλέποντας με τα εσωτερικά μάτια αυτόν τον αόρατο πόλεμο, και ξέροντας ότι οι εχθροί χαίρονται με την πτώση μας, έλεγε στον Θεό: «Φώτισε τα μάτια μου, μην τυχόν με πάρει ύπνος που οδηγεί στον θάνατο, μην τυχόν πει ο εχθρός μου ∙ ‘‘Τον νίκησα’’. Αυτοί που με πολεμούν θα χαρούν, αν πέσω». Έλεγε επίσης: «Ας μη χαρούν σε βάρος μου αυτοί που με εχθρεύονται χωρίς λόγο. Ας μην πούν μέσα τους∙ ‘‘Μπράβο, μπράβο μας’’, ούτε να πούν∙ ‘‘Τον κατάπιαμε’’». Και προσευχόταν στον Θεό εναντίον τους , ζητώντας γι’ αυτούς την ντροπή που νιώθουν όταν νικιούνται∙ έλεγε δηλαδή στον ψαλμό του: «Ας ντροπιαστούν και ας φύγουν εξευτελισμένοι αυτοί που θέλουν το κακό μου». και ο Ιερεμίας λέει: «Ας ντροπιαστούν οι εχθροί μου, και ας μην ντροπιαστώ εγώ. Ρίξε επάνω τους όλη την οργή σου και σύντριψέ τους με διπλή συντριβή». Γιατί πραγματικά οι δαίμονες συντρίβονται διπλά, όταν νικηθούν από εμάς: από τη μια επειδή οι άνθρωποι κατορθώνουν την αγιοσύνη που εκείνοι την είχαν και την έχασαν, και από την άλλη επειδή , αν και είναι πνεύματα, νικιούνται από τους σαρκικούς και γήινους.


ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΘ΄ (29)

Αυτόν που αγωνίζεται με δύναμη, οι δαίμονες τον αντιμάχονται , ενώ αδιαφορούν για τους αμελείς, γιατί τους έχουν στο χέρι τους.
Όσοι θέλουν το καλό , βρίσκουν βοηθό τους τον Θεό, ο οποίος και επιτρέπει τους πολέμους για το συμφέρον τους.


Του αγίου Εφραίμ

Εκείνος που θέλει να ευαρεστήσει στον Θεο και με τηνπίστη να γίνει κληρονόμος του και να ονομαστεί και αυτός παιδί του Θεού που γεννήθηκε από το άγιο Πνεύμα, οφείλει, αφού πρώτα οπλιστεί με μακροθυμία και υπομονή , ,να υπομένει ευχαρίστως και με γενναιότητα τις θλίψεις και τις δυσκολίες που θα συναντά, δηλαδή τις σωματικές αρρώστιες και παθήσεις, τους εξευτελισμούς και τις προσβολές από ανθρώπους και τους διάφορους αόρατους πολέμους που προξενούν στην ψυχή τα πονηρά πνεύματα, καθώς θέλουν να τη ρίξουν σε χαλάρωση και αμέλεια και να μην την αφήσουν να μπεί στην αιώνια ζωή. Αυτά γίνονται γιατί ο Θεός επιτρέπει , σύμφωνα με το σχέδιο του , να δοκιμαστεί ο καθένας με διάφορες θλίψεις, για να φανερωθούν εκείνοι που τον αγαπούν με όλη τους την ψυχή , αν υπομένουν ευχαρίστως και με γενναιότητα όλα όσα φέρνει καταπάνω τους ο πονηρός και δεν χάνουν την ελπίδα και την εμπιστοσύνη στον Θεό, αλλά πάντοτε περιμένουν με πολλή πίστη και υπομονή να λυτρωθούν από τις θλίψεις με την βοήθεια της χάρης. Με αυτή την πίστη και την υπομονή θα μπορέσουν να ξεπεράσουν κάθε πειρασμό και έτσι να κερδίσουν αυτό που υποσχέθηκε ο Θεός και να γίνουν αυτοί άξιοι για τη βασιλεία του, καθώς θα έχουν βαδίσει επάνω στα ίχνη όλων των αιώνων και του ίδιου του Κυρίου και θα έχουν γίνει συμμέτοχοι όχι μόνο των παθημάτων , αλλά και της δόξας τους.

Παρατήρησε και δες πως από την αρχή όλοι οι πατέρες, δηλαδή οι πατριάρχες και ο προφήτες και οι απόστολο και οι μάρτυρες, πέρασαν μέσα από τον δρόμο των θλίψεων και των πειρασμών και υπέμειναν με καρτερικότητα και χαρά όλες τις δυσκολίες χάρη στην ελπίδα της ανταμοιβής που περίμεναν , και έτσι μπόρεσαν να ευαρεστήσουν στον Θεό, όπως λέει και η Γραφή: «Παιδί μου , αν ήρθες να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για την αντιμετώπιση των πειρασμών∙ κάνε ευθεία την καρδιά σου και έχε κουράγιο». – καθώς δηλαδή θα είσαι σταθερά στραμμένος προς τον Θεό και θα παίρνεις δύναμη από τη ελπίδα σου σε αυτόν . αλλά και ο απόστολος λέει: «Αν όμως δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση που έχουν πάρει όλοι , τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά». Και κάπου αλλού λέει.: «Όλα όσα σου έρχονται , να τα δέχεσαι ως καλά, ξέροντας ότι χωρίς τον Θεό τίποτα δεν γίνεται.». Και ο κύριος μακάριζε εκείνους που αγωνίζονται γι’ αυτόν και υποφέρουν τα πάνδεινα, είτε φανερά από ανθρώπους είτε κρυφά από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία αντιμάχονται , όπως είπαμε, την ψυχή που αγαπά τον Θεό και της φέρνουν διάφορες θλίψεις , για να της εμποδίσουν την είσοδο στην αιώνια ζωή με το να τη ρίξουν σε αμέλεια και απελπισία. Οι πειρασμοί λοιπόν είναι που δοκιμάζουν τις ψυχές, αν αγαπούν το ν Θεό ή όχι , και αυτοί τις κάνουν άξιες ή ανάξιες γι’ αυτόν.

Κάθε ψυχή λοιπόν που θέλει να ευαρεστήσει στον Θεό, πριν απ’ όλα ας κρατά γενναία την υπομονή και την ελπίδα, και έτσι θα μπορέσει να υπομένει και να αντιμετωπίσει κάθε επίθεση και κάθε εκδήλωση κακίας του πονηρού . Γιατί και ο Θεός , την ψυχή που ελπίσει σε αυτόν και τον περιμένει , δεν την αφήνει να πέσει σε πειρασμόν τέτοιον που να μην μπορεί να τον σηκώσει, ώστε να φτάσει σε απόγνωση. Ούτε όμως και ο πονηρός πειράζει και ταλαιπωρεί την ψυχή όσο θέλει, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός∙ γιατί ο πλάστης μας ξέρει σε πόση δοκιμασία και πύρωση πρέπει να μπεί η ψυχή, και τόση μόνο επιτρέπει.


Κεραμοποιός, αφού πλάσει τα σκεύη από πηλό, ξέρει πόσο πρέπει να τα αφήσει στην φωτιά∙ γιατί αν αυτά δεν περάσουν από φωτιά, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους ανθρώπους. Έτσι ούτε τα αφήνει στο καμίνι παραπάνω από όσο πρέπει, για να μην παραψηθούν και χαλάσουν ,ούτε τα βγάζει πρόωρα, γιατί και τότε είναι εύθραυστα και άχρηστα. Επίσης τα υποζύγια δεν τα φορτώνουμε όλα το ίδιο , αλλά επάνω σε κάθε ζώο βάζουμε φορτίο ανάλογο με τη δύναμη του. Αλλά και το πλοίο έχει στο πλάι κάποια σημάδια που δείχνουν μέχρι που μπορεί να φορτωθεί , έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρει το φορτίο με ασφάλεια.

Αν λοιπόν για τα αόρατα και φθαρτά πράγματα ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους τόση γνώση και διάκριση , ώστε να τα τακτοποιούν με ασφάλεια, δεν ξέρει πολύ περισσότερο ο ίδιος, ο χορηγός της σοφίας και της συνέσεως, πόσες και ποιες δοκιμασίες χρειάζονται οι ψυχές που θέλουν να ευαρεστήσουν σε αυτόν, ώστε να γίνουν και χρήσιμες σε αυτόν και κατάλληλες για τη βασιλεία των ουρανών; Το κανάβι δεν μπορεί αλλιώς να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή πολύ λεπτών νημάτων , παρά μόνο αν κοπανιστεί πολλή ώρα∙ και όσο βασανίζεται και ξαίνεται , τόσο πιο καθαρό και κατάλληλο γίνεται . έτσι και η ψυχή που αγαπά τον Θεό∙ αφού δοκιμαστεί και λεπτύνει με πολλού πειρασμούς και θλίψεις και υπομείνει γενναία, γίνεται πιο καθαρή και πιο κατάλληλη για την πνευματική εργασία, και στο τέλος θα μπορεί με χαρά στη βασιλεία του Θεού και θα κληρονομήσει τον γαμήλιο θάλαμο των ουρανίων αγαθών για του ατέλειωτους αιώνες.

Ευεργετινός : ΥΠΟΘΕΣΗ Λ΄(30)

Δεν πρέπει για όλα μας τα σφάλματα να κατηγορούμε τους δαίμονες αλλά τον εαυτό μας∙ γιατί αυτούς που προσέχουν , ούτε οι δαίμονες μπορούν να τους βλάψουν , καθώς είναι μεγάλη η βοήθεια που στέλνει ο Θεός. Επίσης επιτρέπει τους πολέμους ανάλογα με τη δύναμη των ανθρώπων.

Από το γεροντικό

Ο αββάς Αντώνιος είπε ότι ο Θεός δεν αφήνει τους πολέμους να έρθουν σε αυτή τη γενιά, όπως γινόταν με τους παλιούς, γιατί γνωρίζει ότι οι τωρινοί είναι αδύνατοι και δεν αντέχουν.

Ο Αβραάμ , ο υποτακτικός του αββά Αγάθωνα, ρώτησε τον αββά Ποιμένα: «Τι να κάνω που οι δαίμονες με πολεμούν φοβερά; Και ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Εσένα πολεμούν οι δαίμονες; Αυτοί δεν μας πολεμούν , όσο εμείς κάνουμε τα θελήματά μας∙ γιατί τα θελήματά μας έγιναν δαίμονες και αυτά είναι που μας πιέζουν, για να τα ικανοποιήσουμε. Αν θέλεις να ξέρεις με ποιους πολέμησαν οι δαίμονες, μάθε ότι πολέμησαν με τον αββά Μωυσή και τους όμοιους με αυτόν».

Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ: «Γιατί με εμποδίζουν οι δαίμονες να κάνω το καλό στον συνάνθρωπο;» Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Μην το λές αυτό , γιατί έτσι κάνεις ψεύτη τον Θεό. Καλύτερα πες∙ ‘‘Καθόλου δεν θέλω να δείξω έλεος’’. Γιατί ο Θεός από παλιά έχει πει∙ ‘‘ Σας έδωσα να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς κα σε όλη τη δύναμη του εχθρού’’»

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Τι να κάνω με τα πάθη και τους δαίμονες;» Και ο γέροντας είπε: «Ο καθένας μας μπαίνει σε πειρασμό από τη δική του επιθυμία».

Η αγία Συγκλητική είπε: Όσο προοδεύουν οι αθλητές, τόσο πιο δυνατούς αντιπάλους έχουν να αντιμετωπίσουν.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΔ΄(34)

Πρέπει να υπακούμε μέχρι θανάτου σε αυτούς που μας καθοδηγούν στο όνομα του Κυρίου , και να τους αγαπούμε και να τους σεβόμαστε.


Του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

Κάποτε που ο άγιος Βενέδικτος ησύχαζε στο κελλί του, ο μαθητής του Πλακίδας πήγε στον λεγόμενο Λάκκο για να πάρει νερό. Η στάμνα όμως, με την οποία πήγε να πάρει νερό, του έπεσε από το χέρι , και την πήρε το ρεύμα. Θέλοντας ο αδελφός να αρπάξει τη στάμνα από το νερό, γλίστρησε και έπεσε και ο ίδιος στα νερά , και παρασύρθηκε από το δυνατό ρεύμα όσο εσωτερικό του Λάκκου σε απόσταση περίπου όσο παεί ένα βέλος.

Το γεγονός αυτό φανερώθηκε στον άνθρωπο του Θεού που ησύχαζε όπως είπαμε , στο κελλί του. Φώναξε τότε τον μαθητή του Μαύρο και του είπε: ¨Αδερφέ, τρέξε, γιατί ο αδελφός Πλακίδας έπεσε μέσα στον Λάκκο και το ρεύμα τον παρέσυρε σε αρκετή απόσταση.

Ο Μαύρος , ακούγοντας την προσταγή του πατέρα, έφυγε τρέχοντας , και όταν έφτασε στον τόπο , είδε τον Πλακίδα να έχει παρασυρθεί από το ρεύμα μακριά ε αδίστακτη πίστη λοιπόν , έχοντας το θάρρος του στις ευχές του πατέρα , πάτησε στα νερά και βάδιζε επάνω τους σαν στη στεριά, ώσπου έφτασε τον Πλακίδα που παρσυρόταν από το ρεύμα. Τον άρπαξε τότε από τα μαλλιά και τον τραβούσε βαδίζοντας πάλι επάνω στα νερά, ώσπου έφτασε στην στεριά.

Συνήλθε λοιπόν τότε ο Μαύρος και κατάλαβε ότι περπάτησε επάνω στα νερά και ότι αυτό οπωσδήποτε θα ήταν αδύνατο ,αν δεν τον είχε ενισχύσει η ευχή του θαυματουργού πατέρα. Θαύμασε και τρόμαξε για το γεγονός και, αφού γύρισε στον πατέρα, του διηγήθηκε το θεϊκό θαύμα που έγινε. Ο άγιος όμως απέδιδε το θαύμα αυτό όχι στη δική του αγιότητα, αλλά στην υπακοή του Μαύρου. Εκείνος πάλι έλεγε ότι η εντολή του αγίου ήταν που το έκανε, και πρόσθετε ότι δεν ένιωθε πλέον τον εαυτό του σε εκείνη τη δύναμη που ήταν όταν περπάτησε στα νερά.

Βλέποντας ο μοναχός Πλακίδας τη θεομίμητη ταπεινολογία τους και την αξιαγάπητη λογομαχία τους, είπε: «Εγώ πάντως, όσο συρόμουν από τα βαθιά έξω στη στεριά, επάνω από το κεφάλι μου έβλεπα τη μηλωτή του αββά και αυτόν ένιωθα να με βγάζει από τα νερά.


ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ΄(45)

Από το Γεροντικό

Ο αββάς Αντώνιος είπε: «Είδα όλες τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες επάνω στη γη. Στέναξα και είπα∙ ‘‘Ποιος άραγε μπορεί να τις περάσει χωρίς να πιαστεί;’’ Και άκουσα μια φωνή να μου λέει∙ ‘ Η ταπεινοφροσύνη’’».

Ο ίδιος αββάς είπε στον αββά Ποιμένα: Αυτό είναι το έργο του ανθρώπου: να αναλαμβάνει μπροστά στον Θεό την ευθύνη για το σφάλμα του και να περιμένει πειρασμό μέχρι την τελευταία του αναπνοή.

Ένας αδελφός πήγε στον αββά Αμμώη και του είπε: «Αββά, πές μου κάτι». Και ενώ έμεινε κοντά στον γέροντα μέρες, δεν άκουσε τίποτε από αυτόν. Έπειτα, όταν έφευγε, ο γέροντας του είπε, καθώς τον αποχαιρετούσε: ‘Πάει καιρός που οι αμαρτίες μου έγιναν τείχος σκοτεινό ανάμεσα σ’ εμένα και τον Θεό».

Ο αββας Δανιήλ διηγήθηκε ότι στη Βαβυλώνα ζούσε η κόρη κάποιου άρχοντα που ήταν δαιμονισμένη. Ο πατέρας της είχε φιλία με κάποιον μοναχό και τον παρακαλούσε για την κόρη του. Εκείνος του είπε: « Κανένας δεν μπορεί να κάνει καλά την κόρη σου παρά μόνο οι αναχωρητές που γνωρίζω. Αν όμως τους παρακαλέσουμε, δεν θα δεχτούν καθόλου να το κάνουν , από ταπεινοφροσύνη. Καλύτερα να κάνουμε το εξής: όταν έρθουν στην αγορά για να πουλήσουν τα εργόχειρα τους, προσποιηθείτε ότι θέλετε να αγοράσετε και καλέστε τους στο σπίτι , για ν πάρουν τα χρήματα. Σαν έρθουν , παρακαλέστε του να προσευχηθούν , και πιστεύω ότι θα γίνει καλά η κόρη σου».

Πήγαν λοιπόν στην αγορά και βρήκαν τον μαθητή κάποιου γέροντα να κάθεται και να πουλά τα εργόχειρά του. Τον πήραν μαζί με τα καλάθια του και τον έφεραν στο σπίτι του άρχοντα , για να πληρωθεί την αξία τους.

Μόλις μπήκε στο σπίτι ο μοναχός, τον συνάντησε η δαιμονισμένη κα του έδωσε ένα χαστούκι. Αμέσως εκείνος γύρισε και το άλλο μάγουλο, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Αυτό βασάνισε τον δαίμονα, που κραύγασε: «Ω, πόσο πιέζομαι! Η εντολή του Ιησού με διώχνει». Και αμέσως βγήκε από τη γυναίκα και εκείνη έμεινε υγιής και με τα λογικά της.

Το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκαν οι γέροντες και δόξασαν τον Θεό λέγοντας: «Τίποτε δεν καταβάλει τόσο την υπερηφάνεια του διαβόλου , όσο η ταπείνωση που κρύβεται στην εντολή του Χριστού».



Ένας αδελφός είπε στον αββά Θεόδωρο: «Πες μου κάτι, γιατί χάνομαι». Και με δυσκολία του απάντησε: «Εγώ κινδυνεύω, και τι μπορώ να πω σ’ εσένα;».


Ο μακάριος Θεόφιλος , ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, πήγε κάποτε στο όρος της Νιτρίας και ήρθε να τον συναντήσει ο αββάς ο επικεφαλής της περιοχής. Τον ρώτησε ο αρχιεπίσκοπος: «Τι περισσότερο βρήκες σε αυτόν τον δρόμο , πάτερ;» και ο γέροντας αποκρίθηκε: « Το να θεωρώ υπαίτιο τον εαυτό μου και να τον κατηγορώ πάντοτε». Ο αρχιεπίσκοπος συμφώνησε: «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από αυτόν».

Κάποτε που ο αρχιεπίσκοπος αυτός ήρθε στη Σκήτη , συγκεντρώθηκαν οι αδερφοί και είπαν στον αββά Παμβω∙ ‘‘ Πές κάτι στον πάπα, για να ωφεληθεί». Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν δεν ωφελείται με τη σιωπή μου, ούτε με τα λόγια μου θα ωφεληθεί».

Ένας άλλος αδελφός του είπε: «Αββά, βλέπω ότι έχω μόνιμα τη θύμηση του Θεού». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Δεν είναι σπουδαίο να βρίσκεται ο λογισμός σου στον Θεό. Το σπουδαίο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου πιο κάτω από όλη την κτίση. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη».



Του αββά Μάρκου

Όπως σε εκείνον που βρίσκεται σε μετάνοια είναι ξένο το να υπερηφανεύεται, έτσι σε εκείνον που αμαρτάνει θεληματικά είναι αδύνατο να ταπεινοφρονεί.

Η ταπεινοφροσύνη δεν είναι καταδίκη του ανθρώπου από τη συνείδησή του , αλλά επίγνωση της χάρης του Θεού και της συμπάθειάς του προς εμάς.

Αν καλλιεργούσαμε την ταπεινοφροσύνη, δεν θα είχαμε ανάγκη παιδαγωγικής τιμωρίας.

Όλα τα κακά και τα δεινά που μας συμβαίνουν, συμβαίνουν εξαιτίας της υπερηφάνειάς μας. αν δηλαδή στον απόστολο Παύλο δόθηκε ένας άγγελος του σατανά να τον ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανευτεί, πολύ περισσότερο σ’ εμάς τους υπερήφανους θα δοθεί ο σατανάς ο ίδια , για να μας ποδοπατά , ώστε να ταπεινωθούμε.

Οι προπάτορες μας και οικοδεσπότες ήταν, και περιουσίες εξουσίαζαν , και γυναίκες είχαν , και παιδιά φρόντιζαν , και με τον Θεό μιλούσαν χάρη στη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Εμείς και από τον κόσμο φύγαμε, και τον πλούτο καταφρονήσαμε, και του δικού μας αφήσαμε, και νομίζουμε ότι είμαστε κοντά στον Θεό, και όμως κοροϊδευόμαστε από τους δαίμονες εξαιτίας της υπερηφάνειάς μας.

Όποιος υπερηφανεύεται, αγνοεί τον εαυτό του∙ γιατί αν γνώριζε τον εαυτό του και την αφροσύνη και την αδυναμία του, δεν θα υπερηφανευόταν. Και εκείνος που αγνοεί τον εαυτό σου , πως μπορεί να γνωρίζει τον Θεό; Αν δηλαδή τη δική του αφροσύνη, με την οποία ζει, δεν μπόρεσε να καταλάβει, πως θα μπορέσει να καταλάβει τη σοφία του Θεού, προς την οποία είναι μακρινός και ξένος; Γιατί εκείνος που γνωρίζει τον Θεό βλέπει σαν σε καθρέφτη τη μεγαλοσύνη Του και ελεεινολογεί τον εαυτό του , όπως ο μακάριος Ιώβ, και λέει: «Προηγουμένως σε γνώριζα μόνο από ό,τι άκουγα , τώρα όμως σε είδα με τα μάτια μου. γι’ αυτό και ελεεινολόγησα τον εαυτό μου και έλιωσα, και θεωρώ ότι είμαι στάχτη και χώμα». Όσοι επομένως μιμούνται τον Ιώβ, αυτοί βλέπουν τον Θεό∙ και όσοι τον βλέπουν , αυτοί τον γνωρίζουν . αν λοιπόν και εμείς θελήσουμε να δούμε τον Θεό, ας ελεεινολογήσουμε τον εαυτό μας και ας ταπεινοφρονήσουμε, ώστε όχι μόνο να τον βλέπουμε απέναντί μας, αλλά να τον έχουμε να κατοικεί και να αναπαύεται μέσα μας και να τον απολαμβάνουμε. Γιατί έτσι η αφροσύνη μας θα μεταβληθεί σε σοφία με τη σοφία του , και η αδυναμία μας θα ενδυναμωθεί με τη δύναμη του και θα μας κάνει ισχυρούς για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό που μας αξίωσε να πάρουμε αυτή τη δωρεά.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑ΄(21)
Πρέπει να αναφέρουμε τους λογισμούς μας στους πατέρες που έχουν διάκριση και όχι να τους εμπιστευόμαστε στους τυχόντες. Πως πρέπει να εξομολογούμαστε και να ρωτάμε, και με ποια πίστη να δεχόμαστε τις απαντήσεις των πατέρων. Πρέπει επίσης να βοηθούμε και εμείς στο έργο τους.

Από το Γεροντικό

Δύο αδελφοί που ζούσαν καθένας μόνος του συναντήθηκαν κάποτε, και είπε ο ένας στον άλλο: «Σκέφτομαι να πάω στον αββά Ζήνωνα και να του πω κάποιον λογισμό». « Και εγώ το ίδιο θέλω», είπε και ο άλλος. Πήγαν λοιπόν οι δύο μαζί , και ο καθένας του μίλησε ιδιαιτέρως με τον γέροντα, και του είπαν τους λογισμούς τους.
Ο ένας, λέγοντας τον λογισμό του, έπεσε στα πόδια του γέροντα παρακαλώντας τον με άφθονα δάκρυα να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Και ο γέροντας του είπε: «Πήγαινε∙ μην αφήσεις χαλαρό τον εαυτό σου, μην κακολογήσεις κανέναν και μην παραμελήσεις την προσευχή σου», έφυγε ο αδελφός και πραγματικά θεραπεύτηκε.
Ο άλλος, αφού είπε τον λογισμό του στον γέροντα, πρόσθεσε άτονα και αδιάφορα: «Προσευχήσου για εμένα», δεν το ζήτησε όμως με πόνο.
Μετά από κάποιο διάστημα έτυχε να συναντηθούν , και ρώτησε ο ένας: «Όταν πήγαμε στον γέροντα, του είπες τον λογισμό που έλεγες ότι ήθελες να του πείς;» Ναι», απάντησε ο άλλος. Ξαναρώτησε ο πρώτος: « Άραγε ωφελήθηκες που του τον είπες;» «Ναι», αποκρίθηκε ο αδελφός, «με τις ευχές του γέροντα με θεράπευσε ο Θεός». «Εγω όμως», συνέχισε εκείνος, «αν και τον είπε, δεν βρήκα θεραπεία». Του είπε τότε αυτός που ωφελήθηκε: «Και πως παρακάλεσες τον γέροντα;».Εκείνος αποκρίθηκε: «Του είπα∙ ‘‘Προσευχήσου για εμένα , επειδή έχω τον τάδε λογισμό’’». Και ο άλλος του είπε: «Εγώ όμως, την ώρα πού του τον έλεγα, έβρεξα τα πόδια του με τα δάκρυα μου παρακαλώντας τον να προσευχηθεί για εμένα. Και με τις ευχές του με γιάτρεψε ο Θεός».
Αυτά μας τα διηγήθηκε ο γέροντας, για να μας διδάξει ότι όποιος παρακαλεί κάποιον από τους πατέρες σχετικά με λογισμούς, πρέπει να το κάνει με πόνο και με όλη του την καρδιά, σαν να το ζητά από τον Θεό, και τότε πετυχαίνει στον σκοπό του. Όποιος όμως εξομολογείται με αδιαφορία ή δοκιμάζοντας τον πνευματικό πατέρα, όχι μόνο δεν ωφελείται , αλλά και καταδικάζεται.

» Ένας γέροντας διηγήθηκε: «Κάποιος αδελφός έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, αλλά ένιωσε κατάνυξη και μετάνοια. Πήγε σε κάποιον γέροντα να το εξομολογηθεί , και δεν είπε ότι το έκανε, αλλά μόνο ότι το σκέφτηκε∙ ‘‘Μου πέρασε ένας τέτοιος λογισμός. Έχω σωτηρία;’’ Εκείνος , επειδή δεν είχε διάκριση , του αποκρίθηκε∙ ‘‘Έχασες την ψυχή σου’’. Όταν το άκουσε αυτό ο αδελφός , είπε∙ ‘‘ Αφού έχασα την ψυχή μου , ας γυρίσω τουλάχιστον στον κόσμο’’».
Φεύγοντας όμως σκέφτηκε να πάει και στον αββά Σιλουανό, τον φημισμένο για τη διάκρισή σου , και να του φανερώσει εκείνο τον λογισμό. Πήγε, και ούτε σε αυτόν είπε την πράξη, αλλά μόνο τον λογισμό, όπως και στον άλλο γέροντα. Ο πατέρας άνοιξε το στόμα του και άρχισε να του λέει από τις Γραφές ότι βέβαια δεν υπάρχει καταδίκη γι’ αυτούς που μόνο σκέφτονται την αμαρτία.«
»Όταν τον άκουσε ο αδελφός, πήρε δύναμη στην ψυχή του, αναθάρρησε και του εξομολογήθηκε και την πράξη. Μαθαίνοντας και για την πράξη ο γέροντας, σαν καλός γιατρός, άλειψε την ψυχή του με φάρμακα από τις άγιες Γραφές και τον έπεισε ότι υπάρχει μετάνοια για όσους επιστρέφουν στον Θεό με επίγνωση.«
»Μετά από αυτό πήγε ο αββάς μου σε αυτόν τον πατέρα, ο οποίος του διηγήθηκε σχετικά με τον αδελφό και του είπε∙ ‘‘Αυτός που είχε απελπιστεί για τον εαυτό του και ήταν έτοιμος να γυρίσει στον κόσμο, είναι τώρα σαν αστέρι ανα΄μεσα στους αδελφούς’’.«
»Αυτά τα είπα για να μαθαίνουμε ότι είναι πολύ επικίνδυνο να εμπιστεύεται κάποιος τους λογισμούς του σε ανθρώπους που δεν έχουν διάκριση.»

Του αγίου Εφραίμ.

Αν σου φανερώνει κάποιος τους λογισμούς του, πρόσεχε, αδελφέ, μήπως , την ώρα που εκείνος μιλά, πολεμηθείς και εσύ από τους ίδιους λογισμούς, και μάλιστα αν η όραση του νου σου είναι ακόμη κάπως ασθενική∙ και τότε θα είσαι όμοιος με καπετάνιο σε μεγάλη τρικυμία. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να ακούσεις την αρχή των λεγομένων , από αυτά να καταλάβεις τα υπόλοιπα, και στη συνέχεια να παρηγορήσεις αυτόν που έχει το πρόβλημα με βάση όσα παραλάβαμε από αγίους ανθρώπους.
Και εσύ πάλι , αγαπητέ, μη φανερώνεις τους λογισμούς σου στον οποιονδήποτε άνθρωπο, αλλά σε όσους είσαι βέβαιος ότι είναι πνευματικοί , χωρίς να κοιτάζεις την εμφάνιση ή τα άσπρα μαλλιά. Γιατί πολλοί , όπως λέει και ο απόστολος, δείχνουν εξωτερικά να έχουν ευσέβεια , τη δύναμή της όμως την απορρίπτουν. Επίσης και ο Σωτήρας είπε: « Να προσέχετε από τους ψευτοπροφήτες που σας πλησιάζουν με ένδυμα προβάτου , από μέσα είναι λύκοι αρπακτικοί∙ θα τους καταλάβετε από τα έργα τους».
Δεν πρέπει λοιπόν να κοιτάζουμε την εξωτερική εμφάνιση , γιατί είναι πολλές οι παγίδες του εχθρού, αλλά να εξετάζουμε το φρόνημα του καθενός. Και σε όσους βρείς τους καρπούς του αγίου Πνεύματος, μην κρύψεις από αυτούς τους λογισμούς σου, για να μη βρεί ο εχθρός μέσα σου γωνιά να φωλιάσει, και σιγά σιγά σε τραβήξει σε απώλεια.
Πρόσεχε επίσης, αδελφέ, μήπως, όταν ακούσεις τα σφάλματα του αδελφού, τον περιφρονήσεις μέσα σου που έκανε τέτοια πράγματα. αντίθετα, να θαυμάζεις για τη μεταβολή του αδελφού και για τη χωρίς ντροπή εξομολόγησή του. Γιατί το να φανερώνει κάποιος θεληματικά τα σφάλματά του σε πνευματικούς ανθρώπους δείχνει διόρθωση βίου, φόβο Θεού, ταπεινοφροσύνη και πίστη. Πρέπει λοιπόν να θαυμάζεις μάλλον τον αδελφό σου γι’ αυτό και να τον ενθαρρύνεις με πολλή ταπεινοφροσύνη, προσέχοντας , όπως λέει η Γραφή , μήπως και εσύ νιώσεις πειρασμό.
Λέει σχετικά ο Θεός μέσω του προφήτη Ιεζεκιήλ: «Και εσύ, άνθρωπε, πες στους ανθρώπους του λάου σου∙ η δικαιοσύνη του δικαίου δεν πρόκειται να τον γλυτώσει την ημέρα που θα πλανηθεί∙ και η αμαρτία του αμαρτωλού δεν πρόκειται να τον βλάψει την ημέρα που θα απομακρυνθεί από την αμαρτία». (Ιεζ.33,12)




Από τον άγιο Βαρσανούφιο

Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα γέροντα : «Πες μου, πάτερ, ποιόν πρέπει να ρωτώ για τους λογισμούς και αν πρέπει για τους ίδιους λογισμούς να ρωτήσω και άλλον»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Πρέπει να ρωτάς αυτόν, στον οποίο έχεις εμπιστοσύνη και διαπίστωσες ότι μπορεί να σηκώσει λογισμούς, και να πιστέψεις σε αυτόν όπως στον Θεό. Το να ρωτήσεις όμως και άλλον για τον ίδιο λογισμό, σημαίνει απιστία και δοκιμασία. Αν δηλαδή θεωρείς ότι με το στόμα του αγίου του μίλησε ο Θεός, τι χρειάζεται να δοκιμάσεις τον Θεό ρωτώντας άλλον για το ίδιο θέμα;»

Ο αδελφός ρώτησε: «Αν για το λογισμό που πιέζει δοθεί η απάντηση , αλλά αυτός επιμένει, τι πρέπει να σκεφτεί ή να κάνει;»
Ο γέροντας αποκρίθηκε: Αν ο λογισμός που πιέζει αυτόν που ρώτησε επιμένει και μετά την απάντηση του γέροντα, δεν επιμένει χωρίς λόγο , αλλά είναι φανερό ότι αυτός που πήρε την απάντηση δεν έκανε σωστά και με επιμέλεια την εντολή που του δόθηκε και οφείλει να διορθώσει το σφάλμα του και να κάνει ό,τι διατάχτηκε. Γιατί ο Θεός, που μιλά μέσω των αγίων του , δεν λέει ψέματα».

«Άραγε πρέπει να ρωτώ τον ίδιο γέροντα για τον ίδιο λογισμό ή όχι;» είπε ο αδελφός. «Γιατί θυμάμαι , ότι ρώτησα κάποτε έναν γέροντα για κάποιον λογισμό και μου είπε να μην κάνω το τάδε πράγμα∙ μετά από αυτό ρώτησα τον ίδιο για το ίδιο θέμα και μου είπε να κάνω εκείνο το πράγμα που την προηγούμενη φορά μου είχε πει να μην κάνω. Πως εξηγείται αυτό;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αδελφέ, οι κρίσεις του Θεού είναι βαθιά άβυσσος. Πλήν όμως να ξέρεις ότι ανάλογα με την καρδιά αυτού που ρωτά βάζει κάποτε ο Θεός τα λόγια στο στόμα αυτού που του απαντά, ή για να δοκιμάσει αυτόν που ακούει ή επειδή στο μεταξύ άλλαξε η καρδιά του και αξιώνεται να πάρει διαφορετική απάντηση. Μερικοί δηλαδή αλλάζουν ψυχικά ενώ εξακολουθεί η υπόθεσή τους, και γι’ αυτούς ο Θεός μιλά διαφορετικά μέσω του αγίου του, όπως μίλησε μέσω του Ησαΐα στον βασιλιά Εζεκία. Όταν δηλαδή του είπε∙ ‘‘Κάνε τη διαθήκη εσύ , γιατί θα πεθάνεις’’, άλλαξε η καρδιά του βασιλιά και λυπήθηκε, και τότε ο Θεός του είπε μέσω του ιδίου Ησαΐα∙ ‘‘Μάθε ότι ο Θεός πρόσθεσε στη ζωή σου άλλα δεκαπέντε χρόνια’’. Αν λοιπόν είχε μιλήσει μέσω άλλου , αυτό θα ήταν αιτία σκανδαλισμού, ότι οι άγιοι μιλούν διαφορετικά. Επίσης στους Νινευΐτες ο Θεός μίλησε μέσω του Ιωνά ανάλογα με την καρδιά του και είπε∙ ‘‘Μετά από τρεις μέρες θα καταστρέψω την πόλη’’. Όταν όμως άλλαξε η καρδιά τους και μετανόησαν , ο Θεός έδειξε την πολλή του φιλανθρωπία και άφησε την πόλη, επειδή άλλαξε προς το καλό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν πρέπει κανείς να αλλάζει τον άγιο που ρωτά, αλλά να ρωτά πάλι τον ίδιο, ώστε αν ποτέ χρειαστεί ο Θεό να αλλάξει για κάποιον λόγο την απάντηση , αυτό να γίνει μέσω του ίδιου αγίου, έτσι που να μην προκληθεί σκανδαλισμός.

Ο αδελφός ρώτησε: «Αν λοιπόν , αφού πάρω τη γνώμη του γέροντα για κάποιο πράγμα, πάω να το κάνω και δω ότι δεν μπορεί να γίνει όπως μου είπε εκείνος, τι πρέπει να σκεφτώ ή να κάνω, καθώς θα βρεθώ σε τέτοια απορία;»
«Η απάντηση σε αυτό», αποκρίθηκε ο γέροντας, «μοιάζει κάπως με την προηγούμενη. Πως; Άκουσε. Πήρες απάντηση για κάποιο πράγμα, ‘‘κάνε το τάδε’’, και βρήκες εμπόδια; Πρέπει πρώτα να ερευνήσει τον εαυτό σου, μήπως ευχαριστήθηκε η καρδιά σου με αυτό το πράγμα και δεν το άφησες τελείως στον Θεό, και γι’ αυτό ο Θεός δεν το άφησε να γίνει σύμφωνα με την απάντηση του γέροντα. Και αν διαπιστώσεις κάτι τέποιο, να ξέρεις ότι η αιτία βρίσκεται σ’ εσένα και δεν πρέπει να την αποδόσεις στην απάντηση του γέροντα, αλλά να κατηγορήσεις τον εαυτό σου. Ο Ελισσαίος, για παράδειγμα, έστελνε με πίστη τον μαθητή του να αναστήσει τον νεκρό , και δεν αναστήθηκε. Και το φταίξιμο δεν ήταν αυτού που έστειλε, αλλά αυτού που στάλθηκε∙ γατί , αλλιώς, πως ο ίδιος ύστερα ανέστησε τον νεκρό;«
»Επομένως, οφείλεις αρχικά να προσπαθήσεις με όλη σου τη δύναμη να γίνει αυτό που σου είπε ο γέροντας∙ αν όμως το πράγμα δεν μπορέσει να γίνει έτσι , όπως εσύ προσπάθησες, να καταλάβεις ότι σε κάτι έγινε αλλαγή∙ ή επειδή εσύ ένιωσες ευχαρίστηση, όπως σου είπα και προηγουμένως, ή επειδή άλλαξε το πράγμα, ή το πρόσωπο που σχετίζεται με το πράγμα, και γι’ αυτό ο Θεός αλλάζει τα σχετικά με την απάντηση , όπως έγινε με τον Εζεκία και του Νινευΐτες.«
»Τότε λοιπόν , αν δεν είναι κοντά εσύ αυτός που ρώτησες, ώστε πάλι να τον ρωτήσεις, παρακάλεσε τον Θεό , αναφέροντας το όνομα του ίδιου του γέροντα και λέγοντας∙ ‘‘Θεέ του τάδε, μη με αφήσεις να πλανηθώ ως προς το θέλημα σου και την απάντηση του δούλου σου, αλλά πληροφόρησέ με τι να κάνω’’. Και ό,τι σε πληροφορήσει κάνε, πιστεύοντας ότι ο Θεός σου μίλησε και σε οδηγεί μέσω του αγίου γέροντα, και ξέροντας ότι ότι οπωσδήποτε κάποια αλλαγή έγινε, και εξαιτίας της ο Θεός άλλαξε τα σχετικά με την απάντηση».

«Πόσες φορές λοιπόν , δέσποτα μου, πρέπει να προσευχηθώ για να πληροφορηθεί γι’ αυτό ο λογισμός μου;» είπε ο αδελφός.
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Όταν δεν μπορείς να ρωτήσεις τον γέροντα, τρεις φορές πρέπει να προσευχηθείς για το κάθε πράγμα, και στη συνέχεια να παρατηρήσεις που γέρνει η καρδιά σου, έστω και όσο μια τρίχα, και αυτό να κάνεις. Γιατί η πληροφορία είναι από τον Θεό και οπωσδήποτε φανερώνεται στην καρδιά».

Ο αδελφός ρώτησε: « Πως πρέπει να προσευχηθώ τις τρεις φορές ; Σε διαφορετικές ώρες ή την ίδια ώρα; Γιατί συχνά συμβαίνει το πράγμα να μην επιτρέπει αναβολή».
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν έχεις άνεση χρόνου , σε τρεις μέρες να προσευχηθείς τις τρεις φορές. Αν όμως υπάρχει πίεση χρόνου, όπως συνέβη στην περίπτωση της προδοσίας του Σωτήρα- κάτι που δύσκολα γίνεται- τότε να έχει υπόδειγμα τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος τρεις φορές απομακρύνθηκε και προσευχήθηκε λέγοντας τα ίδια λόγια, και δεν εισακούστηκε, φαινομενικά βέβαια, επειδή έπρεπε οπωσδήποτε να πραγματοποιηθεί το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας μας. με αυτόν μας διδάσκει να μη λυπόμαστε όταν προσευχόμαστε και, για την ώρα , ο Θεός δεν μας ακούει∙ γιατί αυτός γνωρίζει καλύτερα από εμάς τι μας συμφέρει. Εμείς λοιπόν να μην παύουμε να τον ευχαριστούμε , και θα σωθούμε.

«Και αν μετά την προσευχή αργήσει να έρθει η πληροφορία, τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε ο αδελφός.»Επίσης , αν δεν είναι από εμένα η αιτία και εγώ δεν το ξέρω αυτό , από που θα το καταλάβω;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αν μετά την τρίτη προσευχή δεν σου έρθει η πληροφορία, ας ξέρεις ότι η αιτία είναι από εσένα και τότε, ακόμη και αν δεν σου φανερωθεί το σφάλμα σου, κατηγόρησε τον εαυτό σου, και θα σε ελεήσει ο Θεός».

(συν)

Ο αδελφός ρώτησε «Όταν κάποιος ρωτά τους πατέρες και παίρνει απαντήσεις, πρέπει άραγε να τις εκτελέσει όλες χωρίς εξαίρεση;»
«Όχι όλες», αποκρίθηκε ο γέροντας, «αλλά όσες του δίδονται ως εντολές. Γιατί άλλο είναι η απλή συμβουλή σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και άλλο η εντολή. Η συμβουλή είναι νουθεσία όχι υποχρεωτική , που δείχνει στον άνθρωπο τον ίδιο δρόμο της ζωής. η εντολή όμως μπαίνει σαν ζυγός και απαιτεί οπωσδήποτε από τον άνθρωπο να τη σηκώσει και να την εκτελέσει.

Ο αδελφός συνέχισε: «Μου είπες, πάτερ, τη διαφορά ανάμεσα στην εντολή και τη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού συμβουλή. Ξεκαθάρισέ μου λοιπόν και τα σημάδια και τα γνωρίσματα της κάθε μιας, και ποια είναι η έννοια της μιας και της άλλης».
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αν πας εσύ ο ίδιος σε πνευματικό πατέρα να τον ρωτήσεις για κάποιο πράγμα, θέλοντας όχι να πάρεις εντολή, αλλά να ακούσεις απάντηση σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, και σου πει τι πρέπει να κάνεις , οφείλεις οπωσδήποτε και αυτό να το τηρήσεις. Και αν, καθώς θα το κάνεις, δοκιμάσεις εξαιτίας του κάποια στενοχώρια, μην ταραχτείς, γιατί γίνεται για το συμφέρον σου. αν πάλι δεν θελήσεις να κάνεις αυτό που σου είπε, δεν θεωρείσαι βέβαια ότι παραβαίνεις εντολή-γιατί δεν σου δόθηκε ως εντολή- αλλά ότι θέλησες να παραβλέψεις το συμφέρον σου, και οφείλεις γι’ αυτό αα καταδικάζεις τον εαυτό σου. Γιατί πρέπει να πιστεύουμε ότι όλα όσα βγαίνουν από το στόμα των αγίων είναι για το συμφέρον αυτών που τα ακούν. Το ίδιο ισχύει και όταν , χωρίς καθόλου εσύ να ρωτήσεις, ο γέροντας σου είπε κάτι από μόνος του, καθώς ο Θεός κινούσε τον λογισμό του. Κάποτε έγινε κάτι τέτοιο. Ένας αδελφός ήθελε να πάει στην πόλη και κάποιος γέροντας του είπε από μόνος του ότι, αν πάει , θα πέσει στην πορνεία. Εκείνος δεν τον άκουσε , πήγε και έπεσε.»
«Αν όμως ρωτάς ειδικά για κάποιο πράγμα, θέλοντας να πάρεις εντολή, οφείλεις να βάλεις μετάνοια και να παρακαλέσεις να σου δοθεί εντολή. Και όταν δοθεί η εντολή, πάλι να βάλεις μετάνοια, για να σε ευλογήσει αυτός που σου έδωσε την εντολή, λέγοντας του∙ ‘‘Ευλόγησέ με, πάτερ, σχετικά με την εντολή , και ευχήσου να την τηρήσω’’. Και να ξέρεις, αδελφέ, ότι αυτός που σου δίνει την εντολή, δεν τη δίνει και μένει άπραγος, αλλά σε βοηθά με τη δέηση και τις προσευχές του, ώστε να μπορέσεις να την τηρήσεις. Αν όμως ξεχαστείς και δεν του βάλεις μετάνοια, για να πάρεις την ευλογία του, μη νομίσεις ότι η εντολή είναι άκρη-γιατί και έτσι έχει δύναμη-αλλά ότι την πήρες με άσχημο και όχι σωστό τρόπο. Και αν μπορέσεις, μη διστάσεις να πας και αν επανορθώσεις, βάζοντας μετάνοια και παίρνοντας την ευλογία∙ αν όμως δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, να θεωρείς ότι πήρες την εντολή με λειψό τρόπο.»

Είπε τότε ο αδελφός: «Αν εγώ ρωτήσω θέλοντας να πάρω εντολή , ο γέροντας όμως δεν έχει σκοπό να μου δώσει εντολή, αλλά μου πει μόνο συμβουλές∙ ή το αντίθετο∙ εγώ δεν ζητώ να πάρω εντολή , αλλά αυτός μου δώσει εντολή, άραγε αυτό θεωρείται εντολή , και πρέπει οπωσδήποτε να την τηρήσω; Υπάρχουν επίσης και κανόνες εκκλησιαστικοί και λόγια πατέρων γραμμένα σε βιβλία. Άραγε και αυτά, όπως την εντολή , είμαστε υποχρεωμένοι οπωσδήποτε να τα τηρήσωμε;»
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν ο γέροντας που ρωτήθηκε δεν είχε σκοπό να σου δώσει εντολή , ό, τι σου είπε δεν θεωρείται εντολή, ακόμη και αν εσύ του ζήτησες. Αν πάλι αυτός έκρινε καλό να σου δώσει εντολή, ακόμη και αν εσύ δεν του ζήτησες, είναι εντολή και πρέπει να την τηρήσεις. Αλλά και εκείνο πρέπει να δέχεσαι ως εντολή, ό, τι αποφαίνονται οι εκκλησιαστικοί κανόνες ή είναι ρητή και κατηγορηματική γνώμη πατέρων. Να μην το δέχεσαι δηλαδή αβασάνιστα, αλλά να επιβεβαιώνεις τον λογισμό σου ρωτώντας πατέρες και γέροντες∙ γιατί δεν είναι σίγουρο ότι καταλαβαίνεις σωστά το νόημα των λόγων . Γι’ αυτό πρέπει να ρωτά κανείς τους γέροντες και να πείθεται με την απάντησή τους και σε αυτή την περίπτωση, και να τηρεί απαράβατα όσα άκουσε, με τη βοήθεια του φιλάνθρωπου Θεού και τις ευχές των αγίων. Αμήν».

Αν όμως εξαιτίας κάποιου πειρασμού παραβώ την εντολή, τι να κάνω;» ρώτησε ο αδελφός.
Απόκρίθηκε ο γέροντας: «Αν πάρεις εντολή από κάποιον άγιο γέροντα και την παραβείς, μην αναστατωθείς, ούτε να απελπιστείς ώστε να την ακυρώσεις τελείως, αλλά θυμίσου εκείνον που είπε∙ ‘‘Ο δίκαιος, και επτά φορές τη μέρα να πέσει , σηκώνεται’’, και τον Κύριο που είπε στον Πέτρο∙ ‘‘Ως εβδομήντα φορές το επτά θα συγχωρείς τον αδελφό σου’’. Αν λοιπόν αυτός έδωσε εντολή σε ανθρώπους έτσι να συγχωρούν , πόσο περισσότερο δεν θα το κάνει ο ίδιος, που είναι πλούσιος σε έλεος και όλα τα ξεπερνά σε ευσπλαχνία; Αυτός καθημερινά φωνάζει σ’ εμάς μέσω του προφήτη∙ ‘‘Επιστρέψατε σ’ εμένα και θα στραφώ και εγώ σ’ εσάς, γιατί είναι εύσπλαχνος και δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού’’ κλπ.»
«Ακούγοντας όμως ότι η εντολή καταργείται με την παράβαση, αλλά πάλι ενεργοποιείται με τη μετάνοια, πρόσεξε μην αδιαφορήσεις και πέσεις στην αμέλεια, γιατί αυτό το πράγμα είναι βαρύ. Αλλά ούτε και σε εκείνα που φαίνονται μικροπράγματα να μην καταφρονήσεις την εντολή∙ ακόμη και σε αυτά αν γίνει κάποια αμέλεια, φρόντισε να επανορθώσεις, γνωρίζοντας ότι από την αδιαφορία στα μικρά φτάνει κανείς στα μεγάλα σφάλματα».

(+)

Ο αδελφός είπε: «Μου ψιθυρίζει ο λογισμός να μη ρωτώ τους αγίους πατέρες, μήπως , ενώ μάθω , δείξω καταφρόνηση εξαιτίας της αδυναμίας μου και έτσι αμαρτήσω».
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αυτός ο λογισμός είναι πάρα πολύ κακός και ολέθριος∙ μην τον ανεχτείς λοιπόν. Γιατί αν κάποιος αμαρτήσει αφού μάθει , οπωσδήποτε καταδικάζει τον εαυτό του. Αν όμως δεν μάθει και αμαρτήσει, ποτέ δεν θα καταδικάσει τον εαυτό του, και τα πάθη του θα μείνουν αθεράπευτα. Γι’ αυτό ο διάβολος ψιθυρίζει σε κάποιον τέτοια πράγματα, για να μείνει αυτός αθεράπευτος. Εσύ λοιπόν , αν σου πει ο λογισμός ότι δεν μπορείς να εφαρμόσεις την απάντηση του γέροντα λόγω της αδυναμίας σου, ρώτησε τον γέροντα ως εξής∙ ‘‘Επειδή θέλω να το κάνω, πες μου, πάτερ, τι είναι αυτό που με συμφέρει; Ξέρω βέβαια ότι , και να μου πεις ,δεν μπορώ να κάνω και να τηρήσω τον λόγο σου, αλλά θέλω να μάθω μόνο για τούτο: για να καταδικάζω τον εαυτό μου , ότι παρέβλεψα το συμφέρον μου’’. Και αυτό είναι για εσένα ταπείνωση. Ο Κύριος να φωτίσει την καρδιά σου , για να ακούσεις και να τηρήσεις, με τις ευχές των αγίων . Αμήν».

Ο αδελφός ρώτησε: «Πως εξηγείς, πάτερ, το ότι, όποτε πιέζομαι από τους λογισμούς και παρακαλώ τους γέροντες να προσευχηθούν για εμένα και ακούω αυτά που μου λένε, αμέσως η ψυχή μου νιώθει ανάπαυση;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Όταν το πλοίο κινδυνεύει από τα κύματα, αν έχει καπετάνιο, αυτός, με τη σοφία που του έδωσε ο Θεός, σώζει το πλοίο∙ και καθώς το πλοίο σώζεται, ευφραίνεται ο επιβάτης. Και ο άρρωστος χαίρεται πολύ με τη θύμηση του γιατρού, και ακόμη πιο πολύ με τη θεραπεία που του κάνει. Αλλά και εκείνον που κινδυνεύει στον δρόμο από επίθεση ληστών , τον ενθαρρύνουν οι φωνές των φυλάκων∙ πόσο περισσότερο η παρουσία τους;»
«Αν λοιπόν αυτά έτσι είναι, σκέψου πόση άραγε ευφροσύνη και ασφάλεια μπορεί να δίνει η απάντηση των πατέρων σε καθέναν που ακούει, και μάλιστα όταν αυτή συνδυάζεται με επίμονη προσευχή προς τον Θεό που είπε∙ ‘‘Προσευχηθείτε ο ένας για τον άλλο, για να θεραπευτείτε, και όταν οι πατέρες, θεωρώντας το πάθος του αδελφού ως πάθος δικού τους μέλους, φωνάζουν με γλυκύτητα δάκρυα στον Ιησού , τον Κύριο τους∙ ‘‘Διδάσκαλε, σώσε μας, χανόμαστε’’»
«Αφού λοιπόν η δέηση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη όταν ενεργεί, όπως λέει η Γραφή, ας μη διστάσουμε να παρακαλέσουμε τους δίκαιους να προσευχηθούν για εμάς. Γιατί , αν και εμείς είμαστε ανάξιοι, όμως ο καλός Κύριος κάνει χάρη στους δούλους του, όπως έκανε κιόλας πολλές φορές, και μας σπλαχνίζεται , όπως λέει και η Γραφή∙ ‘‘Θα κάνει το θέλημα αυτών που τον φοβούνται ‘’, κλπ., και∙ ‘‘Φωνάζαν οι δίκαιοι , και ο Κύριος του άκουσε’’.»
«Πολλές φορές , αδελφέ, ακούγοντας οι ληστές τη φωνή των πιο δυνατών από αυτούς, έφυγαν. Έτσι φεύγουν έντρομοι και ντροπιασμένοι και οι νοητοί ληστές, όταν ακούσουν τη φωνή αυτών που είναι δυνατοί από την ενίσχυση του αγίου Πνεύματος και που άκουσαν τον Κύριο και προστάτη τους Ιησού να τους λέει∙ ‘‘Έχετε θάρρος∙ εγώ νίκησα τον κόσμο’’, και ∙ ‘‘Σας έδωσα εξουσία να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού , και σε τίποτε δεν θα σας βλάψουν’’.»
«ας παρακαλέσουμε λοιπόν τους αγίους γέροντες να προσευχηθούν για εμάς, και θα κάνουμε έτσι τον εαυτό μας οικείο σε αυτούς∙ γιατί η ωφέλεια από αυτούς είναι μεγάλη».


Από το Γεροντικό

Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Να μην εμπιστεύεσαι τη συνείδησή σου σε εκείνον , για τον οποίο η καρδιά σου δεν νιώθει σιγουριά».

Κάποιος αδελφός που είχε πέσει σε μεγάλη αμαρτία, πήγε στον αββά Λωτ. Έμπαινε και έβγαινε γεμάτος αγωνία και ταραχή και δεν μπορούσε να καθίσει. «Τι έχεις αδελφέ;» τον ρώτησε ο γέροντας. «Έκανα μια μεγάλη αμαρτία», απάντησε εκείνος, «και δεν μπορώ να την πω». Και ο γέροντας του είπε: «Ομολόγησέ τη σ’ εμένα, και εγώ θα τη σηκώσω». Τότε ο αδελφός , πέφτοντας στο έδαφος, είπε: «Έπεσα στην πορνεία, και για να το πετύχω θυσίασα τα πάντα».
Ο γέροντας του έδωσε χέρι, τον σήκωσε και του είπε: «Έχε θάρρος, γιατί υπάρχει μετάνοια. Πήγαινε, κάθισε στη σπηλιά και νήστευε τρώγοντας μια φορά στις δυο μέρες, και εγώ Θα σηκώσω μαζί σου τη μισή αμαρτία».
Πήγε λοιπόν ο αδελφός και έκανε όπως τον πρόσταξε ο γέροντας. Όταν πέρασαν τρείς εβδομάδες, ο Θεός πληροφόρησε τον γέροντα ότι δέχτηκε τη δέηση του και τη μετάνοια του αδελφού και του συγχώρησε το αμάρτημα. Ο γέροντας τότε κάλεσε τον αδελφό και του είπε ότι ο Θεός τον ελέησε. Και έμεινε ο αδελφός στην υποταγή του γέροντα ως τον θάνατό του.

Κάποιος αδελφός που τον ενοχλούσε η πορνεία , πήγε σε έναν μεγάλο γέροντα, και αφού του είπε το λογισμό του, τον παρακάλεσε να προσεύχεται γι’ αυτόν. Πράγματι , ο γέροντας παρακάλεσε τον Θεό για χάρη του. Γυρνώντας ο αδελφός στο κελί του , πάλι ενοχλήθηκε. Ξαναπήγε λοιπόν στο γέροντα, εξομολογήθηκε και τον παρακαλούσε πάλι να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Ο γέροντας συμφώνησε και παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, φανέρωσέ μου πως κάθεται ο αδελφός αυτός στο κελλί του και απο που προέρχεται αυτή η δαιμονική ενέργεια. Γιατύ σε παρακάλεσα και δεν βρήκε ανάπαυση». Και ο Θεός του φανέρωσε τα σχετικά με τον αδελφό. Τον είδε να κάθεται στο κελλί του και το πνεύμα της πορνείας κοντά του∙ και στεκόταν άγγελος σταλμένος από τον Κύριο, για να τον βοηθήσει, και οργιζόταν με τον αδελφό που δεν άφηνε τον εαυτό του στον Θεό, δεν αγωνιζόταν δηλαδή με την προσευχή εναντίον των λογισμών, αλλά ευχαριστιόταν με αυτούς και παρέδινε όλο τον νού του στη δαιμονική ενέργεια. Κατάλαβε λοιπόν ο γέροντας ότι η αιτία βρίσκεται στον αδελφό και του είπε: «Εσύ είσαι ο αίτιος που δεν φεύγει ο πόλεμος, γιατί δέχεσαι τους λογισμούς και ευχαριστιέσαι με αυτούς». Έπειτα τον δίδαξε πως πρέπει να αντιστέκεται στους λογισμούς και να τους διώχνει με την προσευχή. Και ο αδελφός συνήλθε με την ευχή και τη διδαχή του γέροντα και βρήκε ανακούφιση

Ένας αδελφός που τον πολεμούσε η πορνεία πήγε σε κάποιον γέροντα και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί για χάρη του, ώστε να ανακουφιστεί από τον πόλεμο. Ο γέροντας συμφώνησε και παρακάλεσε τον Θεό για τον αδελφό επτά μέρες. Την έβδομη μέρα λοιπόν ρώτησε τον αδελφό: «Πως πήγε ο πόλεμος, αδελφέ;». «Πολύ άσχημα», απάντησε εκείνος. «Αληθινά, δεν ένιωσα καμία ανακούφιση».
Ο γέροντας παραξενεύτηκε που το άκουσε και παρακάλεσε τον Θεό να του φανερώσει για ποιο λόγο δεν ανακουφίστηκε ο αδελφός. Και του παρουσιάστηκε τη νύχτα ο σατανάς και του είπε: «Πίστεψέ με , γέροντα, από την πρώτη μέρα που άρχισες να παρακαλείς τον Θεό, έφυγα από αυτόν. Αλλά αυτός έχει δικό του δαίμονα και δικό του πόλεμο από τη λαιμαργία του. Εγώ δεν έχω ανάμιξη στον πόλεμο του, αλλά ο ίδιος πολεμά τον εαυτό του με το να τρώει και να πίνει και να κοιμάται πολύ, δηλαδή μέχρι να χορτάσει , και ακόμη περισσότερο».

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Βαρθολομαίος σε κληρικούς:"Να μένετε μακριά από πολιτικκές συγκρούσεις"


Σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση να μείνει η Εκκλησία μακρια από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις έστειλε σήμερα από την Ελασσόνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος απευθυνόμενος στους Ιερείς της Μητροπόλεως Ελασσώνος. "Οἱ κληρικοὶ ψηφίζομεν μέν, κατὰ τὴν ἀπολύτως ἐλευθέραν ἐπιλογήν μας, ὅποιον προκρίνομεν, πλὴν ὅμως δὲν κομματιζόμεθα οὔτε ἐκφραζόμεθα δημοσίως ὑπὲρ ἤ κατὰ οἱουδήποτε. Τὰ κόμματα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ἡ λέξις: κομμάτια! Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὅλον!" τόνισε ο. Βαρθολομαίος.

www.amen.gr

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Αμάρτησε;

Αμάρτησε;

Του Κων/νου Θεοτόκη

Ήτανε μια δροσερή Απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα, και οι καμπάνες της Εκκλησίας του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τις πόρτες, οι άνθρωποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι , ντυμένοι με ρούχα καινούργια, και κατόπιν ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια προσκυνούσαν τες εικόνες και σταμάταιναν απεκεί στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόταν μπουλούκια, μπουλούκια με τες άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές , ευλαβικές , στολισμένες και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναιτίκι.
Όλοι πρόσμεναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του ιερού άνοιξε , ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του, εθυμιάτησε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός κάνοντας και το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια έκαμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός, μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μετωπό του, με γαλανά μάτια, που τα γέρα και οι νηστείες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον σεβόταν
Με την ψιλή του φωνή που ολοένα εγενόταν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τες ευκές του, που τες ήξερε όλες απ’ όξω, και η ακολουθία προχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, και ο κόσμος, που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφουκραζόταν με πίστη και από καρδίας εδεότουν, σα νάδινε μεγαλύτερη αξία στην προσευκή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.

Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Τη πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή , και που εφαινότουν συγχισμένος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευχόταν με ευλάβεια και είπεν ο παπάς με το νού του: «Εδώ θα είναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα δεν έλαβε καιρό για να τη έβρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Και εγιόμοζαν τώρα την εκκλησία οι ύμνοι που τους έψαλαν καλόφωνοι ψάλτες, και η ευωδία του λιβανιού, και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινοτουν σα μ’ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή , και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέηση του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία, και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.

Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας, αλλά εδεότουν η καρδία του στον ουράνιο πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νού. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στες γυναίκες. Η ταραχή της , ο φόβος της , η συγκίνησή της , ήταν ζωγραφισμένη απάνου στο όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το’ χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευχότουν. Πως είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της , το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε. Ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή νάναι περήφανος για την θυγατέρα του ή να ξεπλύνει την ντροπή του στο αίμα! Τι θα έκανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχιστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; Γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουργία προχωρούσε: με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, βγήκε στο πρεσβυτέριο και στάθηκε μπρός στο πλήθος. άκρα σιωπή εβασίλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που βγήκε από όλα τα χείλη , έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τες εταπείνωσε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταξε στο βάθος της εκκλησίας, που ήταν οι γυναίκες σαν νάθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να τη συστήσει ότι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγησή.
Δεν μπορούσε , της είχε ειπεί , να την κοινωνήσει. Όχι τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Και αν πάλι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, και αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στές άλλες γυναίκες και αυτός σκήμα μόνο θάκανε, πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του σωτήρος. Όχι , δεν θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλλαν το κοινωνικό, και ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν νάταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Τις έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, κατά το συνήθειο ήταν πολλοί σ’ αυτήν την ημέρα και κοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσα τους ήταν και εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως και ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφίνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της την εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».

ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


-Μπάρμπα , βάλε λίγο λαδάκι μες στο γυαλί , είπε η μάνα μου , γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Ήταν πενταετές παιδί, ζωήρο, με λαμπρά μεγάλα μάτια , ντυμένο με κουρέλια. Και με παιδική χάρη, με σπαρακτικό μέσα στην αθωότητα χαμόγελο, πρόφερε κάθε φορά την φράση αυτή, της οποίας όλο το βάθος δεν ήταν ικανό να κατανοήσει, τόσο , ώστε οι άνθρωποι , αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, όπως εγώ, το καλούσαν , και του απέτειναν την παραπάνω ερώτηση του μικρού παντοπώλη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να ακούσουν από το στόμα του την απόκριση. Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα. Κατ’ εκείνη την ημέρα συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά από πέντε εκλιπαρήσεις και μετά από τέσσερες αποπομπές, να λάβω δεκαπέντε δραχμές, από τις ογδόντα που μου όφειλαν, για αμοιβή φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τις ημέρες αυτές όμως, που είναι ισάριθμες με τις σελήνες του έτους, μου συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος από τα χρέη μου, να ξοδεύω σε μια μέρα τα δύο τρίτα από το με αυτόν τον τρόπο αποκτημένο ποσό, φυλάγοντας με φρονιμάδα το τρίτο για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Φώναξα το παιδί και του έδωσα μία πεντάρα. Εκείνο την πήρε, έβγαλε έξω από το χείλη την γλώσσα με μειδίαμα ευδαιμονίας, και, κοιτώντας με, είπε.
-Δο μ’ κι’ άλλη μπάρμπα!

(…)

Αλλά ας επανέλθω στο παιδί , για το οποίο ο αρχικός λόγος. Δεν είμαι πολυπράγμων , αλλά ο φίλος μου , ο μικρός παντοπώλης, ήξερε, ως συνήθως , όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήταν γενικός θεματοφύλακας των ξένων υποθέσεων. Δεν ξέρω αν το βλέμμα μου του φάνηκε ερωτηματικό, αλλά όταν ευκαίρησε, αυθόρμητα, άρχισε να μου διηγείται την ιστορία.
Προ εννέα ετών η Μανώλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθεί την Γιαννούλα πολυκάρπου. Από αυτό γάμο γεννήθηκαν πέντε παιδιά, από τα οποία το τρίτο ήταν το παιδί εκείνο.

(…)


Μετά από την τελευταία φοβερή σκηνή , από την οποία η Γιαννούλα βγήκε με μισή πλεξίδα, με ένα μάγουλο ματωμένο και με σχισμένο πουκάμισο- και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφαν την πεποίθηση, την οποία συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήταν αθώα- ο Μανώλης έγινε άφαντος. Πήγε να ανταμώσει οριστικά την παλιά του γνωριμία.

(…)

Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσερα παιδιά- το πέμπτο είχε πεθαίνει, ανακλήθηκε νωρίς από τον Πολυεύσπλαχνο και Πάνσοφο στον κήπο τον ανθηρό, στο ωραίο περιβολάκι με τα κρίνα και με τους νάρκισσους, μαζί με τους οποίους φυτεύονται και ανθούν και τα άκακα νήπια- έμεινε, λέω, με τα τέσσερα παιδιά , χωρίς πατέρα και χωρίς κουμπάρο.
Έμεινε χωρίς ψωμί στο ντουλάπι και χωρίς φωτιά στο τζάκι, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρώμα, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτρα και χωρίς στάμνα∙ και χωρίς ραπτική μηχανή!
Και το τρίτο παιδί, ο Μήτσος, εκείνο το οποίο έβλεπα, ερχόταν στο παντοπωλείο, και ζητούσε από το μικρό μπακάλη, ο οποίος ήταν ακριβής στο σταθμά , αλλά δεν καταλάβαινε από ελεημοσύνη, ερχόταν και ζητούσε να του στάξει «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίο θα ήταν άξιο να στάξει μία σταγόνα νερό σε πολλών πλούσιων τα χείλη, στον άλλο κόσμο.
Και αιτιολογούσε την αίτησή του, λέγοντας.
-Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο γάμος του Καραχμέτη


Βρισκόμαστε στην Σκιάθο, την εποχή της τουρκοκρατίας.

Ο Κουμπής , ένας από τους προεστούς του χωριού και φίλος του Τούρκου Ναυάρχου Καραχμέτη , μετά από δεκαπέντε χρόνια στείρου γάμου με τη Σεραϊνώ φλέγεται από την επιθυμία να αποκτήσει παιδιά. Δεν θέλει όμως να τα κάνει με παλλακίδα, γιατί ξέρει πως ‘‘πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός’’. Το σχέδιο του είναι να απαγάγει τη γειτονοπούλα του τη Λεούδα που είναι ‘‘ μόλις τριάντα χρονών ίσως- ωραία ροδόπλαστος, σεμνή , ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη’’ ‘‘και να δωροφορήση έναν παπάν ή να τον βιάση με φοβέραν… να τους στεφανώση’’. Μια μέρα που φθάνει ο τουρκικός στόλος στο νησί , ο Κουμπής παίρνει με δόλο πάνω στη ναυαρχίδα τη Λεούδα κι έναν παπά και γίνεται εκεί ο γάμος. Το γεγονός γιορτάζεται με κανονιοβολισμούς από τη ναυαρχίδα.

‘‘Η Σεραϊνώ όπου ηγρύπνει εις το σπίτι του Κουμπή ήκουσε τους κανονιοβολισμούς και μόνη αυτή εξήγησε την αληθινή σημασία των.

‘‘ Στερεωμένοι , καλορίζικοι , εψυθίρισε σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιούς, Κουμπή’’.

Σε λίγο έφτασαν οι νεόνυμφοι στο σπίτι. Η Σεραϊνώ τους υποδέχθηκε, τους ευχήθηκε και ζήτησε από τη Λεούδα το κλειδί να μείνει στο σπίτι της.

‘‘Η Λεούδα κατένευσε δακρύουσα. Είτε επρόφερε:

-Να με σχωρέσεις!

-Συχωρημένη και βλοημένη να’ σαι είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα’’.

Την επαύριον πρωΐ ο Κουμπής έκραξεν τη γυναίκα και της είπε:

-Σεραΐνα, πάρε τα ρούχα σου…κα σύρε να καθήσεις στο σπίτι σου. Και σε παρακαλώ , όσο μπορείς, να τα’χης καλά με την Κουμπίνα.

-Εγώ θα τα’ χω καλά με την νέαν κουμπίνα, όπως τα είχα και με τη Λεούδα, απήντησεν η απλή ψυχή. Και σε παρακαλώ, Κουμπή , να μ’ αφήσης να καθίσω στο σπίτι σου, να σου ανατρέφω τα παιδιά που θα κάμεις.

-Καλά , ο Θεός σε φωτίζει και φέρεσαι έτσι αγία ψυχή, είπε, μη δυνάμενος να κρατήσει της συγκίνησή του.

Έκτοτε ο Κουμπής ωνομάσθη απ’ όλον το χωρίον Καραχμέτης, εκ του ονόματος του Τούρκου ναυάρχου..’’.

Λίγους μήνες μετά το γάμο η Λεούδα έκανε φοβερό λάθος. Εξ’ αιτίας της ο Κουμπής φόρεσε το δικό της χρυσοκέτητο πουκάμισο και πήγε στην εκκλησία. Όταν αντελήφθη τα περίεργα βλέμματα των χωρικών πάνω του ‘‘ εξήλθε δρομαίος. Έφρυξε κι έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λεούδα.

Αι δύο γυναίκες…ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι διά την εκκλησίαν. Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λεούδας.

Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω εις την ράβδον , εις τα γόνατα του, εις τους πόδας του.
-Έλεος , Κουμπή, έλεος! Δεν το ήλεθεν η καημένη. Λάθος έκαμε.. Σχώρεσέτην.

Ο Κουμπής εκάμφθη.

Η Σεραϊνώ επέζησεν δέκα ή δώδεκα έτη, όσα ήρκουν διά ν’ αναθρέψει τα τέκνα του Κουμπή. Ανεπαύθη και ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του αγίου Δημητρίου…

‘‘Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν διά την ανακομηδή των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού , μόσχου και ρόδου άμα, αλήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών.

Τα κόκκαλά της είχον ευωδιάσει’’


Απόσπασμα από το βιβλίο: Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Καθηγουμένης Θεολογίας Μοναχής
Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Καθρεπτίζοντας τη ψυχή μου .


Μέσα στην ψυχή μου βλέπω το μέγεθος της αμαρτωλότητάς μου
.
και ταπεινώνομαι μέχρι εδάφους ,

και θεωρώ τον εαυτό μου άθλιο και άνάξιον

για τό πλήθος των ευεργεσιών του Θεού ,

που προσφέρει σε μένα τον φτωχό δούλο του.
.
Μέσα μου , η αμαρτωλότητά μου ,

με φέρει σε αίσθηση των παθών και αδυναμιών μου ,

που δακρύζω , για το πόσο λυπώ τον Κύριον ,

με την ραθυμία της ψυχής μου.


Ω! Θεέ μου του ελέους και της συγνώμης
δέξου το πλήθος των αμαρτιών μου ,
που ξεπερνούν τούς κόκκους της άμμου της θαλάσσης ,
.
και Σε ικετεύω μην με αρνηθείς για την άστατη ζωή μου ,
αλλά ελέησόν με κατά το πλήθος του ελέους Σου.
.
Η ζωή μου είναι μικρή , αλλά Σ' αγαπώ μέχρι δακρύων ,
και Σε παρακαλώ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου ,
να με ελεήσεις όπως ελέησες το ληστή και την πόρνη.
.
Είμαι όλος ακάθαρτος, προσπίπτω με δέος
στον τίμιον Σταυρό σου , για να με συγχωρήσεις.
.
Δες , είμαι όλος πόνος στήν καρδιά , για τήν αμαρτωλότητα μου ,
αλλά δεν παύω να Σε αγαπώ θερμά.
.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!
.
Η ψυχή μου είναι δοσμένη Σε Σένα ,
αλλά οι επιθυμίες μου με πολεμούν .
για να με διώξουν απο Σένα, Κύριε του ελέους.
.
Τρέχω κοντά Σου , σαν το ελάφι στη πηγή ,
για να ξεδιψάσει από τη δροσερή πηγή ,
του Ελέους και της Θεϊκής αγάπης Σου.
.
Κύριε ελέησόν με!
Κύριε ελέησόν με!
Κύριε ελέησόν με!
.
Μην μου στερήσεις Κύριε ,
την άπειρη ευσπλαχνία Σου !
..
( Αρχιμανδρίτη Δαμιανού Ζαφείρη )

Αντιγραφή και επικόλληση απο το http://odevontas.blogspot.com

Νοσταλγός του Παραδείσου

Τα τέκνα και οι Δούλοι

Το της Υιοθεσίας χάρισμα!

To 189…, μου ανιστόρησε, βρισκόμουνα με την μητέρα μου στην Πόλη. Δεν ήτανε πολύς καιρός , που είχα χειροτονηθεί παπάς. Σ’ αυτό συνετέλεσε κι η αγιασμένη ψυχή της Μητέρας , με τις επίμονες προτροπές της.
Μια ημέρα έρχεται στο σπίτι μας ένας Τούρκος Χωροφύλακας.
-Εφέντη παπά, μου λέγει, σε θέλει ο μεγάλος Καδής.
Προς στιγμήν ταράχθηκα. Τι να με ήθελε τάχα, ο μεγάλος Καδής, δηλαδή ο Αρχιδικαστής; Μήπως άραγε, μεγειρεύανε τίποτα οι Τούρκοι εις βάρος των δυστυχισμένων Ρωμηών; Έκανα τον σταυρό μου, επήρα την ευχή της Μάννας και ξεκίνησα για τον Καδή, προετοιμασμένος για όλα.
Μόλις έφθασα στο Γραφείο , ο Καδής με υποδέχθηκε με φιλοφροσύνη. Έδιωξε όλους απ’ το γραφείο, έκλεισε τις πόρτες καλά κι άρχισε να μου λέγει:
-Εφέντη παπά, παίρνω μισθό 6 λίρες τον μήνα. Κρατώ 2 για την οικογένεια μου. Διαθέτω τις 4 για ελεημοσύνη· παντρεύω ορφανά, προστατεύω χήρες, δίνω σε αρρώστους. Νηστεύω και προσεύχομαι με πίστη στον Θεό. Όταν ευρίσκομαι στο κριτήριο, δικάζω η αθωώνω, αφού βεβαιωθώ για το δίκαιο, χωρίς να δέχομαι καμμιά σύσταση ή απειλή από κανένα,, ούτε απ’ τον Βεζύρη…
Χαμηλώνοντας την φωνή του και γεμάτος λαχτάρα, με ερώτησε ο Καδής:
-Εφέντη παπά, δεν θα πάω στον Παράδεισο, που λέτε σείς οι Χριστιανοί;
Ο π. Ιερώνυμος διέγνωσε την μυστική νοσταλγία , που φούντωνε στην καρδιά του αλλοθρήσκου. Η αύρα του Αγίου Πνεύματος δρόσιζε απαλά τον Τούρκο Αρχιδικαστή· κι ο π. Ιερώνυμος, όργανο της Θείας Προνοίας, έπρεπε να δώσει την μαρτυρία της Ορθοδοξίας και να ελκύσει προς την Αλήθεια τον Νοσταλγό του Παραδείσου.
-Δεν με λέγεις , εφέντη Καδή, έχεις παιδιά;
-Έχω, απάντησε ο Αρχιδικαστής.
-Έχεις δούλους, υπηρέτες; Ξαναρώτησε ο π. Ιερώνυμος.
-Έχω και δούλους.
-Τους αγαπάς τους δούλους σου;
-Τους αγαπώ, γιατί είναι πειθαρχικοί και κάνουν το θέλημά μου.
-Έχεις σκοπό να τους καταστήσεις κληρονόμους στα υποστατικά σου, σαν αποθάνεις;
-Όχι!
-Γιατί;
-Το δικαίωμα κληρονομιάς της πατρικής περιουσίας ανήκει αποκλειστικά στα νόμιμα τέκνα.
Ο π. Ιερώνυμος , σώπασε για λίγο. Και μετά , είπε αποφασιστικά:
-Με όσα κάνεις , εφέντη Καδή, είσαι καλό δούλος του Θεού. Αν θέλεις να κληρονομήσεις τον πατρικό Οίκον, τον παράδεισον , πρέπει να γίνεις τέκνο Του. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να ασπασθείς την Ορθόδοξο πίστη και να βαπτιστής.

Κι ο Αρχιδικαστής δέχθηκε την σύσταση. Παραιτήθηκε, έφυγε απ’ την πόλη και ασπάσθηκε την Ορθοδοξία και βαφτίσθηκε

Διονυσίου Μπαστάτου
Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Γέροντας Παϊσιος και η Αγία Ευφημία


Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228

Εκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος



Ήταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια»;

-Ποιός, Γέροντα;

-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.

-Τι συμβαίνει, Γέροντα;

-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.

Του διηγήθηκε τότε το έξης: «Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα. (Με το μακαρίτη Τρίτση).

Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα:

«Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:

-Ποιος είναι;

-Η Ευφημία! (απαντά).

-Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι·

-Η μάρτυς Ευφημία, (απαντά).

-Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και συ.

Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «-Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή.

-Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατότερα.

-Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά.

-«Και του Αγίου Πνεύματος»

Μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.

-Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα).

-Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!

-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.

-Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.

-Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».

Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».

Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα που είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».

Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πεις ήταν καμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».

Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ηνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χριστού η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».

Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», που άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως).

Παρά την συνήθειά του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.

Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».

«Ενός έστι χρεία»

ΟΜΙΛΙΑ Δ΄

«Ενός έστι χρεία»

… Αυτή η παραγγελία του Χριστού μας ισχύει για όλους μας, ώστε η μέριμνα των βιοτικών αναγκών, να είναι εν μέτρω», όσον χρειάζεται για την εξυπηρέτησί μας. Το δε «ενός έστι χρεία» κατά την χριστιανικήν διδασκαλίαν, είναι αυτό που έχει αξία, διότι είναι η μέριμνα, πώς να αρέσουμε του Θεού, η μέριμνα για την σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας.
Η Μάρθα μεριμνούσε υλικά, πώς να ευχαριστήση τον Κύριο. Η δε Μαρία πιο σοφή, πιο συνετή σκέφθηκε ότι είναι ευκαιρία να ακούση τα θεία λόγια ∙ «Έως πότε θα έχουμε τον Κύριον επί της γης;» Έτσι κάθισε κοντά Του και ο Κύριος είπε, ότι δεν θα της αφαιρεθή αυτή η ευλογία, δηλαδή το να έχη τόση προσοχή στα θεία λόγια και να ευφραίνεται στην θεωρία τόσον του Χριστού, όσον και της διδασκαλίας Του.
Και εμείς έχουμε την μέριμνα των αναγκαίων, που είναι αναπόφευκτη στη ζωή μας και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την φροντίδα των υλικών πραγμάτων, διότι είμεθα τόσον υλικοί, όσον και πνευματικοί. Το σώμα έχει ανάγκην της τροφής, του ενδύματος κ.λ.π. Όμως πάνω απ’ όλα η ψυχή μας η αθάνατος έχει ανάγκην της σωτηρίας, του «ενός έστι χρεία> . Η μέριμνα η απόλυτη, η αποκλειστική μέριμνά μας πρέπει να είναι πώς θα καθαρίσουμε την ψυχή μας , πώς να την οικειώσουμε μετά του θεού, πώς να την προσαρμόσουμε στο θέλημα του Θεού και να μην κολασθούμε. Η σωτηρία της ψυχής μας δεν είναι παιχνίδι! Δεν μπορούμε να παίζουμε με την αθάνατη ζωή, διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είμεθα προσωρινοί, είμεθα ξένοι, είμεθα παρεπίδημοι∙ απλώς φιλοξενούμεθα επάνω στη γη, και κάποια μέρα ο καθένας μας θα χαιρετίση αυτήν την φιλοξενία και θα απέλθη εις τα ίδια. Και τα ίδια είναι να επιστρέψη η ψυχή «όθεν εξήλθεν». «Και ενεφύσησεν –λέγει η Γραφή- εις τους μυκτήρας του νεκρού σώματος του Αδάμ και έγινεν ο Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν» ( Γεν. 2,7 ) . Η ζώσα ύπαρξις του ανθρώπου ,η ψυχή είναι το δημιούργημα του θεού δια του εμφυσήματός Του, δια της ενεργείας Του και θα επιστρέψη εκεί, «όθεν εξήλθεν».
Γι’ αυτό , όταν δεν έχουμε θείαν παρηγορίαν, νοιώθουμε κενό μέσα στην ψυχή μας, γιατί η ψυχή δεν επαναπαύεται με τίποτα, αφού όλα τα υλικά πράγματα είναι ξένα προς την φύσι της. Όταν όμως η ψυχή του ανθρώπου οικιωθή μετά του Θεού δια της προσευχής και της εναρέτου ζωής, τότε ευφραίνεται, τότε νιώθει σιγουριά, τότε αισθάνεται τον Θεό μέσα της.
Η υπόθεσις της αιωνίου ζωής δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσον επιπόλαια, διότι εάν μετά από λίγες στιγμές φύγουμε από την ζωή, θα βρεθούμε οριστικά και θετικά μπροστά στην αιωνιότητα. Είναι παιχνίδι να αντιμετωπίσουμε τον φοβερό θάνατο; Να αντιμετωπίσουμε τους δαίμονες; Να αντιμετωπίσουμε ολοφάνερα και κατάματα το ποινικό μας, που κάθε άνθρωπος έχει έναντι του θεού και να δούμε απαριθμούνται όλα τα αμαρτήματά μας με πάσαν λεπτομέρειαν; Κι ότι έχουμε αυτήν την αμαρτωλότητα, που καν δεν την γνωρίζουμε πόση είναι; Είναι παιχνίδι να αντιμετωπίσουμε την άνοδόν μας προς τον Κριτή, να αντιμετωπίσουμε τα τελώνια; Πώς θα δούμε τον Κύριο κατάματα; Έχουμε το θάρρος; Η συνείσησίς μας μας ενθαρρύνει; Μας δίνει το κουράγιο και την πληροφορία; Όχι. Ο πρώτος είμαι εγώ που δεν την έχω!
Δεν θα μπορούμε να κοιτάξουμε τον Κύριο κατάματα. Θα κατεβάσουμε τα μάτια μας από εντροπή, διότι δεν κάναμε το θέλημα του θεού. Τον χιτώνα τον λευκόν ,που πήραμε εις το Άγιον Βάπτισμα, τον λερώσαμε. Άραγε όμως τον ξεπλύναμε με τα δάκρυα, χύσαμε δάκρυα μετανοίας, αλλάξαμε ζωή, ζήσαμε με καθαρότητα; Μηδαμώς. Εκεί που λέμε ότι κάτι κάνουμε, εκεί πάλι πέφτουμε στον βούρκο!
Θα πρέπει με όλη την δύναμι της ψυχής μας να τα βάλουμε κάτω και να σκεφθούμε: «Τι γίνεται τώρα; Ποιό είναι το θέμα της σωτηρίας; Τί είναι η ψυχή μου; Η ψυχή μου είναι αθάνατη και μπορεί να φύγω μέσα σε στιγμές. Και μετά τι γίνεται; Μετά ακολουθεί η κρίσις. Και μετά την κρίσι, ποια θα είναι η απόφασις του θεού; Ή στο φως ή στο σκότος. Ή μετά του Θεού αιωνίως ή μετά του διαβόλου αιωνίως. Ή στον Παράδεισο ή στην κόλασι μέσα σε λεπτά!»…
… Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνήσουμε για την ψυχή μας, για το «ενός έστι χρεία». Να μεριμνάμε συνέχεια πώς θα καθαρίσουμε την καρδιά μας , πώς θα καθαρίσουμε τον νου, θα καθαρίσουμε το σώμα, θα απαλλάξουμε την συνείδησί μας από τα δεσμά τα αόρατα της αμαρτίας. Και τότε, Χάριτι Θεού, θα πετύχουμε το «ενός έστι χρεία» και τότε πράγματι δια του θανάτου θα περάσουμε στον Ουρανό…

Από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
(ΟΜΙΛΙΑΙ)
ΤΟΜΟΣ Α΄
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
2005
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...