www-voulgari.blogspot.com
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἐξοχικὴ Λαμπρή (1890)
Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθεῖ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ ἀλλ᾿ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον, καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.
Ὅλα αὐτά, διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δυὸ ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθεῖ· ὁ δὲ παπᾶ-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾿ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντίκρυ ἐκτεινομένας ἀκτὰς ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπάροικους, τοὺς «κουκουβίνους ἢ κουκοσκιάχτες», ὅπως τοὺς ὀνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του, ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα. Ἀλλὰ κατ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθεῖ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπὶ τίνας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπᾶ-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορεοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.
Τινὲς διετύπωσαν γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναίκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναίκα του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, χωρικός, ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπέξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα» καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε» - οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπε ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια, νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.
Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως ἦτον ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτον «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μὲ τινὰς τῶν ἐξωμεριτῶν καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτον ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾿ ἀποσώνῃ τὰ παιδιά» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὖτος ὡς οἱ πλεῖστοι του γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.
Τοῦτο ναί, ἀληθεύει· ἀλλ᾿ οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, πενόμενοι καὶ δυσπραγοῦντες, ἐπιτακτικὴν ἔχοντες ἀνάγκην νὰ θρέψωσι τὰ τέκνα των, φαίνονται ὡς πλεονέκται, καὶ καταντῶσι νὰ μὴ τρέφωσι πλέον ἐμπιστοσύνην οὐδ᾿ εἰς αὐτοὺς τοὺς συλλειτουργοὺς των. Τοῦτο ἔπασχε καὶ ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις ἐπεθύμει μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τοὺς χωρικούς, διότι ἦτο ἀνοιχτόκαρδος, καὶ ἤθελε νὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς ὀλίγην Ἀνάστασιν καὶ ὀλίγην ἄνοιξιν, ἀλλ᾿ ἐδυσπίστει εἰς τὸν συνεφημέριόν του, καὶ ἔπειτα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφήσῃ τὴν ἐνορίαν μὲ ἕνα μόνον ἱερέα τοιαύτην ἡμέραν. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ παπᾶ-Θοδωρῆς ὁ Σφοντύλας, ὁ συνεφημέριός του, τὸν παρεκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰπῶν, ὅτι καλὸν ἦτο νὰ μὴ χάσωσι καὶ τὸ εἰσόδημα τῶν Καλυβιῶν, αἰνιττόμενος ὅτι τά τε ἐκ τοῦ ἐνοριακοῦ ἔσοδα καὶ τὰ τῆς ἐξοχικῆς παροικίας, ἀμφότερα ἐξίσου θὰ τὰ ἐμοιράζοντο.
Τοῦτο δὲν ἔπεισε τὸν παπᾶ-Κυριάκον, τῷ ἐνέπνευσε μάλιστα πλείονας ὑποψίας ἀλλ᾿ ὅτε ἠρώτησε τὴν γνώμην τοῦ συλλειτουργοῦ του, ἦτο ἤδη κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγει· ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῶ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾿ αὐτῷ.
Ἡ πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὦρες νὰ φέξει», καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνησε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς, κρούων, ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.
Εἰσῆλθον εἰς τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Εἷς μετὰ τὸν ἄλλον προσήρχοντο οἱ χωρικοὶ μὲ τὰς χωρικάς των καὶ μὲ τὰ καλά των ἐνδύματα.
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν Εὐλογητόν.
Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ τὰ λέγῃ ὅλα ἀπ᾿ ἔξω, τὴν προκαταρκτικὴν προσευχὴν καὶ τὸν Κανόνα, τὸ «Κύματι θαλάσσης».
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προέκυψεν εἰς τὰ βημόθυρα, ψάλλων τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς».
Ἤναψαν τὰς λαμπάδας κι ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς, «neige odorante du printemps».
Ψαλέντος τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη, εἰσῆλθον πάντες εἰς τὸν ναόν. Θὰ ἦσαν τὸ πολὺ ἑβδομήκοντα ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παῖδες.
Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα, ὁ δὲ ἱερεὺς ἅμα ἀντιψάλλων αὐτῷ ἐξ ἀνάγκης, ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἠτοιμάζετο νὰ πάρῃ καιρὸ καί, ἀφοῦ τελέσῃ τὸν ἀσπασμόν, νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν λειτουργίαν.
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ἢ μᾶλλον εἰσόρμησεν εἰς τὸ ναΐδριον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ δυὸ ἄλλων ὁμηλίκων του, δωδεκαετὴς περίπου παῖς, ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ἀσθμαίνων καὶ ἐν ἐξάψει. Ἦτο ὁ Ζάχος, ὁ υἱὸς τοῦ παπᾶ-Κυριάκου.
Εἰσέβαλε πνευστιῶν εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὸν ἱερέα. Ἡ φωνή του ἠκούετο ἀπὸ τοῦ χοροῦ, ἀλλ᾿ αἱ λέξεις δὲν διεκρίνοντο.
Ἰδοὺ τί ἔλεγεν ἐντούτοις:
«Παπᾶ, παπᾶ!...»
(Τὰ παπαδοπούλα ἀπεκάλουν συνήθως παπὰ τὸν πατέρα των).
«Παπᾶ, παπᾶ!... Ὁ παπᾶ-Σφοντύλας ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα... τὶς λειτουργίες... ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα ἡ πεθερά του... κι ἡ παπαδιά... κουβαλοῦν... ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα... τὶς λειτουργίες... ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα... κι ἡ πεθερά του... κι ἡ παπαδιά...»
Μόνον ὁ παπᾶ-Κυριάκος ἦτο ἱκανὸς νὰ βγάλῃ νόημα ἀπὸ τὰ ἀσυνάρτητα ταῦτα καὶ ἀσθματικὰ λόγια τοῦ υἱοῦ του. Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐξήγησε τὰ λεγόμενα: «Ὁ παπᾶ-Θοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ σύντροφός του εἰς τὴν ἐνορίαν, ἔκλεπτε τὰς προσφοράς, μεταβιβάζων αὐτᾶς διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἰς χεῖρας τῆς συζύγου καὶ τῆς πενθερᾶς του».
Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὖτος ἀγαπῶν, ὡς ὅλοι οἱ νέοι, τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὀμήλικας.
Ἀλλ᾿ ὁ παπᾶ-Κυριάκος δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε. Ἐξήφθη ἀμέσως, ἠγανάκτησε, δὲν ἐκρατήθη. Ἤμαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ σφοδρὸν ράπισμα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἥσυχος τὸ καθῆκον του... ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέμμα τῆς πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντρομος.
Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς κάτι ὑπόπτευεν ἐκ τῶν κινήσεων τούτων καὶ ἐξῆλθε κατόπιν του.
Εἰς πεντήκοντα δὲ βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ναοῦ, μεταξὺ τριῶν δένδρων καὶ δυὸ φρακτῶν, ὁ ἑπόμενος διάλογος συνήφθη:
«Παπᾶ, παπᾶ, ποῦ πᾶς;»
«Θὰ ῾ρθῶ, βλογημένε, τώρα ἀμέσως πίσω».
Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι εἶχεν ἀπόφασιν νὰ καταβῇ εἰς τὴν πόλιν, νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν κλοπὴν ἀπὸ τὸν συνεφημέριόν του! Εἰς τὸ βάθος δὲ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἔλεγεν, ὅτι εἶχε καιρὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ τελέσῃ τὴν λειτουργίαν.
«Ποῦ πᾶς;» ἐπέμενεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός.
«Ἂς διαβάζῃ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων κι ἔφθασα».
Ἐλησμόνει, ὅτι ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ ἄλλα, ἢ ὅσα ἀπὸ στήθους ἐγνώριζεν.
«Ἀφήνω καὶ τὴν παπαδιά μου ἐδῶ, βλογημένε», ἐπανέλαβε ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ἀμηχανῶν τί νὰ εἴπῃ. «Σᾶς ἀφήνω τὴν παπαδιά μου!»
Καὶ λέγων ἔτρεχεν.
Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς ἐπανῆλθε κατηφὴς ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
«Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ», ἐψιθύρισε.
Μεγίστη ἀπορία ἐπεκράτει ἐν τῷ παρεκκλησίῳ. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζον ἐρωτηματικῶς ἀλλήλους. Ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο.
Αἱ γυναῖκες ἠρώτων τὴν παπαδιὰν νὰ εἴπῃ αὐταῖς τί τρέχει· ἀλλ᾿ αὕτη ἦτο ἡ ὀλιγότερον πάντων τῶν ἄλλων γνωρίζουσα.
Ἐντούτοις ὁ ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. Ὁ ψυχρὸς ἀὴρ ἐδρόσισεν ὀλίγον τὸ μέτωπόν του.
«Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά», ἔλεγεν, «ὀκτώ, μὲ τὸ συμπάθιο, κι ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κι ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾿ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾿ ἐκεῖ!»
Πεντακόσια βήματα ἀπὸ τοῦ ναοῦ ὁ δρόμος ἐκατηφόριζε, καὶ κατήρχετο τὶς εἰς ὡραίαν κοιλάδα. Εἷς νερόμυλος εὐρίσκετο ἐπὶ τῆς κλιτύος ἐκείνης, παρὰ τὴν ὁδόν.
Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἠδὺν μορμυρισμὸν τοῦ ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησμόνησεν, ὅτι εἶχε νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ. Ἀλλὰ τὸ χεῖλος του δὲν εἶχε βραχεῖ ἀκόμη, καὶ αἴφνης ἐνθυμηθείς, ἀνένηψεν.
«Ἐγὼ ἔχω νὰ λειτουργήσω», εἶπε, «καὶ πίνω νερό;»
Καὶ δὲν ἔπιε.
Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν.
«Τί κάμνω ἐγώ», εἶπε, «ποῦ πάω;»
Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ εἶπεν:
«Ἥμαρτον, Κύριε! Ἥμαρτον! Μὴ μὲ συνερισθῇς».
Ἐπανέλαβε δέ:
«Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν... συγχωρήσῃ κι ἐκεῖνον κι ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου...»
Ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.
«Ὤ, Κύριε», εἶπεν ὁλοψύχως, «ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα».
Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήσῃ.
«Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό», εἶπε. «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω. Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!... Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!... Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!»
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου μετ᾿ ἀγαλλιάσεως οἱ χωρικοὶ τὸν εἶδον.
Ἐτέλεσε τὴν ἱερὰν μυσταγωγίαν καὶ μετέδωκεν εἰς τοὺς πιστούς, φροντίσας νὰ καταλύσῃ διὰ στόματος αὐτῶν ὅλον τὸ ἅγιον ποτήριον. Αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησεν, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα.
Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.
Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.
Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλώνας τῶν δένδρων καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεία-Κρατήρως, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες καὶ ζηλεύει ὁ σύζυγός της.
Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθῶ, δεκαπεντούτις κόρη, ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε, λέγουσα:
«Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα... Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»
Τὸ βέβαιον ἦτο, ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾿ ἐπὶ κάλλει, οὔτ᾿ ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾿ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾿ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος, καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιάν, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχρινήν, ἀγαθοτάτην, ἥτις ἐν ἀθωότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾿ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλει οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στερφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.
Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπάρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνει, ὡς οὐδεὶς ἄλλος, τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι᾿ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.
Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπάρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἐπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς:
«Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰώνας!»
Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν:
«Γειά σας! Καλὴ γειά! Διάφορο! Καλὴ καρδιά! Παπᾶ μ᾿, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾿! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπᾶ σ᾿ καὶ τὰ παιδάκια σ᾿! Ξάδελφε Θοδωρῆ, νὰ ζήσεις νὰ τὰ χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτ᾿, ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾿, νὰ τρέξεις καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Σ᾿μπεθέρα Κρατήρα, νὰ χαίρεσαι, μ᾿ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνεψιὲ Γιώργη, τίμια στέφανα! Στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε! Κουμπάρα Κυπαρίσσου, μὲ μιὰ καλὴ νύφη νὰ ζήσεις νὰ χαρεῖς! Ἐβίβα ὅλοι! Τέ-πέρ-τέ. Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Συμπεθέρα Ξανθή, καλὴ λευτεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με τὸ καλό!».
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξε ἡ πόσις.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ κατ᾿ ἄλλον ὅμως στενότερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναίκα του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾿ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν.
«Μπρόμ!»
«Πιὲ κι δώ᾿ μ᾿!»
«Μὲ κρασί!»
«Καλῶς τ᾿ν ἀγάπη μ᾿ τὴ χρυσή!»
Καὶ πιὼν αὐτὸς μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθή, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.
Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾿ ὁ πλέον ἰδιόρρυθμος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπάρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς τακτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῶα· πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτώνα μὲ ἀνοικτὰς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε, φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμει Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτόκαρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπάρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιές» ἢ «χαλκοδέρες». Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτον ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπάρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε - νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!
Ὁ μπάρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, κατ᾿ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς:
Κ᾿στὸ - μπρὲ – Κ᾿ στὸς Ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θανάτων θάνατον μπατήσας
κι ἔντοις ἔντοις μνήμασι
ζωήν, παμμακάριστε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾿ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδεὶς ποτὲ ἔψαλλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἑξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην: «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, τὴν ἱστορηθείσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ...»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!
Περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος (διότι αἱ γυναῖκες ἐπεφυλάττοντο διὰ τὴν Δευτέραν καὶ τὴν Τρίτην, ὅπως χορεύσωσι τὸν συρτὸν καὶ τὴν καμάρα), καὶ ὁ παπᾶ-Κυριάκος, μετὰ τῆς παπαδιᾶς καὶ τοῦ Ζάχου, ὅστις ἐγλύτωσε τὸ ξύλο χάριν τῆς ἡμέρας (διότι ὁ πατήρ του εἶχε θυμώσει εἶτα κατ᾿ αὐτοῦ, ὡς γενομένου αἰτίου τῆς χασμωδίας ἐκείνης), ἀποχαιρετήσαντες τὴν συντροφίαν, κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος ἔδωκε πλῆρες εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς μερίδιον, καὶ οὔτε κατεδέχθη νὰ κάμῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεμένης κλοπῆς.
Ἐντούτοις ὁ παπᾶ-Θοδωρῆς οἴκοθεν τῷ εἶπεν, ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιον του εὐρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπᾶ-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξώθυρας τοῦ ἁγίου Βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δυὸ μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν, ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιππάζεται(;)», εἶπεν, «ἅμα μᾶς ἰδῇ μίαν καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργίες, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!»
Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου.
Κυριακή 4 Απριλίου 2010
Ο Τομ Χανκς στην περιφορά του επιταφίου στο Λος Άντζελες μαζύ με τον Τζιμ Γιαννόπουλο και την Νία Βάρνταλος
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος εκατοντάδες πιστών συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Σοφίας στο Λος Άντζελες για να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής αλλά και την περιφορά του επιταφίου. Ανάμεσα στους πιστούς και αρκετά μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ όπως ο Τομ Χανκς με τη γυναίκα του Ρίτα Γουίλσον, η Νία Βάρνταλος αλλά και ο πρόεδρος της 20th Century Fox Τζιμ Γιαννόπουλος. Ο Tom Hanks με τον φίλο του Τζιμ Γιαννόπουλο μάλιστα κρατούν κάθε χρόνο και τον επιτάφιο. Ο Χανκς ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος και μιλούσε με τον κόσμο ενώ κατά τη διάρκεια της περιφοράς δεν σταμάτησε να συμμετέχει και αυτός στο “Κύριε Ελέησον”.
Το Σάββατο το βράδυ θα γίνει η Μεγάλη Ανάσταση και μετά οι περισσότεροι θα κατευθυνθούν σε κάποιο από τα ελληνικά εστιατόρια του LA που σερβίρουν μαγειρίτσα.
Την Κυριακή η εκκλησία οργανώνει το πασχαλινό πικ νικ στην περιοχή Pasadena το οποίο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα πασχαλινά τραπέζια της Ελλάδας. Η Κυριακή του Πάσχα φέρνει κοντά όλους τους Έλληνες και σε αυτό το πάρκο της Pasadena γίνονται οι καλύτερες δημόσιες σχέσεις για όλους που δουλεύουν στο χώρο του θεάματος του Χόλιγουντ, δηλαδή τους μισούς Ελληνοαμερικάνους του Λος Άντζελες.
Δημοσιεύτηκε από τον Τάσος Παπαποστόλου
http://anopetra-eleos.blogspot.com
Το Σάββατο το βράδυ θα γίνει η Μεγάλη Ανάσταση και μετά οι περισσότεροι θα κατευθυνθούν σε κάποιο από τα ελληνικά εστιατόρια του LA που σερβίρουν μαγειρίτσα.
Την Κυριακή η εκκλησία οργανώνει το πασχαλινό πικ νικ στην περιοχή Pasadena το οποίο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα πασχαλινά τραπέζια της Ελλάδας. Η Κυριακή του Πάσχα φέρνει κοντά όλους τους Έλληνες και σε αυτό το πάρκο της Pasadena γίνονται οι καλύτερες δημόσιες σχέσεις για όλους που δουλεύουν στο χώρο του θεάματος του Χόλιγουντ, δηλαδή τους μισούς Ελληνοαμερικάνους του Λος Άντζελες.
Δημοσιεύτηκε από τον Τάσος Παπαποστόλου
http://anopetra-eleos.blogspot.com
Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι
Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμενον άγιον Κύριον, Ιησούν τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και τήν αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν· συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν του Χριστού αγίαν ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν
Χριστός Ανέστη
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος
Φωτίζου φωτίζου
Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ.ἡ γάρ
δόξα Κυρίου, ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε
νῦν, καί ἀγάλλου Σιών.σύ δέ ἁγνή, τέρπου
Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου.»
δόξα Κυρίου, ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε
νῦν, καί ἀγάλλου Σιών.σύ δέ ἁγνή, τέρπου
Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου.»
Κατηχητικός Λόγος Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τό Πάσχα
Εἰ τίς εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.
Εἰ τίς εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.
Εἰ τίς ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.
Εἰ τίς ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Εἰ τίς μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἐορτασάτω.
Εἰ τίς μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω? καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται.
Εἰ τίς...ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων.
Εἰ τίς εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἑνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα? φιλότιμος γάρ ὧν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον? ἀναπαύει τόν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης? καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει? κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται? καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται? καί τήν πράξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν? καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε? ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε? νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως? πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν? ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα? συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον? ἠλευθέρωσε γάρ ἠμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἄδην ὁ κατελθῶν εἰς τόν ἄδην. Ἐπικρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβῶν Ἠσαΐας ἐβόησεν? ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοί κάτω.
Ἐπικράνθη˙καί γάρ κατηργήθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη.
Ἐπικράνθη˙καί γάρ ἐδεσμεύθη.
Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν.
Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ.
Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;
Ποῦ σου, ἅδη, τό νίκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.
Χριστός γάρ ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Απόδοση
Όποιος είναι ευσεβής και φιλόθεος, ας απολαύσει την ωραία τούτη και φαιδρή πανήγυρη. Όποιος είναι δούλος ευγνώμων, ας εισέλθει χαίροντας στην χαρά του Κυρίου του. Όποιος κοπίασε νηστεύοντας, ας απολαύσει τώρα την αμοιβή. Όποιος εργάστηκε από την πρώτη ώρα, ας λάβει σήμερα την δίκαιη πληρωμή. Όποιος ήρθε μετά την τρίτη, ας εορτάσει μ' ευφροσύνη. Όποιος έφθασε μετά την έκτη, μη αμφιβάλλει καθόλου· δεν πρόκειται να ζημιωθεί. Όποιος καθυστέρησε μέχρι την ενάτη, ας προσέλθει χωρίς ενδοιασμό.
Όποιος έφθασε έστω και την ενδέκατη, μη φοβηθεί την αργοπορία· γιατί ο Δεσπότης είναι φιλότιμος και δέχεται τον έσχατο, όπως και τον πρώτο. Αναπαύει τον της ενδεκάτης, όπως αυτόν, που εργάστηκε από την πρώτη. Και τον ύστερο ελεεί και τον πρώτο βραβεύει. Και σ' εκείνον δίνει και σ' αυτόν χαρίζει. Και τα έργα δέχεται και την γνώμη ασπάζεται. Και την πράξη τιμά και την πρόθεση επαινεί.
Εισέλθετε, λοιπόν, όλοι στην χαρά του Κυρίου μας· και πρώτοι και δεύτεροι απολαύστε τον μισθό. Πλούσιοι και φτωχοί χορέψτε μαζί. Εγκρατείς και ράθυμοι, την ημέρα τιμήστε. Όσοι νηστέψατε κι όσοι δεν νηστέψατε, ευφρανθείτε σήμερα. Το τραπέζι είναι γεμάτο, τρυφήστε οι πάντες. Ο μόσχος πολύς, κανείς μη φύγει πεινασμένος.
Όλοι απολαύστε το συμπόσιο της πίστεως. Όλοι απολαύστε τον πλούτο της χρηστότητος. Κανείς μη θρηνεί για πενιά· γιατί φανερώθηκε η κοινή βασιλεία. Κανείς μη οδύρεται για πταίσματα· γιατί ανέτειλε συγγνώμη από τον τάφο. Κανείς μη φοβάται τον θάνατο· γιατί μας ελευθέρωσε του Σωτήρος ο θάνατος. Τον έσβησε, όταν κρατήθηκε απ' αυτόν. Λαφυραγώγησε τον Άδη. Τον πίκρανε, όταν γεύτηκε την σάρκα Του· και τούτο προφητεύοντας ο Ησαΐας κήρυξε:
Ο Άδης, λέει, πικράθηκε, όταν σε συνάντησε κάτω. Πικράθηκε, γιατί καταργήθηκε. Πικράθηκε, γιατί περιπαίχτηκε. Πικράθηκε, γιατί νεκρώθηκε. Πικράθηκε, γιατί καθαιρέθηκε. Πικράθηκε, γιατί αλυσοδέθηκε. Δέχθηκε σώμα και του έλαχε Θεός. Δέχθηκε γη και συνάντησε ουρανό. Δέχθηκε αυτό, που έβλεπε, κι έπεσε από εκείνο, που δεν έβλεπε. Πού είναι θάνατε το κεντρί σου; Πού είναι Άδη η νίκη σου;
Αναστήθηκε ο Χριστός και συ κατανικήθηκες. Αναστήθηκε ο Χριστός και κατατροπώθηκαν οι δαίμονες. Αναστήθηκε ο Χριστός και χαίρουν οι Άγγελοι. Αναστήθηκε ο Χριστός και ζωή βασιλεύει. Αναστήθηκε ο Χριστός και κανείς νεκρός πια στα μνήματα. Γιατί ο Χριστός, που αναστήθηκε από τους νεκρούς, έγινε η αρχή, για ν' αναστηθούν οι κεκοιμημένοι. Σ' αυτόν η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Μετάφραση από το βιβλίο:
«Προσευχητάριον υπέρ των κεκοιμημένων»
του Αρχιμ. Παύλου Κ. Ντανά
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Εἰ τίς εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.
Εἰ τίς ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.
Εἰ τίς ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Εἰ τίς μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἐορτασάτω.
Εἰ τίς μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω? καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται.
Εἰ τίς...ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων.
Εἰ τίς εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἑνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα? φιλότιμος γάρ ὧν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον? ἀναπαύει τόν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης? καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει? κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται? καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται? καί τήν πράξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν? καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε? ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε? νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως? πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν? ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα? συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον? ἠλευθέρωσε γάρ ἠμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἄδην ὁ κατελθῶν εἰς τόν ἄδην. Ἐπικρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβῶν Ἠσαΐας ἐβόησεν? ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοί κάτω.
Ἐπικράνθη˙καί γάρ κατηργήθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη.
Ἐπικράνθη˙καί γάρ ἐδεσμεύθη.
Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν.
Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ.
Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;
Ποῦ σου, ἅδη, τό νίκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.
Χριστός γάρ ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Απόδοση
Όποιος είναι ευσεβής και φιλόθεος, ας απολαύσει την ωραία τούτη και φαιδρή πανήγυρη. Όποιος είναι δούλος ευγνώμων, ας εισέλθει χαίροντας στην χαρά του Κυρίου του. Όποιος κοπίασε νηστεύοντας, ας απολαύσει τώρα την αμοιβή. Όποιος εργάστηκε από την πρώτη ώρα, ας λάβει σήμερα την δίκαιη πληρωμή. Όποιος ήρθε μετά την τρίτη, ας εορτάσει μ' ευφροσύνη. Όποιος έφθασε μετά την έκτη, μη αμφιβάλλει καθόλου· δεν πρόκειται να ζημιωθεί. Όποιος καθυστέρησε μέχρι την ενάτη, ας προσέλθει χωρίς ενδοιασμό.
Όποιος έφθασε έστω και την ενδέκατη, μη φοβηθεί την αργοπορία· γιατί ο Δεσπότης είναι φιλότιμος και δέχεται τον έσχατο, όπως και τον πρώτο. Αναπαύει τον της ενδεκάτης, όπως αυτόν, που εργάστηκε από την πρώτη. Και τον ύστερο ελεεί και τον πρώτο βραβεύει. Και σ' εκείνον δίνει και σ' αυτόν χαρίζει. Και τα έργα δέχεται και την γνώμη ασπάζεται. Και την πράξη τιμά και την πρόθεση επαινεί.
Εισέλθετε, λοιπόν, όλοι στην χαρά του Κυρίου μας· και πρώτοι και δεύτεροι απολαύστε τον μισθό. Πλούσιοι και φτωχοί χορέψτε μαζί. Εγκρατείς και ράθυμοι, την ημέρα τιμήστε. Όσοι νηστέψατε κι όσοι δεν νηστέψατε, ευφρανθείτε σήμερα. Το τραπέζι είναι γεμάτο, τρυφήστε οι πάντες. Ο μόσχος πολύς, κανείς μη φύγει πεινασμένος.
Όλοι απολαύστε το συμπόσιο της πίστεως. Όλοι απολαύστε τον πλούτο της χρηστότητος. Κανείς μη θρηνεί για πενιά· γιατί φανερώθηκε η κοινή βασιλεία. Κανείς μη οδύρεται για πταίσματα· γιατί ανέτειλε συγγνώμη από τον τάφο. Κανείς μη φοβάται τον θάνατο· γιατί μας ελευθέρωσε του Σωτήρος ο θάνατος. Τον έσβησε, όταν κρατήθηκε απ' αυτόν. Λαφυραγώγησε τον Άδη. Τον πίκρανε, όταν γεύτηκε την σάρκα Του· και τούτο προφητεύοντας ο Ησαΐας κήρυξε:
Ο Άδης, λέει, πικράθηκε, όταν σε συνάντησε κάτω. Πικράθηκε, γιατί καταργήθηκε. Πικράθηκε, γιατί περιπαίχτηκε. Πικράθηκε, γιατί νεκρώθηκε. Πικράθηκε, γιατί καθαιρέθηκε. Πικράθηκε, γιατί αλυσοδέθηκε. Δέχθηκε σώμα και του έλαχε Θεός. Δέχθηκε γη και συνάντησε ουρανό. Δέχθηκε αυτό, που έβλεπε, κι έπεσε από εκείνο, που δεν έβλεπε. Πού είναι θάνατε το κεντρί σου; Πού είναι Άδη η νίκη σου;
Αναστήθηκε ο Χριστός και συ κατανικήθηκες. Αναστήθηκε ο Χριστός και κατατροπώθηκαν οι δαίμονες. Αναστήθηκε ο Χριστός και χαίρουν οι Άγγελοι. Αναστήθηκε ο Χριστός και ζωή βασιλεύει. Αναστήθηκε ο Χριστός και κανείς νεκρός πια στα μνήματα. Γιατί ο Χριστός, που αναστήθηκε από τους νεκρούς, έγινε η αρχή, για ν' αναστηθούν οι κεκοιμημένοι. Σ' αυτόν η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Μετάφραση από το βιβλίο:
«Προσευχητάριον υπέρ των κεκοιμημένων»
του Αρχιμ. Παύλου Κ. Ντανά
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Σάββατο 3 Απριλίου 2010
Ανάστα ο Θεός
Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι. (Ψαλμός πα΄)
Παρασκευή 2 Απριλίου 2010
Προφητείας Ἡσαΐου
(Κεφ. ΝΒ', 13 - ΝΔ', 1)
Τάδε λέγει Κύριος· Ἰδοὺ συνήσει ὁ παῖς μου, καὶ ὑψωθήσεται, καὶ δοξασθήσεται, καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα. Ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοί, οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου, καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων. Οὕτω θαυμάσονται ἔθνη πολλὰ ἐπ' αὐτῷ, καὶ συνέξουσι βασιλεῖς τὸ στόμα αὐτῶν, ὅτι οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ, ὄψονται, καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασι συνήσουσι. Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν, καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; Ἀνηγγείλαμεν, ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ, οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ, οὐδὲ δόξα, καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος, οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. Ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν, καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη, καὶ οὐκ ἐλογίσθη. Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει, καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἑλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ, καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ, καὶ ἐν κακώσει. Αὐτός δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ μεμαλάκισται, διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ' αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν, πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη. Καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, καὶ αὐτός, διὰ τῷ κεκακῶσθαι, οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη, τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ, τίς διηγήσεται; ὅτι αἵρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον. Καὶ δώσω τοὺς πονηρούς, ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ, καὶ τοὺς πλουσίους, ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν τῆς πληγῆς. Ἐὰν δῶτε περι ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον, καὶ βούλεται Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεῖξαι αὐτῷ φῶς, καὶ πλάσαι τῇ συνέσει, δικαιῶσαι δίκαιον, εὖ δουλεύοντα πολλοῖς, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν αὐτὸς ἀνοίσει. Διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλούς, καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ' ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἑλογίσθη, καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη. Εὐφράνθητι στεῖρα, ἡ οὐ τίκτουσα, ῥῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα.
Τάδε λέγει Κύριος· Ἰδοὺ συνήσει ὁ παῖς μου, καὶ ὑψωθήσεται, καὶ δοξασθήσεται, καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα. Ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοί, οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου, καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων. Οὕτω θαυμάσονται ἔθνη πολλὰ ἐπ' αὐτῷ, καὶ συνέξουσι βασιλεῖς τὸ στόμα αὐτῶν, ὅτι οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ, ὄψονται, καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασι συνήσουσι. Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν, καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; Ἀνηγγείλαμεν, ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ, οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ, οὐδὲ δόξα, καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος, οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. Ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν, καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη, καὶ οὐκ ἐλογίσθη. Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει, καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἑλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ, καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ, καὶ ἐν κακώσει. Αὐτός δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ μεμαλάκισται, διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ' αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν, πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη. Καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, καὶ αὐτός, διὰ τῷ κεκακῶσθαι, οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη, τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ, τίς διηγήσεται; ὅτι αἵρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον. Καὶ δώσω τοὺς πονηρούς, ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ, καὶ τοὺς πλουσίους, ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν τῆς πληγῆς. Ἐὰν δῶτε περι ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον, καὶ βούλεται Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεῖξαι αὐτῷ φῶς, καὶ πλάσαι τῇ συνέσει, δικαιῶσαι δίκαιον, εὖ δουλεύοντα πολλοῖς, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν αὐτὸς ἀνοίσει. Διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλούς, καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ' ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἑλογίσθη, καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη. Εὐφράνθητι στεῖρα, ἡ οὐ τίκτουσα, ῥῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα.
Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον
Ἰδιόμελον Ἦχος πλ. α'
Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καὶ διερρήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.
Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καὶ διερρήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)