Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Κυριακή τοῦ Ζακχαίου -π. Χρήστου Ζαχαράκη

Τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τὸ ὁποῖο συντελεῖται μέσα μας εἶναι ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν Κύριο. Μιὰ συνάντηση μοναδικὴ καὶ προσωπική, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μιὰ φορὰ στὴ ζωή μας, ἀλλὰ νὰ εἶναι τόσο καταλυτικὴ , ποὺ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀναθεωρήσουμε μέσα μας ὅλα  τὰ πράγματα κι ὅλες  τὶς ἀξίες, ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα καθημερινὰ ἀναλώνουμε τὸ βίο μας καὶ τὸν  ἑαυτό μας. Καὶ μπορεῖ πάλι νὰ νομίζουμε ὅτι συναντήσαμε τὸν Κύριο καὶ νὰ τὸ διαλαλοῦμε, ἀλλὰ νὰ μήν ἔχει ἀλλάξει τίποτε μέσα μας, πέρα ἀπὸ μιὰ ἐξωτερική καὶ τυπικὴ συμπεριφορά. Ὅμως τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας ἀντανακλᾶ στὸν καθημερινό μας βίο, ὄχι μὲ  μιὰ φαρισαϊκὴ  ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς, ἀλλὰ μὲ  μιὰ ἐπώδυνη πορεία, σὰν καὶ κείνη τῶν ἁγίων, ποὺ κρύβουν βέβαια τὴν ἁγιότητά τους, ἀλλὰ μὲ τὸ βίο τους καὶ τὰ ἔργα τους, τὰ ὁποῖα γίνονται πάντοτε πρὸς δόξαν Θεοῦ, φανερώνουν  τὴν ἀγάπη τὴ δική τους καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου.
      Ἀκολουθώντας τὴν πορεία τοῦ Ζακχαίου, ὅπως μᾶς τὴν περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο  σήμερα, τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ  βλέπουμε εἶναι ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος του νὰ συναντήσει τὸν Κύριο. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πλούσιος, ἄνθρωπος ἄρπαγας καὶ σκληρὸς, ποὺ  θεμελίωσε τὸν πλοῦτο του στὴν ἀδικία. Ὅμως μέσα του, παρόλα τὰ πλούτη του, βρισκόταν σ’ ἕνα κρυφὸ ἀδιέξοδο  ποὺ ὁλοκάθαρα εἶδε ὁ Χριστὸς. Συνήθως οἱ ἄνθρωποι καὶ ἰδίως οἱ εὐσεβεῖς κρίνουν κάποιον ἐξωτερικά καὶ τὸν καταδικάζουν  σὰν ἁμαρτωλό, δίχως νὰ μποροῦν νὰ νοιώσουν τὴν ἀγωνία του, τὸν πόνο τῆς ἁμαρτίας του. Τὸν πόνο ποὺ ἔφερε καὶ τὴ μεγάλη ἐπιθυμία του νὰ γνωρίσει τὸ Χριστὸ, ποὺ  «ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός». Ἡ ἐπιθυμία του βρῆκε καὶ τὸν τρόπο καὶ «προσδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν»,   ἔτρεξε μπροστὰ  κι ἀνέβηκε σ’ ἕνα δένδρο. Ὅσο κι ἄν χάνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀπρόσωπων ἐνασχολήσεών του, μέσα στὴ βοή τῆς καθημερινότητας, ὑπάρχει πάντα ἕνα δένδρο, ἕνα σημεῖο πιὸ ψηλό, ἀπ’ ὅπου μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια. Ἐκεὶ ποὺ θὰ μᾶς συναντήσει καὶ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο τὸ θεϊκό, «τὸ ἐτάζον καρδίας καὶ νεφρούς», ποὺ εἰσχωρεῖ στὰ κατάβαθα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου  κι ἐλευθερώνει τὴν ψυχή του. Καὶ συντελεῖται τότε τὸ μέγα θαῦμα! Μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ ἐξομολογεῖται τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή του, μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ μοιράζει τὴ μισή περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ ἀποζημιώνει τετραπλᾶ ὅσους ἀδίκησε. Αὐτὴ ἡ ἔμπρακτη ἐξομολόγηση καὶ ταπείνωση εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας, ποὺ ἄνθισε μέσα του ὅταν ἀντίκρυσε τὸ Σωτήρα, ὁ ὁποῖος ἔρχεται καὶ θέλει νὰ μείνει στὸ σπίτι του, «παρὰ ἁμαρτωλῶ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι».  Μόνο ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει μετανοιώσει πραγματικὰ γιὰ τὶς πράξεις του, μόνο ἐκεῖνος φοβᾶται τὴν ἐξομολόγηση, γιατὶ θέλοντας νὰ τὶς συνεχίσει, δὲν θέλει ποτὲ νὰ ἀναγνωρίσει πὼς ἦταν ἁμαρτωλές. Ὁ Ζακχαῖος, ἀποζημιώνοντας ὅσους εἶχε ἀδικήσει, ἐξομολογιόταν μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ σὲ κοινοὺς καὶ γνωστοὺς ἀνθρώπους, καὶ δὲν  ζήτησε, ὅπως οἱ καλοὶ χριστιανοί, ὅπως ἡ ἀμετανόητη κοινωνία τοῦ      καιροῦ μας,  «ἅγιους», ἤ ἄγνωστους  ἱερεῖς   νὰ ἐξομολογηθεῖ  τὰ  ἁμαρτήματά του.  Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ πόνος καὶ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ὁ λυγμὸς ποὺ ξεσπάει κι ἀπαλύνει τὸν πόνο, ποὺ  φέρνει ἔπειτα τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση. Μετάνοια ἀληθινὴ  σημαίνει ὁλοκληρωτικὴ ἐξομολόγηση, δίχως ἀναστολὲς καὶ  χωρὶς φόβο καὶ προπαντὸς ἐλεύθερη ἀποδεύσμευση ἀπὸ τὰ παλιὰ καὶ πλήρη ἀποδοχὴ τοῦ νόμου  τῆς ἀγάπης. Ἡ μετάνοια εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἐσωτερικοῦ πολέμου ποὺ διεξάγεται μέσα μας, τοῦ πολέμου τῶν παθῶν, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ‘γίνεται  νύχτα καὶ μέρα ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ταπείνωσής μας, πότε κρυφὰ καὶ πότε φανερά. Καὶ μιὰ ἐπιθυμία πρὸς τὰ ἄνω ἤ πρὸς τὰ κάτω μᾶς στροβιλίζει καὶ μᾶς δημιουργεῖ τρικυμία μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴ δίνη τῶν ἄλλων τερπνῶν τῆς ζωῆς, μὲ τὸν πηλό καὶ τὴ λάσπη στὴν ὁποία εἴμαστε χωμένοι, καὶ μὲ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας ὁ ὁποῖος ἀντιστρατεύεται στὸ νόμο τοῦ Πνεύματος καὶ προσπαθεῖ νὰ καταστρέψει τὴ βασιλικὴ  καὶ θεία εἰκόνα ποὺ ὑπάρχει μέσα μας’.
      Ἀπὸ τὴν προθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ τὸν κρατοῦν δέσμιο πάνω στὴ γῆ, εἴτε αὐτὰ εἶναι ὑλικὸς πλοῦτος, εἴτε δύναμη , εἴτε ἐξουσία φαίνεται καὶ τὸ μέτρο τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Ὁ ἄνθρωπος ξεγελιέται πολὺ εὔκολα καὶ εὔκολα μεταβάλλει τὴν πορεία του σὲ στάση καὶ ἀδιέξοδο. Τὰ πάντα συνδέονται μὲ τὴ βασικὴ τοποθέτηση τῆς καρδιᾶς του, γι αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἔλεγε σὲ κάποια ἄλλη περίσταση «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν»,  ἡ καρδιά σας βρίσκεται ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σας. Ὁ θησαυρὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε πολύτιμο, αὐτὸ ποὺ  προσευχώμαστε στὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσει, αὐτὸ ποὺ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ, πασχίζουμε ν’ ἀποκτήσουμε. Ὅμως τὶς περισσότερες φορὲς αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ  «βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ»,  ἀλλὰ κάποιο  καθαρὰ ἐγκόσμιο καὶ ἐφήμερο ἀγαθὸ.
 
Ὁ ἄνθρωπος, ἀ., ἀ., εἶναι τόσο μικρὸς, ποὺ χάνεται μέσα στὸ πλῆθος, τὸ ἀκολουθεῖ, γίνεται εὔκολα μέρος του… Ξεχωρίζει ὅμως πάντα ἡ ἐμφανὴς ἀδικία καὶ ἁμαρτωλότητά του, γιατὶ τὸ πλῆθος «ἀκολουθεῖ» τὸν Ἰησοῦ, τηρεῖ τὸ Νόμο καὶ τὶς ἐντολές, μὲ τὴ λογικὴ πάντα καὶ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου, γι᾽ αὐτὸ μπορεῖ νὰ  κατατάσσει τὸν Ζακχαῖο ἐκεῖ ποὺ τοῦ ἀξίζει, ἀλλὰ καὶ νὰ θέλει νὰ ἐπιβάλλει στὸ Χριστὸ ποῦ νὰ μείνει. Μέσα στὸ θρησκευόμενο πλῆθος δὲν χάνεται μόνο ὁ ἄνθρωπος, μὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἔχει ἐφαρμογή ἐδὼ ὁ λόγος του, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὶς παραβολές, «ἵνα βλέποντες βλέπωσιν καὶ μὴ ἴδωσιν, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσιν καὶ μὴ συνιῶσιν».
Ἀπὸ τὸ πλῆθος ξεφεύγει κανεὶς τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες ποὺ μένει μόνος μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸν πόνο καὶ τὶς ἁμαρτίες του, τὴν ἀγωνία καὶ τὶς προσδοκίες του, ὅταν ἁπλώνει μπροστά του τὴ ζωή του ὁλόκληρη καὶ τὴν ἀφήνει ν᾽ ἀγγίζει τὰ σύννεφα, καὶ παρακαλᾶ τότε τὸ Θεὸ νὰ τὰ ξεδιαλύνει, γιὰ νά ᾽χει ἐλπίδα στὸν Οὐρανό. Μονάχα ὁ πόνος θεριεύει τὸν πόθο καὶ μονάχα ὁ πόθος θὰ βρεῖ μιὰ συκιά ν᾽ ἀνεβεῖ, νὰ ξεχωρίσει ἀπ᾽ τὸ πλῆθος. Καὶ τότε θὰ διαπιστώσει πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖ, τὸ βλέμμα του τὸν ἀγγίζει ἀμέσως, ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἐπιπλήξει, μὰ γιὰ νὰ τὸν λυτρώσει. Ἡ ἀγωνία του μεταμορφώνεται σὲ χαρὰ καὶ πρὶν καλά-καλὰ τὸν προσκαλέσει, ἔρχεται καὶ στὸ σπίτι του, «σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι», νὰ τὸ φωτίσει καὶ νὰ τ᾽ ἁγιάσει, νὰ μὴν ἀφήσει ἴχνη τῆς σκοτεινιᾶς τοῦ κόσμου σὲ τίποτα δικό του.
Ὁ ἄνθρωπος βάζει τὸν πόθο καὶ ὁ Θεός τὴ χάρη. Κι εἶναι ἡ χάρη τότε ποὺ τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν κόσμο κι ἀπ᾽ ὅσα μάζευε κι ἔχτιζε μέσα τους τὴν ψυχή του. Τὰ ἐπιστρέφει στὸ πολλαπλάσιο, δὲν τὰ χρειάζεται. Μιὰ καινούργια ζωὴ ἀρχίζει, μᾶλλον τώρα ἀρχίζει νὰ βλέπει τὴ ζωή τὴν πραγματική, τὴ φωτισμένη ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ· ἕνα φῶς ποὺ θὰ τὸ χρειαστεῖ γιὰ τὴ μεγάλη διάβαση...
 
 
Δάφνη
     

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...