Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Αμάρτησε;

Αμάρτησε;

Του Κων/νου Θεοτόκη

Ήτανε μια δροσερή Απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα, και οι καμπάνες της Εκκλησίας του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τις πόρτες, οι άνθρωποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι , ντυμένοι με ρούχα καινούργια, και κατόπιν ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια προσκυνούσαν τες εικόνες και σταμάταιναν απεκεί στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόταν μπουλούκια, μπουλούκια με τες άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές , ευλαβικές , στολισμένες και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναιτίκι.
Όλοι πρόσμεναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του ιερού άνοιξε , ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του, εθυμιάτησε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός κάνοντας και το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια έκαμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός, μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μετωπό του, με γαλανά μάτια, που τα γέρα και οι νηστείες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον σεβόταν
Με την ψιλή του φωνή που ολοένα εγενόταν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τες ευκές του, που τες ήξερε όλες απ’ όξω, και η ακολουθία προχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, και ο κόσμος, που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφουκραζόταν με πίστη και από καρδίας εδεότουν, σα νάδινε μεγαλύτερη αξία στην προσευκή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.

Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Τη πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή , και που εφαινότουν συγχισμένος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευχόταν με ευλάβεια και είπεν ο παπάς με το νού του: «Εδώ θα είναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα δεν έλαβε καιρό για να τη έβρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Και εγιόμοζαν τώρα την εκκλησία οι ύμνοι που τους έψαλαν καλόφωνοι ψάλτες, και η ευωδία του λιβανιού, και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινοτουν σα μ’ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή , και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέηση του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία, και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.

Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας, αλλά εδεότουν η καρδία του στον ουράνιο πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νού. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στες γυναίκες. Η ταραχή της , ο φόβος της , η συγκίνησή της , ήταν ζωγραφισμένη απάνου στο όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το’ χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευχότουν. Πως είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της , το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε. Ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή νάναι περήφανος για την θυγατέρα του ή να ξεπλύνει την ντροπή του στο αίμα! Τι θα έκανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχιστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; Γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουργία προχωρούσε: με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, βγήκε στο πρεσβυτέριο και στάθηκε μπρός στο πλήθος. άκρα σιωπή εβασίλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που βγήκε από όλα τα χείλη , έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τες εταπείνωσε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταξε στο βάθος της εκκλησίας, που ήταν οι γυναίκες σαν νάθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να τη συστήσει ότι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγησή.
Δεν μπορούσε , της είχε ειπεί , να την κοινωνήσει. Όχι τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Και αν πάλι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, και αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στές άλλες γυναίκες και αυτός σκήμα μόνο θάκανε, πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του σωτήρος. Όχι , δεν θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλλαν το κοινωνικό, και ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν νάταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Τις έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, κατά το συνήθειο ήταν πολλοί σ’ αυτήν την ημέρα και κοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσα τους ήταν και εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως και ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφίνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της την εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».

ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


-Μπάρμπα , βάλε λίγο λαδάκι μες στο γυαλί , είπε η μάνα μου , γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Ήταν πενταετές παιδί, ζωήρο, με λαμπρά μεγάλα μάτια , ντυμένο με κουρέλια. Και με παιδική χάρη, με σπαρακτικό μέσα στην αθωότητα χαμόγελο, πρόφερε κάθε φορά την φράση αυτή, της οποίας όλο το βάθος δεν ήταν ικανό να κατανοήσει, τόσο , ώστε οι άνθρωποι , αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, όπως εγώ, το καλούσαν , και του απέτειναν την παραπάνω ερώτηση του μικρού παντοπώλη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να ακούσουν από το στόμα του την απόκριση. Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα. Κατ’ εκείνη την ημέρα συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά από πέντε εκλιπαρήσεις και μετά από τέσσερες αποπομπές, να λάβω δεκαπέντε δραχμές, από τις ογδόντα που μου όφειλαν, για αμοιβή φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τις ημέρες αυτές όμως, που είναι ισάριθμες με τις σελήνες του έτους, μου συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος από τα χρέη μου, να ξοδεύω σε μια μέρα τα δύο τρίτα από το με αυτόν τον τρόπο αποκτημένο ποσό, φυλάγοντας με φρονιμάδα το τρίτο για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Φώναξα το παιδί και του έδωσα μία πεντάρα. Εκείνο την πήρε, έβγαλε έξω από το χείλη την γλώσσα με μειδίαμα ευδαιμονίας, και, κοιτώντας με, είπε.
-Δο μ’ κι’ άλλη μπάρμπα!

(…)

Αλλά ας επανέλθω στο παιδί , για το οποίο ο αρχικός λόγος. Δεν είμαι πολυπράγμων , αλλά ο φίλος μου , ο μικρός παντοπώλης, ήξερε, ως συνήθως , όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήταν γενικός θεματοφύλακας των ξένων υποθέσεων. Δεν ξέρω αν το βλέμμα μου του φάνηκε ερωτηματικό, αλλά όταν ευκαίρησε, αυθόρμητα, άρχισε να μου διηγείται την ιστορία.
Προ εννέα ετών η Μανώλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθεί την Γιαννούλα πολυκάρπου. Από αυτό γάμο γεννήθηκαν πέντε παιδιά, από τα οποία το τρίτο ήταν το παιδί εκείνο.

(…)


Μετά από την τελευταία φοβερή σκηνή , από την οποία η Γιαννούλα βγήκε με μισή πλεξίδα, με ένα μάγουλο ματωμένο και με σχισμένο πουκάμισο- και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφαν την πεποίθηση, την οποία συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήταν αθώα- ο Μανώλης έγινε άφαντος. Πήγε να ανταμώσει οριστικά την παλιά του γνωριμία.

(…)

Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσερα παιδιά- το πέμπτο είχε πεθαίνει, ανακλήθηκε νωρίς από τον Πολυεύσπλαχνο και Πάνσοφο στον κήπο τον ανθηρό, στο ωραίο περιβολάκι με τα κρίνα και με τους νάρκισσους, μαζί με τους οποίους φυτεύονται και ανθούν και τα άκακα νήπια- έμεινε, λέω, με τα τέσσερα παιδιά , χωρίς πατέρα και χωρίς κουμπάρο.
Έμεινε χωρίς ψωμί στο ντουλάπι και χωρίς φωτιά στο τζάκι, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρώμα, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτρα και χωρίς στάμνα∙ και χωρίς ραπτική μηχανή!
Και το τρίτο παιδί, ο Μήτσος, εκείνο το οποίο έβλεπα, ερχόταν στο παντοπωλείο, και ζητούσε από το μικρό μπακάλη, ο οποίος ήταν ακριβής στο σταθμά , αλλά δεν καταλάβαινε από ελεημοσύνη, ερχόταν και ζητούσε να του στάξει «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίο θα ήταν άξιο να στάξει μία σταγόνα νερό σε πολλών πλούσιων τα χείλη, στον άλλο κόσμο.
Και αιτιολογούσε την αίτησή του, λέγοντας.
-Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο γάμος του Καραχμέτη


Βρισκόμαστε στην Σκιάθο, την εποχή της τουρκοκρατίας.

Ο Κουμπής , ένας από τους προεστούς του χωριού και φίλος του Τούρκου Ναυάρχου Καραχμέτη , μετά από δεκαπέντε χρόνια στείρου γάμου με τη Σεραϊνώ φλέγεται από την επιθυμία να αποκτήσει παιδιά. Δεν θέλει όμως να τα κάνει με παλλακίδα, γιατί ξέρει πως ‘‘πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός’’. Το σχέδιο του είναι να απαγάγει τη γειτονοπούλα του τη Λεούδα που είναι ‘‘ μόλις τριάντα χρονών ίσως- ωραία ροδόπλαστος, σεμνή , ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη’’ ‘‘και να δωροφορήση έναν παπάν ή να τον βιάση με φοβέραν… να τους στεφανώση’’. Μια μέρα που φθάνει ο τουρκικός στόλος στο νησί , ο Κουμπής παίρνει με δόλο πάνω στη ναυαρχίδα τη Λεούδα κι έναν παπά και γίνεται εκεί ο γάμος. Το γεγονός γιορτάζεται με κανονιοβολισμούς από τη ναυαρχίδα.

‘‘Η Σεραϊνώ όπου ηγρύπνει εις το σπίτι του Κουμπή ήκουσε τους κανονιοβολισμούς και μόνη αυτή εξήγησε την αληθινή σημασία των.

‘‘ Στερεωμένοι , καλορίζικοι , εψυθίρισε σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιούς, Κουμπή’’.

Σε λίγο έφτασαν οι νεόνυμφοι στο σπίτι. Η Σεραϊνώ τους υποδέχθηκε, τους ευχήθηκε και ζήτησε από τη Λεούδα το κλειδί να μείνει στο σπίτι της.

‘‘Η Λεούδα κατένευσε δακρύουσα. Είτε επρόφερε:

-Να με σχωρέσεις!

-Συχωρημένη και βλοημένη να’ σαι είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα’’.

Την επαύριον πρωΐ ο Κουμπής έκραξεν τη γυναίκα και της είπε:

-Σεραΐνα, πάρε τα ρούχα σου…κα σύρε να καθήσεις στο σπίτι σου. Και σε παρακαλώ , όσο μπορείς, να τα’χης καλά με την Κουμπίνα.

-Εγώ θα τα’ χω καλά με την νέαν κουμπίνα, όπως τα είχα και με τη Λεούδα, απήντησεν η απλή ψυχή. Και σε παρακαλώ, Κουμπή , να μ’ αφήσης να καθίσω στο σπίτι σου, να σου ανατρέφω τα παιδιά που θα κάμεις.

-Καλά , ο Θεός σε φωτίζει και φέρεσαι έτσι αγία ψυχή, είπε, μη δυνάμενος να κρατήσει της συγκίνησή του.

Έκτοτε ο Κουμπής ωνομάσθη απ’ όλον το χωρίον Καραχμέτης, εκ του ονόματος του Τούρκου ναυάρχου..’’.

Λίγους μήνες μετά το γάμο η Λεούδα έκανε φοβερό λάθος. Εξ’ αιτίας της ο Κουμπής φόρεσε το δικό της χρυσοκέτητο πουκάμισο και πήγε στην εκκλησία. Όταν αντελήφθη τα περίεργα βλέμματα των χωρικών πάνω του ‘‘ εξήλθε δρομαίος. Έφρυξε κι έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λεούδα.

Αι δύο γυναίκες…ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι διά την εκκλησίαν. Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λεούδας.

Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω εις την ράβδον , εις τα γόνατα του, εις τους πόδας του.
-Έλεος , Κουμπή, έλεος! Δεν το ήλεθεν η καημένη. Λάθος έκαμε.. Σχώρεσέτην.

Ο Κουμπής εκάμφθη.

Η Σεραϊνώ επέζησεν δέκα ή δώδεκα έτη, όσα ήρκουν διά ν’ αναθρέψει τα τέκνα του Κουμπή. Ανεπαύθη και ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του αγίου Δημητρίου…

‘‘Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν διά την ανακομηδή των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού , μόσχου και ρόδου άμα, αλήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών.

Τα κόκκαλά της είχον ευωδιάσει’’


Απόσπασμα από το βιβλίο: Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Καθηγουμένης Θεολογίας Μοναχής
Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Καθρεπτίζοντας τη ψυχή μου .


Μέσα στην ψυχή μου βλέπω το μέγεθος της αμαρτωλότητάς μου
.
και ταπεινώνομαι μέχρι εδάφους ,

και θεωρώ τον εαυτό μου άθλιο και άνάξιον

για τό πλήθος των ευεργεσιών του Θεού ,

που προσφέρει σε μένα τον φτωχό δούλο του.
.
Μέσα μου , η αμαρτωλότητά μου ,

με φέρει σε αίσθηση των παθών και αδυναμιών μου ,

που δακρύζω , για το πόσο λυπώ τον Κύριον ,

με την ραθυμία της ψυχής μου.


Ω! Θεέ μου του ελέους και της συγνώμης
δέξου το πλήθος των αμαρτιών μου ,
που ξεπερνούν τούς κόκκους της άμμου της θαλάσσης ,
.
και Σε ικετεύω μην με αρνηθείς για την άστατη ζωή μου ,
αλλά ελέησόν με κατά το πλήθος του ελέους Σου.
.
Η ζωή μου είναι μικρή , αλλά Σ' αγαπώ μέχρι δακρύων ,
και Σε παρακαλώ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου ,
να με ελεήσεις όπως ελέησες το ληστή και την πόρνη.
.
Είμαι όλος ακάθαρτος, προσπίπτω με δέος
στον τίμιον Σταυρό σου , για να με συγχωρήσεις.
.
Δες , είμαι όλος πόνος στήν καρδιά , για τήν αμαρτωλότητα μου ,
αλλά δεν παύω να Σε αγαπώ θερμά.
.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!
.
Η ψυχή μου είναι δοσμένη Σε Σένα ,
αλλά οι επιθυμίες μου με πολεμούν .
για να με διώξουν απο Σένα, Κύριε του ελέους.
.
Τρέχω κοντά Σου , σαν το ελάφι στη πηγή ,
για να ξεδιψάσει από τη δροσερή πηγή ,
του Ελέους και της Θεϊκής αγάπης Σου.
.
Κύριε ελέησόν με!
Κύριε ελέησόν με!
Κύριε ελέησόν με!
.
Μην μου στερήσεις Κύριε ,
την άπειρη ευσπλαχνία Σου !
..
( Αρχιμανδρίτη Δαμιανού Ζαφείρη )

Αντιγραφή και επικόλληση απο το http://odevontas.blogspot.com

Νοσταλγός του Παραδείσου

Τα τέκνα και οι Δούλοι

Το της Υιοθεσίας χάρισμα!

To 189…, μου ανιστόρησε, βρισκόμουνα με την μητέρα μου στην Πόλη. Δεν ήτανε πολύς καιρός , που είχα χειροτονηθεί παπάς. Σ’ αυτό συνετέλεσε κι η αγιασμένη ψυχή της Μητέρας , με τις επίμονες προτροπές της.
Μια ημέρα έρχεται στο σπίτι μας ένας Τούρκος Χωροφύλακας.
-Εφέντη παπά, μου λέγει, σε θέλει ο μεγάλος Καδής.
Προς στιγμήν ταράχθηκα. Τι να με ήθελε τάχα, ο μεγάλος Καδής, δηλαδή ο Αρχιδικαστής; Μήπως άραγε, μεγειρεύανε τίποτα οι Τούρκοι εις βάρος των δυστυχισμένων Ρωμηών; Έκανα τον σταυρό μου, επήρα την ευχή της Μάννας και ξεκίνησα για τον Καδή, προετοιμασμένος για όλα.
Μόλις έφθασα στο Γραφείο , ο Καδής με υποδέχθηκε με φιλοφροσύνη. Έδιωξε όλους απ’ το γραφείο, έκλεισε τις πόρτες καλά κι άρχισε να μου λέγει:
-Εφέντη παπά, παίρνω μισθό 6 λίρες τον μήνα. Κρατώ 2 για την οικογένεια μου. Διαθέτω τις 4 για ελεημοσύνη· παντρεύω ορφανά, προστατεύω χήρες, δίνω σε αρρώστους. Νηστεύω και προσεύχομαι με πίστη στον Θεό. Όταν ευρίσκομαι στο κριτήριο, δικάζω η αθωώνω, αφού βεβαιωθώ για το δίκαιο, χωρίς να δέχομαι καμμιά σύσταση ή απειλή από κανένα,, ούτε απ’ τον Βεζύρη…
Χαμηλώνοντας την φωνή του και γεμάτος λαχτάρα, με ερώτησε ο Καδής:
-Εφέντη παπά, δεν θα πάω στον Παράδεισο, που λέτε σείς οι Χριστιανοί;
Ο π. Ιερώνυμος διέγνωσε την μυστική νοσταλγία , που φούντωνε στην καρδιά του αλλοθρήσκου. Η αύρα του Αγίου Πνεύματος δρόσιζε απαλά τον Τούρκο Αρχιδικαστή· κι ο π. Ιερώνυμος, όργανο της Θείας Προνοίας, έπρεπε να δώσει την μαρτυρία της Ορθοδοξίας και να ελκύσει προς την Αλήθεια τον Νοσταλγό του Παραδείσου.
-Δεν με λέγεις , εφέντη Καδή, έχεις παιδιά;
-Έχω, απάντησε ο Αρχιδικαστής.
-Έχεις δούλους, υπηρέτες; Ξαναρώτησε ο π. Ιερώνυμος.
-Έχω και δούλους.
-Τους αγαπάς τους δούλους σου;
-Τους αγαπώ, γιατί είναι πειθαρχικοί και κάνουν το θέλημά μου.
-Έχεις σκοπό να τους καταστήσεις κληρονόμους στα υποστατικά σου, σαν αποθάνεις;
-Όχι!
-Γιατί;
-Το δικαίωμα κληρονομιάς της πατρικής περιουσίας ανήκει αποκλειστικά στα νόμιμα τέκνα.
Ο π. Ιερώνυμος , σώπασε για λίγο. Και μετά , είπε αποφασιστικά:
-Με όσα κάνεις , εφέντη Καδή, είσαι καλό δούλος του Θεού. Αν θέλεις να κληρονομήσεις τον πατρικό Οίκον, τον παράδεισον , πρέπει να γίνεις τέκνο Του. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να ασπασθείς την Ορθόδοξο πίστη και να βαπτιστής.

Κι ο Αρχιδικαστής δέχθηκε την σύσταση. Παραιτήθηκε, έφυγε απ’ την πόλη και ασπάσθηκε την Ορθοδοξία και βαφτίσθηκε

Διονυσίου Μπαστάτου
Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Γέροντας Παϊσιος και η Αγία Ευφημία


Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228

Εκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος



Ήταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια»;

-Ποιός, Γέροντα;

-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.

-Τι συμβαίνει, Γέροντα;

-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.

Του διηγήθηκε τότε το έξης: «Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα. (Με το μακαρίτη Τρίτση).

Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα:

«Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:

-Ποιος είναι;

-Η Ευφημία! (απαντά).

-Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι·

-Η μάρτυς Ευφημία, (απαντά).

-Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και συ.

Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «-Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή.

-Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατότερα.

-Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά.

-«Και του Αγίου Πνεύματος»

Μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.

-Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα).

-Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!

-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.

-Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.

-Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».

Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».

Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα που είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».

Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πεις ήταν καμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».

Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ηνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χριστού η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».

Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», που άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως).

Παρά την συνήθειά του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.

Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».

«Ενός έστι χρεία»

ΟΜΙΛΙΑ Δ΄

«Ενός έστι χρεία»

… Αυτή η παραγγελία του Χριστού μας ισχύει για όλους μας, ώστε η μέριμνα των βιοτικών αναγκών, να είναι εν μέτρω», όσον χρειάζεται για την εξυπηρέτησί μας. Το δε «ενός έστι χρεία» κατά την χριστιανικήν διδασκαλίαν, είναι αυτό που έχει αξία, διότι είναι η μέριμνα, πώς να αρέσουμε του Θεού, η μέριμνα για την σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας.
Η Μάρθα μεριμνούσε υλικά, πώς να ευχαριστήση τον Κύριο. Η δε Μαρία πιο σοφή, πιο συνετή σκέφθηκε ότι είναι ευκαιρία να ακούση τα θεία λόγια ∙ «Έως πότε θα έχουμε τον Κύριον επί της γης;» Έτσι κάθισε κοντά Του και ο Κύριος είπε, ότι δεν θα της αφαιρεθή αυτή η ευλογία, δηλαδή το να έχη τόση προσοχή στα θεία λόγια και να ευφραίνεται στην θεωρία τόσον του Χριστού, όσον και της διδασκαλίας Του.
Και εμείς έχουμε την μέριμνα των αναγκαίων, που είναι αναπόφευκτη στη ζωή μας και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την φροντίδα των υλικών πραγμάτων, διότι είμεθα τόσον υλικοί, όσον και πνευματικοί. Το σώμα έχει ανάγκην της τροφής, του ενδύματος κ.λ.π. Όμως πάνω απ’ όλα η ψυχή μας η αθάνατος έχει ανάγκην της σωτηρίας, του «ενός έστι χρεία> . Η μέριμνα η απόλυτη, η αποκλειστική μέριμνά μας πρέπει να είναι πώς θα καθαρίσουμε την ψυχή μας , πώς να την οικειώσουμε μετά του θεού, πώς να την προσαρμόσουμε στο θέλημα του Θεού και να μην κολασθούμε. Η σωτηρία της ψυχής μας δεν είναι παιχνίδι! Δεν μπορούμε να παίζουμε με την αθάνατη ζωή, διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είμεθα προσωρινοί, είμεθα ξένοι, είμεθα παρεπίδημοι∙ απλώς φιλοξενούμεθα επάνω στη γη, και κάποια μέρα ο καθένας μας θα χαιρετίση αυτήν την φιλοξενία και θα απέλθη εις τα ίδια. Και τα ίδια είναι να επιστρέψη η ψυχή «όθεν εξήλθεν». «Και ενεφύσησεν –λέγει η Γραφή- εις τους μυκτήρας του νεκρού σώματος του Αδάμ και έγινεν ο Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν» ( Γεν. 2,7 ) . Η ζώσα ύπαρξις του ανθρώπου ,η ψυχή είναι το δημιούργημα του θεού δια του εμφυσήματός Του, δια της ενεργείας Του και θα επιστρέψη εκεί, «όθεν εξήλθεν».
Γι’ αυτό , όταν δεν έχουμε θείαν παρηγορίαν, νοιώθουμε κενό μέσα στην ψυχή μας, γιατί η ψυχή δεν επαναπαύεται με τίποτα, αφού όλα τα υλικά πράγματα είναι ξένα προς την φύσι της. Όταν όμως η ψυχή του ανθρώπου οικιωθή μετά του Θεού δια της προσευχής και της εναρέτου ζωής, τότε ευφραίνεται, τότε νιώθει σιγουριά, τότε αισθάνεται τον Θεό μέσα της.
Η υπόθεσις της αιωνίου ζωής δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσον επιπόλαια, διότι εάν μετά από λίγες στιγμές φύγουμε από την ζωή, θα βρεθούμε οριστικά και θετικά μπροστά στην αιωνιότητα. Είναι παιχνίδι να αντιμετωπίσουμε τον φοβερό θάνατο; Να αντιμετωπίσουμε τους δαίμονες; Να αντιμετωπίσουμε ολοφάνερα και κατάματα το ποινικό μας, που κάθε άνθρωπος έχει έναντι του θεού και να δούμε απαριθμούνται όλα τα αμαρτήματά μας με πάσαν λεπτομέρειαν; Κι ότι έχουμε αυτήν την αμαρτωλότητα, που καν δεν την γνωρίζουμε πόση είναι; Είναι παιχνίδι να αντιμετωπίσουμε την άνοδόν μας προς τον Κριτή, να αντιμετωπίσουμε τα τελώνια; Πώς θα δούμε τον Κύριο κατάματα; Έχουμε το θάρρος; Η συνείσησίς μας μας ενθαρρύνει; Μας δίνει το κουράγιο και την πληροφορία; Όχι. Ο πρώτος είμαι εγώ που δεν την έχω!
Δεν θα μπορούμε να κοιτάξουμε τον Κύριο κατάματα. Θα κατεβάσουμε τα μάτια μας από εντροπή, διότι δεν κάναμε το θέλημα του θεού. Τον χιτώνα τον λευκόν ,που πήραμε εις το Άγιον Βάπτισμα, τον λερώσαμε. Άραγε όμως τον ξεπλύναμε με τα δάκρυα, χύσαμε δάκρυα μετανοίας, αλλάξαμε ζωή, ζήσαμε με καθαρότητα; Μηδαμώς. Εκεί που λέμε ότι κάτι κάνουμε, εκεί πάλι πέφτουμε στον βούρκο!
Θα πρέπει με όλη την δύναμι της ψυχής μας να τα βάλουμε κάτω και να σκεφθούμε: «Τι γίνεται τώρα; Ποιό είναι το θέμα της σωτηρίας; Τί είναι η ψυχή μου; Η ψυχή μου είναι αθάνατη και μπορεί να φύγω μέσα σε στιγμές. Και μετά τι γίνεται; Μετά ακολουθεί η κρίσις. Και μετά την κρίσι, ποια θα είναι η απόφασις του θεού; Ή στο φως ή στο σκότος. Ή μετά του Θεού αιωνίως ή μετά του διαβόλου αιωνίως. Ή στον Παράδεισο ή στην κόλασι μέσα σε λεπτά!»…
… Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνήσουμε για την ψυχή μας, για το «ενός έστι χρεία». Να μεριμνάμε συνέχεια πώς θα καθαρίσουμε την καρδιά μας , πώς θα καθαρίσουμε τον νου, θα καθαρίσουμε το σώμα, θα απαλλάξουμε την συνείδησί μας από τα δεσμά τα αόρατα της αμαρτίας. Και τότε, Χάριτι Θεού, θα πετύχουμε το «ενός έστι χρεία» και τότε πράγματι δια του θανάτου θα περάσουμε στον Ουρανό…

Από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
(ΟΜΙΛΙΑΙ)
ΤΟΜΟΣ Α΄
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
2005

"Τι ζητά ο Θεός από τον καθένα μας"-Π.Μ.Σωτήρχου

Τι ζητά ο Θεός από τον καθένα μας

ΑΥΤΟ, ΠΟΥ ΖΗΤΑ ΚΑΘΕ ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ

Φτωχό Κελλί. Ασπρομάλλης ο Γέρων Ασκητής. Το όνομά του Ισαάκ. Ιερομόναχος. Τώρα βρίσκεται στους ουρανούς του Θεού. Όταν ακόμα ζούσε και ασκήτευε στο Άγιον Όρος, τον επισκέφθηκαν δυο λαϊκοί, ο Γρηγόρης και ο Γιάννης, να μιλήσουν μαζί του και να πάρουν την ευχή του. Ηχογράφησαν μάλιστα και την συζήτησή τους και μου έδωσαν την ηχογράφηση αυτή, από την οποίαν αντλώ και τον διάλογό τους.
- Τι ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο, πάτερ μου; ήταν η πρώτη ερώτηση του πάντα βιαστικού και αυθόρμητου Γρηγόρη.
- Αυτό, που ζητά και κάθε πατέρας από τα δικά του παιδιά, ήταν η απάντηση του Γέροντα. Θέλει την αγάπη του κάθε παιδιού του, όπως κι εκείνος το αγαπά, μέχρις αυτοθυσίας. Και η αγάπη αυτή του πατέρα είναι βαθειά και λαμπρή και απερίγραπτη, γιατί θέλει το παιδί του να είναι ευτυχισμένο και αιώνια κοντά του.
- Δηλαδή, ό,τι κάνουν οι άνθρωποι το ίδιο κάνει και ο Θεός; ρώτησε αυτήν την φοράν ο Γιάννης, που ήταν πιο διστακτικός από τον Γρηγόρη.
- Ακριβώς, ξανάπε ο Ισαάκ. Διότι είμαστε πλασμένοι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού μας. Την αγάπη την πατρική έβαλε στην καρδιά του ανθρώπου, αφού αυτή η αγάπη , που είναι απέραντη, δεν έχει όρια, δηλαδή δεν έχει αρχή ούτε και τέλος , αρχίζει από τον Άναρχον Θεόν, κάνει κύκλο στα παιδιά του όλα και ξαναγυρίζει πάλι στον ίδιον. Η αγάπη, ως θεία δύναμη, δεν έχει αρχή, αφού βγαίνει από τον Θεόν και δεν έχει τέλος, αφού πατέρας και παιδιά αλληλοπεριχωρούνται μεταξύ τους και ο πατέρας αγαπά τα παιδιά του και τα παιδιά αγαπούν τον πατέρα τους.
- Είναι αυτό, που λέγει το Ευαγγέλιον: «Ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν» ( Ιω. ΙΖ΄ 22 ) , ξανάπε ο Γρηγόρης. Μας θέλει όλους μαζί, ενωμένους σαν μια φαμίλια.
- Πολύ σωστά το είπες, αποκρίθηκε ο Γέροντας. Μας θέλει σαν μια οικογένεια όπου ο ένας να αγαπά τον άλλον μέχρι θυσίας.
- Πριν έρθουμε, πάτερ μου, εδώ, ξανάπε ο Γρηγόρης, είχα διαβάσει λίγες σελίδες από τους «Λόγους» του Αγίου Ισαάκ του Σύρου, που κι εσείς τον αγαπάτε πολύ, και έχω μαζί μου το βιβλίον ,όπου λέγει ότι: «Την ταπείνωσιν της διανοίας μας θέλει ο Θεός και ημείς με την ταπείνωσιν της διανοίας προχωρούμε πνευματικώς και με την έπαρσιν εξαχρειούμεθα. Μόνο η ταπείνωσις είναι ικανή , χωρίς καμμίαν άλλην βοήθειαν ,να παρασταθή ενώπιον του Θεού και να παρακαλέση υπέρ ημών». Και προσθέτει: «Ευχαρίστησε και δοξολόγησε τον Θεόν ασιγήτως». Είναι από τον 49ον «Λόγον» του Αγίου.
- Πρόκειται για το ίδιο πράγμα, φίλτατε. Εάν εμβαθύνουμε στην διδασκαλίαν αυτήν, αποκρίθηκε ο ασπρομάλλης ιερομόναχος, θα καταλάβουμε ότι η ταπεινοφροσύνη είναι η προϋπόθεση της αγάπης. Είναι το έδαφος πάνω στο οποίον φυτρώνει και ανθοφορεί η αγάπη. Αυτό μας εδίδαξε με την ζωήν και τον λόγον του ο Θεάνθρωπος Χριστός.
- Επίσης, μίλησε αυτή την φοράν ο Γιάννης, στον επόμενο «Λόγον» του, τον 50ον, μιλά για την μετάνοια και λέγει ότι «Κάθε ώρα έχουμε ανάγκην της μετανοίας». Τι ζητά λοιπόν ο Θεός από τον άνθρωπον; Την ταπεινοφροσύνην, τη μετάνοια ή την αγάπη, καθώς είπατε; Ποιο από τα τρία αυτά είναι το μεγαλύτερον και το ζητούμενο; Τι λέτε εσείς, π. Ισαάκ;
- Και τα τρία, που είπατε, αποκρίθηκε ο Γέροντας, είναι το ίδιο πράγμα. Είναι, όπως τα αναφέρει, με άλλην διατύπωσιν, και ο Απόστολος Παύλος: «Νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα∙ μείζων δε τούτων η αγάπη» ( Α΄Κορ. ΙΓ΄13 ) . Και τα τρία αυτά είναι αντίστοιχα με τα όσα είπατε. Συγκεκριμένα: η πίστη αναλογεί προς την ταπεινοφροσύνην της διανοίας, ώστε να μη νομίζει ότι τα ξέρει και τα κατανοεί όλα. Η ελπίδα αντιστοιχεί με την μετάνοια, ώστε να γνωρίζη ο άνθρωπος ότι η σωτηρία του κερδίζεται μόνον όταν αλλάξουμε μυαλά και τρόπον ζωής και τέλος η αγάπη, που είναι το μείζον όλων, μας συνδέει με τον Θεόν, γιατί αυτό το μέγα μυστήριον και η ανίκητη δύναμη της αγάπης, είναι αυτό, που δίνει συνεχώς ο Θεός στον άνθρωπον και αυτό το δώρον πρέπει να αντιπροσφέρη και ο άνθρωπος στον Θεόν. Είναι αυτό που λέγει και η Εκκλησία την ώρα της Θείας Λατρείας: «Τα Σα εκ των Σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Είναι ο Άρτος και ο Οίνος της δικής του θυσιαστικής αγάπης. Αυτή, η αγάπη, και μόνον αυτή, είναι αρκετή να κατακαλύψη θριαμβευτικά τα σύμπαντα. Πρέπει όμως να είναι αληθινή, γνήσια, θυσιαστική αγάπη, που δεν λογαριάζει τίποτε και ξέρει να προσφέρη τα πάντα…

«Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν»

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ


Άλλον Γέροντα ζητούσαμε και άλλον βρήκαμε. Πήγαμε μαζί με τον φίλο μου τον Γιάννη να συναντήσουμε τον π.Γερβάσιον, αλλά έλειπε στην αγρυπνία κοντινού Μοναστηριού. Βρήκαμε όμως τον π. Γεώργιον, που πήγε και αυτός στον Γέροντα Γερβάσιον και , αφού δεν τον βρήκε, κάθησε στην αυλή και απολάμβανε το κέρασμα, που του φέρανε οι υποτακτικοί του, κάτω από την μεγάλη κληματαριά. Καθήσαμε κι εμείς μαζί του και, μέχρι να ‘ρθουν και τα δικά μας κεράσματα, πιάσαμε κουβέντα και μας μίλησε για το κέρασμα των μοναστηριών και τη σημασία της ευλογίας.
-Να δίνετε, παιδιά μου, να δίνετε , ό,τι μπορείτε, μας είπε. Δεν μπορείτε να φαντασθήτε τι μεγάλη σημασία έχει το να δίνη κανείς αυτό, που μπορεί. Λίγα μπορεί, λίγα να δίνη. Πολλά μπορεί, πολλά να δίνη. Σημασία έχει να δίνουμε συνεχώς. Δεν είναι μόνον τα χρήματα και τα υλικά πράγματα η ευλογία. Ακόμα και ένα λουλούδι, μια ευχή, ένα ποτήρι νερό, μια κουβέντα χρήσιμη. Ό, τι μπορεί ο καθένας και έχει πρόχειρο. Σημασία έχει να δίνουμε. Γιατί αυτό κάνει ο θεός και, όποιος δίνει, μιμείται τον Θεόν, που δίνει συνεχώς τις ευλογίες του «επί δικαίους και αδίκους». Δεν είναι η ανάγκη , που πρέπει να καλυφθή, αλλά η αγάπη, που πρέπει να φανερωθή και με πρακτικές ενέργειες και όχι για το «θεαθήναι τοις ανθρώποις». Γιατί άλλο πράγμα είναι η φιλανθρωπία για τους δυστυχούντες και άλλο η ευλογία προς όλους. Την φιλανθρωπία μπορούν να την κάνουν και αυτοί, που δεν πιστεύουν και δεν αγαπούν. Την κάνουν για διάφορους άλλους λόγους. Για να φανούν, για να ακουστούν, ακόμα και για να κερδίσουν από την φιλανθρωπία τους. Την ευλογία όμως την κάνουν μόνο οι πιστοί. Αυτοί, που πιστεύουν και εκδηλώνουν την πίστη τους με αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι ο αληθινός καρπός της πίστεως. Αν δεν έχεις αγάπη ούτε πίστη έχεις αληθινή. Γιατί ευλογία σημαίνει την δύναμη του λόγου, που εκδηλώνεται σαν πράξη ευεργεσίας για όλους και για όλα. Και για τους ανθρώπους, και για τα άψυχα ακόμα.
- Αυτό δεν το είχα σκεφθή ως τώρα πάτερ μου, είπε ο Γιάννης. Ενόμιζα ότι με την φιλανθρωπία καλύπτονται όλα. Μου αρκούσε ο ελεημοσύνη.
- Η ελεημοσύνη, και γενικά η φιλανθρωπία, μπορεί να γίνεται με τους ανθρώπους ,απάντησε ο π.Γεώργιος. Αυτή είναι και η έννοια της φιλανθρωπίας. Πρέπει να βοηθούμε κάθε άνθρωπο, που έχει ανάγκη. Έπεσε; Να τον σηκώσουμε. Πεινάει; Να τον θρέψουμε. Διψάει; Να τον ποτίσουμε. Αυτό είναι γενικό χρέος μας προς τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν κάποιαν άμεση ανάγκη. Με τον Θεόν όμως τι γίνεται; Η θεοφιλία δεν είναι το αντίστοιχον της φιλανθρωπίας. Γιατί, τι έχουμε δικό μας, για να το δώσουμε στον Θεόν; Όλα, τελείως όλα τα καλά είναι δικά του.
- Γι’ αυτό λέμε στην Εκκλησία, την ώρα της Θείας Λειτουργίας, «Τα Σα εκ των Σων σοι προσφέρομεν, κατά πάντα και δια πάντα»; είπε ο φίλος μου.
- Η έκφρασις «τα Σα εκ των Σων» ,συνέχισε ο π.Γεώργιος, που λέγεται κατά την προσκομιδή των Τιμίων Δώρων, δηλαδή τον άρτον και τον οίνον, για να μετουσιωθούν σε σώμα και αίμα του Χριστού, τα οποία θα μεταλάβουν οι πιστοί, έχει αυτό το συγκεκριμένον νόημα του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Η λειτουργική αυτή πράξη ολοκληρώνεται με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας∙ αυτό που ο λαός ονομάζει Θεία Λειτουργία. Η φράση αυτή όμως έχει ευρύτερη και γενικότερη σημασία. Γίνεται , μπορεί και πρέπει να γίνεται, και από κάθε Χριστιανό στην προσωπική ζωή του. Να πη και να πράξη την ίδια προσκομιδή του εαυτού του και των δικών του προσωπικών δώρων προς τον Θεόν…

Πριν διαβάσεις το Ευαγγέλιο

ΕΝΑ ΔΩΡΟΝ, ΠΟΥ ΔΩΡΙΖΕΤΑΙ ΧΩΡΙΣ
ΝΑ ΛΙΓΟΣΤΕΥΗ



- Την συμβουλή αυτή, μου είπε, την δίνει ο ουρανοβάμωρ Μ. Βασίλειος και προσθέτει ότι, κάθε φορά, που ανοίγει στην γη ένα Ευαγγέλιον σπεύδουν μυριάδες Αγγέλων και σκύβουν πάνω από το Ευαγγέλιον όχι για να μάθουν το περιεχόμενόν του, που το γνωρίζουν καλώς, αλλά για να δεχθούν την ευλογία και την χάριν, που ακτινοβολεί και δωρίζει ,και χαίρονται την απερίγραπτη αυτή χαρά του θείου λόγου. Γιατί μας γεμίζει με το έλεός του και την αγάπη του.
Την ημέρα κείνη, που συζητούσαμε για το θέμα αυτό, μας διέκοψαν κάποιοι απρόσμενοι επισκέπτες και δεν μπόρεσα να ρωτήσω περισσότερα. Ο Γέροντας όμως, γεμάτος αγάπη και διάκριση, μου έστειλε το κείμενον μιας τέτοιας προσευχής, την οποίαν έλεγε ο ίδιος πάντοτε, πριν ανοίξη το Ευαγγέλιον. Την παραθέτω στην συνέχεια, ώστε να την γνωρίσουν και άλλοι και να την λένε, πριν ανοίξουν το ιερόν βιβλίον του Ευαγγελίου και πιστεύω ότι όλους μπορεί να τους βοηθήση. Είναι σύντομη και ουσιαστική και μοιάζει σαν την φλόγα του κεριού της Αναστάσεως, που προαναφέραμε. Την δίνης χωρίς και να την στερηθής. Το μικρόν αυτό κείμενον, που μου έστειλε με κάποιον κοινόν φίλον μας, αναφέρει τα εξής:
- Φίλτατε, για την επίκληση πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου, σου αποστέλλω δια χειρός του αγαπητού μας φίλου Χ. τα λόγια της προσευχής ,που λέγω εγώ, και μπορείς κι εσύ να λες, και η εξ ύψους βοήθεια θα είναι μεγάλη. Χρόνια πολλά λέγω την ίδια προσευχή πριν ανοίξω το Ευαγγέλιον και παρακαλώ:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του Ζώντος, ελέησον ημάς και τον κόσμον σου άπαντα.
«Ήμαρτον σοι, Κύριε, συγχώρησέ με και ελέησέ με» ( τρεις φορές)
«Σε ευχαριστώ ,Χριστέ μου, και σε δοξάζω πάντων ένεκεν» (τρεις φορές ).
«Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισε την καρδιά μου και την σκέψη μου, να κατανοήσω το θείον σου θέλημα και βοήθησέ με να το πραγματοποιώ πάντοτε λόγω, έργω και διανοία»
«Πρεσβείαις της Παναχράντου σου Μητρός και πάντων των Αγίων, ελέησέ με ως Φιλάνθρωπος Θεός. Αμήν».
Την προσευχή αυτή , γράφει, πρέπει να την συνοδεύουμε ευλαβικά με τρία σταυροκοπήματα και τρεις γονυκλισίες, αν μπορούμε»…

Από το βιβλίο: «Π.Μ.ΣΩΤΗΡΧΟΣ
ΤΙ ΖΗΤΑ Ο ΘΕΟΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΜΑΣ
(Ορθόδοξοι Διάλογοι με Γέροντες Ασκητές)»
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ»

"Πνευματικός αγώνας"-Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου

Αν δεν εξηγής ,θα σε δικαιώση ο Θεός

- Γέροντα, πολλές φορές ,όταν μου κάνουν μια παρατήρηση ,νομίζω πως πρέπει να δώσω εξηγήσεις, και λέω: « ναι, έτσι είναι, αλλά… » .
- Τι το θέλεις το « αλλά » ; Το « αλλά » δεν έχει … αλάτι και όλα τα αλλοιώνει με την κακή έννοια. Να λες: « Ευλόγησον, με την ευχή σου άλλη φορά θα προσέχω » .
- Γέροντα, όταν κάποιος βγάλη ένα λανθασμένο συμπέρασμα για μια ενέργειά μου, χρειάζεται να εξηγήσω πώς κινήθηκα;
- Αν έχης πνευματική δύναμη , δηλαδή ταπείνωση, να δεχτής ότι έφταιξες και να μη μιλήσης. Άφησε να σε δικαιώση ο Θεός. Αν δεν μιλήσης εσύ, θα μιλήση μετά ο Θεός. Βλέπεις ο Ιωσήφ, όταν τα αδέλφια του τον πούλησαν, δεν είπε: « Είμαι αδελφός τους . δεν είμαι δούλος. Ο πατέρας μου με αγαπούσε πιο πολύ από όλα τα παιδιά του » . Δεν μίλησε, και μετά μίλησε ο Θεός και τον έκανε βασιλιά. Το νομίζεις, δεν πληροφορεί ο Θεός; Και αν ο Θεός για το συμφέρον σου δείξη την αλήθεια, καλά. Αν όμως δεν την δείξη, πάλι για το συμφέρον σου θα είναι. Όποτε σε αδικεί κάποιος , να σκέφτεσαι ότι δεν σε αδικεί από κακία, αλλά επειδή έτσι είδε τα πράγματα. Ύστερα, αν δεν έχη κακία, ο Θεός θα τον πληροφορήση, θα καταλάβη ότι αδίκησε και θα μετανοήση. Μόνον όταν υπάρχει κακία δεν πληροφορεί ο Θεός, γιατί η συχνότητα στην οποία εργάζεται ο Θεός είναι ταπείνωση- αγάπη.
- Κάνει , Γέροντα, να ζητάω εξηγήσεις μετά από μία παρεξήγηση;
- Χάλασε ο λογισμός σου;
- Όχι.
- Αν δεν χάλασε ο λογισμός σου , δεν χρειάζεται να σου εξηγήση ο άλλος. Αν χάλασε ο λογισμός σου, καλό είναι να δοθεί μία εξήγηση , για να μην χαλάση περισσότερο.
- Γέροντα, αν δεν εξηγής, για να δικαιολογήσης τον εαυτό σου, αλλά λες πώς αντιμετώπισες ένα περιστατικό ,πώς κινήθηκες κ.λ.π.;
- Δεν χρειάζεται . Καλύτερα να λες « ευλόγησον » και να μην εξηγής. Εκτός αν σου ζητήσουν να δώσης εξηγήσεις. Τότε ταπεινά να πης πώς έγινε.
- Δηλαδή , Γέροντα, πότε πρέπει να εξηγή κανείς;
- Όταν πρόκειται να για παρεξήγηση που αφορά άλλους, τότε επιβάλλεται να εξηγήση κανείς, για να βοηθήση μια κατάσταση. Ή όταν είναι κανείς ευαίσθητος, έχη και λίγο εγωισμό και μπορεί να καμφθή, αν δεν μιλήση ,τότε καλύτερα είναι να εξηγήση πώς κινήθηκε.
- Μερικές φορές, Γέροντα, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την δικαιολογία από την εξήγηση.
- Η δικαιολογία δεν φέρνει ανάπαυση στην ψυχή, ενώ η εξήγηση φέρνει ανάπαυση και ειρήνη.

Από το βιβλίο «Πνευματικός αγώνας »
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

"Πνευματική αφύπνιση"-Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου

Αγαθή διάθεση

- Γέροντα, τι θα γίνουν οι άνθρωποι που έχουν καλωσύνη αλλά δεν πιστεύουν;
- Νομίζεις ότι δεν πιστεύουν; Αλλά ας πούμε ότι δεν πιστεύουν. Όταν ήταν μικροί, η μάνα τους δεν τους κοινωνούσε; Αλλά και να μην τους κοινωνούσε , δεν βαφτίσθηκαν, δεν μυρώθηκαν; Δεν είναι γεννημένοι από ορθόδοξες και βαφτισμένες μάνες; Ε, αυτούς τους ανθρώπους που έχουν καλωσύνη, θα δης, ο Καλός Θεός θα τους βολέψη με κάποιο τρόπο, είτε με δοκιμασίες είτε με μια αρρώστια είτε με ταλαιπωρίες είτε με έναν σεισμό είτε με έναν κεραυνό είτε με έναν κατακλυσμό είτε με έναν λόγο κ.λ.π. , και τελικά θα τους πάη στον Παράδεισο. Πολλές φορές ίσως παρουσιασθή και ένας Άγιος ή ένας Άγγελος σε έναν τέτοιο άνθρωπο .παρόλο που δεν δικαιούται αυτήν την μεγάλη ευλογία. Μπορεί όμως να το κάνη και αυτό ο Χριστός ,αφού πρώτα χρησιμοποιήση όλα τα άλλα. Αλλά συχνά τι παθαίνουν οι άνθρωποι αυτοί; Πηγαίνει ο διάβολος και τους ξεγελάει και πολλοί , οι καημένοι , πλανιούνται , γιατί αρχίζει ο διάβολος να τους λέη: « Α, εσένα σου έδειξε τέτοιο μεγάλο θαύμα ,γιατί μπορείς να σώσης τον κόσμο » . Και ο ταλαίπωρος δεν λέει: « Θεέ μου, πώς να Σε ευχαριστήσω; Εγώ δεν ήμουν άξιος για τέτοια χάρη » . Αντί δηλαδή να νιώση συντριβή , δέχεται τους λογισμούς που του φέρνει ο διάβολος και υπερηφανεύεται . Μετά ξαναπηγαίνει ο διάβολος και του στήνει « τηλεόραση », του δείχνει Αγγέλους, Αγίους και του λέει: « Εσύ θα σώσης την οικουμένη » . Αν αυτός ο άνθρωπος συνέλθη, πάλι ο Καλός ο Θεός θα τον βοηθήση.
Πάντως να μην ξεχνούμε ότι όλοι έχουμε κληρονομιά από τον θεό ,για αυτό σε όλους τους ανθρώπους στο βάθος υπάρχει καλωσύνη . Ο διάβολος όμως όλα τα μολύνει. Μερικοί έχουν διατηρήσει αυτήν την καλωσύνη ,έστω κι αν δεν ζουν κοντά στην Εκκλησία. Ε, αυτούς θα τους βολέψη ο Θεός. Για αυτό, όταν βλέπετε άνθρωπο να έχη παρασυρθή και να έχη αμαρτωλή ζωή, αλλά να είναι πονόψυχος – βλέπει λ.χ. έναν άρρωστο και ραγίζει η καρδιά του, έναν φτωχό και τον βοηθάει – από εκεί να καταλάβετε ότι αυτόν δεν θα τον αφήση ο Θεός , θα τον βοηθήση. Και όταν βλέπετε έναν άνθρωπο απομακρυσμένο από τον Θεό να είναι σκληρός , άσπλαχνος κ.λ.π. ,τότε πρέπει να κάνετε μέρα- νύχτα προσευχή, να κάνη « αποβίβαση » ο Θεός στην καρδιά του , για να πάρει στροφή.
Τα κρίματα του θεού είναι άβυσσος. Ένα πράγμα ξέρω: όσοι ζουν κοσμική ζωή , γιατί δεν βοηθήθηκαν , αλλά παρασύρθηκαν ή και σπρώχθηκαν στο κακό , ενώ είχαν καλή διάθεση , αυτοί συγκινούν τον Θεό και ο Θεός θα τους βοηθήση. Θα χρησιμοποιήση διάφορους τρόπους ,να βρουν τον δρόμο τους . Δεν θα τους αφήση. Ακόμη και την ώρα του θανάτου θα τους οικονομήση να βρίσκωνται σε καλή κατάσταση.

Από το βιβλίο «Πνευματική αφύπνιση»
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β’
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

" Γνώμες αγίων Πατέρων"

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

- Θέλεις να μην ακούς κακά σε βάρος σου; Τότε λοιπόν ούτε συ μη λες κακά σε βάρος του άλλου. Θέλεις να σε ελεούν; Τότε και συ κάνε ελεημοσύνες. Θέλεις να τύχης συγγνώμης; Τότε και συ δίδε συγχώρεση.
- Ο Θεός ανταποδίδει τις αμοιβές όχι ανάλογα με τα κατορθώματα ,που επιτυγχάνουμε, αλλά ανάλογα με την προσπάθεια εκείνων που αγωνίζονται να κατορθώσουν κάτι.
- Είναι προτιμότερο να μη γνωρίζουμε κάτι καλά, παρά να το μάθουμε κακά.
- Δεν πρέπει να κλαίμε τόσο εκείνον που πάσχει απλά από γάγγραινα, όσο εκείνον που πάσχει απ’ αυτή και είναι πεσμένος στο κρεβάτι του πόνου χωρίς καμιά περιποίηση.
- Τέτοιο μέγεθος έχει η Εκκλησία, ώστε όταν πολεμείται νικά και υπερισχύει των εχθρών της και όταν υβρίζεται γίνεται λαμπροτέρα.
- Ο ιερέας , και αν ρυθμίσει καλά τη δική του ζωή, δεν φροντίζει όμως και για τη ζωή του ποιμνίου του με την ίδια επιμέλεια , θα πάει με τους κακούς στη γέενα του πυρός.
- Ο Θεός, μες το να μην ανταμείβει εδώ στη γη όλους τους καλούς ,επιβεβαιώνει τη διδασκαλία για τη Μέλλουσα Κρίση με το να τιμωρεί δε μερικούς πριν τη Μέλλουσα Κρίση, ξυπνάει εκείνους που κοιμούνται το βαθύ ύπνο της αδιαφορίας.
- Η εξουσία της ιεροσύνης είναι πολύ μεγαλύτερη από τη βασιλική εξουσία, και μάλιστα τόσο μεγαλύτερη, όσο διαφέρει το σώμα από την ψυχή.
- Όσο ο ουρανός είναι καλύτερος από τη γη, τόσο και η ευφορία ( ευτυχία ) της γης είναι μικρότερη από αυτή του ουρανού.
- Όσο εύκολο είναι σε μας να κινήσουμε μια μικρή ζυγαριά, το ίδιο εύκολο είναι για τον Θεό να εξαφανίσει το παν και να το δημιουργήσει πάλι.
- Επιδιώκετε και τον αγιασμό και την καθαρότητα της καρδιάς από κάθε πάθος. Διότι, χωρίς τον αγιασμό, χωρίς την σωφροσύνη, κανείς δεν θα αξιωθεί να δει τον Κύριο.
- Με εκατό δηνάρια αντιστοιχούν οι αδικίες που οι άλλοι διέπραξαν σε βάρος μας εδώ στη γη, ενώ τα αμαρτήματα που διαπράξαμε εμείς στον Θεό αντιστοιχούν με αμέτρητα τάλαντα… ]

Από το βιβλίο " Γνώμες αγίων Πατέρων"
+ Κυρίλλου Ιερομόναχου

Καθηγουμένης Θεολογίας Μοναχής: Γυναίκα-Ιεροσύνη

Γυναίκα-Ιεροσύνη.

Δεν δίστασε ακόμη η χειραφετημένη γυναίκα να διεκδικήσει για τον εαυτό της και το αξίωμα της Ιεροσύνης.

Βέβαια η αναίδεια της αυτή οφείλεται στην άγνοια της φύσης αυτού του χαρίσματος. Διατείνει ότι και στον τομέα αυτό αδικείται. Αν είχε αληθινό ενδιαφέρον να μάθει τι είναι αυτό που διεκδικεί, θα μάθαινε από την διδασκαλία της Εκκλησίας πως η Ιεροσύνη δεν είναι δικαίωμα, αλλά χάρισμα του Θεού στον άνδρα. Όχι όμως σε όλους τους άνδρες, γιατί υπάρχουν και τυπικά κωλύματα Ιερωσύνης. Αλλά ενώ οι άνδρες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παρόλο που το φύλο τους δεν τους εμποδίζει, δεν θέλουν να προσέλθουν στην Ιεροσύνη, γιατί γνωρίζουν το μέγεθος των ευθυνών και των στερήσεων, οι γυναίκες, επιπόλαια σκεπτόμενες, διεκδικούν την Ιερωσύνη, τη στιγμή που η Εκκλησία αρνείται κατηγορηματικά. Και αυτό, όχι γιατί η γυναίκα είναι κατώτερη ή ανάξια, ωσάν όλοι οι άνδρες άξιοι να γίνουν ιερείς- αντίθετα πολλές φορές έχομε ανάξιους ιερείς που μεταδίδουν ωστόσο την αγιαστική χάρη των Μυστηρίων σε άγιες γυναίκες- αλλά γιατί η γυναίκα έχει λειτουργική διαφορά από τον άνδρα.

Τα πράγματα είναι απλά. Στη δημιουργία πλάστηκε ο όλος άνθρωπος. ‘‘Άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς Θεός’’. Και με την πτώση έπεσε ο όλος άνθρωπος. Πρώτα η γυναίκα και ύστερα ο άνδρας. Στην αναδημιουργία, δηλ. στην Ενσάρκωση του Χριστού για τη σωτηρία του κόσμου, συμμετέχουν και τα δύο φύλα. Η ανδρική στο πρόσωπο του Χριστού και η γυναικεία στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Αλλά αυτή τη φορά ο άνδρας προέρχεται από τη γυναίκα, και μάλιστα Παρθένο, που με την τέλεια υπακοή της στο θέλημα του Θεού διόρθωσε την παρακοή της προμήτορας Εύας. Ο Χριστός μοίρασε τους ρόλους. Την ιεροσύνη κράτησε για τον άνδρα και το ρόλο της πνευματικής βοηθού και συντρόφου τον έδωσε στη γυναίκα. Καθώς και απαρχής πλάστηκαν. Η γυναίκα δηλαδή ως βοηθός του άνδρα. Η διαφορά είναι καθαρά λειτουργική. Ακόμη , αν λάβουμε υπ’ όψη μας πως εκείνο που σώζει τον άνθρωπο είναι ο πρσωπικός του αγώνας και η συμμετοχή του στα Άγια Μυστήρια που επιτελεί ο ιερέας και ότι αυτός ο αγώνας είναι βασικό χρέος και για τον ίδιο τον ιερέα, αφού ούτε ο ίδιος σώζεται απλά και μόνο γιατί είναι ιερέας, τότε γίνεται φανερό πως η διεκδίκηση της Ιερωσύνης από τη γυναίκα είναι άλλη μία απόδειξη πως η σύγχρονη γυναίκα θέλει να δοκιμάσει τα πάντα. Όπως και τότε στον Παράδεισο, ενώ δεν της έλειπε τίποτα, εκείνη επεθύμησε τον απαγορευμένο καρπό. Η δισχιλιετής πράξη της Εκκλησίας αυτό μας παρέδωσε. Αν κάποια γυναίκα μπορούσε να ιερωθή, αυτή θα έπρεπε να ήταν η Παναγία Μητέρα του Χριστού. Όμως ο Χριστός αναθέτει την Ιερωσύνη στους μαθητές Του, τους δίνει Πνεύμα Άγιο γι’ επιθέσεως των χειρών και δεν κάνει το ίδιο για την Μητέρα Του, που ήταν ‘‘ καθαρωτέρα λαμπηδόνων ηλιακών’’ και που, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, κατέχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος. Παραδίνει την Ιεροσύνη στον Παύλο, ο οποίος, προτού συναντήσει τον Ιησού στο δρόμο της Δαμασκού, ‘‘ καθ’ υπερβολήν εδίωκε’’ τους Χριστιανούς, και όχι στην Κεχαριτωμένη Μητέρα Του.

Και υπό άλλη έννοια: ο Θεός έπλασε τη γυναίκα από την πλευρά του άνδρα. Έτσι λέει η Γραφή. Και ο Χριστός ανέπλασε την γυναίκα πάλι μέσα από τον άνδρα, που της μεταδίδει ως ιερέας την αγιαστική χάρη των Μυστηρίων.

Οι γυναίκες οφείλομε να σεβαστούμε την Παράδοση της Εκκλησίας. Μπορεί να μη γνωρίζομε πως σκέφτεται ο Θεός- άλλωστε ‘‘ τις έγνω νούν Κυρίου;’’- αλλά δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Θεό ως άδικο. ΄΄Η δικαιοσύνη του, δικαιοσύνη εις τον αιώνα’’, λέει η Γραφή και ξεπερνάει την ανθρώπινη δικαιοσύνη και λογική. Πως εξηγείται ανθρώπινα να πληρώνεται τον δίκαιο μισθό του ο εργάτης της πρώτης ώρας και τον ίδιο μισθό να παίρνει και ο της ενδεκάτης; Δεν δείχνει αυτό της υπέρ άνθρωπον δικαιοσύνη και λογική του Θεού;

Αν λοιπόν δεχόμαστε την δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό διά του Χριστού, δεχόμαστε και όσα μας παρέδωσε η Εκκλησία του Χριστού. Αν δεν δεχόμαστε Θεό δημιουργό, κυβερνήτη του σύμπαντος και μελλοντικό Κριτή της οικουμένης, ιδρυτή της Εκκλησίας και των Ιερών Μυστηρίων, γιατί μας απασχολεί το λειτούργημα της Ιεροσύνης; Ποιο νόημα έχει για μας η Ιεροσύνη;

Αν όμως δεχόμαστε ότι τα πάντα οικονόμησε ο Θεός για τον άνθρωπο και τη σωτηρία του , τότε εμπιστευόμαστε και τη λογική Του και τις ευεργεσίες Του και τις εντολές Του και υποτασσόμαστε στη Τάξη της Εκκλησίας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες.

Τελευταία ακούστηκαν και άλλα εξωφρενικά. Προτείνουν οι σύγχρονες φεμινίστριες να γίνονται γυναίκες Κληρικοί και να καταλαμβάνουν θέσεις Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων , Παπών, Μητροπολιτών κτλ. Οποία φαιδρότης! Οι συντάκτες αυτού του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά του οποίου η Εκκλησία της Ελλάδος υπέβαλε ένσταση, φανερώνουν ότι δεν υποπτεύονται καν τον θεοσύστατο χαρακτήρα της Εκκλησίας , ότι η Χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός, όπου πρυτανεύει ο νόμος τους Ευαγγελίου , για τον οποίο ο Χριστός είπε ‘ ‘ιώτα έν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται’’ (Ματθ. 5,18 ). Άρα θα γίνονται έτσι στο διηνεκές , μέχρι της συντέλειας . το ζητούμενο όμως δεν είναι αν θα γίνομε ανώτεροι ή κατώτεροι Κληρικοί , αλλά αν θα σωθούν οι ψυχές μας. γιατί όταν θα κλείσει η αυλαία αυτού του κόσμου , ούτε οι Πατριάρχες ούτε οι Πάπες θα φοράνε μίτρες και εγκόλπια, αλλ’ όλοι γυμνοί και τετραχηλισμένοι θα αναμένομε την αθωωτική ή καταδικαστική ψήφο του Κριτή για τα πεπραγμένα μας. Το χρέος μας είναι να αγιάσουμε τις ψυχές μας.

Κείμενο: Καθηγουμένης Θεολογίας Μοναχής
Από το βιβλιαράκι: Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Ιερά μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης.

Μοναχού Μαρκέλλου Καρακαλινού:Η δημιουργία των Αγγέλων

Οι άγγελοι είναι το πρώτον δημιούργημα του Θεού. Τους εδημιούργησε εκ του μηδενός και τους έκαμε κατά την ιδικήν του εικόνα και ασώματον δύσιν. Ο Δαβίδ λέγει: «ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα» (Ψαλ.103,4). Εις τους λόγους αυτούς φαίνεται η ευκινησία, η θεία φλόγα και η ταχύτητα να πράξουν το θείον θέλημα. Κατά τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν «Ο άγγελος είναι ύπαρξις πνευματική, αεικίνητος, ελευθέρα, ασώματος, που υπηρετεί τον Θεόν, και κατά χάριν έχει λάβει εις την ψύσιν της την αθανασίαν, που το σχήμα και την κατάσταση αυτής της υπάρξεως μόνον ο Κτίστης γνωρίζει».(5)

Ο Άγγελος είναι φύσις λογική , πνευματική και ελευθέρα. Επειδή όμως είναι φύσις που έχει δημιουργηθεί , είναι μεταβλητή. Έχει δηλαδή το αυτεξούσιον και την δυνατότητα να παραμένει εις το αγαθό και να προοδεύει εις αυτό, αλλά και να κατευθύνει εις το κακόν. Δεν έχουν την δυνατότητα να μετανοήσουν , διότι είναι ασώματοι. Ο άνθρωπος όμως μπορεί να μετανοήσει λόγω της ασθένειας του σώματός του. Ο άνθρωπος έχει το κατ’ εικόνα Θεού ισχυρότερον , από τους Αγγέλους επειδή έχει σώμα, «αλλά αν και έχομε το ‘‘ κατ’ εικόνα’’ περισσότερον από τους Αγγέλους, υστερούμε ωστόσο πού ως προς το ‘‘καθ’ ομοίωσιν του Θεού’’, και μάλιστα τώρα, από τους αγαθούς αγγέλους». (6)

Οι Άγγελοι είναι δεύτερα πνευματικά φώτα και παίρνουν τον φωτισμόν από το άναρχον και άκτιστον φώς της Αγίας Τριάδος. Είναι περιωρισμένοι εις τον χώρον. Δηλαδή όταν είναι εις τον ουρανόν , δεν ευρίσκονται και εις την γήν. Και όταν αποστέλλωνται από τον Θεόν προς διακονίαν εις την γήν, δεν παραμένουν και εις τον ουρανόν.

Διαμένουν εις τον ουρανόν και έχουν έργον να υμνούν και να δοξάζουν τον Άγιον Θεόν και να υπηρετούν το θείον θέλημά του. Όταν εμφανίζονται εις τους αξίους ανθρώπους εις τους οποίους ο Θεός θα θελήσει να παρουσιασθούν, εμφανίζονται όχι όπως είναι , αλλά με μορφήν που ημπορούν να τους βλέπουν οι άνθρωποι. Τα μυστήρια της οικονομία του Θεού διά την σωτηρία του ανθρώπου τα φανερώνουν οι Άγγελοι , όχι διότι ο Θεός δεν ημπορεί να επαρκέσει εις αυτό και έχει ανάγκη από τας υπηρεσίας των , αλλά επειδή οι ίδιοι οι Άγγελοι , κατά τον Απόστολον Πέτρον «επιθυμούσι παρακύψαι» (Α΄Πέτρ.α΄12). διά τον πεπερασμένον και αμαρτωλόν άνθρωπον είναι περισσότερον προσιτή η επικοινωνία με τους Αγγέλους, παρά με τον ίδιον τον Θεόν «καθίσταται ευχερεστέρα δι’ ημάς και περισσότερον προσιτή διά της μεσολαβήσεως ομοίων μεν προς ημάς και πεπερασένων ως ημείς , αλλ’ αγνοτέρων και καθαρωτέρων και εγγυτέρων προς τον Θεόν δημιουργημάτων». (7)

Είναι δυσκολοκίνητοι προς το κακόν και όχι ακίνητοι «τώρα όμως είναι και ακίνητοι όχι εκ φύσεως, αλλά κατά χάριν και λόγω της προσηλώσεως των εις το μέσον αγαθόν , τον Θεόν . Βλέπουν τον Θεόν κατά το μέτρον της δυνατότητος των και έχουν αυτήν την θέαν ως τροφήν». (Cool

5. Ιωάν. Δαμασκηνού Έργα ΕΠΕ , Τόμος 1 , σελ 143.
6. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Φιλοκαλία , Τόμος Δ , σελ 318.
7. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική , Τόμος 11, σελ 432.
8. Ιωάν. Δαμασκηνού , ενθ’ ανωτ. σελ. 149

Η αποστασία του εωσφόρου και των αγγέλων αυτού.

Ο Εωσφόρος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της λαμπρότητός του. Όταν όμως , ένεκα της υπερηφανείας , αυτός και οι άγγελοι του απεστάτησαν από τον Θεόν , έγιναν σκότος. Αυτή είναι η πρώτη τιμωρία της αμαρτίας, η οποία εδόθη εις τον αποστάτην Εωσφόρον και εις τους συντρόφους του δαίμονας. Με την απομάκρυσιν των από τον Θεόν έγιναν δημιουργοί της κακίας την οποίαν μετέφεραν και εις τον άνθρωπον.

Ο Μέγας Αθανάσιος και άλλοι πατέρες ευρίσκουν συμβολισμόν της πτώσεως του σατανά εις εκείνα που λέγονται διά την έπαρσιν του βεσιέως της Βαβυλώνος∙ «Πως εξέπεσν εκ του ουρανού , ο εωσφόρος ο πρωΐ ανατέλλων; Συ δε είπας εν τη διανοία σου∙ εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου και έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Ησ. ιδ΄, 12-13).

Είναι πολύ χρήσιμο να εξετάσωμε με ακρίβειαν ποίαν κατάστασιν είχον οι δαίμονες πρίν αμαρτήσουν και ποίαν μορφήν έλαβον μετά την αμαρτίαν. Οι άγγελοι είναι το πρώτον δημιούργημα του Θεού. Ο Αγιος Θεός τους επροίκησε με όλα τα χαρίσματα της αΰλου φύσεως των. Είχαν την δυνατότητα να δεχθούν τα υπερφυσικά δώρα της θείας χάριτος. Είχαν υπερβολική ωραιότητα και μεγάλην δύναμιν. Ήσαν στολισμένοι με όλα τα αγαθά και με όλας τας αρετάς διά να είναι πάντοτε μακάριοι.

Αλλά ποίαν ευγνωμοσύνη ανταπέδωκαν εις τον κτίστην τους, ένα μέρος εξ αυτών ,οι οποίοι επανεστάτησαν και δεν υποτάσσονται πλέον εις τον Θεόν; Την ελευθερίαν του αυτεξουσίου που τους έδωκεν ο Θεός την εχρησιμοποίοησαν εναντίων του θείου υθελήματος.

Ο Άγιος Θεός βλέποντας την αχαριστίαν αυτήν και ανυποταξίαν των διαιμόνων τους εγκρέμισεν όλους εις την άβυσσον . «Τους αγγέλους , που δεν εφύλαξαν το υψηλό τους αξίωμα, αλλ’ εγκατέλιπον την εν ουρανοίς κατοικίαν των και ζωήν, τους έχει φυλάξει διά να δικασθούν κατά την μεγάλην ημέραν της παγκοσμίου κρίσεως δεμένους υπό σκότος πνευματικόν και παντελή άγνοια της θείας χάριτος και αληθείας με δεσμά αιώνια , που δεν θα συντριβούν ποτέ» (Επιστολή Ιούδα, στόχος 6).

Ο διάβολος δεν εδημιουργήθη πονηρός εκ φύσεως αλά ήταν αγαθός και δεν είχε μέσα του καμμίαν κακίαν από τον Δημιουργόν. Επειδή όμως δεν εδέχθη τον φωτισμόν και την τιμην , που του εχάρισεν ως δώρον ο Άγιος Θεός, κατόπιν ελευθέρας εκλογής μετεβλήθη από την φυσικήν του κατάστασιν εις την παρά φύσιν.

Υπερηφανεύθη απένατι του Θεού. Επανεστάτησε εναντίων του Θεού που τον εδημιούργησε και συμπαρέσυρε και τους αγγέλους που υπετάγησαν εις αυτόν. Απεμακρύνθη από τα αγαθόν και κατέλξεν εις το κακόν. Το αγαθόν είναι το πνευματικόν φώς∙ το δε κακόν είναι το πνευματικόν σκότος. Έτσι ο διάβολος αν και εδημιουργήθη από τον Δημιουργόν ως φώς, εν τούτοις έγινε σότος με την ελευθέραν θέλησίν του. Και το άπειρον εκείνο πλήθος των αγγέλων που ήσαν υπό τας διαταγάς του, απεχωρίσθη μαζύ του από τον Άγιον Θεόν και τον ηκολούθησε και ωδηγήθη εις τηνπτώσιν.

Κάθε κακίαν , καθώς και όλα τα ακάθαρτα πάθη είναι εφεύρεσιν των δαιμόνων. Έχει επιτραπή βέβαια εις αυτούς να πειράζουν τον άνθρωπον , αλλά δεν έχουν την δύναμιν να εκβιάζουν κάποιον. Από τον άνθρωπον εξαρτάται εάν θα δεχθή την επίθεσιν ή όχι διά τούτο έχει ετοιμασθή διά τον Διάβολον και τους δαίμονας του και δι’ αυτούς που τον ακολουθούν , το άσβεστο πύρ και η αίωνιος κόλασις (Ματθ. κε΄, 41).

Συμπεράσματα.

α΄ .Πόσον μεγάλο κακό είναι να αμαρτήσει κανείς θανάσιμα εις τον Θεόν! Η τιμωρία αυτή των διαμόνων είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τα υπερφυσικά τους χαρίσματα και να μην μπορούν ποτέ να ελευθερωθούν από αυτήν την ταλαιπορίαν και καταδίκην των. Και τούτο διότι , κατά τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν: «αυτό ακριβώς που είναι διά τους ανθρώπους ο θάνατος, είναι διά τους αγγέλους η πτώσις. Διότι μετά την πτώσιν δεν υπάρχει δι’ αυτούς μετάνοιαν , όπως ακριβώς δεν υπάρχει μετάνοια διά τους ανθρώπους μετά τον θάνατον»(9).

β΄. Η πρόοδος εις την πνευματικήν ζωήν εξαρτάται από την ταπείνωσιν που απεκτήσανμε. Ποτέ ο Θεός δεν μας δίδει την χάριν του , εάν δεν έχωμεν ταπείνωσιν, διότι , εάν μας δώσει κάποιο χάρισμα, θα πάθωμεν μεγάλο κακό από την κενοδοξία.

γ΄ Η αυτομεμψία είναι μια άγνωστη αρετή. Αυτομεμψία σημαίνει , ότι εμείς κατηγορούμε τον εαυτό μας και τον θεωρούμε χώμα και λάσπη. Αυτή συντρίβει τον εγωϊσμόν. Όταν κατηγορείς τον εαυτόν σου ταπεινώνεσαι και δεν κατακρίνεις τότε τκανένα.

δ΄ Η ταπείνωσις είναι η σπουδαιοτέρα των αρετών, διδάσκει ο Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης. Όταν την αποκτήσεις ο εχθρός δεν δύναται να σε κτυπήσει. Αποκτάται σιγά-σιγά, απατούνται χρόνια διά να αποκτηθεί πλήρως∙ όταν όμως αποκτηθεί, δεν χρειάζετα πλέον προσπάθεια , θα ενεργεί αυτομάτως.

9. Ιωάν. Δαμασκηνού Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1 , σέλ.155.

Περί θανάτου, παραδείσου και κολάσεως
Μοναχού Μαρκέλλου Καρακαλινού
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...