Ο χρόνος στη ζωή μας παρουσιάζεται σαν ένα κινούμενο που παρασύρει στο πέρασμά του κάθε τι που συμβαίνει στις διαδοχικές στιγμές του. Και βέβαια το πράγμα δεν θα είχε σημασία, εάν αυτά που συμβαίνουν ήταν άσχετα με τη ζωή μας και, εάν ήμασταν ανεξάρτητοι από το χρόνο. Εφόσον όμως όλοι οι άνθρωποι αφήνουμε τα ίχνη μας επάνω στην έννοια του χρόνου, είναι από κάθε πλευρά ωφέλιμο να στρέψουμε το βλέμμα μας στο χρόνο που πέρασε και στον καινούργιο που έφτασε.
Έτσι θα δούμε τα γεγονότα της ζωής μας που πέρασαν, και τα μελλοντικά, όσο και αν αυτά είναι άδηλα και αόρατα. Βέβαια έχει μεγάλη σημασία με τί βλέμμα θα τα δούμε και κάτω από ποιο φως θα τα εξετάσουμε, γιατί υπάρχουν πολλών ειδών βλέμματα και πολλά “φώτα” που απομακρύνουν την αλήθεια και που παραπλανούν τον άνθρωπο. Μόνο με το βλέμμα του Χριστού είναι δυνατό να ατενίσει κανείς με ασφάλεια το παρελθόν και το μέλλον, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου «ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. η´,12).
Εάν λοιπόν έτσι εξετάσουμε τα γεγονότα της ζωής μας, τότε είτε αυτά ανήκουν στο παρελθόν, είτε θα συμβούν στο μέλλον, είτε είναι ευχάριστα, είτε δυσάρεστα, δεν θα τα δούμε σαν τυχαία και μοιραία, αλλά θα τα εντάξουμε στο θέλημα του Θεού. Τίποτα δεν είναι δυνατό να συμβεί χωρίς να το γνωρίζει ο Θεός ο Οποίος ως στοργικός Πατέρας κυβερνά τη ζωή μας χωρίς να παραβιάζει βέβαια την ελευθερία της θελήσεως του ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν για τα ευχάριστα τα οποία, όσο και αν φαίνονται λίγα, δεν παύουν να είναι πολλά αφού άπειρες είναι οι ευεργεσίες του Θεού, είναι ασφαλώς ευκολότερο να ευχαριστήσουμε το Θεό για τον πλούτο της δωρεάς Του.
Για τα δυσάρεστα όμως και ανεπιθύμητα τί πρέπει να γίνει;
Βέβαια δεν είναι κακό να παρακαλεί κανείς το Θεό να τον ελευθερώσει από κάθε τι που προκαλεί πόνο, και γενικά δημιουργεί κατάσταση πειρασμού. Ο Κύριος δίδαξε το «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν» (Ματ.,στ´,13). Όμως έχει και εδώ τη θέση της η ευχαριστία και είναι δείγμα ψυχικής υγείας, όταν μέσα στον πόνο και τη θλίψη βρίσκει έδαφος το πνεύμα της ευχαριστίας στο Θεό.
Όπως το γιατρό που μας κάνει να πονάμε με μία επέμβαση, τον ευγνωμονούμε και τον ευχαριστούμε, έτσι και στο Θεό οφείλουμε ευγνωμοσύνη και ευχαριστία για όλα όσα επιτρέπει να μας συμβαίνουν, αφού είναι βέβαιο ότι από άπειρη αγάπη και ενδιαφέρον επιτρέπει τον πόνο και τη θλίψη. Άλλωστε κανείς δεν πόνεσε ούτε θα πονέσει τόσο όσο πόνεσε ο ίδιος ο Κύριος στη ζωή αυτή.
Μεγάλη τιμή λοιπόν να συμμετέχει ο Χριστιανός στον πόνο του Κυρίου ως μέλος του σώματός Του. Είναι δε απαράδεκτο ενώ όλοι οι άγιοι και μάρτυρες πόνεσαν και «διά πολλών θλίψεων» (Πρ. ιδ´,22) κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού, εμείς να μη ανεχόμαστε ελάχιστο πόνο. Αλλά και, αν πολλές φορές φαίνεται ότι δεν είναι ελάχιστος αλλά πολύς, έχουμε τη διαβεβαίωση του Απ. Παύλου ότι «πιστός ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν» (Α΄ Κορ. ι´,13).