Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

-Ξύπνα βασιλιά!

Ήταν μεσάνυχτα και ο Κωνσταντίνος κοιμόταν ήσυχα στο διαμέρισμά του.

-Ξύπνα, βασιλιά, ξύπνα γρήγορα, τον κτύπησε κάποιος δυνατά. Ελευθέρωσε τους τρείς άνδρες, που καταδίκασες σε θάνατο. Διαφορετικά θα παρακαλέσω το Θεό να σου αφαιρέσει τη ζωή.

Ταράχτηκε ο βασιλιάς από το απροσδόκητο ξύπνημα, από την παρουσία του ανθρώπου μέσα στο διαμέρισμά του και κυρίως από την απειλή του θανάτου.

-Ποιος είσαι εσύ,  που με απειλείς με τέτοιο θράσος; Ρώτησε εξοργισμένος. Και πως μπήκες τέτοια ώρα στο παλάτι; Που είναι οι φρουροί;

Προσπάθησε να φωνάξει βοήθεια, να διατάξει να απειλήσει, αλλά τον πρόβαλε ο νυκτερινός επισκέπτης πιο ήρεμα.

-Είμαι ο επίσκοπος των Μυρέων Νικόλαος. Μ’ έστειλε ο Θεός να σου πω να ελευθερώσεις τους αδικημένος.

-Ποιός; Ο Νικόλαος…

Και μέχρι να συνέλθει από την ταραχή και να σκεφτεί, που είχε ακούσει αυτό το όνομα, ήταν μόνος στο δωμάτιο του.

Την ίδια στιγμή στο διαμέρισμα του υπάρχου Αβλαβίου επαναλήφθηκε το ίδιο όνειρο.

-Αβλάβιε, γιατί πήρες χρήματα και αδίκησες τους άνδρες, που δεν έφταιξαν σε τίποτα; Να τους ελευθερώσεις γρήγορα, γιατί θα παρακαλέσω το Θεός να σου αφαιρέσει τη ζωή.

-Ποιος είσαι; Ρώτησε ταραγμένος ο Αβλάβιος.

-Είμαι ο Νικόλαος.

Ο Αβλάβιος ξύπνησε και έτρεμε από το όνειρο, όταν έφθασα οι υπηρέτες του βασιλιά.

-Αβλάβιε, σε ζητά ο βασιλιάς επειγόντως.

Βιάστηκε και έφτασε εγκαίρως στο διαμέρισμα του Κωνσταντίνου.

-Είμαι ταραγμένος και εξοργισμένος, Αβλάβιε.

-Και εγώ το ίδιο , βασιλιά.                                      

-Είδα στο όνειρό, σε όραμα, δεν ξέρω, κάποιον  επίσκοπο Νικόλαο.

Τον διέκοψε ο Αβλάβιος.

-Και εγώ το ίδιο , βασιλιά , είδα το Νικόλαο.

-Ποιοι είναι οι τρείς αδικημένοι άνδρες;                  

-Οι στρατηγοί, που πρόκειται να θανατωθούν σήμερα.

-Φέρε γρήγορα τους τρείς στρατηγούς, για να εξετάσουμε , τι ακριβώς συμβαίνει.

Ήρθαν οι τρείς στρατηγοί μπροστά στο βασιλιά έντρομοι , ωχροί από την αϋπνία και με πρησμένα μάτια από τα πολλά δάκρυα.

-Τι μαγείες κάνατε όλη τη νύχτα και είδαμε φοβερά όνειρα, προδότες, είπε με αυστηρότητα ο Κωνσταντίνος.
Οι κατάδικοι στρατηγοί  έκλαιγαν συνεχώς και σώπαιναν  από το φόβο. Τους μίλησε πιο ήρεμα ο Κωνσταντίνος.

-Μη φοβάστε μπροστά στη δικαιοσύνη του βασιλιά και απαντήστε μου , τι σας συνέβη.

-Εμείς , Σεβαστέ, αγαπούμε πρώτα το Θεό και δεύτερο το βασιλιά. Όταν μας έστειλες στη Φρυγία, για να καταπνίξουμε την επανάσταση των Τραϊφάλων, τελειώσαμε με επιτυχία το θέλημα σου. Ερχόμενοι στην πόλη σου , αντί να μας τιμήσεις , μας καταδίκασες σε θάνατο.

-Τι έγινε, Αβλάβιε;

Ο Αβλάβιος έτρεμε σύγκορμος και αρκέστηκε να απαντήσει σ΄ ένα νεύμα που σήμαινε δεν ξέρω.

-Λοιπόν , συνέχισε ο Κωνσταντίνος, τι κάνατε απόψε στη φυλακή;

-Μας ανακοίνωσε ο φρουρός , πως σήμερα το πρωί θα  φονευτούμε. Προσευχόμασταν όλη τη νύχτα με δάκρυα και στεναγμούς.

-Ποιόν παρακαλούσατε; Ρώτησε  με αγωνία.                                               

-Κύριε ο Θεός του πατρός Νικολάου , ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους δούλους σου.

Ταράχτηκε ο βασιλιάς. Έτρεμε ο Αβλάβιος.


-Ποιος είναι αυτός ο πατήρ Νικόλαος; Άγιος είναι , μάρτυρας είναι, νεκρός ή ζωντανός; Πέστε μου, ποιος είναι;

Ο Νεπωτιανός , ένας από τους στρατηγούς , πήρε θάρρος , και άρχισε τη διήγηση.
-Πηγαίνοντας για τη Φρυγία , βασιλιά , αναγκαστήκαμε να παραμείνομε για λίγες ημέρες στο λιμάνι των Μύρων. Εκεί γνωρίσαμε τον επίσκοπο Μύρων Νικόλαο. Ζει ο πατήρ Νικόλαος. Επειδή οι στρατιώτες μας ξεχύθηκαν στην αγορά  και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν , επενέβη ο Νικόλαος αυστηρά.

-Χριστιανοί εσείς, στρατιώτες του ευσεβούς Κωνσταντίνου και αρπάζετε τις περιουσίες των αδερφών σας;

-Ζητούμε συγγνώμη, άγιε, Θα συμμαζέψουμε τους άνδρες , είπαμε ντροπιασμένοι.            

-Εγώ θα σας εξασφαλίσω τροφές και τα αναγκαία, για να μη βλάπτετε τους κατοίκους μας
μας είπε.

Πράγματι τις υπόλοιπες ημέρες μας φιλοξένησε πλουσιοπάροχα ο πατήρ Νικόλαος.


-Μπράβο στον επίσκοπο, είπε ενθουσιασμένος ο Κωνσταντίνος.

-Και κάτι άλλο συνέβη εκεί στα Μπύρα μπροστά στα μάτια μας. Ο άρχοντας της πόλεως Ευστάθιος δωροδοκήθηκε και οδήγησε τρείς άνδρες άδικα στο θάνατο. Όταν σήκωσε ο στρατιώτης το σπαθί να φονεύσει τον πρώτο, κατέφθασε θυμωμένος ο Νικόλαος  και άρπαξε το σπαθί από το χέρι του.


-Μην σκοτώνεις τον αθώο, φώναξε.

Ο Ευστάθιος τα έχασε προς στιγμή.

-Επίσκοπε , δεν είναι δουλειά δική σου να καταδικάζεις ή να αθωώνεις.

-Είναι Ευστάθιε, όταν γίνεται αδικία.

Ο Ευστάθιος κατέβηκε από το άλογο του και έπεσε στα πόδια του Νικόλαου .

-Συγχώρησέ με , άγιε.

Να αυτό το περιστατικό θυμηθήκαμε και παρακαλούσαμε το Θεό να στείλει το Νικόλαο και σε μας, για να μην πεθάνουμε άδικα.

-Και ήρθε, στρατηγοί μου, και σας έσωσε. Σ’εκείνον χρωστάτε τη ζωή σας. Είστε ελεύθεροι . Παρακαλώ πολύ να ξαναπάτε, να τον βρείτε, να τον ευχαριστήσετε  και να του πείτε να μη με απειλεί, γιατί του έκανα τη χάρη.

Ετοίμασε ένα χρυσό Ευαγγέλιο, χρυσό θυμιατήριο και δύο μεγάλες λαμπάδες στολισμένες με πολύτιμους λίθους, για να δώσουν στο Νικόλαο δώρο από το βασιλέα οι στρατηγοί.

Γενναίος επίσκοπος είπε στον Αβλάβιο με θαυμασμό, και θαυματουργός…

Αποσπασμά απο το βιβλιο της Μοναχής Ολυμπιάδος
Ο πατήρ της Ρωμιοσύνης
(Αφηγηματική βιογραφία του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου)
                                                                                                                                                                                        

1 σχόλιο:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...