Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ 2014 ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΕΡΒΑΣΙΟΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΝ, ΤΟΝ ΓΟΡΤΥΝΙΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΦΩΣΤΗΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ (1877 - 1964)



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΟΝΤΟΒΑΖΑΙΝΑΣ
ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
ΑΡΧΙΜ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ π’’ Ν. ΠΕΤΤΑΣ

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ 2014
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΝ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΕΡΒΑΣΙΟΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΝ,
ΤΟΝ ΓΟΡΤΥΝΙΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΝ ΚΑΙ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΦΩΣΤΗΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
(1877 - 1964)





 Εὐλογίας Προοίμιον τοῦ ἀρχιμ. Νεκταρίου π’’ Ν. Πέττα

Εὐγνομοσύνη ὀφείλω στόν Σεβ. Μητροπολίτη μου κ. Ἰερεμία, ἔνθερμο θιασώτη τοῦ μακαριστοῦ Γορτυνίου Γέροντος π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, γιά τήν εὐλογία καί τήν προτροπή του νά ἐκδοθεῖ ἀπό τήν Ἀρχιερατική Περιφέρεια Κοντοβάζαινας τό Ἑορτολόγιο τοῦ 2014, καί μάλιστα ἀφιερωμένο στόν π. Γερβάσιο. Εὐχαριστῶ ἐπίσης τόν φιλόλογο καθηγητή Χρῆστο Ἠλ. Καρρᾶ, ὁ ὁποῖος μετά πολλῆς προθυμίας ἔσπευσε νά γράψει τό προσῆκον Προλογικό Σημείωμα. Ἀξίζει ἀκόμη νά σημειωθεί ὅτι, κατά συνήθεια, ἡ σεβασμία μορφή τοῦ Γέροντος Γερβασίου, ἐντός κορνίζας, ἀποτυπωθεῖσα ἀπό τήν Ἱ. Μ. Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κοσμεῖ τά Γραφεῖα πολλῶν Ἱ. Ναῶν καί τά Ἀρχονταρίκια τῶν Μονῶν τῆς Γορτυνίας, πού φέρουν μάλιστα καί τεμάχια ἐκ τοῦ θαυματουργοῦ πεύκου του, ἐνῶ ἄμφια, χειρόγραφα καί ἄλλα ἀντικείμενά του, φυλάσσονται εὐλαβῶς ἀπό ἱερεῖς καί εὐσεβεῖς κατοίκους τῆς περιοχῆς.

ἀρχιμ. Νεκτάριος π’’ Ν. Πέττας δ. Φ.,
ἀρχιερατικός ἐπίτροπος Κοντοβάζαινας,
τηλεομοιότυπον: 211 7703037
ἡλεκτρονικό ταχυδρομεῖο: pnektario@gmail.com


ΠΡΟΛΟΓΙΚΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ἐν τῷ ἀρχείῳ τοῦ ἀειμνήστου καί εὐλαβεστάτου ἱερέως π. Νικολάου Πέττα, τοῦ ἐκ Πατρῶν, τόν ὁποῖον εἶχον τήν μεγάλην τιμήν καί τήν ἰδιαιτέραν εὐλογίαν νά γνωρίσω μίαν διετίαν πρό τῆς μακαρίας κοιμήσεως αὐτοῦ καί νά ἐκτιμήσω τάς πανθολογουμένας χριστιανικάς ἀρετάς, δι᾽ ὧν περιεκοσμεῖτο, σῴζεται δωδεκασέλιδον χειρόγραφον, συνταχθέν παρά τοῦ ἰδίου, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ Παναγιώτου Ἀντ. Λόη, τελωνειακοῦ, καταγομένου καί ἐκείνου ἐκ τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν. Ἐν αὐτῷ καταγράφονται βιωματικαί ἀναμνήσεις περί τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος καί ὁσίου ἀνδρός π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁποίου συμπληροῦνται ἤδη πεντηκονταετία. Ὁ μακαριστός π. Γερβάσιος ἦτο πνευματικός πατήρ τοῦ π. Νικολάου, ἀλλά καί τῆς προσφάτως μεταστάσης πρεσβυτέρας αὐτοῦ Ἀνθῆς, οἱ ὁποῖοι, ὡς εἰκός, καλῶς ἐγνώριζον τόν ἄνδρα καί τά μάλα ὠφελήθησαν παρ᾽ αὐτοῦ εἰς τήν κατά Χριστόν ζωήν.
Τό χειρόγραφον, ὡς ῥητῶς καί εὐκρινῶς σημειοῦται ἐν τῇ τελευταίᾳ σελίδι αὐτοῦ, παρεδόθη τήν 10-3-1998 ὑπό τοῦ συγγραφέως εἰς τόν Π. Λόην, ὅστις ἔμελλε νά χρησιμοποιήσῃ αὐτό μετ΄ ἄλλων μαρτυριῶν καί  στοιχείων παρά πνευματικῶν τέκνων τοῦ π. Γερβασίου πρός ἐκπόνησιν σχετικῶν μελετῶν περί τοῦ σεβασμίου Γέροντος. Ἀλλά τό συλλεγέν ὑλικόν ἦτο μέγα καί πολύ καί διά τοῦτο ὁ ἀείμνηστος Π. Λόης ἐδημοσίευσεν ἐπιλεκτικῶς στοιχεῖα μόνον ἐκ τῶν δύο πρώτων σελίδων τοῦ περί οὗ ὁ λόγος χειρογράφου.
Ἐπειδή ἀναμφιβόλως ἡ δημοσίευσις τοιούτων μαρτυριῶν καί στοιχείων περί τοῦ βίου καί τῆς δράσεως μεγάλων προσωπικοτήτων, καί δή καί ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ὁποῖος ὑπῆρξεν ὁ π. Γερβάσιος, ὄχι μόνον συντελεῖ εἰς τήν προβολήν καί ἀνάδειξιν προτύπων φωτοειδῶν εἰς καιρούς πνευματικῆς αὐχμηρότητος, οἷοι καί οἱ παρόντες, ἀλλά καί ἀποτελοῦν συμβολήν εἰς τήν τοπικήν καί κατ᾽ ἐπέκτασιν τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν τῆς χριστιανικῆς ἡμῶν χώρας, χαιρετίζομεν τήν ἔκδοσιν τοῦ χειρογράφου ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ Ἑορτολογίου 2014 τοῦ ἀφιερωμένου εἰς τόν π. Γερβάσιον. Πρός δέ εὐχαριστοῦμεν διά τήν εὐλογίαν καί συγχαίρομεν καί διά τήν πρωτοβουλίαν αὐτήν τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίαν, ἔξοχον ἐκκλησιαστικόν ἄνδρα, ἄξιον Ποιμενάρχην τῆς ἁγιοτόκου αὐτῆς παροικίας καί ὀτρηρόν καί ἄοκνον ἐργάτην ἐν τῇ περιοχῇ τῶν Βιβλικῶν Σπουδῶν, πρός ὅν εὐγνώμονες διατελοῦμεν, ἀνθ᾽ ὧν ὑπέρ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί τῆς ἐπιστήμης καί μετά πολλοῦ μόχθου ποιεῖ. 

Χρῆστος Ἠλ. Καρρᾶς
Καθηγητής Φιλολογίας


Μεταγραφή τοῦ δωδεκασέλιδου χειρογράφου τοῦ π. Νικολάου Πέττα
γιά τόν πνευματικό του π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο:

«Ὁ πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ἦτο ὁ Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, τῶν νεανικῶν μας χρόνων. Ὁ εὔσπλαχνος, ὁ κήρυξ τῆς χάριτος. Ὁ ἐξομολόγος μας. Ὁ ὁδηγητής μας.
1) Ὅταν ἔγινε ἡ πρώτη ἐξομολόγησίς μου πρός αὐτόν σέ ἡλικία δεκατεσσάρων χρονῶν, ὁ Διάβολος μοῦ ἔβαλε τέτοιαν φοβίαν ὅτι θά μέ βαρέσει καί θά μέ κτυπήσει. Ὅταν εἰσῆλθα στό Ἐξομολογητήριον, τότε ἄρχισε ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεώς μου καί ἀριθμοῦσα τίς ἁμαρτίες μου. Ἀμέσως ὁ πατήρ Γερβάσιος ἅπλωσε τά χέρια του καί μέ ἕσφιγγε στήν ἀγκαλιά του δυνατά πολλές φορές. Τό πιό φρικτό εἶναι ὅτι ἔκλαιγε πολύ, λέγοντάς μου θά χαθεῖς παιδί μου, θά χαθεῖς. Βλέποντας τόν Γέροντα νά κλαίει, μέ ἔπιασαν τά δάκρυα, γιατί συλλογιζόμουν «Ταλαίπωρε, ἀντί νά κλαῖς γιά τίς πράξεις σου, κλαίει ὁ Παπούλης;». Ἀφοῦ μοῦ ἔβαλε τόν κανόνα, βγαίνοντας ἀπό τό ἐξομογητήριον, δέν πατοῦσα στά πόδια μου, «ὡς ἐν οὐρανῷ ἰστάναι ἐνόμιζον». Ἔβλεπες ἐμπρός σου τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου.
2) Ἦτο ἡ πρώτη φορά πού πῆγα στό κήρυγμά του στήν Ἰωνίας 47, στήν Πάτρα. Εἶχε μεγάλα σκαμνιά. Ὅταν ἐκάθησα, τότε μέ ἔπιασαν μεγάλοι πόνοι, στά πόδια, στή μέση καί στά χέρια. Συνεχῶς ἄλλαζα θέση. Ἡ γλυκύτης καί ἡ αὐστηρότης τοῦ κηρύγματος τοῦ π. Γερβασίου δέν μέ ἄφηνε νά φύγω. Τήν ἑπόμενη, Κυριακή (7-8 ὥρα τό βράδυ), ἐκάθησα ἄνετα σάν νά ἦταν πολυθρόνα. Ἀπό τότε «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ. 62,9). 
3) Τό κήρυγμα τοῦ Παπούλη (ἔτσι συνηθίζαμε νά τόν λέμε ἀπό σεβασμό), ἦταν ποταμός πύρινος, γλυκύς καί δροσερός «ἐξεχύθη ἡ χάρις ἐκ τῶν χειλέων του» (Ψαλμ. 44, 3). Ἐμελετοῦσε καί προετοιμάζετο διά προσευχῆς. Προηγεῖτο προσευχή. Ἡ κ. Ἀθηνᾶ Θεοδοσίου, μέ χορωδία τοῦ κατηχητικοῦ, ἔψαλλον τό «Κύριε ἐκέκραξα…» (Ψαλμ. 140) μετά ὕμνων. Ἐδονοῦντο ψυχαί καί καρδίαι. Ἔπειτα ἐκάθητο ὁ Παπούλης καί μέ βροντεράν φωνήν ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του καί μέ ζέουσαν πίστιν (παρά τό γῆρας του) ἄρχιζε τό κήρυγμα. Οἱ ὀφθαλμοί μας ἐκρέμοντο ἀπό τά χείλη του καί, ὅπως ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τά λόγια σου, ὑπέρ μέλι τῷ στόματί μου». Ἦτο αὐστηρός, ἐλεγκτικός, οὐδέποτε ἐγέλα. Οἱ λόγοι του σάν δρόσος τοῦ οὐρανοῦ ἔπεφταν στίς καρδιές μας: «πάσῃ φυλακῇ τηρεῖ σήν καρδίαν» (Παροιμ. 4, 23).
Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας ἄρχιζε μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, κυρίως τό Δευτερονόμιον ἤ τόν Ἠσαΐαν. Ἔπειτα ἐκ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό τόν εὐαγγελιστήν Ἰωάννην: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκαν καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 6, 56). Πάντα αὕτη ἦτο ἡ ἐπιγραμματική του ρῆσις. Πάντα ἔλεγε περί συχνῆς θεία Κοινωνίας, τῆς θείας μεθέξεως, καί κατέκρινε συχνά τήν ἀντιδωροληψίαν (δηλαδή οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νά λαμβάνουν μόνο ἀντίδωρο, χωρίς νά μεταλαμβάνουν). «Πάντας τούς εἰσιόντας καί τῶν Γραφῶν ἀκούοντας καί μή μεταλαμβάνοντας ἀφορίζεσθαι χρή». Ἀπό τούς Ἀποστολικούς Κανόνες ὁ Θ' Κανών ἀναφέρει: «Πάντας τούς εἰσιόντας πιστούς, καί τῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μή παραμένοντας δέ τῇ προσευχῇ, καί τῇ ἁγίᾳ Μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀφορίζεσθαι χρή». Ὁ Ζωναρᾶς τόν ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «Πάντας ὁ παρών κανών ἀπαιτεῖ, τῆς ἁγίας ἐπιτελουμένης θυσίας, μέχρι τέλους προσκαρτερεῖν τῇ προσευχῇ, καί τῇ ἁγίᾳ μεταλήψει· καί οἱ λαϊκοί γάρ συνεχῶς μεταλαμβάνειν τότε ἀπῃτοῦντο· κανών γάρ ἐστι τῆς ἐν Σαρδικῇ συνόδου, καί τῆς ἐν τῷ Τρούλλῳ ἕτερος, καί ἄλλος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ, ὡς, εἴ τις ἐπί τρεῖς Κυριακάς παρών μή μεταλάβοι, ἀφοριζέσθω. Διό καί ὁ παρών κανών τούς μή παραμένοντας, ὡς τήν τάξιν συγχέοντας, ἀφορίζει· καί ὁ δεύτερος κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνόδου περί τούτου φησίν», ἐνῶ ὁ Βαλσαμῶν: «Ὁ τοῦ παρόντος κανόνος διορισμός δριμύτατός ἑστιν· ἀφθρίζει γάρ τούς ἐκκλησιάζοντας καί μή παραμένοντας μέχρι τέλους, μηδέ μεταλαμβάνοντας. Καί ἄλλοι δέ κανόνες παρομοίως διορίζονται, πάντας ἑτοίμους εἶναι καί ἀξίους τῆς μεταλήψεως, καί τούς ἐπί τρισί Κυριακαῖς μή μεταλαμβάνοντας ἀφορίζουσιν». Τέλος, ἡ ἐρμηνεία τοῦ ἔγκριτου κανονολόγου Ἀριστήνου ἀναφέρει γιά τήν ἑρμηνεία του: «Ἀφορίστις τόν τῇ εὐχῇ καί τῇ μεταλήψει μή παραμένοντα. Τόν μή μέχρι τέλους προσκαρτεροῦντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλ᾽ ἔτι τῆς ἁγίας λειτουργίας τελουμένης τῆς ἐκκλησίας ἐξερχόμενον, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντα τῇ ἐκκλησίᾳ ἀφορίζεσθαι χρή». Μέ λίγα λόγια ὁ π. Γερβάσιος πάντοτε τόνιζε τό θέμα τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως καί Ἐξομολογήσεως. Συχνά ἔλεγε: «Διατί ζῶμεν; Ζῶμεν διά νά Κοινωνοῦμεν τόν Κύριον».
Μετά ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ἐδιάβαζε Ἱερούς Κανόνας ἀπό τό Ἱερό Πηδάλιον τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Συχνά φώναζε: «Ἁμαρτωλοί ποῦ φύγωμεν; Ὁ καιρός ἔφθασε! Καλά, θά τά δεῖτε ἐντός ὀλίγου…!». Ὅσα προεῖπε τά εἴδαμε καί τά βλέπομεν ὀφθαλμοφανῶς.
Στό τέλος τοῦ κηρύγματος κατέληγε κατά ταῦτα: «Ἀδελφοί μου… (ἀνακεφαλαιώνοντας τά διδάγματα). Τό κήρυγμα τελείωνε ἀκριβῶς στήν προγραμματισμένη ὥρα του, ἄνευ ὡρολογίου, διά τοῦ: «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου…» σάν νά τελοῦνταν ἡ Ἀκολουθία τοῦ μικροῦ Ἑσπερινοῦ. Εἰδικά ἐνθυμοῦμαι, ὅταν ἔλεγε τήν εὐχήν τῆς κεφαλοκλισίας «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν… οὐ τήν ἐξ ἀνθρώπων ἀναμένομεν εἰς βοήθειαν, ἀλλά τό σόν περιμένοντες ἔλεος … ἀπό πάσης ἐπηρείας τοῦ ἀντικειμένου … ἀπό λογισμῶν ματαίων καί ἐνθυμήσεων πονηρῶν» (πρβλ. εὐχήν κεφαλοκλισίας). Τά σημεῖα αὐτά τῆς εὐχῆς τά ὑπερτόνιζεν ζωηρῶς.
Τί νά πρωτοθυμηθεῖ κανείς ἀπό τόν εὐλογημένο Γέροντα... Μετά τό: «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν». «Τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας…» μνημονευομένου καί τοῦ τιμωμένου Ἁγίου τῆς ἡμέρας (τοῦ ὁποίου ἔκανε μνεία καί διδάγματα περί αὐτοῦ) καί στό τέλος: «Ἀπολύεσθε ἐν εἰρήνῃ».

4) Τά κατηχητικά τοῦ πατρός Γερβασίου ἦταν πρωτοσύστατα ἐν Ἑλλάδι. Συγκεκριμένα ἀπό τό 1923 ἦταν ὁ ἱδρυτής Κατηχητικῶν Σχολείων Ἁγίου Δημητρίου (Κ.Σ.Α.Δ.) καί στήν Ἁγία Αἰκατερίνη γιά ὅλες τίς ἡλικίες ἀπό νήπια, παιδιά, ἀγόρια καί κορίτσια, καί ἐνήλικες. Ἀπό τότε ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Θηλέων, πού ἔφερεν τήν ὀνομασία «Ἁγία Ταβιθᾶ». Γιά τήν ἵδρυση τῶν κατηχητικῶν ἐμπνεύσθηκε ἀπό τόν ἀείμνηστο Ἀπόστολος Μακράκη (1831- †1905), ὁ ὁποῖος ἄρχισε τά κατηχητικά τῶν ἑλληνοπαίδων μετά τόν τουρκικό ζυγόν, ὅταν ἔκανε ἀγώνα γιά τήν συχνή θεία Μετάληψη. Ὁ π. Γερβάσιος ἦτο μαθητής ἐκείνου καί παρέστη ὡς φοιτητής εἰς τήν κηδεία του τό 1905 εἰς τό Ἱερόν Μητροπολιτικόν Ναόν Ἀθηνῶν.
Συχνά ὁ Παπούλης πήγαινε γιά λουτρά στά ἰαματικά λουτρά τῆς Ὑπάτης καί, περνώντας ἀπό τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Σύλλογο «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής» εἰς Ἀθήνας, ἔλεγεν: «Ἀκόμη τόν Διδάσκαλον τόν ἔχετε ξεσκέπαστον;», (κατά μαρτυρίαν τῶν ἀδελφῶν). Ἀμέσως βγάζει τόν σκοῦφον του λέγοντας: «Ἐμπρός, ὅ,τι δύναται ἕκαστος». Ἄλλος ἔβαλε τό ρολόι του, ἄλλος τό δακτυλίδι του, τή βέρα του καί ὅ,τι πολύτιμον εἶχεν. Ἐκεῖνο δέ τό βράδυ μαζεύτηκαν πενήντα χρυσές λίρες. Τούς παρέδωσεν τό ποσόν νά ἀγοράσουν οἰκόπεδον στή Χριστοκοπίδου 12, στόν Ψυρρῆ Ἀθηνῶν. Εἰς αὐτό εἰργάσθη μέ ἐράνους καί ὁ π. Αὐγουστίνος Καντιώτης μετά τῶν ἀδελφῶν, καί ἔτσι ἐκτίσθη ἐξαίσιον κτήριον διά κηρυγμάτων κατηχητικῶν.
Κατηχητικά, παντοῦ Κατηχητικά. Ὁ ἴδιος ἔκανε ὑποδειγματική διδασκαλία στούς κατηχητές καί τίς κατηχήτριες. Ὑπῆρχαν κατηχηταί ἀπό 13 ἐτῶν. Τούς προέτρεπε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας.
Ὦ Σεβάσμιοι Κατηχηταί καί Κατηχήτριαι. Μέ πόσην ἀξιοπιστίαν, ζῆλον καί ἀκρίβειαν μετέδιδον καί μεταδίδουν εἰς τούς νέους καί νήπια τό Κατηχητικόν Λόγον. Ὅλη ἡ Πάτρα ἐδονεῖτο. Ὀνομάζοντο τά «Γερβασιανά ἔτη τῶν Πατρῶν», καί «Ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἔμενον τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει».
Ἐάν ἦτο ἀσθενής ὁ Γέροντας, ὡμίλει ἀπό τό τό κρεβάτι. Ὦ ἀοίδιμοι διδάσκαλοί μου, πάτερ Γερβάσιε καί λαϊκέ κατηχητά Γεώργιε Οἰκονόμου, καί τόσοι ἄλλοι Σεβάσμιοι Κατηχηταί καί Κατηχήτριαι! Πόσα σᾶς χρωστοῦν ὁ πατραϊκός Λαός καί τά Περίχωρα! Ἐβγάλατε Ἐπισκόπους, Ἱερομονάχους, Ἱερεῖς, Μοναχούς, εὐσεβεῖς οἰκογενειάρχες. Ἐγεμίσατε τόν παράδεισο μέ Ἁγίους!
Ὁ Παπούλης, ὡς νεώτερος, κάθε Κυριακή ἔκανε τέσσερα κηρύγματα. Κάθε Κυριακή στό Ἱερό Ναό τῆς Παντανάσσης Πατρῶν, ὥρα 11 τό πρωί, πλῆθος λαοῦ καί πάσης ἡλικίας. «Ὁ Παπούλης» ἐφώναζον. Τό περισσότερον ἔργον τό ἐβάσταζεν ἕως τῆς σήμερον ἡ κ. Ἀθηνᾶ Θεοδοσίου. Ἐκ νεότητος αὐτῆς ἕως γήρατος ὑπηρέτησε τόν Γέροντα καί τά Κατηχητικά. Ἕως σήμερον! Διδασκαλία εἰς κατηχητρίας, ἐκμάθηση ὑμνωδίας, νουθεσία καί ἑλληνορθόδοξα ποιήματα. Ὁ π. Γερβάσιος εἰς τούς λόγους του ἔλεγε: «Ἡ κ. Ἀθηνᾶ εἶναι ἡ Μητέρα μας», καί αὐτό τά ἔλεγε ὅλα.
5) Ἦταν δριμύς καί ἐλεγκτικός εἰς πάντας τους ἄρχοντας τοῦ τόπου καί οὐδείς τόν παρετήρει. Ἀντίθετα ἔλεγαν «Ὁ Γερβάσιος τό εἶπε!».
• Κάποτε στήν πλατεία Βούδι Πατρῶν, ἐμάλωναν καί βλασθημοῦσαν δύο ἀστυνομικοί. Ὁ Γέροντας περνοῦσε καί ἀμίλητος τούς χαστούκισε διά τήν ἀπρέπεια. Τότε ἔπεσαν καί τοῦ ζήτησαν συγγνώμη.
• Ἄλλοτε ἦτο ἕνας ἑτοιμοθάνατος καί οἱ ἱερεῖς τόν παρακαλοῦσαν νά κοινωνήση (ἐπέμεναν οἱ δικοί του συγγενεῖς). Ὡστόσο ἦταν ἀνένδοτος ὁ ἀσθενής: «Ὄχι, ὄχι, δέν κοινωνῶ». Οἱ οἰκεῖοι του παρεκάλεσαν τόν Παπούλη νά πάει νά τόν μεταπείσει. Ὅταν πῆγε στόν ἀσθενῆ τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, τί κάνεις;» καί ἔσκυψε καί τοῦ φίλησε τά πόδια, κλαίοντας. Ὁ ἀσθενής συνῆλθε λίγο φωνάζοντας: «Πάτερ Γερβάσιε, Παπούλη μου ἐσύ;». «Ναί παιδί μου», τοῦ ἀπήντησε ὁ Γέροντας. Τότε ἀνεφώνησε ὁ ἀσθενής: «Συγχώρεσέ με, Παπούλη μου. Ἔφταιξα!». Τότε ὁ Γέροντας τοῦ διάβασε συγχωρητική εὐχή καί τόν κοινώνησε. Ὁ ἀσθενής εὐθύς ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
• Εἰς τήν ἔναρξη ἑνός κηρύγματος εἶπε: «Πρώτη φορά, ἀδελφοί μου, ἐξομολόγησα, μετανοοῦντα μέ δάκρυα. Δάκρυα, ἀδελφοί μου, αὐτό εἶναι μετάνοια».
• Τά παλαιά χρόνια, πού ἔκανε νυκτερινές Θεῖες Λειτουργίες στόν παλαιό Μητροπολιτικό Ναό Πατρῶν, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ἦταν προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1919, ἐκεῖ συνέρρεε πλῆθος κόσμου, μέ ζῆλον καί φωτιά πίστεως. Ὅλοι κοινωνοῦσαν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔκανε δέ καί θεῖο κήρυγμα. Τό Δαιμόνιο τόσον πολύ μισοῦσε τό ἔργο του, ὥστε ἐπείραζε τόν κόσμον, ἀνθρώπους ὑγιεῖς καί πιστούς. Ξαφνικά φώναζαν οἱ ἀσθενοῦντες ὑπό δαιμονισμοῦ ἀδελφοί: «Γερβάσιε, μᾶς ἔκαψες! Καψάλη πάψε!». Κατά παραχώρηση Θεοῦ ἄνθρωποι ἐδαιμονίζοντο ἐπί τόπου.
• Ὁ Γέροντας οὐδέποτε ἐνοχλεῖτο ἀπό ἐπαίνους καί δημοσιεύσεις. Ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο τῆς Πατραϊκῆς κοινωνίας, ἐδημοσίευσε ἄρθρο ἐπαινώντας τόν Γέροντα, καί ἐπαξίως μάλιστα! Τό πρόσωπο αὐτό ἀργότερα ἐσυναντήθη μέ τόν Παπούλη, περιμένοντας ἀπόψεις γιά τό ἄρθρο του καί τά συγχαρητήρια. Ὁ Γέροντας δέν τοῦ εἶπε τίποτε. Τά Πάντα ἦτο σκύβαλα δι’ αὐτόν. Δέν τόν ἔκαμπτον ἔπαινοι. Οὐδέ τοῦ θείου Νόμου ἐξέκλινεν. Τύπος καί ὑπογραμμός ἐγένετο σύμφωνα μέ αὐτό, πού ἀναφέρει στήν Θεία του Λειτουργία ὁ Μέγας Βασίλειος: «Σφραγίς ἰσότυπος ἐν ἑαυτῷ δεικνύς σέ τόν Πατέρα» τολμῶ νά εἴπω.      
6) Ὡς μέγας Πρωτοσύγκελλος Ἀθηνῶν τό 1940 τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσάνθου Φιλιππίδου ἀνδρός ἐπιφανοῦς, (1938-1940), στόν ἑλληνογερμανικό πόλεμο τοῦ 1943, στήν Μητρόπολη Ἀθηνῶν ἦτο ἐπί εἰκοσιτέσσερις ὧρες ἐπί ποδός. Τήν ἡμέρα ἐλέγχων, ὑποδεικνύων, κηρύττων, καί μάλιστα στήν ἀρχαιοτάτη ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Ρόμβης τῶν Ἀθηνῶν.
Τά πύρινα κηρύγματά του ἔσεισαν τόν σκλαβωμένο λαό λέγοντας: «Ἐκ ρίζης ἐκβάλετε τήν ἁμαρτίαν ἀπό τίς καρδίες σας».
Στά γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, στήν ὁποία εἶχε διακονήσει καί ὡς «πρωτέκδικός» της, τοῦ ἔλεγαν οἱ συνεργάτες τοῦ κληρικοί: «Γερβάσιε, ἄν δεῖς τίς κολῶνες τοῦ Παρθενώνα, λίγο γέρνουν ἐκ τῆς εὐθείας, γι’ αὐτό κάμψον καί σύ λίγο!». Καί ὁ Γέροντας εὐθύς ἀπαντοῦσε: «Ὄχι! Ἐγώ στό θεῖο Νόμο δέν τό κάνω αὐτό».
Εἰς τά κηρήγματά του, πολλές φορές ἐξομολογεῖτο κλαίων. Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικά τόν Γέροντα μέ λυγμούς νά μᾶς διηγεῖται καί τό ἑξῆς περιστατικό: Ὅταν ἤμουν νέος Διάκονος στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, ὑπῆρχε τήν ἐποχή ἐκείνη ἕνα καροτσάκι, τοῦ κουβαλοῦσε τοῦρτες στά γεύματα. Στό ὑπόγειο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἦταν μία πτωχή Γερόντισσα, ξαφνικά ἀκούω νά λέγη: «Χθές τούρτα, σήμερα τούρτα, αὔριο τούρτα!». Καί συνέχισε ὁ π. Γερβάσιος: «Ἀδελφοί μου, ράγισε ἡ καρδία μου, αὐτό τό φέρω βαρέως. Ὁ Κύριος νά μᾶς γίνη ἵλεως ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Παρακαλῶ συγχωρήσατέ με. Ἐμεῖς καλοτρώγαμε καί ἡ γραῖα πεινοῦσε». 
Ἄς ἐπανέλθουμε στή Γερμανική κατοχή, ὅπου ὁ Παπούλης στήν Ἀθήνα εἶχε ὀργανώσει μέ κυρίες συσσίτια. Ἐπίσης φροντίδα ἀσθενῶν καί πεινασμένων.
Ὑπῆρχε καί ὁμάς διασώσεως, κατά μαρτυρίες κυριῶν. Ὅταν ἐγίνοντο βομβαρδισμοί στόν Πειραιά, εἰδοποιοῦσε ἐθελόντριες, πιστές κυρίες, καί πήγαιναν μέ τά πόδια στόν Πειραιά, γιά νά ξεπλακώσουν τούς τραυματίες, καί παρεῖχαν τίς πρῶτες βοήθειες στούς λαβωμένους.
Τά γερμανικά ἀεροπλάνα βομβάρδιζαν καί ὁ π. Γερβάσιος κατά θαυμαστό τρόπο ὀρθός στά ἐρείπια. Καί ἀνεφωνοῦσε: «Μή φοβεῖσθε! Εἰ ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν, οὐδείς καθ’ ἡμῶν (Ρωμ. 8, 31)». Ἀλήθεια καί ποῦ δέν ἔτρεχε, γιά νά προσφέρει βοήθεια στήν κατοχική Ἀθήνα!
Ὅταν ἤμουν σπουδαστής ὡς νέος, περνοῦσε ἀπό τά παλαιά τότε Ἀνάκτορα, σταματῶ ἕνα γηραλέο σεβάσμιον ἱερέα. Ἐρωτῶ: «Πάτερ, ἐνθυμεῖσαι τόν π. Γερβάσιο;». «Ναί, παιδί μου. Καί σοῦ λέω, ἐάν δέν ὑπῆρχαν αὐτά τά ἀναστήματα στήν Ἐκκλησία, ὡς κλῆρος θά εἴχαμε πέσει κατά πολύ».
7) Γενικά ἀπό τήν δράση του:
Κατά μαρτυρίες παλαιῶν μαθητῶν του, ὡς νεώτερο ὁ π. Γερβάσιος, ἦτο εὐκίνητος καί ἐνεργητικός.
Εἰς τήν συνοικία Γούβας Πατρῶν, ἐπληροφορήθη ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί χιλιασταί. Ἀμέσως συγκροτεῖ μία ὁμάδα μέ σκοπόν νά κτιστῆ αἴθουσα κηρυγμάτων. Ὅταν ἐτελείωσαν ὁ Γέροντας ἀπό τήν χαρά του ἔβαλε τόν σκοῦφον του ἀνάποδα καί ἀγαλλόμενος ἔχαιρε λέγων: «Ὁ Κύριος ἐνίκησε, κατεπατήθη ὁ ᾍδης. Ἐμπρός εἰς πρός ἕναν».
Εἰς τόν Προφήτη Ἠλία Πατρῶν, πλησίον τῆς Μονῆς, κάποτε τά παιδιά κλάδευον τό κλῆμα. Ἐνός νέου ἔφυγε τό ἐλατήριο ἀπό τήν ψαλίδα καί ἐβλασφήμησε τήν κηδεία του. Τό ἄκουε ὁ Γέροντας καί τόν κάλεσε μέσα στό Ναό, λέγοντάς του: «Εἰπέ τό Ἀναστάσιμο Ἀπολυτίκιον, Ἦχος γ'. «Εὐφραινέσθω τά οὐράνια, ἀγαλλιάσθω … πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο». «Ξαναπέστω» τοῦ λέγει. Ὁ νέος λέει: «Πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο». «Βλέπεις, παιδί μου, ἡ πρώτη κηδεία ἦταν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτή βλασφήμησες. Τώρα γονάτισε ἐμπρός στήν εἰκόνα Του, ἵνα σοῦ γίνει ἴλεως ὁ Κύριος». Ὁ νέος κατεδύθη εἰς δάκρυα μέ λυγμούς κατανοῶν τό σφάλμα του.
Ἡ ἀγάπη του γιά τό παιδί, τόν ἔκανε νέο, ὥστε ἔπαιζε σέ ἐκδρομές μέ τά παιδιά, τούς ὑποδείκνυε διάφορα παιχνίδια, πάντα μαζί μέ τά παιδιά, αὐτά τόν ὑπεραγαποῦσαν.
Πολλές φορές τοῦ κτυποῦσαν τήν πόρτα, ἀπαιτώντας νά τούς κάνει κήρυγμα.
Ἀκόμα ἔλεγε: «Προσέξτε τά νήπια. Τά νήπια οἱ μητέρες. Πρόσχωμεν. Αὐτά εἶναι τό μέλλον μας: «Τῶν γάρ τοιούτων ἐστίν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 19, 14)».
Ὁ π. Γερβάσιος ἦταν αὐστηρός, ἐλεγκτικός, ἐπιτιμῶν, ἄκαμπτος, ἀλλά συγχρόνως ἦταν εὔσπλαχνος πατέρας, συγκαταβατικός, δίκαιος, πάντας ἀγαπῶν. Ὁ ἅγιος, ὁ πιστός οἰκονόμος τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.       
8) Κοιμήθηκε ὁσιακά σέ ἡλικία 87 ἐτῶν στίς 29-6-1964 στήν Ἀναπλαστική Σχολή Θηλέων Πατρῶν, ἐνῶ, ὁ κατά κόσμον Γεώργιος Παρασκευόπουλος, γεννήθηκε τήν 1-1-1878, στό χωριό Νυμφασία, πρώην Γρανίτσα τῆς Γορτυνίας ἀπό τόν Χαράλαμπο καί τήν Βασιλική. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του τελέσθηκε στίς 30-6-1964 στόν Ἅγιο Δημήτριο Πατρῶν. Ἐτάφη ὄπισθεν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στήν Παιδική Κατασκήνωση στά Συχαινά Πατρῶν, πού ὁ ἴδιος ἀπό τό 1950 εἶχε ἱδρύσει. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας δέν εἶχε στό θυλάκιό του οὔτε φράγκο δέν εὑρέθη. Διέθεσε τά πάντα γιά τό παιδί, γιά τή Νεότητα, γιά τό κατηχητικό ἔργο.
Στόν Ἐπικήδειο Λόγο του ὁ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη εἶπε μεταξύ ἄλλων: «Ὅτι ὁ π. Γερβάσιος εἶναι Ἅγιος, Ἅγιος!». Ἔγινε αἰτία καί κατελύθημεν ἅπαντες εἰς λυγμούς δακρύων. Καί ἔκλεισε τό Λόγο του μέ τό: «Ἡ Πάτρα μετά ἀπό διακόσια χρόνια θά δεῖ ἕνα τέτοιο μεγάλο πνευματικό ἀνάστημα!», ἐνῶ ὅλο τό πλῆθος τῶν παρόντων, κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν, ἀναφωνοῦσαν «Ἅγιος!». Κάθε φορά πού ἀκούω τόν ἀπομαγνητοφωνημένο ἐκεῖνο λόγο δακρύζω.
  
Ἱερεύς Νικόλαος Ἀ. Πέττας».


ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ
(Ἐκ τῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους (΄βια΄).

1877: Γέννηση Νυμφασία Γορτυνίας. Ὁ μικρός Γεώργιος σέ ἡλικία 3 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέρα. Ἡ ἀγάπη του πρός τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τά γράμματα τόν ὁδήγησαν σέ διάφορα μοναστήρια: Ἱ.Μ. Κερνίτσης Γορτυνίας, Ἱ.Μ. Μεγάλου Σπηλαίου, Ἱ.Μ. Ταξιαρχῶν Αἰγίου, Ἱ.Μ. Γηροκομείου ὅπου ἀσκεῖτο στόν ἀγγελικό βίο καί παράλληλα σπούδαζε.
1896: Ὑπηρέτησε δύο χρόνια τήν στρατιωτική θητεία. Ἀργότερα τό 1912-1913 ἐθελοντικά ζήτησε καί ὑπηρέτησε στήν πρώτη γραμμή στή στρατιά τῶν εὐζώνων ὡς στρατιωτικός ἱερεύς.
       Πνευματικός δεσμούς εἶχε: Μέ τόν Μητροπολίτη Πατρῶν καί Ἠλείας Ἱερόθεο (Μητρόπουλο) τή φωτεινή αὐτή προσωπικότητα, μέ τόν Μητροπολίτη Πενταπόλεως Ἅγιο Νεκτάριο (ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ἁγίου στήν Ριζάρειο Ἐκκλησιαστική Σχολή στήν Ἀθήνα). Αὐτοί σημάδευσαν τήν πνευματική του πορεία. Συνεδέετο ἐπίσης μέ μεγάλες Ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες: Τόν Ἐπίσκοπο Ἀργολίδας Ἰωάννη (Παπασαράντου), τόν γέροντα Γαβριήλ Ἱ.Μ. Γηροκομείου, τούς καθηγητές Πανεπιστημίου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Παναγιώτη Τρεμπέλα, Παν. Μπρατσιώτη, Ἀνδρέα Παπαγεωργόπουλο.
1903: Χειροτονήθη διάκονος καί ἔλαβε τό ὄνομα Γερβάσιος, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἄρτης Γεννάδιο (13/9/1903).
1910: Χειροτονήθη πρεσβύτερος (13/9/1910).
1914: Ἔλαβε τό πτυχίο του μέ ἄριστα καί διδακτορικό δίπλωμα ἀπό τή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Τό ἔτος αὐτό ἔλαβε καί τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου (19/9/1914).
1915: Διορίστηκε καθηγητής στό Γυμνάσιο τῆς Σύρου. Τό ἴδιο ἔτος (4/12/1915) τοῦ ἀνετέθησαν καί τά καθήκοντα τοῦ Ἡγούμενου τῆς Ἱ.Μ. Γηροκομείου Πατρῶν.
1919: Διορίστηκε ἐφημέριος στόν Ἱ.Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Πατρῶν καί ἀπό τίς 4/8/1919 τακτικός ἐφημέριος-προϊστάμενος τοῦ ἱστορικοῦ Ἱ.Ν. Ἁγίου Δημητρίου Πατρῶν. Μέ τίς κατανυκτικές θεῖες λειτουργίες ἰδίως τίς νυκτερινές γιά τούς ἐργαζομένους, μέ τά ἐν δυνάμει Ἠλιού κηρύγματα, μέ τά Κατηχητικά σχολεῖα εἰς τόν Ἅγιο Δημήτριο καί Ἁγία Αἰκατερίνη ἀποτύπωσε τά ἴχνη ἁγίου ἀνδρός.
1923: Ἵδρυση Κατηχητικῶν Σχολείων Ἁγίου Δημητρίου (Κ.Σ.Α.Δ.) γιά ὅλες τίς ἡλικίες ἀπό νήπια, παιδία (ἀγόρια-κορίτσια), ἐνήλικες. Ἀπό τότε ἄρχεται ἡ ἱστορία τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Θηλέων «Ἁγία Ταβιθᾶ» (Ἰωνίας 47, Πάτρα). Τό 1931 ἀποτελεῖ χρονολογική ἀφετηρία μέ τή Σχολή «Χειροτεχνίας» κτλ. Τά ἐγκαίνια τοῦ Ἱ.Ν. ἔγιναν στίς 7/6/1963. Συλλειτούργησαν ὁ Γέροντας, ὁ τότε πρωτοσύγγελος ἀρχιμ. τῆς Ἱ.Μ. Πατρῶν καί μετέπειτα μητροπολίτης Ὕδρας –Σπετσῶν καί Αἰγίνης κ. Ἱερόθεος (Τσαντίλης) καί ὁ ἱερεύς π. Θεοφάνης Τερζής.
1940-41: Κατά τή δύσκολο ἐκείνη ἐποχή γιά τήν πατρίδα μας εἶχε κληθεῖ καί ὑπηρετοῦσε ὡς Πρωτοσύγγελος στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν πλησίον τῆς μεγάλης ἐκείνης ἐκκλησιαστικῆς προσωπικότητας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσάνθου, εἶχε ὑπηρετήσει καί ὡς «πρωτέκδικος» τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
1950: Ἵδρυση Παιδικῆς ἐξοχῆς «Ἡ Ἁγία Παρασκευή» εἰς Συχαινά Πατρῶν. Τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἔγιναν 5/8/1956.
1960: Εὕρεση σέ κορμό δέντρου 20/7/1960, ἑορτή τοῦ προφήτου Ἠλία, Ἀχειροποιήτου Τιμίου Σταυροῦ (εἶχε φυτευθεῖ στόν Προφήτη Ἠλία 17/2//1929).
1964: Ἐκοιμήθη ὁσιακά σέ ἡλικία 87 ἐτῶν (στίς 29/6/64) στήν Ἀναπλαστική Σχολή Θηλέων Πατρῶν πού μέ πολλούς κόπους εἶχε ἱδρύσει. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του ἔγινε στίς 30/6/64 στόν Ἱ.Ν. Ἁγίου Δημητρίου Πατρῶν, ὅπου τά κατάμεστα πλήθη λαοῦ τόν κατευόδωσαν μέ τίς ἐπεφημίες «Ἅγιος». Ἀναπαύεται ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ἱ.Ν. τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στήν Παιδική Ἐξοχή στά Συχαινά Πατρῶν πού ὁ ἴδιος (ἀπό τό 1950) ἀπό μεγάλη ἀγάπη γιά τά παιδιά εἶχε ἱδρύσει.


Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως (Ἐκ τῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους).
Μύρων ἔμπλεοι, τῶν κηρυγμάτων, οἱ πανίεροι, λόγοι σου, πάτερ, εὐωδίαζον τάς Πάτρας, Γερβάσιε, ἡ ἀρετή δέ τοῦ βίου σου ἄριστα, διπλοῦν προὐξένει σοι στέφανον εὔαθλον, ὅθεν αἴτησαι Χριστῷ τῷ Θεῷ δωρήσασθε, εἰρήνην τοῖς πιστοῖς καί μέγα ἔλεος.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου