Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ-ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Οι σταυροί των δοκιμασιών

Γέροντα, το σταυρουδάκι που μου δώσατε το φορώ συνέχεια και με βοηθάει στις δυσκολίες.
- Να, τέτοια σταυρουδάκια είναι οι δικοί μας σταυροί, σαν αυτά που κρεμούμε στον λαιμό μας και μας προστατεύουν στην ζωή μας. Τι νομίζεις, έχουμε μεγάλο σταυρό εμείς; Μόνον ο Σταυρός του Χριστού μας ήταν πολύ βαρύς, γιατί ο Χριστός από αγάπη προς εμάς τους ανθρώπους δεν θέλησε να χρησιμοποιήση για τον εαυτό Του την θεϊκή Του δύναμη. Και στην συνέχεια σηκώνει το βάρος των σταυρών όλου του κόσμου και μας ελαφρώνει από τους πόνους των δοκιμασιών με την θεία Του βοήθεια και με την γλυκειά Του παρηγοριά.
Ο Καλός Θεός οικονομάει για τον κάθε άνθρωπο έναν σταυρό ανάλογο με την αντοχή του, όχι για να βασανιστή, αλλά για να ανεβή από τον σταυρό στον Ουρανό – γιατί στην ουσία ο σταυρός είναι σκάλα προς τον Ουρανό. Αν καταλάβουμε τι θησαυρό αποταμιεύουμε από τον πόνο των δοκιμασιών, δεν θα γογγύζουμε, αλλά θα δοξολογούμε τον Θεό σηκώνοντας το σταυρουδάκι που μας χάρισε, οπότε και σε τούτη την ζωή θα χαιρώμαστε, και στην άλλη θα έχουμε να λάβουμε και σύνταξη και «εφάπαξ». Ο Θεός μας έχει εξασφαλισμένα κτήματα εκεί στον Ουρανό. Όταν όμως ζητούμε να μας απαλλάξη από μια δοκιμασία, δίνει αυτά τα κτήματα σε άλλους και τα χάνουμε. Ενώ, αν κάνουμε υπομονή, θα μας δώση και τόκο.
Είναι μακάριος αυτός που βασανίζεται εδώ, γιατί, όσο πιο πολύ παιδεύεται σ’ αυτήν την ζωή, τόσο περισσότερο βοηθιέται για την άλλη, επειδή εξοφλά αμαρτίες. Οι σταυροί των δοκιμασιών είναι ανώτεροι από τα «τάλαντα», από τα χαρίσματα, που μας δίνει ο Θεός. Είναι μακάριος εκείνος που έχει όχι έναν σταυρό αλλά πέντε. Μια ταλαιπωρία ή ένας θάνατος μαρτυρικός είναι και καθαρός μισθός. Γι’ αυτό σε κάθε δοκιμασία να λέμε: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, γιατί αυτό χρειαζόταν για την σωτηρία μου».

Οι δοκιμασίες βοηθούν
να συνέλθουν οι άνθρωποι

- Γέροντα, μαθαίνω για την ταλαιπωρία των δικών μου. Θα τελειώσουν ποτέ τα βάσανά τους;
- Κάνε υπομονή, αδελφή μου, και μη χάνεις την ελπίδα σου στον Θεό. Όπως κατάλαβα από όλες τις δοκιμασίες που περνούν οι δικοί σου, ο Θεός σας αγαπάει και επιτρέπει όλες αυτές τις δοκιμασίες για ένα λαμπικάρισμα πνευματικό ολόκληρης της οικογένειας. Εάν εξετάσουμε κοσμικά τις δοκιμασίες της οικογένειάς σου, φαίνεστε δυστυχισμένοι. Εάν όμως τις εξετάσουμε πνευματικά, είστε ευτυχισμένοι, και στην άλλη ζωή θα σας ζηλεύουν όσοι θεωρούνται σε τούτη την ζωή ευτυχισμένοι. Με αυτόν τον τρόπο ασκούνται και οι γονείς σου, μια που τον αρχοντικό τρόπο, τον πνευματικό, δεν τον γνωρίζουν ή δεν τον καταλαβαίνουν. Πάντως, κρύβεται ένα μυστήριο στις δοκιμασίες του σπιτιού σου, αλλά και σε ωρισμένα άλλα σπίτια, ενώ γίνεται τόση προσευχή! «Τις οίδε τα κρίματα του Θεού;» . Ο Θεός να βάλη το χέρι Του και να δώση τέρμα στις δοκιμασίες.
- Γέροντα, δεν γίνεται οι άνθρωποι να συνέλθουν με άλλον τρόπο και όχι με κάποια δοκιμασία;
- Πριν επιτρέψη ο Θεός να έρθη μια δοκιμασία, εργάστηκε με καλό τρόπο, αλλά δεν τον καταλάβαιναν, γι’ αυτό μετά επέτρεψε την δοκιμασία. Βλέπετε, και όταν ένα παιδί είναι ανάποδο, στην αρχή ο πατέρας του το παίρνει με το καλό, του κάνει τα χατίρια, αλλά, όταν εκείνο δεν αλλάζη, τότε του φέρεται αυστηρά, για να διορθωθή. Έτσι και ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνη με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέλθη. Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λπ., θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι• δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό.
Η ζωή αυτή είναι ψεύτικη και σύντομη• λίγα είναι τα χρόνια της. Και ευτυχώς που είναι λίγα, γιατί γρήγορα θα περάσουν οι πίκρες, οι οποίες θα θεραπεύσουν τις ψυχές μας σαν τα πικροφάρμακα. Βλέπεις, οι γιατροί, ενώ οι καημένοι οι άρρωστοι πονούν, τους δίνουν πικρό φάρμακο, γιατί με το πικρό θα γίνουν καλά, όχι με το γλυκό. Θέλω να πω ότι και η υγεία από το πικρό βγαίνει, και η σωτηρία της ψυχής από το πικρό βγαίνει.

Με τον πόνο
μας επισκέπτεται ο Χριστός


Άνθρωπος που δεν περνάει δοκιμασίες, που δεν θέλει να πονάη, να ταλαιπωρήται, που δεν θέλει να τον στεναχωρούν ή να του κάνουν μια παρατήρηση, αλλά θέλει να καλοπερνάη, είναι εκτός πραγματικότητος. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν» , λέει ο Ψαλμωδός.
Βλέπεις, και η Παναγία μας πόνεσε και οι Άγιοί μας πόνεσαν, γι’ αυτό και εμείς πρέπει να πονέσουμε, μια που τον ίδιο δρόμο ακολουθούμε. Με την διαφορά ότι εμείς, όταν έχουμε λίγη ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή, ξοφλούμε λογαριασμούς και σωζόμαστε. Αλλά και ο Χριστός με πόνο ήρθε στην γη. Κατέβηκε από τον Ουρανό, σαρκώθηκε, ταλαιπωρήθηκε, σταυρώθηκε. Και τώρα ο Χριστιανός την επίσκεψη του Χριστού έτσι την καταλαβαίνει, με τον πόνο.
Όταν επισκέπτεται ο πόνος τον άνθρωπο, τότε του κάνει επίσκεψη ο Χριστός. Ενώ, όταν δεν περνάη ο άνθρωπος καμμιά δοκιμασία, είναι σαν μία εγκατάλειψη του Θεού. Ούτε ξοφλάει, ούτε αποταμιεύει. Μιλάω βέβαια για έναν ο οποίος δεν θέλει την κακοπάθεια για την αγάπη του Χριστού. Σου λέει: «Έχω την υγεία μου, έχω την όρεξή μου, τρώω, περνάω μια χαρά, ήσυχα...», και δεν λέει ένα «δόξα Σοι ο Θεός». Τουλάχιστον, αν αναγνωρίζη όλες αυτές τις ευλογίες του Θεού, κάπως τακτοποιείται η υπόθεση. «Δεν μου άξιζαν αυτά, να πη, αλλά, επειδή είμαι αδύνατος, γι’ αυτό ο Θεός με οικονομάει». Στον βίο του Αγίου Αμβροσίου αναφέρεται ότι κάποτε ο Άγιος φιλοξενήθηκε με την συνοδεία του στο σπίτι κάποιου πλουσίου. Βλέποντας ο Άγιος τα αμύθητα πλούτη του τον ρώτησε να είχε καμμιά φορά δοκιμάσει κάποια θλίψη. «Όχι, ποτέ, του απάντησε εκείνος. Τα πλούτη μου συνέχεια αυξάνονται, τα κτήματά μου ευφορούν, ούτε πόνο έχω, ούτε αρρώστια είδα ποτέ». Τότε ο Άγιος δάκρυσε και είπε στην συνοδεία του: «Ετοιμάστε τα αμάξια να φύγουμε γρήγορα από ‘δώ, γιατί αυτόν δεν τον επισκέφθηκε ο Θεός!». Και μόλις βγήκαν στον δρόμο, το σπίτι του πλουσίου βούλιαξε! Η καλοπέραση που είχε ήταν εγκατάλειψη Θεού .


«Ον αγαπά Κύριος παιδεύει»

- Γέροντα, γιατί ο κόσμος υποφέρει σήμερα τόσο πολύ;
- Από την αγάπη του Θεού! Εσύ σαν μοναχή σηκώνεσαι το πρωί, κάνεις τον κανόνα σου, κάνεις κομποσχοίνια, μετάνοιες κ.λπ. Για τους κοσμικούς οι δυσκολίες που περνούν είναι ο κανόνας τους, οπότε εξαγνίζονται μ’ αυτές. Τους κάνουν μεγαλύτερο καλό από την κοσμική καλοπέραση, η οποία δεν τους βοηθάει ούτε να πλησιάσουν στον Θεό, ούτε να αποταμιεύσουν μισθό ουράνιο. Γι’ αυτό πρέπει να τις δέχωνται ως δώρα από τον Θεό.
Ο Καλός Θεός με τις δοκιμασίες παιδαγωγεί σαν καλός Πατέρας τα παιδιά Του, από αγάπη, από θεία καλωσύνη, και όχι από κακότητα ούτε από κοσμική, νομική, δικαιοσύνη, γιατί θέλει να επιστρέψουν κοντά Του. Επειδή δηλαδή θέλει να σώση τα πλάσματά Του και να κληρονομήσουν την ουράνια Βασιλεία Του, επιτρέπει τις δοκιμασίες, για να παλέψη ο άνθρωπος, να αγωνισθή και να δώση εξετάσεις στην υπομονή στους πόνους, ώστε να μην μπορή να Του πη ο διάβολος: «Πως τον ανταμείβεις αυτόν ή πως τον σώζεις, αφού δεν κοπίασε;». Τον Θεό δεν Τον ενδιαφέρει αυτή η ζωή, αλλά η άλλη. Πρώτα μας φροντίζει για την άλλη ζωή και ύστερα γι’ αυτήν.
- Γιατί όμως, Γέροντα, ο Θεός σε μερικούς ανθρώπους δίνει πολλές δοκιμασίες, ενώ σε άλλους δεν δίνει;
- Τι λέει η Αγία Γραφή; «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» . Ένας πατέρας έχει λ.χ. οκτώ παιδιά. Τα πέντε μένουν στο σπίτι, κοντά στον πατέρα τους, και τα τρία φεύγουν μακριά του και δεν τον σκέφτονται. Σ’ αυτά που μένουν κοντά του, αν κάνουν καμμιά αταξία, τους τραβάει το αυτί, τους δίνει κανένα σκαμπιλάκι• ή, αν είναι φρόνιμα, τα χαϊδεύει, τους δίνει και καμμιά σοκολάτα. Ενώ αυτά που είναι μακριά, ούτε χάδι ούτε σκαμπίλι έχουν. Έτσι κάνει και ο Θεός. Τους ανθρώπους που είναι κοντά Του και εκείνους που έχουν καλή διάθεση, αν σφάλουν λίγο, τους δίνει ένα σκαμπιλάκι και εξοφλούν ή, αν τους δώση περισσότερα σκαμπίλια, αποταμιεύουν. Σ’ εκείνους πάλι που είναι μακριά Του δίνει χρόνια, για να μετανοήσουν. Γι’ αυτό βλέπουμε κοσμικούς ανθρώπους να κάνουν σοβαρές αμαρτίες και παρ’ όλα αυτά να έχουν άφθονα υλικά αγαθά και να ζουν πολλά χρόνια, χωρίς να περνούν δοκιμασίες. Αυτό γίνεται κατ’ οικονομίαν Θεού, για να μετανοήσουν. Αν δεν μετανοήσουν, θα είναι αναπολόγητοι στην άλλη ζωή.




Ο πόνος του Θεού
για τις δοκιμασίες των ανθρώπων

Πόσα βάσανα έχει ο κόσμος! Πόσα προβλήματα! Και έρχονται μερικοί εδώ να μου τα πουν σε δυο λεπτά στο πόδι, για να παρηγορηθούν λίγο. Μια βασανισμένη μάνα μου έλεγε: «Γέροντα, έρχονται στιγμές που δεν αντέχω άλλο και τότε λέω : ‘’Χριστέ μου, κάνε μια μικρή διακοπή και ύστερα ας ξαναρχίσουν τα βάσανα’’». Πόση ανάγκη από προσευχή έχουν οι άνθρωποι! Αλλά και κάθε δοκιμασία είναι δώρο από τον Θεό, είναι ένας βαθμός για την άλλη ζωή. Αυτή η ελπίδα της ανταμοιβής στην άλλη ζωή μου δίνει χαρά, παρηγοριά και κουράγιο, και μπορώ να αντέξω τον πόνο για τις δοκιμασίες που περνούν πολλοί άνθρωποι.
Ο Θεός μας δεν είναι Βάαλ, αλλά Θεός αγάπης. Είναι Πατέρας που βλέπει την ταλαιπωρία των παιδιών Του από τους διάφορους πειρασμούς και τις δοκιμασίες που περνούν και θα μας ανταμείψη, φθάνει να κάνουμε υπομονή στο μικρό μαρτύριο της δοκιμασίας ή μάλλον της ευλογίας.
- Γέροντα, μερικοί λένε: «Δεν είναι σκληρό αυτό που επέτρεψε ο Θεός; Δεν πονάει ο Θεός;».
- Ο πόνος του Θεού για τους ανθρώπους που βασανίζονται από αρρώστιες, από δαίμονες, από βαρβάρους κ.λπ. έχει συγχρόνως και χαρά για την ουράνια αμοιβή που τους έχει ετοιμάσει. Έχοντας δηλαδή υπ’ όψιν Του ο Θεός την ανταπόδοση που θα λάβη στον Ουρανό όποιος περνάει δοκιμασίες και γνωρίζοντας τι τον περιμένει στην άλλη ζωή, αυτό Τον κάνει να μπορή να «αντέχη» τον πόνο. Εδώ επέτρεψε να κάνη τόσα εγκλήματα ο Ηρώδης . Δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια έσφαξε και πόσους γονείς, που δεν άφηναν τους στρατιώτες να σκοτώσουν τα παιδιά τους, τους σκότωναν κι εκείνους! Οι βάρβαροι στρατιώτες, για να φανούν στους αρχηγούς τους καλύτεροι, έκοβαν τα παιδάκια κομματάκια. Όσο πιο πολύ βασανίζονταν τα παιδάκια, τόσο περισσότερο πονούσε ο Θεός, αλλά και τόσο περισσότερο χαιρόταν για την μεγαλύτερη δόξα που θα είχαν να απολαύσουν στον Ουρανό. Χαιρόταν για τα Αγγελουδάκια αυτά, που θα αποτελούσαν το αγγελικό μαρτυρικό τάγμα. Άγγελοι από Μάρτυρες!




ΛΟΓΙΟ Δ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
‘’ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ’’
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Φως ή Σκοτάδι

Απόσπασμα από το βιβλίο : Οι Γκουρού, Ο Νέος και ο Γέροντας Παϊσιος

Ένοιωθα βαθιά μέσα μου την ανεπάρκεια του νου. Δεν μπορούσε ο νους να κρίνει γεγονότα που τον ξεπερνούσαν απείρως. Πως λοιπόν θ’ αποφάσιζα για το τι είναι τι; και με ποιους θα πάω και ποιους θ’ αφήσω; Κι όμως έπρεπε να κάνω κάποια κίνηση κι εγώ δεν ήξερα πως να κινηθώ... Οι άλλοι, αλλά και ο γέροντας, περίμεναν αυτή μου την κίνηση, αυτή μου την τοποθέτηση.

Σήμερα ξέρω ότι αυτός που εκαλείτο να αποφασίσει δεν ήταν η διάνοια, αλλά η καρδιά. Κάτι δηλαδή πολύ βαθύτερο και δυνατότερο. Το κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου. Δε θα δημιουργούσε ο νους μια ιδεολογία, αλλά μια πίστη θα γεννιόταν μέσα στην καρδιά.

Μια μέρα, αφού είχα πια γυρίσει από την Ινδία, ρώτησα το γέροντα για τους γιόγκι:

- Δεν μπορώ να καταλάβω, γέροντα· είναι έξυπνοι, μορφωμένοι άνθρωποι, με πολλές δυνατότητες, γιατί να είναι κακοί;... Δεν έχουν κανένα λόγο!!.. Δεν μπορώ να καταλάβω!...

Ο Γέροντας με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του δε μου είπε τίποτα εκείνη τη στιγμή (το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα τότε, όταν συνέβη το γεγονός).

Λίγες μέρες μετά, και συγκεκριμένα πριν το Πάσχα του 1984 συνέβη το εξής:

Στη Θεσσαλονίκη κάποιο απόγευμα, μόνος, κάτι διάβαζα, κάτι σκεφτόμουν, δεν ξέρω τι.

Εντελώς ξαφνικά και απότομα· εντελώς ολοκληρωτικά, ο κόσμος εξαφανίστηκε γύρω μου. Δεν... υπήρχαν οπτικές παραστάσεις, δεν υπήρχε ήχος ούτε αφή. Οι πέντε αισθήσεις έπαψαν να λειτουργούν και να στέλνουν μηνύματα. Ο έξω κόσμος έσβησε απότομα και ολοκληρωτικά. Όπως όταν πατάμε το διακόπτη και το δωμάτιο από τη μια στιγμή στην άλλη βυθίζεται στο σκοτάδι.

Ο νους μου δεν ασχολιόταν με τα μηνύματα που έστελναν οι πέντε αισθήσεις. Όλη η ενέργειά του, όλη η προσοχή του είχαν στραφεί αλλού. Είχε απορροφηθεί ολοκληρωτικά, είχε τραβηχθεί σ’ έναν πνευματικό χώρο. Ένα πνευματικό γεγονός τον είχε καθηλώσει.

Είδα φως και σκοτάδι. Ένα λευκό φως, απαλό και γλυκό, εντονότατο και λαμπερό, από τη μια μεριά· ένα σκοτάδι βαθύ και πηχτό από την άλλη. Στην αρχή η προσοχή μου στράφηκε στο σκοτάδι. Μου δημιούργησε ένα αίσθημα φόβου αλλά και δέους. Μια ανατριχίλα, αλλά και μια περιέργεια με κατέλαβαν. Ήθελα να γνωρίσω τι ήταν αυτό. Προχώρησε προς αυτό ο νους μου, και αντιλήφθηκα το μέγεθος της άρνησης. Όσο πιο βαθειά πήγαινε κανείς, τόσο πιο πηχτό γινόταν το σκοτάδι, τόσο πιο μεγάλη ήταν η άρνηση. Υπήρχε μια τεράστια δύναμη, ένα «μεγαλείο» τολμώ να πω. Ήταν η αρνητική όψη των πραγμάτων.

Όσο τραβούσε το φως και υψωνόταν, τόσο τραβούσε το σκοτάδι και βυθιζόταν. Μέχρι τέρμα, χωρίς δισταγμό, απόλυτα. Μεγάλη αγάπη απ’ εδώ, μεγάλο μίσος από εκεί. Ο απόλυτος αλτρουισμός από το φως ξεχυνόταν... τραβούσε αντιμαχόμενο το σκοτάδι στον απόλυτο εγωισμό. Το σκοτάδι αρνιόταν το φως, το αποστρεφόταν, το έδιωχνε!... έτσι «δημιουργούσε» έναν άλλο χώρο.

Ο κόσμος και τα όντα ήταν δημιούργημα του φωτός. Ο «υπαρξιακός χώρος» του κάθε προσώπου, το κάθε πρόσωπο καθ’ εαυτό, είναι δημιούργημα, κτίσμα, πλάσμα του φωτός. Το φως διαπερνούσε και πληρούσε όλους αυτούς τους «χώρους». Κάποια συνείδηση αποφάσισε να κρατήσει έξω από τον «υπαρξιακό της χώρο» το φως, που τη δημιούργησε. Αρνήθηκε το φως. Το φως σεβάσθηκε την ελεύθερη απόφαση του δημιουργήματός του και κρατήθηκε έξω. Έτσι παρουσιάσθηκε ένας σκοτεινός «υπαρξιακός χώρος». Έτσι έγινε πραγματικότητα το σκοτάδι. Με το ν’ αρνιέται το φως «δημιουργούσε» το σκοτάδι. Το σκοτάδι δεν υπήρχε από μόνο του. Το φως υπήρχε από τον εαυτό του. Το σκοτάδι υπήρχε μόνο, όσο υπήρχε η άρνηση του φωτός. Το σκοτάδι χωρίς το φως δεν μπορεί να υπάρξει. Το φως δεν έχει ανάγκη το σκοτάδι, για να υπάρχει. Το φως μπορεί να υπάρχει από μόνο του.

Το σκοτάδι ήταν αποτέλεσμα μιας προαίρεσης, μιας συνείδησης. Είναι ο τρόπος που διάλεξε να υπάρχει ένα ον, δηλαδή ο Διάβολος. Το σκοτάδι άρχισε να υπάρχει χωρίς λόγο· χωρίς αιτία, χωρίς αφορμή. Έτσι του ήρθε κάποιου. Κινούμενος μόνο από την προαίρεσή του αρνήθηκε το φως. Αυτή η άρνηση έκανε το σκοτάδι πραγματικότητα, το έφερε στην «ύπαρξη», το γέννησε». Ένας άλλος χώρος αντίθετος από το χώρο του φωτός.

Αυτή η πράξη της άρνησης μοιάζει με «δημιουργία», αλλά δεν είναι. Μιμούνταν την πράξη δημιουργίας του Θεού από την... ανάποδη. Ήταν η πιστή απομίμηση από την αντίθετη μεριά. Προσπαθούσε να κλέψει το Θεό, προσπαθούσε να κλέψει τη δυνατότητα δημιουργίας. Ήθελε να είναι Θεός. Συμπεριφερόταν ως «Θεός». Επειδή δεν είχε τη δύναμη της δημιουργίας μέσα του, αρνούμενος όλη τη δημιουργία, όλο το φως, όλη την ενέργεια, όλη τη χάρη του Θεού, τραβώντας το πράγμα στα όριά του, έκανε πραγματικότητα... την ανυπαρξία... « δημιουργούσε» το θάνατο... το σκοτάδι. Πριν δεν υπήρχε ούτε θάνατος ούτε σκοτάδι, αλλά τα πάντα ήταν γεμάτα από φως και ζωή.

Όπως η ένωση των πάντων, έτσι και ο διαχωρισμός τους. Όπως από την αγάπη ήρθε η ύπαρξη· έτσι από το μίσος γεννιέται το σκοτάδι της ανυπαρξίας. Όπως η δημιουργία έτσι και η καταστροφή. Άπειρα εκτείνεται το φως, άπειρα και το σκοτάδι. Δεν ένοιωσα πουθενά την ύπαρξη ορίου. Λάμπει περισσότερο το φως, σκοτεινιάζει περισσότερο το σκοτάδι, σε μια προσπάθεια να καταπιεί το φως. Ήταν απόλυτη η αντιστροφή.

Υπήρχε ο Θεός· οι ιδιότητές του· οι ενέργειές του. Υπήρχε το φως· απέραντο... μεγάλο... απλό.

Η άρνηση του σκοταδιού ήταν απέραντη· μεγάλη· απλή· σκέτη· απροσχημάτιστη· βαθειά· άγρια· πεισματική· καταστροφική· αυτοκαταστροφική· μανία· τρέλα· λύσσα.

Δεν μπορούσα να βλέπω γύρω μου, μόνο ένοιωθα. Κάποιες ψυχές, μ’ έναν τρελό, στριγγλιό γέλιο πηδούσαν μέσα στο σκοτάδι, που τις τραβούσε βαθειά σαν τον ωκεανό και χάνονταν.

Φοβισμένος τράβηξα τον εαυτό μου στη μεριά του φωτός. Ζήτησα την προστασία του. Φοβήθηκα το σκοτάδι, την αγριάδα και την τρέλα του. Δεν το ήθελα. Βρέθηκα... στις παρυφές του φωτός, ανακουφισμένος, σαν να είχα γλυτώσει από μεγάλο κίνδυνο.

Είχα προχωρήσει πολύ λίγο μέσα στο σκοτάδι. Ίσα που έχωσα το κεφάλι μου κάτω από το νερό. Το βάθος του ωκεανού... το μάντευα, το ένοιωθα. Κατάλαβα όμως τη δύναμη της αμαρτίας, της γοητείας της, τον πειρασμό της, τον πυρήνα της, την ουσία της... μα κατάλαβα και την ανυπαρξία της· τη μέχρι γέλιου αδυναμία της... Δεν υπάρχει. Είναι απουσία... Δεν μπορεί να υπάρξει μόνη της... Όσο φοβερή είναι, όταν σε κερδίσει, τόσο γελοία και ανίσχυρη είναι, όταν κρατιέσαι μακριά της. Ούτε ένα παιδάκι δεν μπορεί να νικήσει, αν αυτό δεν πέσει μόνο του.

Ούτε στο φως προχώρησα πολύ. Ίσα-ίσα που πέρασα το σύνορο. βρισκόμουν πολύ κοντά στο μεταίχμιο. Όμως πόσο με παρηγόρησε... και τι σιγουριά μου έδωσε... Με πλημμύρισε ζωή. Ειρήνη... χαρά... γνώση... Με αγαπούσε πολύ και μου χάριζε πολύτιμα δώρα, που αγνοούσα την ύπαρξή τους, μου έδινε από τα δικά του και ας ήμουν ανάξιος.

Ξαφνικά εικόνες, ήχοι από το σαλόνι πλημμύρισαν το νου μου. Ο διακόπτης γύρισε από την άλλη μεριά. Τελείωσε ξαφνικά, όπως άρχισε. Ένα βαθύ μάθημα, σε λίγα λεπτά. Όσα δεν μπορεί να εξηγήσει καμία κουβέντα. Λεπτές διαφορές και όμως πολύ βαθειές και σημαντικές έννοιες, που δεν υπάρχουν... σε λέξεις, που δε χωράν σε σκέψεις. Μια αποκάλυψη. Μια πιο πολύ ένα test. Μια δοκιμασία. Με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις. Δοκιμάσθηκε... κρίθηκε η βαθύτατη προαίρεσή μου. Φανερώθηκε η κλίση της καρδιάς μου.

Ευτυχώς η καρδιά μου, αν και στην αρχή κινήθηκε προς το σκοτάδι... τελικά βρήκε ανάπαυση στο φως. Ευτυχώς που με δέχθηκε το φως.

Τι ήταν το φως; Λέει ο Χριστός στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο: «εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη» (Ιωαν. ιβ΄ 46) και εξηγεί ο απόστολος «Γιατί εσείς είστε παιδιά του φωτός και σαν παιδιά του φωτός να περιπατείτε» (στη ζωή, στις αποφάσεις σας) (Α΄ Ιωαν. α΄ 5-7, β΄ 8-11).

Το γεγονός αυτό βύθισε τη συνείδησή μου στο μυστήριο της προαίρεσης και της ελευθερίας των ανθρώπων και των αγγέλων.

Η ελευθερία της προαίρεσης είναι θείο δώρο και είναι μυστήριο ακατανόητο, ανεξήγητο στο βάθος και στην ουσία του για την ανθρώπινη λογική.

Όπως ο Θεός ξεπερνά τον ανθρώπινο νου, το ίδιο και οι πράξεις Του, τα δημιουργήματά Του και τα δώρα Του. Μόνο σχετικά ο ανθρώπινος νους μπορεί να τα κατανοήσει και μόνο με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να εμβαθύνει.

Δια της διανοητικής... εξεύρεσης, καταλήγουμε σε υποθέσεις, πιθανολογίες, απόψεις ή φαντασιακά ιδεολογήματα. Αυτά που ονομάζω «διανοητικές μπουρμπουλήθρες».

Οι άνθρωποι και οι άγγελοι προικίσθηκαν από το Θεό με ελευθερία προαίρεσης. Είναι αυτοκινούμενοι. Δεν αναγκάζονται ηθικά από τίποτα. Μπορούν να κινηθούν όπως θέλουν στον ηθικό, πνευματικό χώρο, στο βαθμό και την ένταση που επιθυμούν.

Κάπου βαθειά μέσα στο κέντρο της ύπαρξής τους λειτουργεί το μυστήριο αυτό της ελευθερίας. Τα όντα αυτά κλείνουν προς το καλό ή προς το κακό από μία δικιά τους εσωτερική διάθεση, από μία δικιά τους εσωτερική απόφαση. Γιατί έτσι θέλουν! Δεν υπάρχει λόγος ή αιτία στην πραγματικότητα, που να δικαιολογεί την απόφασή τους. Πολύ περισσότερο δεν υπάρχει τρόπος να επιβληθεί ή να αναιρεθεί αυτή η ελευθερία της προαίρεσης.

Αυτή η απόφαση, αυτή η προαίρεση, αυτή η εκλογή,... είναι μυστήριο... Είναι καλοί ή κακοί, στο βάθος τους, γιατί έτσι θέλουν. Χωρίς δικαιολογία, χωρίς εξήγηση.

Τα όντα αυτά πλάθουν τον εαυτό τους. Είναι αυτοδημιούργητα, αυτοκινούμενα. Αποφασίζουν για το πως θα είναι, για την οντολογία της ίδιας τους της φύσης, για τον τρόπο που θα υπάρχουν. Έχει κάτι το θεϊκό αυτή τους η ελευθερία, γιατί είναι δώρο του Θεού.

Το πρώτο ον που έκανε κακή χρήση της ελευθερίας του, κάποια στιγμή του χρόνου, ήταν ο αρχάγγελος Εωσφόρος. Αυτός είναι ο μεγάλος αρνητής: Αυτός είναι «ο δημιουργός» του σκοταδιού. Αυτός είναι η πηγή του κακού, ο βασιλιάς του σκότους: Αυτός παρέσυρε και τους υπόλοιπους αγγέλους που γίνανε δαίμονες. Αυτός παρασέρνει και τους ανθρώπους στο δικό του χώρο, στο δικό του τρόπο ύπαρξης. Αυτός είναι ο εφευρέτης της κακία
Δεν είχε κανένα λόγο να κινηθεί μ’ αυτό τον τρόπο. Είχε πολλούς λόγους και τα πάντα γύρω του τον προέτρεπαν να μένει κοντά στο Θεό, ν’ ανεβαίνει πνευματικά, να απολαμβάνει τη θεία μακαριότητα και να δικαιώνεται ως ύπαρξη.

Όμως... ήταν ελεύθερος... και κάποια στιγμή διάλεξε την άρνηση, την απομάκρυνση από το Θεό, και επιμένει μέχρι σήμερα σ’ αυτήν. Όσο περνάν τα χρόνια, τόσο χειρότερος γίνεται!!...

Έτσι και οι άνθρωποι που τον ακολουθούν. Χωρίς λόγο, χωρίς αιτία, επειδή έτσι θέλουν, στρέφονται εναντίον του Θεού, αν και γνωρίζουν ότι έτσι αυτοκαταστρέφονται. Υπάρχει κάποια τρέλα μέσα σ’ αυτά τα μυαλά. Δεν υπήρχε τίποτα το στραβό μέσα τους. Μόνα τους θέλησαν να γεννήσουν μέσα τους αυτό το πάθος, την τρέλα της υπερηφανείας.
Ο Θεός σέβεται την ελευθερία με την οποία προίκισε τα όντα του, και δεν την καταργεί δυναστικώς, ακόμη κι όταν στρέφεται εναντίον Του. Με χίλιους τρόπους, προσπαθεί να τα ξαναελκύσει κοντά στην αγάπη Του. Δε θέλουν!!!

Η αγάπη του Θεού είναι πολύ μεγαλύτερη από την αγάπη της μάνας, του πατέρα, που μηχανεύονται τα πάντα για να ελκύσουν τα τέκνα τους στο καλό και ν’ απομακρύνουν από κοντά τους κάθε θλίψη, πόνο, αρρώστια, δυστυχία.

Όμως ο διάβολος, οι δαίμονες, οι μάγοι, οι κακοί άνθρωποι, δεν θέλουν ν’ αλλάξουν!!!... Τι διαστροφή! Τι ανοησία!... Να προτιμά κανείς το θάνατο από τη ζωή, το μίσος από την αγάπη, τον πόνο από τη μακαριότητα, τη θλίψη από τη χαρά, τον πόλεμο από την ειρήνη, την κακία από την καλοσύνη... Και όλα αυτά χωρίς λόγο... αιτία... αφορμή.

Είναι ακατανόητο! Είναι τρέλα!

Κι όμως υπάρχουν συνειδήσεις, (δαίμονες και άνθρωποι), που κάνουν αυτή την εκλογή. Νοιώθει κανείς το μυαλό του να σαλεύει από το μέγεθος του παραλογισμού. Μόνοι τους καταστρέφονται, ενώ θα μπορούσαν να ζήσουν, να «τη δουν» αλλοιώς. Μόνοι τους γεννούν μέσα στην ψυχή τους αυτή την τρέλα, που λέγεται πάθος της υπερηφανείας. Αυτή τη σκοτεινή μητέρα που γεννάει χιλιάδες αλλά σκοτεινά παιδιά – πάθη. Αυτό το σκοτεινό χταπόδι που σφίγγει και πνίγει την ψυχή. Είναι να τους λυπάται κανείς βαθειά, γιατί είναι άρρωστοι βαθειά.

«Ένα ‘Κύριε, ελέησον’ να 'λεγε ο Διάβολος, ο Θεός θα τον συγχωρούσε» μου είπε κάποτε ο γέροντας.

«Ένα γεροντάκι εδώ πιο κάτω, προσευχόταν για το Διάβολο. Τον πόνεσε. Πλάσμα του Θεού είναι και αυτός. Αρχάγγελος ήταν και κοίτα πως κατάντησε. Προσευχόταν λοιπόν γι’ αυτόν. Τότε παρουσιάσθηκε στη γωνία ο πονηρός και άρχισε να τον μουντζώνει και να τον κοροϊδεύει. Με κάτι κέρατα εκεί, βρωμούσε κιόλας. Να! Να! τον μούντζωνε με τα δύο του τα χέρια» και μου έδειχνε πως. «Ο Διάβολος είναι αμετανόητος».

Ο ίδιος, ο π. Παΐσιος, ήταν το γεροντάκι, απλά δεν ήθελε να μου το πει φανερά... αλλά μου το είπε αργότερα, άλλη φορά.

Ευχαριστώ το Θεό που μου χάρισε αυτό το βίωμα, γιατί μη πιστεύοντας ότι μπορεί να είναι κάποιος κακός, εξέθετα τον εαυτό μου σε θανάσιμους κινδύνους.

Βέβαια ο Θεός γνωρίζει, αλλά μέσα μου υπάρχει η πεποίθηση ότι οι ευχές του γέροντα ενήργησαν και μου χαρίστηκε αυτό το πνευματικό δώρο, που έδωσε απάντηση, περίσσεια απάντηση, στις ερωτήσεις που είχα υποβάλει στο γέροντα σχετικά με τους γκουρού (γιατί να είναι κακοί; Δεν έχουν κανένα λόγο... κλπ.).

«εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν».

«εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη» (Ιωαν. 12,46).

«ότι ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία» (Α’ Ιωαν. 1, 5).

«πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού» (Ιωάννη 3,20).

Η αστρολογία

Μ.Μ.Γιατί η αστρολογία είναι σήμερα σ’ έξαρση , ενώ την ίδια στιγμή η επιστήμη είναι στο απόγειο της;
Π. Ι. Κ. Αυτό είναι η περιεργότατη ειρωνεία του θέματος. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν λύνονται όλα τα προβλήματά με την ψυχρή επιστήμη, ούτε με τα μαθηματικά, ούτε με τη φυσική ,ούτε με τη χημεία, ούτε με τη μηχανική, ούτε με τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν λύνονται έτσι οι υποθέσεις της ζωής! Η ψυχή του ανθρώπου είναι πλασμένη- όπως έλεγε ο Τερτυλλιανός-«εκ φύσεως χριστιανική». Και πρέπει ως χριστιανή η ψυχή, να τρέφεται με τον πραγματικό λόγο του Θεού. Όταν δεν τρέφουμε την ψυχή μας με τον πραγματικό λόγο του Θεού, θα την τρέφουμε με τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας, της αθεΐας, της αρνήσεως, όπως έκανε ο άσωτος της παραβολής. Επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος γκρέμισε από το βάθρο της ψυχής του τον αληθινό Θεό, την πίστη στον αληθινό Θεό, το Δημιουργό του και Λυτρωτή του κόσμου, και δεν μπορεί να βάλει στο μηδέν στη θέση του – όποιος λέει ότι βάζει το μηδέν ψεύδεται∙ δεν υπάρχει άνθρωπος πραγματικά μηδενιστής και πραγματικά άθεος-, βάζει μια άλλη θεότητα, είτε πολιτική λέγεται αυτή, είτε θέατρο λέγεται, είτε κινηματογράφος, είτε αθλητισμός… Οτιδήποτε άλλο βάζει στη θέση του Θεού και πάνω απ’ το Θεό. Αυτοί οι άνθρωπο, εφόσον έδιωξαν απ’ τη ζωή τους τον πραγματικό Θεό, έβαλαν στη θέση του τα άστρα! Το κτίσμα δηλαδή το φθαρτό και πεπερασμένο, στη θέση του Αφθάρτου και Απείρου Θεού. Κι έτσι δεν καθορίζει πλέον τη ζωή τους ο Θεός αλλά τα άστρα. Εκεί κατήντησαν! Ενώ τα άστα δεν μπορούν να επηρεάσουν καθόλου την ανθρώπινη θέληση , την οποία ο Ίδιος ο Κύριος θέλησε να είναι ελεύθερη ακόμη και απέναντι στον Ίδιο!...
…Για το θέμα , τώρα, της αστρολογίας έχω να προσθέσω και το εξής;: Ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, αποδεικνύεται από το μεγάλο αγώνα που γίνεται στην ψυχή του ανθρώπου, όταν έχει να πάρει κάποια απόφαση. Αν ήμασταν αυστηρά καθορισμένοι, αν εξαρτιόταν η θέληση μας από τα άστρα, δεν θα είχαμε αυτή τη φοβερή διελκυστίνδα κατά τη λήψη αποφάσεων , ούτε τύψεις συνειδήσεως, όταν πράττουμε κάτι κακό, κάτι το αμαρτωλό, ούτε επαίνους από τη συνείδησή μας, όταν πράττουμε κάτι καλό. Το ρομπότ δεν δέχεται ούτε επαίνους, ούτε ψόγους. Το ότι ο άνθρωπος αισθάνεται μέσα του και τον έπαινο και τον ψόγο, είναι απόδειξη ότι είναι ελεύθερος. Και ακριβώς ως ελεύθερο τον αντιμετώπισε ο Θεός και έθεσε μπροστά του τις «τιμωρίες» της κολάσεως και τις «αμοιβές» του παραδείσου.
Ο άνθρωπος , λοιπόν, είναι ελεύθερος. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα αυτό που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Παρουσιάζεται εκεί ο Θεός να λέει σε ορισμένους προφήτες: «σε εξέλεξα από κοιλίας μητρός σου» που σημαίνει ότι ήδη η εκλογή του Θεού είχε γίνει πριν από τη γέννηση τους , η οποία σύμφωνα με τους αστρολόγους, καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Βλέπουμε , λοιπόν, ότι ο Θεός «επεμβαίνει» στη ζωή του ανθρώπου ήδη από το εμβρυικό στάδιο. Και όχι μόνο αυτό. Υπάρχουν κι άλλα χωρία που λένε ότι ο Θεός «καθορίζει» τη ζωή του ανθρώπου πριν και από τη σύλληψη του.

Πίστη και Λογική
Το τραίνο της λογικής στις ράγες του Θεού.
Διαδρομή Β΄
1993

Η ιδιόχειρη διαθήκη του πατρός Παϊσίου του Αγιορείτου





Του λόγου μου ο Μοναχός Παΐσιος, όπως εξέτασα τον εαυτόν μου, ίδα ότι όλες της εντολές του Κυρίου της παρέβην, όλες της αμαρτίες της έχω κάνη. Δεν έχει σημασία εάν, ορισμένες έχουν γίνη σε μικρότερο βαθμό, διότι δεν έχω καθόλου ελαφριντικά, επειδή με έχει εβεργετίση πολύ ο Κύριος.

Εύχεσθε να με ελεήση ο Χριστός. Συνχωρέστε με, και συνχωρημένοι να είναι όσοι νομίζουν ότι με λύπησαν.

Ευχαριστώ πολύ, και πάλη εύχεσθε.
Μοναχός Παΐσιος

Απο το :

www.arxontariki.net

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Άγιος Νικόδημος, η Παιδεία και τα Θρησκευτικά

Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων

Στίς 14 Ἰουλίου τό Γένος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τιμᾶ τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἐφέτος δέ ἀξίζει νά ξαναδιαβάσουμε τά πάμπολλα ἔργα του καί νά διδαχθοῦμε ἀπό τήν σοφία του, δεδομένου ὅτι συμπληρώνονται 200 ἀκριβῶς χρόνια ἀπό τήν ὁσιακή κοίμησή του. Ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθη στίς 14-7-1809 στό κελλί τῶν Σκουρταίων κοντά στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ ἡλικία 60 ἐτῶν. Πολλά ἐγράφησαν καί θά γραφοῦν γιά τήν προσφορά του στό ὑπόδουλο τότε Γένος μας καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σήμερα θά προσπαθήσουμε νά ἀξιολογήσουμε τή μορφή του ὡς πρότυπο παιδείας καί ὡς δάσκαλο μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξης.

Ὁ νεαρός τότε Νικόλαος Καλιβούρτσης, πρίν καρεῖ μοναχός καί λάβει τό ὄνομα Νικόδημος, ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα στήν γενέτειρά του, τή Νάξο. Στή συνέχεια παρακολούθησε ἐπί 5 ἔτη μαθήματα στήν περίφημη Εὐαγγελική Σχολή τῆς Σμύρνης. Διέπρεψε σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς γνώσεως, ἀλλά διεκρίνετο ἐξ ἴσου καί γιά τό ἦθος του. Εἶχε σχεδόν ἀπομνημονεύσει τά περισσότερα κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων. Ἡ μνήμη του ἦταν φωτογραφική. Ὅ,τι διάβαζε τό ἀπομνημόνευε.

Πιστεύω, ὅμως, ὅτι δέν ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιά μία ἀνθρώπινη ἱκανότητα. Εἶχε καί τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν ἀρκεῖ κάποιος νά γνωρίζει πολλά. Τά κείμενα καί οἱ πληροφορίες δέν ἀποτελοῦν το μοναδικό περιεχόμενο τῆς παιδείας. Ἡ οὐσία εἶναι πῶς τά χρησιμοποιοῦμε. Καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποίησε τήν τεράστια μόρφωσή του γιά νά ἀφυπνίσει τόν Ἑλληνισμό καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Οἰκουμένη. Νά διδάξει τήν ἀληθινή πίστη καί νά ἀπομακρύνει τόν λαό ἀπό κάθε τάση ἀθεϊσμοῦ ἤ ἐξισλαμισμοῦ.
Γιά τήν παιδεία του σέ συνδυασμό μέ τήν θαυμαστή μνήμη του διηγοῦνται πολλά καί ἐντυπωσιακά. Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ἔχει γράψει ὅτι κάποτε οἱ ἄλλοι μοναχοί στό Ναό τοῦ Πρωτάτου, στίς Καρυές, τοῦ ἔκρυψαν τά Μηναῖα. Ὁ Ἅγιος τότε εἶπε ἀπό στήθους τούς 15 Ψαλμούς τοῦ Μεγάλου Σαββάτου! Ἐπίσης εἶναι γνωστό ὅτι ἐπί ἕνα ἔτος ἔζησε μέ τόν Γέροντά του στήν ἔρημη νῆσο Σκυροπούλα. Ἐκεῖ ἔχοντας ἐλάχιστα βιβλία ἔγραψε τό «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον» κατά παραγγελία τοῦ ἐξαδέλφου του Ἐπισκόπου Εὐρίπου Ἱεροθέου. Παραθέτει πολλά χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τούς Πατέρες ἀλλά καί τούς Ἀρχαίους κλασικούς, καί ὅλα αὐτά ἀπό μνήμης! Ὅμως καλόν εἶναι νά ἐπισημάνουμε ὅτι πέραν τῶν ἰδιαιτέρων χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου καί ἄλλοι νέοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν στιβαρή ἑλληνική καί Ὀρθόδοξη Παιδεία. Πρῶτον, διότι αὐτήν μετέδιδαν μέ πίστη οἱ διδάσκοντες καί δεύτερον, διότι οἱ νέοι μελετοῦσαν μέ κόπο καί μέ ὄρεξη.

Ἡ ἑλληνογνωσία του καί ἡ ἄριστη χρήση ὅλων τῶν μορφῶν τῆς διαχρονικῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀποτελοῦν παράδειγμα γιά ὅλους μας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγραφε καί στήν λογία καί στήν ἁπλή νεοελληνική τῆς ἐποχῆς του. Ἐπί πλέον γνώριζε ἄριστα καί τὀ γλωσσικό ἰδίωμα τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν , τό ὁποῖο χρησιμοποίησε γιά νά μεταγράψει τό Εὐαγγέλιο πού διαβάζουμε στόν Ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης. Ἐξ ἄλλου ἡ ἀρχαιομάθειά του φαίνεται καί ἀπό τήν σύνθεση ἐπιγραμμάτων γιά πολλούς Ἁγίους καί Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἄξιον ἀπορίας πῶς τότε σέ συνθῆκες φτώχιας καί δουλείας τά ἑλληνόπουλα μάθαιναν ἄριστα ὅλες τίς μορφές τῆς ἑλληνικῆς καί σήμερα ὑπό συνθῆκες ἐλευθερίας καί ἀνέσεως δυσκολεύονται οἱ περισσότεροι ἀπόφοιτοι Λυκείου νά ὀρθογραφήσουν καί νά ἐκφρασθοῦν σωστά.

Τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν Παιδεία, τήν Ὀρθόδοξη Ἀγωγή καί τήν διάπλαση τῶν παιδικῶν χαρακτήρων καταδεικνύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἐξέδωσε μέ πολλές δικές του προσθῆκες καί ἀναθεωρήσεις τό ἔργο τοῦ ἑλληνομαθοῦς Μοναχοῦ Γρηγορίου τοῦ Μολδαβοῦ μέ τίτλο «Χριστιανική Παιδαγωγία» καί ὑπότιτλο «Λόγος περί Πάιδων Ἀγωγῆς» ( ἐπιμέλεια Ἱ. Μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης Πατρῶν, ἐκδόσεις ΤΗΝΟΣ, Ἀθῆναι, 2005) . Ὁ μοναχός Γρηγόριος τῆς Μονῆς Νεάμτσου, μετέπειτα Μητροπολίτης Οὑγγροβλαχίας (σημερινῆς Ρουμανίας), γεννήθηκε στό Βουκουρέστι τό 1765 καί γνώριζε ἄριστα τήν ἑλληνική. Εἶχε ἐπικοινωνία μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο καί ἔτσι ἀπεφάσισαν νά συνεργασθοῦν γιά τήν συγγραφή αὐτοῦ τοῦ πονήματος. Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε ποιά σημεῖα ἔγραψε ὁ Γρηγόριος και ποιά ὁ Ἅγιος Νικόδημος, εἶναι πάντως προφανές ὅτι τό τελικό κείμενο ἐκφράζει ἀπολύτως τόν Νάξιο Ἁγιορείτη. Γράφουν σχετικά οἱ σύγχρονοι σχολιαστές τῆς ἐκδόσεως:

Ἡ Χριστιανική Παιδαγωγία «ἀποτελεῖ μᾶλλον μύησι στήν πνευματική ζωή (μέ τήν ὀρθόδοξον ἔννοια τοῦ ὅρου) παρά πρότασι ἐκπαιδευτικοῦ προτύπου ( μέ τήν θύραθεν περί παιδείας ἀντίληψη). Αὐτό δέν ὑποδηλώνει ἀπαξίωσι τῆς θύραθεν ἐκπαιδευτικῆς σταδιοδρομίας, ἀφοῦ δέν ἀπορρίπτεται ἡ εὕρεσις ὑπό τῶν γονέων «εὐσεβῶν καί ἐναρέτων διδασκάλων ἑλληνικῶν μαθημάτων, διά νά σπουδάσωσι τά τέκνα των εἰς αὐτούς, γραμματικά, φιλοσοφικά καί ὅλας τάς καθ’ ἑξῆς ἐπιστήμας, πρός ὠφέλειαν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός των» (θ΄, 408-12). Οὔτε, ὅμως, ὑπερεκτιμᾶται καί ἀπολυτοποιεῖται αὐτή ἡ προοπτική» ( ὅπως ἀνωτέρω, σελ. 255).

Στό Προίμιο τοῦ «Νέου Μαρτυρολογίου» του ὁ Ἅγιος Νικόδημος μᾶς δίδει καί μία ὡραία προτροπή πάντα ἐπίκαιρη γιά τήν ὑποχρέωσή μας νά ἀσκοῦμε ἱεραποστολή πρός τούς μή Χριστιανούς. Θά ἔλεγα δέ ὅτι ἀπαντᾶ καί στό σύγχρονο ἐρώτημα ἄν θά πρέπει τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά βασίζεται στήν Ὀρθοδοξία ἤ νά μετατραπεῖ σέ θρησκειολογικό. Ὁ Ἅγιος γράφει τά ἑξῆς: «Καθώς τό ὀλίγον προζύμι σμιγόμενον μέ τό πολύ ἄλευρον μεταδίδει τήν ἐδικήν του δύναμιν εἰς αὐτό, καί γίνεται ὅλον ζύμη, τοιουτοτρόπως οἰκονόμησεν ὁ Θεός νά ἦναι ἐσμιγμένοι οἱ ὀλίγοι πιστοί μέ τούς πολλούς ἀλλοπίστους, διά νά μεταδώσουν εἰς αὐτούς τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί νά τούς φέρουν εἰς τήν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Ἔτζη μᾶς τό βεβαιώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος «διά τοῦτο καί ἀνέμιξεν ( ὁ Θεός δηλαδή) τῷ πλήθει τούς αὐτῷ πιστεύοντας, ἵνα μεταδῶμεν ἀλλήλοις τῆς ἡμετέρας συνέσεως» (ὁμιλ. Μς΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον)». (Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ἔκδοση Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 20) .

Ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ Ἅγιος τήν ἐπίγειο ζωή του θά φώναζε πρός τούς ὑπευθύνους τῆς ἐκπαιδεύσεώς μας: «Μήν ἀλλοιώνετε τό περιεχόμενο τῆς παιδείας μέ τήν δικαιολογία ὅτι ὑπάρχουν στά σχολεῖα πολλοί ἀλλόθρησκοι μετανάστες. Ἀκριβῶς σ’ αὐτούς ἔχουμε ὑποχρέωση νά διδάξουμε τήν Ὀρθόδοξο Πϊστη καί ὄχι τά θρησκειολογικά συνονθυλεύματα. Αὐτό μᾶς ζητεῖ ὁ Θεός καί αὐτό μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος»!

Ἄς φέρουμε τά παιδιά μας πιό κοντά πρός τήν ἔνθεο σοφία τοῦ μεγάλου Πατρός καί ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέως Ἀγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἄς δώσουμε στούς νέους και στίς νέες νά μελετήσουν τά ἔργα του. Θά εἶναι καί αὐτό μία φωτεινή ἀκτίνα παιδείας μέσα στήν θολοκουλτούρα τῆς ἐποχῆς μας.

Το άρθρο δημοσιεύεται και στο περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία Ιουλίου 2009
Ιουνιος 2009
www.antibaro.gr

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΙ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Μίαν πρωίαν προ τριών ετών, ήτο τας παραμονάς των Χριστουγέννων, η κυρα-Πράπω η Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρή γυναικάρα πενηνταοκτώ ετών, είχε σηκωθή να πάγει να επισκεφθεί την νοννάν της εις τα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλην αυλήν, εις μίαν άκρην της πόλεως, όπου έτρεφε γίδες και προβατίνες και κόττες και φραγκόκοττες και περιστέρια.

Το γάλα το επώλει προς ογδόντα λεπτά με την οκάν την ιδική της. Τα περιστέρια, εκτάκτως μόνον, χωρίς ωρισμένον τιμολόγιον, αν της είχε πνίξει κανέν η γάττα, ή αν εύρισκε μουστερήδες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τ' αυγά προς 15 λεπτά το εν, την Σαρακοστήν.

Αυτή, αν ωρέγετο να φάγει αυγά, πράγμα σπάνιον, θα επήγαινεν εις την μεγάλην αγοράν να τα ψωνίσει. Τα εύρισκε προς μίαν δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμήν. Πού να γελασθή αυτή!

Την πρωίαν εκείνην είχε σηκωθεί με απόφασιν να πάγει να επισκεφθεί την νοννάν της, ήτις ήτο αρχόντισσα έχουσα οικίαν εις τα Πατήσια. Ηρχοντο Χριστούγεννα, επεθύμει να την φιλεύσει κάτι τι. Τι άλλο από αυγά, εις την πραγματείαν των οποίων είχε ειδικότητα; Ηξευρεν ότι θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, τον υιόν της γραίας, όστις θα εφιλοτιμείτο να της πληρώσει καλά το δώρον της. Εμέτρησε όσα αυγά είχε, και τα εύρε δεκατέσσαρα.

«Να τους τα πάη όλα; Εχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μία και σαράντα, κι από μιά πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 (εμέτρησεν επί των δακτύλων), δυό και δέκα. Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδιδε παραπάν’ από δυό δραχμές, ο νοννός, διά το πεσκέσι της.

» Να τους τα πάει τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα 15 λεπτά, 1,95 θα εκέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυό δραχμές θα της τα επλήρωνεν ο νοννός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;... Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσαρα... Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μιά και 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα.

»Ας τους τα πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο. Δεν θα της δώσει παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νοννός της, και ρέστα δεν θα καταδεχθεί να πάρει, και πού να έχει αυτή ρέστα επάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάει.»

Τα ετύλιξεν εις λευκόν, καθαρόν μανδήλιον, κι' εξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δεν ήτο τόσον γερή στα πόδια, διά τα Πατήσια. Είχεν υπολογίσει την ώραν οπού θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, ελθόντα προ μικρού από το γραφείον του, πλην όχι αμέσως, αλλ' ολίγον ύστερα, ευθύς μετά το γεύμα, ότε θα τους εύρισκεν ευδιάθετους. Ποτέ δεν θα έπραττεν, αυτή, το σφάλμα να παρουσιασθεί ακριβώς την ώραν του γεύματος.

Η κυρα-Πράπω επέτυχε με το παραπάνω. Εδέχθησαν τα αυγά (τα οποία ήσαν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα επλήρωσεν ο νοννός της εν δίδραχμον, μετά μικρού μορφασμού της νοννάς, ήτις όμως δεν ημπόρεσε να μην την καλέση να καθίσει εις την ιδίαν τράπεζάν της, διά να χορτάσει από τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήτον εντελώς νηστική, αλλ' είχε προγευματίσει εις τας δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αήρ τής είχεν ανοίξει την όρεξιν.

Αφού έκαμε διαφόρους ομιλίας, όχι αδεξίως, ύστερα, μεταξύ λόγων, παρενέβαλεν ότι είχεν έλθει πεζή, και παρεπονέθη διά τους πόδας της... ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, όστις δεν ήτο πλέον ικανός διά τίποτε. Ο νοννός, όστις είχε γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρόν ποτήριον σαρτρέζ με τον καφέν, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, δια να πληρώσει το λεωφορείον εις την επιστροφήν. Νέος μορφασμός της νοννάς, ήτις εσυλλογίζετο ότι τα αυγά θα τα ηγόραζε προς μίαν δεκάραν το εν, φρεσκότατα, εις τα Πατήσια, και ότι τα πόδια της αναδεκτής κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να λάβουν τον κόπον να μεταφέρωσιν εις τα Πατήσια το χονδρόν σώμα της.



***



Τελευταίον εμάζευσε με το θάρρος ολίγες πεπονόφλουδες, οπού είχαν μείνει επί της τραπέζης, διά την κατσίκαν της, τας ετύλιξεν εις το μανδήλι και απήλθεν. Είχε ξεκουρασθεί πολύ και δεν έκρινεν επάναγκες ν' ανέλθει εις το λεωφορείον. Εγύρισε πεζή.

Επέρασεν από εν εξοχικόν σπιτάκι, όπου εκατοικούσε μιά περιβολάρισσα εξαδέλφη της, εφλυάρησεν αρκετά, εμάζευσε κι εκείθεν ό,τι εύρε χρήσιμον διά την κατσίκαν της, ενυκτώθη, κι επέστρεψεν εις την πόλιν κρατούσα μεγάλην αβασταγήν υπό την μασχάλην της.

Είκοσι βήματα πριν φθάσει εις την οικίαν της, την ώραν οπού είχαν ανάψει τον εκεί φανόν του αερίου, βλέπει μικρόν παιδάκι οπού έκλαιε μεμονωμένον.

- Τι έχεις, παιδί μου;

Το παιδίον εψέλλισε ζητούν την μητέρα στο σπίτι.

- Τίνος είσαι, μικρό μου;

Το παιδίον δεν ήξευρε να πει τίνος ήτον.

- Πώς την λένε την μάννα σου;

- Μαμά.

- Και τον πατέρα σου;

- Μπαμπά.

Η κυρα-Πράπω ήτο εις αμηχανίαν. Έλαβε το παιδίον από την χείρα και το ωδήγησε μέχρι της θύρας της μάνδρας όπου ήτο το σπίτι της. Εκεί εστάθη επ' ολίγα λεπτά, εφώναξε με την οξυτραχή φωνήν της την κόρην της, την Μαρίναν, να την ξαλαφρώσει, και εις ταύτην ελθούσαν παρέδωκε την δέσμην με τες φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα εκόμιζε, και είτα έμεινε διστάζουσα, ερωτώσα μεγαλοφώνως τες γειτόνισσες, αν καμμία εξ αυτών εγνώριζε το παιδίον.

Πολλαί το εκοίταξαν υπό το φως του αερίου, το έψαξαν, το εγύρισαν. Καμμία δεν έτυχε να το γνωρίζη.



***


Κατά τύχην, ως σύνηθες εις τα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ' εκεί. Άλλως, ήμην γείτων, και ήτο η συνήθης ώρα ότε κατηρχόμην εις την συνοικίαν. Η κυρα-Πράπω με είδε και με έκραξεν:

- Έλα... εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι, μου λέγει.

Μου ενθύμισεν αμέσως ότι προ ολίγων μηνών συνέβη να χαθεί έν παιδίον, κι εκείνο, κατά περίπτωσιν, είχε πέσει εις τας χείρας αυτής, την ιδίαν ώραν της εσπέρας· ότι εγώ, ιδών αυτό κλαίον εις τας χείρας της και ζητούν την μαμά του, του έδωκα μίαν δεκάραν διά να μερώσει. Ότι κατ' ευτυχή συγκυρίαν, ευθύς μετά την δεκάραν, συνέβη να παρουσιασθεί η μήτηρ του παιδίου, ήτις το ανεζήτει από ωρών, και να έλθει να το συμμαζεύσει.

Έσκυψα και εκοίταξα το παιδίον. Δεν του έδωκα δεκάραν, έκαμα κάτι καλύτερον. Το εγνώρισα.

- Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.



***


Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός ηγάπα τα δύο παιδιά του με τόσον ένθερμον αγάπην, όσον ολίγοι γονείς εις τον κόσμον. Τόσον, ώστε ο ίδιος τους έκαμνε την μητέρα, και τούτο όχι δι' έλλειψιν μητρός, οπότε το πράγμα θα ήτο ευεξήγητον, αλλά διότι η μήτηρ τούς έκαμνε... τον άγγελον της εστίας.

Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανικήν οικίαν ελληνικήν ζωγραφισμένην με τας δύο κλίσεις της στέγης, ως δύο πτέρυγας αγγέλου-γυναικός τανυομένας επάνω της εστίας.

Τοιαύτη μήτηρ ήτο η Γιακουμίνα, η φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού. Ήτο μία χαρά να βλέπει τις τον μαστρο-Δημήτρην να κρατεί εις την αγκάλην τον τριετή υιόν του, και να σύρει από την χείρα το πενταετές θυγάτριον, να οδηγεί τα δύο παιδιά εις το πλησίον μικρόν μπακάλικον, διά να τους αγοράσει λιαλιά-κοκκά να τα φιλεύσει.

Τα δύο παιδιά ήστραπτον από καθαριότητα, και ήσαν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα ταύτα ήσαν έργο αγγέλου της εστίας, και ήσαν προιόν των κόπων και των μισθών του μαστρο-Δημήτρη, όστις ήτο ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην, και πράγμα σπάνιον, είχε κατορθώσει μόνον με την φιλοπονίαν και τα ημεροδούλια του να κτίσει και ν' αποκτήσει (ήτο και ολίγον κτίστης) ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου.

Και η φαμίλια του στο σπίτι έπλυνε, κι εσφουγγάριζε, κι έρραπτε, κι εμβάλωνε, κι εζύμωνε, κι εμαγείρευε, και ήτο όλη χάρις και χαρά της εστίας.

Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες τόσο καμαρωμένον ανδρόγυνον. Φαντασθήτε, η Γιακουμίνα, ομοία με χελιδόνα μητέρα, να στρώνει, να συγυρίζει, να ετοιμάζει την φωλεάν, και ο πατήρ όμοιος με πελαργόν, φέροντα τα χελιδονάκια της ανοίξεως, να φέρει, να βαστάζει και να κουβαλεί τα δύο παιδιά, τα οποία ωνόμαζε συνήθως ψέματα, ήξευρεν αυτός διατί. Διότι, πριν αποκτήσει τα δύο τοιαύτα παιδιά ήτο «χαροκαμένος». Του είχαν αποθάνει άλλα δύο. Τον Γιώργο τον ωνόμαζεν ένα ψέμα, διότι ήτο μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευήν την ωνόμαζεν ψευτρού, ίσως διότι ανήκεν εις το φύλον το πλέον ψεύτικον.



***


Τα ηγάπα πράγματι ολοψύχως, τα ηγάπα πολύ - όχι όμως περισσότερον παρ' όσον ηγάπα ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα ιδικά του πέντε ή έξ παιδιά, μισήν δωδεκάδα σωστήν. Και ο μεν Δημήτρης ο Χωριανός ήτο νέος και ακμαίος ακόμη, ο δε μπαρμπα-Στέργιος ήτο γέρων και ασθενής. Έπασχεν από την νόσον την οποίαν ιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.

Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε την δικαιοδοσίαν του εκτεινομένην τριγύρω εις του Ψυρρή, εις του Τάτση την Βρύσιν, εις του Τριγκέτα, εις τον Αι-Θανάσην, μέχρι της πλατείας Κουμουνδούρου. Ήτον σχεδόν τόσον κρυφός εις το εμπόριον, όσον και εις την ιατρικήν. Αυτός και ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξιν ούτε φωνήν. Είναι ο μόνος μανάβης όστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωγί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους, χωρίς να εξέρχεται γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή μασά κάτι τι - λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια - αλλά τόσον χαμηλά, ώστε μόνος αυτός τ' ακούει.

Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ηκούσθη να βγάλει ογκανισμόν. Ορμεμφύτως μιμείται τον αφέντην του. Καμμίαν φοράν, ο Νικόλας, ενώ διατρέχει τους δρόμους, περιμένων να τον ιδεί καμμία πτωχή οικοκυρά να τον κράξει, διά να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς μουστερήδες, κρυφούς όσον και αυτός, έχοντας πεποίθησιν ότι δεν πωλεί ξίκικα), το απομεσήμερον, ή το βράδυ-βράδυ, βάλλει τον μικρόν τριετή υιόν του εις τα κάπουλα, ανάποδα βλέποντα προς την ουράν, ακουμβώντα τα νώτα επί των καλάθων, και του λέγει να κρατεί την ουράν τού γαϊδάρου, αλλ' ο μικρός δεν έχει την ικανότητα, όθεν ο πατήρ αναγκάζεται να βαδίζει σιμά-σιμά, κρατών αυτός την ουράν του ζώου, διά να μη γλιστρήσει και πέσει ο υιός του.

Αυτό και μόνον το θέαμα θα με καθίστα ένθουν, εάν είχα λεπτά διαθέσιμα, ώστε ν' αποφασίσω ν' αγοράσω, όχι μόνον όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και αυτόν τον γάιδαρόν του.

Πλην δεν είμαι βέβαιος αν τον πωλεί, διότι πού να εύρει άλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν, βωβόν και διακριτικόν, ικανόν να μιμείται τον αφέντην του, όστις είναι τόσον κρυφός, ώστε μόνον κατά συγκυρίαν συνέβη να μάθω την ιατρικήν ειδικότητα, την οποίαν έχει εις το να θεραπεύει κρυφήν νόσον;



***


Νόσον εξ ης έπασχεν ο μπαρμα-Στέργιος ο Παρκιώτης, όστις ανέτρεφε μισήν δωδεκάδα παιδιά με την καλήν του προαίρεσιν. Και η εργασία του συνίστατο, τον χειμώνα εις το να μαζεύει και κουβαλεί αγριολάχανα-ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια (τα οποία ήξευρεν όλα τα χλοώδη και απάτητα μέρη διά ν' ανέρχεται να τα μαζεύει), και το καλοκαίρι, εις το να κουβαλεί τα κληματόφυλλα, τα οποία επώλει εις τα μπακάλικα προς είκοσι λεπτά την οκάν. Οι δε αμπελοκτήμονες της Αττικής πεδιάδος όχι μόνον του επέτρεπαν να μαζεύει κληματόφυλλα από τ' αμπέλια των, αλλά τον επαρακαλούσαν να το κάμνει, διότι τους εγλύτωνεν από τα έξοδα και τα μεροκάματα. Ήτο τεχνίτης και ήξευρε να «αργολογά» και να ξεφυλλίζει καλώς, απαλλάττων τα κλήματα από όλα τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήν, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.

Ήτο συγκινητικόν να τον βλέπη τις, ως ζυγαριάν έμψυχον, φορτωμένον ένα σάκκον γεμάτον λάχανα ή φύλλα εις την πλάτην όπισθεν, και να φέρει, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκκον κρεμασμένον έμπροσθεν εις την πολύπτυχον βράκαν του. Ήτο αυτή η νόσος, την οποίαν εθεράπευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.



***


Εζησεν εν ιδρώτι του προσώπου του, και ανέθρεψε πέντε ή εξ παιδιά, τα οποία... δεν ήσαν ιδικά του. Απέθανεν, ο πτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών, και εύρεν ανάπαυσιν των κόπων του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμον και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινεν ευθύ επί της νεκρικής κλίνης.

Ελπίζω και πιστεύω ότι θα επήγεν εις τον άλλον κόσμον, ο πτωχός, πολύ σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά.



***


Δεν ήσαν ιδικά του. Δεν είχεν αποκτήσει ποτέ παιδιά, από την φαμίλια του. Είχε πάρει από το Νηπιακόν Ορφανοτροφείον (ίσως είναι πολλοί οπού φοβούνται να διέλθωσιν έξωθεν του ιδρύματος εκείνου, και δεν ηξεύρουν πού των Αθηνών κείται), είχε πάρει έν έκθετον κατ' αρχάς, είτα δεύτερον και τρίτον, είτα τέταρτον και πέμπτον.

Μέχρι του τρίτου ορφανού, του έδιδαν, διά το καθέν, τας κανονισμένας 15 δραχμάς τον μήνα. Όταν εζήτησεν να πάρη τέταρτον και πέμπτον, του τας είχαν κόψει τας 45 δραχμάς, αλλ' αυτός εδήλωσεν ότι του ήρκουν αι 30, τας οποίας ελάμβανε διά τα δύο τελευταία. Δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη αρκετά τα τρία πρώτα, ώστε να είναι χρήσιμα. Ήταν από 6 έως 8 ετών. Πλην ήτο ευχαριστημένος. Και η φαμίλια του τα είχε πονέσει, και τα υπερηγάπα, και δεν ήθελε ν' αποχωρισθεί απ' αυτά.

Τον καιρόν εκείνον ήτο επόπτης ή σύμβουλος, δεν ηξεύρω τι, του ιδρύματος εκείνου, είς κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένον μειδίαμα. Ούτος ηγάπα τα ορφανά ως να ήσαν ιδικά του. Και τις ηξεύρει αν δεν ήσαν! Επροστάτευε τα εσωτερικά, και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμάς εις τον μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος επείσθη να δώσει τας 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά, και ήτο πάντοτε μέσα εις διαχειρίσεις και επιμελητείας, και εις όλας τας ονομασίας τα εμπεριεχούσας χείρα και μέλι. Τοιούτοι αυστηροί άνθρωποι χρειάζονται πράγματι εις τα ευαγή καθιδρύματα.



***


Τα δύο παιδία του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήσαν τόσον ιδικά του, όσον και η μισή δωδεκάς ήτο του μπαρμπα-Στέργιου, του Παρκιώτη. Και οι δύο από το εκθετοτροφείον τα είχον λάβει. Η μόνη διαφορά ήτον ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήτο «χαροκαμένος», και τα ηγάπα με αγάπην διπλήν αυτός και η Γιακουμίνα, η φαμίλια του.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην, καθώς είπα εν αρχή, ανεγνώρισα τον Γιώργον εις τας χείρας της κυρα-Πράπως, και είπα:

- Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.

- Α! μπασταρδέλι; μου λέγει η κυρα-Πράπω.

- Δεν ξέρω, μπάστα... της λέγω μασήσας το ήμισυ της λέξεως. Μα το σπίτι του ανθρώπου είναι όχι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα απ' το Μεταξουργείο...

Την στιγμήν οπού επρόσφερα την μισήν εκείνην λέξιν, ακουσίως ενθυμήθην ότι η κυρα-Πράπω είχε συχνά ιταλίδες νοικάρισσες, εις τα δωμάτια του σπιτιού της αλλ' όμως δεν είχε κατορθώσει ποτέ να μάθει άλλην λέξιν από το στόμα των ειμή πάνε και ντανάρο και αμόρε και ήτο πολύ μακράν του να γνωρίζει, και ρωμέικα ακόμη, τι σημαίνει μπάστα.

Ευθύς ύστερον ευρέθη είς καλός χριστιανός, όστις εγνώριζε τον πατέρα και την οικίαν, αλλ' όχι το παιδίον, πρόθυμος να οδηγήσει τον μικρόν πλησίον των θετών γονέων του. Καθησύχασα και απήλθον.



***


Την επαύριον ήλθε και μ' εύρεν ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπον ακτινοβόλον.

Μου διηγήθη διά μακρών, και με πολλάς αφελείς ταυτολογίας και επαναλήψεις, τον πόνον και τον καημόν και τον φόβον και την τρεμούλαν της καρδιάς, οπού είχαν λάβει, αυτός και η φαμίλια του, η Γιακουμίνα, την προτεραίαν το απομεσήμερον, όταν εκ λυπηράς απροσεξίας της μητρός είχεν εξέλθει και είχεν αποπλανηθεί το παιδίον· καθώς και την χαράν και αγαλλίασιν και το ξαναγέννημα οπού ησθάνθησαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, οπού εκαταδέχθη να γεννηθεί ως παιδίον, και αγαπά και φυλάγει και μαζώνει πλησίον του όλα τα παιδία, οπού ησθάνθησαν, λέγω, χύνοντες δάκρυα ακράτητα, κλαίοντες ως μικρά παιδία, άμα ανευρέθη το μικρόν, οι δύο τους, με την Γιακουμίναν, την φαμίλια του.

Ο άνθρωπος μ' εγέμισε και μ' εφόρτωσεν ευχαριστήρια, όσα δεν ημπορούσα να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την συνείδησιν ότι μόνον κατά τύχην είχα κάμει το απλούστερον κοινωνικόν χρέος.

Κι η κυρα-Πράπω, θαρρώ πως επήρε τα βρεθίκια της.



(1895)




Αντιγραφή απο τη σελίδα:


http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html

Αββά Ζωσιμά: Όταν σε αδικούν

Άρχισε να διδάσκει ο μακάριος Ζωσιμάς , αφού σφράγισε πρώτα το στόμα του με το σημείο του σταυρού

Ο άνθρωπος του Θεού προχωρώντας και προκόβοντας πνευματικά, όλα τα θεωρεί σαν σκουπίδι , έστω κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός του. Διότι , όπως λέω, δεν βλάπτει το να έχεις, αλλά το να είσαι προσκολλημένος σε όσα έχεις.

Θυμήθηκε τότε την περίπτωση του αδελφού με τα λαχανικά και αναρωτήθηκε.
Μήπως δεν έσπειρε, δεν κοπίασε, δεν καλλιέργησε; Μήπως τα ξερρίζωσε και τα πέταξε; Όχι. και όμως τα είχε σαν να μην τα είχε∙ απόδειξη ότι όταν πήγε ο γέροντας εκείνος θέλοντας να τον δοκιμάσει και άρχισε α τα καταστρέφει, δεν τα λογάριασε καθόλου ο αδελφός∙ αλλά όταν απόμεινε μια ρίζα του είπε:
-Αν θέλεις, πάτερ, άφησε την αυτή για να σου κάνω το τραπέζι.
Τότε κατάλαβε ο άγιος ότι ήταν γνήσιος δούλος του Θεού και όχι των λαχανικών και του λέει:
-Το Πνεύμα του Θεού , αδελφέ, έχει αναπαυθεί επάνω σου!
Αν όμως είχε προσπάθεια στα λαχανικά θα φανερωνόταν αμέσως, με τη θλίψη και την ταραχή.

Και έλεγε ότι αν δούν οι δαίμονες ότι κάποιος υβρίσθηκε ή ατιμάσθηκε ή ζημιώθηκε ή έπαθε ο,τιδήποτε παρόμοιο και θλίβεται όχι γιατί έπαθε άδικα, αλλά γιατί δεν υπέμεινε με γενναιότητα, φοβούνται, γιατί ξέρουν ότι μπήκε στον δρόμο της αλήθειας και θέλει να βαδίσει κατά τις εντολές του Θεού.

Θυμήθηκε τότε τον άγιο Παχώμιο που ήθελε να μεγαλώσει το μοναστήρι και γι’ αυτό τον μάλωσε ο μεγαλύτερος αδελφός του λέγοντας:
-Πάψε να είσαι υπερήφανος!
Και ο άγιος Παχώμιος αν και είχε δεχθεί θεία αποκάλυψη γι’ αυτό το έργο, είπε μόνο:
-Παρακινήθηκα από την ιδέα ότι θα ήταν καλό.
Κυριάρχησε στη καρδιά του και δεν αντιμίλησε καθόλου. Την νύχτα κατέβηκε σ’ ένα μικρό υπόγειο και άρχισε να κλαίει και να προσεύχεται λέγοντας:
¨Ω Θεέ μου, το φρόνημα της σαρκός ακόμη ζει μέσα μου…Αλλοίμονο μου! μετά από τόση άσκηση και προετοιμασία της καρδιάς , πάλι αρπάζομαι από τον θυμό, έστω και για καλό. Ελέησέ με να μη χαθώ, Κύριε».
Μ’ αυτά τα λόγια προσευχόταν . έμεινε όλη τη νύχτα επαναλαμβάνοντας τα με κλάματα, ώσπου ξημέρωσε. Και ήταν τόσος ο ιδρώτας που έχυσε-γιατί ήταν καλοκαίρι και φλεγόταν ο τόπος- ώστε τα’ αχνάρια των ποδιών του λάσπωσαν.

Μιαν άλλη φορά είπε:
Αν κανείς φέρει στο νού του κάποιος που τον λύπησε ή τον ζημίωσε ή τον ντρόπιασε ή τον διέσυρε χωρίς λόγο ή του έκανε οποιοδήποτε άλλο κακό, και αρχίσει να πλέει λογισμούς εναντίον του , αυτός επιβουλεύεται την ίδιδα του τη ν ψυχή , όπως οι δαίμονες, και είναι αρκετός μόνος του για την καταστροφή του. Αλλά τι λέω «να πλέκει»; Αν δεν τον θυμάται σαν γιατρό και ευεργέτη , αδικεί τρομερά τον ευατό του! Γιατί λές ότι πάσχεις αυτός σε καθαρίζει και οφείλεις να τον θεωρείς σαν γιατρό σταλμένο από τον Χριστό. Αυτό καθ’ εαυτό άλλωστε το ότι πάσχεις είναι δείγμα αρρωστημένης ψυχής∙ αν δεν ήσουν άρρωστος δεν θα έπασχες∙ και χρωστάς χάρη στον αδελφό διότι μέσω αυτού έμαθες την πορεία της αρρώστειας σου. Οφείλεις επομένως να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα σταλμένα από τον Ιησού.
Αν όμως , όχι μόνο δεν τον ευχαριστείς αλλά και λυπάσαι και τον κατηγορείς και πλέκεις λογισμούς εναντίον του , είναι σαν να λές στον Ιησού:
-Δεν θέλω να γιατρευτώ από σένα! Δεν θέλω τα φάρμακα σου Θέλω να σαπίσω στα τραύματά μου! Θέλω να γίνω υπήκοος των δαιμόνων!
Αυτή όμως η αντίδραση είναι όλεθρος και κόλαση αιώνια για την ψυχή. ενώ αντίθετα σωτηρία της είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού , γιατί αυτές σαν όργανα καυτηριασμού και καθαρτικά την καθαρίζουν από τις κακίες. Όποιος επομένως θέλει
Και ποθεί να γιατρευτεί , είναι ανάγκη να υπομένει όσα επιβάλλει ο γιατρός. Άλλωστε ούτε ο άρρωστος ευχαριστείται όταν εγχειρείται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο∙ πείθει όμως τον εαυτό του ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατο ν’ απαλλαγεί απο την ασθένεια., παραδίνεται λοιπόν στο γιατρό ξέροντας ότι με λίγη ταλαιπωρία θα γλυτώσει από πολλή αδιαθεσία και πολυχρόνια νόσο.
Καυτήρας του Ιησού είναι όποιος μας βλάπτει.

Αφαίρεσε τους πειρασμούς και τον πόλεμο των λογισμών και δεν γίνεται κάνεις άγιος. «Όποιος αποφεύγει ωφέλιμο πειρασμό, αποφεύγει την αιώνια ζωή», είπε κάποιος άγιος.
Ποιος προξένησε στους αγίους μάρτυρες εκείνα τα στεφάνια, αν όχι όσοι τους αδίκησαν; Ποιος έγινε αιτία να δωρηθεί στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, αν όχι όσοι τον λιθοβόλησαν;

Πρέπει να καταλάβουμε ένα πράγμα∙ ότι κανένας δεν λέει τόσο την αλήθεια , όσο αυτοί που μας κατηγορούν. Γνωρίζει ο Κύριος, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7,10), ότι αν όλοι οι άνθρωποι επαινούν και μακαρίζουν όλες τις πράξεις μου, στην πραγματικότητα είναι άξιες ψόγου και «αισχύνης εμπτυσμάτων» ( Ησ. 1,6). Ενώ αν πουν , «αυτό κι αυτό το κακό έκανες», εγώ θα πω, «μα μήπως έκανα και κανένα καλό»; Γιατί κανένας δεν ψεύδεται τόσο όσο αυτοί που με επαινούν και με μακαρίζουν∙ και κανείς δεν αληθεύει τόσο, όσο εκείνοι που με ψέγουν και μ’εξευτελίζουν, καθώς προείπα. Και πάλι δεν λένε όλη την αλήθεια. Διότι αν μπορούσαν, ( δεν λέω το πέλαγος, αλλά) έστω και κάποιο μέρος των κακών μου να δούν, θ’ αποστρεφόταν τη ακαθαρσία , τον βόρβορο και την δυσωδία της ψυχής μου.
Αν γίνουν τα σώματα των ανθρώπων γλώσσες, για να μας λοιδωρούν , είμαι βέβαιος ότι και πάλι δεν θα μπορέσει να περιγράψει την ατιμία μας∙ διότι καθένας που μας κατηγορεί , λέει μόνο ένα μέρος∙ όλα είναι αδύνατον να τα ξέρει. Αν ο δίκαιος Ιώβ είπε, «είμαι γεμάτος ατιμία» (Ιώβ 10,15), - και το «γεμάτος», δεν επιδέχεται καμία προσθήκη – τι να πούμε εμείς που είμαστε πέλαγος όλων των κακών; Ο διάβολος μας ταπείνωσε σε κάθε είδος αμαρτήματος. Οφείλουμε ωστόσο να ευγνωμονούμε τον Θεό που έτσι ταπεινωθήκαμε. Όσοι ευγνωμονούν γιατί ταπεινώθηκαν συντρίβουν τον διάβολο, αφού , καθώς είπαν οι πατέρες, αν κατέβει η ταεπινωση στον άδη, ανεβάζεται στον ουρανό και αν υψωθεί η υπερηφάνεια στον ουρανό καταποντίζεται στον άδη.
Ποιος πορεί τάχα να πείσει τον ταπεινό να πλέξει λογισμούς εναντίον κάποιου ή να τον κατηγορήσει ή έστω ν’ανεχθεί μομφή κατά του πλησίον; Ό,τι πάθει ή ακούσει ο ταπεινός παίρνει αφορμή για να κατηγορήσει και να υβρίζει τον εαυτό του.
Και έφερε σαν παράδειγμα τον αββά Μωϋσή , όταν τον έδιωξαν οι κληρικοί από το ιερό βήμα λέγοντάς του:
-Πήγαινε έξω , αράπη!
Κι εκείνος άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του:
Ακάθαρτε μαύρε! Καλά σου έκαναν! Αφού δεν είσαι άνθρωπος τι θες και πας με τους ανθρώπους;

Πράγματι , πρόσθεσε ο αββάς Ζωσιμάς, όποιος ποθεί τη αληθινή ευθεία οδό , μαλώνει αυστηρά τον εαυτό του όταν ταράζεται , και τον ελέγχει αδιάκοπα: « Τι μαίνεσαι ψυχή μου; τι ταράζεσαι και αφρίζεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνεις ότι νοσείς∙ αν δεν νοσούσες δεν θα πονούσες! Γιατί, αντί να μέμφεσαι τον εαυτό σου , τα βάζεις με τον αδελφό , που σου φανέρωσε την αρρώστεια σου; μάθε αληθινά και στην πράξη τις εντολές του Χριστού, «ο οποίος όταν υβριζόταν δεν ύβριζε, και όταν έπασχε δεν απειλούσε» (Α΄ Πέτρ.2,22). Άκουσε Τον να λέει και εμπράκτως να το δείχνει: « έδωσα τη ΄ραχη μου σε μαστίγωμα, τις σιαγόνες σε ραπίσματα, το πρόσωπό μου δεν το απέστρεψα από την εντροπή των εμπτυσμάτων « (Ησ. 1,6). Και σύ , άθλια ψυχή, για μία ύβρη και προσβολή, παραδίνεσαι στο πλέξιμο χίλιων δυο λογισμών κι έτσι επιβουλεύεσαι τον ίδιο τον εαυτό σου , όπως οι δαίμονες. Τον σταυρό του Χριστού τον βλέπουμε∙ τα πάθη Του που πέρασε για μας τα διαβάζουμε κάθε μέρα∙ και όμως δεν ανεχόμαστε καμμία προσβολή …Πάει , ξεφύγαμε από τον ίδιο δρόμο».


Κάποτε τον ρώτησαν:
-Πως μπορεί κανείς όταν τον κακολογούν και τον εξευτελίζουν να μη θυμώνει;
Και αποκρίθηκε:
-Όποιος θεωρεί τον εαυτό του τιποτένιο, δεν ταράζεται, καθως είπε και ο αββάς Ποιμήν: «Εάν εξευτελίσεις τον εαυτό σου , θα βρείς ανάπαυση».

Ένας από τους αδελφούς που έμειναν μαζί μου και πήραν από μένα το μοναχικό σχήμα, μου λέει μια μέρα:
-Αββά μου, σε αγαπώ πολύ.
-Δεν βρήκα ακόμη κάποιον που να μ’ αγαπάει όπως τον αγαπώ εγώ, του απάντησα. Να, τώρα λές εσύ «σ’ αγαπώ»∙ το πιστεύω∙ αν όμως γίνει κάτι που δεν σ’ αρέσει δεν θα μείνεις ο ίδιος. Ενώ εγώ ό,τι κι αν πάθω από σένα δεν μπορώ ν’ απομακρυνθώ από την αγάπη σου.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και δεν ξέρω τι του συνέβη∙ άρχισε να λέει πολλά εναντίον μου, ακόμη και αισχρά λόγια. τα μάθαινα όλα κι έλεγα στον εαυτό μου:
«Είναι καυτήρας του Ιησού , που στάλθηκε για να γιατρέψει την κενόδοξη ψυχή μου. από κάτι τέτοιους μπορεί κανείς να βγεί κερδισμένος αν βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση , όπως από εκείνους που τον επαινούν ζημιώνεται. Αυτός είναι αληθινός ευεργέτης μου»!
Έλεγα μάλιστα στους αγγελιοφόρους:
-Μόνο τα φανερά μου κακά ξέρει κι αυτά όχι όλα, αλλά ένα μικρό μέρος. Τα κρυφά όμως είναι αναρίθμητα.
Μετά από καιρό με συναντάει στην Καισάρεια. Έρχεται κατά τη συνήθεια του, με αγκαλιάζει και με καταφιλάει κι εγώ εκείνον σάν να μη συνέβη τίποτε. (Διότι κι ενώ έλεγε όλα αυτά, όταν με συναντούσε με αγκάλιαζε μ’ εγκαρδιότητα κι εγώ δεν του έδειχνα καμμίαν επιφυλακτικότητα ούτε το παραμικρό σημάδι , αν και τα μάθαινα όλα).
Αυτή τη φορά λοιπόν πέφτει στα πόδια μου και μου λέει:
-Συγχώρεσέ με, αββά μου, για τ’ όνομα του Κυρίου, διότι πολλά και φοβερά είπα εις βάρος σου.
Κι εγώ καταφιλώντας τον του απάντησα χαριεντιζόμενος:
-Θυμάται η θεοφιλία σου , πάτερ, τον λόγο που μου είπες κάποτε; Ας πληροφορηθεί λοιπόν η καρδιά σου ότι τίποτε δεν αγνοώ από όσα έχεις πει, αλλά όλα τα έμαθα και που και σε ποιους τα είπες. Δεν είπα όμως ποτέ ότι δεν είναι έτσι , ούτε με έπεισε κανείς να πω κάτι εις βάρος σου. Δεν παρέλειπα ποτέ να σε μνημονεύω στις προσευχές μου και θα σου φέρω ένα τεκμήριο αγάπης: Κάποτε πόνεσε πολύ το μάτι μου∙ τότε σ’έφερα στο νού μου και σταυρόνοντας το είπα: «Κύριε , Ιησού Χριστέ, με τις ευχές του αδελφού , θεράπευσε με». Και αμέσως γιατρεύτηκα!

Θυμήθηκε τότε ο μακάριος κάποιον αββά πραότατο, που για τη μεγάλη του αρετή και τα θαυμαστά σημεία που επιτελούσε, όλη η χώρα τον τιμούσε σάν άγγελο Θεού:
Μια μέρα πήγε κάποιος παρακινημένος από τον πονηρό και τον έβρισε βαρειά μπροστά σε όλους. Ο γέροντας στεκόταν προσέχοντας τον μέσα στο στόμα και λέγοντας:
-Χάρη Θεού στο στόμα σου αδελφέ.
-Ναι, φαύλε, γεροφαγά!...συνέχιζε μανιασμένος εκείνος. Αυτά τα λές για να φανείς στους άλλους πράος.
-Πράγματι, αδελφέ μου, παραδέχτηκε ο γέροντας, αυτό που λές είναι αληθινό.
Μετά το επεισόδιο τον ρώτησε κάποιος:
-Δεν ταράχτηκες καθόλου καλόγερε;
-Όχι! αποκρίθηκε. Αλλά ένιωθα σαν να σκέπαζε την ψυχή μου ο Θεός.




Όταν ήμουν σ’ ένα μοναστήρι της Τύρου – πριν βγώ στην έρημο- μας επισκέφθηκε ένας ενάρετος γέροντας την ώρα που διαβάζαμε τα «Αποφθέγματα των αγίων Γερόντων»
Διαβάζοντας φθάσαμε στον ασκητή εκείνο προς τον οποίο πήγαν οι λησταί και του είπαν:
-Θέλουμε όλα όσα έχεις στο κελλί σου.
Κι εκείνος απαντούσε:
-Όσα σας φαίνονται καλά, παιδιά μου , πάρτε τα.
Τα πήραν λοιπόν όλα και έφυγαν. Άφησαν μόνο ένα σκαλιστήρι. Το παίρνει αμέσως ο γέροντας και τρέψει πίσω τους φωνάζοντας:
-Παιδιά , πάρτε αυτό που ξεχάσατε.
Οι λησταί τότε, θαυμάζοντας την ανεξικακία του, τα επέστρεψαν όλα στο κελλί τους και μετανοημένοι είπαν μεταξύ τους:
-Πραγματικά ο άνθρωπος αυτός είναι του Θεού…
Μόλις λοιπόν το διαβάσαμε αυτό , μου λέει ο επισκέπτης μας γέροντας:
-Ξέρεις, αββά μου, αυτό το περιστατικό πολύ με ωφέλησε.
-Πως , πάτερ, τον ρώτησα εγώ.
Και μου διηγήθηκε:
-Κάποτε που έμενα στα μέρη του Ιορδάνη, το διάβασα, θαύμασα τον γέροντα κι έλεγα:
«Κύριε, Συ που με αξίωσες να έλθω στο σχήμα των αγίων αυτών γερόντων, αξίωσέ με ν’ ακολουθήσω και τα ίχνη τους».
Καθώς λοιπόν είχα τούτο τον πόθο, μετά δυο μέρες φθάνουν λησταί. Μόλις χτύπησαν την πόρτα και κατάλαβα ότι ήταν λησταί, είπα: «Δόξα τω Θεώ, τώρα είναι καιρός να δείξω τον καρπό του πόθου μου». άνοιξα και τους δέχθηκα με ιλαρόηττα. Άναψα ένα λυχνάρι και άρχισα να τους δείχνω τα πράγματα λέγοντας.
-Μην ανησυχείτε. Πιστεύω ότι με τη χάρη του Κυρίου δεν θα σας κρύψω τίποτε.
-Έχεις χρυσάφι; Με ρωτούν.
-Ναι, έχω τρία νομίσματα.
Και άνοιξα μπροστά του ένα κουτί. Τα πήραν κι έφυγαν με ειρήνη.
Τότε εγώ-συνεχίζει ο αββάς Ζωσιμάς- αστειευόμενος του είπα:
-Γύρισαν , όπως και στον γέροντα;
Μου απαντάει αμέσως:
-Ο Θεός να μην το δώσει, γιατί εγώ δεν ήθελα να επιστρέψουν.


Ο μακάριος Σέργιος μου διηγήθηκε τα εξής:
Βαδίζαμε κάποτε μ’ έναν άγιο γέροντα και χάσαμε τον δρόμο. Χωρίς να ξέρουμε που πάμε, βρεθήκαμε σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και πατήσαμε κατά λάθος λίγα σπαρτά. Μόλις μας αντιλήφθηκε ο γεωργός, οργίσθηκε πολύ κι άρχισε να μας βρίζει:
-Μοναχοί είστε σείς; Αν φοβόσασταν τον Θεό, δεν θα το κάνατε αυτό!
Τότε μας λέει ο άγιος:
-Για το όνομα του Κυρίου, μη μιλήσει κανείς.
Και είπε στον γεωργό με πραότητα:
-Καλά λές παιδί μου! Αν είχαμε φόβο Θεού, δεν θα το κάναμε.
Εκείνος όμως συνέχισε να βρίζει αγριεμένος.
Ο γέροντας πάλι παραδέχθηκε:
-Έχεις δίκιο∙ αν είμαστε πραγματικοί μοναχοί , δεν θα σου κάναμε τέτοια ζημιά! Αλλά, για τον Κύριο, συγχώρησε μας, σε παρακαλούμε, που αμαρτήσαμε.
Έκπληκτος τότε πια εκείνος ρίχνεται στα πόδια του γέροντα λέγοντας:
-Συγχώρεσέ με συ , αββά, για τον Κύριο, και πάρε με μαζί σου.
Και ο μακάριος Σέργιος με βεβαίωσε:
-Π{πραγματικά μας ακολούθησε κι έλαβε το μοναχικό σχήμα.
Και τονίζει ο αββάς Ζωσιμάς:
Να τι κατόρθωσε μετά τον Θεό η πραότητας και η ειλικρινής ομολογία του αγίου: Να σώσει ψυχή πλασμένη «κατ’ εικόνα» Θεού , που την προτιμάει ο Κύριος περισσότερο από μύριους κόσμους με όλα τα αγαθά τους!


Μου διηγήθηκε ένας αγαπητός αδελφός τα ακόλουθα
Είχαμε πολλή αγάπη με κάποιο διάκο της λαύρας του αβά Γερασίμου στον Ιορδάνη. Κάποτε όμως, χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο, άρχισε να μου φέρεται ψυχρά. Τον ρώτησα να μάθω την αιτία και μου είπε∙ «Αυτό κι αυτό έκανες». Εγώ τον βεβαίωνα ότι δεν συνέβη τίποτε τέτοιο, μα εκείνος μου απάντησε:
-Συγχώρησέ με, αλλά δεν πείθομαι ότι είσαι έτσι που τα λές.
Γυρίζοντας στο κελλί μου άρχισα να ερευνώ τη συνείδησή μου, αν είχα κάνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν εύρισκα.
Η ψυχρότητα όμως με τον διάκο συνεχιζόταν. Τότε θυμήθηκα τα λόγια των αγίων Πατέρων και στρέφοντας λίγο τον λογισμό μου λέω στον εαυτό μου:
«Ο διάκονος με αγαπάει γνήσια και γι’ αυτό πήρε το θάρος να μου φανερώσει ό,τι είχε η καρδιά του για μένα, ώστε να μην το ξανακάνω. Αλλά εσύ αθλία ψυχή λές: «δεν το έκανα αυτό». μύρια κακά έχεις διαπράξει και τα έχεις λησμονήσει. Που είπαν όσα έκανες χθες ή πριν δέκα μέρες; Τα θυμάσαι; Κι αυτό λοιπόν το έκανες, όπως κι εκείνα, και το ξέχασες, όπως κι εκείνα»
Με τέτοιο λογισμό σηκώθηκα και πήγα να του βάλω ματάνοια. Χτύπησα την πόρτα. Μόλις όμως άνοιξε , μου έβαλε πρώτος εκείνος μετάνοια λέγοντας:
-Συγχώρησέ με, αδελφέ, γιατί με εξαπάτησαν οι δαίμονες και σε υποψιάσθηκα άδικα για κείνη την περίπτωση. Με πληροφόρησε όμως ο Θεός ότι πραγματικά εσύ ήσουν αθώος.
Και δεν με άφησε να του πω τίποτε, επιμένοντας ότι δεν υπάρχει πια λόγος.



ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
2003

Ανεξικακία

Ένας αδελφός που έτυχε να αδικηθεί από κάποιον άλλο επήγε στον Αββά Σισώη και του εξωμολογήθη∙
-Πάτερ, ο τάδε αδελφός με αδίκησε κι’ ο λογισμός μου με βασανίζει να τον εκδικηθώ.
-Όχι τέκνον μου , άρχισε να τον συμβουλεύει ο Όσιος. Άφησε την εκδίκηση στα χέρια του Θεού.
- Δεν θα ησυχάσω, αν δεν τον κάνω να πονέση, όπως πόνεσα κι’ εγώ, εξακολούθησε να λέγη συνεπαρμένος από το πάθος του ο νέος.
Αφού δεν έπαιρνε από λόγια , ο Όσιος τον φώναξε να κάνουν προσευχή μαζί, για να τον φωτίση ο Θεός να καταλάβη ποιο ήτο το ψυχικό του συμφέρον. Εγονάτισαν ο ένας δίπλα σστον άλλον και ο Αββάς Σισώης, σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό, είπε αυτή την προσευχή∙
-Κύριε και Θεέ μας, εμείς τα παιδία σου σου δηλώνουμε σήμερα με τας πράξεις μας, ότι δεν έχομε πια ανάγκη να έχης Συ την φροντίδα μας, γιατί εμάθαμε μόνοι να φροντίζουμε για τον εαυτό μας και αυτοπροσωπως να εκδικούμεθα για λογαριασμό μας.
Ταράχτηκε ο αδελφός ακούγοντας τα λόγια της προσευχής , έστω και αν ήσαν απολύτως σύμφωνα με την ψυχική του κατάσταση.
-Συγχώρεσέ με, Πάτερ, είπε μετανοημένος στον Άγιο Γέροντα. Δεν επιθυμώ πια να εκδικηθώ τον αδελφό μου.

Κάποιος Χριστιανός πήγε να συμβουλευθή τον Αββά Σιλουνανό.
-Έχω ένα θανάσιμο εχθρό, Πάτερ, του εξωμολογήθηκε. Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Πρό καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί, όπου βραθή, κακολογεί κι’ εμένα και την οικογένειά μου. μου έχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλεύεται και την ζωή μου. Πρίν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάση. Δεν παίνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στη δικαιοσύνη.
- Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.
-Δεν νομίζεις, Πάτερ, πως όταν τιμωρηθή και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει , θα σωθή η ψυχή του; ρώτησε ο άνθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του εχθρού του.
-Κάνε όπως σε αναπαύει, εξακολούθησε να λέγη με το ίδιο ύφος ο Όσιος.
_Πηγαίνω, λοιπόν , στο δικαστή κατ’ ευθείαν, είπε ο χριστιανός κι’ εσήκωθηκε να φύγη.
-Μη βιάζεσαι τόσο, του είπε με ηρεμία ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώση ο Θεός την πράξη σου.
Άρχισε το «Πάτερ ημών»
« Και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», ακούστηκε να λέγη μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν έφτασε σ’ αυτόν τον στίχο.
-Λάθος, Αββά , δε λέγει έτσι έτσι η Κυριακή Προσευχή, έσπευσε να διορθώση ο χριστιανός.
-Έτσι όμως είναι, απεκρίθη μ’ όλη του την απάθεια Γέρων. Αφού αποφάσισες να παραδόσεις τον αδελφό σου στο δικαστή , ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.

Ένας από τους Γέροντες είδε μια μέρα δύο αδελφούς να μεταφέρουν ένα λείψανο.
-Τους νεκρούς βαστάζετε; τους φώναξε. Δεν πηγαίνετε να βαστάζετε τους ζωντανούς;

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΧΑΜΠΑΚΗ
ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ι. ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ

Κεφάλαια ασκητικά και Θεολογικά

Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς

Τροφή μου είναι τα βιβλία , γράμματα τρώω- με τα γράμματα τρέφομαι. Βιβλιοφάγος και γραμματοφάγος, για αυτό είμαι μονίμως πεινασμένος και διψασμένος. Σαν να μου έχουν πέσει τα αυτιά και δεν ακούω τους λόγους Εκείνου: «Εμόν βρώμα εστίν, ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντό μας» (Ιω.3,34). Το γράμμα αποκτενεί , το πνεύμα ζωοποιεί. Όλη η σοφία του ανθρώπου και όλη η επιστήμη δεν είναι τάχα ένα κομποσκοίνι από γράμματα; Ο άνθρωπος έγινε γραμματισμένος , έγινε όλος ένα αλφάβητο και νομίζεις πως έγινε το αλφάβητο όλου του κόσμου και του Θεού. Ο πολιτισμός μας γεννήθηκε μέσα στα τυπογραφεία και κάθε τι το πολιτισμένο υποκλίνεται μπροστά στα γράμματα, σε αυτά τα λεπτεπίλεπτα είδωλα. Έτσι , τα γράμματα έγιναν ο θησαυρός και οι εκτιμητές κάθε αξίας. Ακόμα και ο Θεός άρχισε να εκυπώνεται αφού έπαψε να βιώνεται και να επιβιώνει. Τα τυπογραφεία μεταμορφώθηκαν σε ναούς, σε βασίλεια των γραμμάτων∙ αυτός είναι ο πολιτισμός μας. Βασίλευσε το γράμμα και σήμερα σκοτώνει την Ευρώπη, αφού «το γράμμα αποκτεννεί, το δε πνεύμα ζωοποιεί»(Β΄Κορ.3,6)

Η αμαρτία είναι το μόνο παρά φύσιν μέσα στην φύση και μαζί της ο θάνατος και ο διάβολος. Η τριάδα αυτή είναι το μοναδικό αφύσικο πράγμα μέσα στην φύση του Θεού, το μόνο ενάντιο στην φύση. Εδώ το αφύσικο αυτοανακηρύχθηκε σε φυσικό. Επί πλέον , ο θάνατος ανακηρύχτηκε σε ζωή και ο διάβολος ανακηρύχθηκε σε Θεό.

Από τότε που εμφανίστηκαν σε μας οι εφημερίδες, η ανάγνωση δηλαδή των εφημερίδων , έγιναν η «πρωινή προσευχή του μοντέρνου ανθρώπου». Αυτός ο «μοντέρνος» άνθρωπος μεταλλάσσεται γοργά σε «υπάνθρωπο» του οποίου ο πρόγονος μα και ο έσχατος απόγονος είναι ο «απάνθρωπος».

Μην πορεύεσαι μονάχος κανένα δρόμο του κόσμου αυτού παρά μονάχα έχοντας μπροστά σου τον Κύριο Ιησού ή με την ευχή του Ιησού εμπρός σου, με την πίστη σε Εκείνον εμπρός σου , με την αγάπη προς Εκείνον εμπρός σου, με την ανάσα , το δάκρυ και την κραυγή προς Εκείνον εμπρός σου. Τότε θα φεύγει από μπροστά σου κάθε θάνατος και κάθε πειρασμός , μα όχι εξαιτίας σου αλά εξαιτίας Εκείνου που στέκει μπροστά σου.

Ο Κύριος χάριν της νηστείας δίδει την προσευχή σε αυτόν που νηστεύει. Για χάρη πάλι της προσευχή, δίδει την νηστεία.

«ου γάρ εστίν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Αγίω Πνεύματι» (Ρωμ. 14,17). Ο χριστιανοσοσιαλισμός ή ο κομμουνισμός υπερτονίζουν το αντίστροφο ρητό: η βασιλεία του Θεού είναι βρώσις και πόσις!

Με το βάπτισμα , ο καθένας μας καθίσταται ένας πιθανός άγιος. Οι Άγιοι εφάρμωσαν στην ζωή τους όλο το πρόγραμμα της ζωής, προδιαγεγραμμένο δια του αγίου Βαπτίσματος, σπερματικώς δοσμένο.

Εκείνο που δεν μπορεί να συνθλίψει η μυλόπετρα της λογικής θα το συνθλίψει η μυλόπετρα της Χάριτος…Η προσευχή λεπτύνει σταδιακά την ψυχή , εξαλείφει ακάθαρτους λογισμούς και αισθήματα, μεταπλάθει ατέλειες. Το σώμα στο τέλος καθίσταται ναός του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο δρόμος του Χριστιανού: από τον εαυτό του προς τον Θεό, που σημαίνει από τον διάβολο προς τον Θεό. Και αν ακόμη ο Θεός απέσυρε όλα τα θαυμάσιά Του από αυτόν τον σκοτισμένο πλανήτη, δεν έχει αποσύρει όμως το πιο αγαπητό Του θαύμα: τους οικτηρμούς και το έλεος. Αυτά θα τα αποσύρει τελευταία, κατά την ημέρα της Φοβεράς Κρίσεως.

Τι είναι οι Βίοι των Αγίων; Είναι τα δόγματα μεταφρασμένα σε ζωή. Και τι είναι τα δόγματα; Είναι οι βίοι των Αγίων στην πράξη.

Την αμαρτία και το κακό θα πρέπει να τα εκλάβουμε ως ασθένεια της ανθρώπινης φύσης και ΄χι σαν φυσική αναγκαιότητα, σαν ένα ατύχημα, αρρώστια, σαν τον ορμαθό όλων των ασθενειών: τον θάνατο, τον οποίο καλούμαστε να θεραπεύσουμε.

Ούτε ο θάνατος είναι αναγκαιότητα , ούτε η δουλεία στην αμαρτία και το κακο, ούτε και η υπηρεσία στον διάβολο. Όποιος με αυτό τον τρόπο σκέφτεται ή έτσι διδάσκει ή το ισχυρίζεται, δεν είναι Χριστιανός. Αντίθετα , είναι χριστιανομάχος αφού απορρίπτει την ουσία του Χριστιανισμού και όλο τον αγώνα του Χριστού, την σωτηρία. Επειδή Εκείνος ήρθε για να μας σώσει: από τον θάνατο, την αμαρτία , τον διάβολο. Έτσι για πολλούς ο Χριστιανισμός έπαψε να είναι άσκηση και αναγκαιότητα και κατήντησε: κόσμημα ή εθνικό έθιμο, λαϊκή παράδοση, μνημείο, ηθικισμός, φιλοσόφημα, όλα εκτός από ριζοσπαστική μεταμόρφωση του ανθρώπου , από θνητό σε αθάνατο, από αμαρτωλό σε αναμάρτητο, από διαβολεμένο σε άνθρωπο του Θεού. Ο Χριστιανισμός έγινε ρηχός, τόσο ρηχός που καταστράφηκε πλήρως. Έτσι, ο υλικός πολιτισμός έγινε το πάν. Χάθηκε η αίσθηση της αθανασίας και κατά συνέπεια της ευλαβείας , του ουρανού , της ουράνιας καταγωγής του ανθρώπου, της θεοειδίας.

Μετάνοια: μόλις ο Πανοικτήρμων Κύριος αφυπνίσει μέσα στον άνθρωπο την συναίσθηση της αμαρτωλότητος, τον εισάγει ήδη στον αγώνα κατά της αμαρτίας.

Η αλήθειας της Εκκλησίας δεν είναι ένα αξίωμα, δεν είναι μία διδασκαλία, δεν είναι ένα συλλογιστικό συμπέρασμα,δεν είναι μία λογική έννοια, αλλά Πρόσωπο Ζωντανό, ο Θεάνθρωπος Χριστός, πάντοτε παρών, ως σώμα και Κεφαλή της Εκκλησίας.

Η Ορθοδοξία δεν αποδεικνύεται αλλά επιδεικνύεται: «έρχου και ίδε», πρώτιστα τον Θεάνθρωπο Χριστό, τους Αγίους , του Μάρτυρες.
Εκκλησιολογία, είναι η καθολική , γενικευμένη Χριστολογία, η Χριστοποίηση. Είναι η εφαρμοσμένη Χριστολογία η οποία περικλείει ολόκληρη την σωτηριολογία. Μία εμπειρική Χριστολογία, αυτό είναι η Εκκλησιολογία.

Να μελετάς την Αγία Γραφή , διά μέσου των Αγίων Πατέρων και ταυτόχρονα να μιμείσαι την βιοτή τους.

Ο ναός είναι ένα κομμάτι του ουρανού επί της γης, μία εξουράνωση της γης, μια όαση αθανασίας…μια όαση παραδείσου μέσα στο πέλαγος της επιγείου κολάσεως.

Είθε η ζωή μας έξω από τον ναό να γίνει προέκταση της ακολουθίας του ναού: προέκταση της προσευχή μας, της κατάνυξης και της ταπείνωσης μας.

Η γνώση δεν είναι απαραίτητη για την αιώνια ζωή. Για την αιώνια μακαριότητα δεν είναι απαραίτητη η εμπειρική γνώση του κακού.

Η σκέψη είναι πάντοτε μια καρφίτσα: πάνω της δεν μπορείς ποτέ σου να σταθείς. Μονάχα η προσευχή είναι βράχος ακλόνητος επάνω στον οποίο μπορώ ολόκληρος να στέκομαι και να επιβιώνων.

Αγώνας με τα πάθη. Η γνώση είναι σαν ένα μικρό νησάκι στον ωκεανό της ανθρώπινης υπάρξεως. Για μια στιγμή το πλημμυρίζει κάποιο πάθος με τα οργισμένα του κύματα. Τότε είναι που ο άνθρωπος κατανοεί πόσο λίγο έχει εμπεδώσει, έχει εμβαθύνει, έχει ριζώσει την γνώση του στον Κύριο και Χριστό. Για παράδειγμα το πάθος του θυμού , προς στιγμήν θολώνει αυτή την ελάχιστη γνώση μέσα στον άνθρωπο, το ίδιο και το πάθος της φιλαργυρίας, της φιληδονίας, του φθόνου . Ποιο είναι το καινό στους Αγίους; Το ότι διεύρυναν αυτή τους την γνώση ,την εμβάθυναν και την ρίζωσαν στον Χριστό. Έτσι δεν μπορεί να τους καταπιεί το πάθος, μπορεί μονάχα να τους πειράξει. Βρίσκονται σε μια συνεχή νήψη ψυχής και καρδίας και γι’ αυτό ποτέ δεν έχουν ανάπαυση στον αγώνα τους.

Κάθε στιγμή της ζωής μου είναι του Θεού. Τότε για ποιο λόγο να φοβούμαι ο,τιδήποτε ή οποιονδήποτε πλην του Θεού;

Ο Κύριος κυριαρχεί, ο διάβολος διαβάλλει και ο Θεός θεώνει. Είναι όμως το ίδιο φοβερό, όταν ο άνθρωπος θεώνει ή διαβάλλει , πάντοτε γίνεται εκτός εαυτού. Βάραθρο, όταν ο άνθρωπος θεώνει. Βάραθρο , όταν ο άνθρωπος διαβάλλει. Στην δεύτερη περίπτωση θρίαμβος του σατανισμού, στη πρώτη φαρισαϊσμός: «έχοντες μόρφωση ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρημένοι»(Β΄Τιμ. 3,5).

Με την εκβιομηχάνιση ανατέλλει η εποχή του λίθου. Λιθολατρεία, αυτή είναι η ευρωπαϊκή κουλτούρα μαζί με τα υποκατάστατα της. Κατασκευαστές ειδώλων∙ οι πετρωμένες ψυχές φτιάχνονται , μαραίνονται και πετρώνουν σε αυτό το πολιτιστικό μίγμα της λατρείας των κτισμάτων στην Ευρώπη. Οι αρχιτέκτονες της εποχής του λίθου: όλες οι ουμανιστικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Κανόνας: να προσεύχεσαι στον Θεό για κάθε άνθρωπο που επισκέφτηκες, συνάντησες ή αποχαιρέτησες. Ας σε αποχαιρετά με τη ευχή σου, είναι ο καλύτερος συνοδοιπόρος.
Αλίμονο στην κάθε σκέψη που δεν εξελίσσεται, δεν μεταμορφώνεται σε προσευχή.

Αυτό είναι που επιζητεί συνεχώς ο διάβολος: να εμφανίσει την αμαρτία ως αναπόφευκτη, να δείξει πως η αμαρτία είναι κάτι το φυσικό για να δικαιολογήσει έτσι τον εαυτό του. Η αμαρτία είναι κατά τον Άγιο Μακάριο της Αιγύπτου, η λογική του Σατανά. Έχει η αμαρτία την δική της λογική, την δική της απολογητική για να μπορεί να δικαιολογηθεί η ίδια, για να μπορεί να αναδειχθεί ως αναγκαία , ως κάτι το φυσικό. Αυτό κάνει συνεχώς ο διάβολος. Ο χριστός όμως είναι ο μόνος αληθινός Λόγος του κόσμου , η Θεία Λογική του κόσμου , είναι η λογική του αγαθού , η Θεία λογική του αγαθού. Η Λογοποίηση είναι η ουσία του κόσμου.
Αυτός που θα συναντηθεί ειλικρινώς με τον Κύριο και Χριστό , βιώνει να αλλάζουν όλα μέσα του. Θυμηθείτε ότι συναντήθηκε μαζί Του ένας χωρικός ψαράς και από εκείνη την συνάντηση προέκυψε ένας Απόστολος Πέτρος. Συναντήθηκε μαζί Του ο Σαύλος, ο πιο μορφωμένος άνθρωπος της εποχής του, συνάντησε τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού και έγινε ο πιο φημισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί, ποιος του έδωσε όλη εκείνη την δύναμη που είχε αν όχι ο ίδιος ο Χριστός; Συναντήθηκε με τον Κύριο και ο Ζακχαίος, ο τυφλός και αμαρτωλός τελώνης και όλη του η ψυχή μεταμορφώθηκε. Το ίδιο και η δαιμονισμένη Μαγδαληνή με τα επτά της δαιμόνια, συναντώντας τον κύριο μεταβάλλεται σε Μυροφόρα. Μα και ο κακούργος επάνω στον σταυρό, συναντήθηκε με τον Θεό και αμέσως εισήλθε στον Παράδεισο. Με τον Κύριο συναντήθηκε και ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και κατέστη Μάρτυρας του Χριστού. Το ίδιο και ο Μέγας Βασίλειος και ο Επίσκοπος Νικόλαος Αχρίδος και ο Ράστο-Άγιος Σάββας ο Σέρβος. Έτσι , η συνάντηση με τον Κύριο αποτελούσε πάντα το σημαντικότερο γεγονός για τον κάθε άνθρωπο , είτε αυτός κινείται προς τον Κύριο Ιησού είτε εναντίον εκείνου .

Όταν ο άνθρωπος ζει μονάχα για τον εαυτό του και δια του εαυτού του, όταν δηλαδή δεν χρειάζεται τίποτε από τον Θεό , τότε δεν είναι άνθρωπος. Ο γνήσιος ουμανισμός ή ανθρωπισμός είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα γιατί αποτελεί την πλήρη απόρριψη του Θεού και όλων όσων προέρχονται από Θεού. Το αμάρτημα του Αδάμ δεν συνίσταται στην διάπραξη κάποιου εγκλήματος αλλά στην επιθυμία και κίνηση προς την αποδέσμευση του ανθρώπου από τον Θεό , δηλαδή στον ουμανισμό. Δεν μπορεί το πνεύμα του ανθρώπου να υπάρχει και να ενεργεί αφ’ εαυτού. Του είναι απαραίτητη η συνεχής άρδευση εξ ουρανού, εκ του Πνεύματος του Θεού. Ο Αδάμ, με την παρακοή του , έπαψε να δέχεται αυτή την πληρότητα από το Πνεύμα του Θεού , γι’ αυτό και ένιωσε την γύμνια του.
Με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος επάνω στους Αποστόλους, ανανεώθηκε αυτή η πλήρωση και επεκτείνεται διαρκώς μέσα στην Εκκλησία. Το πνεύμα του ανθρώπου είναι αφ’εαυτού σαν ένας κενός δοκιμαστικός σωλήνας ο οποίος πρέπει να πληρωθεί με το Πνεύμα του Θεού για να είναι ακέραιος και πλήρης. Δεν υπάρχει πλήρης ανθρώπινη σκέψη. Ο άνθρωπος σκέφτεται είτε εν Θεώ είτε, εν διάβολο. Αυτό φανερώνει και ο Ντοστογιέβσκι στον Ιβάν Καραμαζώφ ο οποίος χτυπά τον διάβολο με το μελανοδοχείο επειδή εκείνος τον βεβαιώνει πως του έχει ψιθυρίσει κάποια ιδέα.

Οι Άγιοι Πατέρες είναι οι ιεροί και αθάνατοι οδηγοί και διδάσκαλοι της αιωνίου ζωής. Οι αθάνατοι στρατηγοί στην αθάνατη στρατιά του Κυρίου. Μόνο σαν τους ακολουθούμε και συμπορευόμαστε με τους Αγίους και Οικουμενικούς Πατέρες, μπορούμε εμείς οι σημερινοί Χριστιανοί να είμαστε γνήσιοι Χριστιανοί, να νικήσουμε και να διαφυλάξουμε τηνπίστη μας. Είμαστε Χριστιανοί και μάλιστα γνήσιοι εφόσον φυλάττουμε την πίστη των Αγίων Πατέρων. Δίχως ετούτη την πίστη σωτηρία δεν έχουμε , μα μήτε και αιώνια ζωή. Μόνον έτσι μπορούμε να έχουμε την χαριτωμένη συναίσθηση του ορθοδοξείν η οποία δίδεται μέσω της προσευχητικής κοινωνίας μετά των Αγίων .


Aγιου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Aγιου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Δια τους κατηγορούντας τον Θεό διατί δεν εξαφανίζει τον διάβολον∙ και ότι δεν μας βλάπτει καθόλου η πονηρία του αν προσέχουμε.

Έχουμε ειπεί είς πρηγουμένην ομιλίαν ότι ο διάβολος δεν επικρατεί διά της βίας, ούτε με την τυραννίαν, τον καταναγκασμόν, ή την ωμήν επιβολή, διότι αν συνέβαινε τούτο θα μας είχε καταστρέψει όλους. Και εις απόδειξιν τούτου εφέραμεν ως παράδειγμα τους χοίρους, εναντίον των οποίων δεν ετόλμησαν να επιτεθούν οι δαίμονες πρίν λάβουν την αδειαν από τον Κύριον (Ματθ.8,31). Επίσης εφέραμεν ως παράδειγμα τα βουκόλια και τα ποίμνια του Ιώβ∙ διότι ούτε αυτά ετόλμησε ο διάβολος να τα καταστρέψει παρά μόνον όταν έλαβεν άνωθεν την εξουσίαν (Ιώ 1,12). Το πρώτον λοιπόν που εμάθομεν είναι ότι δεν μας επιβάλλεται διά της βίας ούτε από καμμίαν ανάγκην∙ μετά από αυτό επροσθέσαμεν ότι αν και νικά με απάτην, ούτε έτσι κατορθώνει να τους νικήσει όλους. Και πάλιν εφέραμεν ως παράδειγμα τον αγωνιστικόν Ιώβ, εναντίον του οποίου εχρησιμοποίησε αμέτρητα τεχνάσματα και ούτε έτσι κατόρθωσε να τον νικήσει , αλλά απεσύρθη ηττημένος.

Δεν είναι ο διάβολος που μας ζημιώνει αλλά, η ιδική μας αδιαφορία, είς κάθε περίπτωση ανατρέπει και υποσκελίζει όσους δεν προσέχουν. Ας αφήσωμεν τον διάβολον λοιπόν, που είναι πολύ πονηρός, όχι εκ φύσεως, αλλά από την ψυχική του διάθεση και την γνώμην∙ ότι ο διάβολος είναι εκ φύσεως πονηρός, ημπορείς να το πληροφορηθείς από τας ίδιας τας ονομασίας του,. Ονομάζεται διάβολος από το διαβάλλειν. Διότι διέβαλε τον άνθρωπον προς τον Θεόν λέγων∙ ‘’δεν σε λατρεύει δωρεάν ο Ιωβ∙ αλλά στείλε την χείρα σου και ψαύσε αυτά που έχει ∙ ει δε μη θα σε βλασφημήση κατά πρόσωπον’’ (Ιωβ1,9,11). Διέβαλε πάλιν τον Θεό προς τον άνθρωπον λέγων∙ ‘’ πύρ έπεσεν από τον ουρανόν και κατέκαυσε τα πρόβατα’’(Ιωβ,1,16).∙ προσπαθούσε να πείσει αυτόν ότι ο πόλεμος αυτός εξαπελύθη από επάνω από τον ουρανούς, και έφερε είς σύγκουσιν τον δούλο προς τον Κύριον, και τον Κύριον προς τον δούλον∙ μάλλον δε δεν τους έκαμε να συγκρουστούν, αλλά επεχείρησε να τους φέρει εις σύγκρουσιν όμως δεν ημπόρεσεν, ώστε, όταν ιδής άλλον δούλον να συγκρούεται με τον Δεσπότην, τον Αδάμ δηλαδή προς τον Θεόν, ο οποίος Αδάμ επίστευσεν εις την διαβολήν του, να μάθης ότι δεν ήντλησε την δύναμιν του από την ιδική του δύναμιν , αλλά από την ραθυμίαν και αδιαφορίαν εκείνου. Διά τούτο λοιπόν έχει ονομασθη διάβολος∙ τον να διαβάλλη όμως και το να μη διαβάλλη δεν είναι στοιχείον της φύσεως, αλλά πράξις που γίνεται και ‘’ απογίνεται’’, που συμβαίνει και που παύει να συμβαίνει, και όλα αυτά δεν έχουν θέσιν φύσεως ουσίας.

Θέλετε τώρα να έλθωμεν και είς μίαν άλλην ονομασίαν και θα ιδήτε ότι και αυτή η ονομασία δεν αναφέρεται είς την ουσίαν ούτε εις την φύσιν του διαβόλου; Ονομάζεται πονηρός, η δε πονηρία δεν είναι στοιχείο της φύσεως, αλλά της ψυχικής διάθεσης∙ διότι άλλοτε γίνεται και άλλοτε παύει να υπάρχει. Ούτε βέβαια να μου ισχυρισθείς ότι αυτή παραμένει εις εκείνον διά παντός∙ διότι δεν ήτο εξ αρχής εις εκείνον, αλλά προσετέθη αργότερον , δι’ αυτό ονομάζεται και αποστάτης∙ και όμως ενώ πολλοί άνθρωπο είναι πονηροί, αυτός μόνον ονομάζεται κατ’ εξοχήν πονηρός. Διατί τέλος πάντων ονομάζεται έτσι; Διότι ενώ δεν αδικήθηκε καθόλου από εμάς, ενώ δεν είχε ούτε μικράν ούτε μεγάλη κατηγόριαν όταν είδε να τιμάται ο άνθρωπος , αμέσως τον εφθόνησε δια τα αγαθά. Και τι χειρότερον από αυτήν την πονηρίαν ημπορούσε να υπάρξει κατά την οποίαν γεννάται έχθρα και πολέμος χωρίς καμμίαν αιτίαν;

Ας αφήσωμεν λοιπόν κατά μέρος τον διάβολον και ας φέρωμε προς συζήτησιν την κτίσιν, διά να μάθης ότι αίτιος των κακών εις ημάς δεν είναι ο διάβολος, αν εμείς θέλωμεν να προσέχωμεν. Δια να μάθης ότι ο έχων ασθενή θέλησιν και ο αμελής και ο αδιάφορος , και χωρίς να υπάρχει ο διάβολος, καταπίπτει και κρημνίζεται εις μαγάλα βάραθρα κακίας; Ο διάβολος είναι πονηρός∙ το γνωρίζω και ομολογείται από όλους, αλά πρόσεχε με μεγάλη προσήλωσιν αυτά που πρόκειται να ειπώ τώρα. Δεν είναι συνηθισμένα∙ αλλά είναι θέματα διά τα οποία από πολλούς πολλάς φοράς και σε πολλά μέρη γίνοντας συζητήσεις διά τα οποία διεξάγεται μεγάλη μάχη και πόλεμος όχι μόνον μεταξύ των πιστών προς τους απίστους, αλλά και μεταξύ των ιδίων των πιστών∙ και αυτό είναι το οδυνηρόν.

Δια τον διάβολον λοιπόν ότι συμφωνούν , καθώς είπα, ότι είναι πονηρός∙ τι θα ειπούμε όμως διά την δημιουργίαν , την ωραία και θαυμαστήν; Μήπως και η δημιουργία είναι πονηρά; Και ποιος είναι τόσο μιαρός; Ποιος είναι τόσο ανόητος και παρανοϊκός ώστε να κατηγορήση την κτίσιν; Τι θα ειπούμε λοιπόν δι’ αυτήν; Διότι δεν είναι πονηρά, αλλά είναι ωραία και αποτελεί απόδειξιν της σοφίας του Θεού και της δυνάμεως της φιλανθρωπίας του. Άκουσε λοιπόν πως θαυμάζει αυτήν ο προφήτης λέγων: ‘‘ Πόσον εμεγαλύθησαν τα έργα σου , Κύριε, όλα τα έκαμες με σοφίαν’’ (Ψάλμ.103,24)∙ δεν αναφέρεται εις το καθένα χωριστά, αλλά υποχωρεί εμπρός εις το ακατάληπτον της σοφίας του Θεού. Ότι την έπλασε τόσον ωραία και μεγάλην επωφελώς, άκουσε κάποιον που το λέγει∙ ‘‘ από το μέγεθός και την ομορφιά των κτισμάτων φαίνεται αναλόγως και ο δημιουργός των’’ (Σόφ. Σολ.13,5)∙ άκουσε τον Παύλον που λέγει∙ ‘‘ διότι τα αόρατα στοιχεία της θεότητος από την δημιουργίαν του κόσμου φαίνονται καθαρά με την σκέψιν μέσα εις τα δημιουργήματα’’ (Ρωμ .1,20). Διότι κάθε ένας απο αυτούς δι’ όσων είπεν, άφησε να εννοθή ότι η κτίσις η ίδια μας οδηγεί εις την θεογνωσίαν∙ ότι αυτή συνετελεί να γνωρίσωμεν καλώς τον Δεσπότην

Τι λοιπόν αν ίδωμεν οτι αυτή η ωραία και θαυμαστή κτίσις υπήρξε διά πολλούς αιτία ασεβείας , θα την κατηγορήσωμεν; Καθόλου , αλλά θα κατηγορήσωμεν εκείνους που δεν εχρησιμοποίησαν όπως πρέπει το φάρμακόν. Που ευρίσκεται λοιπόν η αιτία της ασεβείας; ‘‘ Εσκοτίσθη ‘’, λέγει, ‘‘ η σκέψις των φιλοσόφων και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν την κτίσιν αντί του δημιουργού’’ (Ρωμ. 1, 21, 25). Πουθενά δεν υπάρχει εδώ ο διάβολος∙ πουθενά ο δαίμων , αλλά ενώπιον όλων απλώνεται η κτίσις μόνη και γίνεται διδάσκαλος θεογνωσίας. Πως λοιπόν έγινεν αιτία ασεβείας; Όχι από την φύσιν της , αλλά από την αμέλεια αυτών που δεν προσέχουν.

Τι λοιπόν , ειπέ μου, θα αφανήσωμεν την κτίσιν; Και διατί ομιλώ διά την κτίσιν; Ας έλθωμεν εις τα μέλη του ιδίου του σώματος μας. διότι , αν δεν προσέχωμεν , θα εύρωμεν ότι και αυτά γίνονται αιτία της απωλείας μας όχι από την φύσιν των ,αλλά από την ιδική μας αμέλειαν.

Σκέψου , σε παρακαλώ, ότι σου εδόθη ο οφθαλμός διά να δοξάζεις τον Δεσπότην βλέπων την κτίσιν. αλλά αν δεν κάμης καλήν χρήσιν του οφθαλμού, σου γίνεται πρόξενος μοιχίας (Ματθ. 5, 28)∙ η γλώσσα σου εδόθη διά να δοξάζεις και να υμνείς τον δημιουργόν ∙ αλλά εάν δεν προσέχεις , αυτή σου γίνεται αιτία βλασφημίας (Ιων. 3, 5- 12)∙ τα χέρια σου εδόθηκαν διά να τρέχεις εις καλά έργα αλλ’ αν αμελεής , δι’αυτών θα οδηγηθείς εις κακάς πράξεις. Βλέπεις ότι τον ασθενή τον βλάπτουν τα πάντα; Βλέπεις ότι τον ασθενή και τα σωτήρια φάρμακα τον φέρουν εις τον θάνατον, όχι από την φύση των , αλλά από την αδυναμία εκείνου; Θεός εδημιούργησε τον ουρνανόν διά να θαυμάζεις το έργον και να προσκυνήσεις τον Δεσπότην∙ αλλά άλλοι , αφού εγκατέλειψαν τον δημιουργόν , προσεκύνησαν τον ίδιον τον ουρανόν∙ αυτά όλα προήλθαν από την αμέλεια και τηνανοησία των.

Αλλά διατί ομιλώ διά την κτίσιν; και μήπως ημπορεί να γίνη κάτι άλλο παρισσότερον σωτήριον από τον σταυρόν; Όμως αυτός ο σταυρός υπήρξε σκάνδαλον διά τους αδυνάτους. ‘’Διότι το κήρυγμα περί του σταυρού διά τα τέκνα της απωλείας είναι μωρία, ενώ διά τους σωζομένους είναι δύναμις Θεού’’(Α΄Κορ. 1,18). Και πάλι∙ ‘‘ κηρύσσομεν τον Χριστόν τον εσταυρωμένον , ο οποίος είναι σκανδαλον διά τους Ιουδαίους, δια τους ειδολολάτρας δε μωρία’’ (Α΄Κορ. ,23). Τι ημπορεί να γίνη περισσότερον φωτισμένη διδασκαλία από την διδασκαλία του Παύλου , και των αποστόλων; Αλλά οι απόστολοι αυτοί διά πολλούς υπήρξαν οσμή θανάτου∙ διότι λέγει∙ ‘‘δι’ άλλους οσμή θανάτου προς θάνατον, δι’ άλλους οσμή ζωήν προς ζωήν’’ (Β΄Κορ.2,16).Βλέπεις λοιπόν ότι ο μέν αδύνατος εις την πίστιν βλάπτεται και από τον Παύλον , ενώ ο ισχυρός δεν αδικείται ούτε από τον διάβολον;

Θέλεις να φέρωμεν τον λόγον και εις τον Χριστόν; Τι ημορεί να συγκριθή με την σωτηρίαν εκείνην; Τι άλλο υπήρξεν ωφελιμότερον από την παρουσίαν εκείνην; Αλλά αυτή η παρουσία η σωτήριος, η χρήσιμη, έγινεν αφορμή κολάσεως διά πολλούς. ‘‘ Διότι ‘’ , λέγει, ‘‘ εγώ ήλθα εις τον κόσμον τούτον προς κρίσιν , ώστε αυτοί που δεν έβλεπαν να ιδούν και αυτοί που έβλεπαν να γίνουν τυφλοί’’ (Ιω. 9,39). Τι λέγεις; Το φως έγινεν αιτία τυφλώσεως; Δεν έγινε το φως αιτία τυφλώσεως, αλλά η αδυναμία των οφθαλμών της ψυχής δεν ημπόρεσε να δεχθή το φώς.

Eίδες ότι ο αδύνατος βλάπτεται από παντού, ο δε ισχυρός ωφελείται από παντού; Διότι παντού αιτία είναι η ψυχική διάθεση , παντού κυρίαρχος είναι η γνώμη. Επειδή ο διάβολος, αν θέλεις να μάθεις, είναι και χρήσιμος εις ημάς, αν τον χρησιμοποιήσωμεν όπως πρέπει , και μας ωφελεί τα μέγιστα και επιτυγχάνωμεν από αυτόν κέρδη όχι μικρά. Και αυτό το απεδείξαμεν πολλάκις κι από την περίπτωσιν του Ιώβ…

Όλα αυτά τα είπα τώρα, όχι για να απαλλάξω τον δάβολον από την κατηγορίαν, αλλά για να σας ελευθερώσω από την ραθυμίαν. Καθ’ όσον εκείνος επιθυμεί πολύ να επιρρίπτωμεν εις αυτόν τας ευθύνας των ιδικών μας αμαρτημάτων , ώστε τρεφόμενοι με αυτήν την ελπίδα και διαπτάττοντας παν είδος κακίας, να αυξήσωμεν οι ίδοι την εις βάρος μας τιμωρίαν, διότι ουδόλως συγχωρούμεθα με την μετάθεσιν της ευθύνης εις εκείνον διά τας ιδικάς μας αμαρτίας∙ όπως δεν συνεχωρήθη και η Εύα. Εμείς όμως να μη κάμωμεν αυτό, αλλά να εμβαθύνωμεν εις τον εαυτόν μας και εις τα τραύματα μας∙ διότι έτσι θα ημπορέωμεν να επιθέσωμεν και τα φάρμακα διά την θεραπείαν , διότι εκείνος που αγνοεί την νόσον του δεν θα φροντίση καθόλου δια την θεραπείαν της.

Έχομεν πολλάς αμαρτίας∙ το γνωρίζω και εγώ∙ όλοι είμεθα υπό κολασμόν∙ αλλά δεν έχομεν αποκλεισθή από την συγγνώμην , ούτε ευρισκόμεθα έξω από την μετάνοιαν∙ διότι ιστάμεθα ακόμη εις το σκάμμμα έτοιμοι διά τους αγώνας της μετανοίας. είσαι γέρων και έφθασες εις την εσχάτην έξοδον από την ζωήν; Μη νομίσης ότι εξ αιτίας αυτού έχεις χάσει την ευκαιρίαν της μετανοίας, ούτε να απελπισθής διά την σωτηρία σου, αλλά θυμήσου τον ληστήν που συνεχωρήθη επάνω εις τον σταυρόν. Πράγματι , ποιόν χρονικόν διάστημα είναι συντομώτερον από την στιγμήν εκείνην κατά την οποίαν εστεφανούτο; Όμως δι’ αυτόν ήτο αρκετή διά να σωθή. Είσαι νέος; Μη επαναπαύεσαι με θάρρος εις την νεότητα, ούτε να νομίσεις ότι έχεις αρκετήν προθεσμίαν της ζωής∙ ‘‘ διότι η ημέρα του Κυρόυ έρχεται ως κλέπτης μέσα εις την νύκτα’’ (Α΄Θεσ. 5,2). Διά τούτο και δεν μας εγνωστοποίησε την ημέραν του θανάτου μας , διά να επιδείξωμεν ζήλον και φροντίδα. Δεν βλέπεις κάθε ημέραν νέους να αποθνήσκουν; Διά τούτο μας προτρέπει κάποιος∙ « Μη βραδύνης να επιστρέψεις προς τον Κύριον , ούτε να αναβάλλης απο ημέρας προς ημέραν , μήπως καθώς βραδύνεις καταφθαρης» (Σοφ. Σειράχ 5,7). Ο γέρων λοιπόν ας έχει εκείνην την παραίνεσιν υπ’ όψιν ∙ ο νέος αυτήν εδώ την νουθεσίαν. Αλλά είσαι ασφαλής, έχεις πλούτη και καυχάσαι διά τα χρήματα σου και δεν σου συμβαίνει κανένα κακόν; Άκουσε τι λέγει ο Παύλος∙ ‘‘ Όταν λέγουν ειρήνην και ασφάλειαν , τότε επέρχεται εις αυτούς ο όλεθρος’’ (Α΄Θεσ. 5,3). Διοτι όλα τα πράγματα υφίστανται μεταβολάς∙ δεν εξουσιάζομεν τον θάνατον∙ ας γίνωμεν κύριοι της αρετής , διοτι ο Κύριος μας ο Χριστός είναι φιλάνθρωπος. Θέλετε να σας αναφέρω και οδούς της μετανοίας; είναι πολλοί και ποικίλαι και διάφοροι μεταξύ των ,όλαι όμως οδηγούν προς τον ουρανόν. Πρώτη οδός μετανοίας είναι η καταδίκη των αμαρτημάτων μας∙ ‘‘ Λέγε εσύ πρώτος τας αμαρτίας σου διά να δικαιωθής’’( Ησ. 43,26).δι’ αυτόν είπε και ο Προφήτης∙ ‘‘είπα, θα καταδικάσω τον εαυτόν μου διά της ανομίαν μου προς τον Κύριον , και συ εσυγχώρησες την ασέβειαν της καρδίας μου’’ (Ψαλμ.31,5). Αναγνώρισε λοιπόν και συ τα αμαρτήματά σου∙ αυτόν είναι αρκετό εις τον Κύριον ως απολογία∙ διότι αυτός που κατεδίκασε τα αμαρτήματα του είναι δυσκολότερον να περιπέση παλιν εις τα ίδια αμαρτήματα. Ύψωσε την συνείδησιν που έχει μέσα σου εις κατήγορον , διά να μη έχεις εκεί άλλον κατήγορον επί του βήματος του Κυρίου. Αυτή είναι μία οδός μετανοίας αρίστη. Υπάρχει και άλλη που δεν είναι κατωτέρα αυτής, το να μη μνησικακείς εναντίων των εχθρών, το να συγκρατής την οργή σου, να συγχωρείς τα αμαρτήματα των συνανθρώπων σου∙ διότι έτσι θα συγχωρηθούν και τα ιδικά μας αμαρτήματα που διεπράξαμεν προς τον Κύριον. Ιδού λοιπόν και δεύτερος τρόπος καθαρισμού των αμαρτημάτων μας.Διότι λέγει ‘‘αν συγχωρήσετε τους οφειλέτες σας, και ο ουράνιος Πατήρ σας θα σας συγχωρηση’’. (Ματθ. 6,14).


Θέλεις να μάθης και μία τρίτην οδόν μετανοίας; Να κάμης προσευχήν θερμήν και ειλικρινή που να πηγάζη από τα βάθη της καρδιάς σου. Δεν είδες εκείνην την χείραν πως εξευμένισε τον αναίσχυντον εκείνον δικαστήν; (Λουκ. 18. 1-8). Ενώ σε έχεις Κύριον ήμερον και προσηνή και φιλάνθρωπον∙ εκείνη εζήτει εναντίον των εχθρών , σύ όμως δεν ζητείς εναντίον εχθρών , αλλά υπέρ της ιδικής σου σωτηρίας.

Αν θέλης να μάθης και τέταρτη οδόν μετανοίας, θα σου ειπώ την ελεημοσύνην∙ διότι αυτή έχει πολλήν και ανέκφραστον δύναμιν. Και πράγματι όταν ο Ναβουχοδονόσορ έφθασεν εις λογής κακίαν και διέπραξεν κάθε ασέβειαν, ο Δανιήλ του είπε∙ ‘‘Βασιλεύ, να εισακούσης την συμβουλήν μου∙ λυτρώσου από τα αμαρτήματα σου με τας ελεημοσύνας, και από τας ανομίας σου λυτρώσου με την ευσπλαχνίαν σου διά τους πτωχούς’’ (Δαν.4,24 ). Ποίον πράγμα ημπορεί να γίνη ίσον με την φιλανθρωπίαν; Ύστερα απο αναρίθμητα αμαρτήματα, ύστερα από τόσας παρανομίας υπόσχεται να απαλλάξη όλων αυτών τον δράστη, εάν δειχθή φιλάνθρωπος εις τους συνδούλους του. Και πέμτη η μετριοφροσύνη και η ταπεινοφροσύνη που εκμηδενίζουν την φύσιν των αμαρτημάτων όχι ολιγότερον από όλους τους άλλους τρόπους που ανεφέραμεν∙ και μάρτυς ο τελώνης , ο οποίος δεν είχε να αναφέρη λαμπρά έργα, αλλά αντί όλων αυτών προσέφερε την ταπεινοφροσύνη και απηλλάγη από το βαρύ φορτίον των αμαρτημάτων (Λουκ 18, 13 ).

Ιδού λοιπόν εδειξαμεν πέντε οδούς μετανοίας.

πρώτη την κατανόηση των αμαρτημάτων μας,
δευτέραν την συγχώρησιν των αμαρτιών του πλησίον,
τρίτην εκείνην που προέρχεται από την προσευχήν,
τετάρτην εκείνην που προέρχεται από την ελεημοσύνην και
πέμπτην την προερχόμενην από την ταπεινοφροσύνην.

Μη βραδύνης , λοιπόν , αλλά να βαδίζης κάθε ημεραν όλας αυτάς τας οδούς∙ καθ’ όσον είναι εύκολοι οδοί και δεν ημπορείς να προβάλεις ως πρόσχημα την πενίαν∙ αλλά και αν ακόμη ζής πτωχότερα από όλους και την οργήν θα ημπορέσης και να αφήσης κατά μέρος και να ταπεινοφρονείς θα ημπορέσεις και να προσευχηθής επαρκώς και να καταδικάσης τα αμαρτήματα σου∙ και εις τίποτε δεν γίνεται η πενίαν εμπόδιον. Και τι λέγω εδώ , αφού ούτε δι’ εκείνην την μέθοδον της μετανοίας που απαιτεί την καταβολήν των χρημάτων (δηλαδή την ελεημοσύνη) ούτε εκεί αποτελεί εμπόδιον εις ημάς η πενία. Και αυτό το εφανέρωσε εις ημάς η χείρα που κατέβαλε το δύο λεπτά (Μαρκ. 12,41-44).

Αφού λοιπόν εδιδάχθημεν την θεραπείαν των τραυμάτων μας, ας θέτωμεν επάνω εις αυτά τα φάρμακα, ώστε, αφού ανακτήσωμεν την πραγματικήν υγείαν να απολαύσωμεν και την ιεράν τράπεζαν με παρρησίαν και με μεγάλην δόξαν να συναντήσωμεν τον βασιλέα της δόξης Χριστόν και να επιτύχωμεν τα αιώνια αγαθά με την χάριν και τους οικτηρμούς και την φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού , διά του οποίου και μετά του οποίου δόξα και δύναμις και τιμή τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων . Αμήν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...