Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Αββά Ζωσιμά: Όταν σε αδικούν

Άρχισε να διδάσκει ο μακάριος Ζωσιμάς , αφού σφράγισε πρώτα το στόμα του με το σημείο του σταυρού

Ο άνθρωπος του Θεού προχωρώντας και προκόβοντας πνευματικά, όλα τα θεωρεί σαν σκουπίδι , έστω κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός του. Διότι , όπως λέω, δεν βλάπτει το να έχεις, αλλά το να είσαι προσκολλημένος σε όσα έχεις.

Θυμήθηκε τότε την περίπτωση του αδελφού με τα λαχανικά και αναρωτήθηκε.
Μήπως δεν έσπειρε, δεν κοπίασε, δεν καλλιέργησε; Μήπως τα ξερρίζωσε και τα πέταξε; Όχι. και όμως τα είχε σαν να μην τα είχε∙ απόδειξη ότι όταν πήγε ο γέροντας εκείνος θέλοντας να τον δοκιμάσει και άρχισε α τα καταστρέφει, δεν τα λογάριασε καθόλου ο αδελφός∙ αλλά όταν απόμεινε μια ρίζα του είπε:
-Αν θέλεις, πάτερ, άφησε την αυτή για να σου κάνω το τραπέζι.
Τότε κατάλαβε ο άγιος ότι ήταν γνήσιος δούλος του Θεού και όχι των λαχανικών και του λέει:
-Το Πνεύμα του Θεού , αδελφέ, έχει αναπαυθεί επάνω σου!
Αν όμως είχε προσπάθεια στα λαχανικά θα φανερωνόταν αμέσως, με τη θλίψη και την ταραχή.

Και έλεγε ότι αν δούν οι δαίμονες ότι κάποιος υβρίσθηκε ή ατιμάσθηκε ή ζημιώθηκε ή έπαθε ο,τιδήποτε παρόμοιο και θλίβεται όχι γιατί έπαθε άδικα, αλλά γιατί δεν υπέμεινε με γενναιότητα, φοβούνται, γιατί ξέρουν ότι μπήκε στον δρόμο της αλήθειας και θέλει να βαδίσει κατά τις εντολές του Θεού.

Θυμήθηκε τότε τον άγιο Παχώμιο που ήθελε να μεγαλώσει το μοναστήρι και γι’ αυτό τον μάλωσε ο μεγαλύτερος αδελφός του λέγοντας:
-Πάψε να είσαι υπερήφανος!
Και ο άγιος Παχώμιος αν και είχε δεχθεί θεία αποκάλυψη γι’ αυτό το έργο, είπε μόνο:
-Παρακινήθηκα από την ιδέα ότι θα ήταν καλό.
Κυριάρχησε στη καρδιά του και δεν αντιμίλησε καθόλου. Την νύχτα κατέβηκε σ’ ένα μικρό υπόγειο και άρχισε να κλαίει και να προσεύχεται λέγοντας:
¨Ω Θεέ μου, το φρόνημα της σαρκός ακόμη ζει μέσα μου…Αλλοίμονο μου! μετά από τόση άσκηση και προετοιμασία της καρδιάς , πάλι αρπάζομαι από τον θυμό, έστω και για καλό. Ελέησέ με να μη χαθώ, Κύριε».
Μ’ αυτά τα λόγια προσευχόταν . έμεινε όλη τη νύχτα επαναλαμβάνοντας τα με κλάματα, ώσπου ξημέρωσε. Και ήταν τόσος ο ιδρώτας που έχυσε-γιατί ήταν καλοκαίρι και φλεγόταν ο τόπος- ώστε τα’ αχνάρια των ποδιών του λάσπωσαν.

Μιαν άλλη φορά είπε:
Αν κανείς φέρει στο νού του κάποιος που τον λύπησε ή τον ζημίωσε ή τον ντρόπιασε ή τον διέσυρε χωρίς λόγο ή του έκανε οποιοδήποτε άλλο κακό, και αρχίσει να πλέει λογισμούς εναντίον του , αυτός επιβουλεύεται την ίδιδα του τη ν ψυχή , όπως οι δαίμονες, και είναι αρκετός μόνος του για την καταστροφή του. Αλλά τι λέω «να πλέκει»; Αν δεν τον θυμάται σαν γιατρό και ευεργέτη , αδικεί τρομερά τον ευατό του! Γιατί λές ότι πάσχεις αυτός σε καθαρίζει και οφείλεις να τον θεωρείς σαν γιατρό σταλμένο από τον Χριστό. Αυτό καθ’ εαυτό άλλωστε το ότι πάσχεις είναι δείγμα αρρωστημένης ψυχής∙ αν δεν ήσουν άρρωστος δεν θα έπασχες∙ και χρωστάς χάρη στον αδελφό διότι μέσω αυτού έμαθες την πορεία της αρρώστειας σου. Οφείλεις επομένως να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα σταλμένα από τον Ιησού.
Αν όμως , όχι μόνο δεν τον ευχαριστείς αλλά και λυπάσαι και τον κατηγορείς και πλέκεις λογισμούς εναντίον του , είναι σαν να λές στον Ιησού:
-Δεν θέλω να γιατρευτώ από σένα! Δεν θέλω τα φάρμακα σου Θέλω να σαπίσω στα τραύματά μου! Θέλω να γίνω υπήκοος των δαιμόνων!
Αυτή όμως η αντίδραση είναι όλεθρος και κόλαση αιώνια για την ψυχή. ενώ αντίθετα σωτηρία της είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού , γιατί αυτές σαν όργανα καυτηριασμού και καθαρτικά την καθαρίζουν από τις κακίες. Όποιος επομένως θέλει
Και ποθεί να γιατρευτεί , είναι ανάγκη να υπομένει όσα επιβάλλει ο γιατρός. Άλλωστε ούτε ο άρρωστος ευχαριστείται όταν εγχειρείται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο∙ πείθει όμως τον εαυτό του ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατο ν’ απαλλαγεί απο την ασθένεια., παραδίνεται λοιπόν στο γιατρό ξέροντας ότι με λίγη ταλαιπωρία θα γλυτώσει από πολλή αδιαθεσία και πολυχρόνια νόσο.
Καυτήρας του Ιησού είναι όποιος μας βλάπτει.

Αφαίρεσε τους πειρασμούς και τον πόλεμο των λογισμών και δεν γίνεται κάνεις άγιος. «Όποιος αποφεύγει ωφέλιμο πειρασμό, αποφεύγει την αιώνια ζωή», είπε κάποιος άγιος.
Ποιος προξένησε στους αγίους μάρτυρες εκείνα τα στεφάνια, αν όχι όσοι τους αδίκησαν; Ποιος έγινε αιτία να δωρηθεί στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, αν όχι όσοι τον λιθοβόλησαν;

Πρέπει να καταλάβουμε ένα πράγμα∙ ότι κανένας δεν λέει τόσο την αλήθεια , όσο αυτοί που μας κατηγορούν. Γνωρίζει ο Κύριος, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7,10), ότι αν όλοι οι άνθρωποι επαινούν και μακαρίζουν όλες τις πράξεις μου, στην πραγματικότητα είναι άξιες ψόγου και «αισχύνης εμπτυσμάτων» ( Ησ. 1,6). Ενώ αν πουν , «αυτό κι αυτό το κακό έκανες», εγώ θα πω, «μα μήπως έκανα και κανένα καλό»; Γιατί κανένας δεν ψεύδεται τόσο όσο αυτοί που με επαινούν και με μακαρίζουν∙ και κανείς δεν αληθεύει τόσο, όσο εκείνοι που με ψέγουν και μ’εξευτελίζουν, καθώς προείπα. Και πάλι δεν λένε όλη την αλήθεια. Διότι αν μπορούσαν, ( δεν λέω το πέλαγος, αλλά) έστω και κάποιο μέρος των κακών μου να δούν, θ’ αποστρεφόταν τη ακαθαρσία , τον βόρβορο και την δυσωδία της ψυχής μου.
Αν γίνουν τα σώματα των ανθρώπων γλώσσες, για να μας λοιδωρούν , είμαι βέβαιος ότι και πάλι δεν θα μπορέσει να περιγράψει την ατιμία μας∙ διότι καθένας που μας κατηγορεί , λέει μόνο ένα μέρος∙ όλα είναι αδύνατον να τα ξέρει. Αν ο δίκαιος Ιώβ είπε, «είμαι γεμάτος ατιμία» (Ιώβ 10,15), - και το «γεμάτος», δεν επιδέχεται καμία προσθήκη – τι να πούμε εμείς που είμαστε πέλαγος όλων των κακών; Ο διάβολος μας ταπείνωσε σε κάθε είδος αμαρτήματος. Οφείλουμε ωστόσο να ευγνωμονούμε τον Θεό που έτσι ταπεινωθήκαμε. Όσοι ευγνωμονούν γιατί ταπεινώθηκαν συντρίβουν τον διάβολο, αφού , καθώς είπαν οι πατέρες, αν κατέβει η ταεπινωση στον άδη, ανεβάζεται στον ουρανό και αν υψωθεί η υπερηφάνεια στον ουρανό καταποντίζεται στον άδη.
Ποιος πορεί τάχα να πείσει τον ταπεινό να πλέξει λογισμούς εναντίον κάποιου ή να τον κατηγορήσει ή έστω ν’ανεχθεί μομφή κατά του πλησίον; Ό,τι πάθει ή ακούσει ο ταπεινός παίρνει αφορμή για να κατηγορήσει και να υβρίζει τον εαυτό του.
Και έφερε σαν παράδειγμα τον αββά Μωϋσή , όταν τον έδιωξαν οι κληρικοί από το ιερό βήμα λέγοντάς του:
-Πήγαινε έξω , αράπη!
Κι εκείνος άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του:
Ακάθαρτε μαύρε! Καλά σου έκαναν! Αφού δεν είσαι άνθρωπος τι θες και πας με τους ανθρώπους;

Πράγματι , πρόσθεσε ο αββάς Ζωσιμάς, όποιος ποθεί τη αληθινή ευθεία οδό , μαλώνει αυστηρά τον εαυτό του όταν ταράζεται , και τον ελέγχει αδιάκοπα: « Τι μαίνεσαι ψυχή μου; τι ταράζεσαι και αφρίζεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνεις ότι νοσείς∙ αν δεν νοσούσες δεν θα πονούσες! Γιατί, αντί να μέμφεσαι τον εαυτό σου , τα βάζεις με τον αδελφό , που σου φανέρωσε την αρρώστεια σου; μάθε αληθινά και στην πράξη τις εντολές του Χριστού, «ο οποίος όταν υβριζόταν δεν ύβριζε, και όταν έπασχε δεν απειλούσε» (Α΄ Πέτρ.2,22). Άκουσε Τον να λέει και εμπράκτως να το δείχνει: « έδωσα τη ΄ραχη μου σε μαστίγωμα, τις σιαγόνες σε ραπίσματα, το πρόσωπό μου δεν το απέστρεψα από την εντροπή των εμπτυσμάτων « (Ησ. 1,6). Και σύ , άθλια ψυχή, για μία ύβρη και προσβολή, παραδίνεσαι στο πλέξιμο χίλιων δυο λογισμών κι έτσι επιβουλεύεσαι τον ίδιο τον εαυτό σου , όπως οι δαίμονες. Τον σταυρό του Χριστού τον βλέπουμε∙ τα πάθη Του που πέρασε για μας τα διαβάζουμε κάθε μέρα∙ και όμως δεν ανεχόμαστε καμμία προσβολή …Πάει , ξεφύγαμε από τον ίδιο δρόμο».


Κάποτε τον ρώτησαν:
-Πως μπορεί κανείς όταν τον κακολογούν και τον εξευτελίζουν να μη θυμώνει;
Και αποκρίθηκε:
-Όποιος θεωρεί τον εαυτό του τιποτένιο, δεν ταράζεται, καθως είπε και ο αββάς Ποιμήν: «Εάν εξευτελίσεις τον εαυτό σου , θα βρείς ανάπαυση».

Ένας από τους αδελφούς που έμειναν μαζί μου και πήραν από μένα το μοναχικό σχήμα, μου λέει μια μέρα:
-Αββά μου, σε αγαπώ πολύ.
-Δεν βρήκα ακόμη κάποιον που να μ’ αγαπάει όπως τον αγαπώ εγώ, του απάντησα. Να, τώρα λές εσύ «σ’ αγαπώ»∙ το πιστεύω∙ αν όμως γίνει κάτι που δεν σ’ αρέσει δεν θα μείνεις ο ίδιος. Ενώ εγώ ό,τι κι αν πάθω από σένα δεν μπορώ ν’ απομακρυνθώ από την αγάπη σου.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και δεν ξέρω τι του συνέβη∙ άρχισε να λέει πολλά εναντίον μου, ακόμη και αισχρά λόγια. τα μάθαινα όλα κι έλεγα στον εαυτό μου:
«Είναι καυτήρας του Ιησού , που στάλθηκε για να γιατρέψει την κενόδοξη ψυχή μου. από κάτι τέτοιους μπορεί κανείς να βγεί κερδισμένος αν βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση , όπως από εκείνους που τον επαινούν ζημιώνεται. Αυτός είναι αληθινός ευεργέτης μου»!
Έλεγα μάλιστα στους αγγελιοφόρους:
-Μόνο τα φανερά μου κακά ξέρει κι αυτά όχι όλα, αλλά ένα μικρό μέρος. Τα κρυφά όμως είναι αναρίθμητα.
Μετά από καιρό με συναντάει στην Καισάρεια. Έρχεται κατά τη συνήθεια του, με αγκαλιάζει και με καταφιλάει κι εγώ εκείνον σάν να μη συνέβη τίποτε. (Διότι κι ενώ έλεγε όλα αυτά, όταν με συναντούσε με αγκάλιαζε μ’ εγκαρδιότητα κι εγώ δεν του έδειχνα καμμίαν επιφυλακτικότητα ούτε το παραμικρό σημάδι , αν και τα μάθαινα όλα).
Αυτή τη φορά λοιπόν πέφτει στα πόδια μου και μου λέει:
-Συγχώρεσέ με, αββά μου, για τ’ όνομα του Κυρίου, διότι πολλά και φοβερά είπα εις βάρος σου.
Κι εγώ καταφιλώντας τον του απάντησα χαριεντιζόμενος:
-Θυμάται η θεοφιλία σου , πάτερ, τον λόγο που μου είπες κάποτε; Ας πληροφορηθεί λοιπόν η καρδιά σου ότι τίποτε δεν αγνοώ από όσα έχεις πει, αλλά όλα τα έμαθα και που και σε ποιους τα είπες. Δεν είπα όμως ποτέ ότι δεν είναι έτσι , ούτε με έπεισε κανείς να πω κάτι εις βάρος σου. Δεν παρέλειπα ποτέ να σε μνημονεύω στις προσευχές μου και θα σου φέρω ένα τεκμήριο αγάπης: Κάποτε πόνεσε πολύ το μάτι μου∙ τότε σ’έφερα στο νού μου και σταυρόνοντας το είπα: «Κύριε , Ιησού Χριστέ, με τις ευχές του αδελφού , θεράπευσε με». Και αμέσως γιατρεύτηκα!

Θυμήθηκε τότε ο μακάριος κάποιον αββά πραότατο, που για τη μεγάλη του αρετή και τα θαυμαστά σημεία που επιτελούσε, όλη η χώρα τον τιμούσε σάν άγγελο Θεού:
Μια μέρα πήγε κάποιος παρακινημένος από τον πονηρό και τον έβρισε βαρειά μπροστά σε όλους. Ο γέροντας στεκόταν προσέχοντας τον μέσα στο στόμα και λέγοντας:
-Χάρη Θεού στο στόμα σου αδελφέ.
-Ναι, φαύλε, γεροφαγά!...συνέχιζε μανιασμένος εκείνος. Αυτά τα λές για να φανείς στους άλλους πράος.
-Πράγματι, αδελφέ μου, παραδέχτηκε ο γέροντας, αυτό που λές είναι αληθινό.
Μετά το επεισόδιο τον ρώτησε κάποιος:
-Δεν ταράχτηκες καθόλου καλόγερε;
-Όχι! αποκρίθηκε. Αλλά ένιωθα σαν να σκέπαζε την ψυχή μου ο Θεός.




Όταν ήμουν σ’ ένα μοναστήρι της Τύρου – πριν βγώ στην έρημο- μας επισκέφθηκε ένας ενάρετος γέροντας την ώρα που διαβάζαμε τα «Αποφθέγματα των αγίων Γερόντων»
Διαβάζοντας φθάσαμε στον ασκητή εκείνο προς τον οποίο πήγαν οι λησταί και του είπαν:
-Θέλουμε όλα όσα έχεις στο κελλί σου.
Κι εκείνος απαντούσε:
-Όσα σας φαίνονται καλά, παιδιά μου , πάρτε τα.
Τα πήραν λοιπόν όλα και έφυγαν. Άφησαν μόνο ένα σκαλιστήρι. Το παίρνει αμέσως ο γέροντας και τρέψει πίσω τους φωνάζοντας:
-Παιδιά , πάρτε αυτό που ξεχάσατε.
Οι λησταί τότε, θαυμάζοντας την ανεξικακία του, τα επέστρεψαν όλα στο κελλί τους και μετανοημένοι είπαν μεταξύ τους:
-Πραγματικά ο άνθρωπος αυτός είναι του Θεού…
Μόλις λοιπόν το διαβάσαμε αυτό , μου λέει ο επισκέπτης μας γέροντας:
-Ξέρεις, αββά μου, αυτό το περιστατικό πολύ με ωφέλησε.
-Πως , πάτερ, τον ρώτησα εγώ.
Και μου διηγήθηκε:
-Κάποτε που έμενα στα μέρη του Ιορδάνη, το διάβασα, θαύμασα τον γέροντα κι έλεγα:
«Κύριε, Συ που με αξίωσες να έλθω στο σχήμα των αγίων αυτών γερόντων, αξίωσέ με ν’ ακολουθήσω και τα ίχνη τους».
Καθώς λοιπόν είχα τούτο τον πόθο, μετά δυο μέρες φθάνουν λησταί. Μόλις χτύπησαν την πόρτα και κατάλαβα ότι ήταν λησταί, είπα: «Δόξα τω Θεώ, τώρα είναι καιρός να δείξω τον καρπό του πόθου μου». άνοιξα και τους δέχθηκα με ιλαρόηττα. Άναψα ένα λυχνάρι και άρχισα να τους δείχνω τα πράγματα λέγοντας.
-Μην ανησυχείτε. Πιστεύω ότι με τη χάρη του Κυρίου δεν θα σας κρύψω τίποτε.
-Έχεις χρυσάφι; Με ρωτούν.
-Ναι, έχω τρία νομίσματα.
Και άνοιξα μπροστά του ένα κουτί. Τα πήραν κι έφυγαν με ειρήνη.
Τότε εγώ-συνεχίζει ο αββάς Ζωσιμάς- αστειευόμενος του είπα:
-Γύρισαν , όπως και στον γέροντα;
Μου απαντάει αμέσως:
-Ο Θεός να μην το δώσει, γιατί εγώ δεν ήθελα να επιστρέψουν.


Ο μακάριος Σέργιος μου διηγήθηκε τα εξής:
Βαδίζαμε κάποτε μ’ έναν άγιο γέροντα και χάσαμε τον δρόμο. Χωρίς να ξέρουμε που πάμε, βρεθήκαμε σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και πατήσαμε κατά λάθος λίγα σπαρτά. Μόλις μας αντιλήφθηκε ο γεωργός, οργίσθηκε πολύ κι άρχισε να μας βρίζει:
-Μοναχοί είστε σείς; Αν φοβόσασταν τον Θεό, δεν θα το κάνατε αυτό!
Τότε μας λέει ο άγιος:
-Για το όνομα του Κυρίου, μη μιλήσει κανείς.
Και είπε στον γεωργό με πραότητα:
-Καλά λές παιδί μου! Αν είχαμε φόβο Θεού, δεν θα το κάναμε.
Εκείνος όμως συνέχισε να βρίζει αγριεμένος.
Ο γέροντας πάλι παραδέχθηκε:
-Έχεις δίκιο∙ αν είμαστε πραγματικοί μοναχοί , δεν θα σου κάναμε τέτοια ζημιά! Αλλά, για τον Κύριο, συγχώρησε μας, σε παρακαλούμε, που αμαρτήσαμε.
Έκπληκτος τότε πια εκείνος ρίχνεται στα πόδια του γέροντα λέγοντας:
-Συγχώρεσέ με συ , αββά, για τον Κύριο, και πάρε με μαζί σου.
Και ο μακάριος Σέργιος με βεβαίωσε:
-Π{πραγματικά μας ακολούθησε κι έλαβε το μοναχικό σχήμα.
Και τονίζει ο αββάς Ζωσιμάς:
Να τι κατόρθωσε μετά τον Θεό η πραότητας και η ειλικρινής ομολογία του αγίου: Να σώσει ψυχή πλασμένη «κατ’ εικόνα» Θεού , που την προτιμάει ο Κύριος περισσότερο από μύριους κόσμους με όλα τα αγαθά τους!


Μου διηγήθηκε ένας αγαπητός αδελφός τα ακόλουθα
Είχαμε πολλή αγάπη με κάποιο διάκο της λαύρας του αβά Γερασίμου στον Ιορδάνη. Κάποτε όμως, χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο, άρχισε να μου φέρεται ψυχρά. Τον ρώτησα να μάθω την αιτία και μου είπε∙ «Αυτό κι αυτό έκανες». Εγώ τον βεβαίωνα ότι δεν συνέβη τίποτε τέτοιο, μα εκείνος μου απάντησε:
-Συγχώρησέ με, αλλά δεν πείθομαι ότι είσαι έτσι που τα λές.
Γυρίζοντας στο κελλί μου άρχισα να ερευνώ τη συνείδησή μου, αν είχα κάνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν εύρισκα.
Η ψυχρότητα όμως με τον διάκο συνεχιζόταν. Τότε θυμήθηκα τα λόγια των αγίων Πατέρων και στρέφοντας λίγο τον λογισμό μου λέω στον εαυτό μου:
«Ο διάκονος με αγαπάει γνήσια και γι’ αυτό πήρε το θάρος να μου φανερώσει ό,τι είχε η καρδιά του για μένα, ώστε να μην το ξανακάνω. Αλλά εσύ αθλία ψυχή λές: «δεν το έκανα αυτό». μύρια κακά έχεις διαπράξει και τα έχεις λησμονήσει. Που είπαν όσα έκανες χθες ή πριν δέκα μέρες; Τα θυμάσαι; Κι αυτό λοιπόν το έκανες, όπως κι εκείνα, και το ξέχασες, όπως κι εκείνα»
Με τέτοιο λογισμό σηκώθηκα και πήγα να του βάλω ματάνοια. Χτύπησα την πόρτα. Μόλις όμως άνοιξε , μου έβαλε πρώτος εκείνος μετάνοια λέγοντας:
-Συγχώρησέ με, αδελφέ, γιατί με εξαπάτησαν οι δαίμονες και σε υποψιάσθηκα άδικα για κείνη την περίπτωση. Με πληροφόρησε όμως ο Θεός ότι πραγματικά εσύ ήσουν αθώος.
Και δεν με άφησε να του πω τίποτε, επιμένοντας ότι δεν υπάρχει πια λόγος.



ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
2003

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου