Η αγωγή των παιδιών αρχίζει απ’ την ώρα της συλλήψεως τους.
Η αγωγή των παιδιών αρχίζει απ’ την ώρα της συλλήψεώς τους. Το έμβρυο ακούει κι αισθάνεται μέσα στην κοιλιά της μητέρας του. Ναι, ακούει και βλέπει με τα μάτια της μητέρας. Αντιλαμβάνεται τις κινήσεις και τα συναισθήματά της, παρόλο που ο νούς του δεν έχει ανπτυχθεί.σκοτινιάζει το πρόσωπο της μάναας, σκοτινιάζει κι αυτό. Νευριάζει η μάνα, νευριάζει κι αυτό. Ό,τι αισθάνεται η μητέρα, λύπη, πόνο, φόβο, άγχος κ.λπ. ,τα ζεί κι αυτό. Αν η μάνα δεν το θέλει το έμβρυο, αν δεν το αγαπάει, αυτό το αισθάνεται και δημιουργούνται τραύματα στην ψυχούλα του, που το συνοδεύουν σ’ όλη του τη ζωή. Το αντίθετο συμβαίνει με τ’ άγια συναισθήματα της μάνας. Όταν έχει χαρά, ειρήνη, αγάπη στο έμβρυο, τα μεταδίδει σ’ αυτό μυστικά, όπως συμβαίνει με τα γεννημένα παιδιά.
Γι’ αυτό πρέπειη μητέρα να προσεύχεται πολύ κατά τηνπερίοδο της κυήσεως και ν’ αγαπάει το έμβρυο , να χαϊδεύει τηνκοιλιά της, να διαβάζει ψαλμούς , να ψάλλει τροπάρια, να ζεί ζωή αγία. Αυτό είναι και δική της ωφέλεια· αλλά κάνει θυσίες και γιά χάτη του εμβρύου, για να γίνει και το παιδί πιό άγιο, ν’ αποκτήσει απ’ τηναρχή άγιες καταβολές. Είδατε πόσο λεπτό πράγμα είναι για τηνγυνάικα να κυοφορρεί παιδί; Πόση ευθύνη και πόση τιμή!...
Εκείνο που σώζει και φτιάχνει καλά παιδία είναι η ζωή των γονέων μέσα στο σπίτι.
Εκείνο που σώζει και φτιάζνει καλά παιδιά είναι η ζωή των γονέων μέσα στο σπίτι. Οι γονείς πρέπει να δοθούνε στην αγάπη του θεού. Πρέπει να γίνουνε άγιοι κοντά στα παιδιά με την πραότητα τους, την υπομονή τους,την αγάπη τους. Να βάζουνε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση , ενθουσιασμό κι αγάπη στα παιδιά. Και η χαρά που θα τους έλθει , η αγιοσύνη που θα τους έχει επισκευθεί , θα εξακοντίσει στα παιδιά την χαρι. Για την κακή συμπεριφορά των παιδιών φταίνε γενικά οι γονείς. Δεν τα σώζουν ούτε οι συμβουλές, ούτε η πειθαρχία, ούτε η αυστηρότητα. Αν δεν αγιάζονται οι γονείς, αν δεν αγωνίζονται, κάνουν μεγάλα λάθη και μεταδίδουν το κακό που έχουν μέσα τους. Αν οι γονείς δεν ζούν ζωή αγία, αν δεν μιλούν με αγάπη , ο διάβολος ταλαιπωρεί τους γόνείς με τις αντιδράσεις των παιδιών. Η αγάπη , η ομοψυχία , η καλή συνεννόηση των γονέων είναι ό,τι πρέπει για τα παιδιά. Μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά.
Τα φερσίματα των παιδιών έχουν άμεση σχέση με την κατάσταση των γονεών. Όταν τα παιδιά πληγώνονται απ’ την κακή μεταξύ των γονέων συμπεριφορά, χάνουν δυνάμεις και διάθεση να προχωρήσουν στην πρόοδο. Κακοκτίζονται και το οικοδόμημα της ψυχής τους κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή. Να σας πω και δύο παραδείγματα.
Είχαν έλθει δυό κοπελίτσες σ’ εμένανε κι ημιά είχε κάτι πολύ άσχημα βιώματα και με ρωτούσε ποιυ οφείλονταιι. Και τους είπα:
-Είναι απ’ το σπίτι ,απ’ τους γονείς σας.
Κι όπως την «έβλεπα» την μιά, λέω:
-Εσύ απ’ την ητέρα σου τα έχει κληρονομήσει αυτά.
-Κι όμως, λέει, οι γονείς μας είνα τόσο τέλειοι άνθρωπο . Είναι χριστιανοί , εξομολογόυνται , μεταλαμβάνουν, που μπορεί να πει κανεί, ζήσαμε μέσα στη θρησκεία. Εκτός...αν φταίει η θρησκεία , απαντάει εκείνη.
Του λέω:
-Τίποτα δεν πιστεύω απ’ αυτά που μου λέτε. Εγώ ένα μόνο βλέπω, οι γόνείς σας δεν τήνε ζούν τη χαρά του Χριστού.
Πάνω σ’ αυτό η άλλη είπε:
-Άκουσε, Μαρία, καλά λέει ο παππούλης, έχει δίιο. Οι γονείς μας πάνε στον πνευματικό, στην Εξομολόγηση, στην Θεία Μετάληψη, ναι...Αλλά είχαμε ποτέ ειρήνη στο σπίτι; Ο πατέρας συνεχώς γκρίνιαζε με τηνμητέρα μας. Διαρκώς πότε ο ένας δεν έτρωγε, πότε ο άλλος δεν ήθελε να πάνε κάπου μαζί. Έχει δίκοι, λοιπόν ,ο παπούλης.
-Πως τον λένε τον πατέρα σου; Την ρωτάω;
Μου είπε.
-Πως την λένε την μητέρα σου;
Μου είπε.
-Ε, λέω, με την μητέρα σου δεν τα έχεις καθόλου καλά μέσα σου. Άκουσε με τώρα. Τη στιγμή που μου τα έλεγαν το όνομά , έβλεπα τον πατέρα , έβλεπα τηνψυχή του . τη στιγμή που μου έλεγαν το όνομα της μητέρας, έβλεπα την μητέρα κι έβλεπα πως κοίταζε η κόρη την μητέρα....
Η υπερπροστασία αφήνιε ανώριμα τα παιδιά.
Ένα άλλο πάλι, που βλάπτει τα παιδά, είναι η υπερπροστασία, δηλαδή η υπερβολική φροντιδα , η υπερβολική αγωνία καιτο άγχος των γονεών. Ακοόυστε ένα περιστατικό.
Μιά μητέρα μου παραπονιότα ότι το παιδί της, πέντε χρονώ, δεν υπάκουε. Της έλεγε, «εσύ φταίεις»,αλλά δεν το καταλάβενε. Καποια φορά επήγαμε με την μητέρα αυτήν έναν περίπατο στη θάλασσα με τ’ αυτοκίνητο.
Είχε μαζί της και το παιδί. Σε λίγο ο μικρός ξέφυγε απ το χέρι της κι έτρεξε πρός τη θάλασσα. Υπήρχε, μάλιστα, ένας σωρός απο άμμο κι απ’ την πίσω πλερά του απότομα απλωνόταν η θάλασσα. Η μητέρα αγχώθηκε , ήταν έτοιμη να φωνάξει, να τρέξει, διότι είδε τον μικρό στην κορυφή του σωρού μ’ απλωμένα τα χέρια να κάνει ισορροπία. Εγώ την καθησύχασα, της είπα και γύρισε τηνπλάτη πρός το παιδί και λίγο λοξά παρακολουθούσα. Όταν ο μικρός απελπίσθηκε να προκαλεί την μητέρα του, για να την τρομάξει και να φωνάξει, όπως συνήθως, σιγά σιγά κατεβήκε ήχυσος και μας επλησίασε. Αυτό ήταν! Τότε πήρε η μητέρα το μάθημάτης σωστής αγωγής.
Μιά άλλη μητέρα παραπονιόταν για οτν μοναχογίο της ότι δεν έτρωγε όλα τα φαγητά και κυρίως το γιαούρτι. Ο μικρός θα ήταν περίπου τριών χρονών και την επαίδευε τηνμάνα καθημερινά. Της λεγω:
«Θα κάνεις το εξής. Θ’ αδειάσεις το ψυγείο απ’ όλα τα τρόφημα. Θα το γεμίσεις με ορισμένη ποσότητα γιαούρτι. Θα ταλαιπορηθείτε και οι γονείς για μερικές ημέρες. Ήλθε η ώρα του φαγητού; Θα δώσεις στον Πέτρο γιαούρτι. Δεν θα το φάει. Το βράδυ το ίδιο, τηνάλλη μέρα το ίδιο. Ε, μετά θα πεινάσει, κάτι θα δοκιμάσει. Θα κλάψει, θα φωνάξει. Τα τα υποστείτε.μετά θα το φάει ευχαρίστως.
Έτσι συνέβηκε κι έγινε το γιαούρτι το καλύτερο φαγητο για τον πέτρο.
Δε νείναι δύσκολα αυτα. Κι όμως πολλές μητέρες δεν τα κατάφεραν και δίδουν πολύ αρνητική αγωγή στα παιδά τους. Μητέρες που κάθονται πάνω απ΄τα παιδά τους συνεχώς και τα καταπιέζουν, δηλαδή τα υπερπροστατεύουν, απέτυχαν στο έργο τους. Ενώ πρέπει ν’ αφήνεις το παιδί μόνο του να ενιδαφερθεί για την πρόοδό του. Τότε θα πετύχεις. Όταν κάθεσαι συνεχώς απο πάνω τους. Τα παιδιά αντιδρουν. Αποκτούν νωθρότητα, μαλθακότητα και συήθως αποτυγχάνουν στη χωή. Είναι ένα είδος υπερπροστασίας, που αφήνει ανώριμα τα παιδά.
Πρίν απο λίγες ημέρς ήλθε απελπισμένη μιά μητέρα για τις συνεχείς αποτυχίες του γίου της στις εισιτήριες εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο άριστος μαθητής στο δημοτικό, άριστος στο γυθμνάσιο, άριστός στο λύκειο. Στη συνέχεια αποτυχίες , αδιαφορία του παιδού, αντιφράσεις περίεργες.
«Εσύ φταίεις, της λέω της μάνας, κι είσαι και μορφωμένη! Τι θα έκανε το παιδί; Πίεση, πίεση όλα τα χρόνια, ‘‘ να είσαι πρώτος, να μη μας ντροπιάσεις, να γίνεις μεγάλος στην κοινωνία...’’. τώρα εκλώτσησε, δεν θέλει τίποτα. Να σταματήσεις αυτή την καταπίεση και την υπερπροστασία και θα δεις που το παιδί τότε θα ισορροπήσει. Τότε θα προχωρήσει , όταν τ’ αφήσεις ελεύθερο.
Απο το βιβλιο :Γέροντο Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου ''Βίος και λόγοι''
Ιερά Μονή Χρυσοπηγής Χανιά 2006
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009
π. Βασίλειος Θερμός:Μαζί με τους γονείς
Πάρα πολλοί απο εμάς τους γονείς,είμαστε απολύτως βέβαιοι οτι αντιμετωπίζουμε όλα μας τα παιδά ίδια. Αυτό δεν είνανι αλήθεια, απλώς δεν το καταλαβαίνουμε.
Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορές στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το κάθε παιδί ανάλογα με τη σειρά που έχει. Δεν είναι μόνο η σειρά βέβαια. Υπάρχουν κι άλλιο παράγοντες που έχουν σ΄χεση, π.χ. το φύλο του παιδιού, αν είναι αγόρι ή κόριτσι, το όνομα του, ααν είναι το όμονα του πατέρα μας ή της μητέρας μας που έχουμε πολύ καλές σχέσεις ή πολύ άσχημες σχέσεις , ή του πεθερού ή της πεθεράς ανάλογα.
Το πρώτο παιδί.
Συνήθως κατά κακόνα, το πρώτο παιδί είναι πιό κλειστό. Δεν ανοίγεται τόσο, δεν λέει τι του συμβαίνει. Συνήθως το πρώτο παιδί είναι αρκετά καλός μαθητής., πιό καός τουλάχισοτν απ’ τα υπόλοιτα παιδιά. Συνήθω;ς το πρώτο παιδί είναι πιό μοναχικό, έχει μιά μεγαλύτερη αυτάρκεια και δεν είναι τοσο εξωστρεφές. Συνήθως το πρώτο παιδί είναι ιό οργανωμένο στη ζωή του.έχει μιά τάξη στο δωμάτιο του, στο πρόγραμμά του. Ξέρει τι ζητάει . Συνήθως το πρώτο παιδί είναι πιό λογικό και λιγότερο συναισθηματικό. Μάλιστα έχουν γίνει και έρευνες μεταξύ γιατρών και έχουν βρει, είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, ότι στις παθολογικές ειδικότητες και στην ψυχιατρική (όπου ως γνωστό χρησιμοπιείται κυρίως η σκέψη τουγιατρού) πλεονάζουν τα πρώτα παιδά, ενώ στις χειρουγρικές ειδικότητες απο τα δεύτερα και κάτω, εκεί που χρειάζεται δράση. Λοιπόν αυτά είναι μερικά γνωρίσματα , τα οποία σε πολύ μεγάλο ποσοστό υπάρχουν. Φυσικά τίποτα δεν είναι απόλυτο όταν πρόκειται για τον άνθρωπο και υπάρχουν εξαιρέσεις. Υπάροχυν και τα παιδά ποπυδεν ανήκουν σ’ αυτό το προφίλ. Αλλά είναι μεγάλος αριθμ,ός, ώστε να μας κάνει να προβληματιζόμαστε.
Τι συμβαίνει και τα πρώτα παιδά έχουν αυτά τα γνωρίσματα;
Θα προσπαθήσω να τα περιγράψω με απλά λόγια.
Αυτό που βασικά συμβαίνει είνα ότι οι γονείς με το πρώτο παιδί είμαστε σχετικά άπειροι και είναι το πρώτο μας παιδί. Δεν έοχυμε παρόμοιες εμπειρίες, δεν ξέρουμε πως να τα βγάλουμε πέρα εύκολα. Έτσι, λόγω της απειρίας μας περνάει ένα μήνυμα στο παιδί (άθελά μας, χωρίς να το καταλάβαίνουμε) το οποίο του λέει: ‘‘Κοίταξε, δεν είμαστεγιά πολλά –πολλά προβλήματα γιατί δεν γνωρίζουμε τον τρόπο να τα αντιμετωπίσωουμε. Αν μπορείς συγκρατήσου και μη μας δημιουργείς ή μη μας αναακοινώνεις πολλά προβλήματα’’. Αυτό είναι ένα μήνυμα που δεν λέγεται με λόγια ποτέ βέβαια, λέγεται με τη συμπεριφορά μας, με τη διαθεσιμότητά μας. Ένας λόγος είναι αυτός. Ένας δεύτερος λόγος πέρα απο την απειρεία είναι ότι ο γονιός έχει μία ανησυχία πρίν αποκτήσει παιδιά για το αν θα είναι καλός γονιός. Επομένως είναι ευνόητο, στο πρώτο παιδί να έχει πολύ μεγάλη ανάγκη ο γονιός να δεί στην πράξη ότι το παιδί του αυτό του βγήκε καλό, διότι αυτό του δίνει την επιβεβαίωση ότι είναι καλός γονιός. Και έχουμε ανάγκη όλοι απο μία στοιχειώδη αυτοεκτίμηση και την εκτίμηση των άλλων φυσικά, των συγγενών , των φίλων , οι οποίοι θα δούν το πρώτο μας παιδί, θα δούν αν συμπεριφέρεται ήσυχα, εγενικά, αν υπακούει κ.λπ. Επομένως , χωρίς να το καταλάβαίνουμε, σπρώχνουμε τα παιδιά μας σε κάποιου είδους συμμόρφωση και τους απαιτούμε με τη συμπεριφορά μας να είναι βολικά , να είναι τα ‘’καλά’’ παιδία. Και αυτό μας δίνει ικανοποίηση πολλή. Και αργότερα βέβαια, εφόσον έχουμε πάρει την ικανοποίηση αυτή και την επιβεβαίωση απο το πρώτο παιδί, δεν είμαστε τόσο απαιτητικοί στα επόμενα και πολλές φορές αυτό το αντλαμβάνοται και τα πρώτα παιδά τα οποία παραπονιούνται και λένε: ‘’Δεν αντιμετώπισαν οι γονείς μου στο τάδε θέμα συγκεκριμένα τον αδελφό μου , τηναδελφή μου, όπως εμένα. Σε μένα ήταν πιό αυστηροί που ήμουνα ο πρώτος.
Έστι λοιπόν , νομίζω, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι μ’ αυτές τις δύο βασικές αιτίες εξωθούμε ουσιαστικά τα παιδιά μας (χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με καλές προθέσεις) στο να είναι πιό κλειστά, που σημαίνει ότι δεν εκφράζουν τα προβλήματά τους για να μη σας στενοχωρήσουν.
Ξεχασα να πω ότι ένα απο τα χαρακτηριστικά του πρώτου παιδιού είναι ότι νοιάζεται τους γονείς του επίσης, νοιάζεται τους άλλους και είναι έτοιμο να θυσιάσει τηνεπιθυμία τη δική του για χάρη των γονιών του. Και αυτό καμιά φορά φτάνει σε ακραίες καταστάσεις. Ένα παιδί να φροντίζει τους γονείς του,να παίρνει τη θέση του ή της συζύγου ή έχουμε μερικές φορές το παιδί που δεν είναι πιά παιδί. Ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει σε ένα κλίμα υπερβολικής σοβαρότητας, δεν παίζει αρκετά, δεν γελάει αρκετά, δεν ατακτεί σανπαιδί, είναι σαν μεγάλος μικρός. Εγώ είναι πάρα πολύ επιφυλακτικός απέναντί σ’ αυτά τα παιδά και θα συνιστούσα και στους γονείς να είναι, και να μη χαίρονται τόσο πολύ με την ετικέτα του ‘’καλού ‘’ παιδιού.
(...)
Συμβαίνει το ίδιο, π. Βασίλειε, και με το μοναχοπαίδι επειδή είναι το πρώτο , είναι και το μόνο, να έχει το ίδια χαρακτηριστικά που αναφέρατε για το πρώτο παιδί;
Όχι τόσο συχνά γιατί εκεί μπαίνει και ο άλλος παράγοντας πιά, ότι είνα μοναχοπαίδι και αυτό περιπλέκει την κατάσταση. Στο μοναχοπαίδι βλέπουμε συνδιασμούς και των δύο, δηλαδή βλέπουμε ας πούμε στοιχεί πρώτου παιδιού και στοιχεία τελευταίου παδιού. Σαν αποτέλεσμα, υποκύπτει στον πειρασμό να συμπεριφερθεί σάν το χαϊδεμένο παιδί ή σαν το κέντρο του κόσμου που πρέπει οι άλλοι να γυρίζουν γύρω του. Νομίζω ότι σο μοναχοπαίδι επικρατεί περισσότερο ο κίνδυνος της εξάρτησης.
Το μεσαίο παιδί.
Κοιτάξτε , ένα μεσαίο παιδί είναι δεύτερο για ένα διάστημα και κάποτε γίνεται μεσαίο όταν προκύψει ένα επόμενο αδελφάκι. Τότε αλλάζει η θέση του μέσα στην οικογένεια και εδώ πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι παίζει ρόλο το φύλο του παιδιού. Δηλαδή εάν το μεσαίο παιδί είναι διαφορετικού φύλου απο το πρώτο και το τρίτο, εάν έχουμε ας πούμε δύο αγόρια και ανάμεσά τους είναι ένα κορίτσι ή αντίστροφα, πολλές φορές αυτό βοηθάει στο να είναι λιγότερες πο επιπτώσεις επειδή το παιδί θα είναι μεσαίο. Και ο λόγος είναι ότι η διαφορά του φύλου , το ότι αυτό το παιδί θα είνια το πρώτο του φύλου του μέσα στην οικογένεια, επιτρέπει στο παιδί αυτό να βρεί τη θέση του και την ταυτότητά του μέσα στην οικογένεια πιό εύκολα. Χρειότερη είναι η θέση του μεσαίου παιδιού που έχει το ίδιο φύλο με το πρώτο, αν είναι δεύτερο αγόρι δηλαδή και ακολυθεί κορίτσι ή δεύτερο κορίτσι και ακολουθεί αγόρι. Τότε το παιδί αυτό δεν΄εχει ούτε κάν το φύλο να ξεχωρίζει σαν τρόπο, σάν μέσο που θα βρεί τη δική του ταύτο τητα μέσα στηνοικογένεια. Έχει έρθει το πρώτο, που ήταν π.χ. κορίτσι, ξανάρχεται κορίτσι, εμφανίζεται ένα αγόρι , το οποίο ως τρίο και ως αγόρι κερδίζει τη δική του θέση με αυτές τι ιδιότητες και το δεύτερο κορίτσι δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο με το οποίο θα κερδίσει τη θέση του. Ουσιαστικά λοιπόν , τα προβλ΄ματα της συμπεριφοράς του μεσδαίου παιδίου είναι προβλήματα αυτού του τύπου: πως θα κερδίσει μιά ταυτότητα μες στην οιοκγένεια,πως θα κερδίσει μια ταυτότητα ισότιμου με τα άλλα παιδία. Και γι’ αυτό βλέπουμε πολλές φορές τα παιδία αυτά να έχουν κακή συμπεριφορά, να προτιμούν δηλαδή να αποκτήσουν μιά κακή ταυτότητα παρά να μην έχουν καθόλου ταυτότητα, γιατί ο άνθρωπος δεν αντέχει το καό ταυτότητος. Δεν μπορεί να μηναισθάνεται ότι είναι κάτι. Προτιμάει να είναι κακός παρά να μην είναι τίποτε. Έτσι λοιπόν τα προβλήματα που παρουσιάζει το μεσαίο παιδί είναι κυρίως προβλήματα κακλής συμπεριφοράς ως προς το σχελείο, ως πρός τη συμπεριφορά με τ’ αδέλφια του , τη ζήλια κ.λπ. μάλιστα , ειδικά για τη ζήλεια του πιό πολύ απο ό,τι το πρώτο παιδί, το οποίο όπως είπαμε πει είνα κλειστό και μπορεί να μην την εκφράζει. Γενικά , το μεσαίο παιδί είναι αυτο που κινδυνεύει να πάρει την ταμπέλα ‘‘το κακό παιδί της οικογένειιας’’, το δύκολο, το προβληματικό. Πολλοί γονείς, απο μόνοι τους καταλαβαίνουν τις αιτίες, το λένε: ‘‘Να, ήρθε μετά ένα άλλο παιδί και μείς με τον πρώτο ή την πρώτη δεν είχαμε προβλήματα, πήγαιναν όλα καλά, ήμαστε ευχαριστημένοι, είχαμε καιτο μωρό ν’ασχοληθούμε κατόπιν, και κάπου εξαφανίστηκε ανάμεσά μας το μεσαίο παιδί’’.
Πράγματι, συμποιέζεται , εξουθεώνεται μερικές φορές ανάμεσα στα δύο παιδιά το μεσαίο και δεν μπορεί να βρεί τη θέση του και αγωνίζεται απεγνωσμένα με πολλούς τρόπους, να τραβήξει την προσοχή των γονεών. Ξέρετε, εμείς οι γονείς παθαίνουμε κάτι, δίνουμε την προσοχή μας ( και την προσευχή μας αντίστοιχα) στα παιδιά μας μόνο όταν παρατηρήσουμε ένα προβλημα. Υπάρχουν παιδά με τα οποία κανείς δεν θα ασχολιόταν ποτέ αν δεν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα. Κανείς δεν θα τα πλησίαζε να σκεφτεί πως νιώθουν αυτά τα παιδία, να τα κουβεντιάσει. Κανείς απο τους γονείς εννοώ. Όταν το παιδί παρουσιάσει ένα πρόβλημα, τότε ασχολούμαστε μ’ αυτό. Και υπάρχουν παιδιά που προκειμένου να περνούν στηναφάνεια και να μην ενδιαφέρεται ο γονιός γι’ αυτά , παρουσιάζουν ένα πρόβλημα για να ενδιαφερθεί.
Ερ. Ακόμη και υγείας, π. Βασίλειε;
Ακρίβως, προβλήματα υγείας ή ατυχήματος, μιά κάκωση αςπούμε. Έχω ακούσει απο παιδί να λέει το ίδιο: ‘’Θα ευχόμουνα να πάθαινα αυτό που έπαθε ο φίλος μου’’ ή ‘’θα ευχόμουν να με χτυπούσε ένα αυτοκίνητο να έμεναν λίγες μέρες οι γονείς μου στο νοσοκομείο μαζί μου’’. Διότι το παιδί έχει εξαφανιστεί εν μέσω τεσσάρων παιδιών , το ένα είχε κι ένα χρίνοι πρόβλημα υγείας και δεν ασχολιόταν κανείς μ’αυτόν...
Τα τελευταία παιδιά.
ΕΡ. Π. Βασίλειε,θέλετε να δούμε και τα χαρακτηριστικά των τελευταίων παιδιών;
Ναι μιλάμε για τα χαρακτηριστικά του παιδού το οποίο ο γονιός πλέον το αισθάνεται ως τελευταίο. Δηλαδή έχει αισθανθεί ότι μάλλον δεν θα υπάρξει άλλo, κι έτσι προετοιμάζεται να ζήσει τη σχέση του μ’ αυτό το παιδί ως τελευταίο. Εδώ θα πρέπει να πω ότι κάθε παιδί έχει ανάγκη απ’ αυτά που έχει ανάγκη να πάρει ανεξάρτητα απο τη σειρά του.δηλαδή είτε είνα πρώτο παιδί ειτε είναι τελευταίο έχει ανάγκη να πάρει ορισμένα πράγματα στη συναισθηματική επαφή με τους γοενίς και το ενδιαφέρον τους. Αυτή η αλήθεια στην πράξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί , διότι συνιθίζουμε οι γονείς να χρησιμοποιούμε το επιίθετο ‘‘ο μεγάλος’’και ‘‘ο μικρός’’ ή ‘‘η μεγάλη ‘’ και ‘’ η μικρή’’. Δεν σημαίνει πάντα η χρήση αυτή ότι κάνουμε αυτό το λάθος που θα πω τώρα, αλλά πάρα πολλές φορές βοηθάει αυτήη χρήση , συμβάλλει σ’ αυτό το λάθος , ποιό δηλαδή; Ότι τονμεγάλο , τον πρώτο δηλαδή τον βλέπουμε πάντα ως μεγάλο. Τι είπαμε στην αρχή; Ότι αυτο μπορεί να οδηγήσει σε παιδία που δεν ζούν σαν παιδιά. Τον τελευταίο, τον βλέπουμε πάντα ως μορό. Και ξέρουμε ότι στην Ελλάδα και ενήλικοι να είναι οι άνθρωποι, τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνων,λέγονται ο ‘’μεγάλος’’ και ο ‘’μικρός’’ τα αδέλφια. Βλέποντας λοιπόν τον μικρό ως μικρό, πάντα με αυτό το επίθετο, οπωσδήποτε χάνουμε τηνευκαιρία να ανταποκριθούμε στις ψυχικές του ανάγκε ανάλογα με την ηλικία που έχει. Και ενώ ,ας πούμε, μπορεί να είναι πέντε χρονών εμείς να μην τον αναγωρίζουμε σαν πέντε χρονών αλλά σαν τριών. Ενώ είναι δέκα δεν τον αντιμετωπίζουμε σαν δέκα αλλά σαν επτά, ενω είναι δεκαπέντε τον αντιμετωπίζουμε σαν δωδεκα και όχι δεκαπέντε επειδή για μας είναι ο μικρός. Αυτού του είδους το λάθος πηγάζει , απ’ ό,τι έχω δει, πο ψυχικές ανάγκες του ίδου του γονιού, δηλαδή ο γονιός είχει ανάγκη κάποιο παιδί του να κρατά συνεχώς μικρότερο απ’ ό,τι είναι. Και ενώ το πρώτο παιδί έοχυμε τηντάση να το σπρώχνουμε πάντα να αισθανθείμεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι στον τελευταιο πρώχνουμε την κατάσταση έτσι ώετε να το κρατήσουμε μικρότερο απ’ ό,τι είναι. Είναι μιά ψυχική ανάγκη πολλών γονιών. Είναι γνωστό ότι στην ελλάδα , στον τόπο μας, οι γονείς δεν προετοιμάζονται για το ότι τα παιδά κάποιτε θα φύγουν απο κοντά τους.Εχουμε πει ότι κάνουμε παιδά τις περισσότερες φορές ξεχνώντας μετά ότι είμαστε σύζυγοι , σαν να πέφτουμε μόνο στην ιδιότητα του πατέρα και της μητέρας. Επομένως, όταν νιώθει ο γονιός ότι το μικρότερο παιδί,το τελευταίο, μεγαλώνει και σιγά-σιγά θα του φύγει και θα χάσει την ιδιότητα του πατέρα ή της μητέρας που έχει παιδία στο σπίτι μέσα και θα μείνει μόνο με το συντροφό του, πανικοβάλεται.
π. Βασίλειος Θερμός
Μαζί με τους γονείς
Εκδόσεις Ακρίτας.
Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορές στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το κάθε παιδί ανάλογα με τη σειρά που έχει. Δεν είναι μόνο η σειρά βέβαια. Υπάρχουν κι άλλιο παράγοντες που έχουν σ΄χεση, π.χ. το φύλο του παιδιού, αν είναι αγόρι ή κόριτσι, το όνομα του, ααν είναι το όμονα του πατέρα μας ή της μητέρας μας που έχουμε πολύ καλές σχέσεις ή πολύ άσχημες σχέσεις , ή του πεθερού ή της πεθεράς ανάλογα.
Το πρώτο παιδί.
Συνήθως κατά κακόνα, το πρώτο παιδί είναι πιό κλειστό. Δεν ανοίγεται τόσο, δεν λέει τι του συμβαίνει. Συνήθως το πρώτο παιδί είναι αρκετά καλός μαθητής., πιό καός τουλάχισοτν απ’ τα υπόλοιτα παιδιά. Συνήθω;ς το πρώτο παιδί είναι πιό μοναχικό, έχει μιά μεγαλύτερη αυτάρκεια και δεν είναι τοσο εξωστρεφές. Συνήθως το πρώτο παιδί είναι ιό οργανωμένο στη ζωή του.έχει μιά τάξη στο δωμάτιο του, στο πρόγραμμά του. Ξέρει τι ζητάει . Συνήθως το πρώτο παιδί είναι πιό λογικό και λιγότερο συναισθηματικό. Μάλιστα έχουν γίνει και έρευνες μεταξύ γιατρών και έχουν βρει, είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, ότι στις παθολογικές ειδικότητες και στην ψυχιατρική (όπου ως γνωστό χρησιμοπιείται κυρίως η σκέψη τουγιατρού) πλεονάζουν τα πρώτα παιδά, ενώ στις χειρουγρικές ειδικότητες απο τα δεύτερα και κάτω, εκεί που χρειάζεται δράση. Λοιπόν αυτά είναι μερικά γνωρίσματα , τα οποία σε πολύ μεγάλο ποσοστό υπάρχουν. Φυσικά τίποτα δεν είναι απόλυτο όταν πρόκειται για τον άνθρωπο και υπάρχουν εξαιρέσεις. Υπάροχυν και τα παιδά ποπυδεν ανήκουν σ’ αυτό το προφίλ. Αλλά είναι μεγάλος αριθμ,ός, ώστε να μας κάνει να προβληματιζόμαστε.
Τι συμβαίνει και τα πρώτα παιδά έχουν αυτά τα γνωρίσματα;
Θα προσπαθήσω να τα περιγράψω με απλά λόγια.
Αυτό που βασικά συμβαίνει είνα ότι οι γονείς με το πρώτο παιδί είμαστε σχετικά άπειροι και είναι το πρώτο μας παιδί. Δεν έοχυμε παρόμοιες εμπειρίες, δεν ξέρουμε πως να τα βγάλουμε πέρα εύκολα. Έτσι, λόγω της απειρίας μας περνάει ένα μήνυμα στο παιδί (άθελά μας, χωρίς να το καταλάβαίνουμε) το οποίο του λέει: ‘‘Κοίταξε, δεν είμαστεγιά πολλά –πολλά προβλήματα γιατί δεν γνωρίζουμε τον τρόπο να τα αντιμετωπίσωουμε. Αν μπορείς συγκρατήσου και μη μας δημιουργείς ή μη μας αναακοινώνεις πολλά προβλήματα’’. Αυτό είναι ένα μήνυμα που δεν λέγεται με λόγια ποτέ βέβαια, λέγεται με τη συμπεριφορά μας, με τη διαθεσιμότητά μας. Ένας λόγος είναι αυτός. Ένας δεύτερος λόγος πέρα απο την απειρεία είναι ότι ο γονιός έχει μία ανησυχία πρίν αποκτήσει παιδιά για το αν θα είναι καλός γονιός. Επομένως είναι ευνόητο, στο πρώτο παιδί να έχει πολύ μεγάλη ανάγκη ο γονιός να δεί στην πράξη ότι το παιδί του αυτό του βγήκε καλό, διότι αυτό του δίνει την επιβεβαίωση ότι είναι καλός γονιός. Και έχουμε ανάγκη όλοι απο μία στοιχειώδη αυτοεκτίμηση και την εκτίμηση των άλλων φυσικά, των συγγενών , των φίλων , οι οποίοι θα δούν το πρώτο μας παιδί, θα δούν αν συμπεριφέρεται ήσυχα, εγενικά, αν υπακούει κ.λπ. Επομένως , χωρίς να το καταλάβαίνουμε, σπρώχνουμε τα παιδιά μας σε κάποιου είδους συμμόρφωση και τους απαιτούμε με τη συμπεριφορά μας να είναι βολικά , να είναι τα ‘’καλά’’ παιδία. Και αυτό μας δίνει ικανοποίηση πολλή. Και αργότερα βέβαια, εφόσον έχουμε πάρει την ικανοποίηση αυτή και την επιβεβαίωση απο το πρώτο παιδί, δεν είμαστε τόσο απαιτητικοί στα επόμενα και πολλές φορές αυτό το αντλαμβάνοται και τα πρώτα παιδά τα οποία παραπονιούνται και λένε: ‘’Δεν αντιμετώπισαν οι γονείς μου στο τάδε θέμα συγκεκριμένα τον αδελφό μου , τηναδελφή μου, όπως εμένα. Σε μένα ήταν πιό αυστηροί που ήμουνα ο πρώτος.
Έστι λοιπόν , νομίζω, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι μ’ αυτές τις δύο βασικές αιτίες εξωθούμε ουσιαστικά τα παιδιά μας (χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με καλές προθέσεις) στο να είναι πιό κλειστά, που σημαίνει ότι δεν εκφράζουν τα προβλήματά τους για να μη σας στενοχωρήσουν.
Ξεχασα να πω ότι ένα απο τα χαρακτηριστικά του πρώτου παιδιού είναι ότι νοιάζεται τους γονείς του επίσης, νοιάζεται τους άλλους και είναι έτοιμο να θυσιάσει τηνεπιθυμία τη δική του για χάρη των γονιών του. Και αυτό καμιά φορά φτάνει σε ακραίες καταστάσεις. Ένα παιδί να φροντίζει τους γονείς του,να παίρνει τη θέση του ή της συζύγου ή έχουμε μερικές φορές το παιδί που δεν είναι πιά παιδί. Ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει σε ένα κλίμα υπερβολικής σοβαρότητας, δεν παίζει αρκετά, δεν γελάει αρκετά, δεν ατακτεί σανπαιδί, είναι σαν μεγάλος μικρός. Εγώ είναι πάρα πολύ επιφυλακτικός απέναντί σ’ αυτά τα παιδά και θα συνιστούσα και στους γονείς να είναι, και να μη χαίρονται τόσο πολύ με την ετικέτα του ‘’καλού ‘’ παιδιού.
(...)
Συμβαίνει το ίδιο, π. Βασίλειε, και με το μοναχοπαίδι επειδή είναι το πρώτο , είναι και το μόνο, να έχει το ίδια χαρακτηριστικά που αναφέρατε για το πρώτο παιδί;
Όχι τόσο συχνά γιατί εκεί μπαίνει και ο άλλος παράγοντας πιά, ότι είνα μοναχοπαίδι και αυτό περιπλέκει την κατάσταση. Στο μοναχοπαίδι βλέπουμε συνδιασμούς και των δύο, δηλαδή βλέπουμε ας πούμε στοιχεί πρώτου παιδιού και στοιχεία τελευταίου παδιού. Σαν αποτέλεσμα, υποκύπτει στον πειρασμό να συμπεριφερθεί σάν το χαϊδεμένο παιδί ή σαν το κέντρο του κόσμου που πρέπει οι άλλοι να γυρίζουν γύρω του. Νομίζω ότι σο μοναχοπαίδι επικρατεί περισσότερο ο κίνδυνος της εξάρτησης.
Το μεσαίο παιδί.
Κοιτάξτε , ένα μεσαίο παιδί είναι δεύτερο για ένα διάστημα και κάποτε γίνεται μεσαίο όταν προκύψει ένα επόμενο αδελφάκι. Τότε αλλάζει η θέση του μέσα στην οικογένεια και εδώ πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι παίζει ρόλο το φύλο του παιδιού. Δηλαδή εάν το μεσαίο παιδί είναι διαφορετικού φύλου απο το πρώτο και το τρίτο, εάν έχουμε ας πούμε δύο αγόρια και ανάμεσά τους είναι ένα κορίτσι ή αντίστροφα, πολλές φορές αυτό βοηθάει στο να είναι λιγότερες πο επιπτώσεις επειδή το παιδί θα είναι μεσαίο. Και ο λόγος είναι ότι η διαφορά του φύλου , το ότι αυτό το παιδί θα είνια το πρώτο του φύλου του μέσα στην οικογένεια, επιτρέπει στο παιδί αυτό να βρεί τη θέση του και την ταυτότητά του μέσα στην οικογένεια πιό εύκολα. Χρειότερη είναι η θέση του μεσαίου παιδιού που έχει το ίδιο φύλο με το πρώτο, αν είναι δεύτερο αγόρι δηλαδή και ακολυθεί κορίτσι ή δεύτερο κορίτσι και ακολουθεί αγόρι. Τότε το παιδί αυτό δεν΄εχει ούτε κάν το φύλο να ξεχωρίζει σαν τρόπο, σάν μέσο που θα βρεί τη δική του ταύτο τητα μέσα στηνοικογένεια. Έχει έρθει το πρώτο, που ήταν π.χ. κορίτσι, ξανάρχεται κορίτσι, εμφανίζεται ένα αγόρι , το οποίο ως τρίο και ως αγόρι κερδίζει τη δική του θέση με αυτές τι ιδιότητες και το δεύτερο κορίτσι δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο με το οποίο θα κερδίσει τη θέση του. Ουσιαστικά λοιπόν , τα προβλ΄ματα της συμπεριφοράς του μεσδαίου παιδίου είναι προβλήματα αυτού του τύπου: πως θα κερδίσει μιά ταυτότητα μες στην οιοκγένεια,πως θα κερδίσει μια ταυτότητα ισότιμου με τα άλλα παιδία. Και γι’ αυτό βλέπουμε πολλές φορές τα παιδία αυτά να έχουν κακή συμπεριφορά, να προτιμούν δηλαδή να αποκτήσουν μιά κακή ταυτότητα παρά να μην έχουν καθόλου ταυτότητα, γιατί ο άνθρωπος δεν αντέχει το καό ταυτότητος. Δεν μπορεί να μηναισθάνεται ότι είναι κάτι. Προτιμάει να είναι κακός παρά να μην είναι τίποτε. Έτσι λοιπόν τα προβλήματα που παρουσιάζει το μεσαίο παιδί είναι κυρίως προβλήματα κακλής συμπεριφοράς ως προς το σχελείο, ως πρός τη συμπεριφορά με τ’ αδέλφια του , τη ζήλια κ.λπ. μάλιστα , ειδικά για τη ζήλεια του πιό πολύ απο ό,τι το πρώτο παιδί, το οποίο όπως είπαμε πει είνα κλειστό και μπορεί να μην την εκφράζει. Γενικά , το μεσαίο παιδί είναι αυτο που κινδυνεύει να πάρει την ταμπέλα ‘‘το κακό παιδί της οικογένειιας’’, το δύκολο, το προβληματικό. Πολλοί γονείς, απο μόνοι τους καταλαβαίνουν τις αιτίες, το λένε: ‘‘Να, ήρθε μετά ένα άλλο παιδί και μείς με τον πρώτο ή την πρώτη δεν είχαμε προβλήματα, πήγαιναν όλα καλά, ήμαστε ευχαριστημένοι, είχαμε καιτο μωρό ν’ασχοληθούμε κατόπιν, και κάπου εξαφανίστηκε ανάμεσά μας το μεσαίο παιδί’’.
Πράγματι, συμποιέζεται , εξουθεώνεται μερικές φορές ανάμεσα στα δύο παιδιά το μεσαίο και δεν μπορεί να βρεί τη θέση του και αγωνίζεται απεγνωσμένα με πολλούς τρόπους, να τραβήξει την προσοχή των γονεών. Ξέρετε, εμείς οι γονείς παθαίνουμε κάτι, δίνουμε την προσοχή μας ( και την προσευχή μας αντίστοιχα) στα παιδιά μας μόνο όταν παρατηρήσουμε ένα προβλημα. Υπάρχουν παιδά με τα οποία κανείς δεν θα ασχολιόταν ποτέ αν δεν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα. Κανείς δεν θα τα πλησίαζε να σκεφτεί πως νιώθουν αυτά τα παιδία, να τα κουβεντιάσει. Κανείς απο τους γονείς εννοώ. Όταν το παιδί παρουσιάσει ένα πρόβλημα, τότε ασχολούμαστε μ’ αυτό. Και υπάρχουν παιδιά που προκειμένου να περνούν στηναφάνεια και να μην ενδιαφέρεται ο γονιός γι’ αυτά , παρουσιάζουν ένα πρόβλημα για να ενδιαφερθεί.
Ερ. Ακόμη και υγείας, π. Βασίλειε;
Ακρίβως, προβλήματα υγείας ή ατυχήματος, μιά κάκωση αςπούμε. Έχω ακούσει απο παιδί να λέει το ίδιο: ‘’Θα ευχόμουνα να πάθαινα αυτό που έπαθε ο φίλος μου’’ ή ‘’θα ευχόμουν να με χτυπούσε ένα αυτοκίνητο να έμεναν λίγες μέρες οι γονείς μου στο νοσοκομείο μαζί μου’’. Διότι το παιδί έχει εξαφανιστεί εν μέσω τεσσάρων παιδιών , το ένα είχε κι ένα χρίνοι πρόβλημα υγείας και δεν ασχολιόταν κανείς μ’αυτόν...
Τα τελευταία παιδιά.
ΕΡ. Π. Βασίλειε,θέλετε να δούμε και τα χαρακτηριστικά των τελευταίων παιδιών;
Ναι μιλάμε για τα χαρακτηριστικά του παιδού το οποίο ο γονιός πλέον το αισθάνεται ως τελευταίο. Δηλαδή έχει αισθανθεί ότι μάλλον δεν θα υπάρξει άλλo, κι έτσι προετοιμάζεται να ζήσει τη σχέση του μ’ αυτό το παιδί ως τελευταίο. Εδώ θα πρέπει να πω ότι κάθε παιδί έχει ανάγκη απ’ αυτά που έχει ανάγκη να πάρει ανεξάρτητα απο τη σειρά του.δηλαδή είτε είνα πρώτο παιδί ειτε είναι τελευταίο έχει ανάγκη να πάρει ορισμένα πράγματα στη συναισθηματική επαφή με τους γοενίς και το ενδιαφέρον τους. Αυτή η αλήθεια στην πράξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί , διότι συνιθίζουμε οι γονείς να χρησιμοποιούμε το επιίθετο ‘‘ο μεγάλος’’και ‘‘ο μικρός’’ ή ‘‘η μεγάλη ‘’ και ‘’ η μικρή’’. Δεν σημαίνει πάντα η χρήση αυτή ότι κάνουμε αυτό το λάθος που θα πω τώρα, αλλά πάρα πολλές φορές βοηθάει αυτήη χρήση , συμβάλλει σ’ αυτό το λάθος , ποιό δηλαδή; Ότι τονμεγάλο , τον πρώτο δηλαδή τον βλέπουμε πάντα ως μεγάλο. Τι είπαμε στην αρχή; Ότι αυτο μπορεί να οδηγήσει σε παιδία που δεν ζούν σαν παιδιά. Τον τελευταίο, τον βλέπουμε πάντα ως μορό. Και ξέρουμε ότι στην Ελλάδα και ενήλικοι να είναι οι άνθρωποι, τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνων,λέγονται ο ‘’μεγάλος’’ και ο ‘’μικρός’’ τα αδέλφια. Βλέποντας λοιπόν τον μικρό ως μικρό, πάντα με αυτό το επίθετο, οπωσδήποτε χάνουμε τηνευκαιρία να ανταποκριθούμε στις ψυχικές του ανάγκε ανάλογα με την ηλικία που έχει. Και ενώ ,ας πούμε, μπορεί να είναι πέντε χρονών εμείς να μην τον αναγωρίζουμε σαν πέντε χρονών αλλά σαν τριών. Ενώ είναι δέκα δεν τον αντιμετωπίζουμε σαν δέκα αλλά σαν επτά, ενω είναι δεκαπέντε τον αντιμετωπίζουμε σαν δωδεκα και όχι δεκαπέντε επειδή για μας είναι ο μικρός. Αυτού του είδους το λάθος πηγάζει , απ’ ό,τι έχω δει, πο ψυχικές ανάγκες του ίδου του γονιού, δηλαδή ο γονιός είχει ανάγκη κάποιο παιδί του να κρατά συνεχώς μικρότερο απ’ ό,τι είναι. Και ενώ το πρώτο παιδί έοχυμε τηντάση να το σπρώχνουμε πάντα να αισθανθείμεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι στον τελευταιο πρώχνουμε την κατάσταση έτσι ώετε να το κρατήσουμε μικρότερο απ’ ό,τι είναι. Είναι μιά ψυχική ανάγκη πολλών γονιών. Είναι γνωστό ότι στην ελλάδα , στον τόπο μας, οι γονείς δεν προετοιμάζονται για το ότι τα παιδά κάποιτε θα φύγουν απο κοντά τους.Εχουμε πει ότι κάνουμε παιδά τις περισσότερες φορές ξεχνώντας μετά ότι είμαστε σύζυγοι , σαν να πέφτουμε μόνο στην ιδιότητα του πατέρα και της μητέρας. Επομένως, όταν νιώθει ο γονιός ότι το μικρότερο παιδί,το τελευταίο, μεγαλώνει και σιγά-σιγά θα του φύγει και θα χάσει την ιδιότητα του πατέρα ή της μητέρας που έχει παιδία στο σπίτι μέσα και θα μείνει μόνο με το συντροφό του, πανικοβάλεται.
π. Βασίλειος Θερμός
Μαζί με τους γονείς
Εκδόσεις Ακρίτας.
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009
Η δύναμη των Μυστηρίων
Λειτουργούσε τρείς με τέσσερις φορές την εβδομάδα το πρωί 4,30-7,30 π.μ., για να κοινωνήσουν εγκαίρως οι ασθενεί, και να προλάβει το προσωπικό του νοσοκομείου και άλλοι εργαζόμενοι και φοιτητές που σύχναζαν εκεί, να εκκλησιασθούν. Κατέβαινε από τις τέσσερις για την προσκομιδή. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα. Όταν τελείωνε η θεία Λειτουργία ανέβαινε με το άγιο Ποτήριο στους θαλάμους να κοινωνήσεις στην κλίνη τους όλους εκείνους που είχε εξομολογήσει και προετοιμάσει κατάλληλα.
Αδελφές του νοσοκομείου και ιατροί ομολογούν ότι πολλάκις συνέβη , όταν μετέβαινε ο π. Ευσέβιος να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο, εκείνος να έχει πέσει σε κώμα. Τον βεβαίωναν ότι δεν έχει πλέον καμιά επικοινωνία. Ο π. Ευσέβιος αμίλητος πλησίαζε τον ασθενή, τον σταύρωνε με το Άγιο Ποτήριο, τον προσφωνούσε με το όνομά του και τον καλούσε να πάρει το Χριστό , «Το Μεγάλο Γιατρό». Εκείνος άνοιγε τα μάτια του, προς έκπληξη των παρευρισκομένων , έκανε το σταυρό του και κοινωνούσε με πόθο τα άχραντα Μυστήρια. Ανελάμβανε από την ασθένεια του παρ ελπίδα και μετά από λίγες μέρες αναχωρούσε για το σπίτι του. «Να η δύναμις των Μυστηρίων, η δύναμις της Εκκλησίας μας», έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ευσέβιος δίνοντας δόξα στο Θεό…
Από το βιβλίο ‘’Σύντομο Βιογραφικό και Πατρικές Νουθεσίες του Γέροντος Ευσέβιου Γιαννακάκη’’
Αδελφές του νοσοκομείου και ιατροί ομολογούν ότι πολλάκις συνέβη , όταν μετέβαινε ο π. Ευσέβιος να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο, εκείνος να έχει πέσει σε κώμα. Τον βεβαίωναν ότι δεν έχει πλέον καμιά επικοινωνία. Ο π. Ευσέβιος αμίλητος πλησίαζε τον ασθενή, τον σταύρωνε με το Άγιο Ποτήριο, τον προσφωνούσε με το όνομά του και τον καλούσε να πάρει το Χριστό , «Το Μεγάλο Γιατρό». Εκείνος άνοιγε τα μάτια του, προς έκπληξη των παρευρισκομένων , έκανε το σταυρό του και κοινωνούσε με πόθο τα άχραντα Μυστήρια. Ανελάμβανε από την ασθένεια του παρ ελπίδα και μετά από λίγες μέρες αναχωρούσε για το σπίτι του. «Να η δύναμις των Μυστηρίων, η δύναμις της Εκκλησίας μας», έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ευσέβιος δίνοντας δόξα στο Θεό…
Από το βιβλίο ‘’Σύντομο Βιογραφικό και Πατρικές Νουθεσίες του Γέροντος Ευσέβιου Γιαννακάκη’’
Αόρατος Πόλεμος-Νικοδήμου του Αγίορείτου
Τι πρέπει να κάνουμε, όταν είμαστε πληγωμένοι
Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, διότι έπεσες σε κάποιο αμάρτημα από αδυναμία σου ή καμιά φορά και με την θέληση σου από κακία σου, μη μικροψυχήσεις, μήτε να ταραχθείς γι’ αυτό, αλλά επιστρέφοντας αμέσως στον Θεό, πες έτσι:
«Ιδού, Κύριε μου∙ έκαμα σαν τέτοιος που είμαι∙ ούτε ήτο βολετόν να προσμένεται άλλο από εμένα τον τόσο κακοπροαίρετον και αδυνατώτατον , παρά ξεπεσμός και κρημνισμός».
Και εδώ εξευτελίσου στα μάτια σου ικανή ώρα και λυπήσου με πόνο καρδιάς, για την βλάβη που έκανες στον Θεό∙ και χωρίς να συγχυστείς, αγανάκτησε κατά των φαύλων σου παθών και κυρίως όμως και περισσότερο κατ’ εκείνου του πάθους που στάθηκε αιτία του ξεπεσμού σου∙ έπειτα πες πάλι:
«Ούτε έως εδώ ήθελα σταθή, Κυριέ μου , και να μην αμαρτήσω χειρότερα, εάν συ δεν ήθελες με κρατήσει για την άκρα σου αγαθότητα».
Και ευχαρίστησε τον και αγάπησε τον περισσότερο παρά ποτέ θαυμάζοντας την τόση ευσπλαχνία του, ότι και με όλο που βλάφθηκε από σένα, πάλι σου δίνει την δεξιά του και σε βοηθά, για να μη ξαναπέσεις στην αμαρτία∙ τέλος πες με μεγάλο θάρρος στην άπειρη ευσπλαχνία του:
«Συ, Κύριες μου, κάμε σαν εκείνος που είσαι και συγχώρισον μοι και μη παραχωρήσεις είς το εξής να ζω χωρισμένος από σε, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ ούτε να σε βλάψω πλέον».
Και κάνοντας έτσι, μη δοθείς στο να σκεφτείς αν σε συγχώρησε∙ διότι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά υπερηφάνεια, ενόχληση του νου, χαμός του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διάφορες καλές προφάσεις. Γι’ αυτό αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερο στα ελεημονητικά χέρια του Θεού, ακολούθησε την γύμναση σου, σαν να μην είχες ξεπέσει. Και αν τύχει από την αδυναμία σου, να αμαρτήσεις πολλές φορές την ημέρα και να μείνεις πληγωμένος, κάμε αυτό , που σου είπα, σε όλες τις φορές, όχι με λιγότερη ελπίδα στον Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την αμαρτία περισσότερο, βιάσου να ζεις με περισσότερή προφύλαξη.
Αυτό το γύμνασμα δεν αρέσει στον διάβολο∙ διότι βλέπει πως είναι πολύ αρεστό στον Θεό∙ επειδή μένει ντροπιασμένος ο αντίπαλος, βλέποντας πως νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πρωτύτερα νικημένο. Έτσι και διάφορους απατηλούς τρόπους μεταχειρίζεται , για να μας εμποδίσει να μη το κάνουμε. Και πολλές φορές επιτυγχάνει τον σκοπό του με την αμέλεια μας. Γι’ αυτό όσο εσύ θα βρίσκεις δυσκολία σ’ αυτό από τον εχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει να βιαστείς για να το κάνεις πολλές φορές, κι αν μία φορά μόνο έπεσες∙ περισσότερο όμως πρέπει να κάνεις, αν , αφού αμαρτήσεις, αισθάνεσαι πως ενοχλείσαι , και συγχίζεσαι και απελπίζεσαι∙ για να μπορέσεις με αυτό να ξαναβρείς την ειρήνη και γαλήνη της καρδιάς σου και το θάρρος μαζί∙ και αφού αρματωθείς με αυτά τα άρματα, να στραφείς στον Θεό
.
Διότι τέτοια ενόχληση και ταραχή, που έχει κάποιος για την αμαρτία, δεν γίνεται για τον φόβο της βλάβης του Θεού, αλλά για τον φόβο της δικής του καταδίκης∙ που σημαίνει ότι αυτή προέρχεται από την φιλαυτία, όπως πολλές φορές είπαμε.
Ο τρόπος όμως για να ξαναβρείς την ειρήνη είναι αυτός∙ το να ξεχάσεις τότε παντελώς την πτώση σου και την αμαρτία σου και να δοθείς στο να στοχάζεσαι την άφατη καλοσύνη του Θεού∙ και ότι αυτός στέκεται πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρήσει κάθε αμαρτία, όσο βαριά και αν είναι, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και διά μέσου διαφόρων οδών, για να έλθει σε αυτόν , και να ενωθεί μαζί του σε αυτήν την ζωή με την χάρι του∙ και στην άλλη να τον αγιάσει με την δόξα του, και να τον κάνει αιωνίως μακάριο. Και αφού με τέτοιες παρόμοιες σκέψεις και στοχασμούς ειρηνεύσεις τον νού σου, τότε μπορείς να στραφείς στην πτώση σου, κάνοντας όπως είπα παραπάνω∙ μετέπειτα, στον καιρό της εξομολογήσεως (την οποία σε παραινώ να κάνεις συχνά), θυμήσου όλες τις αμαρτίες, και με πόνο νέο και λύπη για την βλάβη του Θεού, και με γνώμη και απόφαση να μη τον βλάψεις πλέον, φανέρωσε τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που μπορεί να σε διορίσει.
Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, διότι έπεσες σε κάποιο αμάρτημα από αδυναμία σου ή καμιά φορά και με την θέληση σου από κακία σου, μη μικροψυχήσεις, μήτε να ταραχθείς γι’ αυτό, αλλά επιστρέφοντας αμέσως στον Θεό, πες έτσι:
«Ιδού, Κύριε μου∙ έκαμα σαν τέτοιος που είμαι∙ ούτε ήτο βολετόν να προσμένεται άλλο από εμένα τον τόσο κακοπροαίρετον και αδυνατώτατον , παρά ξεπεσμός και κρημνισμός».
Και εδώ εξευτελίσου στα μάτια σου ικανή ώρα και λυπήσου με πόνο καρδιάς, για την βλάβη που έκανες στον Θεό∙ και χωρίς να συγχυστείς, αγανάκτησε κατά των φαύλων σου παθών και κυρίως όμως και περισσότερο κατ’ εκείνου του πάθους που στάθηκε αιτία του ξεπεσμού σου∙ έπειτα πες πάλι:
«Ούτε έως εδώ ήθελα σταθή, Κυριέ μου , και να μην αμαρτήσω χειρότερα, εάν συ δεν ήθελες με κρατήσει για την άκρα σου αγαθότητα».
Και ευχαρίστησε τον και αγάπησε τον περισσότερο παρά ποτέ θαυμάζοντας την τόση ευσπλαχνία του, ότι και με όλο που βλάφθηκε από σένα, πάλι σου δίνει την δεξιά του και σε βοηθά, για να μη ξαναπέσεις στην αμαρτία∙ τέλος πες με μεγάλο θάρρος στην άπειρη ευσπλαχνία του:
«Συ, Κύριες μου, κάμε σαν εκείνος που είσαι και συγχώρισον μοι και μη παραχωρήσεις είς το εξής να ζω χωρισμένος από σε, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ ούτε να σε βλάψω πλέον».
Και κάνοντας έτσι, μη δοθείς στο να σκεφτείς αν σε συγχώρησε∙ διότι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά υπερηφάνεια, ενόχληση του νου, χαμός του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διάφορες καλές προφάσεις. Γι’ αυτό αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερο στα ελεημονητικά χέρια του Θεού, ακολούθησε την γύμναση σου, σαν να μην είχες ξεπέσει. Και αν τύχει από την αδυναμία σου, να αμαρτήσεις πολλές φορές την ημέρα και να μείνεις πληγωμένος, κάμε αυτό , που σου είπα, σε όλες τις φορές, όχι με λιγότερη ελπίδα στον Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την αμαρτία περισσότερο, βιάσου να ζεις με περισσότερή προφύλαξη.
Αυτό το γύμνασμα δεν αρέσει στον διάβολο∙ διότι βλέπει πως είναι πολύ αρεστό στον Θεό∙ επειδή μένει ντροπιασμένος ο αντίπαλος, βλέποντας πως νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πρωτύτερα νικημένο. Έτσι και διάφορους απατηλούς τρόπους μεταχειρίζεται , για να μας εμποδίσει να μη το κάνουμε. Και πολλές φορές επιτυγχάνει τον σκοπό του με την αμέλεια μας. Γι’ αυτό όσο εσύ θα βρίσκεις δυσκολία σ’ αυτό από τον εχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει να βιαστείς για να το κάνεις πολλές φορές, κι αν μία φορά μόνο έπεσες∙ περισσότερο όμως πρέπει να κάνεις, αν , αφού αμαρτήσεις, αισθάνεσαι πως ενοχλείσαι , και συγχίζεσαι και απελπίζεσαι∙ για να μπορέσεις με αυτό να ξαναβρείς την ειρήνη και γαλήνη της καρδιάς σου και το θάρρος μαζί∙ και αφού αρματωθείς με αυτά τα άρματα, να στραφείς στον Θεό
.
Διότι τέτοια ενόχληση και ταραχή, που έχει κάποιος για την αμαρτία, δεν γίνεται για τον φόβο της βλάβης του Θεού, αλλά για τον φόβο της δικής του καταδίκης∙ που σημαίνει ότι αυτή προέρχεται από την φιλαυτία, όπως πολλές φορές είπαμε.
Ο τρόπος όμως για να ξαναβρείς την ειρήνη είναι αυτός∙ το να ξεχάσεις τότε παντελώς την πτώση σου και την αμαρτία σου και να δοθείς στο να στοχάζεσαι την άφατη καλοσύνη του Θεού∙ και ότι αυτός στέκεται πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρήσει κάθε αμαρτία, όσο βαριά και αν είναι, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και διά μέσου διαφόρων οδών, για να έλθει σε αυτόν , και να ενωθεί μαζί του σε αυτήν την ζωή με την χάρι του∙ και στην άλλη να τον αγιάσει με την δόξα του, και να τον κάνει αιωνίως μακάριο. Και αφού με τέτοιες παρόμοιες σκέψεις και στοχασμούς ειρηνεύσεις τον νού σου, τότε μπορείς να στραφείς στην πτώση σου, κάνοντας όπως είπα παραπάνω∙ μετέπειτα, στον καιρό της εξομολογήσεως (την οποία σε παραινώ να κάνεις συχνά), θυμήσου όλες τις αμαρτίες, και με πόνο νέο και λύπη για την βλάβη του Θεού, και με γνώμη και απόφαση να μη τον βλάψεις πλέον, φανέρωσε τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που μπορεί να σε διορίσει.
Ευεργετινός: ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΓ΄(33)
Του αγίου Εφραίμ
Αδελφέ, αν κάθεσαι ως υποτακτικός σε πατέρες, η ακλόνητη πίστη σου θα φανεί σε τούτο∙ όχι όταν σε περιποιούνται και σου μιλούν με ήμερο τρόπο και με πραότητα, αλλά όταν σε αποπαίρνουν και σε χτυπούν και υπομένεις∙ γιατί και το θηρίο, όταν το καλοπιάνουν , ημερεύει και ησυχάζει. Μη λοιπόν κακιώνεις με αυτόν που σε παιδαγωγεί, αν βέβαια θέλεις να γίνεις ένας από τους εκλεκτούς , αλλά σε όλα να υποτάσσεσαι με καλή διάθεση στον δάσκαλό σου. Όπως και ο ίδιος ο Κύριος, όταν έγινε άνθρωπος , υποτασσόταν ταπεινά πρώτα στη μητέρα του και στον νομιζόμενο πατέρα του, καθώς μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής , λέγοντας: «Και υποτασσόταν σε αυτούς»∙ και στον αληθινό Πατέρα του, τον ουράνιο, υπάκουε μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού , όπως λέει ο απόστολος.
Να δέχεσαι λοιπόν ευχαρίστως τις θλίψεις που σου έρχονται και τις παιδαγωγίες από τον ηγούμενο. «Γιατί ποιο παιδί», λέει η Γραφή, « δεν το παιδαγωγεί ο πατέρας του; Αν όμως δεν έχετε την παιδαγωγία που έχουν πάρει όλοι , τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδία». Σε έδειραν ; να χαίρεσαι γι’ αυτό, και να διορθώνεις το σφάλμα σου. Αλλά σε έδειραν άδικα; Η ανταμοιβή σου θα είναι μεγαλύτερη∙ γιατί και οι απόστολοι , που κήρυτταν στον κόσμο τη σωτηρία, σε κάθε πόλη δέρνονταν σαν κακούργοι, και δεν οργιζόταν ούτε αγανακτούσαν , αλλά χαίρονταν που αξιώθηκαν να κακοπαθούν για χάρη του ονόματος του Χριστού.
Ίσως όμως κάποιος από τους πιο αμελείς να πει: «Στενοχωρούμαι , γιατί αυτό μου συνέβη μετά από τόσους κόπους που έκανα στο μοναστήρι». Σε αυτόν θα έλεγα: «αυτό σε στενοχωρεί , δούλε του Κυρίου; Από αυτό λοιπόν να καταλάβεις ότι μετά από τα τόσα χρόνια και τους πολλούς κόπους που λες, ακόμη δεν νίκησες τα πάθη. Γιατί αν κάοιος νομίζει ότι είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, τον εαυτό του εξαπατά. Όπως δηλαδή ο καπετάνιος την ώρα της τρικυμίας φαίνεται τι καπετάνιος είναι, το ίδιο και ο μοναχός την ώρα που τον προσβάλλου και τον αποπαίρνουν∙ και είτε υπομένει με χαρά, πιστεύοντας ότι έχει πολύ μεγάλο κέρδος, είτε του κακοφαίνεται και στενοχωρείται. Γιατί εκείνος που καυχιέται λέγοντας ‘‘ έχω τόσα χρόνια στη μοναχική ζωή’’, δεν παρουσίασε όμως δείγματα της μοναχικής εργασίας ούτε κατόρθωσε τους τρόπους της σεμνής ζωής, αυτός κουβαλά εργαλεία που ακόμη δεν έμαθε να χρησιμοποιεί».
Έχεις γεράσει στο μοναχικό σχήμα; Ως έμπειρος λοιπόν της μοναχικής ζωής γίνε το παράδειγμα για τους νέους και άπειρους. Ας μείνουν κατάπληκτοι οι άλλοι με την υπομονή και την ανεξικακία σου. Ας χαίρεται και το άγιο Πνεύμα, που κατοικεί μέσα σου, για τη μεγάλη σου καρτερικότητα. Και προπαντός πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό, γιατί όλα τα παθαίνεις για το συμφέρον σου.
Εγώ πιστεύω ό τι αυτός που ανέλαβε την καθοδήγησή σου δεν χαίρεται για το ελάττωμά σου, επειδή πρόκειται να λογοδοτήσει για εσένα στον Κύριο∙ η χαρά του είναι να σε παρουσιάσει τέλειο στον Κύριο. Γι’ αυτό οφείλεις να υπομένεις με ευγνωμοσύνη όλα όσα σου κάνει , ακόμη και αν είναι οδυνηρά, θεωρώντας ότι σε γιατρεύει και όχι ότι σε τιμωρεί. Αν όμως δεν μπορείς να υποφέρεις για χάρη του Κυρίου μιά μικρή θλίψη και δοκιμασία, πως θα υπομένεις για μεγάλη; Και αν δεν ανέχεσαι την προσβολή ή ράπισμα ή χτύπημα, πως θα σηκώσεις στον σταυρό σου, που από την αρχή υποσχέθηκες ότι θα τον σηκώσεις; Και αν δεν σηκώνεις τον σταυρό σου, πως θα γίνεις κληρονόμος της επουράνιας δόξας μαζί με εκείνους που λένε: «Όλα αυτά ήρθαν επάνω μας και δεν σε ξεχάσαμε, Κύριε, ούτε παραβήκαμε τη διαθήκη σου», και «Για χάρη σου πεθαίνουμε κάθε μέρα, θεωρούμαστε σαν πρόβατα για σφαγή»;
Αγαπητέ αδελφέ, ξεχάσαμε αυτά που υπέφερε για χάρη μας ο Κύριος όλων μας; τον έβρισαν , τον εξευτέλισαν , του είπαν «έχεις δαιμόνιο», και δεν οργίστηκε. Του έδωσαν χαστούκια και χτυπήματα, τον χλεύασαν , τον κάρφωσαν στον σταυρό, του έδωσαν να πιεί ξύδι με χολή , του τρύπησαν με λόγχη την πλευρά. Όλα αυτά τα υπέμεινε για τη σωτηρία μας, και εμείς για χάρη του ούτε μια μικρή προσβολή δεν υποφέρουμε; Πως λοιπόν θα τον συναντήσουμε την ημέρα της κρίσεως; Και ποια απολογία θα βρούμε, όταν, μαζί με όλες τις άλλες ευεργεσίες που έκανε για εμάς, θα μας παρουσιάζει και αυτά και θα απαιτεί από εμάς κάποιο αντιστάθμισμά;
Ας ξυπνήσουμε λοιπόν , αγαπητέ, από την τόση χαύνωση∙ ας κάνουμε την καρδιά μας γενναία και ακλόνητη και ας πούμε και εμείς μαζί με τον απόστολο ότι είμαστε έτοιμοι όχι μόνο να δεθούμε ή να χτυπηθούμε για τον Χριστό, αλλά και να πεθάνουμε. Γιατί αν συμμεριζόμαστε τα παθήματα του, οπωσδήποτε θα μετάσχουμε και στη δόξα του και θα γίνουμε μαζί του κληρονόμοι της ουράνια βασιλείας.
YΠΟΘΕΣΗ ΛΗ΄(3 8 )
Αυτούς που προσέχουν τον εαυτό τους και αποβλέπουν στην πρόνοια του Θεού , συχνά η θεία χάρη τους διδάσκει τα πρέποντα με ανθρώπους απλοϊκούς και αμαθείς. Οι ταπεινόφρονες καταδέχονται να διδάσκονται και από τους τυχόντες.
Από τον βίο του αγίου Εφραίμ
Ο Μέγας Εφραίμ ήταν πάντοτε απασχολημένος με ιερές σκέψεις και σχεδόν αδιάκοπα έβλεπε νοερά την ημέρα της κρίσεως και πενθούσε ακατάπαυστα, γι’ αυτό και έφευγε μακριά, όπως ο ψαλμωδός, και απέφευγε κάθε θόρυβο και τρικυμία και ταραχή της ζωής και έμενε στην έρημο. Πηγαίνοντας πάλι από τόπο σε τόπο για να ωφελήσει και να οικοδομήσει ψυχές, καταπώς τον κινούσε το άγιο Πνεύμα, άφησε κάποτε την πατρίδα του με εντολή του Θεού, όπως ο ιερός Αβραάμ, και πήγε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, από τη μια για να προσκυνήσει τα ιερά λείψανα και προσκυνήματα, και να πάρει από αυτόν καρπό γνώσεως. Γι’ αυτό και παρακάλεσε τον Θεό λέγοντας: «Ιησού Χριστέ, δέσποτα και Κύριε του σύμπαντος, αξίωσέ με, μπαίνοντας στην Έδεσσα, να συναντήσω έναν τέτοιον άνθρωπο που να μπορεί να μιλήσει μαζί μου για την οικοδομή και την ωφέλεια της ψυχής».
Έτσι προσευχήθηκε∙ και όταν έφτασε στην είσοδο της πόλης και πέρασε την πύλη της, ήταν σκεφτικός και όλος προσοχή και φροντίδα, καθώς συλλογιζόταν πως θα συναντούσε εκείνον τον άνθρωπο και τι θα τον ρωτούσε και ποια ωφέλεια θα κέρδιζε. Καθώς λοιπόν βάδιζε έτσι σκευτικός, τον συνάντησε μια γυναίκα, και μάλιστα πόρνη∙ αυτό όμως ήταν από τον Θεό που πολλές φορές, με τρόπο μυστηριώδη και ανεξερεύνητο , κάνει να βγεί καλό από το κακό.
Ο άγιο Εφράιμ λοιπόν , με το που συνάντησε την πόρνη εντελώς αντίθετα με ό,τι περίμενε, στάθηκε να την κοιτάζει επίμονα με απορία, ανήσυχος και ταραγμένος, επειδή δεν έγινε αυτό που ζήτησε στην προσευχή του αλλά το εντελώς αντίθετο. Εκείνη πάλι , βλέποντας τον να την κοιτάζει έτσι, τον κοιτούσε και αυτή διαπεραστικά.
Αφού κοιταζόταν έτσι για πολλή ώρα, θέλησε ο μέγας να την κάνει να ντραπεί και να τη φέρει στη συστολή που ταιριάζει στις γυναίκες. «Τι λοιπόν , γυναίκα;» της είπε. «Δεν κοκκινίζεις να με βλέπεις με τα μάτια έτσι καρφωμένα επάνω μου;». και εκείνη απάντησε: «Σ’εμένα έτσι ταιράζει , να βλέπω εσένα, γιατί έχω πλαστεί από τη δική σου πλευρά. Εσύ όμως δεν πρέπει να κοιτάζεις εμένα, αλλά το χώμα, από το οποίο πλάστηκες».
Όταν ο Εφραίμ το άκουσε αυτό χωρίς διόλου να το περιμένει, ευγνωμονούσε τη γυναίκα, επειδή τον ωφέλησε πολύ ,και ευχαριστούσε θερμά τον Θεό, ο οποίος πολλές φορές μπορεί να ωφελήσει πολύ περισσότερο από εκεί που δεν το περιμένει κανείς, παρά από εκεί που το περιμένει.
Ο αββάς Ολύμπιος διηγήθηκε: «Κάποτε κατέβηκε στη Σκήτη ένας ιερέας των ειδωλολατρών και ήρθε και κοιμήθηκε στο κελλί μου. όταν είδε τον τρόπο ζωής των μοναχών, με ρώτησε∙ ‘‘ Έτσι που ζείτε, τίποτε δεν βλέπετε από τον Θεό σας;’’ ‘‘Όχι ‘’, του απάντησα. Εκείνος συνέχισε∙ ‘‘Όποτε εμείς ιερουργούμε στον θεό μας, τίποτε δεν μας κρύβει, αλλά μας φανερώνει τα μυστήριά του. Και εσείς που κάνετε τόσους κόπους, αγρυπνίες, ησυχίες, ασκήσεις, λες ότι τίποτε δεν βλέπετε; Σίγουρα , αφού δεν βλέπετε, έχετε κακούς λογισμούς στην καρδιά σας, που σας χωρίζουν από τον Θεό σας και γι’ αυτό δεν σας φανερώνονται τα μυστήριά του’’.»
«Ύστερα λοιπόν από αυτό πήγα και είπα στους γέροντες τα λόγια του ιερέα των ειδωλολατρών . αυτοί θαύμασαν και είπαν∙ ‘‘ Πραγματικά, έτσι είναι. Γιατί οι βρώμικοι λογισμοί χωρίζουν τον άνθρωπο από τον Θεό’’».
Ο αββάς Μακάριος διηγήθηκε: «Όταν ήμουν νέος, ένιωσα ακηδία στο κελλί μου και βγήκα στην έρημο, λέγοντας στον λογισμό μου∙ ‘‘ Όποιον συναντήσει, ρώτησέ τον , για να ωφεληθείς’’. Βρήκα ένα παιδί που έβοσκε βόδια και το ρώτησα∙ ‘‘Τι να κάνω , παιδάκι μου , που πεινώ;’’ Εκείνο μου αποκρίθηκε∙ ‘‘Να φάς’’. ‘‘ Έφαγα και πάλι πεινώ’’, είπα. Το παιδί μου απάντησε∙ ‘‘Πάλι να φάς’’. Εγώ συνέχισα∙ ‘‘Πολλές φορές έφαγα, και πάλι πεινώ’’. Τότε μου είπε∙ ‘‘Μήπως είσαι γάιδαρος , αββά, και όλο θέλεις να τρώς’’. Ωφελήθηκα από την απάντηση και έφυγα.
Πήγε κάποιος γέροντας στον αββά Αχιλλά και τον είδε να φτύνει αίμα. Τον ρώτησε τι είναι αυτό, και εκείνος απάντησε: «Είναι ένας λόγος κάποιου αδελφού που με λύπησε, και αγωνίστηκα να μην τον φανερώσω. Παρακάλεσα στον Θεό α τον πάρει από εμένα , και έγινε ο λόγος αίμα μέσα στο στόμα μου. τον έφτυσα λοιπόν και ανακουφίστηκα και ξέχασα τη λύπη».
Από το βίο του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη.
Ο άγιος Θεοδόσιος πλησίαζε πια να ενηλικιωθεί, όταν κυριεύτηκε από τον έρωτα της ασκητικής ζωής. Έφυγε τότε από την πατρίδα του και πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησε με ευλάβεια τα άγια προσκυνήματα. Έπειτα συλλογιζόταν πώς να αρχίσει να ασκητεύει και ποιόν τρόπο ζωής να προτιμήσει , τον εντελώς ερμητικό και απομονωμένο, ή μαζί με άλλους ευλαβείς που έχουν τον ίδιο σκοπό; Όμως , τουλάχιστον για την ώρα, δεν έβρισκε καλό να αποσυρθεί μόνος στην ησυχία , επειδή θεωρούσε επικίνδυνο το να παλεύει ολομόναχος εναντίον των πονηρών πνευμάτων , τη στιγμή που ήταν άπειρος.
Έλεγε δηλαδή : «Από τους στρατιώτες του κόσμου , κανένας δεν είναι τόσο θρασύς και ανόητος ώστε, χωρίς καμιά πείρα και εξάσκηση στα πολεμικά, να φεύγει αμέσως από την παράταξη και να χώνεται στη μέση ακριβώς των εχθρών. Εγώ λοιπόν, χωρίς ακόμη να γυμναστούν τα χέρια μου για τη μάχη και τα δάχτυλά μου για τον πόλεμο και χωρίς να έχω ζωστεί την ουράνια δύναμη, και ενώ η συμπλοκή αυτή είναι πολύ πιο επικίνδυνη και με αβέβαιη έκβαση , πως θα μπορέσω να σταθώ, για να πολεμήσω ενάντια στις αρχές , τις εξουσίες, τους κυρίαρχους του σκότους αυτού του κόσμου και τα πονηρά πνεύματα; Αυτό λοιπόν που μου χρειάζεται είναι να μαθητέψω πρώτα σε αγίους πατέρες, οι οποίοι πιο μπροστά γυμνάστηκαν καλά σε αυτά∙ και αφού γυμναστώ αρκετά από αυτούς στην αντιμετώπιση των νοητών εχθρών, έπειτα να τρυγήσω στον κατάλληλο καιρό και τους καρπούς που φυτρώνουν από την ησυχία».
Αυτά σκέφτηκε με πολλή σοφία-γιατί μαζί με τα άλλα είχε και βαθιά σύνεση- και αμέσως στράφηκε στην αναζήτηση εκείνων που με ασκητικούς κόπους μελέτησαν το αγαθό , πιστεύοντας ότι είναι πιο σίγουρη η μάθηση και η διδασκαλία που βασίζεται στην πείρα. Πήγε λοιπόν και παρέδωσε τον εαυτό του στον μακάριο γέροντα Λογγίνο, ο οποίος ξεχώριζε από όλους τους όμοιους με αυτόν πατέρες, και έγινε μιμητής και συγκάτοικος του, επειδή έμεινε πολύ ευχαριστημένος από τον τρόπο της ζωής του, και γι’ αυτό έγινε ένα, θα λέγαμε, με αυτόν και η ψυχή του προσκολλήθηκε σε αυτόν, όπως λέει και ο ιερός Δαβίδ. (Ψαλμ.62, 9) γιατί , όπως σωστά λένε και οι παλιοί , με όποιον κανείς ευχαριστιέται να είναι μαζί, τέτοιος θεωρείται ότι είναι και ο ίδιος.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Αντώνιος είπε ότι η υπακοή μαζί με την εγκράτεια υποτάσσουν θηρία.
Είπε ο αββάς Ποιμήν ότι κάποιος ρώτησε κάποτε τον αββά Παΐσιο: «Τι να κάνω με την ψυχή μου που είναι αναίσθητη και δεν φοβάται τον Θεό;» Και του αποκρίθηκε ο γέροντας: «Πήγαινε , προσκολλήσου σε άνθρωπο που έχει φόβο Θεού, και μένοντας κοντά του , θα μάθεις και εσύ από αυτόν να φοβάσαι τον Θεό».
Πήγαν κάποτε στον μέγα Παμβώ τέσσερις μοναχοί από τη Σκήτη , ντυμένοι με δέρματα, και ο ένας ανέφερε την αρετή του άλλου. Ο ένας νήστευε πολύ, ο δεύτερος δεν είχε τίποτε δικό του , ο τρίτος είχε πολλή αγάπη και ο τέταρτος είχε είκοσι δύο χρόνια στην υπακοή ενός γέροντα. Σε αυτούς λοιπόν ο αββάς Παμβώ αποκρίθηκε: «Σας λέω, ότι η αρετή του τέταρτου είναι μεγαλύτερη από των άλλων . Γιατί καθένας από εσάς, όποια αρετή απέκτησε, την κράτησε με το θέλημά του∙ αυτός όμως έκοψε το θέλημα του και κάνει το θέλημα άλλου, και γι’ αυτό είναι ανώτερο από εσάς. Οι άνθρωπο της υπακοής είναι ομολογητές, αν βέβαια τη φυλάξουν ως το τέλος.
Είπε ο αββάς Ρούφος ότι αυτός που κάθεται στην υποταγή πνευματικού πατέρα έχει περισσότερη ανταμοιβή από εκείνον που πάει και ασκητεύει μόνος του στην έρημο.
Ο ίδιος έλεγε ότι κάποιος από τους πατέρες διηγήθηκε τα εξής:
« Κάποτε μεταφέρθηκε νοερά στον ουρανό και είδα εκεί τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη ήταν όποιος έζησε άρρωστος και ευχαριστούσε τον Θεό∙ στη δεύτερη ο φιλόξενος που δεχόταν και υπηρετούσε τους αδελφούς∙ στην Τρίτη ο ερημίτης που δεν έβλεπε άνθρωπο∙ στην τέταρτη όποιος καθόταν σε υποταγή γέροντα και τον υπάκουε σε όλα για χάρη του Κυρίου. Και αυτός της υπακοής φορούσε χρυσό περιδέραιο και κόσμημα και είχε περισσότερη δόξα από τους άλλους.»
Βλέποντας αυτά εγώ, ρώτησα εκείνον που με οδηγούσε∙ ‘‘Πως αυτός ο μικρότερος έχει περισσότερη δόξα από τους άλους;’’ Και μου αποκρίθηκε ‘‘Επειδή ο φιλόξενος και ο ερημίτης διάλεξαν τις αρετές με δικό τους θέλημα, ενώ ο υποτακτικός εγκατέλειψε όλα του τα θελήματα και κρέμεται από τον Θεό και τον γέροντά του. Γι’ αυτό και δοξάστηκε περισσότερο από εκείνους’’»
Είπε π αββάς Υπερέχιος: «Η υπακοή είναι το κειμήλιο του μοναχού. Όποιος την έχει , θα εισακουστεί από τον Θεό και με θάρρος θα σταθεί μπροστά στον Εσταυρωμένο∙ γιατί ο Κύριος που σταυρώθηκε, έκανε υπακοή μέχρι θανάτου».
Δύο αδέλφια πήγαν να μείνουν σε κάποιο μοναστήρι. Ο ένας ήταν ασκητής , ενώ ο άλλος διάλεξε την υπακοή , και ό, τι του έλεγε ο ηγούμενος , το έκανε χωρίς να το εξετάζει. Συχνά δηλαδή του έλεγε: «Φάε το πρωΐ», και έτρωγε∙ άλλοτε: «Μη φάς ως το βράδυ», και δεν έτρωγε∙ και σε όλα τα άλλα το ίδιο , ό,τι του έλεγε, το έκανε με χαρά, και για την υπακοή του τον δόξαζαν στο μοναστήρι.
Ο αδερφός του ο ασκητής φθόνησε και είπε μέσα του: «Θα τον δοκιμάσω, αν έχει υπακοή». Πήγε λοιπόν στον ηγούμενο και του είπε: «Στείλε μαζί μου τον αδελφό , για να πάμε σε κάποια δουλειά». Και ο αββάς τον έστειλε.
Όταν έφτασαν στον ποταμό, όπου υπήρχαν πάρα πολλοί κροκόδειλοι , είπε στον αδελφό του ο ασκητής: «Πήγαινε να μπείς στον ποταμό και να τον διασχίσεις». Εκείνος πήγε, και ήρθαν οι κροκόδειλοι και τον έγλυφαν , χωρίς να τον πειράξουν. Βλέποντας το αυτό ο ασκητής , του είπε: «Βγές από τον ποταμό», και βγήκε απείραχτος».
Προχωρώντας βρήκαν έναν νεκρό πεσμένο στον δρόμο, και είπε ο ασκητής: «Αν είχαμε κανένα παλιόρουχο , θα το ρίχναμε επάνω του». «Προτιμότερο είναι να προσευχηθούμε , μήπως αναστηθεί», αποκρίθηκε ο αδελφός. Πράγματι , προσευχήθηκαν και ο νεκρός αναστήθηκε. Και ο ασκητής καυχιόταν : «Για την άσκησή μου αναστήθηκε ο νεκρός».
Ο Θεός όμως τα φανέρωσε όλα στο νηγούμενο του μοναστηριού και όταν γύρισαν , είπε ο αββάς στον ασκητή: «Γιατί έβαλες σε τέτοια δοκιμασία τον αδελφό σου στον ποταμό; Να το ξέρεις , για την υπακοή του αναστήθηκε ο νεκρός».
Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Να μην υπολογίζεις τον εαυτό σου, αλλά να προσκολληθείς σε κάποιον που ζει ενάρετα».
Του Αββά Μάρκου
Εκείνος που είναι κάτω από την εξουσία της αμαρτίας, δεν μπορεί μόνος του να νικήσει το σαρκικό θέλημα, γιατί έχει τον ερεθισμό ακατάπαυτο και εγκαταστημένο στα μέλη του.
Όσο έχουμε πάθη , πρέπει να προσευχόμαστε και να υποτασσόμαστε. Γιατί μόνο με βοήθεια μπορεί κανείς να πολεμήσει τα πάθη που έγιναν συνήθειες.
Εκείνος που παλεύει εναντίων του θελήματος του με την υποταγή και την προσευχή , είναι αθλητής με καλή μέθοδο, ο οποίος φανερώνει τη νοητή πάλη με την αποχή από τα αισθητά.
Του αγίου Διαδόχου.
Η υπακοή έχει αναγνωριστεί ως το πρώτο καλό ανάμεσα σε όλες τις εισαγωγικές αρετές, γιατί εξουδετερώνει την υπερηφάνεια και γεννά σ εμάς την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό και σε όσους με ευχαρίστηση την υπομένουν , γίνεται θύρα προς την αγάπη του Θεού. Αυτήν απέρριψε ο Αδάμ και έπεσε στον βυθό του ταρτάτου. Αυτήν αγάπησε ο Κύριος και, σύμφωνα με το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας μας, υπάκουσε στον Πατέρα του μέχρι του σημείου να σταυρωθεί και να πεθάνει- και αυτό χωρίς διόλου να είναι κατώτερος από την μεγαλοσύνη του Πατέρα- για να ακυρώσει την ενοχή των ανθρώπων λόγω της παρακοής με τη δική του υπακοή και για να επιστρέψει στη μακαρία και αιώνια ζωή όσους θα ζήσουν με υπακοή. Αυτή λοιπόν την αρετή πρώτα να φροντίζουν όσοι ξεκινούν την πάλη εναντίων της υπερηφανείας του διαβόλου. Και αυτή θα μας δείξει , καθώς θα προχωρούμε ,όλους τους δρόμους των αρετών χωρίς κίνδυνο πλάνης.
Του αββά Κασσιανού
Με κανένα άλλο ελάττωμα δεν γκρεμίζει τόσο ο διάβολος τον άνθρωπο στο βάραθρο της απωλείας, όσο με το να τον πείσει να μη δέχεται να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τη διδαχή και την καθοδήγηση των πατέρων , αλλά να ακολουθεί το δικό του θέλημα. Γιατί όποιος πηγαίνει σύμφωνα με τη δική του κρίση και γνώμη , ποτέ δεν θα προχωρήσει με ασφάλεια, αλλά πολλές φορές θα σκοντάψει και θα περιπλανηθεί άσκοπα και, σαν να βαδίζει στο σκοτάδι, συνεχώς θα διατρέχει πολλούς κινδύνους.
Αυτό εμείς πρέπει να το καταλάβουμε παίρνοντας παράδειγμα και από τις ανθρώπινες τέχνες και επιστήμες. Αν δηλαδή εκείνες , παρά το ότι είναι χειροπιαστές , δεν μπορούμε α τις μάθουμε μόνοι μας και έχουμε ανάγκη από κάποιον να μας τις διδάξει σωστά και να μας λύσει κάθε απορία, πως δεν θα είναι κουτό και ανόητο να νομίζουμε ότι θα μάθουμε χωρίς δάσκαλο την πνευματική τέχνη, που είναι πιο δύσκολη και πιο κοπιαστική από κάθε άλλη τέχνη και επιστήμη; Η τέχνη αυτή δεν είναι σωματική και ορατή , όπως οι άλλες τέχνες που καταγίνονται μόνο με τα σώματα, αλλά είναι κρυμμένη και αόρατή , αφού αποβλέπει μόνο στην ψυχή και έχει κόπο να την κάνει όμοια με τον Θεό. Και η αποτυχία σε αυτή την τέχνη δεν κάνει πρόσκαιρη ζημιά, αλλά προξενεί απώλεια ψυχής και αιώνιο θάνατο και κόλαση.
Του αγίου Μαξίμου
Ο Θεός και Λόγος του Θεού και Πατέρα, βρίσκεται μυστικά μέσα σερ καθεμιά από τις εντολές του∙ και ο Θεός Πατέρας όλος είναι εκ φύσεως αχώριστος μέσα στ όλο τον Λόγο του. Όποιος λοιπόν δέχεται τη θεϊκή εντολή και την τηρεί, δέχεται τον Λόγο του Θεού που είναι μέσα της∙ και καθώς δέχθηκε αυτόν διά μέσου των εντολών , μαζί με αυτόν δέχθηκε και τον Πατέρα που είναι εκ φύσεως μέσα του, όπως και το Πνεύμα που είναι επίσης εκ φύσεως μέσα του. Γιατί ο ίδιος είπε : «Σας βεβαιώνω ότι όποιος δέχεται αυτόν που στέλνω , εμένα δέχεται∙ και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται αυτόν που με έστειλε». Όποιος λοιπόν δέχθηκε εντολή και την τήρησε, δέχτηκε και έχει μυστικά την αγία Τριάδα.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Ιωσήφ ο Θηβαίος είπε ότι τρία πράγματα έχουν μεγάλη αξία τον Κύριο. Το πρώτο , όταν ο άνθρωπος είναι άρρωστος και του έρχονται και άλλοι πειρασμοί και τους δέχεται ευχαριστώντας τον Θεό∙ το δεύτερο, όταν κάνει κάποιος όλα του τα έργα καθαρά μπροστά στον Θεό και χωρίς να έχουν τίποτε ανθρώπινο∙ το τρίτο, όταν κάποιος κάθεται στην υποταγή πνευματικού πατέρα και απαρνείται όλα τα δικά του θελήματα- αυτός μάλιστα έχει ένα στεφάνι παραπάνω.
Είπε ένας γέροντας: «Γίνε όμοιος με την καμήλα, σηκώνοντας τα αμαρτίες σου και ακολουθώντας δεμένος αυτόν που ξέρει το δρόμο του Θεού».
Ένας αδελφός είπε σε κάποιον γέροντα: «Ενώ κάνω στο κελί μου όλα όσα πρέπει , δεν βρίσκω κάποια παρηγοριά από τον Θεό». Και ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Αυτό σου συμβαίνει γιατί ζεις μαζί με άνθρωπο που είναι κάπως αμελής και θέλεις να γίνεται το θέλημά σου». Ο αδελφός τότε ρώτησε: «Τι λοιπόν σε συμβουλεύεις να κάνω πάτερ;» «Πήγαινε», του είπε ο γέροντας, «και προσκολλήσου σε άνθρωπο που φοβάται τον Θεό, και ταπεινώσου παραδίνοντας σε αυτόν το θέλημα σού. Και τότε θα βρεις παρηγοριά από τον Θεό».
Του αγίου Εφραίμ.
Επειδή δεν θέλουμε να υπομείνουμε λίγη στενοχώρια για τον Κύριο πέφτουμε χωρίς να θέλουμε σε πολλές και μεγάλες στενοχώριες. Και επειδή δεν θέλουμε να αφήσουμε το θέλημά μας για τον Κύριο , προξενούμε στον εαυτό μας ζημιά και καταστροφή της ψυχής. Και επειδή δεν ανεχόμαστε να ζούμε ή να μπούμε σε υποταγή και ταπεινωτική μεταχείριση για τον Κύριο, στερούμε τον εαυτό μας από την παρηγοριά που έχουν οι δίκαιοι. Και επειδή δεν πειθαρχούμε στη νουθεσία αυτών που μας νομοθετούν για τον Κύριο, κάνουμε τον εαυτό μας αντικείμενο της χαιρεκακίας των πονηρών δαιμόνων. Και επειδή δεν δεχόμαστε την παιαγωγική τιμωρία, θα μας παραλάβει το καμίνο της άσβεστης φωτιάς, όπου δεν θα υπάρχει παρηγοριά.
Του αββά Μάρκου
Μη γίνεις μαθητής εκείνου που επαινεί τον εαυτό του, για να μη μάθεις την υπερηφάνεια αντί για την ταπεινοφροσύνη.
Αποσπάσματα από τον Ευεργετινός ‘Υπόθεση ιθ (19)’ «Η υπακοή είναι απαραίτητη . Επίσης ποια είναι η ωφέλεια από αυτήν και πως της κατορθώνει κανείς.»
Εκδόσεις: Το περιβόλι της Παναγίας.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Ισίδωρος είπε ότι οι μαθητευόμενοι πρέπει να αγαπούν τους αληθινούς δασκάλους τους σαν πατέρες και να τυς φοβούνται σαν άρχοντες. Και ούτε να καταργούν τον φόβο εξαιτίας της αγάπης ούτε να θολώνουν την αγάπη εξαιτίας του φόβου.
Έλεγαν για τον Ιωάννη, τον μαθητή του αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή . σε κάποιον τόπο υπήρχαν τάφοι , και εκεί φώλιαζε μια ύαινα. Ο γέροντας είδε στον τόπο εκείνο κοπριές και είπε στον Ιωάννη να πάει να τις φέρει. Εκείνος ρώτησε: «Και τι να κάνω , αββά, με την ύαινα;» ο γέροντας του είπε αστειευόμενος: «Αν σου ορμήσει, δέσε την και φέρε την εδώ».
Πήγε ο αδελφός εκείνο το βράδυ , και ξαφνικά του όρμησε η ύαινα. Εκείνος, σύμφωνα με τα λόγια του γέροντα, πήγε γρήγορα να την πιάσει, αλλά η ύαινα έφυγε. Και ο Ιωάννης την κυνήγησε λέγοντας: «Ο αββάς μου είπε να σε δέσω». Την έπιασε λοιπόν και την έδεσε.
Ο γέροντας όμως καθόταν ανήσυχος και τον περίμενε. Κάποια στιγμή γύρισε έχοντας την ύαινα δεμένη, και ο γέροντας τον είδε και θαύμασε. Και θέλοντας να τον ταπεινώσει, τον χτύπησε και του είπε: «Ανόητα, ένα κουτό σκυλί μου έφερες εδώ;» και αφού την έλυσε ο γέροντας, την άφησε να φύσει.
Ο μακάριος Σέριδος που είχε κοινόβιο τη Θαυαθά, είχε κάποιον φίλο γέροντα που ζούσε στην Ασκάλωνα μαζί με τον μαθητή του. Κάποτε λοιπόν , σε καιρό χειμώνα, ο γέροντα αυτός έστειλε τον μαθητή του με ένα γράμμα στον αββά Σέριδο, ζητώντας να ου δώσει ένα ρολό άγραφα χαρτιά. Όταν έφτασε ο μαθητής στο κοινόβιο, άρχισε να βρέχει πολύ, ώστε ο ποταμός Θύαθος πλημμύρισε όσο γινόταν περισσότερο. Μόλις λοιπόν νέος έδωσε το γράμμα, ζητούσε τα χαρτιά για να φύσει, και ο αβάς του είπε: « Βλέπεις τη βροχή∙ που θα πάς τώρα;». «Έχω εντολή», αποκρίθηκε ο νέος, «και δεν μπορώ να μείνω». Και καθώς επέμενε ενοχλητικά, του έδωσε τα χαρτιά, και παίρνοντας την ευλογία του αββά έφυγε. Ο αββάς τότε είπε σ’ εμάς: «Πηγαίνετε ξοπίσω του και δείτε τι θα κάνει στον ποταμό».
Τον ακολουθήσαμε λοιπόν, και μαζί μας ήταν και ο αββάς Δωρόθεος. Και είδαμε ότι, μόλις έφτασε στον ποταμό, ξεντύθηκε τα ρούχα του, τύλιξε μέσα σ’ αυτά τα χαρτιά και τα έδεσε επάνω στο κεφάλι του. Στράφηκε έπειτα προς το μέρος μας, είπε: «Προσευχηθείτε για εμένα», και ρίχτηκε στον ποταμό εκείνο που δεν μπορούσαμε ούτε να τον βλέπουμε. Εμείς λοιπόν περιμέναμε ότι σίγουρα θα πνιγεί, αυτός όμως συνέχιζε να παλεύει και να προχωρεί αντίθετα στα ρεύμα. Και αφού παρασύρθηκε κάου μακριά , έφτασε στην απέναντι όχθη του ποταμού. Φόρεσε τότε τα ρούχα του , μας έβαλε από εκεί μετάνοια αι έφυγε τρέχοντας για τον αββά του.
Υπόθεση ΛΕ΄(35)
Από τις διηγήσεις των περιοδειών του αγίου αποστόλου Πέτρου , την οποία έγραψε ο άγιος κλήμης
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος των αποστόλων , όταν κόντευε να αφήσει αυτή τη ζωή , και ενώ ήταν μια μέρα συγκεντρωμένοι όλοι οι αδελφοί της Ρώμης, πήρε από το χέρι εμένα τον Κλήμη, σταθήκαμε στη μέση της εκκλησίας και είπε: «Ακούστε με ,τέκνα και αδελφοί∙ το τέλος του δρόμου πλησιάζει. Γι’ αυτό σήμερα χειροτονώ για επίσκοπο σας αυτόν τον Κλήμη και του εμπιστεύομαι τον θρόνο μου του κηρύγματος και του μεταδίδω την εξουσία να δένει και να λύνει. Θα δέσει βέβαια αυτό που πρέπει να δεθεί, και θα λύσει αυτό που πρέπει να λυθεί, αφού γνωρίζει καλά τους νόμους της Εκκλησίας.»
«Να τον ακούτε λοιπόν, ξέροντας ότι εκείνος που λυπεί τον επικεφαλής του κηρύγματος της αλήθειας αμαρτάνει στον Χριστό και εξοργίζει τον Θεόν, τον Πατέρα όλων , και γι’ αυτό δεν πρόκειται να ζήσει. Εσείς όμως α μην παύετε να αποδίδετε πάντοτε στον πατέρα σας την τιμή και την υπακοή που του οφείλετε. Έτσι και εσείς, το ποίμνιο, θα πάτε καλά , και αυτός θα είναι ποιμένας πραγματικό;, και όχι μισθωτός, και θα φροντίζει για το ποίμνιο. Αυτό που είπα, πάλι θα το πώ: εκείνος που λυπεί τον ποιμένα και δάσκαλο του σε αυτά που αναφέρονται στον Θεό, λυπεί το Πνεύμα του Θεού, του οποίου τον θρόνο και τον τόπο αυτός κατέχει. Και εκείνος που απορρίπτει τα λόγια του, τον Χριστό απορρίπτει και γίνεται παραβάτης του νόμου του».
Από το Γεροντικό
Κάποιος γέροντας διηγούνταν ότι ο άγιος Βασίλειος πήγε κάποτε σε ένα κοινόβιο, και αφού δίδαξε όπως έπρεπε , είπε στον ηγούμενο: «Εχεις εδώ κανέναν αδελφό που να έχει υπακοή;» Εκείνος απάντησε: «Όλοι είναι δούλοι σου, δέσποτα, και αγωνίζονται να σωθούν». «Έχεις κανέναν που να έχει αληθινή υπακοή;» ξαναρώτησε ο άγιος. Εκείνος του έφερε τότε έναν αδελφό , και ο άγιος Βασίλειος τον έβαλε να τον υπηρετεί στο δείπνο.
Μετά το φαγητό ο αδελφός έριξε νερό στον άγιο να πλυθεί. Αφού πλύθηκε ο άγιος, του είπε: «Έλα να σου ρίξω και εγώ να πλυθείς». Εκείνος δέχθηκε να του ρίχνει νερό ο άγιος. Έπειτα του είπε ο άγιος Βασίλειος: «Όταν θα πάω στο άγιο βήμα, θύμησέ μου να σε χειροτονήσω διάκονο». Εκείνος υπάκουσε και σε αυτό χωρίς συζήτηση. Ο άγιος στη συνέχεις τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον πήρε μαζί του στο επισκοπείο για την υπακοή του.
Του αββά Κασιανού
Ο αββάς Σερίνος είπε ότι οι δαίμονες δεν κινούν μαζί όλα τα πάθη στους ανθρώπους, αλλά το κάθε πάθος έχει τα ειδικά και καθορισμένα πνεύματα που το κινούν. Άλλα δηλαδή ευχαριστιούνται με τις ακαθαρσίες και με τους μολυσμούς των ηδονών και τις δυσωδίες, άλλα με τις βλασφήμιες∙ άλλα χαίρονται με την οργή και τη μανία, άλλα με τη λύπη , άλλα με την κενοδοξία και άλλα με την υπερηφάνεια. Και καθένα από αυτά τα πνεύματα αγαπά να κινεί συνεχώς εκείνο το πάθος , το οποίο βλέπει ότι και η ψυχή το δέχεται με ευχαρίστηση.
Οι δαίμονες επίσης δεν ενοχλούν οόυτε σπέρνουν την κακία τους σε όλους εξίσου, αλλά διαφορετικά, και ανάλογα με ό,τι ταιριάζει στην περίσταση, στο πρόσωπο και στον τόπο. Και μεταξύ τους είτε συνεργάζονται είτε, καμιά φορά, δίνουν σειρά ο ένας στον άλλο, χωρίς βέβαια να κρατούν συγκεκριμένη σειρά και τάξη- γιατί, όπως λέει η Γραφή, «θα ζητήσει ανάμεσα στους κακούς τη σύνεση και δεν θα τη βρείς», και « οι εχθροί μας είναι ανόητοι». Ωστόσο πρόσκαιρα συμφωνούν κάπως μεταξύ τους καθώς μας πολεμούν, και δίνουν τη σειρά τους ανάλογα με την περίσταση και τον τόπο, όπως είπαμε. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ξεγελιέται από την κενοδοξία και την ίδια στιγμή να πυρώνεται από την επιθυμία της πορνείας∙ ούτε να φουσκώνει από υπερηφάνεια και να ταπεινώνεται εξαιτίας της γαστριμαργίας∙ ούτε να ξεσπά σε γέλια και καγχασμούς σαν τα μωρά και συγχρόνως να φουντώνει από τα κεντρίσματα της οργής. Αλλά είναι απαραίτητο το κάθε πνεύμα να περιμένει τη σειρά του και έτσι να πολεμά τον άνθρωπο∙ και όταν νικηθεί και φεύγει, δίνει σειρά για τη μάχη σε άλλο πνεύμα πιο δυνατό.
Πρέπει να ξέρουμε και τούτο: όλοι οι δαίμονες δεν έχουν την ίδια αγριότητα ή την ίδια δύναμη, αλλά διαφέρουν , εκτός από την ενέργεια, και στη δύναμη και στο είδος της επιθυμίας. Τους αθλητές δηλαδή του Χριστού που αρχίζουν τον αγώνα της αρετής και είναι ακόμη αδύναμοι, τους πολεμούν πιο αδύνατα πνεύματα∙ όταν όμως αυτά νικηθούν , τα διαδέχονται σταδιακά δυνατότεροι αντίπαλοι. Γιατί αν η δυσκολία της πάλης δεν ήταν ανάλογη με την ανθρώπινη δύναμη, κανένας από αυτούς που αγωνίζονται δεν θα μπορούσε να αντέξει τη φοβερή αγριότητα των τέτοιων και τόσο πολλών εχθρών. Ούτε επίσης θα μπορούσε καθόλου να αντισταθεί ο άνθρωπος στις επιθέσεις τους, αν στον αγώνα αυτό δεν βρισκόταν μπροστά ως φιλάνθρωπος μεσίτης και αγωνοθέτης και δικαστής ο Χριστός, ορίζοντας κάθε φορά την πάλη ισοδύναμη με τη δική μας δύναμη και εμποδίζοντας και αποστρέφοντας τις υπερβολικές επιθέσεις των αντιπάλων και μην επιτρέποντας να δοκιμάσουμε πειρασμό πέρα από τη δύναμή μας, όπως λέει η Γραφή, αλλά δίνοντας μαζί με τον πειρασμό και τη διέξοδο, ώστε να μπορούμε να τον αντέξουμε.
Αυτή την πάλη πιστεύουμε ότι και οι ίδιοι οι δαίμονες δεν την εκτελούν χωρίς κούραση και κόπο. Γιατί και αυτοί έχουν φροντίδα και λύπη, και μάλιστα όταν συμπλέκονται σε μάχη με ανθρώπους δυνατούς αι υπομονετικούς και ανυποχώρητους. Τούτο επιβεβαιώνεται και από αυτά που λέει ο απόστολος: « Η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους από αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές και τις εξουσίες» κλπ., και επίσης: «Έτσι πυγμαχώ, όχι σαν να δέρνω τον αέρα∙ και αλλού λέει: «Αγωνίστηκα τον καλό αγώνα». Όπου λοιπόν υπάρχει αγώνας και πάλη και μάχη, αναγκαστικά υπάρχει φροντίδα και κόπος και πόνος και στα δύο αντίπαλα μέρη. Και όπως εμείς, όταν τους νικήσουμε χαιρόμαστε, ενώ όταν νικηθούμε , λυπούμαστε, έτσι και εκείνοι∙ όσες φορές μας νικήσουν , ευχαριστιούνται, ενώ όποτε , παρά τις πολλές τους προσπάθειες , δεν μας καταβάλλουν, αλλά νικιούνται, πέφτει επάνω τους η ντροπή της ήττας που περίμενε εμάς, και τότε επαληθεύεται αυτό που λέει η Γραφή: «Η κακία του θα πέσει επάνω στο κεφάλι του», και επίσης: «Το δόκανο που έκρυψε, ας πιάσει τον ίδιο».
Όλα αυτά τα γνώριζε και ο προφήτης Δαβίδ, και βλέποντας με τα εσωτερικά μάτια αυτόν τον αόρατο πόλεμο, και ξέροντας ότι οι εχθροί χαίρονται με την πτώση μας, έλεγε στον Θεό: «Φώτισε τα μάτια μου, μην τυχόν με πάρει ύπνος που οδηγεί στον θάνατο, μην τυχόν πει ο εχθρός μου ∙ ‘‘Τον νίκησα’’. Αυτοί που με πολεμούν θα χαρούν, αν πέσω». Έλεγε επίσης: «Ας μη χαρούν σε βάρος μου αυτοί που με εχθρεύονται χωρίς λόγο. Ας μην πούν μέσα τους∙ ‘‘Μπράβο, μπράβο μας’’, ούτε να πούν∙ ‘‘Τον κατάπιαμε’’». Και προσευχόταν στον Θεό εναντίον τους , ζητώντας γι’ αυτούς την ντροπή που νιώθουν όταν νικιούνται∙ έλεγε δηλαδή στον ψαλμό του: «Ας ντροπιαστούν και ας φύγουν εξευτελισμένοι αυτοί που θέλουν το κακό μου». και ο Ιερεμίας λέει: «Ας ντροπιαστούν οι εχθροί μου, και ας μην ντροπιαστώ εγώ. Ρίξε επάνω τους όλη την οργή σου και σύντριψέ τους με διπλή συντριβή». Γιατί πραγματικά οι δαίμονες συντρίβονται διπλά, όταν νικηθούν από εμάς: από τη μια επειδή οι άνθρωποι κατορθώνουν την αγιοσύνη που εκείνοι την είχαν και την έχασαν, και από την άλλη επειδή , αν και είναι πνεύματα, νικιούνται από τους σαρκικούς και γήινους.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΘ΄ (29)
Αυτόν που αγωνίζεται με δύναμη, οι δαίμονες τον αντιμάχονται , ενώ αδιαφορούν για τους αμελείς, γιατί τους έχουν στο χέρι τους.
Όσοι θέλουν το καλό , βρίσκουν βοηθό τους τον Θεό, ο οποίος και επιτρέπει τους πολέμους για το συμφέρον τους.
Του αγίου Εφραίμ
Εκείνος που θέλει να ευαρεστήσει στον Θεο και με τηνπίστη να γίνει κληρονόμος του και να ονομαστεί και αυτός παιδί του Θεού που γεννήθηκε από το άγιο Πνεύμα, οφείλει, αφού πρώτα οπλιστεί με μακροθυμία και υπομονή , ,να υπομένει ευχαρίστως και με γενναιότητα τις θλίψεις και τις δυσκολίες που θα συναντά, δηλαδή τις σωματικές αρρώστιες και παθήσεις, τους εξευτελισμούς και τις προσβολές από ανθρώπους και τους διάφορους αόρατους πολέμους που προξενούν στην ψυχή τα πονηρά πνεύματα, καθώς θέλουν να τη ρίξουν σε χαλάρωση και αμέλεια και να μην την αφήσουν να μπεί στην αιώνια ζωή. Αυτά γίνονται γιατί ο Θεός επιτρέπει , σύμφωνα με το σχέδιο του , να δοκιμαστεί ο καθένας με διάφορες θλίψεις, για να φανερωθούν εκείνοι που τον αγαπούν με όλη τους την ψυχή , αν υπομένουν ευχαρίστως και με γενναιότητα όλα όσα φέρνει καταπάνω τους ο πονηρός και δεν χάνουν την ελπίδα και την εμπιστοσύνη στον Θεό, αλλά πάντοτε περιμένουν με πολλή πίστη και υπομονή να λυτρωθούν από τις θλίψεις με την βοήθεια της χάρης. Με αυτή την πίστη και την υπομονή θα μπορέσουν να ξεπεράσουν κάθε πειρασμό και έτσι να κερδίσουν αυτό που υποσχέθηκε ο Θεός και να γίνουν αυτοί άξιοι για τη βασιλεία του, καθώς θα έχουν βαδίσει επάνω στα ίχνη όλων των αιώνων και του ίδιου του Κυρίου και θα έχουν γίνει συμμέτοχοι όχι μόνο των παθημάτων , αλλά και της δόξας τους.
Παρατήρησε και δες πως από την αρχή όλοι οι πατέρες, δηλαδή οι πατριάρχες και ο προφήτες και οι απόστολο και οι μάρτυρες, πέρασαν μέσα από τον δρόμο των θλίψεων και των πειρασμών και υπέμειναν με καρτερικότητα και χαρά όλες τις δυσκολίες χάρη στην ελπίδα της ανταμοιβής που περίμεναν , και έτσι μπόρεσαν να ευαρεστήσουν στον Θεό, όπως λέει και η Γραφή: «Παιδί μου , αν ήρθες να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για την αντιμετώπιση των πειρασμών∙ κάνε ευθεία την καρδιά σου και έχε κουράγιο». – καθώς δηλαδή θα είσαι σταθερά στραμμένος προς τον Θεό και θα παίρνεις δύναμη από τη ελπίδα σου σε αυτόν . αλλά και ο απόστολος λέει: «Αν όμως δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση που έχουν πάρει όλοι , τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά». Και κάπου αλλού λέει.: «Όλα όσα σου έρχονται , να τα δέχεσαι ως καλά, ξέροντας ότι χωρίς τον Θεό τίποτα δεν γίνεται.». Και ο κύριος μακάριζε εκείνους που αγωνίζονται γι’ αυτόν και υποφέρουν τα πάνδεινα, είτε φανερά από ανθρώπους είτε κρυφά από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία αντιμάχονται , όπως είπαμε, την ψυχή που αγαπά τον Θεό και της φέρνουν διάφορες θλίψεις , για να της εμποδίσουν την είσοδο στην αιώνια ζωή με το να τη ρίξουν σε αμέλεια και απελπισία. Οι πειρασμοί λοιπόν είναι που δοκιμάζουν τις ψυχές, αν αγαπούν το ν Θεό ή όχι , και αυτοί τις κάνουν άξιες ή ανάξιες γι’ αυτόν.
Κάθε ψυχή λοιπόν που θέλει να ευαρεστήσει στον Θεό, πριν απ’ όλα ας κρατά γενναία την υπομονή και την ελπίδα, και έτσι θα μπορέσει να υπομένει και να αντιμετωπίσει κάθε επίθεση και κάθε εκδήλωση κακίας του πονηρού . Γιατί και ο Θεός , την ψυχή που ελπίσει σε αυτόν και τον περιμένει , δεν την αφήνει να πέσει σε πειρασμόν τέτοιον που να μην μπορεί να τον σηκώσει, ώστε να φτάσει σε απόγνωση. Ούτε όμως και ο πονηρός πειράζει και ταλαιπωρεί την ψυχή όσο θέλει, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός∙ γιατί ο πλάστης μας ξέρει σε πόση δοκιμασία και πύρωση πρέπει να μπεί η ψυχή, και τόση μόνο επιτρέπει.
Κεραμοποιός, αφού πλάσει τα σκεύη από πηλό, ξέρει πόσο πρέπει να τα αφήσει στην φωτιά∙ γιατί αν αυτά δεν περάσουν από φωτιά, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους ανθρώπους. Έτσι ούτε τα αφήνει στο καμίνι παραπάνω από όσο πρέπει, για να μην παραψηθούν και χαλάσουν ,ούτε τα βγάζει πρόωρα, γιατί και τότε είναι εύθραυστα και άχρηστα. Επίσης τα υποζύγια δεν τα φορτώνουμε όλα το ίδιο , αλλά επάνω σε κάθε ζώο βάζουμε φορτίο ανάλογο με τη δύναμη του. Αλλά και το πλοίο έχει στο πλάι κάποια σημάδια που δείχνουν μέχρι που μπορεί να φορτωθεί , έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρει το φορτίο με ασφάλεια.
Αν λοιπόν για τα αόρατα και φθαρτά πράγματα ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους τόση γνώση και διάκριση , ώστε να τα τακτοποιούν με ασφάλεια, δεν ξέρει πολύ περισσότερο ο ίδιος, ο χορηγός της σοφίας και της συνέσεως, πόσες και ποιες δοκιμασίες χρειάζονται οι ψυχές που θέλουν να ευαρεστήσουν σε αυτόν, ώστε να γίνουν και χρήσιμες σε αυτόν και κατάλληλες για τη βασιλεία των ουρανών; Το κανάβι δεν μπορεί αλλιώς να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή πολύ λεπτών νημάτων , παρά μόνο αν κοπανιστεί πολλή ώρα∙ και όσο βασανίζεται και ξαίνεται , τόσο πιο καθαρό και κατάλληλο γίνεται . έτσι και η ψυχή που αγαπά τον Θεό∙ αφού δοκιμαστεί και λεπτύνει με πολλού πειρασμούς και θλίψεις και υπομείνει γενναία, γίνεται πιο καθαρή και πιο κατάλληλη για την πνευματική εργασία, και στο τέλος θα μπορεί με χαρά στη βασιλεία του Θεού και θα κληρονομήσει τον γαμήλιο θάλαμο των ουρανίων αγαθών για του ατέλειωτους αιώνες.
Ευεργετινός : ΥΠΟΘΕΣΗ Λ΄(30)
Δεν πρέπει για όλα μας τα σφάλματα να κατηγορούμε τους δαίμονες αλλά τον εαυτό μας∙ γιατί αυτούς που προσέχουν , ούτε οι δαίμονες μπορούν να τους βλάψουν , καθώς είναι μεγάλη η βοήθεια που στέλνει ο Θεός. Επίσης επιτρέπει τους πολέμους ανάλογα με τη δύναμη των ανθρώπων.
Από το γεροντικό
Ο αββάς Αντώνιος είπε ότι ο Θεός δεν αφήνει τους πολέμους να έρθουν σε αυτή τη γενιά, όπως γινόταν με τους παλιούς, γιατί γνωρίζει ότι οι τωρινοί είναι αδύνατοι και δεν αντέχουν.
Ο Αβραάμ , ο υποτακτικός του αββά Αγάθωνα, ρώτησε τον αββά Ποιμένα: «Τι να κάνω που οι δαίμονες με πολεμούν φοβερά; Και ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Εσένα πολεμούν οι δαίμονες; Αυτοί δεν μας πολεμούν , όσο εμείς κάνουμε τα θελήματά μας∙ γιατί τα θελήματά μας έγιναν δαίμονες και αυτά είναι που μας πιέζουν, για να τα ικανοποιήσουμε. Αν θέλεις να ξέρεις με ποιους πολέμησαν οι δαίμονες, μάθε ότι πολέμησαν με τον αββά Μωυσή και τους όμοιους με αυτόν».
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ: «Γιατί με εμποδίζουν οι δαίμονες να κάνω το καλό στον συνάνθρωπο;» Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Μην το λές αυτό , γιατί έτσι κάνεις ψεύτη τον Θεό. Καλύτερα πες∙ ‘‘Καθόλου δεν θέλω να δείξω έλεος’’. Γιατί ο Θεός από παλιά έχει πει∙ ‘‘ Σας έδωσα να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς κα σε όλη τη δύναμη του εχθρού’’»
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Τι να κάνω με τα πάθη και τους δαίμονες;» Και ο γέροντας είπε: «Ο καθένας μας μπαίνει σε πειρασμό από τη δική του επιθυμία».
Η αγία Συγκλητική είπε: Όσο προοδεύουν οι αθλητές, τόσο πιο δυνατούς αντιπάλους έχουν να αντιμετωπίσουν.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΔ΄(34)
Πρέπει να υπακούμε μέχρι θανάτου σε αυτούς που μας καθοδηγούν στο όνομα του Κυρίου , και να τους αγαπούμε και να τους σεβόμαστε.
Του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.
Κάποτε που ο άγιος Βενέδικτος ησύχαζε στο κελλί του, ο μαθητής του Πλακίδας πήγε στον λεγόμενο Λάκκο για να πάρει νερό. Η στάμνα όμως, με την οποία πήγε να πάρει νερό, του έπεσε από το χέρι , και την πήρε το ρεύμα. Θέλοντας ο αδελφός να αρπάξει τη στάμνα από το νερό, γλίστρησε και έπεσε και ο ίδιος στα νερά , και παρασύρθηκε από το δυνατό ρεύμα όσο εσωτερικό του Λάκκου σε απόσταση περίπου όσο παεί ένα βέλος.
Το γεγονός αυτό φανερώθηκε στον άνθρωπο του Θεού που ησύχαζε όπως είπαμε , στο κελλί του. Φώναξε τότε τον μαθητή του Μαύρο και του είπε: ¨Αδερφέ, τρέξε, γιατί ο αδελφός Πλακίδας έπεσε μέσα στον Λάκκο και το ρεύμα τον παρέσυρε σε αρκετή απόσταση.
Ο Μαύρος , ακούγοντας την προσταγή του πατέρα, έφυγε τρέχοντας , και όταν έφτασε στον τόπο , είδε τον Πλακίδα να έχει παρασυρθεί από το ρεύμα μακριά ε αδίστακτη πίστη λοιπόν , έχοντας το θάρρος του στις ευχές του πατέρα , πάτησε στα νερά και βάδιζε επάνω τους σαν στη στεριά, ώσπου έφτασε τον Πλακίδα που παρσυρόταν από το ρεύμα. Τον άρπαξε τότε από τα μαλλιά και τον τραβούσε βαδίζοντας πάλι επάνω στα νερά, ώσπου έφτασε στην στεριά.
Συνήλθε λοιπόν τότε ο Μαύρος και κατάλαβε ότι περπάτησε επάνω στα νερά και ότι αυτό οπωσδήποτε θα ήταν αδύνατο ,αν δεν τον είχε ενισχύσει η ευχή του θαυματουργού πατέρα. Θαύμασε και τρόμαξε για το γεγονός και, αφού γύρισε στον πατέρα, του διηγήθηκε το θεϊκό θαύμα που έγινε. Ο άγιος όμως απέδιδε το θαύμα αυτό όχι στη δική του αγιότητα, αλλά στην υπακοή του Μαύρου. Εκείνος πάλι έλεγε ότι η εντολή του αγίου ήταν που το έκανε, και πρόσθετε ότι δεν ένιωθε πλέον τον εαυτό του σε εκείνη τη δύναμη που ήταν όταν περπάτησε στα νερά.
Βλέποντας ο μοναχός Πλακίδας τη θεομίμητη ταπεινολογία τους και την αξιαγάπητη λογομαχία τους, είπε: «Εγώ πάντως, όσο συρόμουν από τα βαθιά έξω στη στεριά, επάνω από το κεφάλι μου έβλεπα τη μηλωτή του αββά και αυτόν ένιωθα να με βγάζει από τα νερά.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ΄(45)
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Αντώνιος είπε: «Είδα όλες τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες επάνω στη γη. Στέναξα και είπα∙ ‘‘Ποιος άραγε μπορεί να τις περάσει χωρίς να πιαστεί;’’ Και άκουσα μια φωνή να μου λέει∙ ‘ Η ταπεινοφροσύνη’’».
Ο ίδιος αββάς είπε στον αββά Ποιμένα: Αυτό είναι το έργο του ανθρώπου: να αναλαμβάνει μπροστά στον Θεό την ευθύνη για το σφάλμα του και να περιμένει πειρασμό μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Ένας αδελφός πήγε στον αββά Αμμώη και του είπε: «Αββά, πές μου κάτι». Και ενώ έμεινε κοντά στον γέροντα μέρες, δεν άκουσε τίποτε από αυτόν. Έπειτα, όταν έφευγε, ο γέροντας του είπε, καθώς τον αποχαιρετούσε: ‘Πάει καιρός που οι αμαρτίες μου έγιναν τείχος σκοτεινό ανάμεσα σ’ εμένα και τον Θεό».
Ο αββας Δανιήλ διηγήθηκε ότι στη Βαβυλώνα ζούσε η κόρη κάποιου άρχοντα που ήταν δαιμονισμένη. Ο πατέρας της είχε φιλία με κάποιον μοναχό και τον παρακαλούσε για την κόρη του. Εκείνος του είπε: « Κανένας δεν μπορεί να κάνει καλά την κόρη σου παρά μόνο οι αναχωρητές που γνωρίζω. Αν όμως τους παρακαλέσουμε, δεν θα δεχτούν καθόλου να το κάνουν , από ταπεινοφροσύνη. Καλύτερα να κάνουμε το εξής: όταν έρθουν στην αγορά για να πουλήσουν τα εργόχειρα τους, προσποιηθείτε ότι θέλετε να αγοράσετε και καλέστε τους στο σπίτι , για ν πάρουν τα χρήματα. Σαν έρθουν , παρακαλέστε του να προσευχηθούν , και πιστεύω ότι θα γίνει καλά η κόρη σου».
Πήγαν λοιπόν στην αγορά και βρήκαν τον μαθητή κάποιου γέροντα να κάθεται και να πουλά τα εργόχειρά του. Τον πήραν μαζί με τα καλάθια του και τον έφεραν στο σπίτι του άρχοντα , για να πληρωθεί την αξία τους.
Μόλις μπήκε στο σπίτι ο μοναχός, τον συνάντησε η δαιμονισμένη κα του έδωσε ένα χαστούκι. Αμέσως εκείνος γύρισε και το άλλο μάγουλο, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Αυτό βασάνισε τον δαίμονα, που κραύγασε: «Ω, πόσο πιέζομαι! Η εντολή του Ιησού με διώχνει». Και αμέσως βγήκε από τη γυναίκα και εκείνη έμεινε υγιής και με τα λογικά της.
Το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκαν οι γέροντες και δόξασαν τον Θεό λέγοντας: «Τίποτε δεν καταβάλει τόσο την υπερηφάνεια του διαβόλου , όσο η ταπείνωση που κρύβεται στην εντολή του Χριστού».
Ένας αδελφός είπε στον αββά Θεόδωρο: «Πες μου κάτι, γιατί χάνομαι». Και με δυσκολία του απάντησε: «Εγώ κινδυνεύω, και τι μπορώ να πω σ’ εσένα;».
Ο μακάριος Θεόφιλος , ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, πήγε κάποτε στο όρος της Νιτρίας και ήρθε να τον συναντήσει ο αββάς ο επικεφαλής της περιοχής. Τον ρώτησε ο αρχιεπίσκοπος: «Τι περισσότερο βρήκες σε αυτόν τον δρόμο , πάτερ;» και ο γέροντας αποκρίθηκε: « Το να θεωρώ υπαίτιο τον εαυτό μου και να τον κατηγορώ πάντοτε». Ο αρχιεπίσκοπος συμφώνησε: «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από αυτόν».
Κάποτε που ο αρχιεπίσκοπος αυτός ήρθε στη Σκήτη , συγκεντρώθηκαν οι αδερφοί και είπαν στον αββά Παμβω∙ ‘‘ Πές κάτι στον πάπα, για να ωφεληθεί». Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν δεν ωφελείται με τη σιωπή μου, ούτε με τα λόγια μου θα ωφεληθεί».
Ένας άλλος αδελφός του είπε: «Αββά, βλέπω ότι έχω μόνιμα τη θύμηση του Θεού». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Δεν είναι σπουδαίο να βρίσκεται ο λογισμός σου στον Θεό. Το σπουδαίο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου πιο κάτω από όλη την κτίση. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη».
Του αββά Μάρκου
Όπως σε εκείνον που βρίσκεται σε μετάνοια είναι ξένο το να υπερηφανεύεται, έτσι σε εκείνον που αμαρτάνει θεληματικά είναι αδύνατο να ταπεινοφρονεί.
Η ταπεινοφροσύνη δεν είναι καταδίκη του ανθρώπου από τη συνείδησή του , αλλά επίγνωση της χάρης του Θεού και της συμπάθειάς του προς εμάς.
Αν καλλιεργούσαμε την ταπεινοφροσύνη, δεν θα είχαμε ανάγκη παιδαγωγικής τιμωρίας.
Όλα τα κακά και τα δεινά που μας συμβαίνουν, συμβαίνουν εξαιτίας της υπερηφάνειάς μας. αν δηλαδή στον απόστολο Παύλο δόθηκε ένας άγγελος του σατανά να τον ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανευτεί, πολύ περισσότερο σ’ εμάς τους υπερήφανους θα δοθεί ο σατανάς ο ίδια , για να μας ποδοπατά , ώστε να ταπεινωθούμε.
Οι προπάτορες μας και οικοδεσπότες ήταν, και περιουσίες εξουσίαζαν , και γυναίκες είχαν , και παιδιά φρόντιζαν , και με τον Θεό μιλούσαν χάρη στη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Εμείς και από τον κόσμο φύγαμε, και τον πλούτο καταφρονήσαμε, και του δικού μας αφήσαμε, και νομίζουμε ότι είμαστε κοντά στον Θεό, και όμως κοροϊδευόμαστε από τους δαίμονες εξαιτίας της υπερηφάνειάς μας.
Όποιος υπερηφανεύεται, αγνοεί τον εαυτό του∙ γιατί αν γνώριζε τον εαυτό του και την αφροσύνη και την αδυναμία του, δεν θα υπερηφανευόταν. Και εκείνος που αγνοεί τον εαυτό σου , πως μπορεί να γνωρίζει τον Θεό; Αν δηλαδή τη δική του αφροσύνη, με την οποία ζει, δεν μπόρεσε να καταλάβει, πως θα μπορέσει να καταλάβει τη σοφία του Θεού, προς την οποία είναι μακρινός και ξένος; Γιατί εκείνος που γνωρίζει τον Θεό βλέπει σαν σε καθρέφτη τη μεγαλοσύνη Του και ελεεινολογεί τον εαυτό του , όπως ο μακάριος Ιώβ, και λέει: «Προηγουμένως σε γνώριζα μόνο από ό,τι άκουγα , τώρα όμως σε είδα με τα μάτια μου. γι’ αυτό και ελεεινολόγησα τον εαυτό μου και έλιωσα, και θεωρώ ότι είμαι στάχτη και χώμα». Όσοι επομένως μιμούνται τον Ιώβ, αυτοί βλέπουν τον Θεό∙ και όσοι τον βλέπουν , αυτοί τον γνωρίζουν . αν λοιπόν και εμείς θελήσουμε να δούμε τον Θεό, ας ελεεινολογήσουμε τον εαυτό μας και ας ταπεινοφρονήσουμε, ώστε όχι μόνο να τον βλέπουμε απέναντί μας, αλλά να τον έχουμε να κατοικεί και να αναπαύεται μέσα μας και να τον απολαμβάνουμε. Γιατί έτσι η αφροσύνη μας θα μεταβληθεί σε σοφία με τη σοφία του , και η αδυναμία μας θα ενδυναμωθεί με τη δύναμη του και θα μας κάνει ισχυρούς για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό που μας αξίωσε να πάρουμε αυτή τη δωρεά.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑ΄(21)
Πρέπει να αναφέρουμε τους λογισμούς μας στους πατέρες που έχουν διάκριση και όχι να τους εμπιστευόμαστε στους τυχόντες. Πως πρέπει να εξομολογούμαστε και να ρωτάμε, και με ποια πίστη να δεχόμαστε τις απαντήσεις των πατέρων. Πρέπει επίσης να βοηθούμε και εμείς στο έργο τους.
Από το Γεροντικό
Δύο αδελφοί που ζούσαν καθένας μόνος του συναντήθηκαν κάποτε, και είπε ο ένας στον άλλο: «Σκέφτομαι να πάω στον αββά Ζήνωνα και να του πω κάποιον λογισμό». « Και εγώ το ίδιο θέλω», είπε και ο άλλος. Πήγαν λοιπόν οι δύο μαζί , και ο καθένας του μίλησε ιδιαιτέρως με τον γέροντα, και του είπαν τους λογισμούς τους.
Ο ένας, λέγοντας τον λογισμό του, έπεσε στα πόδια του γέροντα παρακαλώντας τον με άφθονα δάκρυα να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Και ο γέροντας του είπε: «Πήγαινε∙ μην αφήσεις χαλαρό τον εαυτό σου, μην κακολογήσεις κανέναν και μην παραμελήσεις την προσευχή σου», έφυγε ο αδελφός και πραγματικά θεραπεύτηκε.
Ο άλλος, αφού είπε τον λογισμό του στον γέροντα, πρόσθεσε άτονα και αδιάφορα: «Προσευχήσου για εμένα», δεν το ζήτησε όμως με πόνο.
Μετά από κάποιο διάστημα έτυχε να συναντηθούν , και ρώτησε ο ένας: «Όταν πήγαμε στον γέροντα, του είπες τον λογισμό που έλεγες ότι ήθελες να του πείς;» Ναι», απάντησε ο άλλος. Ξαναρώτησε ο πρώτος: « Άραγε ωφελήθηκες που του τον είπες;» «Ναι», αποκρίθηκε ο αδελφός, «με τις ευχές του γέροντα με θεράπευσε ο Θεός». «Εγω όμως», συνέχισε εκείνος, «αν και τον είπε, δεν βρήκα θεραπεία». Του είπε τότε αυτός που ωφελήθηκε: «Και πως παρακάλεσες τον γέροντα;».Εκείνος αποκρίθηκε: «Του είπα∙ ‘‘Προσευχήσου για εμένα , επειδή έχω τον τάδε λογισμό’’». Και ο άλλος του είπε: «Εγώ όμως, την ώρα πού του τον έλεγα, έβρεξα τα πόδια του με τα δάκρυα μου παρακαλώντας τον να προσευχηθεί για εμένα. Και με τις ευχές του με γιάτρεψε ο Θεός».
Αυτά μας τα διηγήθηκε ο γέροντας, για να μας διδάξει ότι όποιος παρακαλεί κάποιον από τους πατέρες σχετικά με λογισμούς, πρέπει να το κάνει με πόνο και με όλη του την καρδιά, σαν να το ζητά από τον Θεό, και τότε πετυχαίνει στον σκοπό του. Όποιος όμως εξομολογείται με αδιαφορία ή δοκιμάζοντας τον πνευματικό πατέρα, όχι μόνο δεν ωφελείται , αλλά και καταδικάζεται.
» Ένας γέροντας διηγήθηκε: «Κάποιος αδελφός έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, αλλά ένιωσε κατάνυξη και μετάνοια. Πήγε σε κάποιον γέροντα να το εξομολογηθεί , και δεν είπε ότι το έκανε, αλλά μόνο ότι το σκέφτηκε∙ ‘‘Μου πέρασε ένας τέτοιος λογισμός. Έχω σωτηρία;’’ Εκείνος , επειδή δεν είχε διάκριση , του αποκρίθηκε∙ ‘‘Έχασες την ψυχή σου’’. Όταν το άκουσε αυτό ο αδελφός , είπε∙ ‘‘ Αφού έχασα την ψυχή μου , ας γυρίσω τουλάχιστον στον κόσμο’’».
Φεύγοντας όμως σκέφτηκε να πάει και στον αββά Σιλουανό, τον φημισμένο για τη διάκρισή σου , και να του φανερώσει εκείνο τον λογισμό. Πήγε, και ούτε σε αυτόν είπε την πράξη, αλλά μόνο τον λογισμό, όπως και στον άλλο γέροντα. Ο πατέρας άνοιξε το στόμα του και άρχισε να του λέει από τις Γραφές ότι βέβαια δεν υπάρχει καταδίκη γι’ αυτούς που μόνο σκέφτονται την αμαρτία.«
»Όταν τον άκουσε ο αδελφός, πήρε δύναμη στην ψυχή του, αναθάρρησε και του εξομολογήθηκε και την πράξη. Μαθαίνοντας και για την πράξη ο γέροντας, σαν καλός γιατρός, άλειψε την ψυχή του με φάρμακα από τις άγιες Γραφές και τον έπεισε ότι υπάρχει μετάνοια για όσους επιστρέφουν στον Θεό με επίγνωση.«
»Μετά από αυτό πήγε ο αββάς μου σε αυτόν τον πατέρα, ο οποίος του διηγήθηκε σχετικά με τον αδελφό και του είπε∙ ‘‘Αυτός που είχε απελπιστεί για τον εαυτό του και ήταν έτοιμος να γυρίσει στον κόσμο, είναι τώρα σαν αστέρι ανα΄μεσα στους αδελφούς’’.«
»Αυτά τα είπα για να μαθαίνουμε ότι είναι πολύ επικίνδυνο να εμπιστεύεται κάποιος τους λογισμούς του σε ανθρώπους που δεν έχουν διάκριση.»
Του αγίου Εφραίμ.
Αν σου φανερώνει κάποιος τους λογισμούς του, πρόσεχε, αδελφέ, μήπως , την ώρα που εκείνος μιλά, πολεμηθείς και εσύ από τους ίδιους λογισμούς, και μάλιστα αν η όραση του νου σου είναι ακόμη κάπως ασθενική∙ και τότε θα είσαι όμοιος με καπετάνιο σε μεγάλη τρικυμία. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να ακούσεις την αρχή των λεγομένων , από αυτά να καταλάβεις τα υπόλοιπα, και στη συνέχεια να παρηγορήσεις αυτόν που έχει το πρόβλημα με βάση όσα παραλάβαμε από αγίους ανθρώπους.
Και εσύ πάλι , αγαπητέ, μη φανερώνεις τους λογισμούς σου στον οποιονδήποτε άνθρωπο, αλλά σε όσους είσαι βέβαιος ότι είναι πνευματικοί , χωρίς να κοιτάζεις την εμφάνιση ή τα άσπρα μαλλιά. Γιατί πολλοί , όπως λέει και ο απόστολος, δείχνουν εξωτερικά να έχουν ευσέβεια , τη δύναμή της όμως την απορρίπτουν. Επίσης και ο Σωτήρας είπε: « Να προσέχετε από τους ψευτοπροφήτες που σας πλησιάζουν με ένδυμα προβάτου , από μέσα είναι λύκοι αρπακτικοί∙ θα τους καταλάβετε από τα έργα τους».
Δεν πρέπει λοιπόν να κοιτάζουμε την εξωτερική εμφάνιση , γιατί είναι πολλές οι παγίδες του εχθρού, αλλά να εξετάζουμε το φρόνημα του καθενός. Και σε όσους βρείς τους καρπούς του αγίου Πνεύματος, μην κρύψεις από αυτούς τους λογισμούς σου, για να μη βρεί ο εχθρός μέσα σου γωνιά να φωλιάσει, και σιγά σιγά σε τραβήξει σε απώλεια.
Πρόσεχε επίσης, αδελφέ, μήπως, όταν ακούσεις τα σφάλματα του αδελφού, τον περιφρονήσεις μέσα σου που έκανε τέτοια πράγματα. αντίθετα, να θαυμάζεις για τη μεταβολή του αδελφού και για τη χωρίς ντροπή εξομολόγησή του. Γιατί το να φανερώνει κάποιος θεληματικά τα σφάλματά του σε πνευματικούς ανθρώπους δείχνει διόρθωση βίου, φόβο Θεού, ταπεινοφροσύνη και πίστη. Πρέπει λοιπόν να θαυμάζεις μάλλον τον αδελφό σου γι’ αυτό και να τον ενθαρρύνεις με πολλή ταπεινοφροσύνη, προσέχοντας , όπως λέει η Γραφή , μήπως και εσύ νιώσεις πειρασμό.
Λέει σχετικά ο Θεός μέσω του προφήτη Ιεζεκιήλ: «Και εσύ, άνθρωπε, πες στους ανθρώπους του λάου σου∙ η δικαιοσύνη του δικαίου δεν πρόκειται να τον γλυτώσει την ημέρα που θα πλανηθεί∙ και η αμαρτία του αμαρτωλού δεν πρόκειται να τον βλάψει την ημέρα που θα απομακρυνθεί από την αμαρτία». (Ιεζ.33,12)
Από τον άγιο Βαρσανούφιο
Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα γέροντα : «Πες μου, πάτερ, ποιόν πρέπει να ρωτώ για τους λογισμούς και αν πρέπει για τους ίδιους λογισμούς να ρωτήσω και άλλον»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Πρέπει να ρωτάς αυτόν, στον οποίο έχεις εμπιστοσύνη και διαπίστωσες ότι μπορεί να σηκώσει λογισμούς, και να πιστέψεις σε αυτόν όπως στον Θεό. Το να ρωτήσεις όμως και άλλον για τον ίδιο λογισμό, σημαίνει απιστία και δοκιμασία. Αν δηλαδή θεωρείς ότι με το στόμα του αγίου του μίλησε ο Θεός, τι χρειάζεται να δοκιμάσεις τον Θεό ρωτώντας άλλον για το ίδιο θέμα;»
Ο αδελφός ρώτησε: «Αν για το λογισμό που πιέζει δοθεί η απάντηση , αλλά αυτός επιμένει, τι πρέπει να σκεφτεί ή να κάνει;»
Ο γέροντας αποκρίθηκε: Αν ο λογισμός που πιέζει αυτόν που ρώτησε επιμένει και μετά την απάντηση του γέροντα, δεν επιμένει χωρίς λόγο , αλλά είναι φανερό ότι αυτός που πήρε την απάντηση δεν έκανε σωστά και με επιμέλεια την εντολή που του δόθηκε και οφείλει να διορθώσει το σφάλμα του και να κάνει ό,τι διατάχτηκε. Γιατί ο Θεός, που μιλά μέσω των αγίων του , δεν λέει ψέματα».
«Άραγε πρέπει να ρωτώ τον ίδιο γέροντα για τον ίδιο λογισμό ή όχι;» είπε ο αδελφός. «Γιατί θυμάμαι , ότι ρώτησα κάποτε έναν γέροντα για κάποιον λογισμό και μου είπε να μην κάνω το τάδε πράγμα∙ μετά από αυτό ρώτησα τον ίδιο για το ίδιο θέμα και μου είπε να κάνω εκείνο το πράγμα που την προηγούμενη φορά μου είχε πει να μην κάνω. Πως εξηγείται αυτό;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αδελφέ, οι κρίσεις του Θεού είναι βαθιά άβυσσος. Πλήν όμως να ξέρεις ότι ανάλογα με την καρδιά αυτού που ρωτά βάζει κάποτε ο Θεός τα λόγια στο στόμα αυτού που του απαντά, ή για να δοκιμάσει αυτόν που ακούει ή επειδή στο μεταξύ άλλαξε η καρδιά του και αξιώνεται να πάρει διαφορετική απάντηση. Μερικοί δηλαδή αλλάζουν ψυχικά ενώ εξακολουθεί η υπόθεσή τους, και γι’ αυτούς ο Θεός μιλά διαφορετικά μέσω του αγίου του, όπως μίλησε μέσω του Ησαΐα στον βασιλιά Εζεκία. Όταν δηλαδή του είπε∙ ‘‘Κάνε τη διαθήκη εσύ , γιατί θα πεθάνεις’’, άλλαξε η καρδιά του βασιλιά και λυπήθηκε, και τότε ο Θεός του είπε μέσω του ιδίου Ησαΐα∙ ‘‘Μάθε ότι ο Θεός πρόσθεσε στη ζωή σου άλλα δεκαπέντε χρόνια’’. Αν λοιπόν είχε μιλήσει μέσω άλλου , αυτό θα ήταν αιτία σκανδαλισμού, ότι οι άγιοι μιλούν διαφορετικά. Επίσης στους Νινευΐτες ο Θεός μίλησε μέσω του Ιωνά ανάλογα με την καρδιά του και είπε∙ ‘‘Μετά από τρεις μέρες θα καταστρέψω την πόλη’’. Όταν όμως άλλαξε η καρδιά τους και μετανόησαν , ο Θεός έδειξε την πολλή του φιλανθρωπία και άφησε την πόλη, επειδή άλλαξε προς το καλό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν πρέπει κανείς να αλλάζει τον άγιο που ρωτά, αλλά να ρωτά πάλι τον ίδιο, ώστε αν ποτέ χρειαστεί ο Θεό να αλλάξει για κάποιον λόγο την απάντηση , αυτό να γίνει μέσω του ίδιου αγίου, έτσι που να μην προκληθεί σκανδαλισμός.
Ο αδελφός ρώτησε: «Αν λοιπόν , αφού πάρω τη γνώμη του γέροντα για κάποιο πράγμα, πάω να το κάνω και δω ότι δεν μπορεί να γίνει όπως μου είπε εκείνος, τι πρέπει να σκεφτώ ή να κάνω, καθώς θα βρεθώ σε τέτοια απορία;»
«Η απάντηση σε αυτό», αποκρίθηκε ο γέροντας, «μοιάζει κάπως με την προηγούμενη. Πως; Άκουσε. Πήρες απάντηση για κάποιο πράγμα, ‘‘κάνε το τάδε’’, και βρήκες εμπόδια; Πρέπει πρώτα να ερευνήσει τον εαυτό σου, μήπως ευχαριστήθηκε η καρδιά σου με αυτό το πράγμα και δεν το άφησες τελείως στον Θεό, και γι’ αυτό ο Θεός δεν το άφησε να γίνει σύμφωνα με την απάντηση του γέροντα. Και αν διαπιστώσεις κάτι τέποιο, να ξέρεις ότι η αιτία βρίσκεται σ’ εσένα και δεν πρέπει να την αποδόσεις στην απάντηση του γέροντα, αλλά να κατηγορήσεις τον εαυτό σου. Ο Ελισσαίος, για παράδειγμα, έστελνε με πίστη τον μαθητή του να αναστήσει τον νεκρό , και δεν αναστήθηκε. Και το φταίξιμο δεν ήταν αυτού που έστειλε, αλλά αυτού που στάλθηκε∙ γατί , αλλιώς, πως ο ίδιος ύστερα ανέστησε τον νεκρό;«
»Επομένως, οφείλεις αρχικά να προσπαθήσεις με όλη σου τη δύναμη να γίνει αυτό που σου είπε ο γέροντας∙ αν όμως το πράγμα δεν μπορέσει να γίνει έτσι , όπως εσύ προσπάθησες, να καταλάβεις ότι σε κάτι έγινε αλλαγή∙ ή επειδή εσύ ένιωσες ευχαρίστηση, όπως σου είπα και προηγουμένως, ή επειδή άλλαξε το πράγμα, ή το πρόσωπο που σχετίζεται με το πράγμα, και γι’ αυτό ο Θεός αλλάζει τα σχετικά με την απάντηση , όπως έγινε με τον Εζεκία και του Νινευΐτες.«
»Τότε λοιπόν , αν δεν είναι κοντά εσύ αυτός που ρώτησες, ώστε πάλι να τον ρωτήσεις, παρακάλεσε τον Θεό , αναφέροντας το όνομα του ίδιου του γέροντα και λέγοντας∙ ‘‘Θεέ του τάδε, μη με αφήσεις να πλανηθώ ως προς το θέλημα σου και την απάντηση του δούλου σου, αλλά πληροφόρησέ με τι να κάνω’’. Και ό,τι σε πληροφορήσει κάνε, πιστεύοντας ότι ο Θεός σου μίλησε και σε οδηγεί μέσω του αγίου γέροντα, και ξέροντας ότι ότι οπωσδήποτε κάποια αλλαγή έγινε, και εξαιτίας της ο Θεός άλλαξε τα σχετικά με την απάντηση».
«Πόσες φορές λοιπόν , δέσποτα μου, πρέπει να προσευχηθώ για να πληροφορηθεί γι’ αυτό ο λογισμός μου;» είπε ο αδελφός.
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Όταν δεν μπορείς να ρωτήσεις τον γέροντα, τρεις φορές πρέπει να προσευχηθείς για το κάθε πράγμα, και στη συνέχεια να παρατηρήσεις που γέρνει η καρδιά σου, έστω και όσο μια τρίχα, και αυτό να κάνεις. Γιατί η πληροφορία είναι από τον Θεό και οπωσδήποτε φανερώνεται στην καρδιά».
Ο αδελφός ρώτησε: « Πως πρέπει να προσευχηθώ τις τρεις φορές ; Σε διαφορετικές ώρες ή την ίδια ώρα; Γιατί συχνά συμβαίνει το πράγμα να μην επιτρέπει αναβολή».
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν έχεις άνεση χρόνου , σε τρεις μέρες να προσευχηθείς τις τρεις φορές. Αν όμως υπάρχει πίεση χρόνου, όπως συνέβη στην περίπτωση της προδοσίας του Σωτήρα- κάτι που δύσκολα γίνεται- τότε να έχει υπόδειγμα τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος τρεις φορές απομακρύνθηκε και προσευχήθηκε λέγοντας τα ίδια λόγια, και δεν εισακούστηκε, φαινομενικά βέβαια, επειδή έπρεπε οπωσδήποτε να πραγματοποιηθεί το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας μας. με αυτόν μας διδάσκει να μη λυπόμαστε όταν προσευχόμαστε και, για την ώρα , ο Θεός δεν μας ακούει∙ γιατί αυτός γνωρίζει καλύτερα από εμάς τι μας συμφέρει. Εμείς λοιπόν να μην παύουμε να τον ευχαριστούμε , και θα σωθούμε.
«Και αν μετά την προσευχή αργήσει να έρθει η πληροφορία, τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε ο αδελφός.»Επίσης , αν δεν είναι από εμένα η αιτία και εγώ δεν το ξέρω αυτό , από που θα το καταλάβω;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αν μετά την τρίτη προσευχή δεν σου έρθει η πληροφορία, ας ξέρεις ότι η αιτία είναι από εσένα και τότε, ακόμη και αν δεν σου φανερωθεί το σφάλμα σου, κατηγόρησε τον εαυτό σου, και θα σε ελεήσει ο Θεός».
(συν)
Ο αδελφός ρώτησε «Όταν κάποιος ρωτά τους πατέρες και παίρνει απαντήσεις, πρέπει άραγε να τις εκτελέσει όλες χωρίς εξαίρεση;»
«Όχι όλες», αποκρίθηκε ο γέροντας, «αλλά όσες του δίδονται ως εντολές. Γιατί άλλο είναι η απλή συμβουλή σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και άλλο η εντολή. Η συμβουλή είναι νουθεσία όχι υποχρεωτική , που δείχνει στον άνθρωπο τον ίδιο δρόμο της ζωής. η εντολή όμως μπαίνει σαν ζυγός και απαιτεί οπωσδήποτε από τον άνθρωπο να τη σηκώσει και να την εκτελέσει.
Ο αδελφός συνέχισε: «Μου είπες, πάτερ, τη διαφορά ανάμεσα στην εντολή και τη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού συμβουλή. Ξεκαθάρισέ μου λοιπόν και τα σημάδια και τα γνωρίσματα της κάθε μιας, και ποια είναι η έννοια της μιας και της άλλης».
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αν πας εσύ ο ίδιος σε πνευματικό πατέρα να τον ρωτήσεις για κάποιο πράγμα, θέλοντας όχι να πάρεις εντολή, αλλά να ακούσεις απάντηση σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, και σου πει τι πρέπει να κάνεις , οφείλεις οπωσδήποτε και αυτό να το τηρήσεις. Και αν, καθώς θα το κάνεις, δοκιμάσεις εξαιτίας του κάποια στενοχώρια, μην ταραχτείς, γιατί γίνεται για το συμφέρον σου. αν πάλι δεν θελήσεις να κάνεις αυτό που σου είπε, δεν θεωρείσαι βέβαια ότι παραβαίνεις εντολή-γιατί δεν σου δόθηκε ως εντολή- αλλά ότι θέλησες να παραβλέψεις το συμφέρον σου, και οφείλεις γι’ αυτό αα καταδικάζεις τον εαυτό σου. Γιατί πρέπει να πιστεύουμε ότι όλα όσα βγαίνουν από το στόμα των αγίων είναι για το συμφέρον αυτών που τα ακούν. Το ίδιο ισχύει και όταν , χωρίς καθόλου εσύ να ρωτήσεις, ο γέροντας σου είπε κάτι από μόνος του, καθώς ο Θεός κινούσε τον λογισμό του. Κάποτε έγινε κάτι τέτοιο. Ένας αδελφός ήθελε να πάει στην πόλη και κάποιος γέροντας του είπε από μόνος του ότι, αν πάει , θα πέσει στην πορνεία. Εκείνος δεν τον άκουσε , πήγε και έπεσε.»
«Αν όμως ρωτάς ειδικά για κάποιο πράγμα, θέλοντας να πάρεις εντολή, οφείλεις να βάλεις μετάνοια και να παρακαλέσεις να σου δοθεί εντολή. Και όταν δοθεί η εντολή, πάλι να βάλεις μετάνοια, για να σε ευλογήσει αυτός που σου έδωσε την εντολή, λέγοντας του∙ ‘‘Ευλόγησέ με, πάτερ, σχετικά με την εντολή , και ευχήσου να την τηρήσω’’. Και να ξέρεις, αδελφέ, ότι αυτός που σου δίνει την εντολή, δεν τη δίνει και μένει άπραγος, αλλά σε βοηθά με τη δέηση και τις προσευχές του, ώστε να μπορέσεις να την τηρήσεις. Αν όμως ξεχαστείς και δεν του βάλεις μετάνοια, για να πάρεις την ευλογία του, μη νομίσεις ότι η εντολή είναι άκρη-γιατί και έτσι έχει δύναμη-αλλά ότι την πήρες με άσχημο και όχι σωστό τρόπο. Και αν μπορέσεις, μη διστάσεις να πας και αν επανορθώσεις, βάζοντας μετάνοια και παίρνοντας την ευλογία∙ αν όμως δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, να θεωρείς ότι πήρες την εντολή με λειψό τρόπο.»
Είπε τότε ο αδελφός: «Αν εγώ ρωτήσω θέλοντας να πάρω εντολή , ο γέροντας όμως δεν έχει σκοπό να μου δώσει εντολή, αλλά μου πει μόνο συμβουλές∙ ή το αντίθετο∙ εγώ δεν ζητώ να πάρω εντολή , αλλά αυτός μου δώσει εντολή, άραγε αυτό θεωρείται εντολή , και πρέπει οπωσδήποτε να την τηρήσω; Υπάρχουν επίσης και κανόνες εκκλησιαστικοί και λόγια πατέρων γραμμένα σε βιβλία. Άραγε και αυτά, όπως την εντολή , είμαστε υποχρεωμένοι οπωσδήποτε να τα τηρήσωμε;»
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν ο γέροντας που ρωτήθηκε δεν είχε σκοπό να σου δώσει εντολή , ό, τι σου είπε δεν θεωρείται εντολή, ακόμη και αν εσύ του ζήτησες. Αν πάλι αυτός έκρινε καλό να σου δώσει εντολή, ακόμη και αν εσύ δεν του ζήτησες, είναι εντολή και πρέπει να την τηρήσεις. Αλλά και εκείνο πρέπει να δέχεσαι ως εντολή, ό, τι αποφαίνονται οι εκκλησιαστικοί κανόνες ή είναι ρητή και κατηγορηματική γνώμη πατέρων. Να μην το δέχεσαι δηλαδή αβασάνιστα, αλλά να επιβεβαιώνεις τον λογισμό σου ρωτώντας πατέρες και γέροντες∙ γιατί δεν είναι σίγουρο ότι καταλαβαίνεις σωστά το νόημα των λόγων . Γι’ αυτό πρέπει να ρωτά κανείς τους γέροντες και να πείθεται με την απάντησή τους και σε αυτή την περίπτωση, και να τηρεί απαράβατα όσα άκουσε, με τη βοήθεια του φιλάνθρωπου Θεού και τις ευχές των αγίων. Αμήν».
Αν όμως εξαιτίας κάποιου πειρασμού παραβώ την εντολή, τι να κάνω;» ρώτησε ο αδελφός.
Απόκρίθηκε ο γέροντας: «Αν πάρεις εντολή από κάποιον άγιο γέροντα και την παραβείς, μην αναστατωθείς, ούτε να απελπιστείς ώστε να την ακυρώσεις τελείως, αλλά θυμίσου εκείνον που είπε∙ ‘‘Ο δίκαιος, και επτά φορές τη μέρα να πέσει , σηκώνεται’’, και τον Κύριο που είπε στον Πέτρο∙ ‘‘Ως εβδομήντα φορές το επτά θα συγχωρείς τον αδελφό σου’’. Αν λοιπόν αυτός έδωσε εντολή σε ανθρώπους έτσι να συγχωρούν , πόσο περισσότερο δεν θα το κάνει ο ίδιος, που είναι πλούσιος σε έλεος και όλα τα ξεπερνά σε ευσπλαχνία; Αυτός καθημερινά φωνάζει σ’ εμάς μέσω του προφήτη∙ ‘‘Επιστρέψατε σ’ εμένα και θα στραφώ και εγώ σ’ εσάς, γιατί είναι εύσπλαχνος και δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού’’ κλπ.»
«Ακούγοντας όμως ότι η εντολή καταργείται με την παράβαση, αλλά πάλι ενεργοποιείται με τη μετάνοια, πρόσεξε μην αδιαφορήσεις και πέσεις στην αμέλεια, γιατί αυτό το πράγμα είναι βαρύ. Αλλά ούτε και σε εκείνα που φαίνονται μικροπράγματα να μην καταφρονήσεις την εντολή∙ ακόμη και σε αυτά αν γίνει κάποια αμέλεια, φρόντισε να επανορθώσεις, γνωρίζοντας ότι από την αδιαφορία στα μικρά φτάνει κανείς στα μεγάλα σφάλματα».
(+)
Ο αδελφός είπε: «Μου ψιθυρίζει ο λογισμός να μη ρωτώ τους αγίους πατέρες, μήπως , ενώ μάθω , δείξω καταφρόνηση εξαιτίας της αδυναμίας μου και έτσι αμαρτήσω».
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αυτός ο λογισμός είναι πάρα πολύ κακός και ολέθριος∙ μην τον ανεχτείς λοιπόν. Γιατί αν κάποιος αμαρτήσει αφού μάθει , οπωσδήποτε καταδικάζει τον εαυτό του. Αν όμως δεν μάθει και αμαρτήσει, ποτέ δεν θα καταδικάσει τον εαυτό του, και τα πάθη του θα μείνουν αθεράπευτα. Γι’ αυτό ο διάβολος ψιθυρίζει σε κάποιον τέτοια πράγματα, για να μείνει αυτός αθεράπευτος. Εσύ λοιπόν , αν σου πει ο λογισμός ότι δεν μπορείς να εφαρμόσεις την απάντηση του γέροντα λόγω της αδυναμίας σου, ρώτησε τον γέροντα ως εξής∙ ‘‘Επειδή θέλω να το κάνω, πες μου, πάτερ, τι είναι αυτό που με συμφέρει; Ξέρω βέβαια ότι , και να μου πεις ,δεν μπορώ να κάνω και να τηρήσω τον λόγο σου, αλλά θέλω να μάθω μόνο για τούτο: για να καταδικάζω τον εαυτό μου , ότι παρέβλεψα το συμφέρον μου’’. Και αυτό είναι για εσένα ταπείνωση. Ο Κύριος να φωτίσει την καρδιά σου , για να ακούσεις και να τηρήσεις, με τις ευχές των αγίων . Αμήν».
Ο αδελφός ρώτησε: «Πως εξηγείς, πάτερ, το ότι, όποτε πιέζομαι από τους λογισμούς και παρακαλώ τους γέροντες να προσευχηθούν για εμένα και ακούω αυτά που μου λένε, αμέσως η ψυχή μου νιώθει ανάπαυση;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Όταν το πλοίο κινδυνεύει από τα κύματα, αν έχει καπετάνιο, αυτός, με τη σοφία που του έδωσε ο Θεός, σώζει το πλοίο∙ και καθώς το πλοίο σώζεται, ευφραίνεται ο επιβάτης. Και ο άρρωστος χαίρεται πολύ με τη θύμηση του γιατρού, και ακόμη πιο πολύ με τη θεραπεία που του κάνει. Αλλά και εκείνον που κινδυνεύει στον δρόμο από επίθεση ληστών , τον ενθαρρύνουν οι φωνές των φυλάκων∙ πόσο περισσότερο η παρουσία τους;»
«Αν λοιπόν αυτά έτσι είναι, σκέψου πόση άραγε ευφροσύνη και ασφάλεια μπορεί να δίνει η απάντηση των πατέρων σε καθέναν που ακούει, και μάλιστα όταν αυτή συνδυάζεται με επίμονη προσευχή προς τον Θεό που είπε∙ ‘‘Προσευχηθείτε ο ένας για τον άλλο, για να θεραπευτείτε, και όταν οι πατέρες, θεωρώντας το πάθος του αδελφού ως πάθος δικού τους μέλους, φωνάζουν με γλυκύτητα δάκρυα στον Ιησού , τον Κύριο τους∙ ‘‘Διδάσκαλε, σώσε μας, χανόμαστε’’»
«Αφού λοιπόν η δέηση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη όταν ενεργεί, όπως λέει η Γραφή, ας μη διστάσουμε να παρακαλέσουμε τους δίκαιους να προσευχηθούν για εμάς. Γιατί , αν και εμείς είμαστε ανάξιοι, όμως ο καλός Κύριος κάνει χάρη στους δούλους του, όπως έκανε κιόλας πολλές φορές, και μας σπλαχνίζεται , όπως λέει και η Γραφή∙ ‘‘Θα κάνει το θέλημα αυτών που τον φοβούνται ‘’, κλπ., και∙ ‘‘Φωνάζαν οι δίκαιοι , και ο Κύριος του άκουσε’’.»
«Πολλές φορές , αδελφέ, ακούγοντας οι ληστές τη φωνή των πιο δυνατών από αυτούς, έφυγαν. Έτσι φεύγουν έντρομοι και ντροπιασμένοι και οι νοητοί ληστές, όταν ακούσουν τη φωνή αυτών που είναι δυνατοί από την ενίσχυση του αγίου Πνεύματος και που άκουσαν τον Κύριο και προστάτη τους Ιησού να τους λέει∙ ‘‘Έχετε θάρρος∙ εγώ νίκησα τον κόσμο’’, και ∙ ‘‘Σας έδωσα εξουσία να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού , και σε τίποτε δεν θα σας βλάψουν’’.»
«ας παρακαλέσουμε λοιπόν τους αγίους γέροντες να προσευχηθούν για εμάς, και θα κάνουμε έτσι τον εαυτό μας οικείο σε αυτούς∙ γιατί η ωφέλεια από αυτούς είναι μεγάλη».
Από το Γεροντικό
Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Να μην εμπιστεύεσαι τη συνείδησή σου σε εκείνον , για τον οποίο η καρδιά σου δεν νιώθει σιγουριά».
Κάποιος αδελφός που είχε πέσει σε μεγάλη αμαρτία, πήγε στον αββά Λωτ. Έμπαινε και έβγαινε γεμάτος αγωνία και ταραχή και δεν μπορούσε να καθίσει. «Τι έχεις αδελφέ;» τον ρώτησε ο γέροντας. «Έκανα μια μεγάλη αμαρτία», απάντησε εκείνος, «και δεν μπορώ να την πω». Και ο γέροντας του είπε: «Ομολόγησέ τη σ’ εμένα, και εγώ θα τη σηκώσω». Τότε ο αδελφός , πέφτοντας στο έδαφος, είπε: «Έπεσα στην πορνεία, και για να το πετύχω θυσίασα τα πάντα».
Ο γέροντας του έδωσε χέρι, τον σήκωσε και του είπε: «Έχε θάρρος, γιατί υπάρχει μετάνοια. Πήγαινε, κάθισε στη σπηλιά και νήστευε τρώγοντας μια φορά στις δυο μέρες, και εγώ Θα σηκώσω μαζί σου τη μισή αμαρτία».
Πήγε λοιπόν ο αδελφός και έκανε όπως τον πρόσταξε ο γέροντας. Όταν πέρασαν τρείς εβδομάδες, ο Θεός πληροφόρησε τον γέροντα ότι δέχτηκε τη δέηση του και τη μετάνοια του αδελφού και του συγχώρησε το αμάρτημα. Ο γέροντας τότε κάλεσε τον αδελφό και του είπε ότι ο Θεός τον ελέησε. Και έμεινε ο αδελφός στην υποταγή του γέροντα ως τον θάνατό του.
Κάποιος αδελφός που τον ενοχλούσε η πορνεία , πήγε σε έναν μεγάλο γέροντα, και αφού του είπε το λογισμό του, τον παρακάλεσε να προσεύχεται γι’ αυτόν. Πράγματι , ο γέροντας παρακάλεσε τον Θεό για χάρη του. Γυρνώντας ο αδελφός στο κελί του , πάλι ενοχλήθηκε. Ξαναπήγε λοιπόν στο γέροντα, εξομολογήθηκε και τον παρακαλούσε πάλι να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Ο γέροντας συμφώνησε και παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, φανέρωσέ μου πως κάθεται ο αδελφός αυτός στο κελλί του και απο που προέρχεται αυτή η δαιμονική ενέργεια. Γιατύ σε παρακάλεσα και δεν βρήκε ανάπαυση». Και ο Θεός του φανέρωσε τα σχετικά με τον αδελφό. Τον είδε να κάθεται στο κελλί του και το πνεύμα της πορνείας κοντά του∙ και στεκόταν άγγελος σταλμένος από τον Κύριο, για να τον βοηθήσει, και οργιζόταν με τον αδελφό που δεν άφηνε τον εαυτό του στον Θεό, δεν αγωνιζόταν δηλαδή με την προσευχή εναντίον των λογισμών, αλλά ευχαριστιόταν με αυτούς και παρέδινε όλο τον νού του στη δαιμονική ενέργεια. Κατάλαβε λοιπόν ο γέροντας ότι η αιτία βρίσκεται στον αδελφό και του είπε: «Εσύ είσαι ο αίτιος που δεν φεύγει ο πόλεμος, γιατί δέχεσαι τους λογισμούς και ευχαριστιέσαι με αυτούς». Έπειτα τον δίδαξε πως πρέπει να αντιστέκεται στους λογισμούς και να τους διώχνει με την προσευχή. Και ο αδελφός συνήλθε με την ευχή και τη διδαχή του γέροντα και βρήκε ανακούφιση
Ένας αδελφός που τον πολεμούσε η πορνεία πήγε σε κάποιον γέροντα και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί για χάρη του, ώστε να ανακουφιστεί από τον πόλεμο. Ο γέροντας συμφώνησε και παρακάλεσε τον Θεό για τον αδελφό επτά μέρες. Την έβδομη μέρα λοιπόν ρώτησε τον αδελφό: «Πως πήγε ο πόλεμος, αδελφέ;». «Πολύ άσχημα», απάντησε εκείνος. «Αληθινά, δεν ένιωσα καμία ανακούφιση».
Ο γέροντας παραξενεύτηκε που το άκουσε και παρακάλεσε τον Θεό να του φανερώσει για ποιο λόγο δεν ανακουφίστηκε ο αδελφός. Και του παρουσιάστηκε τη νύχτα ο σατανάς και του είπε: «Πίστεψέ με , γέροντα, από την πρώτη μέρα που άρχισες να παρακαλείς τον Θεό, έφυγα από αυτόν. Αλλά αυτός έχει δικό του δαίμονα και δικό του πόλεμο από τη λαιμαργία του. Εγώ δεν έχω ανάμιξη στον πόλεμο του, αλλά ο ίδιος πολεμά τον εαυτό του με το να τρώει και να πίνει και να κοιμάται πολύ, δηλαδή μέχρι να χορτάσει , και ακόμη περισσότερο».
Του αγίου Εφραίμ
Αδελφέ, αν κάθεσαι ως υποτακτικός σε πατέρες, η ακλόνητη πίστη σου θα φανεί σε τούτο∙ όχι όταν σε περιποιούνται και σου μιλούν με ήμερο τρόπο και με πραότητα, αλλά όταν σε αποπαίρνουν και σε χτυπούν και υπομένεις∙ γιατί και το θηρίο, όταν το καλοπιάνουν , ημερεύει και ησυχάζει. Μη λοιπόν κακιώνεις με αυτόν που σε παιδαγωγεί, αν βέβαια θέλεις να γίνεις ένας από τους εκλεκτούς , αλλά σε όλα να υποτάσσεσαι με καλή διάθεση στον δάσκαλό σου. Όπως και ο ίδιος ο Κύριος, όταν έγινε άνθρωπος , υποτασσόταν ταπεινά πρώτα στη μητέρα του και στον νομιζόμενο πατέρα του, καθώς μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής , λέγοντας: «Και υποτασσόταν σε αυτούς»∙ και στον αληθινό Πατέρα του, τον ουράνιο, υπάκουε μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού , όπως λέει ο απόστολος.
Να δέχεσαι λοιπόν ευχαρίστως τις θλίψεις που σου έρχονται και τις παιδαγωγίες από τον ηγούμενο. «Γιατί ποιο παιδί», λέει η Γραφή, « δεν το παιδαγωγεί ο πατέρας του; Αν όμως δεν έχετε την παιδαγωγία που έχουν πάρει όλοι , τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδία». Σε έδειραν ; να χαίρεσαι γι’ αυτό, και να διορθώνεις το σφάλμα σου. Αλλά σε έδειραν άδικα; Η ανταμοιβή σου θα είναι μεγαλύτερη∙ γιατί και οι απόστολοι , που κήρυτταν στον κόσμο τη σωτηρία, σε κάθε πόλη δέρνονταν σαν κακούργοι, και δεν οργιζόταν ούτε αγανακτούσαν , αλλά χαίρονταν που αξιώθηκαν να κακοπαθούν για χάρη του ονόματος του Χριστού.
Ίσως όμως κάποιος από τους πιο αμελείς να πει: «Στενοχωρούμαι , γιατί αυτό μου συνέβη μετά από τόσους κόπους που έκανα στο μοναστήρι». Σε αυτόν θα έλεγα: «αυτό σε στενοχωρεί , δούλε του Κυρίου; Από αυτό λοιπόν να καταλάβεις ότι μετά από τα τόσα χρόνια και τους πολλούς κόπους που λες, ακόμη δεν νίκησες τα πάθη. Γιατί αν κάοιος νομίζει ότι είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, τον εαυτό του εξαπατά. Όπως δηλαδή ο καπετάνιος την ώρα της τρικυμίας φαίνεται τι καπετάνιος είναι, το ίδιο και ο μοναχός την ώρα που τον προσβάλλου και τον αποπαίρνουν∙ και είτε υπομένει με χαρά, πιστεύοντας ότι έχει πολύ μεγάλο κέρδος, είτε του κακοφαίνεται και στενοχωρείται. Γιατί εκείνος που καυχιέται λέγοντας ‘‘ έχω τόσα χρόνια στη μοναχική ζωή’’, δεν παρουσίασε όμως δείγματα της μοναχικής εργασίας ούτε κατόρθωσε τους τρόπους της σεμνής ζωής, αυτός κουβαλά εργαλεία που ακόμη δεν έμαθε να χρησιμοποιεί».
Έχεις γεράσει στο μοναχικό σχήμα; Ως έμπειρος λοιπόν της μοναχικής ζωής γίνε το παράδειγμα για τους νέους και άπειρους. Ας μείνουν κατάπληκτοι οι άλλοι με την υπομονή και την ανεξικακία σου. Ας χαίρεται και το άγιο Πνεύμα, που κατοικεί μέσα σου, για τη μεγάλη σου καρτερικότητα. Και προπαντός πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό, γιατί όλα τα παθαίνεις για το συμφέρον σου.
Εγώ πιστεύω ό τι αυτός που ανέλαβε την καθοδήγησή σου δεν χαίρεται για το ελάττωμά σου, επειδή πρόκειται να λογοδοτήσει για εσένα στον Κύριο∙ η χαρά του είναι να σε παρουσιάσει τέλειο στον Κύριο. Γι’ αυτό οφείλεις να υπομένεις με ευγνωμοσύνη όλα όσα σου κάνει , ακόμη και αν είναι οδυνηρά, θεωρώντας ότι σε γιατρεύει και όχι ότι σε τιμωρεί. Αν όμως δεν μπορείς να υποφέρεις για χάρη του Κυρίου μιά μικρή θλίψη και δοκιμασία, πως θα υπομένεις για μεγάλη; Και αν δεν ανέχεσαι την προσβολή ή ράπισμα ή χτύπημα, πως θα σηκώσεις στον σταυρό σου, που από την αρχή υποσχέθηκες ότι θα τον σηκώσεις; Και αν δεν σηκώνεις τον σταυρό σου, πως θα γίνεις κληρονόμος της επουράνιας δόξας μαζί με εκείνους που λένε: «Όλα αυτά ήρθαν επάνω μας και δεν σε ξεχάσαμε, Κύριε, ούτε παραβήκαμε τη διαθήκη σου», και «Για χάρη σου πεθαίνουμε κάθε μέρα, θεωρούμαστε σαν πρόβατα για σφαγή»;
Αγαπητέ αδελφέ, ξεχάσαμε αυτά που υπέφερε για χάρη μας ο Κύριος όλων μας; τον έβρισαν , τον εξευτέλισαν , του είπαν «έχεις δαιμόνιο», και δεν οργίστηκε. Του έδωσαν χαστούκια και χτυπήματα, τον χλεύασαν , τον κάρφωσαν στον σταυρό, του έδωσαν να πιεί ξύδι με χολή , του τρύπησαν με λόγχη την πλευρά. Όλα αυτά τα υπέμεινε για τη σωτηρία μας, και εμείς για χάρη του ούτε μια μικρή προσβολή δεν υποφέρουμε; Πως λοιπόν θα τον συναντήσουμε την ημέρα της κρίσεως; Και ποια απολογία θα βρούμε, όταν, μαζί με όλες τις άλλες ευεργεσίες που έκανε για εμάς, θα μας παρουσιάζει και αυτά και θα απαιτεί από εμάς κάποιο αντιστάθμισμά;
Ας ξυπνήσουμε λοιπόν , αγαπητέ, από την τόση χαύνωση∙ ας κάνουμε την καρδιά μας γενναία και ακλόνητη και ας πούμε και εμείς μαζί με τον απόστολο ότι είμαστε έτοιμοι όχι μόνο να δεθούμε ή να χτυπηθούμε για τον Χριστό, αλλά και να πεθάνουμε. Γιατί αν συμμεριζόμαστε τα παθήματα του, οπωσδήποτε θα μετάσχουμε και στη δόξα του και θα γίνουμε μαζί του κληρονόμοι της ουράνια βασιλείας.
YΠΟΘΕΣΗ ΛΗ΄(3 8 )
Αυτούς που προσέχουν τον εαυτό τους και αποβλέπουν στην πρόνοια του Θεού , συχνά η θεία χάρη τους διδάσκει τα πρέποντα με ανθρώπους απλοϊκούς και αμαθείς. Οι ταπεινόφρονες καταδέχονται να διδάσκονται και από τους τυχόντες.
Από τον βίο του αγίου Εφραίμ
Ο Μέγας Εφραίμ ήταν πάντοτε απασχολημένος με ιερές σκέψεις και σχεδόν αδιάκοπα έβλεπε νοερά την ημέρα της κρίσεως και πενθούσε ακατάπαυστα, γι’ αυτό και έφευγε μακριά, όπως ο ψαλμωδός, και απέφευγε κάθε θόρυβο και τρικυμία και ταραχή της ζωής και έμενε στην έρημο. Πηγαίνοντας πάλι από τόπο σε τόπο για να ωφελήσει και να οικοδομήσει ψυχές, καταπώς τον κινούσε το άγιο Πνεύμα, άφησε κάποτε την πατρίδα του με εντολή του Θεού, όπως ο ιερός Αβραάμ, και πήγε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, από τη μια για να προσκυνήσει τα ιερά λείψανα και προσκυνήματα, και να πάρει από αυτόν καρπό γνώσεως. Γι’ αυτό και παρακάλεσε τον Θεό λέγοντας: «Ιησού Χριστέ, δέσποτα και Κύριε του σύμπαντος, αξίωσέ με, μπαίνοντας στην Έδεσσα, να συναντήσω έναν τέτοιον άνθρωπο που να μπορεί να μιλήσει μαζί μου για την οικοδομή και την ωφέλεια της ψυχής».
Έτσι προσευχήθηκε∙ και όταν έφτασε στην είσοδο της πόλης και πέρασε την πύλη της, ήταν σκεφτικός και όλος προσοχή και φροντίδα, καθώς συλλογιζόταν πως θα συναντούσε εκείνον τον άνθρωπο και τι θα τον ρωτούσε και ποια ωφέλεια θα κέρδιζε. Καθώς λοιπόν βάδιζε έτσι σκευτικός, τον συνάντησε μια γυναίκα, και μάλιστα πόρνη∙ αυτό όμως ήταν από τον Θεό που πολλές φορές, με τρόπο μυστηριώδη και ανεξερεύνητο , κάνει να βγεί καλό από το κακό.
Ο άγιο Εφράιμ λοιπόν , με το που συνάντησε την πόρνη εντελώς αντίθετα με ό,τι περίμενε, στάθηκε να την κοιτάζει επίμονα με απορία, ανήσυχος και ταραγμένος, επειδή δεν έγινε αυτό που ζήτησε στην προσευχή του αλλά το εντελώς αντίθετο. Εκείνη πάλι , βλέποντας τον να την κοιτάζει έτσι, τον κοιτούσε και αυτή διαπεραστικά.
Αφού κοιταζόταν έτσι για πολλή ώρα, θέλησε ο μέγας να την κάνει να ντραπεί και να τη φέρει στη συστολή που ταιριάζει στις γυναίκες. «Τι λοιπόν , γυναίκα;» της είπε. «Δεν κοκκινίζεις να με βλέπεις με τα μάτια έτσι καρφωμένα επάνω μου;». και εκείνη απάντησε: «Σ’εμένα έτσι ταιράζει , να βλέπω εσένα, γιατί έχω πλαστεί από τη δική σου πλευρά. Εσύ όμως δεν πρέπει να κοιτάζεις εμένα, αλλά το χώμα, από το οποίο πλάστηκες».
Όταν ο Εφραίμ το άκουσε αυτό χωρίς διόλου να το περιμένει, ευγνωμονούσε τη γυναίκα, επειδή τον ωφέλησε πολύ ,και ευχαριστούσε θερμά τον Θεό, ο οποίος πολλές φορές μπορεί να ωφελήσει πολύ περισσότερο από εκεί που δεν το περιμένει κανείς, παρά από εκεί που το περιμένει.
Ο αββάς Ολύμπιος διηγήθηκε: «Κάποτε κατέβηκε στη Σκήτη ένας ιερέας των ειδωλολατρών και ήρθε και κοιμήθηκε στο κελλί μου. όταν είδε τον τρόπο ζωής των μοναχών, με ρώτησε∙ ‘‘ Έτσι που ζείτε, τίποτε δεν βλέπετε από τον Θεό σας;’’ ‘‘Όχι ‘’, του απάντησα. Εκείνος συνέχισε∙ ‘‘Όποτε εμείς ιερουργούμε στον θεό μας, τίποτε δεν μας κρύβει, αλλά μας φανερώνει τα μυστήριά του. Και εσείς που κάνετε τόσους κόπους, αγρυπνίες, ησυχίες, ασκήσεις, λες ότι τίποτε δεν βλέπετε; Σίγουρα , αφού δεν βλέπετε, έχετε κακούς λογισμούς στην καρδιά σας, που σας χωρίζουν από τον Θεό σας και γι’ αυτό δεν σας φανερώνονται τα μυστήριά του’’.»
«Ύστερα λοιπόν από αυτό πήγα και είπα στους γέροντες τα λόγια του ιερέα των ειδωλολατρών . αυτοί θαύμασαν και είπαν∙ ‘‘ Πραγματικά, έτσι είναι. Γιατί οι βρώμικοι λογισμοί χωρίζουν τον άνθρωπο από τον Θεό’’».
Ο αββάς Μακάριος διηγήθηκε: «Όταν ήμουν νέος, ένιωσα ακηδία στο κελλί μου και βγήκα στην έρημο, λέγοντας στον λογισμό μου∙ ‘‘ Όποιον συναντήσει, ρώτησέ τον , για να ωφεληθείς’’. Βρήκα ένα παιδί που έβοσκε βόδια και το ρώτησα∙ ‘‘Τι να κάνω , παιδάκι μου , που πεινώ;’’ Εκείνο μου αποκρίθηκε∙ ‘‘Να φάς’’. ‘‘ Έφαγα και πάλι πεινώ’’, είπα. Το παιδί μου απάντησε∙ ‘‘Πάλι να φάς’’. Εγώ συνέχισα∙ ‘‘Πολλές φορές έφαγα, και πάλι πεινώ’’. Τότε μου είπε∙ ‘‘Μήπως είσαι γάιδαρος , αββά, και όλο θέλεις να τρώς’’. Ωφελήθηκα από την απάντηση και έφυγα.
Πήγε κάποιος γέροντας στον αββά Αχιλλά και τον είδε να φτύνει αίμα. Τον ρώτησε τι είναι αυτό, και εκείνος απάντησε: «Είναι ένας λόγος κάποιου αδελφού που με λύπησε, και αγωνίστηκα να μην τον φανερώσω. Παρακάλεσα στον Θεό α τον πάρει από εμένα , και έγινε ο λόγος αίμα μέσα στο στόμα μου. τον έφτυσα λοιπόν και ανακουφίστηκα και ξέχασα τη λύπη».
Από το βίο του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη.
Ο άγιος Θεοδόσιος πλησίαζε πια να ενηλικιωθεί, όταν κυριεύτηκε από τον έρωτα της ασκητικής ζωής. Έφυγε τότε από την πατρίδα του και πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησε με ευλάβεια τα άγια προσκυνήματα. Έπειτα συλλογιζόταν πώς να αρχίσει να ασκητεύει και ποιόν τρόπο ζωής να προτιμήσει , τον εντελώς ερμητικό και απομονωμένο, ή μαζί με άλλους ευλαβείς που έχουν τον ίδιο σκοπό; Όμως , τουλάχιστον για την ώρα, δεν έβρισκε καλό να αποσυρθεί μόνος στην ησυχία , επειδή θεωρούσε επικίνδυνο το να παλεύει ολομόναχος εναντίον των πονηρών πνευμάτων , τη στιγμή που ήταν άπειρος.
Έλεγε δηλαδή : «Από τους στρατιώτες του κόσμου , κανένας δεν είναι τόσο θρασύς και ανόητος ώστε, χωρίς καμιά πείρα και εξάσκηση στα πολεμικά, να φεύγει αμέσως από την παράταξη και να χώνεται στη μέση ακριβώς των εχθρών. Εγώ λοιπόν, χωρίς ακόμη να γυμναστούν τα χέρια μου για τη μάχη και τα δάχτυλά μου για τον πόλεμο και χωρίς να έχω ζωστεί την ουράνια δύναμη, και ενώ η συμπλοκή αυτή είναι πολύ πιο επικίνδυνη και με αβέβαιη έκβαση , πως θα μπορέσω να σταθώ, για να πολεμήσω ενάντια στις αρχές , τις εξουσίες, τους κυρίαρχους του σκότους αυτού του κόσμου και τα πονηρά πνεύματα; Αυτό λοιπόν που μου χρειάζεται είναι να μαθητέψω πρώτα σε αγίους πατέρες, οι οποίοι πιο μπροστά γυμνάστηκαν καλά σε αυτά∙ και αφού γυμναστώ αρκετά από αυτούς στην αντιμετώπιση των νοητών εχθρών, έπειτα να τρυγήσω στον κατάλληλο καιρό και τους καρπούς που φυτρώνουν από την ησυχία».
Αυτά σκέφτηκε με πολλή σοφία-γιατί μαζί με τα άλλα είχε και βαθιά σύνεση- και αμέσως στράφηκε στην αναζήτηση εκείνων που με ασκητικούς κόπους μελέτησαν το αγαθό , πιστεύοντας ότι είναι πιο σίγουρη η μάθηση και η διδασκαλία που βασίζεται στην πείρα. Πήγε λοιπόν και παρέδωσε τον εαυτό του στον μακάριο γέροντα Λογγίνο, ο οποίος ξεχώριζε από όλους τους όμοιους με αυτόν πατέρες, και έγινε μιμητής και συγκάτοικος του, επειδή έμεινε πολύ ευχαριστημένος από τον τρόπο της ζωής του, και γι’ αυτό έγινε ένα, θα λέγαμε, με αυτόν και η ψυχή του προσκολλήθηκε σε αυτόν, όπως λέει και ο ιερός Δαβίδ. (Ψαλμ.62, 9) γιατί , όπως σωστά λένε και οι παλιοί , με όποιον κανείς ευχαριστιέται να είναι μαζί, τέτοιος θεωρείται ότι είναι και ο ίδιος.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Αντώνιος είπε ότι η υπακοή μαζί με την εγκράτεια υποτάσσουν θηρία.
Είπε ο αββάς Ποιμήν ότι κάποιος ρώτησε κάποτε τον αββά Παΐσιο: «Τι να κάνω με την ψυχή μου που είναι αναίσθητη και δεν φοβάται τον Θεό;» Και του αποκρίθηκε ο γέροντας: «Πήγαινε , προσκολλήσου σε άνθρωπο που έχει φόβο Θεού, και μένοντας κοντά του , θα μάθεις και εσύ από αυτόν να φοβάσαι τον Θεό».
Πήγαν κάποτε στον μέγα Παμβώ τέσσερις μοναχοί από τη Σκήτη , ντυμένοι με δέρματα, και ο ένας ανέφερε την αρετή του άλλου. Ο ένας νήστευε πολύ, ο δεύτερος δεν είχε τίποτε δικό του , ο τρίτος είχε πολλή αγάπη και ο τέταρτος είχε είκοσι δύο χρόνια στην υπακοή ενός γέροντα. Σε αυτούς λοιπόν ο αββάς Παμβώ αποκρίθηκε: «Σας λέω, ότι η αρετή του τέταρτου είναι μεγαλύτερη από των άλλων . Γιατί καθένας από εσάς, όποια αρετή απέκτησε, την κράτησε με το θέλημά του∙ αυτός όμως έκοψε το θέλημα του και κάνει το θέλημα άλλου, και γι’ αυτό είναι ανώτερο από εσάς. Οι άνθρωπο της υπακοής είναι ομολογητές, αν βέβαια τη φυλάξουν ως το τέλος.
Είπε ο αββάς Ρούφος ότι αυτός που κάθεται στην υποταγή πνευματικού πατέρα έχει περισσότερη ανταμοιβή από εκείνον που πάει και ασκητεύει μόνος του στην έρημο.
Ο ίδιος έλεγε ότι κάποιος από τους πατέρες διηγήθηκε τα εξής:
« Κάποτε μεταφέρθηκε νοερά στον ουρανό και είδα εκεί τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη ήταν όποιος έζησε άρρωστος και ευχαριστούσε τον Θεό∙ στη δεύτερη ο φιλόξενος που δεχόταν και υπηρετούσε τους αδελφούς∙ στην Τρίτη ο ερημίτης που δεν έβλεπε άνθρωπο∙ στην τέταρτη όποιος καθόταν σε υποταγή γέροντα και τον υπάκουε σε όλα για χάρη του Κυρίου. Και αυτός της υπακοής φορούσε χρυσό περιδέραιο και κόσμημα και είχε περισσότερη δόξα από τους άλλους.»
Βλέποντας αυτά εγώ, ρώτησα εκείνον που με οδηγούσε∙ ‘‘Πως αυτός ο μικρότερος έχει περισσότερη δόξα από τους άλους;’’ Και μου αποκρίθηκε ‘‘Επειδή ο φιλόξενος και ο ερημίτης διάλεξαν τις αρετές με δικό τους θέλημα, ενώ ο υποτακτικός εγκατέλειψε όλα του τα θελήματα και κρέμεται από τον Θεό και τον γέροντά του. Γι’ αυτό και δοξάστηκε περισσότερο από εκείνους’’»
Είπε π αββάς Υπερέχιος: «Η υπακοή είναι το κειμήλιο του μοναχού. Όποιος την έχει , θα εισακουστεί από τον Θεό και με θάρρος θα σταθεί μπροστά στον Εσταυρωμένο∙ γιατί ο Κύριος που σταυρώθηκε, έκανε υπακοή μέχρι θανάτου».
Δύο αδέλφια πήγαν να μείνουν σε κάποιο μοναστήρι. Ο ένας ήταν ασκητής , ενώ ο άλλος διάλεξε την υπακοή , και ό, τι του έλεγε ο ηγούμενος , το έκανε χωρίς να το εξετάζει. Συχνά δηλαδή του έλεγε: «Φάε το πρωΐ», και έτρωγε∙ άλλοτε: «Μη φάς ως το βράδυ», και δεν έτρωγε∙ και σε όλα τα άλλα το ίδιο , ό,τι του έλεγε, το έκανε με χαρά, και για την υπακοή του τον δόξαζαν στο μοναστήρι.
Ο αδερφός του ο ασκητής φθόνησε και είπε μέσα του: «Θα τον δοκιμάσω, αν έχει υπακοή». Πήγε λοιπόν στον ηγούμενο και του είπε: «Στείλε μαζί μου τον αδελφό , για να πάμε σε κάποια δουλειά». Και ο αββάς τον έστειλε.
Όταν έφτασαν στον ποταμό, όπου υπήρχαν πάρα πολλοί κροκόδειλοι , είπε στον αδελφό του ο ασκητής: «Πήγαινε να μπείς στον ποταμό και να τον διασχίσεις». Εκείνος πήγε, και ήρθαν οι κροκόδειλοι και τον έγλυφαν , χωρίς να τον πειράξουν. Βλέποντας το αυτό ο ασκητής , του είπε: «Βγές από τον ποταμό», και βγήκε απείραχτος».
Προχωρώντας βρήκαν έναν νεκρό πεσμένο στον δρόμο, και είπε ο ασκητής: «Αν είχαμε κανένα παλιόρουχο , θα το ρίχναμε επάνω του». «Προτιμότερο είναι να προσευχηθούμε , μήπως αναστηθεί», αποκρίθηκε ο αδελφός. Πράγματι , προσευχήθηκαν και ο νεκρός αναστήθηκε. Και ο ασκητής καυχιόταν : «Για την άσκησή μου αναστήθηκε ο νεκρός».
Ο Θεός όμως τα φανέρωσε όλα στο νηγούμενο του μοναστηριού και όταν γύρισαν , είπε ο αββάς στον ασκητή: «Γιατί έβαλες σε τέτοια δοκιμασία τον αδελφό σου στον ποταμό; Να το ξέρεις , για την υπακοή του αναστήθηκε ο νεκρός».
Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Να μην υπολογίζεις τον εαυτό σου, αλλά να προσκολληθείς σε κάποιον που ζει ενάρετα».
Του Αββά Μάρκου
Εκείνος που είναι κάτω από την εξουσία της αμαρτίας, δεν μπορεί μόνος του να νικήσει το σαρκικό θέλημα, γιατί έχει τον ερεθισμό ακατάπαυτο και εγκαταστημένο στα μέλη του.
Όσο έχουμε πάθη , πρέπει να προσευχόμαστε και να υποτασσόμαστε. Γιατί μόνο με βοήθεια μπορεί κανείς να πολεμήσει τα πάθη που έγιναν συνήθειες.
Εκείνος που παλεύει εναντίων του θελήματος του με την υποταγή και την προσευχή , είναι αθλητής με καλή μέθοδο, ο οποίος φανερώνει τη νοητή πάλη με την αποχή από τα αισθητά.
Του αγίου Διαδόχου.
Η υπακοή έχει αναγνωριστεί ως το πρώτο καλό ανάμεσα σε όλες τις εισαγωγικές αρετές, γιατί εξουδετερώνει την υπερηφάνεια και γεννά σ εμάς την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό και σε όσους με ευχαρίστηση την υπομένουν , γίνεται θύρα προς την αγάπη του Θεού. Αυτήν απέρριψε ο Αδάμ και έπεσε στον βυθό του ταρτάτου. Αυτήν αγάπησε ο Κύριος και, σύμφωνα με το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας μας, υπάκουσε στον Πατέρα του μέχρι του σημείου να σταυρωθεί και να πεθάνει- και αυτό χωρίς διόλου να είναι κατώτερος από την μεγαλοσύνη του Πατέρα- για να ακυρώσει την ενοχή των ανθρώπων λόγω της παρακοής με τη δική του υπακοή και για να επιστρέψει στη μακαρία και αιώνια ζωή όσους θα ζήσουν με υπακοή. Αυτή λοιπόν την αρετή πρώτα να φροντίζουν όσοι ξεκινούν την πάλη εναντίων της υπερηφανείας του διαβόλου. Και αυτή θα μας δείξει , καθώς θα προχωρούμε ,όλους τους δρόμους των αρετών χωρίς κίνδυνο πλάνης.
Του αββά Κασσιανού
Με κανένα άλλο ελάττωμα δεν γκρεμίζει τόσο ο διάβολος τον άνθρωπο στο βάραθρο της απωλείας, όσο με το να τον πείσει να μη δέχεται να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τη διδαχή και την καθοδήγηση των πατέρων , αλλά να ακολουθεί το δικό του θέλημα. Γιατί όποιος πηγαίνει σύμφωνα με τη δική του κρίση και γνώμη , ποτέ δεν θα προχωρήσει με ασφάλεια, αλλά πολλές φορές θα σκοντάψει και θα περιπλανηθεί άσκοπα και, σαν να βαδίζει στο σκοτάδι, συνεχώς θα διατρέχει πολλούς κινδύνους.
Αυτό εμείς πρέπει να το καταλάβουμε παίρνοντας παράδειγμα και από τις ανθρώπινες τέχνες και επιστήμες. Αν δηλαδή εκείνες , παρά το ότι είναι χειροπιαστές , δεν μπορούμε α τις μάθουμε μόνοι μας και έχουμε ανάγκη από κάποιον να μας τις διδάξει σωστά και να μας λύσει κάθε απορία, πως δεν θα είναι κουτό και ανόητο να νομίζουμε ότι θα μάθουμε χωρίς δάσκαλο την πνευματική τέχνη, που είναι πιο δύσκολη και πιο κοπιαστική από κάθε άλλη τέχνη και επιστήμη; Η τέχνη αυτή δεν είναι σωματική και ορατή , όπως οι άλλες τέχνες που καταγίνονται μόνο με τα σώματα, αλλά είναι κρυμμένη και αόρατή , αφού αποβλέπει μόνο στην ψυχή και έχει κόπο να την κάνει όμοια με τον Θεό. Και η αποτυχία σε αυτή την τέχνη δεν κάνει πρόσκαιρη ζημιά, αλλά προξενεί απώλεια ψυχής και αιώνιο θάνατο και κόλαση.
Του αγίου Μαξίμου
Ο Θεός και Λόγος του Θεού και Πατέρα, βρίσκεται μυστικά μέσα σερ καθεμιά από τις εντολές του∙ και ο Θεός Πατέρας όλος είναι εκ φύσεως αχώριστος μέσα στ όλο τον Λόγο του. Όποιος λοιπόν δέχεται τη θεϊκή εντολή και την τηρεί, δέχεται τον Λόγο του Θεού που είναι μέσα της∙ και καθώς δέχθηκε αυτόν διά μέσου των εντολών , μαζί με αυτόν δέχθηκε και τον Πατέρα που είναι εκ φύσεως μέσα του, όπως και το Πνεύμα που είναι επίσης εκ φύσεως μέσα του. Γιατί ο ίδιος είπε : «Σας βεβαιώνω ότι όποιος δέχεται αυτόν που στέλνω , εμένα δέχεται∙ και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται αυτόν που με έστειλε». Όποιος λοιπόν δέχθηκε εντολή και την τήρησε, δέχτηκε και έχει μυστικά την αγία Τριάδα.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Ιωσήφ ο Θηβαίος είπε ότι τρία πράγματα έχουν μεγάλη αξία τον Κύριο. Το πρώτο , όταν ο άνθρωπος είναι άρρωστος και του έρχονται και άλλοι πειρασμοί και τους δέχεται ευχαριστώντας τον Θεό∙ το δεύτερο, όταν κάνει κάποιος όλα του τα έργα καθαρά μπροστά στον Θεό και χωρίς να έχουν τίποτε ανθρώπινο∙ το τρίτο, όταν κάποιος κάθεται στην υποταγή πνευματικού πατέρα και απαρνείται όλα τα δικά του θελήματα- αυτός μάλιστα έχει ένα στεφάνι παραπάνω.
Είπε ένας γέροντας: «Γίνε όμοιος με την καμήλα, σηκώνοντας τα αμαρτίες σου και ακολουθώντας δεμένος αυτόν που ξέρει το δρόμο του Θεού».
Ένας αδελφός είπε σε κάποιον γέροντα: «Ενώ κάνω στο κελί μου όλα όσα πρέπει , δεν βρίσκω κάποια παρηγοριά από τον Θεό». Και ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Αυτό σου συμβαίνει γιατί ζεις μαζί με άνθρωπο που είναι κάπως αμελής και θέλεις να γίνεται το θέλημά σου». Ο αδελφός τότε ρώτησε: «Τι λοιπόν σε συμβουλεύεις να κάνω πάτερ;» «Πήγαινε», του είπε ο γέροντας, «και προσκολλήσου σε άνθρωπο που φοβάται τον Θεό, και ταπεινώσου παραδίνοντας σε αυτόν το θέλημα σού. Και τότε θα βρεις παρηγοριά από τον Θεό».
Του αγίου Εφραίμ.
Επειδή δεν θέλουμε να υπομείνουμε λίγη στενοχώρια για τον Κύριο πέφτουμε χωρίς να θέλουμε σε πολλές και μεγάλες στενοχώριες. Και επειδή δεν θέλουμε να αφήσουμε το θέλημά μας για τον Κύριο , προξενούμε στον εαυτό μας ζημιά και καταστροφή της ψυχής. Και επειδή δεν ανεχόμαστε να ζούμε ή να μπούμε σε υποταγή και ταπεινωτική μεταχείριση για τον Κύριο, στερούμε τον εαυτό μας από την παρηγοριά που έχουν οι δίκαιοι. Και επειδή δεν πειθαρχούμε στη νουθεσία αυτών που μας νομοθετούν για τον Κύριο, κάνουμε τον εαυτό μας αντικείμενο της χαιρεκακίας των πονηρών δαιμόνων. Και επειδή δεν δεχόμαστε την παιαγωγική τιμωρία, θα μας παραλάβει το καμίνο της άσβεστης φωτιάς, όπου δεν θα υπάρχει παρηγοριά.
Του αββά Μάρκου
Μη γίνεις μαθητής εκείνου που επαινεί τον εαυτό του, για να μη μάθεις την υπερηφάνεια αντί για την ταπεινοφροσύνη.
Αποσπάσματα από τον Ευεργετινός ‘Υπόθεση ιθ (19)’ «Η υπακοή είναι απαραίτητη . Επίσης ποια είναι η ωφέλεια από αυτήν και πως της κατορθώνει κανείς.»
Εκδόσεις: Το περιβόλι της Παναγίας.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Ισίδωρος είπε ότι οι μαθητευόμενοι πρέπει να αγαπούν τους αληθινούς δασκάλους τους σαν πατέρες και να τυς φοβούνται σαν άρχοντες. Και ούτε να καταργούν τον φόβο εξαιτίας της αγάπης ούτε να θολώνουν την αγάπη εξαιτίας του φόβου.
Έλεγαν για τον Ιωάννη, τον μαθητή του αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή . σε κάποιον τόπο υπήρχαν τάφοι , και εκεί φώλιαζε μια ύαινα. Ο γέροντας είδε στον τόπο εκείνο κοπριές και είπε στον Ιωάννη να πάει να τις φέρει. Εκείνος ρώτησε: «Και τι να κάνω , αββά, με την ύαινα;» ο γέροντας του είπε αστειευόμενος: «Αν σου ορμήσει, δέσε την και φέρε την εδώ».
Πήγε ο αδελφός εκείνο το βράδυ , και ξαφνικά του όρμησε η ύαινα. Εκείνος, σύμφωνα με τα λόγια του γέροντα, πήγε γρήγορα να την πιάσει, αλλά η ύαινα έφυγε. Και ο Ιωάννης την κυνήγησε λέγοντας: «Ο αββάς μου είπε να σε δέσω». Την έπιασε λοιπόν και την έδεσε.
Ο γέροντας όμως καθόταν ανήσυχος και τον περίμενε. Κάποια στιγμή γύρισε έχοντας την ύαινα δεμένη, και ο γέροντας τον είδε και θαύμασε. Και θέλοντας να τον ταπεινώσει, τον χτύπησε και του είπε: «Ανόητα, ένα κουτό σκυλί μου έφερες εδώ;» και αφού την έλυσε ο γέροντας, την άφησε να φύσει.
Ο μακάριος Σέριδος που είχε κοινόβιο τη Θαυαθά, είχε κάποιον φίλο γέροντα που ζούσε στην Ασκάλωνα μαζί με τον μαθητή του. Κάποτε λοιπόν , σε καιρό χειμώνα, ο γέροντα αυτός έστειλε τον μαθητή του με ένα γράμμα στον αββά Σέριδο, ζητώντας να ου δώσει ένα ρολό άγραφα χαρτιά. Όταν έφτασε ο μαθητής στο κοινόβιο, άρχισε να βρέχει πολύ, ώστε ο ποταμός Θύαθος πλημμύρισε όσο γινόταν περισσότερο. Μόλις λοιπόν νέος έδωσε το γράμμα, ζητούσε τα χαρτιά για να φύσει, και ο αβάς του είπε: « Βλέπεις τη βροχή∙ που θα πάς τώρα;». «Έχω εντολή», αποκρίθηκε ο νέος, «και δεν μπορώ να μείνω». Και καθώς επέμενε ενοχλητικά, του έδωσε τα χαρτιά, και παίρνοντας την ευλογία του αββά έφυγε. Ο αββάς τότε είπε σ’ εμάς: «Πηγαίνετε ξοπίσω του και δείτε τι θα κάνει στον ποταμό».
Τον ακολουθήσαμε λοιπόν, και μαζί μας ήταν και ο αββάς Δωρόθεος. Και είδαμε ότι, μόλις έφτασε στον ποταμό, ξεντύθηκε τα ρούχα του, τύλιξε μέσα σ’ αυτά τα χαρτιά και τα έδεσε επάνω στο κεφάλι του. Στράφηκε έπειτα προς το μέρος μας, είπε: «Προσευχηθείτε για εμένα», και ρίχτηκε στον ποταμό εκείνο που δεν μπορούσαμε ούτε να τον βλέπουμε. Εμείς λοιπόν περιμέναμε ότι σίγουρα θα πνιγεί, αυτός όμως συνέχιζε να παλεύει και να προχωρεί αντίθετα στα ρεύμα. Και αφού παρασύρθηκε κάου μακριά , έφτασε στην απέναντι όχθη του ποταμού. Φόρεσε τότε τα ρούχα του , μας έβαλε από εκεί μετάνοια αι έφυγε τρέχοντας για τον αββά του.
Υπόθεση ΛΕ΄(35)
Από τις διηγήσεις των περιοδειών του αγίου αποστόλου Πέτρου , την οποία έγραψε ο άγιος κλήμης
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος των αποστόλων , όταν κόντευε να αφήσει αυτή τη ζωή , και ενώ ήταν μια μέρα συγκεντρωμένοι όλοι οι αδελφοί της Ρώμης, πήρε από το χέρι εμένα τον Κλήμη, σταθήκαμε στη μέση της εκκλησίας και είπε: «Ακούστε με ,τέκνα και αδελφοί∙ το τέλος του δρόμου πλησιάζει. Γι’ αυτό σήμερα χειροτονώ για επίσκοπο σας αυτόν τον Κλήμη και του εμπιστεύομαι τον θρόνο μου του κηρύγματος και του μεταδίδω την εξουσία να δένει και να λύνει. Θα δέσει βέβαια αυτό που πρέπει να δεθεί, και θα λύσει αυτό που πρέπει να λυθεί, αφού γνωρίζει καλά τους νόμους της Εκκλησίας.»
«Να τον ακούτε λοιπόν, ξέροντας ότι εκείνος που λυπεί τον επικεφαλής του κηρύγματος της αλήθειας αμαρτάνει στον Χριστό και εξοργίζει τον Θεόν, τον Πατέρα όλων , και γι’ αυτό δεν πρόκειται να ζήσει. Εσείς όμως α μην παύετε να αποδίδετε πάντοτε στον πατέρα σας την τιμή και την υπακοή που του οφείλετε. Έτσι και εσείς, το ποίμνιο, θα πάτε καλά , και αυτός θα είναι ποιμένας πραγματικό;, και όχι μισθωτός, και θα φροντίζει για το ποίμνιο. Αυτό που είπα, πάλι θα το πώ: εκείνος που λυπεί τον ποιμένα και δάσκαλο του σε αυτά που αναφέρονται στον Θεό, λυπεί το Πνεύμα του Θεού, του οποίου τον θρόνο και τον τόπο αυτός κατέχει. Και εκείνος που απορρίπτει τα λόγια του, τον Χριστό απορρίπτει και γίνεται παραβάτης του νόμου του».
Από το Γεροντικό
Κάποιος γέροντας διηγούνταν ότι ο άγιος Βασίλειος πήγε κάποτε σε ένα κοινόβιο, και αφού δίδαξε όπως έπρεπε , είπε στον ηγούμενο: «Εχεις εδώ κανέναν αδελφό που να έχει υπακοή;» Εκείνος απάντησε: «Όλοι είναι δούλοι σου, δέσποτα, και αγωνίζονται να σωθούν». «Έχεις κανέναν που να έχει αληθινή υπακοή;» ξαναρώτησε ο άγιος. Εκείνος του έφερε τότε έναν αδελφό , και ο άγιος Βασίλειος τον έβαλε να τον υπηρετεί στο δείπνο.
Μετά το φαγητό ο αδελφός έριξε νερό στον άγιο να πλυθεί. Αφού πλύθηκε ο άγιος, του είπε: «Έλα να σου ρίξω και εγώ να πλυθείς». Εκείνος δέχθηκε να του ρίχνει νερό ο άγιος. Έπειτα του είπε ο άγιος Βασίλειος: «Όταν θα πάω στο άγιο βήμα, θύμησέ μου να σε χειροτονήσω διάκονο». Εκείνος υπάκουσε και σε αυτό χωρίς συζήτηση. Ο άγιος στη συνέχεις τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον πήρε μαζί του στο επισκοπείο για την υπακοή του.
Του αββά Κασιανού
Ο αββάς Σερίνος είπε ότι οι δαίμονες δεν κινούν μαζί όλα τα πάθη στους ανθρώπους, αλλά το κάθε πάθος έχει τα ειδικά και καθορισμένα πνεύματα που το κινούν. Άλλα δηλαδή ευχαριστιούνται με τις ακαθαρσίες και με τους μολυσμούς των ηδονών και τις δυσωδίες, άλλα με τις βλασφήμιες∙ άλλα χαίρονται με την οργή και τη μανία, άλλα με τη λύπη , άλλα με την κενοδοξία και άλλα με την υπερηφάνεια. Και καθένα από αυτά τα πνεύματα αγαπά να κινεί συνεχώς εκείνο το πάθος , το οποίο βλέπει ότι και η ψυχή το δέχεται με ευχαρίστηση.
Οι δαίμονες επίσης δεν ενοχλούν οόυτε σπέρνουν την κακία τους σε όλους εξίσου, αλλά διαφορετικά, και ανάλογα με ό,τι ταιριάζει στην περίσταση, στο πρόσωπο και στον τόπο. Και μεταξύ τους είτε συνεργάζονται είτε, καμιά φορά, δίνουν σειρά ο ένας στον άλλο, χωρίς βέβαια να κρατούν συγκεκριμένη σειρά και τάξη- γιατί, όπως λέει η Γραφή, «θα ζητήσει ανάμεσα στους κακούς τη σύνεση και δεν θα τη βρείς», και « οι εχθροί μας είναι ανόητοι». Ωστόσο πρόσκαιρα συμφωνούν κάπως μεταξύ τους καθώς μας πολεμούν, και δίνουν τη σειρά τους ανάλογα με την περίσταση και τον τόπο, όπως είπαμε. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ξεγελιέται από την κενοδοξία και την ίδια στιγμή να πυρώνεται από την επιθυμία της πορνείας∙ ούτε να φουσκώνει από υπερηφάνεια και να ταπεινώνεται εξαιτίας της γαστριμαργίας∙ ούτε να ξεσπά σε γέλια και καγχασμούς σαν τα μωρά και συγχρόνως να φουντώνει από τα κεντρίσματα της οργής. Αλλά είναι απαραίτητο το κάθε πνεύμα να περιμένει τη σειρά του και έτσι να πολεμά τον άνθρωπο∙ και όταν νικηθεί και φεύγει, δίνει σειρά για τη μάχη σε άλλο πνεύμα πιο δυνατό.
Πρέπει να ξέρουμε και τούτο: όλοι οι δαίμονες δεν έχουν την ίδια αγριότητα ή την ίδια δύναμη, αλλά διαφέρουν , εκτός από την ενέργεια, και στη δύναμη και στο είδος της επιθυμίας. Τους αθλητές δηλαδή του Χριστού που αρχίζουν τον αγώνα της αρετής και είναι ακόμη αδύναμοι, τους πολεμούν πιο αδύνατα πνεύματα∙ όταν όμως αυτά νικηθούν , τα διαδέχονται σταδιακά δυνατότεροι αντίπαλοι. Γιατί αν η δυσκολία της πάλης δεν ήταν ανάλογη με την ανθρώπινη δύναμη, κανένας από αυτούς που αγωνίζονται δεν θα μπορούσε να αντέξει τη φοβερή αγριότητα των τέτοιων και τόσο πολλών εχθρών. Ούτε επίσης θα μπορούσε καθόλου να αντισταθεί ο άνθρωπος στις επιθέσεις τους, αν στον αγώνα αυτό δεν βρισκόταν μπροστά ως φιλάνθρωπος μεσίτης και αγωνοθέτης και δικαστής ο Χριστός, ορίζοντας κάθε φορά την πάλη ισοδύναμη με τη δική μας δύναμη και εμποδίζοντας και αποστρέφοντας τις υπερβολικές επιθέσεις των αντιπάλων και μην επιτρέποντας να δοκιμάσουμε πειρασμό πέρα από τη δύναμή μας, όπως λέει η Γραφή, αλλά δίνοντας μαζί με τον πειρασμό και τη διέξοδο, ώστε να μπορούμε να τον αντέξουμε.
Αυτή την πάλη πιστεύουμε ότι και οι ίδιοι οι δαίμονες δεν την εκτελούν χωρίς κούραση και κόπο. Γιατί και αυτοί έχουν φροντίδα και λύπη, και μάλιστα όταν συμπλέκονται σε μάχη με ανθρώπους δυνατούς αι υπομονετικούς και ανυποχώρητους. Τούτο επιβεβαιώνεται και από αυτά που λέει ο απόστολος: « Η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους από αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές και τις εξουσίες» κλπ., και επίσης: «Έτσι πυγμαχώ, όχι σαν να δέρνω τον αέρα∙ και αλλού λέει: «Αγωνίστηκα τον καλό αγώνα». Όπου λοιπόν υπάρχει αγώνας και πάλη και μάχη, αναγκαστικά υπάρχει φροντίδα και κόπος και πόνος και στα δύο αντίπαλα μέρη. Και όπως εμείς, όταν τους νικήσουμε χαιρόμαστε, ενώ όταν νικηθούμε , λυπούμαστε, έτσι και εκείνοι∙ όσες φορές μας νικήσουν , ευχαριστιούνται, ενώ όποτε , παρά τις πολλές τους προσπάθειες , δεν μας καταβάλλουν, αλλά νικιούνται, πέφτει επάνω τους η ντροπή της ήττας που περίμενε εμάς, και τότε επαληθεύεται αυτό που λέει η Γραφή: «Η κακία του θα πέσει επάνω στο κεφάλι του», και επίσης: «Το δόκανο που έκρυψε, ας πιάσει τον ίδιο».
Όλα αυτά τα γνώριζε και ο προφήτης Δαβίδ, και βλέποντας με τα εσωτερικά μάτια αυτόν τον αόρατο πόλεμο, και ξέροντας ότι οι εχθροί χαίρονται με την πτώση μας, έλεγε στον Θεό: «Φώτισε τα μάτια μου, μην τυχόν με πάρει ύπνος που οδηγεί στον θάνατο, μην τυχόν πει ο εχθρός μου ∙ ‘‘Τον νίκησα’’. Αυτοί που με πολεμούν θα χαρούν, αν πέσω». Έλεγε επίσης: «Ας μη χαρούν σε βάρος μου αυτοί που με εχθρεύονται χωρίς λόγο. Ας μην πούν μέσα τους∙ ‘‘Μπράβο, μπράβο μας’’, ούτε να πούν∙ ‘‘Τον κατάπιαμε’’». Και προσευχόταν στον Θεό εναντίον τους , ζητώντας γι’ αυτούς την ντροπή που νιώθουν όταν νικιούνται∙ έλεγε δηλαδή στον ψαλμό του: «Ας ντροπιαστούν και ας φύγουν εξευτελισμένοι αυτοί που θέλουν το κακό μου». και ο Ιερεμίας λέει: «Ας ντροπιαστούν οι εχθροί μου, και ας μην ντροπιαστώ εγώ. Ρίξε επάνω τους όλη την οργή σου και σύντριψέ τους με διπλή συντριβή». Γιατί πραγματικά οι δαίμονες συντρίβονται διπλά, όταν νικηθούν από εμάς: από τη μια επειδή οι άνθρωποι κατορθώνουν την αγιοσύνη που εκείνοι την είχαν και την έχασαν, και από την άλλη επειδή , αν και είναι πνεύματα, νικιούνται από τους σαρκικούς και γήινους.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΘ΄ (29)
Αυτόν που αγωνίζεται με δύναμη, οι δαίμονες τον αντιμάχονται , ενώ αδιαφορούν για τους αμελείς, γιατί τους έχουν στο χέρι τους.
Όσοι θέλουν το καλό , βρίσκουν βοηθό τους τον Θεό, ο οποίος και επιτρέπει τους πολέμους για το συμφέρον τους.
Του αγίου Εφραίμ
Εκείνος που θέλει να ευαρεστήσει στον Θεο και με τηνπίστη να γίνει κληρονόμος του και να ονομαστεί και αυτός παιδί του Θεού που γεννήθηκε από το άγιο Πνεύμα, οφείλει, αφού πρώτα οπλιστεί με μακροθυμία και υπομονή , ,να υπομένει ευχαρίστως και με γενναιότητα τις θλίψεις και τις δυσκολίες που θα συναντά, δηλαδή τις σωματικές αρρώστιες και παθήσεις, τους εξευτελισμούς και τις προσβολές από ανθρώπους και τους διάφορους αόρατους πολέμους που προξενούν στην ψυχή τα πονηρά πνεύματα, καθώς θέλουν να τη ρίξουν σε χαλάρωση και αμέλεια και να μην την αφήσουν να μπεί στην αιώνια ζωή. Αυτά γίνονται γιατί ο Θεός επιτρέπει , σύμφωνα με το σχέδιο του , να δοκιμαστεί ο καθένας με διάφορες θλίψεις, για να φανερωθούν εκείνοι που τον αγαπούν με όλη τους την ψυχή , αν υπομένουν ευχαρίστως και με γενναιότητα όλα όσα φέρνει καταπάνω τους ο πονηρός και δεν χάνουν την ελπίδα και την εμπιστοσύνη στον Θεό, αλλά πάντοτε περιμένουν με πολλή πίστη και υπομονή να λυτρωθούν από τις θλίψεις με την βοήθεια της χάρης. Με αυτή την πίστη και την υπομονή θα μπορέσουν να ξεπεράσουν κάθε πειρασμό και έτσι να κερδίσουν αυτό που υποσχέθηκε ο Θεός και να γίνουν αυτοί άξιοι για τη βασιλεία του, καθώς θα έχουν βαδίσει επάνω στα ίχνη όλων των αιώνων και του ίδιου του Κυρίου και θα έχουν γίνει συμμέτοχοι όχι μόνο των παθημάτων , αλλά και της δόξας τους.
Παρατήρησε και δες πως από την αρχή όλοι οι πατέρες, δηλαδή οι πατριάρχες και ο προφήτες και οι απόστολο και οι μάρτυρες, πέρασαν μέσα από τον δρόμο των θλίψεων και των πειρασμών και υπέμειναν με καρτερικότητα και χαρά όλες τις δυσκολίες χάρη στην ελπίδα της ανταμοιβής που περίμεναν , και έτσι μπόρεσαν να ευαρεστήσουν στον Θεό, όπως λέει και η Γραφή: «Παιδί μου , αν ήρθες να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για την αντιμετώπιση των πειρασμών∙ κάνε ευθεία την καρδιά σου και έχε κουράγιο». – καθώς δηλαδή θα είσαι σταθερά στραμμένος προς τον Θεό και θα παίρνεις δύναμη από τη ελπίδα σου σε αυτόν . αλλά και ο απόστολος λέει: «Αν όμως δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση που έχουν πάρει όλοι , τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά». Και κάπου αλλού λέει.: «Όλα όσα σου έρχονται , να τα δέχεσαι ως καλά, ξέροντας ότι χωρίς τον Θεό τίποτα δεν γίνεται.». Και ο κύριος μακάριζε εκείνους που αγωνίζονται γι’ αυτόν και υποφέρουν τα πάνδεινα, είτε φανερά από ανθρώπους είτε κρυφά από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία αντιμάχονται , όπως είπαμε, την ψυχή που αγαπά τον Θεό και της φέρνουν διάφορες θλίψεις , για να της εμποδίσουν την είσοδο στην αιώνια ζωή με το να τη ρίξουν σε αμέλεια και απελπισία. Οι πειρασμοί λοιπόν είναι που δοκιμάζουν τις ψυχές, αν αγαπούν το ν Θεό ή όχι , και αυτοί τις κάνουν άξιες ή ανάξιες γι’ αυτόν.
Κάθε ψυχή λοιπόν που θέλει να ευαρεστήσει στον Θεό, πριν απ’ όλα ας κρατά γενναία την υπομονή και την ελπίδα, και έτσι θα μπορέσει να υπομένει και να αντιμετωπίσει κάθε επίθεση και κάθε εκδήλωση κακίας του πονηρού . Γιατί και ο Θεός , την ψυχή που ελπίσει σε αυτόν και τον περιμένει , δεν την αφήνει να πέσει σε πειρασμόν τέτοιον που να μην μπορεί να τον σηκώσει, ώστε να φτάσει σε απόγνωση. Ούτε όμως και ο πονηρός πειράζει και ταλαιπωρεί την ψυχή όσο θέλει, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός∙ γιατί ο πλάστης μας ξέρει σε πόση δοκιμασία και πύρωση πρέπει να μπεί η ψυχή, και τόση μόνο επιτρέπει.
Κεραμοποιός, αφού πλάσει τα σκεύη από πηλό, ξέρει πόσο πρέπει να τα αφήσει στην φωτιά∙ γιατί αν αυτά δεν περάσουν από φωτιά, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους ανθρώπους. Έτσι ούτε τα αφήνει στο καμίνι παραπάνω από όσο πρέπει, για να μην παραψηθούν και χαλάσουν ,ούτε τα βγάζει πρόωρα, γιατί και τότε είναι εύθραυστα και άχρηστα. Επίσης τα υποζύγια δεν τα φορτώνουμε όλα το ίδιο , αλλά επάνω σε κάθε ζώο βάζουμε φορτίο ανάλογο με τη δύναμη του. Αλλά και το πλοίο έχει στο πλάι κάποια σημάδια που δείχνουν μέχρι που μπορεί να φορτωθεί , έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρει το φορτίο με ασφάλεια.
Αν λοιπόν για τα αόρατα και φθαρτά πράγματα ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους τόση γνώση και διάκριση , ώστε να τα τακτοποιούν με ασφάλεια, δεν ξέρει πολύ περισσότερο ο ίδιος, ο χορηγός της σοφίας και της συνέσεως, πόσες και ποιες δοκιμασίες χρειάζονται οι ψυχές που θέλουν να ευαρεστήσουν σε αυτόν, ώστε να γίνουν και χρήσιμες σε αυτόν και κατάλληλες για τη βασιλεία των ουρανών; Το κανάβι δεν μπορεί αλλιώς να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή πολύ λεπτών νημάτων , παρά μόνο αν κοπανιστεί πολλή ώρα∙ και όσο βασανίζεται και ξαίνεται , τόσο πιο καθαρό και κατάλληλο γίνεται . έτσι και η ψυχή που αγαπά τον Θεό∙ αφού δοκιμαστεί και λεπτύνει με πολλού πειρασμούς και θλίψεις και υπομείνει γενναία, γίνεται πιο καθαρή και πιο κατάλληλη για την πνευματική εργασία, και στο τέλος θα μπορεί με χαρά στη βασιλεία του Θεού και θα κληρονομήσει τον γαμήλιο θάλαμο των ουρανίων αγαθών για του ατέλειωτους αιώνες.
Ευεργετινός : ΥΠΟΘΕΣΗ Λ΄(30)
Δεν πρέπει για όλα μας τα σφάλματα να κατηγορούμε τους δαίμονες αλλά τον εαυτό μας∙ γιατί αυτούς που προσέχουν , ούτε οι δαίμονες μπορούν να τους βλάψουν , καθώς είναι μεγάλη η βοήθεια που στέλνει ο Θεός. Επίσης επιτρέπει τους πολέμους ανάλογα με τη δύναμη των ανθρώπων.
Από το γεροντικό
Ο αββάς Αντώνιος είπε ότι ο Θεός δεν αφήνει τους πολέμους να έρθουν σε αυτή τη γενιά, όπως γινόταν με τους παλιούς, γιατί γνωρίζει ότι οι τωρινοί είναι αδύνατοι και δεν αντέχουν.
Ο Αβραάμ , ο υποτακτικός του αββά Αγάθωνα, ρώτησε τον αββά Ποιμένα: «Τι να κάνω που οι δαίμονες με πολεμούν φοβερά; Και ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Εσένα πολεμούν οι δαίμονες; Αυτοί δεν μας πολεμούν , όσο εμείς κάνουμε τα θελήματά μας∙ γιατί τα θελήματά μας έγιναν δαίμονες και αυτά είναι που μας πιέζουν, για να τα ικανοποιήσουμε. Αν θέλεις να ξέρεις με ποιους πολέμησαν οι δαίμονες, μάθε ότι πολέμησαν με τον αββά Μωυσή και τους όμοιους με αυτόν».
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ: «Γιατί με εμποδίζουν οι δαίμονες να κάνω το καλό στον συνάνθρωπο;» Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Μην το λές αυτό , γιατί έτσι κάνεις ψεύτη τον Θεό. Καλύτερα πες∙ ‘‘Καθόλου δεν θέλω να δείξω έλεος’’. Γιατί ο Θεός από παλιά έχει πει∙ ‘‘ Σας έδωσα να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς κα σε όλη τη δύναμη του εχθρού’’»
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Τι να κάνω με τα πάθη και τους δαίμονες;» Και ο γέροντας είπε: «Ο καθένας μας μπαίνει σε πειρασμό από τη δική του επιθυμία».
Η αγία Συγκλητική είπε: Όσο προοδεύουν οι αθλητές, τόσο πιο δυνατούς αντιπάλους έχουν να αντιμετωπίσουν.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΔ΄(34)
Πρέπει να υπακούμε μέχρι θανάτου σε αυτούς που μας καθοδηγούν στο όνομα του Κυρίου , και να τους αγαπούμε και να τους σεβόμαστε.
Του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.
Κάποτε που ο άγιος Βενέδικτος ησύχαζε στο κελλί του, ο μαθητής του Πλακίδας πήγε στον λεγόμενο Λάκκο για να πάρει νερό. Η στάμνα όμως, με την οποία πήγε να πάρει νερό, του έπεσε από το χέρι , και την πήρε το ρεύμα. Θέλοντας ο αδελφός να αρπάξει τη στάμνα από το νερό, γλίστρησε και έπεσε και ο ίδιος στα νερά , και παρασύρθηκε από το δυνατό ρεύμα όσο εσωτερικό του Λάκκου σε απόσταση περίπου όσο παεί ένα βέλος.
Το γεγονός αυτό φανερώθηκε στον άνθρωπο του Θεού που ησύχαζε όπως είπαμε , στο κελλί του. Φώναξε τότε τον μαθητή του Μαύρο και του είπε: ¨Αδερφέ, τρέξε, γιατί ο αδελφός Πλακίδας έπεσε μέσα στον Λάκκο και το ρεύμα τον παρέσυρε σε αρκετή απόσταση.
Ο Μαύρος , ακούγοντας την προσταγή του πατέρα, έφυγε τρέχοντας , και όταν έφτασε στον τόπο , είδε τον Πλακίδα να έχει παρασυρθεί από το ρεύμα μακριά ε αδίστακτη πίστη λοιπόν , έχοντας το θάρρος του στις ευχές του πατέρα , πάτησε στα νερά και βάδιζε επάνω τους σαν στη στεριά, ώσπου έφτασε τον Πλακίδα που παρσυρόταν από το ρεύμα. Τον άρπαξε τότε από τα μαλλιά και τον τραβούσε βαδίζοντας πάλι επάνω στα νερά, ώσπου έφτασε στην στεριά.
Συνήλθε λοιπόν τότε ο Μαύρος και κατάλαβε ότι περπάτησε επάνω στα νερά και ότι αυτό οπωσδήποτε θα ήταν αδύνατο ,αν δεν τον είχε ενισχύσει η ευχή του θαυματουργού πατέρα. Θαύμασε και τρόμαξε για το γεγονός και, αφού γύρισε στον πατέρα, του διηγήθηκε το θεϊκό θαύμα που έγινε. Ο άγιος όμως απέδιδε το θαύμα αυτό όχι στη δική του αγιότητα, αλλά στην υπακοή του Μαύρου. Εκείνος πάλι έλεγε ότι η εντολή του αγίου ήταν που το έκανε, και πρόσθετε ότι δεν ένιωθε πλέον τον εαυτό του σε εκείνη τη δύναμη που ήταν όταν περπάτησε στα νερά.
Βλέποντας ο μοναχός Πλακίδας τη θεομίμητη ταπεινολογία τους και την αξιαγάπητη λογομαχία τους, είπε: «Εγώ πάντως, όσο συρόμουν από τα βαθιά έξω στη στεριά, επάνω από το κεφάλι μου έβλεπα τη μηλωτή του αββά και αυτόν ένιωθα να με βγάζει από τα νερά.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ΄(45)
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Αντώνιος είπε: «Είδα όλες τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες επάνω στη γη. Στέναξα και είπα∙ ‘‘Ποιος άραγε μπορεί να τις περάσει χωρίς να πιαστεί;’’ Και άκουσα μια φωνή να μου λέει∙ ‘ Η ταπεινοφροσύνη’’».
Ο ίδιος αββάς είπε στον αββά Ποιμένα: Αυτό είναι το έργο του ανθρώπου: να αναλαμβάνει μπροστά στον Θεό την ευθύνη για το σφάλμα του και να περιμένει πειρασμό μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Ένας αδελφός πήγε στον αββά Αμμώη και του είπε: «Αββά, πές μου κάτι». Και ενώ έμεινε κοντά στον γέροντα μέρες, δεν άκουσε τίποτε από αυτόν. Έπειτα, όταν έφευγε, ο γέροντας του είπε, καθώς τον αποχαιρετούσε: ‘Πάει καιρός που οι αμαρτίες μου έγιναν τείχος σκοτεινό ανάμεσα σ’ εμένα και τον Θεό».
Ο αββας Δανιήλ διηγήθηκε ότι στη Βαβυλώνα ζούσε η κόρη κάποιου άρχοντα που ήταν δαιμονισμένη. Ο πατέρας της είχε φιλία με κάποιον μοναχό και τον παρακαλούσε για την κόρη του. Εκείνος του είπε: « Κανένας δεν μπορεί να κάνει καλά την κόρη σου παρά μόνο οι αναχωρητές που γνωρίζω. Αν όμως τους παρακαλέσουμε, δεν θα δεχτούν καθόλου να το κάνουν , από ταπεινοφροσύνη. Καλύτερα να κάνουμε το εξής: όταν έρθουν στην αγορά για να πουλήσουν τα εργόχειρα τους, προσποιηθείτε ότι θέλετε να αγοράσετε και καλέστε τους στο σπίτι , για ν πάρουν τα χρήματα. Σαν έρθουν , παρακαλέστε του να προσευχηθούν , και πιστεύω ότι θα γίνει καλά η κόρη σου».
Πήγαν λοιπόν στην αγορά και βρήκαν τον μαθητή κάποιου γέροντα να κάθεται και να πουλά τα εργόχειρά του. Τον πήραν μαζί με τα καλάθια του και τον έφεραν στο σπίτι του άρχοντα , για να πληρωθεί την αξία τους.
Μόλις μπήκε στο σπίτι ο μοναχός, τον συνάντησε η δαιμονισμένη κα του έδωσε ένα χαστούκι. Αμέσως εκείνος γύρισε και το άλλο μάγουλο, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Αυτό βασάνισε τον δαίμονα, που κραύγασε: «Ω, πόσο πιέζομαι! Η εντολή του Ιησού με διώχνει». Και αμέσως βγήκε από τη γυναίκα και εκείνη έμεινε υγιής και με τα λογικά της.
Το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκαν οι γέροντες και δόξασαν τον Θεό λέγοντας: «Τίποτε δεν καταβάλει τόσο την υπερηφάνεια του διαβόλου , όσο η ταπείνωση που κρύβεται στην εντολή του Χριστού».
Ένας αδελφός είπε στον αββά Θεόδωρο: «Πες μου κάτι, γιατί χάνομαι». Και με δυσκολία του απάντησε: «Εγώ κινδυνεύω, και τι μπορώ να πω σ’ εσένα;».
Ο μακάριος Θεόφιλος , ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, πήγε κάποτε στο όρος της Νιτρίας και ήρθε να τον συναντήσει ο αββάς ο επικεφαλής της περιοχής. Τον ρώτησε ο αρχιεπίσκοπος: «Τι περισσότερο βρήκες σε αυτόν τον δρόμο , πάτερ;» και ο γέροντας αποκρίθηκε: « Το να θεωρώ υπαίτιο τον εαυτό μου και να τον κατηγορώ πάντοτε». Ο αρχιεπίσκοπος συμφώνησε: «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από αυτόν».
Κάποτε που ο αρχιεπίσκοπος αυτός ήρθε στη Σκήτη , συγκεντρώθηκαν οι αδερφοί και είπαν στον αββά Παμβω∙ ‘‘ Πές κάτι στον πάπα, για να ωφεληθεί». Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν δεν ωφελείται με τη σιωπή μου, ούτε με τα λόγια μου θα ωφεληθεί».
Ένας άλλος αδελφός του είπε: «Αββά, βλέπω ότι έχω μόνιμα τη θύμηση του Θεού». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Δεν είναι σπουδαίο να βρίσκεται ο λογισμός σου στον Θεό. Το σπουδαίο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου πιο κάτω από όλη την κτίση. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη».
Του αββά Μάρκου
Όπως σε εκείνον που βρίσκεται σε μετάνοια είναι ξένο το να υπερηφανεύεται, έτσι σε εκείνον που αμαρτάνει θεληματικά είναι αδύνατο να ταπεινοφρονεί.
Η ταπεινοφροσύνη δεν είναι καταδίκη του ανθρώπου από τη συνείδησή του , αλλά επίγνωση της χάρης του Θεού και της συμπάθειάς του προς εμάς.
Αν καλλιεργούσαμε την ταπεινοφροσύνη, δεν θα είχαμε ανάγκη παιδαγωγικής τιμωρίας.
Όλα τα κακά και τα δεινά που μας συμβαίνουν, συμβαίνουν εξαιτίας της υπερηφάνειάς μας. αν δηλαδή στον απόστολο Παύλο δόθηκε ένας άγγελος του σατανά να τον ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανευτεί, πολύ περισσότερο σ’ εμάς τους υπερήφανους θα δοθεί ο σατανάς ο ίδια , για να μας ποδοπατά , ώστε να ταπεινωθούμε.
Οι προπάτορες μας και οικοδεσπότες ήταν, και περιουσίες εξουσίαζαν , και γυναίκες είχαν , και παιδιά φρόντιζαν , και με τον Θεό μιλούσαν χάρη στη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Εμείς και από τον κόσμο φύγαμε, και τον πλούτο καταφρονήσαμε, και του δικού μας αφήσαμε, και νομίζουμε ότι είμαστε κοντά στον Θεό, και όμως κοροϊδευόμαστε από τους δαίμονες εξαιτίας της υπερηφάνειάς μας.
Όποιος υπερηφανεύεται, αγνοεί τον εαυτό του∙ γιατί αν γνώριζε τον εαυτό του και την αφροσύνη και την αδυναμία του, δεν θα υπερηφανευόταν. Και εκείνος που αγνοεί τον εαυτό σου , πως μπορεί να γνωρίζει τον Θεό; Αν δηλαδή τη δική του αφροσύνη, με την οποία ζει, δεν μπόρεσε να καταλάβει, πως θα μπορέσει να καταλάβει τη σοφία του Θεού, προς την οποία είναι μακρινός και ξένος; Γιατί εκείνος που γνωρίζει τον Θεό βλέπει σαν σε καθρέφτη τη μεγαλοσύνη Του και ελεεινολογεί τον εαυτό του , όπως ο μακάριος Ιώβ, και λέει: «Προηγουμένως σε γνώριζα μόνο από ό,τι άκουγα , τώρα όμως σε είδα με τα μάτια μου. γι’ αυτό και ελεεινολόγησα τον εαυτό μου και έλιωσα, και θεωρώ ότι είμαι στάχτη και χώμα». Όσοι επομένως μιμούνται τον Ιώβ, αυτοί βλέπουν τον Θεό∙ και όσοι τον βλέπουν , αυτοί τον γνωρίζουν . αν λοιπόν και εμείς θελήσουμε να δούμε τον Θεό, ας ελεεινολογήσουμε τον εαυτό μας και ας ταπεινοφρονήσουμε, ώστε όχι μόνο να τον βλέπουμε απέναντί μας, αλλά να τον έχουμε να κατοικεί και να αναπαύεται μέσα μας και να τον απολαμβάνουμε. Γιατί έτσι η αφροσύνη μας θα μεταβληθεί σε σοφία με τη σοφία του , και η αδυναμία μας θα ενδυναμωθεί με τη δύναμη του και θα μας κάνει ισχυρούς για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό που μας αξίωσε να πάρουμε αυτή τη δωρεά.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑ΄(21)
Πρέπει να αναφέρουμε τους λογισμούς μας στους πατέρες που έχουν διάκριση και όχι να τους εμπιστευόμαστε στους τυχόντες. Πως πρέπει να εξομολογούμαστε και να ρωτάμε, και με ποια πίστη να δεχόμαστε τις απαντήσεις των πατέρων. Πρέπει επίσης να βοηθούμε και εμείς στο έργο τους.
Από το Γεροντικό
Δύο αδελφοί που ζούσαν καθένας μόνος του συναντήθηκαν κάποτε, και είπε ο ένας στον άλλο: «Σκέφτομαι να πάω στον αββά Ζήνωνα και να του πω κάποιον λογισμό». « Και εγώ το ίδιο θέλω», είπε και ο άλλος. Πήγαν λοιπόν οι δύο μαζί , και ο καθένας του μίλησε ιδιαιτέρως με τον γέροντα, και του είπαν τους λογισμούς τους.
Ο ένας, λέγοντας τον λογισμό του, έπεσε στα πόδια του γέροντα παρακαλώντας τον με άφθονα δάκρυα να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Και ο γέροντας του είπε: «Πήγαινε∙ μην αφήσεις χαλαρό τον εαυτό σου, μην κακολογήσεις κανέναν και μην παραμελήσεις την προσευχή σου», έφυγε ο αδελφός και πραγματικά θεραπεύτηκε.
Ο άλλος, αφού είπε τον λογισμό του στον γέροντα, πρόσθεσε άτονα και αδιάφορα: «Προσευχήσου για εμένα», δεν το ζήτησε όμως με πόνο.
Μετά από κάποιο διάστημα έτυχε να συναντηθούν , και ρώτησε ο ένας: «Όταν πήγαμε στον γέροντα, του είπες τον λογισμό που έλεγες ότι ήθελες να του πείς;» Ναι», απάντησε ο άλλος. Ξαναρώτησε ο πρώτος: « Άραγε ωφελήθηκες που του τον είπες;» «Ναι», αποκρίθηκε ο αδελφός, «με τις ευχές του γέροντα με θεράπευσε ο Θεός». «Εγω όμως», συνέχισε εκείνος, «αν και τον είπε, δεν βρήκα θεραπεία». Του είπε τότε αυτός που ωφελήθηκε: «Και πως παρακάλεσες τον γέροντα;».Εκείνος αποκρίθηκε: «Του είπα∙ ‘‘Προσευχήσου για εμένα , επειδή έχω τον τάδε λογισμό’’». Και ο άλλος του είπε: «Εγώ όμως, την ώρα πού του τον έλεγα, έβρεξα τα πόδια του με τα δάκρυα μου παρακαλώντας τον να προσευχηθεί για εμένα. Και με τις ευχές του με γιάτρεψε ο Θεός».
Αυτά μας τα διηγήθηκε ο γέροντας, για να μας διδάξει ότι όποιος παρακαλεί κάποιον από τους πατέρες σχετικά με λογισμούς, πρέπει να το κάνει με πόνο και με όλη του την καρδιά, σαν να το ζητά από τον Θεό, και τότε πετυχαίνει στον σκοπό του. Όποιος όμως εξομολογείται με αδιαφορία ή δοκιμάζοντας τον πνευματικό πατέρα, όχι μόνο δεν ωφελείται , αλλά και καταδικάζεται.
» Ένας γέροντας διηγήθηκε: «Κάποιος αδελφός έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, αλλά ένιωσε κατάνυξη και μετάνοια. Πήγε σε κάποιον γέροντα να το εξομολογηθεί , και δεν είπε ότι το έκανε, αλλά μόνο ότι το σκέφτηκε∙ ‘‘Μου πέρασε ένας τέτοιος λογισμός. Έχω σωτηρία;’’ Εκείνος , επειδή δεν είχε διάκριση , του αποκρίθηκε∙ ‘‘Έχασες την ψυχή σου’’. Όταν το άκουσε αυτό ο αδελφός , είπε∙ ‘‘ Αφού έχασα την ψυχή μου , ας γυρίσω τουλάχιστον στον κόσμο’’».
Φεύγοντας όμως σκέφτηκε να πάει και στον αββά Σιλουανό, τον φημισμένο για τη διάκρισή σου , και να του φανερώσει εκείνο τον λογισμό. Πήγε, και ούτε σε αυτόν είπε την πράξη, αλλά μόνο τον λογισμό, όπως και στον άλλο γέροντα. Ο πατέρας άνοιξε το στόμα του και άρχισε να του λέει από τις Γραφές ότι βέβαια δεν υπάρχει καταδίκη γι’ αυτούς που μόνο σκέφτονται την αμαρτία.«
»Όταν τον άκουσε ο αδελφός, πήρε δύναμη στην ψυχή του, αναθάρρησε και του εξομολογήθηκε και την πράξη. Μαθαίνοντας και για την πράξη ο γέροντας, σαν καλός γιατρός, άλειψε την ψυχή του με φάρμακα από τις άγιες Γραφές και τον έπεισε ότι υπάρχει μετάνοια για όσους επιστρέφουν στον Θεό με επίγνωση.«
»Μετά από αυτό πήγε ο αββάς μου σε αυτόν τον πατέρα, ο οποίος του διηγήθηκε σχετικά με τον αδελφό και του είπε∙ ‘‘Αυτός που είχε απελπιστεί για τον εαυτό του και ήταν έτοιμος να γυρίσει στον κόσμο, είναι τώρα σαν αστέρι ανα΄μεσα στους αδελφούς’’.«
»Αυτά τα είπα για να μαθαίνουμε ότι είναι πολύ επικίνδυνο να εμπιστεύεται κάποιος τους λογισμούς του σε ανθρώπους που δεν έχουν διάκριση.»
Του αγίου Εφραίμ.
Αν σου φανερώνει κάποιος τους λογισμούς του, πρόσεχε, αδελφέ, μήπως , την ώρα που εκείνος μιλά, πολεμηθείς και εσύ από τους ίδιους λογισμούς, και μάλιστα αν η όραση του νου σου είναι ακόμη κάπως ασθενική∙ και τότε θα είσαι όμοιος με καπετάνιο σε μεγάλη τρικυμία. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να ακούσεις την αρχή των λεγομένων , από αυτά να καταλάβεις τα υπόλοιπα, και στη συνέχεια να παρηγορήσεις αυτόν που έχει το πρόβλημα με βάση όσα παραλάβαμε από αγίους ανθρώπους.
Και εσύ πάλι , αγαπητέ, μη φανερώνεις τους λογισμούς σου στον οποιονδήποτε άνθρωπο, αλλά σε όσους είσαι βέβαιος ότι είναι πνευματικοί , χωρίς να κοιτάζεις την εμφάνιση ή τα άσπρα μαλλιά. Γιατί πολλοί , όπως λέει και ο απόστολος, δείχνουν εξωτερικά να έχουν ευσέβεια , τη δύναμή της όμως την απορρίπτουν. Επίσης και ο Σωτήρας είπε: « Να προσέχετε από τους ψευτοπροφήτες που σας πλησιάζουν με ένδυμα προβάτου , από μέσα είναι λύκοι αρπακτικοί∙ θα τους καταλάβετε από τα έργα τους».
Δεν πρέπει λοιπόν να κοιτάζουμε την εξωτερική εμφάνιση , γιατί είναι πολλές οι παγίδες του εχθρού, αλλά να εξετάζουμε το φρόνημα του καθενός. Και σε όσους βρείς τους καρπούς του αγίου Πνεύματος, μην κρύψεις από αυτούς τους λογισμούς σου, για να μη βρεί ο εχθρός μέσα σου γωνιά να φωλιάσει, και σιγά σιγά σε τραβήξει σε απώλεια.
Πρόσεχε επίσης, αδελφέ, μήπως, όταν ακούσεις τα σφάλματα του αδελφού, τον περιφρονήσεις μέσα σου που έκανε τέτοια πράγματα. αντίθετα, να θαυμάζεις για τη μεταβολή του αδελφού και για τη χωρίς ντροπή εξομολόγησή του. Γιατί το να φανερώνει κάποιος θεληματικά τα σφάλματά του σε πνευματικούς ανθρώπους δείχνει διόρθωση βίου, φόβο Θεού, ταπεινοφροσύνη και πίστη. Πρέπει λοιπόν να θαυμάζεις μάλλον τον αδελφό σου γι’ αυτό και να τον ενθαρρύνεις με πολλή ταπεινοφροσύνη, προσέχοντας , όπως λέει η Γραφή , μήπως και εσύ νιώσεις πειρασμό.
Λέει σχετικά ο Θεός μέσω του προφήτη Ιεζεκιήλ: «Και εσύ, άνθρωπε, πες στους ανθρώπους του λάου σου∙ η δικαιοσύνη του δικαίου δεν πρόκειται να τον γλυτώσει την ημέρα που θα πλανηθεί∙ και η αμαρτία του αμαρτωλού δεν πρόκειται να τον βλάψει την ημέρα που θα απομακρυνθεί από την αμαρτία». (Ιεζ.33,12)
Από τον άγιο Βαρσανούφιο
Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα γέροντα : «Πες μου, πάτερ, ποιόν πρέπει να ρωτώ για τους λογισμούς και αν πρέπει για τους ίδιους λογισμούς να ρωτήσω και άλλον»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Πρέπει να ρωτάς αυτόν, στον οποίο έχεις εμπιστοσύνη και διαπίστωσες ότι μπορεί να σηκώσει λογισμούς, και να πιστέψεις σε αυτόν όπως στον Θεό. Το να ρωτήσεις όμως και άλλον για τον ίδιο λογισμό, σημαίνει απιστία και δοκιμασία. Αν δηλαδή θεωρείς ότι με το στόμα του αγίου του μίλησε ο Θεός, τι χρειάζεται να δοκιμάσεις τον Θεό ρωτώντας άλλον για το ίδιο θέμα;»
Ο αδελφός ρώτησε: «Αν για το λογισμό που πιέζει δοθεί η απάντηση , αλλά αυτός επιμένει, τι πρέπει να σκεφτεί ή να κάνει;»
Ο γέροντας αποκρίθηκε: Αν ο λογισμός που πιέζει αυτόν που ρώτησε επιμένει και μετά την απάντηση του γέροντα, δεν επιμένει χωρίς λόγο , αλλά είναι φανερό ότι αυτός που πήρε την απάντηση δεν έκανε σωστά και με επιμέλεια την εντολή που του δόθηκε και οφείλει να διορθώσει το σφάλμα του και να κάνει ό,τι διατάχτηκε. Γιατί ο Θεός, που μιλά μέσω των αγίων του , δεν λέει ψέματα».
«Άραγε πρέπει να ρωτώ τον ίδιο γέροντα για τον ίδιο λογισμό ή όχι;» είπε ο αδελφός. «Γιατί θυμάμαι , ότι ρώτησα κάποτε έναν γέροντα για κάποιον λογισμό και μου είπε να μην κάνω το τάδε πράγμα∙ μετά από αυτό ρώτησα τον ίδιο για το ίδιο θέμα και μου είπε να κάνω εκείνο το πράγμα που την προηγούμενη φορά μου είχε πει να μην κάνω. Πως εξηγείται αυτό;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αδελφέ, οι κρίσεις του Θεού είναι βαθιά άβυσσος. Πλήν όμως να ξέρεις ότι ανάλογα με την καρδιά αυτού που ρωτά βάζει κάποτε ο Θεός τα λόγια στο στόμα αυτού που του απαντά, ή για να δοκιμάσει αυτόν που ακούει ή επειδή στο μεταξύ άλλαξε η καρδιά του και αξιώνεται να πάρει διαφορετική απάντηση. Μερικοί δηλαδή αλλάζουν ψυχικά ενώ εξακολουθεί η υπόθεσή τους, και γι’ αυτούς ο Θεός μιλά διαφορετικά μέσω του αγίου του, όπως μίλησε μέσω του Ησαΐα στον βασιλιά Εζεκία. Όταν δηλαδή του είπε∙ ‘‘Κάνε τη διαθήκη εσύ , γιατί θα πεθάνεις’’, άλλαξε η καρδιά του βασιλιά και λυπήθηκε, και τότε ο Θεός του είπε μέσω του ιδίου Ησαΐα∙ ‘‘Μάθε ότι ο Θεός πρόσθεσε στη ζωή σου άλλα δεκαπέντε χρόνια’’. Αν λοιπόν είχε μιλήσει μέσω άλλου , αυτό θα ήταν αιτία σκανδαλισμού, ότι οι άγιοι μιλούν διαφορετικά. Επίσης στους Νινευΐτες ο Θεός μίλησε μέσω του Ιωνά ανάλογα με την καρδιά του και είπε∙ ‘‘Μετά από τρεις μέρες θα καταστρέψω την πόλη’’. Όταν όμως άλλαξε η καρδιά τους και μετανόησαν , ο Θεός έδειξε την πολλή του φιλανθρωπία και άφησε την πόλη, επειδή άλλαξε προς το καλό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν πρέπει κανείς να αλλάζει τον άγιο που ρωτά, αλλά να ρωτά πάλι τον ίδιο, ώστε αν ποτέ χρειαστεί ο Θεό να αλλάξει για κάποιον λόγο την απάντηση , αυτό να γίνει μέσω του ίδιου αγίου, έτσι που να μην προκληθεί σκανδαλισμός.
Ο αδελφός ρώτησε: «Αν λοιπόν , αφού πάρω τη γνώμη του γέροντα για κάποιο πράγμα, πάω να το κάνω και δω ότι δεν μπορεί να γίνει όπως μου είπε εκείνος, τι πρέπει να σκεφτώ ή να κάνω, καθώς θα βρεθώ σε τέτοια απορία;»
«Η απάντηση σε αυτό», αποκρίθηκε ο γέροντας, «μοιάζει κάπως με την προηγούμενη. Πως; Άκουσε. Πήρες απάντηση για κάποιο πράγμα, ‘‘κάνε το τάδε’’, και βρήκες εμπόδια; Πρέπει πρώτα να ερευνήσει τον εαυτό σου, μήπως ευχαριστήθηκε η καρδιά σου με αυτό το πράγμα και δεν το άφησες τελείως στον Θεό, και γι’ αυτό ο Θεός δεν το άφησε να γίνει σύμφωνα με την απάντηση του γέροντα. Και αν διαπιστώσεις κάτι τέποιο, να ξέρεις ότι η αιτία βρίσκεται σ’ εσένα και δεν πρέπει να την αποδόσεις στην απάντηση του γέροντα, αλλά να κατηγορήσεις τον εαυτό σου. Ο Ελισσαίος, για παράδειγμα, έστελνε με πίστη τον μαθητή του να αναστήσει τον νεκρό , και δεν αναστήθηκε. Και το φταίξιμο δεν ήταν αυτού που έστειλε, αλλά αυτού που στάλθηκε∙ γατί , αλλιώς, πως ο ίδιος ύστερα ανέστησε τον νεκρό;«
»Επομένως, οφείλεις αρχικά να προσπαθήσεις με όλη σου τη δύναμη να γίνει αυτό που σου είπε ο γέροντας∙ αν όμως το πράγμα δεν μπορέσει να γίνει έτσι , όπως εσύ προσπάθησες, να καταλάβεις ότι σε κάτι έγινε αλλαγή∙ ή επειδή εσύ ένιωσες ευχαρίστηση, όπως σου είπα και προηγουμένως, ή επειδή άλλαξε το πράγμα, ή το πρόσωπο που σχετίζεται με το πράγμα, και γι’ αυτό ο Θεός αλλάζει τα σχετικά με την απάντηση , όπως έγινε με τον Εζεκία και του Νινευΐτες.«
»Τότε λοιπόν , αν δεν είναι κοντά εσύ αυτός που ρώτησες, ώστε πάλι να τον ρωτήσεις, παρακάλεσε τον Θεό , αναφέροντας το όνομα του ίδιου του γέροντα και λέγοντας∙ ‘‘Θεέ του τάδε, μη με αφήσεις να πλανηθώ ως προς το θέλημα σου και την απάντηση του δούλου σου, αλλά πληροφόρησέ με τι να κάνω’’. Και ό,τι σε πληροφορήσει κάνε, πιστεύοντας ότι ο Θεός σου μίλησε και σε οδηγεί μέσω του αγίου γέροντα, και ξέροντας ότι ότι οπωσδήποτε κάποια αλλαγή έγινε, και εξαιτίας της ο Θεός άλλαξε τα σχετικά με την απάντηση».
«Πόσες φορές λοιπόν , δέσποτα μου, πρέπει να προσευχηθώ για να πληροφορηθεί γι’ αυτό ο λογισμός μου;» είπε ο αδελφός.
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Όταν δεν μπορείς να ρωτήσεις τον γέροντα, τρεις φορές πρέπει να προσευχηθείς για το κάθε πράγμα, και στη συνέχεια να παρατηρήσεις που γέρνει η καρδιά σου, έστω και όσο μια τρίχα, και αυτό να κάνεις. Γιατί η πληροφορία είναι από τον Θεό και οπωσδήποτε φανερώνεται στην καρδιά».
Ο αδελφός ρώτησε: « Πως πρέπει να προσευχηθώ τις τρεις φορές ; Σε διαφορετικές ώρες ή την ίδια ώρα; Γιατί συχνά συμβαίνει το πράγμα να μην επιτρέπει αναβολή».
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν έχεις άνεση χρόνου , σε τρεις μέρες να προσευχηθείς τις τρεις φορές. Αν όμως υπάρχει πίεση χρόνου, όπως συνέβη στην περίπτωση της προδοσίας του Σωτήρα- κάτι που δύσκολα γίνεται- τότε να έχει υπόδειγμα τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος τρεις φορές απομακρύνθηκε και προσευχήθηκε λέγοντας τα ίδια λόγια, και δεν εισακούστηκε, φαινομενικά βέβαια, επειδή έπρεπε οπωσδήποτε να πραγματοποιηθεί το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας μας. με αυτόν μας διδάσκει να μη λυπόμαστε όταν προσευχόμαστε και, για την ώρα , ο Θεός δεν μας ακούει∙ γιατί αυτός γνωρίζει καλύτερα από εμάς τι μας συμφέρει. Εμείς λοιπόν να μην παύουμε να τον ευχαριστούμε , και θα σωθούμε.
«Και αν μετά την προσευχή αργήσει να έρθει η πληροφορία, τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε ο αδελφός.»Επίσης , αν δεν είναι από εμένα η αιτία και εγώ δεν το ξέρω αυτό , από που θα το καταλάβω;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αν μετά την τρίτη προσευχή δεν σου έρθει η πληροφορία, ας ξέρεις ότι η αιτία είναι από εσένα και τότε, ακόμη και αν δεν σου φανερωθεί το σφάλμα σου, κατηγόρησε τον εαυτό σου, και θα σε ελεήσει ο Θεός».
(συν)
Ο αδελφός ρώτησε «Όταν κάποιος ρωτά τους πατέρες και παίρνει απαντήσεις, πρέπει άραγε να τις εκτελέσει όλες χωρίς εξαίρεση;»
«Όχι όλες», αποκρίθηκε ο γέροντας, «αλλά όσες του δίδονται ως εντολές. Γιατί άλλο είναι η απλή συμβουλή σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και άλλο η εντολή. Η συμβουλή είναι νουθεσία όχι υποχρεωτική , που δείχνει στον άνθρωπο τον ίδιο δρόμο της ζωής. η εντολή όμως μπαίνει σαν ζυγός και απαιτεί οπωσδήποτε από τον άνθρωπο να τη σηκώσει και να την εκτελέσει.
Ο αδελφός συνέχισε: «Μου είπες, πάτερ, τη διαφορά ανάμεσα στην εντολή και τη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού συμβουλή. Ξεκαθάρισέ μου λοιπόν και τα σημάδια και τα γνωρίσματα της κάθε μιας, και ποια είναι η έννοια της μιας και της άλλης».
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αν πας εσύ ο ίδιος σε πνευματικό πατέρα να τον ρωτήσεις για κάποιο πράγμα, θέλοντας όχι να πάρεις εντολή, αλλά να ακούσεις απάντηση σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, και σου πει τι πρέπει να κάνεις , οφείλεις οπωσδήποτε και αυτό να το τηρήσεις. Και αν, καθώς θα το κάνεις, δοκιμάσεις εξαιτίας του κάποια στενοχώρια, μην ταραχτείς, γιατί γίνεται για το συμφέρον σου. αν πάλι δεν θελήσεις να κάνεις αυτό που σου είπε, δεν θεωρείσαι βέβαια ότι παραβαίνεις εντολή-γιατί δεν σου δόθηκε ως εντολή- αλλά ότι θέλησες να παραβλέψεις το συμφέρον σου, και οφείλεις γι’ αυτό αα καταδικάζεις τον εαυτό σου. Γιατί πρέπει να πιστεύουμε ότι όλα όσα βγαίνουν από το στόμα των αγίων είναι για το συμφέρον αυτών που τα ακούν. Το ίδιο ισχύει και όταν , χωρίς καθόλου εσύ να ρωτήσεις, ο γέροντας σου είπε κάτι από μόνος του, καθώς ο Θεός κινούσε τον λογισμό του. Κάποτε έγινε κάτι τέτοιο. Ένας αδελφός ήθελε να πάει στην πόλη και κάποιος γέροντας του είπε από μόνος του ότι, αν πάει , θα πέσει στην πορνεία. Εκείνος δεν τον άκουσε , πήγε και έπεσε.»
«Αν όμως ρωτάς ειδικά για κάποιο πράγμα, θέλοντας να πάρεις εντολή, οφείλεις να βάλεις μετάνοια και να παρακαλέσεις να σου δοθεί εντολή. Και όταν δοθεί η εντολή, πάλι να βάλεις μετάνοια, για να σε ευλογήσει αυτός που σου έδωσε την εντολή, λέγοντας του∙ ‘‘Ευλόγησέ με, πάτερ, σχετικά με την εντολή , και ευχήσου να την τηρήσω’’. Και να ξέρεις, αδελφέ, ότι αυτός που σου δίνει την εντολή, δεν τη δίνει και μένει άπραγος, αλλά σε βοηθά με τη δέηση και τις προσευχές του, ώστε να μπορέσεις να την τηρήσεις. Αν όμως ξεχαστείς και δεν του βάλεις μετάνοια, για να πάρεις την ευλογία του, μη νομίσεις ότι η εντολή είναι άκρη-γιατί και έτσι έχει δύναμη-αλλά ότι την πήρες με άσχημο και όχι σωστό τρόπο. Και αν μπορέσεις, μη διστάσεις να πας και αν επανορθώσεις, βάζοντας μετάνοια και παίρνοντας την ευλογία∙ αν όμως δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, να θεωρείς ότι πήρες την εντολή με λειψό τρόπο.»
Είπε τότε ο αδελφός: «Αν εγώ ρωτήσω θέλοντας να πάρω εντολή , ο γέροντας όμως δεν έχει σκοπό να μου δώσει εντολή, αλλά μου πει μόνο συμβουλές∙ ή το αντίθετο∙ εγώ δεν ζητώ να πάρω εντολή , αλλά αυτός μου δώσει εντολή, άραγε αυτό θεωρείται εντολή , και πρέπει οπωσδήποτε να την τηρήσω; Υπάρχουν επίσης και κανόνες εκκλησιαστικοί και λόγια πατέρων γραμμένα σε βιβλία. Άραγε και αυτά, όπως την εντολή , είμαστε υποχρεωμένοι οπωσδήποτε να τα τηρήσωμε;»
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αν ο γέροντας που ρωτήθηκε δεν είχε σκοπό να σου δώσει εντολή , ό, τι σου είπε δεν θεωρείται εντολή, ακόμη και αν εσύ του ζήτησες. Αν πάλι αυτός έκρινε καλό να σου δώσει εντολή, ακόμη και αν εσύ δεν του ζήτησες, είναι εντολή και πρέπει να την τηρήσεις. Αλλά και εκείνο πρέπει να δέχεσαι ως εντολή, ό, τι αποφαίνονται οι εκκλησιαστικοί κανόνες ή είναι ρητή και κατηγορηματική γνώμη πατέρων. Να μην το δέχεσαι δηλαδή αβασάνιστα, αλλά να επιβεβαιώνεις τον λογισμό σου ρωτώντας πατέρες και γέροντες∙ γιατί δεν είναι σίγουρο ότι καταλαβαίνεις σωστά το νόημα των λόγων . Γι’ αυτό πρέπει να ρωτά κανείς τους γέροντες και να πείθεται με την απάντησή τους και σε αυτή την περίπτωση, και να τηρεί απαράβατα όσα άκουσε, με τη βοήθεια του φιλάνθρωπου Θεού και τις ευχές των αγίων. Αμήν».
Αν όμως εξαιτίας κάποιου πειρασμού παραβώ την εντολή, τι να κάνω;» ρώτησε ο αδελφός.
Απόκρίθηκε ο γέροντας: «Αν πάρεις εντολή από κάποιον άγιο γέροντα και την παραβείς, μην αναστατωθείς, ούτε να απελπιστείς ώστε να την ακυρώσεις τελείως, αλλά θυμίσου εκείνον που είπε∙ ‘‘Ο δίκαιος, και επτά φορές τη μέρα να πέσει , σηκώνεται’’, και τον Κύριο που είπε στον Πέτρο∙ ‘‘Ως εβδομήντα φορές το επτά θα συγχωρείς τον αδελφό σου’’. Αν λοιπόν αυτός έδωσε εντολή σε ανθρώπους έτσι να συγχωρούν , πόσο περισσότερο δεν θα το κάνει ο ίδιος, που είναι πλούσιος σε έλεος και όλα τα ξεπερνά σε ευσπλαχνία; Αυτός καθημερινά φωνάζει σ’ εμάς μέσω του προφήτη∙ ‘‘Επιστρέψατε σ’ εμένα και θα στραφώ και εγώ σ’ εσάς, γιατί είναι εύσπλαχνος και δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού’’ κλπ.»
«Ακούγοντας όμως ότι η εντολή καταργείται με την παράβαση, αλλά πάλι ενεργοποιείται με τη μετάνοια, πρόσεξε μην αδιαφορήσεις και πέσεις στην αμέλεια, γιατί αυτό το πράγμα είναι βαρύ. Αλλά ούτε και σε εκείνα που φαίνονται μικροπράγματα να μην καταφρονήσεις την εντολή∙ ακόμη και σε αυτά αν γίνει κάποια αμέλεια, φρόντισε να επανορθώσεις, γνωρίζοντας ότι από την αδιαφορία στα μικρά φτάνει κανείς στα μεγάλα σφάλματα».
(+)
Ο αδελφός είπε: «Μου ψιθυρίζει ο λογισμός να μη ρωτώ τους αγίους πατέρες, μήπως , ενώ μάθω , δείξω καταφρόνηση εξαιτίας της αδυναμίας μου και έτσι αμαρτήσω».
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Αυτός ο λογισμός είναι πάρα πολύ κακός και ολέθριος∙ μην τον ανεχτείς λοιπόν. Γιατί αν κάποιος αμαρτήσει αφού μάθει , οπωσδήποτε καταδικάζει τον εαυτό του. Αν όμως δεν μάθει και αμαρτήσει, ποτέ δεν θα καταδικάσει τον εαυτό του, και τα πάθη του θα μείνουν αθεράπευτα. Γι’ αυτό ο διάβολος ψιθυρίζει σε κάποιον τέτοια πράγματα, για να μείνει αυτός αθεράπευτος. Εσύ λοιπόν , αν σου πει ο λογισμός ότι δεν μπορείς να εφαρμόσεις την απάντηση του γέροντα λόγω της αδυναμίας σου, ρώτησε τον γέροντα ως εξής∙ ‘‘Επειδή θέλω να το κάνω, πες μου, πάτερ, τι είναι αυτό που με συμφέρει; Ξέρω βέβαια ότι , και να μου πεις ,δεν μπορώ να κάνω και να τηρήσω τον λόγο σου, αλλά θέλω να μάθω μόνο για τούτο: για να καταδικάζω τον εαυτό μου , ότι παρέβλεψα το συμφέρον μου’’. Και αυτό είναι για εσένα ταπείνωση. Ο Κύριος να φωτίσει την καρδιά σου , για να ακούσεις και να τηρήσεις, με τις ευχές των αγίων . Αμήν».
Ο αδελφός ρώτησε: «Πως εξηγείς, πάτερ, το ότι, όποτε πιέζομαι από τους λογισμούς και παρακαλώ τους γέροντες να προσευχηθούν για εμένα και ακούω αυτά που μου λένε, αμέσως η ψυχή μου νιώθει ανάπαυση;»
Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Όταν το πλοίο κινδυνεύει από τα κύματα, αν έχει καπετάνιο, αυτός, με τη σοφία που του έδωσε ο Θεός, σώζει το πλοίο∙ και καθώς το πλοίο σώζεται, ευφραίνεται ο επιβάτης. Και ο άρρωστος χαίρεται πολύ με τη θύμηση του γιατρού, και ακόμη πιο πολύ με τη θεραπεία που του κάνει. Αλλά και εκείνον που κινδυνεύει στον δρόμο από επίθεση ληστών , τον ενθαρρύνουν οι φωνές των φυλάκων∙ πόσο περισσότερο η παρουσία τους;»
«Αν λοιπόν αυτά έτσι είναι, σκέψου πόση άραγε ευφροσύνη και ασφάλεια μπορεί να δίνει η απάντηση των πατέρων σε καθέναν που ακούει, και μάλιστα όταν αυτή συνδυάζεται με επίμονη προσευχή προς τον Θεό που είπε∙ ‘‘Προσευχηθείτε ο ένας για τον άλλο, για να θεραπευτείτε, και όταν οι πατέρες, θεωρώντας το πάθος του αδελφού ως πάθος δικού τους μέλους, φωνάζουν με γλυκύτητα δάκρυα στον Ιησού , τον Κύριο τους∙ ‘‘Διδάσκαλε, σώσε μας, χανόμαστε’’»
«Αφού λοιπόν η δέηση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη όταν ενεργεί, όπως λέει η Γραφή, ας μη διστάσουμε να παρακαλέσουμε τους δίκαιους να προσευχηθούν για εμάς. Γιατί , αν και εμείς είμαστε ανάξιοι, όμως ο καλός Κύριος κάνει χάρη στους δούλους του, όπως έκανε κιόλας πολλές φορές, και μας σπλαχνίζεται , όπως λέει και η Γραφή∙ ‘‘Θα κάνει το θέλημα αυτών που τον φοβούνται ‘’, κλπ., και∙ ‘‘Φωνάζαν οι δίκαιοι , και ο Κύριος του άκουσε’’.»
«Πολλές φορές , αδελφέ, ακούγοντας οι ληστές τη φωνή των πιο δυνατών από αυτούς, έφυγαν. Έτσι φεύγουν έντρομοι και ντροπιασμένοι και οι νοητοί ληστές, όταν ακούσουν τη φωνή αυτών που είναι δυνατοί από την ενίσχυση του αγίου Πνεύματος και που άκουσαν τον Κύριο και προστάτη τους Ιησού να τους λέει∙ ‘‘Έχετε θάρρος∙ εγώ νίκησα τον κόσμο’’, και ∙ ‘‘Σας έδωσα εξουσία να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού , και σε τίποτε δεν θα σας βλάψουν’’.»
«ας παρακαλέσουμε λοιπόν τους αγίους γέροντες να προσευχηθούν για εμάς, και θα κάνουμε έτσι τον εαυτό μας οικείο σε αυτούς∙ γιατί η ωφέλεια από αυτούς είναι μεγάλη».
Από το Γεροντικό
Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Να μην εμπιστεύεσαι τη συνείδησή σου σε εκείνον , για τον οποίο η καρδιά σου δεν νιώθει σιγουριά».
Κάποιος αδελφός που είχε πέσει σε μεγάλη αμαρτία, πήγε στον αββά Λωτ. Έμπαινε και έβγαινε γεμάτος αγωνία και ταραχή και δεν μπορούσε να καθίσει. «Τι έχεις αδελφέ;» τον ρώτησε ο γέροντας. «Έκανα μια μεγάλη αμαρτία», απάντησε εκείνος, «και δεν μπορώ να την πω». Και ο γέροντας του είπε: «Ομολόγησέ τη σ’ εμένα, και εγώ θα τη σηκώσω». Τότε ο αδελφός , πέφτοντας στο έδαφος, είπε: «Έπεσα στην πορνεία, και για να το πετύχω θυσίασα τα πάντα».
Ο γέροντας του έδωσε χέρι, τον σήκωσε και του είπε: «Έχε θάρρος, γιατί υπάρχει μετάνοια. Πήγαινε, κάθισε στη σπηλιά και νήστευε τρώγοντας μια φορά στις δυο μέρες, και εγώ Θα σηκώσω μαζί σου τη μισή αμαρτία».
Πήγε λοιπόν ο αδελφός και έκανε όπως τον πρόσταξε ο γέροντας. Όταν πέρασαν τρείς εβδομάδες, ο Θεός πληροφόρησε τον γέροντα ότι δέχτηκε τη δέηση του και τη μετάνοια του αδελφού και του συγχώρησε το αμάρτημα. Ο γέροντας τότε κάλεσε τον αδελφό και του είπε ότι ο Θεός τον ελέησε. Και έμεινε ο αδελφός στην υποταγή του γέροντα ως τον θάνατό του.
Κάποιος αδελφός που τον ενοχλούσε η πορνεία , πήγε σε έναν μεγάλο γέροντα, και αφού του είπε το λογισμό του, τον παρακάλεσε να προσεύχεται γι’ αυτόν. Πράγματι , ο γέροντας παρακάλεσε τον Θεό για χάρη του. Γυρνώντας ο αδελφός στο κελί του , πάλι ενοχλήθηκε. Ξαναπήγε λοιπόν στο γέροντα, εξομολογήθηκε και τον παρακαλούσε πάλι να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Ο γέροντας συμφώνησε και παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, φανέρωσέ μου πως κάθεται ο αδελφός αυτός στο κελλί του και απο που προέρχεται αυτή η δαιμονική ενέργεια. Γιατύ σε παρακάλεσα και δεν βρήκε ανάπαυση». Και ο Θεός του φανέρωσε τα σχετικά με τον αδελφό. Τον είδε να κάθεται στο κελλί του και το πνεύμα της πορνείας κοντά του∙ και στεκόταν άγγελος σταλμένος από τον Κύριο, για να τον βοηθήσει, και οργιζόταν με τον αδελφό που δεν άφηνε τον εαυτό του στον Θεό, δεν αγωνιζόταν δηλαδή με την προσευχή εναντίον των λογισμών, αλλά ευχαριστιόταν με αυτούς και παρέδινε όλο τον νού του στη δαιμονική ενέργεια. Κατάλαβε λοιπόν ο γέροντας ότι η αιτία βρίσκεται στον αδελφό και του είπε: «Εσύ είσαι ο αίτιος που δεν φεύγει ο πόλεμος, γιατί δέχεσαι τους λογισμούς και ευχαριστιέσαι με αυτούς». Έπειτα τον δίδαξε πως πρέπει να αντιστέκεται στους λογισμούς και να τους διώχνει με την προσευχή. Και ο αδελφός συνήλθε με την ευχή και τη διδαχή του γέροντα και βρήκε ανακούφιση
Ένας αδελφός που τον πολεμούσε η πορνεία πήγε σε κάποιον γέροντα και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί για χάρη του, ώστε να ανακουφιστεί από τον πόλεμο. Ο γέροντας συμφώνησε και παρακάλεσε τον Θεό για τον αδελφό επτά μέρες. Την έβδομη μέρα λοιπόν ρώτησε τον αδελφό: «Πως πήγε ο πόλεμος, αδελφέ;». «Πολύ άσχημα», απάντησε εκείνος. «Αληθινά, δεν ένιωσα καμία ανακούφιση».
Ο γέροντας παραξενεύτηκε που το άκουσε και παρακάλεσε τον Θεό να του φανερώσει για ποιο λόγο δεν ανακουφίστηκε ο αδελφός. Και του παρουσιάστηκε τη νύχτα ο σατανάς και του είπε: «Πίστεψέ με , γέροντα, από την πρώτη μέρα που άρχισες να παρακαλείς τον Θεό, έφυγα από αυτόν. Αλλά αυτός έχει δικό του δαίμονα και δικό του πόλεμο από τη λαιμαργία του. Εγώ δεν έχω ανάμιξη στον πόλεμο του, αλλά ο ίδιος πολεμά τον εαυτό του με το να τρώει και να πίνει και να κοιμάται πολύ, δηλαδή μέχρι να χορτάσει , και ακόμη περισσότερο».
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009
Βαρθολομαίος σε κληρικούς:"Να μένετε μακριά από πολιτικκές συγκρούσεις"
Σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση να μείνει η Εκκλησία μακρια από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις έστειλε σήμερα από την Ελασσόνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος απευθυνόμενος στους Ιερείς της Μητροπόλεως Ελασσώνος. "Οἱ κληρικοὶ ψηφίζομεν μέν, κατὰ τὴν ἀπολύτως ἐλευθέραν ἐπιλογήν μας, ὅποιον προκρίνομεν, πλὴν ὅμως δὲν κομματιζόμεθα οὔτε ἐκφραζόμεθα δημοσίως ὑπὲρ ἤ κατὰ οἱουδήποτε. Τὰ κόμματα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ἡ λέξις: κομμάτια! Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὅλον!" τόνισε ο. Βαρθολομαίος.
www.amen.gr
Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009
Αμάρτησε;
Αμάρτησε;
Του Κων/νου Θεοτόκη
Ήτανε μια δροσερή Απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα, και οι καμπάνες της Εκκλησίας του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τις πόρτες, οι άνθρωποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι , ντυμένοι με ρούχα καινούργια, και κατόπιν ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια προσκυνούσαν τες εικόνες και σταμάταιναν απεκεί στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόταν μπουλούκια, μπουλούκια με τες άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές , ευλαβικές , στολισμένες και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναιτίκι.
Όλοι πρόσμεναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του ιερού άνοιξε , ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του, εθυμιάτησε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός κάνοντας και το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια έκαμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός, μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μετωπό του, με γαλανά μάτια, που τα γέρα και οι νηστείες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον σεβόταν
Με την ψιλή του φωνή που ολοένα εγενόταν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τες ευκές του, που τες ήξερε όλες απ’ όξω, και η ακολουθία προχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, και ο κόσμος, που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφουκραζόταν με πίστη και από καρδίας εδεότουν, σα νάδινε μεγαλύτερη αξία στην προσευκή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.
Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Τη πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή , και που εφαινότουν συγχισμένος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευχόταν με ευλάβεια και είπεν ο παπάς με το νού του: «Εδώ θα είναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα δεν έλαβε καιρό για να τη έβρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Και εγιόμοζαν τώρα την εκκλησία οι ύμνοι που τους έψαλαν καλόφωνοι ψάλτες, και η ευωδία του λιβανιού, και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινοτουν σα μ’ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή , και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέηση του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία, και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.
Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας, αλλά εδεότουν η καρδία του στον ουράνιο πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νού. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στες γυναίκες. Η ταραχή της , ο φόβος της , η συγκίνησή της , ήταν ζωγραφισμένη απάνου στο όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το’ χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευχότουν. Πως είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της , το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε. Ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή νάναι περήφανος για την θυγατέρα του ή να ξεπλύνει την ντροπή του στο αίμα! Τι θα έκανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχιστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; Γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουργία προχωρούσε: με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, βγήκε στο πρεσβυτέριο και στάθηκε μπρός στο πλήθος. άκρα σιωπή εβασίλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που βγήκε από όλα τα χείλη , έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τες εταπείνωσε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταξε στο βάθος της εκκλησίας, που ήταν οι γυναίκες σαν νάθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να τη συστήσει ότι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγησή.
Δεν μπορούσε , της είχε ειπεί , να την κοινωνήσει. Όχι τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Και αν πάλι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, και αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στές άλλες γυναίκες και αυτός σκήμα μόνο θάκανε, πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του σωτήρος. Όχι , δεν θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλλαν το κοινωνικό, και ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν νάταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Τις έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, κατά το συνήθειο ήταν πολλοί σ’ αυτήν την ημέρα και κοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσα τους ήταν και εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως και ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφίνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της την εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».
Του Κων/νου Θεοτόκη
Ήτανε μια δροσερή Απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα, και οι καμπάνες της Εκκλησίας του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τις πόρτες, οι άνθρωποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι , ντυμένοι με ρούχα καινούργια, και κατόπιν ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια προσκυνούσαν τες εικόνες και σταμάταιναν απεκεί στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόταν μπουλούκια, μπουλούκια με τες άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές , ευλαβικές , στολισμένες και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναιτίκι.
Όλοι πρόσμεναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του ιερού άνοιξε , ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του, εθυμιάτησε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός κάνοντας και το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια έκαμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός, μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μετωπό του, με γαλανά μάτια, που τα γέρα και οι νηστείες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον σεβόταν
Με την ψιλή του φωνή που ολοένα εγενόταν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τες ευκές του, που τες ήξερε όλες απ’ όξω, και η ακολουθία προχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, και ο κόσμος, που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφουκραζόταν με πίστη και από καρδίας εδεότουν, σα νάδινε μεγαλύτερη αξία στην προσευκή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.
Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Τη πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή , και που εφαινότουν συγχισμένος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευχόταν με ευλάβεια και είπεν ο παπάς με το νού του: «Εδώ θα είναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα δεν έλαβε καιρό για να τη έβρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Και εγιόμοζαν τώρα την εκκλησία οι ύμνοι που τους έψαλαν καλόφωνοι ψάλτες, και η ευωδία του λιβανιού, και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινοτουν σα μ’ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή , και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέηση του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία, και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.
Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας, αλλά εδεότουν η καρδία του στον ουράνιο πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νού. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στες γυναίκες. Η ταραχή της , ο φόβος της , η συγκίνησή της , ήταν ζωγραφισμένη απάνου στο όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το’ χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευχότουν. Πως είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της , το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε. Ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή νάναι περήφανος για την θυγατέρα του ή να ξεπλύνει την ντροπή του στο αίμα! Τι θα έκανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχιστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; Γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουργία προχωρούσε: με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, βγήκε στο πρεσβυτέριο και στάθηκε μπρός στο πλήθος. άκρα σιωπή εβασίλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που βγήκε από όλα τα χείλη , έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τες εταπείνωσε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταξε στο βάθος της εκκλησίας, που ήταν οι γυναίκες σαν νάθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να τη συστήσει ότι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγησή.
Δεν μπορούσε , της είχε ειπεί , να την κοινωνήσει. Όχι τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Και αν πάλι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, και αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στές άλλες γυναίκες και αυτός σκήμα μόνο θάκανε, πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του σωτήρος. Όχι , δεν θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλλαν το κοινωνικό, και ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν νάταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Τις έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, κατά το συνήθειο ήταν πολλοί σ’ αυτήν την ημέρα και κοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσα τους ήταν και εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως και ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφίνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της την εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)