Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Καπετάνιος Αγιογράφος

http://www.myriobiblos.gr

Φώτης Κόντογλου

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ' ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι. Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι' ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ' οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα. Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ' εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ' Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ' οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι' ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ' ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ' ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος. Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ' ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι' ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ' ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι' ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ. Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ' ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ' ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι' ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ' ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε. Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ' ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ' ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι' ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι' ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.

Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι' ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».



Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι' ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ' ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του. Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ' ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ' ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ' ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ' ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ
ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου; Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ' ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. "Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι' ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι' ἄνοιγε τὰ μάτια του κ' ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ' ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ' ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ' ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί. Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ' ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ' ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».

Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι' ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι' οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου». Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους. Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ' ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια». «Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ' ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες. Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ' ἄλογο, κι' ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ' ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα. Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' ἄγρια τὰ κύματα, κ' ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25». Κι' ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».

Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι' ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ' ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».




Σημειώσεις

1. Δηλ. ἔνθερμα, θαυματουργά.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕ 5 ΛΕΠΤΑ

http://agioritikovima.blogspot.com

Η απογραφή του Δαβίδ.

Παραλειπομένων Α' Κεφ21, 1-18

ΚΑΙ ἔστη διάβολος ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπέσεισε τὸν Δαυὶδ τοῦ ἀριθμῆσαι τὸν ᾿Ισραήλ. 2 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως· πορεύθητε, ἀριθμήσατε τὸν ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Βηρσαβεὲ καὶ ἕως Δὰν καὶ ἐνέγκατε πρός με, καὶ γνώσομαι τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν. 3 καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· προσθείη Κύριος ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἑκατονταπλασίως, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως βλέποντες· πάντες τῷ κυρίῳ μου παῖδες· ἱνατί ζητεῖ κύριός μου τοῦτο; ἵνα μὴ γένηται εἰς ἁμαρτίαν τῷ ᾿Ισραήλ. 4 τὸ δὲ ρῆμα τοῦ βασιλέως ἴσχυσεν ἐπὶ ᾿Ιωάβ, καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωὰβ καὶ διῆλθεν ἐν παντὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἦλθεν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 5 καὶ ἔδωκεν ᾿Ιωὰβ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ λαοῦ τῷ Δαυίδ, καὶ ἦν πᾶς ᾿Ισραὴλ χίλιαι χιλιάδες καὶ ἑκατὸν χιλιάδες ἀνδρῶν ἐσπασμένων μάχαιραν καὶ υἱοὶ ᾿Ιούδα τετρακόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν ἐσπασμένων μάχαιραν. 6 καὶ τὸν Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐκ ἠρίθμησεν ἐν μέσῳ αὐτῶν, ὅτι κατίσχυσε λόγος τοῦ βασιλέως τὸν ᾿Ιωάβ. 7 καὶ πονηρὸν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ πράγματος τούτου, καὶ ἐπάταξε τὸν ᾿Ισραήλ. 8 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν Θεόν· ἡμάρτηκα σφόδρα, ὅτι ἐποίησα τὸ πρᾶγμα τοῦτο· καὶ νῦν περίελε δὴ τὴν κακίαν παιδός σου, ὅτι ἐματαιώθην σφόδρα. 9 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Γὰδ τὸν ὁρῶντα λέγων· 10 πορεύου καὶ λάλησον πρὸς Δαυὶδ λέγων· οὕτω λέγει Κύριος· τρία αἱρῶ ἐγὼ ἐπὶ σέ, ἔκλεξαι σεαυτῷ ἓν ἐξ αὐτῶν καὶ ποιήσω σοι. 11 καὶ ἦλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὕτως λέγει Κύριος· ἔκλεξαι σεαυτῷ 12 ἢ τρία ἔτη λιμοῦ, ἢ τρεῖς μῆνας φεύγειν σε ἐκ προσώπου ἐχθρῶν σου καὶ μάχαιραν ἐχθρῶν σου τοῦ ἐξολοθρεῦσαι, ἢ τρεῖς ἡμέρας ρομφαίαν Κυρίου καὶ θάνατον ἐν τῇ γῇ καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐξολοθρεύων ἐν πάσῃ κληρονομίᾳ ᾿Ισραήλ· καὶ νῦν ἰδὲ τί ἀποκριθῶ τῷ ἀποστείλαντί με λόγον. 13 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Γάδ· στενά μοι καὶ τὰ τρία σφόδρα· ἐμπεσοῦμαι δὴ εἰς χεῖρας Κυρίου, ὅτι πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ σφόδρα, καὶ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων οὐ μὴ ἐμπέσω. 14 καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔπεσον ἐξ ᾿Ισραὴλ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν. 15 καὶ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς ἄγγελον εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτήν. καὶ ὡς ἐξωλόθρευσεν, εἶδε Κύριος καὶ μετεμελήθη ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ ἐξολοθρεύοντι· ἱκανούσθω σοι, ἄνες τὴν χεῖρά σου· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐν τῷ ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου. 16 καὶ ἐπῇρε Δαυὶδ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε τὸν ἄγγελον Κυρίου ἑστῶτα ἀνὰ μέσον τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἡ ρομφαία αὐτοῦ ἐσπασμένη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ ἐκτεταμένη ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ἔπεσε Δαυὶδ καὶ οἱ πρεσβύτεροι περιβεβλημένοι ἐν σάκκοις ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν. 17 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν Θεόν· οὐκ ἐγὼ εἶπα τοῦ ἀριθμῆσαι ἐν τῷ λαῷ; καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ἁμαρτών, κακοποιῶν ἐκακοποίησα, καὶ ταῦτα τὰ πρόβατα τί ἐποίησαν; Κύριε ὁ Θεός, γενηθήτω ἡ χείρ σου ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου καὶ μὴ ἐν τῷ λαῷ σου εἰς ἀπώλειαν, Κύριε. 18 καὶ ἄγγελος Κυρίου εἶπε τῷ Γὰδ τοῦ εἰπεῖν πρὸς Δαυίδ, ἵνα ἀναβῇ τοῦ στῆσαι θυσιαστήριον Κυρίῳ ἐν ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου.

Απόδοση

Και ξεσηκώθηκε ο διάβολος ενάντια στον Ισραήλ και παρακίνησε τον Δαυίδ να αριθμήσει τον λαό. και είπε ο βασιλιάς Δαυίδ στον Ιωάβ και στους άρχοντες. Πηγαίνετε να μετρήσετε τον Ισραήλ απο Δαν ως Βηρσαβεέ και πείτε μου τον αριθμό τους. και είπε ο Ιωαβ. Μακάρι ο Κύριος να εκατονταπλασιάσει τον λαό σου μπορστά στα μάτια σου. Είναι όλοι υπήκοοί σου. Γιατί ζητά ο κύριος μου τέτοιο πράγμα που μπορεί να γίνει μεγάλο κακό για τον λαό; Και υπερίσχυσε το θέλημα του βασιλιά και βγήκε ο Ιωάβ στη χώρα και γύρισε στην Ιερουσαλήμ. και έδωσε τον αριθμό της μέτρησης του στον Δαβίδ, και ήταν όλος ο Ισραήλ ένα εκατυμύριο εκατο χιλιάδες άνδρες που μπορούσαν να πολεμήσουν και οι Ιουδαίοι τετρακόσιοι εβδομήντα χιλιάδες άνδρες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Και τον λαό του Λευί και τον Βενιαμίν δεν τον μέτρησε γιατί δεν άρεσε ο λόγος του βασιλία στον Ιωάβ. Και φάνηκε πονηρό αυτό που έγινε στον Θεό και χτύπησε τον Ισραήλ. Και είπε ο Δαβίδ προς τον Θεο. Αμάρτησα πολυ με αυτό που έκανα. Μην σταθείς στην μεγάλη κακία μου και ματαιοδοξία μου. Και μίλησε ο Κύριος στον Γαδ που παρουσιάζονταν στον Δαβίδ και του είπε. πήγαινε και πες στον Δαβίδ. Αυτά λέει ο Κύριος. Σου δίνω τρείς επιλογές να επιλέξεις, και αυτό που θα επιλέξεις θα το κάνω. Και πήγε ο Γαδ στον Δαβίδ και του είπε: Ταδε λέγει Κύριος. Επέλεξε για τον εαυτό σου ή τρία χρόνια πείνας ή τρείς μήνες να χάνεις απο τους εχθρούς σου και να σε κυνηγάνε να σε σκοτώσουν ή τρείς ημέρες μαχαίρι και θάνατος στη γή απο εξολοθρευτή άγγελο Κυρίου. Σκέψου τώρα τι θα απαντήσω σε αυτον που με έστειλε. Και είπε ο Δαβίδ στον Γαδ. Είναι πολύ στενάχωρα και τα τρία. Θα πέσω στα χέρια του Κυρίου που είναι γεμάτα απο πολύ ευσπλαχνία και σε χέρια ανθρωπων δεν θα πέσω. Και έδωσε θάνατο ο Κύριος στον Ισραήλ, και έπεσαν εβδομήντα χιλιάδες άνδρες. Και έστειλε ο Θεός άγγελο στην Ιερουσαλήμ να την εξολοθρεύσει και ενώ την κατέστρεφε, άλλαξε γνώμη ο Κύριος και είπε στον άγγελο. Φτάνει μέχρι εδώ, σήκωσε το χέρι σου.Και στάθηκε ο άγγελος κοντά στο αλώνι Ορνά του Ιεβουσαίου. Και είδε ο Δαβίδ τον άγγελο με απλωμένο το χέρι του πανω απο την πόλη και είπε στον Θεό:Δεν είπα εγώ να απογραφεί ο λαός; εγώ δεν είμαι που αμάρτησα; αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Ας ερθει το κακό σε μένα και στην οικογένειά μου και όχι στο λαό σου Κύριε. Και ο άγγελος Κυρίου είπε στον Γαδ να πει στον Δαβίδ, να ανεβεί και να στήσει θυσιαστήριο για τον Κύριο στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου...

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Θερινά ρήματα

Καθυστερώ αναίτια
ασωτεύω περίεργα
μετανοώ προσωρινά
γυρεύω κάτοπτρο

Αναζητώ ρόπτρο
διψάω αλήθεια
ποθώ μύρο
μετράω λάθη.

Επιστρέφω νικημένος
καλαίω κρυφά
γνέφω ψηλά
λέω λίγα

Θάνατε φύγε
Αθάνατε έλα
ψυχή χαίρε
καρδία αγάλλου

Μωυσής Μοναχός

Δεν βρήκαν τίποτα στους λογαριασμούς για το Βατοπαίδι

Έψαξαν τους λογαριασμούς και δεν βρήκαν τίποτα στο Βατοπαίδι με αποτέλεσμα τώρα σιγά σιγά το σενάριο που από την αρχή λέμε να επιβεβαιώνεται. Ίσως να είναι από τις ελάχιστες φορές που ισχύει το ...


"για την ψυχή της μάνας τους". Οι Αγγέλου, Ρουσόπουλος έπαιρναν τηλέφωνα χωρίς ανταλλάγματα επειδή ήθελαν να στηρίξουν ένα μοναστήρι. Από την στιγμή μάλιστα που είχαν την διαβεβαίωση των υπαλλήλων του Ν.Σ. του κράτους και της ΚΕΔ ότι όλα είναι νόμιμα , προχωρούσαν οι διαδικασίες. Γιαυτό και ποτέ δεν βγήκε στην φόρα κάτι πιο σημαντικό από υπογραφές ή μαρτυρίες. Είναι σαφές ότι υπήρχε επαφή και δεν το αρνείται κανείς όμως η Ν.Δ. και το μοναστήρι πληρώνει την ατολμία των πολιτικών να βγούνε νωρίς και να πούνε την αλήθεια. Ότι έπαιρναν τηλέφωνα επειδή το έκαναν για πνευματικούς λόγους. Οι μισοί γιατί οι άλλοι μισοί το έκαναν για ψηφοθηρικούς. Άντε γιατί παράγινε το κακό με όσα λέγονται για Εφραίμ και τον διασυρμό του χωρίς ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ να έχει βάλει ένα ευρώ στην τσέπη. Το μόνο που μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει είναι ότι ανέπτυξε την περιουσία του μοναστηριού. Μήπως θα ζούσε αιώνια για να το...χαρεί;

Από την στιγμή που μοναχοί στο Άγιον Όρος δεν έχουν τίποτα σε λογαριασμούς και σε συγγενικά πρόσωπα είναι ξεκάθαρη η υπόθεση.

Απο το troktiko.blogpost.com

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Από το Γεροντικό

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἄκουσε γιὰ τὸν ἀββᾶ Νισθερώ, ποὺ ἤτανε νέος πλὴν ξακουσμένος γιὰ τὴν ἀπάθειά του, κι ἔγραψε στὸν γέροντά του νὰ τὸν στείλει νὰ τὸν δεῖ. Σὰν ἦρθε λοιπόν, τὸν ρώτηξε ὁ γέροντας:
 Ἀββᾶ Νισθερώ, πῶς ἀπόχτησες αὐτὴ τὴν ἀρετή, ὥστε ὅποια στενοχώρια καὶ θλίψη νὰ σοῦ τύχει, νὰ μὴ μιλᾶς καὶ νὰ μὴ ταράζεσαι; Κι ἐκεῖνος δὲν ἔλεγε τίποτα.
Μετὰ πολλά, εἶπε:
 -Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ. Στὴν ἀρχὴ ποὺ μπῆκα στὸ κοινόβιο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἐσὺ κι ὁ γάϊδαρος εἴσαστε ἕνα· ὅπως λοιπὸν τὸ γαϊδούρι δέρνεται καὶ δὲ μιλᾶ, βρίζεται καὶ δὲν ἀποκρίνεται, ἔτσι θὰ κάνεις κι ἐσύ, κατὰ τὸν ψαλμωδὸ ποὺ λέγει «κτηνώδης ἐγενόμην παρὰ σοί, κἀγὼ διὰ παντὸς μετὰ σοῦ».

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Δύο παλιές φωτογραφίες απο το Άγιον Όρος

Εφραίμ ο Φιλοθειτης

Παπα-Κοσμάς και Γεροντας Ησαιας Καυσοκαλυβίτες


Mας τις έστειλαν η Άννα και ο Χρήστος Θ.

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Ημέρα μνήμης Πατριάρχη Γρηγορίου Ε'

www.amen.gr

Κωνσταντινούπολη, ρεπορτάζ-φωτογραφίες του Νικολάου Μαγγίνα
Σαν σήμερα, στις 10 Απριλίου 1821, Κυριακή του Πάσχα τότε, απαγχονίστηκε ο μαρτυρικός Πατριάρχης του Γένους Γρηγόριος ο Ε' στην κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου στο Φανάρι. Έκτοτε η Πύλη αυτή έμεινε κλειστή εις ένδειξιν τιμής και μνήμης.Κάθε χρόνο τη μέρα αυτή ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανάβει το κερί της μνήμης και της πίστης και καταθέτει λίγα λουλούδια μπροστά στην Πύλη του μαρτυρίου του Πατριάρχου Γρηγορίου. Αυτό έκανε και σήμερα το πρωί, εν σιωπή και περισυλλογή.

Προηγήθηκε στο ιδιαίτερο Πατριαρχικό Παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέου Τρισάγιο στη μνήμη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου, με τη συμπλήρωση πέντε χρόνων από την εκδημία του, το οποίο τέλεσε ο Πατριάρχης συμπαραστατούμενος από τον Μ. Αρχιδιάκονο Μάξιμο.Ευθύς μετά την τιμή στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' στην Πύλη του Πατριαρχείου, ο Πατριάρχης αναχώρησε για την Σηλυβρία, για την καθιερωμένη μεταπασχάλια εκδρομή, όπου θα παραθέσει γεύμα για τους μαθητές και τους νέους της Ομογένειας.

Ο Πατριάρχης  Γρηγόριος δεν ήταν ο μόνος...

Δυστυχώς διάφοροι Τούρκοι ξεναγοί και όχι μόνο, διαδίδουν ψευδώς,  παραπληροφορώντας ότι η κλειστή πύλη ονομάζεται «Πύλη του μίσους» καθώς και ότι δήθεν θα ανοίξει όταν κρεμαστεί εκεί κάποιος Μουσουλμάνος. Πρόκειται για ένα μεγάλο ψέμα και παραμύθι, κάτι που ούτε διανοήθηκαν οι Ορθόδοξοι, ούτε φαντάσθηκαν και φυσικά αντίκειται στο Χριστιανικό πνεύμα. Έχει σκοπό μόνο την δημιουργεία τεχνητής έντασης.

Δεν είναι, λοιπόν, ο Γρηγόριος Ε΄ ο μόνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως που απαγχονίσθηκε. Μετά την Άλωση της Πόλης αρκετοί Οικουμενικοί Πατριάρχες που ανήλθαν στο θρόνο ήλθαν αντιμέτωποι με την Οθωμανική Διοίκηση, την «Υψηλή Πύλη». Ορισμένοι απαγχονίσθηκαν, άλλους τους έπνιξαν στη θάλασσα, άλλους τους εξανάγκασαν σε παραίτηση, άλλους τους έστειλαν σε εξορία, άλλοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στις φυλακές. Και όλα αυτά μετά από αποφάσεις της Οθωμανικής Διοίκησης. 
Στο σημείωμά  αυτό αναφέρουμε συνοπτικά τις περιπτώσεις των Πατριαρχών που απαγχονίσθηκαν η θανατώθηκαν και δεν είναι και τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό, χωρις να γινεται λόγος για τη σημαντική πλειάδα των Ιεραρχών, των ιερέων και των μοναχών που απαγχονίσθηκαν η θανατώθηκαν.
Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την Άλωση, Γεννάδιος Σχολάριος, είναι και ο πρώτος που παραιτείται λόγω διαφωνιών με την Οθωμανική Διοίκηση.
Ιωάσαφ Ι΄ (1465-1466): Αφού τον ξύρισαν, εκθρονίσθηκε με εντολή του Σουλτάνου.
Ραφαήλ Ι΄ (1475-1476): Μη δυνάμενος να πληρώσει το επιβαλλόμενο φόρο (πεσκέσι) εκθρονίσθηκε, φυλακίστηκε όπου και μετά ένα χρόνο απεβίωσε.
Ραφαήλ Β΄ (1603-1607): Με εντολή του Σουλτάνου Αχμέτ Ι΄ εκθρονίσθηκε και εξορίσθηκε και θανατώθηκε κατά φρικτό τρόπο.
Κύριλλος Ι΄ ο Λούκαρης: Αρκετές φορές ανήλθε και κατήλθε του θρόνου με πρώτη άνοδο το 1612. Στις 20 Ιουνίου 1638 με εντολή του Σαντραζάμη Μπαϊράμ Πασά συνελήφθη και φυλακίσθηκε σε πύργο του Βοσπόρου. Στις 27 Ιουνίου παραδίδεται σε Γενιτσάρους και εκείνοι με ένα πλοιάριο τον πνίγουν στη θάλασσα.
Κύριλλος Β΄ ο Κονταρής (1633-1639): Λόγω τών αντικανονικών του ενεργειών εκθρονίζεται και κατόπιν συλαμβάνεται απο τις Οθωμανικές Αρχές, φυλακίζεται και εξορίζεται στην Καρθαγένη. Ο εκει Οθωμανός πασάς της Τύνιδος του επέβαλε να ασπασθεί το Ισλάμισμό αλλὰ ο Κύριλλος  αντιστάθηκε και για τον λόγο αυτό απαγχονίζεται στις 24 Ιουνίου 1640.Και μία εντυπωσιακή λεπτομέρια  κατα τον απαγχονισμό το σχοινή κόβετε δυο φορές και για το λογο αυτο τον πνίγουν.
Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1648-1651): Με εντολή του Σουλτάνου Ιμπραχίμ εκθρονίσθηκε και παραδόθηκε στους Γενιτσάρους για να τον πνίξουν. Το σκήνος του βρέθηκε στη γύρω περιοχή της νήσου Πλάτης των Πριγκηπονήσων, από Χριστιανούς οι οποίοι και το ενταφίασαν στο νησί της Χάλκης.
Παρθένιος ο Γ΄ (1656-1657): Με εντολή του Σουλτάνου μετά από φρικτά βασανιστήρια απαγχωνίσθηκε στην περιοχή Παρμακκαπή της Πόλης το Σάββατο του Λαζάρου και μετά απο τρείς ημέρες ερίφθη στη θάλασσα.
Γαβριήλ Β΄ (23/4-5/5-1657): Στον Πατριαρχικό Θρόνο παρέμεινε μόνο δώδεκα μέρες. Εκθρονίσθηκε και τοποθετήθηκε στη Μητροπολίτη Προύσης. Μετά από καταγγελία-συκοφαντία Εβραίων της περιοχής ότι βάπτισε ένα μουσουλμάνο Χριστιανό, ένω στην πραγματικότητα αυτός που βαπτίσθηκε ήταν Εβραίος. Ως αποτέλεσμα, τον φυλάκισαν και στη συνέχεια τον απαγχόνισαν στις 3 Δεκεμβρίου 1659.
Μελέτιος Β΄ (1768-1769): Μετα την παραίτηση του συλλαμβάνεται μαζι με αλλους τριάντα  προκρίτους,κληρικούς και λαικούς και φυλακίζεται βασανιζόμενος φρικτά.Ενώ αθωώθηκε της κατηγορίας για συνεργασία κατα του Οθωμανικού κράτους εξορίσθηκε στη Μυτιλήνη.Εκει υπέφερε περισσότερα απο την Οθωμανική Διοίκηση εξαιτίας και του πυρπολισμού του Τσεσμέ απο τους Ρώσσους.Κατόπιν ζήτησε αδεια  απο τον Σουλτάνο να μεταβεί στην πατρίδα του την Τένεδο .Στη συνέχεια μετέβη και στην Κωνσταντινούπολη με αδεια μονο για 61 ημέρες.Απεβίωσε στην Τένεδο το 1777 σε μεγάλη φτώχεια.
Κύριλλος Στ΄ (1813-1818): Επειδή δεν κατέστη αρεστός στο Σουλτάνο Μαχμούτ εκθρονίσθηκε και εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Οκτώ μέρες μετά τον απογχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, στις 18 Απριλίου 1821, ο Σουλτάνος δίνει εντολή να κρεμασθεί και εκείνος στην πύλη του Μητροπολιτικού Μεγάρου. Μετά από 3 μέρες ρίφθηκε στον παταμό Έβρο, τα νερά του οποίου τον έβγαλαν στις ακτές του Διδυμοτείχου.                 
Ευγένιος Β΄ (1821-1822): Διάδοχος του απαγχονισθέντος Γρηγορίου Ε΄. Παραδόθηκε σε διαδηλωτές και σύρθηκε στους δρόμους από τα γέννια και τα μαλλιά και πέθανε αργότερα από τις κακουχίες που υπέστη.
Αυτά προς γνώση της ιστορίας και μόνο. Και όχι να προκάλέσουν το δίκαιο αίσθημα. Αιωνία τους η μνήμη.
















































 

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Ο ΠΑΙΔΑΣ ΕΚ ΚΑΜΙΝΟΥ

Χριστός Ανέστη!

http://www.makthes.gr


Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης

“Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος”. Το γνωστό αυτό πασχάλιο τροπάριο αποτελεί λαμπρό επινίκιο παιάνα, μάλλον τον ωραιότερο ύμνο της εκκλησίας μας.

Ο Χριστός οδηγήθηκε εκούσια στον θάνατο και μάλιστα στον ατιμωτικό σταυρικό. Μετά τη σταύρωση και την ταφή του κατήλθε στον  Άδη και κήρυξε κήρυγμα μετανοίας και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε από τους νεκρούς. Οι Ιουδαίοι φοβόντουσαν κάτι τέτοιο, γιατί είχε προειπεί ότι την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί, γι’ αυτό έθεσαν φύλακες στο μνήμα, μήπως τον κλέψουν οι μαθητές του και πουν ότι αναστήθηκε. Οι μαθητές βέβαια ήταν κρυμμένοι για τον φόβο των Ιουδαίων.
Με τον θάνατό του ο Χριστός νίκησε τον θάνατο, τον πάτησε, τον απονεύρωσε, τον αποδυνάμωσε. Μετά την ανάστασή του χάρισε στους νεκρούς των μνημάτων τη ζωή. Το γεγονός αυτό είναι λίαν σημαντικό. Ο θάνατος πλέον δεν είναι τέρμα, τέλος, απελπισία και απαρήγορη συμφορά. Τα νεκροταφεία για τους χριστιανούς ονομάζονται τώρα κοιμητήρια. Ο κυρίαρχος θάνατος έχασε την ισχύ του πραγματικά. Το γεγονός αυτό είναι συγκλονιστικό και καταπληκτικό. Ο φόβος του θανάτου κατατρομάζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ανάσταση του Χριστού δίνει άλλη διάσταση στη ζωή των ανθρώπων. Χαρίζει μήνυμα ελευθερίας και την αφοβία του θανάτου.
Η ανάσταση λοιπόν δεν είναι απλά ένα βέβαιο ιστορικό γεγονός του παρελθόντος, μία κατασκευή για άλλους, ένα μύθευμα, μία φαντασία και μία καλοστημένη απάτη, όπως έφθασαν ορισμένοι να πουν. Η ανάσταση είναι η μοναδική αυτοανάσταση μέσα σε όλη την παγκόσμια ιστορία. Δίχως την ανάσταση είναι νεκρή η πίστη μας. δίχως κανένα νόημα κάθε πνευματική ζωή. Η ανάσταση γεμίζει περιεχόμενο, φως, νοηματοδότηση, χάρη και χαρά τη ζωή μας όλη. Η ανάσταση μας δίνει έμπνευση, κουράγιο, ελπίδα, αισιοδοξία και εμπιστοσύνη.
Η ανάσταση είναι η μεγαλύτερη και ωραιότερη εορτή της Ορθοδοξίας. Οι Δυτικοί τιμούν περισσότερο τα Χριστούγεννα. Το να γεννηθεί όμως κανείς είναι φυσικό, το να αναστηθεί υπερφυσικό. Μάλιστα η αυτοανάσταση του Χριστού αποτελεί μεγάλο θαύμα, μοναδικό και ανεπανάληπτο.  Ένα θαύμα δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά ως υπέρλογο. Το θαύμα κατανοείται και γίνεται αποδεκτό μόνο με την πίστη. Η πίστη αυξομειώνεται ανάλογα με τη διάθεση, την προαίρεση και τον τρόπο ζωής κάθε ανθρώπου.
Το θαύμα της αναστάσεως είναι δυνατό συνεχές βίωμα στη ζωή των πιστών. Τους παρηγορεί, ενθαρρύνει. Φωτίζει και ενισχύει πλούσια πάντοτε. Ο λαοφίλητος άγιος Σεραφείμ του Σάροφ έλεγε ολοχρονίς στους πολλούς επισκέπτες του “Χριστός Ανέστη, χαρά μου”. Ζούσε στα βάθη της καθαρής καρδιάς του τη χαρά της αναστάσεως και αυτή διαλαλούσε. Ο χριστιανισμός δεν είναι άχαρος. Είναι η ακράδαντη πίστη στη χαρά και στο φως της αναστάσεως. “Νυν πάντα πεπλήρωνται φωτός, ουρανός τε γη και τα καταχθόνια” κατά ένα αναστάσιμο τροπάριο. Η αληθινή χαρά είναι το κύριο χαρακτηριστικό των αληθινά γνήσιων Χριστιανών.
Χριστός Ανέστη, φίλοι και αδελφοί, ομόπιστοι συνέλληνες και αγαπητοί αναγνώστες!

Αγιοταφίτες



http://www.livestream.com/hellasorthodoxy

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Βυζαντινές Νότες

Πά λαι ήμαρτεν Αδάμ, εμακρύνθη του Θεού·

βου ληθείς δ’ ο Πλαστουργός, δούλου δέχεται μορφήν,

γά λα πίνει εκ μητρός· εις μετάνοιαν καλεί,

Δι δαχών σκορπίζει φως, θαύματα πολλά ποιεί·

κε φαλήν δ’ εχθρού πατεί, νεκρωθείς και αναστάς,

ζω οδότης ων Θεός· και καλεί εις μέλλουσαν ζωήν

νη πενθή πιστούς καλεί, όπου πρώτος εισελθών

πά σαν έλαβεν αρχήν παρά του Θεού Πατρός.

http://andreaslappas.blogspot.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...