Δημηρίου Ἰ. Τσελεγγίδη
Καθηγητή Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης
«ΟΣΑ ΕΙΔΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ
ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ»
Ὑπότιτλος:
«Οἱ προϋποθέσεις ἐνεργοποιήσεως καί διατηρήσεως τῆς Θείας Χάριτος ἐντός μας κατά τόν μακαριστό Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη»
(6/12/1912-27/2/1998)
Ὁ Γέροντας Ἐφραίμ –στό μέτρο πού τόν γνώρισα- ὑπῆρξε γιά μένα ἡ πολύ εὐχάριστη ἐκείνη ἔκπληξη, τήν
ὁποία γεύεται ὁ κάθε
πιστός, ὅταν βρίσκεται μπροστά στό
ὀντολογικῶς αὐτονόητο τῶν πραγματικά ζωντανῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Μέ
ἄλλα λόγια,
ὁ πατήρ Ἐφραίμ
ἦταν αὐτό, πού λίγο-πολύ ὅλοι μας ὀφείλουμε νά εἴμαστε, ὡς ὀργανικά μέλη τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, θεωρῶ ὡς ξεχωριστή εὐλογία τό γεγονός,
ὅτι εἶδα προσωπικῶς καί μάλιστα διά πολλῶν σημείων -ἁγιοπνευματικῶν δηλαδή τεκμηρίων- ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας πραγμάτωσε στόν ἑαυτό του τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ
Θεοῦ γιά
τόν ἄνθρωπο,
γιά τό ὁποῖο μιλᾶ τό στόμα τοῦ
Χριστοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
ὅταν γράφει πρός τούς Ἐφεσίους: «Ἐξελέξατο ἡμᾶς (ἐνν. ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ)
ἐν αὐτῷ πρό καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καί ἀμώμους
κατ’ ἐνώπιον
αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τήν
εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ»
(Ἐφ. 1,4-5). Δηλαδή, μᾶς ἐπέλεξε πρίν θεμελιώσει τόν κόσμο,
νά γίνουμε
δικοί Του διά τοῦ Χριστοῦ, ἀψεγάδιαστοι στήν τελική κρίση Του. Μᾶς προόρισε μέ
τήν ἀγάπη Του, νά γίνουμε
παιδιά Του, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τό εὐάρεστο γιά
μᾶς θέλημά Του.
Ἀκόμη πιό συγκεκριμένα, στόν πατέρα Ἐφραίμ εἶδα
φανερά καί πείστηκα ἀδιάψευστα, ὅτι πράγματι ἐκπληρώθηκε ἡ κλήση του ἀπό τόν Θεό,
πού προφανῶς εἶναι καί ἡ κλήση τοῦ καθενός μας στό πλαίσιο
τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος «πληρώθηκε», γέμισε δηλαδή ἡ
ψυχοσωματική ὕπαρξή του, μέ τό πλήρωμα τῆς Θεότητος (Κολ. 2,9). Τοῦτο δέν εἶναι
σχῆμα λόγου καθ’ ὑπερβολήν, ἀφοῦ, ὅπως
σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ ἑρμηνευτικῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Οὐδέν ἔλαττον ἔχετε αὐτοῦ (ἐνν.
τοῦ Χριστοῦ), ὥσπερ ἐν ἐκείνῳ ὤκησεν (ἐνν. ἡ θεότης) οὕτω καί ἐν ὑμῖν» (ΕΠΕ 22,194). Ἔτσι, μπόρεσε νά ζήσει πραγματικά «ἀξίως τοῦ Θεοῦ»
καί νά γίνει ἀπό τόν παρόντα
κιόλας κόσμο
μέτοχος τῆς ἄκτιστης δόξας καί Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ.
Στό σῶμα του ἦταν χαρισματικῶς παρών ὁ Χριστός,
ὅπως ἄλλωστε καί στήν ἁγία
ψυχή του. Καί τοῦτο, γιατί μέ
τούς συντονισμένους ἀσκητικούς ἀγῶνες του, πρόσφερε καί τό σῶμα του ὡς καθαρό ναό στή λογική
λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί τόν ἐξαγιασμένο νοῦ του ὡς λογικό θυσιαστήριο, ἀπ’
ὅπου διαβιβάζονταν τόσο στήν ψυχή του ὅσο
καί στό σῶμα του οἱ ἄκτιστες χαρισματικές μετοχές καί ἡ ἄρρητη εὐωδία τοῦ Χριστοῦ.
Νά ποῦμε ἐδῶ ἕνα παράδειγμα. Μιά φορά, σέ ἐρώτηση συνομιλητῶν του: Τί εἶναι «εὐωδία Χριστοῦ» καί τί σημαίνει ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι:
«Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν»
(Β΄ Κορ. 2,15),
ὁ γέροντας Ἐφραίμ δέν ἀπάντησε. Μόνο ἔσκυψε τό κεφάλι στό στῆθος του καί σιωποῦσε. Σέ λίγο,
ἀλλεπάλληλα κύματα ἄρρητης εὐωδίας, πού ἐκπέμπονταν ἀπό τό στῆθος του, περιέλουσαν τούς συνομιλητές του, οἱ ὁποῖοι
ἄφωνοι καί ἔκπληκτοι ἀπελάμβαναν τήν πρωτοφανῆ γι’ αὐτούς πνευματική αὐτή ἐμπειρία συνοδευόμενη μέ ἀκατάσχετα δάκρυα χαρᾶς, βαθύτατης ψυχοσωματικῆς γαλήνης καί κυρίως
πνευματικῆς γλυκύτητας, πού ἔφτανε
μέχρι μυελοῦ
τῶν ὀστῶν. Οἱ συνομιλητές του,
ὅταν κάπως συνῆλθαν, ἀπεχώρησαν χωρίς ἄλλη συζήτηση καί χωρίς καμία ἀπολύτως ἀπορία στό τεθέν ἐρώτημά τους. Ἔλαβαν, κατά μοναδικό γι’ αὐτούς τρόπο,
τήν ἀπάντηση
μέ ἀπόλυτη πληρότητα, ὄχι λεκτικά, ἀλλά βιωματικά καί ἄκρως ὑπαρξιακά. Στήν πραγματικότητα, ἡ διαβεβαίωση γιά τή γνησιότητα αὐτῆς τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως, δόθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Χριστό, μέ τά ἀδιάψευστα τεκμήρια,
πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς ὑποσχέθηκε,
τήν πνευματική δηλαδή ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν μας
καί τήν ἄρρητη
παρηγορία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. [Ὑποθέτω, ὅτι ὁ π. Ἐφραίμ ζήτησε ἀπό τό Χριστό νά
πληροφορήσει τούς συνομιλητές του,
ὅπως Αὐτός γνωρίζει].
Ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ἦταν ἕνας αὐθεντικός ἄνθρωπος. Χαιρόσουν, αὐτό πού λέμε κατά φύσιν,
ὅταν βρισκόσουν
μαζί του. Τοῦ ἦταν ἄγνωστη ἡ τυπική εὐγένεια καί ἡ προσποίηση, εἶχε φυσικότητα καί αὐθορμητισμό, εἶχε τή χάρη τοῦ
κατά φύσιν ἀνθρώπου. Ὅμως ἐκεῖνο πού
τόν ἔκανε νά ξεχωρίζει κατ’ ἐξοχήν δέν ἦταν τό κατά φύσιν,
ἀλλά τό ὑπέρ
νοῦν καί ὑπέρ φύσιν.
Ἀπό τά χρόνια τῆς προσωπικῆς σχέσεώς μου μέ τόν π. Ἐφραίμ, 1975-1998, ἀπεκόμισα τήν ἐκπληκτική διαπίστωση, ὅτι μιλοῦσε
μόνο γιά ὅ,τι γνώριζε πολύ
καλά μέσῳ τῆς προσωπικῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας του καί ἀπαντοῦσε σέ σοβαρά πνευματικά θέματα, μόνον ὅταν
εἶχε «πληροφορία» ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Μοῦ ἔλεγε συχνά: «ἐκ πείρας ὁμιλῶμεν». Καί ἐννοοῦσε μ’ αὐτό, τή βαθειά
κατασταλαγμένη πνευματική ἐμπειρία. Φυσικά, σέ ἔπειθε ἀπολύτως ὁ λόγος του, γιατί ἁπλούστατα δι’
αὐτοῦ σοῦ
μιλοῦσε ὁ
ἴδιος ὁ Θεός.
Ἡ φωνή του γινόταν τό ὄχημα τῆς ἐνεργοῦ ἐν αὐτῷ ἀκτίστου Χάριτος καί περνοῦσε ὡς αὔρα λεπτή
μέσα στήν ψυχή σου καί δι’ αὐτῆς καί
στό σῶμα σου καί σέ ἀνέπαυε ὑπαρξιακά.
Δέν ἤθελες νά ξεκολλήσεις ἀπό κοντά του. Ἔχανες τήν αἴσθηση τοῦ
χρόνου ἤ μᾶλλον βίωνες τή διάσταση τῆς αἰωνιότητας, πού ἔπαιρνε ὁ
χρόνος σου, καθώς ἐμβολίζονταν καί ἐμπλουτίζονταν ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, μέ ἀποτέλεσμα τό παρελθόν καί
τό μέλλον νά βιώνονται συμπυκνωμένα στό συγκεκριμένο παρόν τῆς παρουσίας σου. Αὐτά θά γίνουν περισσότερο σαφῆ, ὅταν ἀναφερθοῦμε ἴσως σέ συγκεκριμένα παραδείγματα κατά τή διάρκεια τῆς συζητήσεως, πού
θά ἀκολουθήσει.
Ἐπί χρόνια,
ἡ συζήτηση μέ τόν π. Ἐφραίμ περιστράφηκε γύρω ἀπό τό χαρακτῆρα,
τίς προϋποθέσεις, τήν ἐνεργό παρουσία καί τίς συνέπειες τῶν ποικίλων ἐνεργειῶν τῆς θεοποιοῦ Χάριτος τοῦ
Θεοῦ. Ὅσα
προσήγγισα ἐπιστημονικῶς διά τῶν ἐρευνῶν μου στά συγγράμματα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα στόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ,
τά συνάντησα αὐθεντικά βιωμένα στό πρόσωπο τοῦ
γέροντα Ἐφραίμ. Ἀλλά τό
πιό σημαντικό γιά μένα ἦταν,
ὅτι καί ὅσα δέν κατανοοῦσα ἀπό τόν ὑπερφυῆ χαρακτῆρα τῆς θείας
Χάριτος, μοῦ τά ἐξηγοῦσε λεπτομερῶς, μέ βάση τήν πλούσια βιωματική ἐμπειρία του.
Ὅταν γιά τίς θεολογικές ἐμπειρίες μου πῆγα τό
1988, ὡς συνήθως ἀπροειδοποίητα, νά τόν συναντήσω, ἐνημέρωσε προηγουμένως τή συνοδεία του γιά τήν ἐπικείμενη ἐπίσκεψή μου
καί συνέστησε νά ἔχουν ξεκλείδωτη τήν πόρτα.
Ἀνοίγοντας ἐγώ τήν ἐξώπορτα, τόν εἶδα ὄρθιο ἀπέναντί μου νά μοῦ χαμογελᾶ καί νά μοῦ λέει:
Ἤμουν ἐδῶ καί
σέ περίμενα. Μέ ἔσφιξε γιά πολύ στήν ἀγκαλιά του, μέ φίλησε στό ἀκάλυπτο ἀπό τότε
κρανίο μου καί μοῦ εἶπε συγκινημένος: Θά
σοῦ πῶ ἐκεῖνο πού εἶπε σέ μένα ὁ γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής: «Ἐσύ ἔψαχνες ἐμένα κι ἐγώ ἐσένα». Πράγματι,
τοῦ εἶπα ἔκπληκτος, ἐγώ ἔψαχνα ἐσένα, ἀλλά δέν κατανοῶ καθόλου, γιατί ἐσύ ἔψαχνες ἐμένα. Ἔλα μέσα στό κελί μου, μοῦ εἶπε,
καί θά σοῦ ἐξηγήσω. Σέ ἔψαχνα,
γιατί πενήντα πέντε χρόνια ἐδῶ πάνω στά βράχια
τῆς ἐρήμου ξέχασα καί
τά ἑλληνικά μου. Ἔτσι, δέν βρίσκω τίς κατάλληλες λέξεις γιά νά ἐκφράσω σωστά τά ὅσα μέ τή Χάρη τοῦ
Θεοῦ ζῶ.
Ἀφότου ὅμως
διάβασα τά κείμενά σου, πού ἀναφέρονται στή Θεία Χάρη κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο
Παλαμᾶ, χάρηκα πάρα
πολύ, γιατί
τώρα καί ἐγώ μπορῶ νά ἐκφράσω τά βιώματά μου σχετικά μέ τή Θεία
Χάρη, μέ κάθε
δυνατή θεολογική ἀκρίβεια. Βρέ παιδάκι μου, μοῦ εἶπε τρυφερά,
λές ἀκριβῶς
αὐτά πού ζοῦμε ἐδῶ. Ἔμεινα ἐμβρόντητος! Μά πάτερ Ἐφραίμ, τοῦ εἶπα,
ἐγώ μέ πολύ φόβο Θεοῦ καί θερμή προσευχή στόν Ἅγιο Γρηγόριο
Παλαμᾶ, νά μή πλανηθῶ θεολογικῶς καί πνευματικῶς, πρόσεξα νά
μή γράψω τίποτε δικό μου. Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἡ
θεολογική σκέψη καί ἡ
βιωματική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Μάλιστα, θά σᾶς ἐκμυστηρευτῶ, ὅτι
κάποιες διατυπώσεις του,
ἐνῶ τίς ἀντιλαμβάνομαι θεολογικῶς, δέν τίς κατανοῶ πλήρως, γιατί ὁ Ἅγιος ἐκφράζεται ἀποφατικά γιά τίς ὑπερφυεῖς ἐμπειρίες του.
Τί δέν κατανοεῖς, μοῦ λέει, γεμάτος μέ πνευματική θέρμη καί χαρά. Νά, δέν καταλαβαίνω ἀκριβῶς, τοῦ λέω, πῶς ὁρᾶται ὁ Θεός «ἀοράτως» καί πῶς νοεῖται «ἀπερινοήτως». Αὐτή εἶναι,
μοῦ λέει, ἡ μόνη ὀρθή διατύπωση πού ἐκφράζει, ἀνεκφράστως, αὐτό πού ἐγώ τόσο καιρό δέν μποροῦσα νά διατυπώσω, ἐνῶ ἔτσι ἀκριβῶς τό ζῶ. Καταλαβαίνετε τώρα
τόσο τήν ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα, ὅσο κυρίως τήν πνευματικοῦ χαρακτήρα εὐχάριστη ἔκπληξή μου. Βρισκόμουν μπροστά σέ ἕναν
πνευματικό
θησαυρό καί ἐπεθύμησα νά γεμίσω ὅσο τό δυνατόν τίς
«ἀποσκευές»
μου. Ἀκολούθησε ἡ ὡραιότερη συζήτηση τῆς ζωῆς μου. Δέν θά μέ ἔπαιρνε ὁ χρόνος,
ἀλλά δέν θά ἔβρισκα ἴσως καί
τόν καταλληλότερο τρόπο, γιά νά σᾶς περιγράψω κάπως ὅσα ἄκουσα καί ἔζησα. Εὐχαριστῶ ἐκ βαθέων τό Χριστό γι’ αὐτήν τήν ἀπερίγραπτη συνάντηση. Ἦταν ὁ σημαντικότερος σταθμός γιά
τή μέχρι σήμερα
θεολογική καί πνευματική γνώση μου. Ἔχω τή
βαθειά καί βεβαία αἴσθηση, ὅτι δι’ αὐτοῦ
μοῦ ἔδωσε ὁ
Θεός ὅλα ἐκεῖνα πού μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ πατήρ Ἐφραίμ,
ὅτι θά μοῦ δοθοῦν σταδιακῶς καί σέ βάθος χρόνου. Εὐλογητός ὁ Θεός! Εἶναι πράγματι,
οἰκτίρμων καί
ἐλεήμων,
μακρόθυμος καί πολυέλεος καί ἐπί τά ταπεινά ἐφορῶν! Συγκαταβαίνει πλουσιοπαρόχως, προσυπογράφει τίς δεήσεις καί καθιστᾶ
ἀξιόπιστα τά λόγια τῶν ταπεινῶν φίλων του, ἕνας ἀπό τούς
ὁποίους στήν ἐποχή μας ἦταν καί ὁ
γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης.
Ποιός ἦταν στήν πραγματικότητα ὁ πατήρ Ἐφραίμ,
δέν λέγεται.
Αὐτό μόνο σοῦ
ἀποκαλύπτεται ἐν Πνεύματι, καί πάλι κατά τό μέτρο τῆς δεκτικότητας καί τῆς πνευματικῆς χωρητικότητάς σου.
Ὅμως διστακτικά καί χάριν ὠφελείας τῶν πολλῶν, θα τό ἐπιχειρήσω.
Ὁ πατήρ Ἐφραίμ, ἐξ’ αἰτίας τῆς πνευματικῆς καθαρότητάς του, γρήγορα κατενόησε, ὅτι ὁ πνευματικός «ἀγρός» μέ τόν «πολύτιμο μαργαρίτη» βρισκόταν χαρισματικῶς ἐντός του, γι’ αὐτό ἔστρεψε ὅλο τό ἐνδιαφέρον του
στό «σκάψιμο»
καί στήν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ
τῆς καρδιᾶς του. Μέ τήν ἰσόβια
ταπείνωση,
τήν προσεκτική, νηπτική παρακολούθηση τῶν κινήσεων τοῦ νοῦ του, τήν πνευματική ἀντίρρηση κατά τῶν λογισμῶν καί
τήν ἀδιάλειπτη εὐχή, καθάρισε ἐξ ὁλοκλήρου τά νοητά ἀπόβλητα τῆς ἁμαρτίας ἀπό τό νοῦ καί τήν καρδιά του, καί γνώρισε ἐμπειρικῶς καί ἐν πάσῃ
αἰσθήσει, ὅτι
ἡ Θεία Χάρη εἶναι ὁ πνευματικός «γεννήτορας» τοῦ κατά
Θεόν καινοῦ ἀνθρώπου. Ἐπέμενε ἰδιαίτερα στήν πλήρη ἐκκένωση τῆς καρδιᾶς γιά
τήν ἐνεργοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο πού κατάλαβα στή συγκεκριμένη περίπτωση ἀπό τά λεγόμενά του ἦταν,
ὅτι ὁ βαθμός
καθαρότητας τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς τοῦ πιστοῦ γίνεται τό μέτρο δεκτικότητας τῆς Θείας Χάριτος,
ἀλλά καί ἡ προϋπόθεση τοῦ βαθμοῦ
τῆς θέας καί
τῆς ἐν γένει
βιώσεως τῆς θεοποιοῦ Χάριτος.
Κατά τή δική
του χαρακτηριστική διατύπωση: «Ὅσο ἔχεις,
τόσο θά πάρεις»
καί κατά συνέπεια, «κατά τήν κατάστασή σου
θά μιλήσεις».
Ἔλεγε μάλιστα ἐπ’ αὐτοῦ
διευκρινιστικῶς τό ἑξῆς παράδειγμα: Κατά τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἕνας πατέρας πού ἔχει τέσσερα
παιδιά, θά ἀφήσει στό κάθε παιδί
τό ἕνα τέταρτο τῆς περιουσίας του.
Αὐτό ὅμως δέν
ἰσχύει γιά τά πνευματικά. Ἐδῶ, τό κάθε παιδί θά πάρει ἀνάλογα μέ
τήν πνευματική δεκτικότητά του ἀπό τόν πνευματικό θησαυρό τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του. Ἄν μάλιστα συμβαίνει ἡ δεκτικότητα τοῦ πνευματικοῦ τέκνου νά εἶναι
πολύ μεγάλη,
τότε εἶναι
δυνατό νά λάβει πνευματικῶς περισσότερα ἀπό τήν ὅλη πνευματική περιουσία τοῦ γέροντά του,
χωρίς στήν περίπτωση αὐτή νά στερήσει σέ κανένα ἀπό τά πνευματικά ἀδέλφια του τή δική τους μετοχή στήν
κοινή πνευματική κληρονομιά.
Εἰδικότερα, ὡς πρός τή Θεία
Χάρη, μοῦ διευκρίνιζε συχνά καί μέ νόημα: «Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νά μιλᾶς γιά τή Θεία Χάρη καί ἄλλο νά μετέχεις σέ αὐτήν ἐνεργῶς». Καί πραγματικά, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νά ἀκοῦς ἤ
νά διαβάζεις, ὅτι ἡ Θεία Χάρη -ὅταν
βιώνεται-
θεᾶται ὡς ἄκτιστο, ζωντανό καί ζωοποιό φῶς, τό
ὁποῖο συνοδεύεται ἀπό ἄρρητη ἐσωτερική εἰρήνη, χαρά, γλυκύτητα καί ἀκατάπαυστα δάκρυα, πού ἀπομακρύνουν ὄχι ἁπλῶς τόν πονηρό, ἀλλά καί κάθε πονηρία, καί ἄλλο
πράγμα εἶναι νά ζεῖς προσωπικά τήν κατάσταση αὐτή. Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι πολύ διαφορετικό νά βλέπεις ἕναν
ὡραῖο ζωγραφικό πίνακα μέ ἐξαιρετικά ἐδέσματα ἤ
νά ἀκοῦς μιά θαυμάσια περιγραφή ἐδεσμάτων, ἀπό τό
νά ἔχεις ἄμεση πρόσβαση καί ἐμπειρία μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις σου στά περιγραφόμενα ἐδέσματα, ὅταν δηλαδή καί τά βλέπεις καί
τά ὀσφραίνεσαι καί τά τρώγεις.
Συγκεκριμένα, ὅταν
βιώνει κάποιος γνήσια τή Θεία
Χάρη, διδάσκεται ἄμεσα ἀπό τόν ἴδιο τό
Θεό δι’ αὐτῆς, ὅτι ἡ Θεία Χάρη
παρέχεται ἐλεύθερα καί ἀποκλειστικά κατά τήν κρίση τοῦ
Θεοῦ. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἴδιος,
ἡ Θεία Χάρη ἔρχεται, ὅταν δέν τήν περιμένεις, μένει ὅσο θέλει καί φεύγει, ὅταν θέλει.
Ὁ Θεός δέν ἐκβιάζεται, οὔτε καί ἡ
Χάρη Του. Ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τή Θεία
Χάρη πιστός ἀντιλαμβάνεται
πνευματικῶς, ὅτι ἡ ἴδια ἡ
Θεία Χάρη τόν
γυμνάζει στήν ταπεινοφροσύνη, τόν ἐνισχύει νά ἀνταποκριθεῖ ἐπιτυχῶς στούς ἐπερχόμενους
πειρασμούς, ἀλλά καί ὅταν
δοκιμάζεται ἀπό τίς θλίψεις,
τόν συνοδεύει μέ τίς παρηγορίες τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος,
ἐνῶ «πληροφορεῖ» μέ ἀπόλυτη πειστικότητα τόσο τόν ἴδιο τόν προσευχόμενο ὅσο καί ἐκεῖνον, γιά τόν ὁποῖο
προσεύχεται.
Τήν «πληροφορία» αὐτή, ὡς ἄμεση ἐμπειρία, εἶχαν πολύ συχνά οἱ
συνομιλητές του καί συζητούσαμε μέ πολύ θαυμασμό γι’ αὐτήν
μεταξύ μας.
Εἰδικότερα, ὁ γέροντας Ἐφραίμ, ὡς ἐμπειρικός διδάκτορας, σημείωνε ἐμφατικά καί μέ συγκεκριμένα παραδείγματα ἀπό τήν προσωπική του ζωή, ὅτι ἡ ἐνεργός Θεία Χάρη,
πού ἔχει κάποιος, μεταδίδεται σέ ἐκεῖνον, πού εἶναι δεκτικός
αὐτῆς –καί μάλιστα στό βαθμό πού
εἶναι δεκτικός- διά μέσου τῆς προσευχῆς τοῦ κατόχου της. (Παράδειγμα στήν κορυφή τοῦ λόφου).
Ὅταν ὁ κάτοχός της συμβαίνει νά
εἶναι καί θεσμικός φορέας στό πλαίσιο τῆς Θείας
Λατρείας, ὅπως
λ.χ. ἕνας ἱερέας, τότε αὐτός πού εὐλογεῖ καί μεταδίδει τή Θεία
Χάρη στούς πιστούς διά τοῦ ἱερέως εἶναι τό ἴδιο τό Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. (Παρ. μέ τό λογισμό τοῦ
π. Ἐφραίμ, ὅταν εὐλογοῦσε τό γέροντά του π. Ἰωσήφ). Ἐνεργός ἡ
Θεία Χάρη
διατηρεῖται στό χαρισματικό φορέα της μόνο κάτω ἀπό σαφεῖς
προϋποθέσεις. Καί αὐτές οἱ
προϋποθέσεις, κατά τόν πατέρα Ἐφραίμ, εἶναι ἡ
ταπεινοφροσύνη καί ἡ
ἐκ καρδίας
εὐγνωμοσύνη πρός τόν δοτῆρα της. Πολλοί
εἶναι ἐκεῖνοι,
πού λίγο ἤ πολύ ἐνεργοποιοῦν κάποτε τήν ἐντός τους Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἡ πράξη ἔδειξε, κατά τόν πατέρα Ἐφραίμ, ὅτι
κανείς δέν μπόρεσε νά τήν διατηρήσει ἐνεργό –καί πολύ περισσότερο νά αὐξήσει τήν ἐνεργοποίησή της-
χωρίς τήν ἀσκητική μαθητεία καί πράξη καί
κυρίως χωρίς πνευματική καθοδήγηση ἀπό ἔμπειρο πνευματικό ὁδηγό.
Στό ἐρώτημά μας, πῶς ἀρχίζει πρακτικῶς νά ἐνεργεῖ σ’ ἐμᾶς ἡ Θεία Χάρη αἰσθητά, μᾶς παρέπεμπε στά λόγια τοῦ
Χριστοῦ καί
στήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων. Τό πνεῦμα τῶν λεγομένων του ἑστίαζε καί στήν προσωπική του πνευματική ἐμπειρία. Ὅταν δηλαδή ὁ
πιστός ἀρχίζει νά καθαίρεται ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν, μέ τήν ἐν ἐπιγνώσει μετοχή στά θεουργά
μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας, σέ συνδυασμό μέ τή συντονισμένη ἀσκητική καί ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ὁπωσδήποτε ἐνεργοποιεῖται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Χρίσματός μας,
ἀπό τήν πηγή τοῦ ζῶντος καί ἀκτίστου ὕδατος, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ Δοτῆρα της, Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Αὐτός,
ὡς ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, μᾶς διαβεβαίωσε, ὅτι «ἐάν ἀγαπᾶτε με,
τάς ἐντολάς τάς
ἐμάς τηρήσετε, κἀγώ ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα ᾖ μεθ’ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα, τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὅ ὁ κόσμος οὐ
δύναται
λαβεῖν, ὅτι οὐ
θεωρεῖ
αὐτό οὐδέ γινώσκει‧ ὑμεῖς γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ’
ὑμῖν καί ἐν ὑμῖν ἔσται…ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει
πάντα καί ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα, ἅ εἶπον ὑμῖν ἐγώ» (Ἰω. 14,15-17 καί 26).
Ὅταν
ἡ Θεία Χάρη ἐνεργοποιηθεῖ καί χρονίσει
αὐτή ἡ ἐνεργοποίηση ἐντός μας, γίνει δηλαδή ἕξη, ὅπως στό γέροντα Ἐφραίμ, αἴρονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι οἱ
κτιστοί περιορισμοί τοῦ
χώρου καί τοῦ χρόνου καί θεῶνται εὐκρινῶς, ὅσα ὁ Θεός ἀποκαλύπτει. Ἔτσι λ.χ.
ὁ πατήρ Ἐφραίμ
«ἔβλεπε» τούς λόγους τῶν ὄντων καί «ἄκουγε» μέ τά γυμνασμένα αἰσθητήριά του τήν ἄφωνη δοξολογία τῆς ἄλογης καί τῆς ἀνόργανης ἀκόμη φύσεως. Στή λογική ἀπορία μου, πῶς γίνεται ἡ μή λογική καί ἀνόργανη ὕλη νά δοξολογεῖ τό Θεό, μοῦ ἀπήντησε ὅτι τό «βλέπει», ἄν καί ὄχι
πολύ εὐκρινῶς, ὅπως ἄλλοι, τούς ὁποίους
γνωρίζει, ὅμως
ἀδυνατεῖ λεκτικά νά
μοῦ τό ἐκφράσει,
ἐπειδή δέν βρίσκει οὔτε λέξεις
οὔτε κάποια
λογική ἀντιστοιχία ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν κτιστῶν. Ἀργότερα κατάλαβα, ὅτι μιλοῦσε γιά τήν ἀντίστοιχη πνευματική ἐμπειρία τοῦ Ψαλμωδοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος
λέγει: «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα…οὐκ εἰσί λαλιαί οὐδέ
λόγοι, ὧν οὐχί
ἀκούονται αἱ φωναί
αὐτῶν‧ εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καί
εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης τά ρήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18,1 καί 4-5).
Ἀλλά μιλοῦσε ἀκόμη γιά
τήν «ἀόρατη»
θέα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στήν κτιστή
δημιουργία, γιά τήν ὁποία
μιλᾶ σαφῶς καί
ὁ θεόπτης
ἀπόστολος καί ἐπίλεκτο σκεῦος τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος, στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, ὅπου λέει
χαρακτηριστικά: «τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ
(ἐνν. τοῦ Θεοῦ)
ἀπό κτίσεως
κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ
τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης, εἰς τό
εἶναι αὐτούς
ἀναπολογήτους» (Ρωμ. 1,20). [Δηλαδή, παρότι εἶναι ἀόρατες καί ἡ αἰώνια δύναμη τοῦ
Θεοῦ καί ἡ
θεϊκή ἰδιότητά του, μποροῦν νά τίς δοῦν οἱ ἄνθρωποι μέσα στή δημιουργία, ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος. Γι’ αὐτό καί
δέν ἔχουν καμία διακαιολογία γιά τήν ἀπιστία τους]. Μέ τόν ἴδιο
πνευματικό
τρόπο ἔβλεπε
«ἀοράτως» πρόσωπα, τοπικῶς καί χρονικῶς πολύ ἀπομακρυσμένα ἀπό τή δική του ἱστορική παρουσία, δίκην τρισδιάστατης πνευματικῆς τηλεοράσεως, μέ τή διαφορά ἔναντι τῆς τηλεοράσεως, ὅτι καί ὁ ἴδιος
βρισκόταν ὁρισμένες φορές ἐν Πνεύματι καί βίωνε τήν ὅλη
κατάσταση πού
ἔβλεπε (λ.χ. τόν π. Προκόπιο στή Δάφνη καί τόν Πειραιᾶ,
τήν ἐξαδέλφη
του κ.λπ.).
Ἀκόμη «ἀκτινογραφοῦσε» πνευματικῶς πρόσωπα ἤ καταστάσεις καί «ἔβλεπε» διορατικῶς τίς σκέψεις τους ἤ τήν μελλοντική ἔκβαση συγκεκριμένων καταστάσεων. Ἔτσι, τίς περισσότερες φορές πού τόν ἐπισκεπτόμουν, χωρίς κἄν νά ρωτήσω κάτι,
μοῦ ἀπαντοῦσε στίς ἐρωτήσεις, πού ἤθελα νά
τοῦ θέσω μέ ἀπόλυτη πληρότητα, ἀκολουθώντας μάλιστα τήν ἴδια ἀξιολογική διαβάθμιση καί τήν προτεραιότητα, μέ τήν ὁποία θά
τά ἔθετα. Καί τό ἐκπληκτικότερο γιά μένα ἦταν, ὅτι
χρησιμοποιοῦσε τό πολύ
προσωπικό
λεξιλόγιο,
μέ τό ὁποῖο σκόπευα νά τίς θέσω, ἤ μοῦ παρουσίαζε σαφῶς ὅλο τόν συναφῆ μέ τίς ἐρωτήσεις
προβληματισμό μου (ἕνα παράδειγμα τῶν πέντε ἐρωτήσεων καί τῶν ἀκολούθων στίς ἀπαντήσεις του σκέψεών μου καί τῶν ἀντιστοίχων ἀπαντήσεων).
Μέ τά εὐαίσθητα
πνευματικά
αἰσθητήριά του,
ἀντιλαμβανόταν τό συγκεκριμένο πνεῦμα, πού διακατεῖχε ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τά πνευματικά μέτρα του,
εἴτε κατά τήν
ἄμεση παρουσία του εἴτε κατά τή διάρκεια
τῆς ἐμπύρου προσευχῆς του (παράδειγμα ἡ μητέρα του, ἡ περίπτωση μαγείας κ.λπ.). Ἀλλά μέ τήν πνευματική «ἀξονική τομογραφία» του ἀντιλαμβανόταν ἀλαθήτως ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τό συγκεκριμένο πνεῦμα,
ἀπό τό ὁποῖο
ἐμφορεῖτο καί ἕνα σπίτι πού
ἐπισκεπτόταν, ἀλλά καί τό πνεῦμα
εὐρυτέρων ὑπαρξιακῶν χώρων, χωρίς γεωγραφικά ὅρια. Μάλιστα, μοῦ
ἔλεγε, ὅτι μέ
τήν πνευματική ὄσφρησή του λάβαινε πεῖρα καί
τοῦ βαθμοῦ εὐωδίας ἤ δυσωδίας τοῦ ἀντιστοίχου πνεύματος, τό ὁποῖο
προσδιόριζε τήν πνευματική ποιότητα συγκεκριμένων προσώπων ἤ καί παγκοσμίων καταστάσεων (παράδειγμα τοῦ βουδιστῆ καί τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ). Καί ἐγώ
προσωπικῶς ἔλαβα ἐπανειλημμένως πεῖρα
αὐτῆς τῆς πνευματικῆς αἰσθήσεως τοῦ πατρός Ἐφραίμ (π.χ. ὄσμωση
τοῦ πνεύματός μου).
Ἄν ἡ
ἔλευση τῆς Θείας Χάριτος
γίνεται διά τῆς ταπεινώσεως τοῦ φρονήματός μας,
σύμφωνα μέ
τή Βιβλική
μαρτυρία,
ὅτι ὁ Θεός «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν», τότε ὁ
πολύ πρακτικός καί ἄμεσα ἀποτελεσματικός
τρόπος γιά τήν ἀπόκτηση καί διατήρηση αὐτῆς τῆς ἀρετῆς, κατά τόν γέροντα Ἐφραίμ καί τή σύνολη ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς στό Χριστό, μέ τήν ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ἐδῶ
ὁ ἔμπειρος
πνευματικός
ὁδηγός ἀποτελεῖ τό πνευματικό κλειδί. Ἔτσι,
ἡ ὑπακοή
γίνεται ἡ ὁρατή, ἁπτή καί πολύ
συγκεκριμένη προϋπόθεση ἐνεργοποιήσεως καί διατηρήσεως ἐνεργοῦ τῆς Θείας Χάριτος ἐντός μας.
Ἦταν
χαρακτηριστικά προκλητική καί ἐξαιρετικά συχνή ἡ διατύπωσή του:
«Πρῶτα ἀπ’
ὅλα στήν πνευματική ζωή, εἶναι ἡ ὑπακοή». Αὐτή ἡ τοποθέτησή του ἔγινε καί ἡ ἰδιαίτερα ἀντιπροσωπευτική του. Ἔτσι, πού στίς συνειδήσεις μας, ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του συνοδεύεται κατεξοχήν μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπακοῆς. Ἦταν τό Α καί τό Ω τῆς πρακτικῆς διδασκαλίας του. Ὅλα τά πνευματικά τά συνέδεε ἐπιτυχῶς στό λόγο του μέ τήν ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή, ἔλεγε, ἀντίκειται στήν φιλαυτία μας,
ἡ ὁποία ἐκφράζεται κυρίως στό ἴδιο
θέλημα τοῦ λογισμοῦ μας. Καταρχήν, συνιστοῦσε τήν ἀδιάκριτη ὑπακοή στόν πνευματικό ὁδηγό, καί ἀπ’ αὐτήν στή
συνέχεια, ἔλεγε, καταλήγουμε στή διακριτική ὑπακοή. Ὑπακοή καί δικαιολογία, τά θεωροῦσε ὡς ἀντιφατικές ἔννοιες. Ἡ δικαιολογία, ἔλεγε εὔστοχα,
δέν ἀποτελεῖ
ἐντολή τοῦ
Θεοῦ. Δέν ἀποτελεῖ τρόπο θεραπείας τῆς ὑπερηφάνειας τῆς ἀνυπακοῆς. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖς νά παραμένεις γνήσια ταπεινός μέ τή δικαιολογία. Ἄλλωστε, ὅπως γνωρίζουμε, τό ἀθέμιτο αὐτό
ζεῦγος, τῆς παρακοῆς καί
τῆς δικαιολογίας, ἐξέφρασαν καί αἰσθητοποίησαν στήν πράξη τήν
κρυφή ὑπερηφάνεια τοῦ
προγονικοῦ μας ζεύγους καί
τό ὁδήγησαν
στήν ἔξοδο τοῦ Παραδείσου. Κατά συνέπεια, ἡ ὑπακοή ἀποτελεῖ τό ἀντίδοτο τῆς παρακοῆς καί τῆς δικαιολογίας καί τόν πρακτικό τρόπο
διασφαλίσεως τῆς παραμονῆς μας στήν ταπεινοφροσύνη, ἡ ὁποία ὡς μαγνήτης ἑλκύει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν συντηρεῖ ἐνεργοποιημένη.
Ἡ ὑπακοή ἔχει ὀντολογικές συνέπειες στήν ἀνθρώπινη φύση, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀντιστρόφως ἀνάλογες μέ ἐκεῖνες τῆς παρακοῆς. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ παρακοή στό θεῖο θέλημα ὁδήγησε στήν ἀρρώστια καί
στή διαστροφή τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ
ὑπακοή,
ἔλεγε ὁ πατήρ Ἐφραίμ, ὁδήγησε καί ὁδηγεῖ στή θεραπεία, ἀλλά καί στή διατήρηση τῆς πνευματικῆς ὑγείας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Σέ ὅποιο βαθμό κι ἄν βρίσκεται ἡ πνευματική κατάσταση τοῦ
ἀνθρώπου,
αὐτή ἀκυρώνεται καί χάνεται, κατά τόν πατέρα Ἐφραίμ, μέ τήν παρακοή. Μάλιστα, αὐτή ἡ πνευματική ζημία μᾶς χρεώνεται, ὄχι μόνον ὅταν ἡ
παρακοή γίνεται στό ὁρατό ἐπίπεδο τῆς πράξεως, ἀλλά καί ὅταν γίνεται στό ἀόρατο ἐπίπεδο τοῦ λογισμοῦ. Ἀνεβοκατεβαίνουμε δηλαδή τήν πνευματική κλίμακα,
ἀντίστοιχα μέ τό πνευματικό ποιόν τοῦ
λογισμοῦ
μας, πού προσδιορίζεται ἀπό τήν ὑπακοή ἤ ἀνυπακοή στόν πνευματικό ὁδηγό μας καί κατ’ ἐπέκταση στόν ἴδιο τό Θεό.
Γιατί τό ζητούμενο στήν ὑπακοή εἶναι ἡ
συμμόρφωσή μας πρός τό θεῖο
θέλημα καί ὁ τελικός ἀποδέκτης τῆς ὑπακοῆς μας εἶναι ὁ ἴδιος
ὁ Τριαδικός Θεός.
Ἡ ὑπακοή εἶναι σέ μᾶς θεοπαράδοτη, ὄχι μόνο στό πλαίσιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί
στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς
τήν παρέδωσε ἐμπράκτως ὁ Χριστός.
Ἄλλωστε,
αὐτή ἡ ὑπακοή ἔκανε καί τό Θεό ἄνθρωπο, ὅπως ἔλεγε
χαρακτηριστικά, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο κατά Χάρη
Θεό. Μάλιστα, τήν ἀφετηρία τῆς ὑπακοῆς τήν ἀνήγαγε καί
στόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό καί εἰδικότερα στήν ἁγιοτριαδική ζωή. Ὁ Χριστός, ἔλεγε ὁ
πατήρ Ἐφραίμ,
συνεχῶς ἀναφέρονταν στό γεγονός, ὅτι δέν ἦρθε ἀπό μόνος του
στόν κόσμο, ἀλλά ὅτι στάλθηκε ἀπό τό Θεό
Πατέρα. Ἔλεγε ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Πατέρας Του, καί ἔκανε
ὑπακοή στό θέλημά Του μέχρι ἐπονειδίστου σταυρικοῦ θανάτου. Ἀλλά καί
τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ὁ Χριστός μᾶς ὑποσχέθηκε, δέ θά ἐρχόταν παρά μόνον ὡς ἀποστελλόμενο ἀπό τόν Ἴδιον καί δέν θά μιλοῦσε αὐτεπαγγέλτως, ἀλλά μόνον γιά ὅσα θά ἄκουγε. Ἔτσι καί ἡ δική μας ὑπακοή στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ γίνεται κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτός εἶναι ὁ
βαθύτερος θεολογικός καί πνευματικός λόγος,
πού ἡ ὑπακοή
δέν ὁδηγεῖ ποτέ στό κακό.
Ὁ πατήρ Ἐφραίμ τοποθετεῖ τό γέροντα στή θέση τοῦ
Θεοῦ, κατά τήν διαδικασία τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τοῦ ὑποτακτικοῦ. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζει τό γέροντα,
«στόμα τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνος πού πρῶτος γνωρίζει
πολύ καλά τήν πνευματική δύναμη τοῦ γέροντα εἶναι ὁ
διάβολος. Καί τό γνωρίζει αὐτό πρακτικῶς, ἀφοῦ βλέπει, ὅτι διά
τοῦ γέροντος
ἐξουδετερώνεται κυριολεκτικά ἡ δύναμή του.
Μάλιστα,
ἡ πρόοδος στή
μετοχή τῆς Θείας Χάριτος, κατά τήν πνευματική ἐμπειρία τοῦ πατρός Ἐφραίμ, εἶναι ἀνάλογη μέ
τήν πρόοδο,
πού σημειώνει ὁ ὑποτακτικός στήν εὐλάβεια πρός τόν γέροντά του. Γι’ αὐτό καί
πρότεινε τολμηρά: «ἡ ἀγάπη πρός τόν γέροντα νά εἶναι ἀντίστοιχη τῆς ἀγάπης μας
πρός τό Θεό». Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, ἔβλεπε τά πνευματικά χαρίσματα νά
τοῦ παρέχονται ἀπό τό Θεό,
ἀνάλογα πρός
τήν εὐλάβεια,
πού καλλιεργοῦσε πρός τό γέροντά του. Ἔτσι,
μέ τήν ὑπακοή του –σέ συνδυασμό μέ τήν ὑπομονή καί τήν προσευχή- λάμβανε πνευματική κατάνυξη καί δάκρυα,
ἐσωτερική εἰρήνη καί πνευματική κάλυψη ἀπό ἀλεξίκακη πνευματική ὀμβρέλα. Ὑποστήριζε, ὅτι ὁ
Παράδεισος διασφαλίζεται σέ
μᾶς μέ τήν ὑπακοή, γιατί ἡ ὑπακοή, ὡς ἄσκηση βίας στόν ἑαυτό μας, διευκολύνει τήν
«ἁρπαγή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Τέλος, θεωροῦσε τήν ὑπακοή ἀξιολογικά ὄχι μόνον ἀνώτερη ἀπό τήν προσευχή, ἀλλά καί ὡς προϋπόθεσή της, πρᾶγμα πού βεβαίωνε μέ πολλά
παραδείγματα ἀπό τήν προσωπική πνευματική ἐμπειρία του.
Ἀκόμη καί μετά τήν ἐκδημία τοῦ γέροντά του Ἰωσήφ, ἦταν τόσο
ζωντανή καί στενή ἡ σχέση
μαζί του, πού τόν ἐπισκέπτονταν,
ὅπως μοῦ εἶπε,
κάθε ἑβδομάδα ἤ δεκαπενθήμερο καί συζητοῦσαν γιά πνευματικά θέματα, στά ὁποῖα καί ταυτίζονται. Εὔλογα, γι’
αὐτό τόν ὀνόμασαν «ταφόπετρα» τοῦ
γέροντά του.
Καρπός τῆς ὑπακοῆς, κατά τόν πατέρα Ἐφραίμ,
εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Κατ’ αὐτήν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τό νοερό
θυσιαστήριο, ἀπ’ ὅπου ἀναπέμπεται ἡ λογική λατρεία μας
πρός τό Θεό.
Ὅπως
ἡ ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή ἀποτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς πιστούς, σύμφωνα μέ τίς Βιβλικές μαρτυρίες, ἐξίσου καί ὁ μετεωρισμός τοῦ
νοῦ κατ’ αὐτήν
ἀποτελεῖ σαφῆ ἀπαγόρευση ἐκ μέρους τοῦ
Χριστοῦ. Κατά τόν γέροντα Ἐφραίμ, ἡ πνευματική ποιότητά μας προσδιορίζεται ἀπό τήν ποιότητα τῆς προσευχῆς μας. Ἡ
προσευχή μᾶς προάγει
πνευματικῶς κατά τρόπο
βιωματικό. Δι’ αὐτῆς ἀποκτοῦμε σαφῆ αἴσθηση τῆς καταστάσεώς μας.
Ὡς πρώτη πνευματική γεύση ἀπό τήν νοερά προσευχή ἐμφανίζεται ἡ χαρά, ἐνῶ ἡ γλυκύτητα πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν προσευχή. Γι’ αὐτό καί
στήν πολύ γλυκύτητα σταματᾶ ἡ προσευχή, καί ὁ πιστός γεύεται τήν γλυκύτητα ὡς ἐνεργούμενος ἀπό τή Θεία Χάρη.
Ἀλλα ἡ νοερά προσευχή
πετυχαίνεται εὔκολα,
ὅταν ὁ πιστός
ζητᾶ ἐπιμόνως, κατά τήν ἐντολή, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν, δηλαδή, ἐπιθυμεῖ σταθερά
μόνον ὁ Χριστός
νά βασιλεύει στήν καρδιά του, αὐτός καί μόνον
αὐτός νά εἶναι ὁ πλήρως κυρίαρχος τοῦ εἶναι του. Καί τοῦτο,
ὅπως συχνά τόνιζε ὁ πατήρ Ἐφραίμ, ἐπειδή ὁ Χριστός
εἶναι Θεός ζηλότυπος.
Ἡ νοερά προσευχή ἐνεργοποιεῖ τήν ἐντός μας Θεία
Χάρη, ἡ ὁποία ὡς ἄκτιστη θεότητα, πού εἶναι,
καθαρίζει, φωτίζει καί σταδιακά
θεώνει χαρισματικῶς τόν προσευχόμενο. Ἐμπλουτιζόμενος χαρισματικά ὁ προσευχόμενος μέ τίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, ἔχει ἄμεση καί ἀσφαλῆ πληροφόρηση ἀπό τό Θεό, ἀποκτᾶ
διορατικότητα καί ἄλλα πνευματικά χαρίσματα κατά τήν δωρεά τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ πνευματική δύναμη καί ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς, κατά τόν πατέρα Ἐφραίμ, ἐξαρτᾶται ἀπό τό βαθμό
φορτίσεως τῆς καρδιᾶς μας
μέ πόνο καί ἀγάπη πρός ἐκεῖνον, γιά τόν ὁποῖο
προσευχόμαστε. (Παράδειγμα μέ πολιτικές ἀνατροπές. Ἔγραψε ἱστορία). Ἀλλά ἡ ἔμπονη, ἀγαπητική καί ἐπίμονη προσευχή ἐνεργεῖ ἀκόμη καί σωτηριολογικῶς σέ ἤδη
κεκοιμημένους, ὅπως πιστοποιεῖται ἀπό ἐμπειρικά δεδομένα τῆς προσευχῆς τοῦ γέροντα Ἐφραίμ (βελτίωση θέσεως π. Νικ.). Τήν θερμή καί χαριτωμένη προσευχή ἀκολουθεῖ μερικές φορές καί αἰσθητή εὐωδία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, στήν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε. Ὁ πατήρ Ἐφραίμ μοῦ μίλησε πολλές
φορές γι’ αὐτήν
τήν εὐωδία καί, ὅπως αἰσθητῶς ἀντιλήφθηκα, εὐωδίαζε κατά καιρούς καί ὁ ἴδιος.
Συχνά, ἄλλωστε, κατά τήν προσευχή του
βίωνε τήν ἁρπαγή τοῦ
νοῦ του. Ἡ περιγραφή τῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν του, κατά τίς ἁρπαγές αὐτές, ἦταν
ταυτόσημες μέ
ἐκεῖνες, πού περιγράφονται σ’ ὅλους τούς
μυστικούς θεολόγους. Κοινός τόπος ὅλων αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν εἶναι,
ὅτι ὁ προσευχόμενος χάνει τήν αὐτοκυριαρχία τοῦ νοῦ του, ἀγόμενως εὐχαρίστως ἀπό τήν θεοποιό Χάρη [«κτηνώδης ἐγενόμην παρά σοί» (Ψαλμ. 72,22), βλ. σχετ.
ἑρμ. τοῦ ἁγ.
Γρηγορίου Παλαμᾶ].
Πότε ὅμως, πόσο καί
ποῦ θά πρέπει ὁ πιστός νά προσεύχεται νοερῶς; Κάθε τόπος καί κάθε
χρόνος εἶναι κατάλληλος γιά
τή νοερά
προσευχή,
ἔλεγε καί τό ἐννοοῦσε κυριολεκτικά ὁ πατήρ Ἐφραίμ.
(Ἀναφορά στήν
παρουσία τοῦ διαβόλου). Πάντως, ὡς καταλληλότερο χρόνο θεωροῦσε τή νύχτα,
λόγῳ καί
τῆς σχετικά
περισσότερης ἡσυχίας. Πέρα ἀπό τήν προγραμματισμένη προσευχή, συνιστοῦσε ἐναλλακτικά τό κομβοσχοίνι, τήν ψαλμωδία καί τήν μελέτη. Ὁ ἴδιος
συνόδευε καί
ὅλες τίς χειρωνακτικές ἐργασίες του μέ τή νοερά προσευχή.
Ὡς ἀρχή γιά
τή νοερά
προσευχή ὅριζε τή μισή ἤ τή μία ὥρα τό εἰκοσιτετράωρο. Ἐπέμενε ὅμως αὐτό νά γίνεται
σταθερά καί ἀπαρέγκλιτα, χωρίς νά ἐνδίδουμε στόν ὁποιοδήποτε περισπασμό. Ὁ
χρόνος τῆς προσευχῆς μπορεῖ νά αὐξάνεται ὡς
πρός τή διάρκειά της, ἀνάλογα μέ
τό βαθμό τῆς γλυκύτητας,
πού θά συνόδευε τήν προσευχή.
Βέβαια,
μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο ἡ
νοερά
προσευχή μπορεῖ νά συνεχίζεται καί κατά τήν διάρκεια τοῦ ὕπνου, ἐνῶ οἱ
διάφοροι πειρασμοί
–καθ’ ὕπνον ἤ
ἐν ἐγρηγόρσει- μποροῦν νά λειτουργοῦν καί ὡς πνευματικό ξυπνητήρι γιά τήν ἐπανέναρξή της.
Ἀλλά ἡ νοερά προσευχή,
κατεξοχήν στά πρῶτα στάδιά
της, χρειάζεται πνεῦμα ἐγκαρτέρησης καί ὑπομονῆς (Τό παράδειγμα μέ τό πρῶτο
κομβοσχοίνι).
Ἄλλωστε,
ἡ ἔλλογη ὑπομονή καί ἐπιμονή στήν προσευχή ἐκφράζει πρακτικά τήν πίστη μέ
τήν πρωτογενῆ σημασία τῆς λέξεως. Δηλαδή τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μας
στήν ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος καί
μᾶς ἔδωσε τήν
ἐντολή
τῆς ἀδιαλείπτου
προσευχῆς.
Ἡ ὑπομονή γενικότερα, ὡς ἐγκαρτέρηση στίς δοκιμασίες καί στίς θλίψεις πού μᾶς βρίσκουν,
ἀποδεικνύει καί τήν ἀγάπη μας
πρός τό Θεό. Εἰδικότερα, ὁ παρεχόμενος ἀπό τό Θεό σταυρός τῶν θλίψεων ἀποτελεῖ, κατά τόν μακαριστό γέροντα, ἀπόδειξη τῆς πολλῆς ἀγάπης πρός ἐμᾶς. Ἡ μαθητεία μας
στό Χριστό περνᾶ μέσα ἀπό τόν προσωπικό σταυρό τῶν θλίψεών μας, ἐνῶ ἡ προαίρεσή μας εἶναι ἐκείνη,
πού κατεξοχήν προσδίδει καί
τήν ἀνάλογη
βιωματική βαρύτητα στόν προσωπικό μας σταυρό. Μεγάλος καί βαρύς
σταυρός, κατά
τόν πατέρα Ἐφραίμ, σημαίνει μεγάλη
πνευματική
δόξα στόν οὐρανό.
Κατά συνέπεια, εἶναι προφανές,
ὅτι οἱ θλίψεις
καί οἱ δοκιμασίες εἶναι ὠφέλιμες, γιατί
μέσῳ αὐτῶν
προσεγγίζουμε περισσότερο τό Θεό,
ὁ ὁποῖος ἤδη
βρίσκεται καί ἀποκαλύπτεται μέσα στόν πόνο τῶν ποικίλων θλίψεων.
Γι’ αὐτό καί ἐμφατικά συνιστοῦσε ὄχι τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἀσθένειες καί
τίς θλίψεις, ἀλλά τήν ὑπομονή σ’ αὐτές. Ὑπομονή συνιστοῦσε καί κατά τήν ἐκδήλωση τῶν παθῶν, εἴτε τῶν δικῶν μας, εἴτε τοῦ πλησίον μας. Ἀλλά τήν ὑπομονή τήν ἐπεξέτεινε καί στόν ἑκούσιο
αὐτοπεριορισμό μας
στά ἐντελῶς ἀπαραίτητα, σύμφωνα μέ τή Βιβλική ἐπιταγή.
Ἡ ἑκούσια ὑπομονή δέν ἔχει
καμία ἀπολύτως σχέση μέ
τό ψυχολογικό πλέγμα τῆς κακομοιριᾶς ἤ τοῦ μαζοχισμοῦ.
Καί τοῦτο, γιατί, κατά τόν πατέρα Ἐφραίμ,
τό ζητούμενο τῆς ὑπομονῆς εἶναι τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ καί ὄχι τό δικό μας, κάποιου ἄλλου ἤ τοῦ διαβόλου. Βέβαια, εἶναι ἀλήθεια,
πώς δέ γνωρίζουμε πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Ἕνα ὅμως εἶναι ἀπολύτως βέβαιο, ἔλεγε ὁ γέροντας Ἐφραίμ, ὅτι τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πάντοτε
εὐχάριστο γιά
μᾶς. Μερικές φορές μάλιστα εἶναι καί πολύ
πικρό, ὅπως ἦταν ἄλλωστε καί τό ποτήρι τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ
Χριστοῦ. Ὁ ἀπόλυτος γνώστης τοῦ
θελήματος τοῦ Θεοῦ
εἶναι μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἐμεῖς, πάντως, ὅταν ἀποδεχόμαστε τίς ἐπερχόμενες θλίψεις καί δοκιμασίες ὡς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς προσωπικά, εἰρηνεύουμε πνευματικά καί ἀπελευθερωνόμαστε ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀνησυχίας.
Τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις ἀκολουθεῖ ἡ παρηγορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως καί κάποια ἄλλη δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἡ
δωρεά
αὐτή δέν γίνεται ἐμφανής, κατά τόν πατέρα Ἐφραίμ,
ἀφορᾶ στήν ἐξάλειψη κάποιας ἄγνωστης ἁμαρτίας. Στό σημεῖο αὐτό, μποροῦμε νά διακρίνουμε τήν βαθύτατη ταπεινοφροσύνη του, ἀφοῦ
δέν διανοεῖται ὅτι
μπορεῖ καί αὐτός νά δοκιμάζεται ἀπό τόν Θεό γιά τήν κρυφή ἀρετή του, ὅπως ἄλλοτε ὁ πολύαθλος Ἰώβ.
Ὡς ἐμφανῆ πνευματική δωρεά, πού ἀκολουθεῖ τήν ἐν ὑπομονῇ ἀντιμετώπιση τῶν θλίψεων, ὁ πατήρ Ἐφραίμ κατονομάζει τήν κατάνυξη καί τά δάκρυα, καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις τήν θέα τῆς ἄκτιστης
θείας δόξας. Πρίν ἀπό τή θέα προηγεῖται πάντοτε ἡ σκληρή ὀδύνη τοῦ προσωπικοῦ
σταυροῦ τῶν θλίψεων. Γι’ αὐτό καί χωρίς ἄλλη ἀσκητική πράξη, μόνο διά τῆς ὑπομονῆς, ἔλεγε, μπορεῖ νά ἀξιωθεῖ κάποιος τιμή ἀγγελικῆς τάξεως
(π.χ. ἡ ξαδέλφη του) ἤ νά ἀξιωθεῖ νά μυροβλήσει (π.χ. ἡ μητέρα του).
Οἱ θλίψεις λοιπόν εἶναι ἀχώριστες ἀπό τή ζωή μας καί μᾶς συνδέουν ὀργανικά μέ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ χαρισματούχου γέροντα, ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ» (Πράξ. 14,22). Οὐδείς εἰσῆλθε, ἔλεγε,
μέ ἄνεση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ θλίψεις γεννοῦν τήν ταπείνωση τοῦ
φρονήματός μας, χωρίς τήν ὁποία κανείς δέν χωρᾶ ἀπό τήν στενή
πύλη τοῦ Παραδείσου.
Μιά μέρα ζήτησα ἀπό τόν πατέρα Ἐφραίμ νά
μοῦ πεῖ κάτι, γιά τό τί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ταπεινοφροσύνη καί
πῶς ἀποκτᾶται. Αὐτός, ὅμως, ἔμεινε
σκυφτός καί ἀμίλητος, φαινόταν σάν νά μή μέ ἄκουσε. Ὅταν σέ λίγο ἐπανῆλθα στό ἐρώτημά μου, μοῦ εἶπε μέ πολύ σοβαρή, ἀλλά καί ἔντονη φωνή: «Δέν μπορῶ
νά σοῦ μιλήσω γιά κάτι, πού δέν ἔχω». Συγκλονίστηκα! Ἄν ὁ γέροντας Ἐφραίμ δέν ἔχει
ταπείνωση,
σκέφτηκα,
τότε τί εἶναι
ἀλήθεια ἡ ταπείνωση; Μόλις ὁλοκλήρωσα μέσα μου τή σκέψη αὐτή, μοῦ εἶπε: «Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ
στολή τῆς θεότητας, μέ
τήν ὁποία ντύθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἦρθε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους» (Παράδειγμα τό παγώνι γιά
τήν ὑπερηφάνεια).
Σέ ἄλλη
συζήτηση,
πού εἶχα μαζί
του, κατάλαβα ἔμμεσα, ὅτι τό αὐθεντικά ταπεινό ἦθος του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς αὐτογνωσίας, πού προέκυπτε ἀπό τήν αὐτοεπίσκεψη καί τήν κριτική αὐτοεξέτασή του. Ἡ γνήσια
αὐτή αὐτογνωσία –πού συμπυκνώνονταν στή γνώση τῆς ἀδυναμίας του- ἔδινε τή φυσικότητα τοῦ ταπεινοῦ φρονήματός του, τό ὁποῖο,
σύμφωνα μέ
τόν πνευματικό νόμο, ἥλκυε τή θεοποιό Χάρη, ἡ
ὁποία τόν ἐμπλούτιζε μέ ποικίλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅσο ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε, τόσο περισσότερο προσεγγίζει τό Θεό. Καί ὅσο
προσεγγίζει
τό Θεό, βλέπει τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό καί
τούς ἄλλους καλούς, ἐνῶ ἀντίθετα ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπό τό Θεό, βλέπει τούς ἄλλους
κατωτέρους του.
Κατά συνέπεια, θά μπορούσαμε νά ποῦμε,
ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό καί ἡ ὑπερηφάνεια ἀποτελοῦν τίς δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου
νομίσματος.
Χαρακτηριστικό σύμπτωμα ὑπερηφανείας εἶναι ἡ κατάκριση τοῦ
πλησίον.
Ἐξαιτίας τῆς κρυφῆς ὑπερηφάνειας, πού ἐνέχει ἡ
κατάκριση, γίνεται σημαντικό ἐμπόδιο στήν προσευχή.
Οὐσιαστικά, καταστρέφει τή γέφυρα τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό, γιατί μέ
τό πνεῦμα τῆς
ὑπερηφανείας,
πού ἔχει, φυγαδεύει τή θεία
Χάρη. Ἡ κορύφωση τῆς κατακρίσεως βρίσκεται στήν κατάκριση τοῦ
πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ μας, τοῦ γέροντά μας. Αὐτή ἰσοδυναμεῖ, κατά τόν πατέρα Ἐφραίμ, μέ τήν κατάκριση τοῦ ἴδιου τοῦ
Θεοῦ. (Παράδειγμα). Ἡ
διόρθωση τοῦ πλησίον δέν γίνεται μέ
τήν κατάκρισή του, ἀλλά μέ
τή διόρθωση τοῦ ἑαυτοῦ
μας. Ἀκόμη καί
στά ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτήρα σφάλματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν συνιστοῦσε ὑπομονή καί προσευχή καί
ὄχι τόν ἄμεσο χωρισμό καί
τό σχῖσμα. Πονοῦσε πολύ γιά
τήν ὑπόθεση
τῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη εἶναι νά ἑνώνεις τόν ἄνθρωπο μέ τό Θεό. Τήν πνευματική αὐτή ἐλεημοσύνη τήν ὀφείλουμε ὅλοι στόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί στόν πλησίον μας, γιά καθαρά ἐκκλησιολογικούς λόγους.
Ἄλλωστε,
αὐτό εἶναι καί
τό κατεξοχήν αἴτημα τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ καί ὁ σκοπός πού ὑπάρχουμε: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν». Ἀλλά ἡ πραγμάτωση τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ ἔχει ὡς θεμελιώδη προϋπόθεση τή μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν ἄκτιστη
θεία δόξα, ἡ ὁποία ὅμως
παρέχεται
μόνο διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ, δηλαδή μόνο διά
τοῦ θεανθρωπίνου σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας Του,
ὅπως μᾶς τό διαβεβαίωσε στήν προσευχή ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Μετέχοντας στήν ἄκτιστη
αὐτή δόξα –μέ
τή μορφή ἀρραβῶνα- ἀπό τήν παροῦσα
ζωή, ὁ μακαριστός Ἐφραίμ ἔλαβε τά ἀσφαλῆ ἐχέγγυα γιά τήν προσδοκουμένη ἀνάπαυση καί μετοχή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου
βρίσκεται κατεξοχήν καί ὁ
Πατέρας τοῦ
Ὄγδοου καί ἄληκτου μέλλοντα αἰῶνα. Νά ἔχουμε τήν εὐχή του!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου