Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

«ΟΣΑ ΕΙΔΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ»




Δημηρίου Ἰ. Τσε­λεγ­γί­δη

Καθηγητή Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης

«ΟΣΑ ΕΙΔΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ
ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ»

Ὑ­πό­τι­τλος:
«Οπρο­ϋ­πο­θέ­σεις ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σε­ως καί δι­α­τη­ρή­σε­ως τς Θεί­ας Χά­ρι­τος ν­τός μας κα­τά τόν μα­κα­ρι­στό Γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­τη»
(6/12/1912-27/2/1998)

Γέ­ρον­τας Ἐ­φραίμστό μέ­τρο πού τόν γνώ­ρι­σα- ὑ­πρ­ξε γιά μέ­να πο­λύ εὐ­χά­ρι­στη ἐ­κεί­νη κ­πλη­ξη, τήν ὁ­ποί­α γεύ­ε­ται κά­θε πι­στός, ὅ­ταν βρί­σκε­ται μπρο­στά στό ν­το­λο­γι­κς αὐ­το­νό­η­το τν πραγ­μα­τι­κά ζων­τα­νν με­λν τς κ­κλη­σί­ας. Μέ ἄλ­λα λό­για, ὁ πα­τήρ Ἐ­φραίμ ἦ­ταν αὐ­τό, πού λί­γο-πο­λύ ὅ­λοι μας ὀ­φεί­λου­με νά εἴ­μα­στε, ὡς ρ­γα­νι­κά μέ­λη τοθε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος τς κ­κλη­σί­ας.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα, θε­ω­ρῶ ὡς ξε­χω­ρι­στή εὐ­λο­γί­α τό γε­γο­νός, ὅ­τι εἶ­δα προ­σω­πι­κς καί μά­λι­στα διά πολ­λν ση­μεί­ων -ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κν δη­λα­δή τεκ­μη­ρί­ων- ὅ­τι μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­τας πραγ­μά­τω­σε στόν ἑ­αυ­τό του τό προ­αι­ώ­νιο σχέ­διο τοΘε­ογιά τόν ἄν­θρω­πο, γιά τό ὁ­ποῖ­ο μι­λτό στό­μα τοΧρι­στοῦ, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­ταν γρά­φει πρός τούς Ἐ­φε­σί­ους: «Ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἡ­μς (ἐνν. ὁ Θε­ός καί Πα­τήρ τοΚυ­ρί­ου ἡ­μν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ) ἐν αὐ­τπρό κα­τα­βο­λς κό­σμου εἶ­ναι ἡ­μς ἁ­γί­ους καί ἀ­μώ­μους κα­τ’ ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ, ἐν ἀ­γά­πῃ προ­ο­ρί­σας ἡ­μς ες υἱ­ο­θε­σί­αν διά Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ κα­τά τήν εὐ­δο­κί­αν τοθε­λή­μα­τος αὐ­τοῦ» (φ. 1,4-5). Δη­λα­δή, μᾶς ἐ­πέ­λε­ξε πρίν θε­με­λι­ώ­σει τόν κό­σμο, νά γί­νου­με δι­κοί Του διά τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­ψε­γά­δια­στοι στήν τε­λι­κή κρί­ση Του. Μᾶς προ­ό­ρι­σε μέ τήν ἀ­γά­πη Του, νά γί­νου­με παι­διά Του, διά τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, σύμ­φω­να μέ τό εὐ­ά­ρε­στο γιά μᾶς θέ­λη­μά Του.
Ἀ­κό­μη πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, στόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ εἶ­δα φα­νε­ρά καί πεί­στη­κα ἀ­δι­ά­ψευ­στα, ὅ­τι πράγ­μα­τι κ­πλη­ρώ­θη­κε κλή­ση του ἀ­πό τόν Θε­ό, πού προ­φα­νς εἶ­ναι καί κλή­ση τοκα­θε­νός μας στό πλαί­σιο τς κ­κλη­σί­ας. Ὁ ἴ­διος «πλη­ρώ­θη­κε», γέ­μι­σε δη­λα­δή ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ὕ­παρ­ξή του, μέ τό πλή­ρω­μα τς Θε­ό­τη­τος (Κολ. 2,9). Τοῦ­το δέν εἶ­ναι σχῆ­μα λό­γου κα­θ’ ὑ­περ­βο­λήν, ἀ­φοῦ, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ἐ­π’ αὐ­τοῦ ἑρ­μη­νευ­τι­κς ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος: «Οὐ­δέν ἔ­λατ­τον ἔ­χε­τε αὐ­τοῦ (ἐνν. τοῦ Χρι­στοῦ), ὥ­σπερ ν ἐ­κεί­νῳ ὤ­κη­σεν (ἐνν. ἡ θε­ό­της) οὕ­τω καί ν ὑ­μν» (ΕΠΕ 22,194). Ἔ­τσι, μπό­ρε­σε νά ζή­σει πραγ­μα­τι­κά «ἀ­ξί­ως τοΘε­οῦ» καί νά γί­νει ἀ­πό τόν πα­ρόν­τα κι­ό­λας κό­σμο μέ­το­χος τς ἄ­κτι­στης δό­ξας καί Βα­σι­λεί­ας τοΘε­οῦ.
Στό σῶ­μα του ἦ­ταν χα­ρι­σμα­τι­κς πα­ρών Χρι­στός, ὅ­πως λ­λω­στε καί στήν ἁ­γί­α ψυ­χή του. Καί τοῦ­το, για­τί μέ τούς συν­το­νι­σμέ­νους ἀ­σκη­τι­κούς ἀ­γῶ­νες του, πρό­σφε­ρε καί τό σῶ­μα του ς κα­θα­ρό να­ό στή λο­γι­κή λα­τρεί­α τοΘε­οῦ, ὅ­πως καί τόν ἐ­ξα­γι­α­σμέ­νο νοῦ του ὡς λο­γι­κό θυ­σι­α­στή­ριο, ἀ­π’ ὅ­που δι­α­βι­βά­ζον­ταν τό­σο στήν ψυ­χή του ὅ­σο καί στό σῶ­μα του οἱ ἄ­κτι­στες χα­ρι­σμα­τι­κές με­το­χές καί ἡ ἄρ­ρη­τη εὐ­ω­δί­α τοΧρι­στοῦ.
Νά ποῦ­με ἐ­δῶ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα. Μιά φο­ρά, σέ ἐ­ρώ­τη­ση συ­νο­μι­λη­τν του: Τί εἶ­ναι «εὐ­ω­δί­α Χρι­στοῦ» καί τί ση­μαί­νει λό­γος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ὅ­τι: «Χρι­στοῦ εὐ­ω­δί­α ἐ­σμέν» (Β΄ Κορ. 2,15), ὁ γέ­ρον­τας Ἐ­φραίμ δέν ἀ­πάν­τη­σε. Μό­νο ἔ­σκυ­ψε τό κε­φά­λι στό στῆ­θος του καί σι­ω­ποῦ­σε. Σέ λί­γο, ἀλ­λε­πάλ­λη­λα κύ­μα­τα ρ­ρη­της εὐ­ω­δί­ας, πού ἐκ­πέμ­πον­ταν ἀ­πό τό στῆ­θος του, πε­ρι­έ­λου­σαν τούς συ­νο­μι­λη­τές του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἄ­φω­νοι καί κ­πλη­κτοι ἀ­πε­λάμ­βα­ναν τήν πρω­το­φα­νγιαὐ­τούς πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή μ­πει­ρί­α συ­νο­δευ­ό­με­νη μέ ἀ­κα­τά­σχε­τα δά­κρυ­α χα­ρς, βα­θύ­τα­της ψυ­χο­σω­μα­τι­κς γα­λή­νης καί κυ­ρί­ως πνευ­μα­τι­κς γλυ­κύ­τη­τας, πού ἔ­φτα­νε μέ­χρι μυ­ε­λοτν ὀ­στν. Οἱ συ­νο­μι­λη­τές του, ὅ­ταν κά­πως συ­νλ­θαν, ἀ­πε­χώ­ρη­σαν χω­ρίς λ­λη συ­ζή­τη­ση καί χω­ρίς κα­μί­α ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πο­ρί­α στό τε­θέν ἐ­ρώ­τη­μά τους. Ἔ­λα­βαν, κα­τά μο­να­δι­κό γιαὐ­τούς τρό­πο, τήν ἀ­πάν­τη­ση μέ ἀ­πό­λυ­τη πλη­ρό­τη­τα, ὄ­χι λε­κτι­κά, ἀλ­λά βι­ω­μα­τι­κά καί ἄ­κρως ὑ­παρ­ξια­κά. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ δι­α­βε­βαί­ω­ση γιά τή γνη­σι­ό­τη­τα αὐ­τς τς μ­πει­ρι­κς γνώ­σε­ως, δό­θη­κε ἀ­πό τόν ἴ­διο τό Χρι­στό, μέ τά ἀ­δι­ά­ψευ­στα τεκ­μή­ρια, πού ὁ ἴ­διος Χρι­στός μς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, τήν πνευ­μα­τι­κή δη­λα­δή ἀ­νά­παυ­ση τν ψυ­χν μας καί τήν ἄρ­ρη­τη πα­ρη­γο­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. [Ὑ­πο­θέ­τω, ὅ­τι ὁ π. Ἐ­φραίμ ζή­τη­σε ἀ­πό τό Χρι­στό νά πλη­ρο­φο­ρή­σει τούς συ­νο­μι­λη­τές του, ὅ­πως Αὐ­τός γνω­ρί­ζει].
Γέ­ρον­τας Ἐ­φραίμ ἦ­ταν ἕ­νας αὐ­θεν­τι­κός ν­θρω­πος. Χαι­ρό­σουν, αὐ­τό πού λέ­με κα­τά φύ­σιν, ὅ­ταν βρι­σκό­σουν μα­ζί του. Τοῦ ἦ­ταν ἄ­γνω­στη τυ­πι­κή εὐ­γέ­νεια καί προ­σποί­η­ση, εἶ­χε φυ­σι­κό­τη­τα καί αὐ­θορ­μη­τι­σμό, εἶ­χε τή χά­ρη τοκα­τά φύ­σιν ν­θρώ­που. Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νο πού τόν ἔ­κα­νε νά ξε­χω­ρί­ζει κα­τ’ ἐ­ξο­χήν δέν ἦ­ταν τό κα­τά φύ­σιν, ἀλ­λά τό ὑ­πέρ νον καί ὑ­πέρ φύ­σιν.
Ἀ­πό τά χρό­νια τς προ­σω­πι­κς σχέ­σε­ώς μου μέ τόν π. Ἐ­φραίμ, 1975-1998, ἀ­πε­κό­μι­σα τήν κ­πλη­κτι­κή δι­α­πί­στω­ση, ὅ­τι μι­λοῦ­σε μό­νο γιά ὅ,τι γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά μέ­στς προ­σω­πι­κς βι­ω­μα­τι­κς μ­πει­ρί­ας του καί ἀ­παν­τοῦ­σε σέ σο­βα­ρά πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, μό­νον ὅ­ταν εἶ­χε «πλη­ρο­φο­ρί­α» ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου. Μοῦ ἔ­λε­γε συ­χνά: «ἐκ πεί­ρας ὁ­μι­λῶ­μεν». Καί ἐν­νο­οῦ­σε μαὐ­τό, τή βα­θειά κα­τα­στα­λαγ­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή μ­πει­ρί­α. Φυ­σι­κά, σέ ἔ­πει­θε ἀ­πο­λύ­τως λό­γος του, για­τί ἁ­πλού­στα­τα διαὐ­τοσομι­λοῦ­σε ὁ ἴ­διος Θε­ός. Ἡ φω­νή του γι­νό­ταν τό ὄ­χη­μα τς ἐ­νερ­γοῦ ἐν αὐ­τῷ ἀ­κτί­στου Χά­ρι­τος καί περ­νοῦ­σε ς αὔ­ρα λε­πτή μέ­σα στήν ψυ­χή σου καί δι’ αὐ­τς καί στό σῶ­μα σου καί σέ ἀ­νέ­παυ­ε ὑ­παρ­ξια­κά. Δέν ἤ­θε­λες νά ξε­κολ­λή­σεις ἀ­πό κον­τά του. Ἔ­χα­νες τήν αἴ­σθη­ση τοχρό­νου μλ­λον βί­ω­νες τή δι­ά­στα­ση τς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας, πού ἔ­παιρ­νε χρό­νος σου, κα­θώς μ­βο­λί­ζον­ταν καί μ­πλου­τί­ζον­ταν ἀ­πό τήν ἄ­κτι­στη ἐ­νέρ­γεια τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τό πα­ρελ­θόν καί τό μέλ­λον νά βι­ώ­νον­ται συμ­πυ­κνω­μέ­να στό συγ­κε­κρι­μέ­νο πα­ρόν τς πα­ρου­σί­ας σου. Αὐ­τά θά γί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο σα­φῆ, ὅ­ταν ἀ­να­φερ­θοῦ­με ἴ­σως σέ συγ­κε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα κα­τά τή διά­ρκεια τς συ­ζη­τή­σε­ως, πού θά ἀ­κο­λου­θή­σει.
Ἐ­πί χρό­νια, ἡ συ­ζή­τη­ση μέ τόν π. Ἐ­φραίμ πε­ρι­στρά­φη­κε γύ­ρω ἀ­πό τό χα­ρα­κτῆ­ρα, τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, τήν ἐ­νερ­γό πα­ρου­σί­α καί τίς συ­νέ­πει­ες τν ποι­κί­λων ἐ­νερ­γει­ῶν τς θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος τοΘε­οῦ. Ὅ­σα προ­σήγ­γι­σα ἐ­πι­στη­μο­νι­κς διά τῶν ἐ­ρευ­νν μου στά συγ­γράμ­μα­τα τν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τς κ­κλη­σί­ας καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ, τά συ­νάν­τη­σα αὐ­θεν­τι­κά βι­ω­μέ­να στό πρό­σω­πο τογέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ. Ἀλ­λά τό πιό ση­μαν­τι­κό γιά μέ­να ἦ­ταν, ὅ­τι καί ὅ­σα δέν κα­τα­νο­οῦ­σα ἀ­πό τόν ὑ­περ­φυ­ῆ χα­ρα­κτῆ­ρα τς θεί­ας Χά­ρι­τος, μοῦ τά ἐ­ξη­γοῦ­σε λε­πτο­με­ρς, μέ βά­ση τήν πλού­σια βι­ω­μα­τι­κή μ­πει­ρί­α του. Ὅ­ταν γιά τίς θε­ο­λο­γι­κές μ­πει­ρί­ες μου πῆ­γα τό 1988, ὡς συ­νή­θως ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα, νά τόν συ­ναν­τή­σω, ἐ­νη­μέ­ρω­σε προ­η­γου­μέ­νως τή συ­νο­δεί­α του γιά τήν ἐ­πι­κεί­με­νη ἐ­πί­σκε­ψή μου καί συ­νέ­στη­σε νά ἔ­χουν ξε­κλεί­δω­τη τήν πόρ­τα. Ἀ­νοί­γον­τας ἐ­γώ τήν ἐ­ξώ­πορ­τα, τόν εἶ­δα ρ­θιο ἀ­πέ­ναν­τί μου νά μοῦ χα­μο­γε­λκαί νά μοῦ λέ­ει: Ἤ­μουν ἐ­δκαί σέ πε­ρί­με­να. Μέ ἔ­σφι­ξε γιά πο­λύ στήν γ­κα­λιά του, μέ φί­λη­σε στό ἀ­κά­λυ­πτο ἀ­πό τό­τε κρα­νί­ο μου καί μοῦ εἶ­πε συγ­κι­νη­μέ­νος: Θά σοῦ πῶ ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πε σέ μέ­να γέ­ρον­τάς μου Ἰ­ω­σήφ ὁ Ἡ­συ­χα­στής: «Ἐ­σύ ἔ­ψα­χνες ἐ­μέ­να κι ἐ­γώ ἐ­σέ­να». Πράγ­μα­τι, τοῦ εἶ­πα κ­πλη­κτος, ἐ­γώ ἔ­ψα­χνα ἐ­σέ­να, ἀλ­λά δέν κα­τα­νο­ῶ κα­θό­λου, για­τί ἐ­σύ ἔ­ψα­χνες ἐ­μέ­να. Ἔ­λα μέ­σα στό κε­λί μου, μοῦ εἶ­πε, καί θά σοῦ ἐ­ξη­γή­σω. Σέ ἔ­ψα­χνα, για­τί πε­νήν­τα πέν­τε χρό­νια ἐ­δῶ πά­νω στά βρά­χια τς ἐ­ρή­μου ξέ­χα­σα καί τά ἑλ­λη­νι­κά μου. Ἔ­τσι, δέν βρί­σκω τίς κα­τάλ­λη­λες λέ­ξεις γιά νά ἐκ­φρά­σω σω­στά τά ὅ­σα μέ τή Χά­ρη τοΘε­οζῶ. Ἀ­φό­του ὅ­μως δι­ά­βα­σα τά κεί­με­νά σου, πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στή Θεί­α Χά­ρη κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ, χά­ρη­κα πά­ρα πο­λύ, για­τί τώ­ρα καί ἐ­γώ μπο­ρνά κ­φρά­σω τά βι­ώ­μα­τά μου σχε­τι­κά μέ τή Θεί­α Χά­ρη, μέ κά­θε δυ­να­τή θε­ο­λο­γι­κή ἀ­κρί­βεια. Βρέ παι­δά­κι μου, μοῦ εἶ­πε τρυ­φε­ρά, λές ἀ­κρι­βς αὐ­τά πού ζοῦ­με ἐ­δῶ. Ἔ­μει­να μ­βρόν­τη­τος! Μά πά­τερ Ἐ­φραίμ, τοῦ εἶ­πα, ἐ­γώ μέ πο­λύ φό­βο Θε­οκαί θερ­μή προ­σευ­χή στόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ, νά μή πλα­νη­θῶ θε­ο­λο­γι­κς καί πνευ­μα­τι­κς, πρό­σε­ξα νά μή γρά­ψω τί­πο­τε δι­κό μου. Ὅ,τι ἔ­γρα­ψα εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κή σκέ­ψη καί βι­ω­μα­τι­κή μ­πει­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοΠα­λα­μᾶ. Μά­λι­στα, θά σᾶς κ­μυ­στη­ρευ­τῶ, ὅ­τι κά­ποι­ες δι­α­τυ­πώ­σεις του, ἐ­ντίς ν­τι­λαμ­βά­νο­μαι θε­ο­λο­γι­κς, δέν τίς κα­τα­νο­ῶ πλή­ρως, για­τί ὁ Ἅ­γιος κ­φρά­ζε­ται ἀ­πο­φα­τι­κά γιά τίς ὑ­περ­φυ­ες μ­πει­ρί­ες του. Τί δέν κα­τα­νο­ες, μολέ­ει, γε­μά­τος μέ πνευ­μα­τι­κή θέρ­μη καί χα­ρά. Νά, δέν κα­τα­λα­βαί­νω ἀ­κρι­βς, τοῦ λέ­ω, πῶς ὁ­ρᾶ­ται Θε­ός «ἀ­ο­ρά­τως» καί πῶς νο­εῖ­ται «ἀ­πε­ρι­νο­ή­τως». Αὐ­τή εἶ­ναι, μοῦ λέ­ει, ἡ μό­νη ρ­θή δι­α­τύ­πω­ση πού κ­φρά­ζει, ἀ­νεκ­φρά­στως, αὐ­τό πού ἐ­γώ τό­σο και­ρό δέν μπο­ροῦ­σα νά δι­α­τυ­πώ­σω, ἐ­νῶ ἔ­τσι ἀ­κρι­βς τό ζῶ. Κα­τα­λα­βαί­νε­τε τώ­ρα τό­σο τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα, ὅ­σο κυ­ρί­ως τήν πνευ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα εὐ­χά­ρι­στη κ­πλη­ξή μου. Βρι­σκό­μουν μπρο­στά σέ ἕ­ναν πνευ­μα­τι­κό θη­σαυ­ρό καί ἐ­πε­θύ­μη­σα νά γε­μί­σω ὅ­σο τό δυ­να­τόν τίς «ἀ­πο­σκευ­ές» μου. Ἀ­κο­λού­θη­σε ἡ ὡ­ραι­ό­τε­ρη συ­ζή­τη­ση τς ζω­ῆς μου. Δέν θά μέ ἔ­παιρ­νε χρό­νος, ἀλ­λά δέν θά ἔ­βρι­σκα ἴ­σως καί τόν κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο τρό­πο, γιά νά σᾶς πε­ρι­γρά­ψω κά­πως ὅ­σα ἄ­κου­σα καί ἔ­ζη­σα. Εὐ­χα­ρι­στῶ ἐκ βα­θέ­ων τό Χρι­στό γιαὐ­τήν τήν ἀ­πε­ρί­γρα­πτη συ­νάν­τη­ση. Ἦ­ταν ση­μαν­τι­κό­τε­ρος σταθ­μός γιά τή  μέ­χρι σή­με­ρα θε­ο­λο­γι­κή καί πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση μου. Ἔ­χω τή βα­θειά καί βε­βαί­α αἴ­σθη­ση, ὅ­τι διαὐ­τομοῦ ἔ­δω­σε Θε­ός ὅ­λα ἐ­κεῖ­να πού μοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε πα­τήρ Ἐ­φραίμ, ὅ­τι θά μοῦ δο­θον στα­δια­κς καί σέ βά­θος χρό­νου. Εὐ­λο­γη­τός Θε­ός! Εἶ­ναι πράγ­μα­τι, οἰ­κτίρ­μων καί ἐ­λε­ή­μων, μα­κρό­θυ­μος καί πο­λυ­έ­λε­ος καί ἐ­πί τά τα­πει­νά ἐ­φο­ρν! Συγ­κα­τα­βαί­νει πλου­σι­ο­πα­ρό­χως, προ­συ­πο­γρά­φει τίς δε­ή­σεις καί κα­θι­στᾶ ἀ­ξι­ό­πι­στα τά λό­για τν τα­πει­νν φί­λων του, ἕ­νας ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους στήν ἐ­πο­χή μας ἦ­ταν καί γέ­ρον­τας Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­της.
Ποι­ός ἦ­ταν στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πα­τήρ Ἐ­φραίμ, δέν λέ­γε­ται. Αὐ­τό μό­νο σοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ν Πνεύ­μα­τι, καί πά­λι κα­τά τό μέ­τρο τς δε­κτι­κό­τη­τας καί τῆς πνευ­μα­τι­κς χω­ρη­τι­κό­τη­τάς σου. Ὅ­μως δι­στα­κτι­κά καί χά­ριν ὠ­φε­λεί­ας τν πολ­λν, θα τό ἐ­πι­χει­ρή­σω.
πα­τήρ Ἐ­φραίμ, ἐ­ξ’ αἰ­τί­ας τς πνευ­μα­τι­κς κα­θα­ρό­τη­τάς του, γρή­γο­ρα κα­τε­νό­η­σε, ὅ­τι πνευ­μα­τι­κός «ἀ­γρός» μέ τόν «πο­λύ­τι­μο μαρ­γα­ρί­τη» βρι­σκό­ταν χα­ρι­σμα­τι­κς ν­τός του, γι’ αὐ­τό ἔ­στρε­ψε ὅ­λο τό ν­δι­α­φέ­ρον του στό «σκά­ψι­μο» καί στήν καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἀ­γροτς καρ­δις του. Μέ τήν ἰ­σό­βια τα­πεί­νω­ση, τήν προ­σε­κτι­κή, νη­πτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση τν κι­νή­σε­ων τοῦ νοῦ του, τήν πνευ­μα­τι­κή ν­τίρ­ρη­ση κα­τά τν λο­γι­σμν καί τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη εὐ­χή, κα­θά­ρι­σε ξ ὁ­λο­κλή­ρου τά νο­η­τά ἀ­πό­βλη­τα τς ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­πό τό νοῦ καί τήν καρ­διά του, καί γνώ­ρι­σε μ­πει­ρι­κς καί ν πά­σῃ αἰ­σθή­σει, ὅ­τι Θεί­α Χά­ρη εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κός «γε­ννή­το­ρας» τοῦ κα­τά Θε­όν και­νοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐ­πέ­με­νε ἰ­δι­αί­τε­ρα στήν πλή­ρη κ­κέ­νω­ση τς καρ­δις γιά τήν ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση τς Χά­ρι­τος τοΘε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νο πού κα­τά­λα­βα στή συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ἀ­πό τά λε­γό­με­νά του ἦ­ταν, ὅ­τι βαθ­μός κα­θα­ρό­τη­τας τοῦ νοῦ καί τῆς καρ­δις τοπι­στοῦ γί­νε­ται τό μέ­τρο δε­κτι­κό­τη­τας τς Θεί­ας Χά­ρι­τος, ἀλ­λά καί προ­ϋ­πό­θε­ση τοβαθ­μοτς θέ­ας καί τῆς ν γέ­νει βι­ώ­σε­ως τς θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος. Κα­τά τή δι­κή του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή δι­α­τύ­πω­ση: «Ὅ­σο ἔ­χεις, τό­σο θά πά­ρεις» καί κα­τά συ­νέ­πεια, «κα­τά τήν κα­τά­στα­σή σου θά μι­λή­σεις». Ἔ­λε­γε μά­λι­στα ἐ­π’ αὐ­τοῦ δι­ευ­κρι­νι­στι­κς τό ἑ­ξς πα­ρά­δειγ­μα: Κα­τά τήν ν­θρώ­πι­νη δι­και­ο­σύ­νη, ἕ­νας πα­τέ­ρας πού ἔ­χει τέσ­σε­ρα παι­διά, θά ἀ­φή­σει στό κά­θε παι­δί τό ἕ­να τέ­ταρ­το τς πε­ρι­ου­σί­ας του. Αὐ­τό ὅ­μως δέν ἰ­σχύ­ει γιά τά πνευ­μα­τι­κά. Ἐ­δῶ, τό κά­θε παι­δί θά πά­ρει ἀ­νά­λο­γα μέ τήν πνευ­μα­τι­κή δε­κτι­κό­τη­τά του ἀ­πό τόν πνευ­μα­τι­κό θη­σαυ­ρό τοπνευ­μα­τι­κοῦ πα­τέ­ρα του. Ἄν μά­λι­στα συμ­βαί­νει δε­κτι­κό­τη­τα τοπνευ­μα­τι­κοῦ τέ­κνου νά εἶ­ναι πο­λύ με­γά­λη, τό­τε εἶ­ναι δυ­να­τό νά λά­βει πνευ­μα­τι­κς πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τήν ὅ­λη πνευ­μα­τι­κή πε­ρι­ου­σί­α τογέ­ρον­τά του, χω­ρίς στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή νά στε­ρή­σει σέ κα­νέ­να ἀ­πό τά πνευ­μα­τι­κά ἀ­δέλ­φια του τή δι­κή τους με­το­χή στήν κοι­νή πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὡς πρός τή Θεί­α Χά­ρη, μοῦ δι­ευ­κρί­νι­ζε συ­χνά καί μέ νό­η­μα: «Ἄλ­λο πργ­μα εἶ­ναι νά μι­λς γιά τή Θεί­α Χά­ρη καί λ­λο νά με­τέ­χεις σέ αὐ­τήν ἐ­νερ­γς». Καί πραγ­μα­τι­κά, ἄλ­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι νά ἀ­κος ἤ νά δι­α­βά­ζεις, ὅ­τι Θεί­α Χά­ρη -ὅ­ταν βι­ώ­νε­ται- θε­ᾶ­ται ς ἄ­κτι­στο, ζων­τα­νό καί ζω­ο­ποι­ό φς, τό ὁ­ποῖ­ο συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό ρ­ρη­τη ἐ­σω­τε­ρι­κή εἰ­ρή­νη, χα­ρά, γλυ­κύ­τη­τα καί ἀ­κα­τά­παυ­στα δά­κρυ­α, πού ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ὄ­χι ἁ­πλς τόν πο­νη­ρό, ἀλ­λά καί κά­θε πο­νη­ρί­α, καί ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι νά ζεῖς προ­σω­πι­κά τήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή. Τη­ρου­μέ­νων τν ἀ­να­λο­γι­ῶν, εἶ­ναι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κό νά βλέ­πεις ἕ­ναν ὡ­ραῖ­ο ζω­γρα­φι­κό πί­να­κα μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­δέ­σμα­τα ἤ νά ἀ­κος μιά θαυ­μά­σια πε­ρι­γρα­φή ἐ­δε­σμά­των, ἀ­πό τό νά ἔ­χεις ἄ­με­ση πρό­σβα­ση καί μ­πει­ρί­α μέ ὅ­λες τίς αἰ­σθή­σεις σου στά πε­ρι­γρα­φό­με­να ἐ­δέ­σμα­τα, ὅ­ταν δη­λα­δή καί τά βλέ­πεις καί τά ὀ­σφραί­νε­σαι καί τά τρώ­γεις.
Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὅ­ταν βι­ώ­νει κά­ποι­ος γνή­σια τή Θεί­α Χά­ρη, δι­δά­σκε­ται ἄ­με­σα ἀ­πό τόν ἴ­διο τό Θε­ό διαὐ­τς, ὅ­τι Θεί­α Χά­ρη πα­ρέ­χε­ται ἐ­λεύ­θε­ρα καί ἀ­πο­κλει­στι­κά κα­τά τήν κρί­ση τοΘε­οῦ. Ὅ­πως ἔ­λε­γε καί ὁ ἴ­διος, ἡ Θεί­α Χά­ρη ρ­χε­ται, ὅ­ταν δέν τήν πε­ρι­μέ­νεις, μέ­νει ὅ­σο θέ­λει καί φεύ­γει, ὅ­ταν θέ­λει. Ὁ Θε­ός δέν κ­βι­ά­ζε­ται, οὔ­τε καί Χά­ρη Του. Ὁ ἐ­νερ­γού­με­νος ἀ­πό τή Θεί­α Χά­ρη πι­στός ν­τι­λαμ­βά­νε­ται πνευ­μα­τι­κς, ὅ­τι ἡ ἴ­δια Θεί­α Χά­ρη τόν γυ­μνά­ζει στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, τόν ἐ­νι­σχύ­ει νά ν­τα­πο­κρι­θεῖ ἐ­πι­τυ­χς στούς ἐ­περ­χό­με­νους πει­ρα­σμούς, ἀλ­λά καί ὅ­ταν δο­κι­μά­ζε­ται ἀ­πό τίς θλί­ψεις, τόν συ­νο­δεύ­ει μέ τίς πα­ρη­γο­ρί­ες τοΠα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τος, ἐ­νῶ «πλη­ρο­φο­ρεῖ» μέ ἀ­πό­λυ­τη πει­στι­κό­τη­τα τό­σο τόν ἴ­διο τόν προ­σευ­χό­με­νο ὅ­σο καί ἐ­κεῖ­νον, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σεύ­χε­ται. Τήν «πλη­ρο­φο­ρί­α» αὐ­τή, ὡς ἄ­με­ση μ­πει­ρί­α, εἶ­χαν πο­λύ συ­χνά οσυ­νο­μι­λη­τές του καί συ­ζη­τού­σα­με μέ πο­λύ θαυ­μα­σμό γιαὐ­τήν με­τα­ξύ μας.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ γέ­ρον­τας Ἐ­φραίμ, ὡς μ­πει­ρι­κός δι­δά­κτο­ρας, ση­μεί­ω­νε μ­φα­τι­κά καί μέ συγ­κε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή του ζω­ή, ὅ­τι ἡ ἐ­νερ­γός Θεί­α Χά­ρη, πού ἔ­χει κά­ποι­ος, με­τα­δί­δε­ται σέ ἐ­κεῖ­νον, πού εἶ­ναι δε­κτι­κός αὐ­τςκαί μά­λι­στα στό βαθ­μό πού εἶ­ναι δε­κτι­κός- διά μέ­σου τς προ­σευ­χς τοκα­τό­χου της. (Πα­ρά­δειγ­μα στήν κο­ρυ­φή τολό­φου). Ὅ­ταν κά­το­χός της συμ­βαί­νει νά εἶ­ναι καί θε­σμι­κός φο­ρέ­ας στό πλαί­σιο τς Θεί­ας Λα­τρεί­ας, ὅ­πως λ.χ. ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας, τό­τε αὐ­τός πού εὐ­λο­γεκαί με­τα­δί­δει τή Θεί­α Χά­ρη στούς πι­στούς διά τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως εἶ­ναι τό ἴ­διο τό Πρό­σω­πο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. (Παρ. μέ τό λο­γι­σμό τοῦ π. Ἐ­φραίμ, ὅ­ταν εὐ­λο­γοῦ­σε τό γέ­ρον­τά του π. Ἰ­ω­σήφ). Ἐ­νερ­γός Θεί­α Χά­ρη δι­α­τη­ρεῖ­ται στό χα­ρι­σμα­τι­κό φο­ρέ­α της μό­νο κά­τω ἀ­πό σα­φες προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Καί αὐ­τές οπρο­ϋ­πο­θέ­σεις, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, εἶ­ναι τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί ἡ ἐκ καρ­δί­ας εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τόν δο­τρα της. Πολ­λοί εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι, πού λί­γο πο­λύ ἐ­νερ­γο­ποι­ον κά­πο­τε τήν ν­τός τους Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­μως πρά­ξη ἔ­δει­ξε, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, ὅ­τι κα­νείς δέν μπό­ρε­σε νά τήν δι­α­τη­ρή­σει ἐ­νερ­γόκαί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο νά αὐ­ξή­σει τήν ἐ­νερ­γο­ποί­η­σή της- χω­ρίς τήν ἀ­σκη­τι­κή μα­θη­τεί­α καί πρά­ξη καί κυ­ρί­ως χω­ρίς πνευ­μα­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση ἀ­πό μ­πει­ρο πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό.
 Στό ἐ­ρώ­τη­μά μας, πῶς ρ­χί­ζει πρα­κτι­κς νά ἐ­νερ­γεσ’ ἐ­μς Θεί­α Χά­ρη αἰ­σθη­τά, μᾶς πα­ρέ­πεμ­πε στά λό­για τοΧρι­στοκαί στήν ἐμ­πει­ρί­α τν ἁ­γί­ων. Τό πνεῦ­μα τν λε­γο­μέ­νων του ἑ­στί­α­ζε καί στήν προ­σω­πι­κή του πνευ­μα­τι­κή μ­πει­ρί­α. Ὅ­ταν δη­λα­δή πι­στός ρ­χί­ζει νά κα­θαί­ρε­ται ἀ­πό τήν ἀ­κα­θαρ­σί­α τν πα­θν, μέ τήν ἐν ἐ­πι­γνώ­σει με­το­χή στά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρια τς κ­κλη­σί­ας, σέ συν­δυα­σμό μέ τή συν­το­νι­σμέ­νη ἀ­σκη­τι­κή καί ἀ­γα­πη­τι­κή τή­ρη­ση τν θεί­ων ν­το­λν, ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ­ται Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Χρί­σμα­τός μας, ἀ­πό τήν πη­γή τοζν­τος καί ἀ­κτί­στου ὕ­δα­τος, ὡς ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τς ἀ­ξι­ο­πι­στί­ας τοΔο­τῆ­ρα της, Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τός, ὡς ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, μᾶς δι­α­βε­βαί­ω­σε, ὅ­τι «ἐ­άν ἀ­γα­πᾶ­τε με, τάς ἐν­το­λάς τάς ἐ­μάς τη­ρή­σε­τε, κἀ­γώ ἐ­ρω­τή­σω τόν Πα­τέ­ρα καί λ­λον Πα­ρά­κλη­τον δώ­σει ὑ­μν, ἵ­να με­θ’ ὑ­μν ες τόν αἰ­ῶ­να, τό Πνεῦ­μα τς Ἀ­λη­θεί­ας, ὅ ὁ κό­σμος οδύ­να­ται λα­βεν, ὅ­τι οθε­ω­ρεῖ αὐ­τό οὐ­δέ γι­νώ­σκει ὑ­μες γι­νώ­σκε­τε αὐ­τό, ὅ­τι πα­ρ’ ὑ­μν καί ν ὑ­μν ἔ­σται…ἐ­κεῖ­νος ὑ­μς δι­δά­ξει πάν­τα καί ὑ­πο­μνή­σει ὑ­μς πάν­τα, ἅ εἶ­πον ὑ­μν ἐ­γώ» (Ἰ­ω. 14,15-17 καί 26).
Ὅ­ταν Θεί­α Χά­ρη ἐ­νερ­γο­ποι­η­θεκαί χρο­νί­σει αὐ­τή ἡ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση ν­τός μας, γί­νει δη­λα­δή ἕ­ξη, ὅ­πως στό γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ, αἴ­ρον­ται ν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι οκτι­στοί πε­ρι­ο­ρι­σμοί τοχώ­ρου καί τοῦ χρό­νου καί θε­ῶν­ται εὐ­κρι­νς, ὅ­σα Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτει. Ἔ­τσι λ.χ. ὁ πα­τήρ Ἐ­φραίμ «ἔ­βλε­πε» τούς λό­γους τν ν­των καί «ἄ­κου­γε» μέ τά γυ­μνα­σμέ­να αἰ­σθη­τή­ριά του τήν ἄ­φω­νη δο­ξο­λο­γί­α τς ἄ­λο­γης καί τῆς ἀ­νόρ­γα­νης ἀ­κό­μη φύ­σε­ως. Στή λο­γι­κή ἀ­πο­ρί­α μου, πῶς γί­νε­ται ἡ μή λο­γι­κή καί ἀ­νόρ­γα­νη ὕ­λη νά δο­ξο­λο­γετό Θε­ό, μοῦ ἀ­πήν­τη­σε ὅ­τι τό «βλέ­πει», ἄν καί ὄ­χι πο­λύ εὐ­κρι­νς, ὅ­πως λ­λοι, τούς ὁ­ποί­ους γνω­ρί­ζει, ὅ­μως ἀ­δυ­να­τεῖ λε­κτι­κά νά μοῦ τό ἐκ­φρά­σει, ἐ­πει­δή δέν βρί­σκει οὔ­τε λέ­ξεις οὔ­τε κά­ποι­α λο­γι­κή ν­τι­στοι­χί­α ἀ­πό τήν μ­πει­ρί­α τν κτι­στν. Ἀρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα, ὅ­τι μι­λοῦ­σε γιά τήν ἀν­τί­στοι­χη πνευ­μα­τι­κή μ­πει­ρί­α τοΨαλ­μω­δοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­γει: «Οἱ οὐ­ρα­νοί δι­η­γον­ται δό­ξαν Θε­οῦ, ποί­η­σιν δέ χει­ρν αὐ­τοῦ ἀ­ναγ­γέλ­λει τό στε­ρέ­ω­μα…οκ εἰ­σί λα­λιαί οὐ­δέ λό­γοι, ὧν οὐ­χί ἀ­κού­ον­ται αφω­ναί αὐ­τν εἰς πᾶ­σαν τήν γῆν ἐ­ξλ­θεν φθόγ­γος αὐ­τν καί εἰς τά πέ­ρα­τα τς οἰ­κου­μέ­νης τά ρή­μα­τα αὐ­τν» (Ψαλμ. 18,1 καί 4-5). Ἀλ­λά μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μη γιά τήν «ἀ­ό­ρα­τη» θέ­α τν ἀ­κτί­στων ἐ­νερ­γει­ῶν τοΘε­οῦ μέ­σα στήν κτι­στή δη­μι­ουρ­γί­α, γιά τήν ὁ­ποί­α μι­λᾶ σα­φς καί θε­ό­πτης ἀ­πό­στο­λος καί ἐ­πί­λε­κτο σκεῦ­ος τοΘε­οῦ, ὁ οὐ­ρα­νο­βά­μων Παῦ­λος, στήν πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή του, ὅ­που λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «τά γάρ ἀ­ό­ρα­τα αὐ­τοῦ (ἐνν. τοῦ Θε­οῦ) ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου τος ποι­ή­μα­σι νο­ού­με­να κα­θο­ρᾶ­ται, ἥ τε ἀ­ΐ­διος αὐ­τοῦ δύ­να­μις καί θει­ό­της, εἰς τό εἶ­ναι αὐ­τούς ἀ­να­πο­λο­γή­τους» (Ρωμ. 1,20). [Δη­λα­δή, πα­ρό­τι εἶ­ναι ἀ­ό­ρα­τες καί αἰ­ώ­νια δύ­να­μη τοΘε­οκαί θε­ϊ­κή ἰ­δι­ό­τη­τά του, μπο­ρον νά τίς δοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι μέ­σα στή δη­μι­ουρ­γί­α, ἀ­πό τό­τε πού ἔ­γι­νε κό­σμος. Γι’ αὐ­τό καί δέν ἔ­χουν κα­μί­α δι­α­και­ο­λο­γί­α γιά τήν ἀ­πι­στί­α τους]. Μέ τόν ἴ­διο πνευ­μα­τι­κό τρό­πο ἔ­βλε­πε «ἀ­ο­ρά­τως» πρό­σω­πα, το­πι­κς καί χρο­νι­κς πο­λύ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να ἀ­πό τή δι­κή του ἱ­στο­ρι­κή πα­ρου­σί­α, δί­κην τρισ­δι­ά­στα­της πνευ­μα­τι­κς τη­λε­ο­ρά­σε­ως, μέ τή δι­α­φο­ρά ἔ­ναν­τι τς τη­λε­ο­ρά­σε­ως, ὅ­τι καί ὁ ἴ­διος βρι­σκό­ταν ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρές ν Πνεύ­μα­τι καί βί­ω­νε τήν ὅ­λη κα­τά­στα­ση πού ἔ­βλε­πε (λ.χ. τόν π. Προ­κό­πιο στή Δάφ­νη καί τόν Πει­ραι­ᾶ, τήν ἐ­ξα­δέλ­φη του κ.λπ.).
Ἀ­κό­μη «ἀ­κτι­νο­γρα­φοῦ­σε» πνευ­μα­τι­κς πρό­σω­πα κα­τα­στά­σεις καί «ἔ­βλε­πε» δι­ο­ρα­τι­κς τίς σκέ­ψεις τους ἤ τήν μελ­λον­τι­κή κ­βα­ση συγ­κε­κρι­μέ­νων κα­τα­στά­σε­ων. Ἔ­τσι, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές πού τόν ἐ­πι­σκε­πτό­μουν, χω­ρίς κν νά ρω­τή­σω κά­τι, μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε στίς ἐ­ρω­τή­σεις, πού ἤ­θε­λα νά τοῦ θέ­σω μέ ἀ­πό­λυ­τη πλη­ρό­τη­τα, ἀ­κο­λου­θών­τας μά­λι­στα τήν ἴ­δια ἀ­ξι­ο­λο­γι­κή δι­α­βάθ­μι­ση καί τήν προ­τε­ραι­ό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α θά τά ἔ­θε­τα. Καί τό ἐκ­πλη­κτι­κό­τε­ρο γιά μέ­να ἦ­ταν, ὅ­τι χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τό πο­λύ προ­σω­πι­κό λε­ξι­λό­γιο, μέ τό ὁ­ποῖ­ο σκό­πευ­α νά τίς θέ­σω, ἤ μοῦ πα­ρου­σί­α­ζε σα­φς ὅ­λο τόν συ­να­φμέ τίς ἐ­ρω­τή­σεις προ­βλη­μα­τι­σμό μου (ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα τν πέν­τε ἐ­ρω­τή­σε­ων καί τῶν ἀ­κο­λού­θων στίς ἀ­παν­τή­σεις του σκέ­ψε­ών μου καί τῶν ν­τι­στοί­χων ἀ­παν­τή­σε­ων).
Μέ τά εὐ­αί­σθη­τα πνευ­μα­τι­κά αἰ­σθη­τή­ριά του, ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν τό συγ­κε­κρι­μέ­νο πνεῦ­μα, πού δι­α­κα­τεῖ­χε ἕ­ναν ν­θρω­πο, ἀλ­λά καί τά πνευ­μα­τι­κά μέ­τρα του, εἴ­τε κα­τά τήν ἄ­με­ση πα­ρου­σί­α του εἴ­τε κα­τά τή διά­ρκεια τς μ­πύ­ρου προ­σευ­χς του (πα­ρά­δειγ­μα μη­τέ­ρα του, ἡ πε­ρί­πτω­ση μα­γεί­ας κ.λπ.). Ἀλ­λά μέ τήν  πνευ­μα­τι­κή «ἀ­ξο­νι­κή το­μο­γρα­φί­α» του ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν ἀ­λα­θή­τως ν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ τό συγ­κε­κρι­μέ­νο πνεῦ­μα, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο μ­φο­ρεῖ­το καί ἕ­να σπί­τι πού ἐ­πι­σκε­πτό­ταν, ἀλ­λά καί τό πνεῦ­μα εὐ­ρυ­τέ­ρων ὑ­παρ­ξια­κν χώ­ρων, χω­ρίς γε­ω­γρα­φι­κά ὅ­ρια. Μά­λι­στα, μοῦ ἔ­λε­γε, ὅ­τι μέ τήν πνευ­μα­τι­κή ὄ­σφρη­σή του λά­βαι­νε πεῖ­ρα καί τοῦ βαθ­μοῦ εὐ­ω­δί­ας δυ­σω­δί­ας τοῦ ἀν­τι­στοί­χου πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο προσ­δι­ό­ρι­ζε τήν πνευ­μα­τι­κή ποι­ό­τη­τα συγ­κε­κρι­μέ­νων προ­σώ­πων ἤ καί παγ­κο­σμί­ων κα­τα­στά­σε­ων (πα­ρά­δειγ­μα τοβου­δι­στκαί τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ). Καί ἐ­γώ προ­σω­πι­κς ἔ­λα­βα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως πεῖ­ρα αὐ­τς τς πνευ­μα­τι­κς αἰ­σθή­σε­ως τοπα­τρός Ἐ­φραίμ (π.χ. ὄ­σμω­ση τοπνεύ­μα­τός μου).
ν ἡ ἔ­λευ­ση τς Θεί­ας Χά­ρι­τος γί­νε­ται διά τῆς τα­πει­νώ­σε­ως τοφρο­νή­μα­τός μας, σύμ­φω­να μέ τή Βι­βλι­κή μαρ­τυ­ρί­α, ὅ­τι Θε­ός «τα­πει­νος δί­δω­σι χά­ριν», τό­τε πο­λύ πρα­κτι­κός καί ἄ­με­σα ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κός τρό­πος γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση καί δι­α­τή­ρη­ση αὐ­τς τς ἀ­ρε­τς, κα­τά τόν γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ καί τή σύ­νο­λη ἡ­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση τς κ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ἡ ἄ­σκη­ση τς ὑ­πα­κο­ῆς στό Χρι­στό, μέ τήν ἀ­πα­ρέγ­κλι­τη τή­ρη­ση τν ν­το­λν Του. Ἐ­δῶ ὁ ἔμ­πει­ρος πνευ­μα­τι­κός ὁ­δη­γός ἀ­πο­τε­λετό πνευ­μα­τι­κό κλει­δί. Ἔ­τσι, ἡ ὑ­πα­κο­ή γί­νε­ται ἡ ὁ­ρα­τή, ἁ­πτή καί πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­νη προ­ϋ­πό­θε­ση ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σε­ως καί δι­α­τη­ρή­σε­ως ἐ­νερ­γοτς Θεί­ας Χά­ρι­τος ν­τός μας.
Ἦ­ταν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά προ­κλη­τι­κή καί ἐ­ξαι­ρε­τι­κά συ­χνή δι­α­τύ­πω­σή του: «Πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή». Αὐ­τή το­πο­θέ­τη­σή του ἔ­γι­νε καί ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρα ν­τι­προ­σω­πευ­τι­κή του. Ἔ­τσι, πού στίς συ­νει­δή­σεις μας, ἡ ἀ­να­φο­ρά τοῦ ὀ­νό­μα­τός του συ­νο­δεύ­ε­ται κα­τε­ξο­χήν μέ τήν ἔν­νοι­α τς ὑ­πα­κο­ῆς. Ἦ­ταν τό Α καί τό Ω τῆς πρα­κτι­κς δι­δα­σκα­λί­ας του. Ὅ­λα τά πνευ­μα­τι­κά τά συ­νέ­δε­ε ἐ­πι­τυ­χς στό λό­γο του μέ τήν ὑ­πα­κο­ή. Ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἔ­λε­γε, ἀν­τί­κει­ται στήν φι­λαυ­τί­α μας, ἡ ὁ­ποί­α κ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως στό ἴ­διο θέ­λη­μα τολο­γι­σμομας. Κα­ταρ­χήν, συ­νι­στοῦ­σε τήν ἀ­δι­ά­κρι­τη ὑ­πα­κο­ή στόν πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό, καί ἀ­π’ αὐ­τήν στή συ­νέ­χεια, ἔ­λε­γε, κα­τα­λή­γου­με στή δι­α­κρι­τι­κή ὑ­πα­κο­ή. Ὑ­πα­κο­ή καί δι­και­ο­λο­γί­α, τά θε­ω­ροῦ­σε ς ν­τι­φα­τι­κές ν­νοι­ες. Ἡ δι­και­ο­λο­γί­α, ἔ­λε­γε εὔ­στο­χα, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἐν­το­λή τοΘε­οῦ. Δέν ἀ­πο­τε­λετρό­πο θε­ρα­πεί­ας τς ὑ­πε­ρη­φά­νειας τς ἀ­νυ­πα­κο­ῆς. Γι’ αὐ­τό καί δέν μπο­ρες νά πα­ρα­μέ­νεις γνή­σια τα­πει­νός μέ τή δι­και­ο­λο­γί­α. Ἄλ­λω­στε, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, τό ἀ­θέ­μι­το αὐ­τό ζεῦ­γος, τῆς πα­ρα­κο­ῆς καί τῆς δι­και­ο­λο­γί­ας, ἐ­ξέ­φρα­σαν καί αἰ­σθη­το­ποί­η­σαν στήν πρά­ξη τήν κρυ­φή ὑ­πε­ρη­φά­νεια τοπρο­γο­νι­κομας ζεύ­γους καί τό ὁ­δή­γη­σαν στήν ἔ­ξο­δο τοΠα­ρα­δεί­σου. Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ ὑ­πα­κο­ή ἀ­πο­τε­λετό ν­τί­δο­το τς πα­ρα­κο­ῆς καί τῆς δι­και­ο­λο­γί­ας καί τόν πρα­κτι­κό τρό­πο δι­α­σφα­λί­σε­ως τς πα­ρα­μο­νς μας στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, ἡ ὁ­ποί­α ς μα­γνή­της λ­κύ­ει τή Χά­ρη τοΘε­οκαί τήν συν­τη­ρεῖ ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη.
Ἡ ὑ­πα­κο­ή ἔ­χει ν­το­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες στήν ν­θρώ­πι­νη φύ­ση, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ν­τι­στρό­φως ἀ­νά­λο­γες μέ ἐ­κεῖ­νες τς πα­ρα­κο­ῆς. Ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἡ πα­ρα­κο­ή στό θεῖ­ο θέ­λη­μα ὁ­δή­γη­σε στήν ρ­ρώ­στια καί στή δι­α­στρο­φή τήν ν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἔ­λε­γε πα­τήρ Ἐ­φραίμ, ὁ­δή­γη­σε καί ὁ­δη­γεστή θε­ρα­πεί­α, ἀλ­λά καί στή δι­α­τή­ρη­ση τς πνευ­μα­τι­κς ὑ­γεί­ας τς ν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως. Σέ ὅ­ποι­ο βαθ­μό κι ν βρί­σκε­ται πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, αὐ­τή ἀ­κυ­ρώ­νε­ται καί χά­νε­ται, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, μέ τήν πα­ρα­κο­ή. Μά­λι­στα, αὐ­τή πνευ­μα­τι­κή ζη­μί­α μς χρε­ώ­νε­ται, ὄ­χι μό­νον ὅ­ταν πα­ρα­κο­ή γί­νε­ται στό ὁ­ρα­τό ἐ­πί­πε­δο τς πρά­ξε­ως, ἀλ­λά καί ὅ­ταν γί­νε­ται στό ἀ­ό­ρα­το ἐ­πί­πε­δο τολο­γι­σμοῦ. Ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νου­με δη­λα­δή τήν πνευ­μα­τι­κή κλί­μα­κα, ἀν­τί­στοι­χα μέ τό πνευ­μα­τι­κό ποι­όν τολο­γι­σμομας, πού προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ὑ­πα­κο­ή ἤ ἀ­νυ­πα­κο­ή στόν πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό μας καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση στόν ἴ­διο τό Θε­ό. Για­τί τό ζη­τού­με­νο στήν ὑ­πα­κο­ή εἶ­ναι συμ­μόρ­φω­σή μας πρός τό θεῖ­ο θέ­λη­μα καί τε­λι­κός ἀ­πο­δέ­κτης τς ὑ­πα­κο­ῆς μας εἶ­ναι ὁ ἴ­διος Τρι­α­δι­κός Θε­ός.
Ἡ ὑ­πα­κο­ή εἶ­ναι σέ μᾶς θε­ο­πα­ρά­δο­τη, ὄ­χι μό­νο στό πλαί­σιο τς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ἀλ­λά καί στό πλαί­σιο τς κ­κλη­σί­ας. Μᾶς τήν πα­ρέ­δω­σε μ­πρά­κτως Χρι­στός. Ἄλ­λω­στε, αὐ­τή ἡ ὑ­πα­κο­ή ἔ­κα­νε καί τό Θε­ό ν­θρω­πο, ὅ­πως ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, γιά νά κά­νει τόν ν­θρω­πο κα­τά Χά­ρη Θε­ό. Μά­λι­στα, τήν ἀ­φε­τη­ρί­α τς ὑ­πα­κο­ῆς τήν ἀ­νή­γα­γε καί στόν ἴ­διο τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί εἰ­δι­κό­τε­ρα στήν ἁ­γι­ο­τρι­α­δι­κή ζω­ή. Ὁ Χρι­στός, ἔ­λε­γε πα­τήρ Ἐ­φραίμ, συ­νε­χς ἀ­να­φέ­ρον­ταν στό γε­γο­νός, ὅ­τι δέν ρ­θε ἀ­πό μό­νος του στόν κό­σμο, ἀλ­λά ὅ­τι στάλ­θη­κε ἀ­πό τό Θε­ό Πα­τέ­ρα. Ἔ­λε­γε ὅ­σα τοεἶ­πε Πα­τέ­ρας Του, καί ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή στό θέ­λη­μά Του μέ­χρι ἐ­πο­νει­δί­στου σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του. Ἀλ­λά καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, πού ὁ Χρι­στός μς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, δέ θά ἐρ­χό­ταν πα­ρά μό­νον ς ἀ­πο­στελ­λό­με­νο ἀ­πό τόν Ἴ­διον καί δέν θά μι­λοῦ­σε αὐ­τε­παγ­γέλ­τως, ἀλ­λά μό­νον γιά ὅ­σα θά ἄ­κου­γε. Ἔ­τσι καί δι­κή μας ὑ­πα­κο­ή στό θέ­λη­μα τοΘε­οῦ γί­νε­ται κα­τά μί­μη­ση τοΧρι­στοῦ. Αὐ­τός εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρος θε­ο­λο­γι­κός καί πνευ­μα­τι­κός λό­γος, πού ἡ ὑ­πα­κο­ή δέν ὁ­δη­γεῖ πο­τέ στό κα­κό.
πα­τήρ Ἐ­φραίμ το­πο­θε­τετό γέ­ρον­τα στή θέ­ση τοΘε­οῦ, κα­τά τήν δι­α­δι­κα­σί­α τς πνευ­μα­τι­κς κα­θο­δη­γή­σε­ως τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ. Γι’ αὐ­τό καί ὀ­νο­μά­ζει τό γέ­ρον­τα, «στό­μα τοΘε­οῦ». Ἐ­κεῖ­νος πού πρῶ­τος γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά τήν πνευ­μα­τι­κή δύ­να­μη τογέ­ρον­τα εἶ­ναι δι­ά­βο­λος. Καί τό γνω­ρί­ζει αὐ­τό πρα­κτι­κς, ἀ­φοῦ βλέ­πει, ὅ­τι διά τοῦ γέ­ρον­τος ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά δύ­να­μή του. Μά­λι­στα, ἡ πρό­ο­δος στή με­το­χή τς Θεί­ας Χά­ρι­τος, κα­τά τήν πνευ­μα­τι­κή μ­πει­ρί­α τοπα­τρός Ἐ­φραίμ, εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μέ τήν πρό­ο­δο, πού ση­μει­ώ­νει ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός στήν εὐ­λά­βεια πρός τόν γέ­ρον­τά του. Γι’ αὐ­τό καί πρό­τει­νε τολ­μη­ρά: «ἡ ἀ­γά­πη πρός τόν γέ­ρον­τα νά εἶ­ναι ν­τί­στοι­χη τς ἀ­γά­πης μας πρός τό Θε­ό». Ὁ ἴ­διος, ἄλ­λω­στε, ἔ­βλε­πε τά πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα νά τοῦ πα­ρέ­χον­ται ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­νά­λο­γα πρός τήν εὐ­λά­βεια, πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σε πρός τό γέ­ρον­τά του. Ἔ­τσι, μέ τήν ὑ­πα­κο­ή τουσέ συν­δυα­σμό μέ τήν ὑ­πο­μο­νή καί τήν προ­σευ­χή- λάμ­βα­νε πνευ­μα­τι­κή κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α, ἐ­σω­τε­ρι­κή εἰ­ρή­νη καί πνευ­μα­τι­κή κά­λυ­ψη ἀ­πό ἀ­λε­ξί­κα­κη πνευ­μα­τι­κή μ­βρέ­λα. Ὑ­πο­στή­ρι­ζε, ὅ­τι Πα­ρά­δει­σος δι­α­σφα­λί­ζε­ται σέ μᾶς μέ τήν ὑ­πα­κο­ή, για­τί ἡ ὑ­πα­κο­ή, ὡς ἄ­σκη­ση βί­ας στόν ἑ­αυ­τό μας, δι­ευ­κο­λύ­νει τήν «ἁρ­πα­γή τς Βα­σι­λεί­ας τοΘε­οῦ». Τέ­λος, θε­ω­ροῦ­σε τήν ὑ­πα­κο­ή ἀ­ξι­ο­λο­γι­κά ὄ­χι μό­νον ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πό τήν προ­σευ­χή, ἀλ­λά καί ς προ­ϋ­πό­θε­σή της, πργ­μα πού βε­βαί­ω­νε μέ πολ­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή πνευ­μα­τι­κή μ­πει­ρί­α του. Ἀ­κό­μη καί με­τά τήν κ­δη­μί­α τογέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σήφ, ἦ­ταν τό­σο ζων­τα­νή καί στε­νή σχέ­ση μα­ζί του, πού τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν, ὅ­πως μοεἶ­πε, κά­θε ἑ­βδο­μά­δα δε­κα­πεν­θή­με­ρο καί συ­ζη­τοῦ­σαν γιά πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, στά ὁ­ποῖ­α καί ταυ­τί­ζον­ται. Εὔ­λο­γα, γι’ αὐ­τό τόν ὀ­νό­μα­σαν «τα­φό­πε­τρα» τοῦ γέ­ρον­τά του.
Καρ­πός τς ὑ­πα­κο­ῆς, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, εἶ­ναι νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Κα­τ’ αὐ­τήν ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που γί­νε­ται τό νο­ε­ρό θυ­σι­α­στή­ριο, ἀ­π’ ὅ­που ἀ­να­πέμ­πε­ται λο­γι­κή λα­τρεί­α μας πρός τό Θε­ό.
Ὅ­πως ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά προ­σευ­χή ἀ­πο­τε­λεῖ ἐν­το­λή τοΘε­οπρός ὅ­λους τούς πι­στούς, σύμ­φω­να μέ τίς Βι­βλι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, ἐ­ξί­σου καί με­τε­ω­ρι­σμός τοῦ νοῦ κα­τ’ αὐ­τήν ἀ­πο­τε­λεσα­φῆ ἀ­πα­γό­ρευ­ση κ μέ­ρους τοΧρι­στοῦ. Κα­τά τόν γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ, ἡ πνευ­μα­τι­κή ποι­ό­τη­τά μας προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ποι­ό­τη­τα τς προ­σευ­χς μας. Ἡ προ­σευ­χή μς προ­ά­γει πνευ­μα­τι­κς κα­τά τρό­πο βι­ω­μα­τι­κό. Δι’ αὐ­τς ἀ­πο­κτοῦ­με σα­φῆ αἴ­σθη­ση τς κα­τα­στά­σε­ώς μας. Ὡς πρώ­τη πνευ­μα­τι­κή γεύ­ση ἀ­πό τήν νο­ε­ρά προ­σευ­χή μ­φα­νί­ζε­ται χα­ρά, ἐ­νῶ ἡ γλυ­κύ­τη­τα πού ἀ­κο­λου­θεῖ εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρη καί ἀ­πό τήν προ­σευ­χή. Γι’ αὐ­τό καί στήν πο­λύ γλυ­κύ­τη­τα στα­μα­τᾶ ἡ προ­σευ­χή, καί ὁ πι­στός γεύ­ε­ται τήν γλυ­κύ­τη­τα ς ἐ­νερ­γού­με­νος ἀ­πό τή Θεί­α Χά­ρη.
λ­λα νο­ε­ρά προ­σευ­χή πε­τυ­χαί­νε­ται εὔ­κο­λα, ὅ­ταν πι­στός ζη­τᾶ ἐ­πι­μό­νως, κα­τά τήν ν­το­λή, τή Βα­σι­λεί­α τοΘε­οῦ. Ὅ­ταν, δη­λα­δή, ἐ­πι­θυ­μεῖ στα­θε­ρά μό­νον Χρι­στός νά βα­σι­λεύ­ει στήν καρ­διά του, αὐ­τός καί μό­νον αὐ­τός νά εἶ­ναι πλή­ρως κυ­ρί­αρ­χος τοεἶ­ναι του. Καί τοῦ­το, ὅ­πως συ­χνά τό­νι­ζε πα­τήρ Ἐ­φραίμ, ἐ­πει­δή Χρι­στός εἶ­ναι Θε­ός ζη­λό­τυ­πος.
νο­ε­ρά προ­σευ­χή ἐ­νερ­γο­ποι­ετήν ν­τός μας Θεί­α Χά­ρη, ἡ ὁ­ποί­α ς ἄ­κτι­στη θε­ό­τη­τα, πού εἶ­ναι, κα­θα­ρί­ζει, φω­τί­ζει καί στα­δια­κά θε­ώ­νει χα­ρι­σμα­τι­κς τόν προ­σευ­χό­με­νο. Ἐμ­πλου­τι­ζό­με­νος χα­ρι­σμα­τι­κά προ­σευ­χό­με­νος μέ τίς ἄ­κτι­στες θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες, ἔ­χει ἄ­με­ση καί ἀ­σφα­λῆ πλη­ρο­φό­ρη­ση ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­πο­κτᾶ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα καί λ­λα πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα κα­τά τήν δω­ρε­ά τοΧρι­στοῦ.
πνευ­μα­τι­κή δύ­να­μη καί ἡ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα τς προ­σευ­χς, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό βαθ­μό φορ­τί­σε­ως τς καρ­δις μας μέ πό­νο καί ἀ­γά­πη πρός ἐ­κεῖ­νον, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σευ­χό­μα­στε. (Πα­ρά­δειγ­μα μέ πο­λι­τι­κές ἀ­να­τρο­πές. Ἔ­γρα­ψε ἱ­στο­ρί­α). Ἀλ­λά ἡ ἔμ­πο­νη, ἀ­γα­πη­τι­κή καί ἐ­πί­μο­νη προ­σευ­χή ἐ­νερ­γεῖ ἀ­κό­μη καί σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κς σέ ἤ­δη κε­κοι­μη­μέ­νους, ὅ­πως πι­στο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό μ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­να τς προ­σευ­χς τογέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ (βελ­τί­ω­ση θέ­σε­ως π. Νικ.). Τήν θερ­μή καί χα­ρι­τω­μέ­νη προ­σευ­χή ἀ­κο­λου­θεῖ με­ρι­κές φο­ρές καί αἰ­σθη­τή εὐ­ω­δί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, στήν ὁ­ποί­α ἤ­δη ἀ­να­φερ­θή­κα­με. Ὁ πα­τήρ Ἐ­φραίμ μομί­λη­σε πολ­λές φο­ρές γιαὐ­τήν τήν εὐ­ω­δί­α καί, ὅ­πως αἰ­σθη­τς ν­τι­λή­φθη­κα, εὐ­ω­δί­α­ζε κα­τά και­ρούς καί ὁ ἴ­διος. Συ­χνά, ἄλ­λω­στε, κα­τά τήν προ­σευ­χή του βί­ω­νε τήν ρ­πα­γή τοῦ νοῦ του. Ἡ πε­ρι­γρα­φή τν πνευ­μα­τι­κν μ­πει­ρι­ῶν του, κα­τά τίς ρ­πα­γές αὐ­τές, ἦ­ταν ταυ­τό­ση­μες μέ ἐ­κεῖ­νες, πού πε­ρι­γρά­φον­ται σ’ ὅ­λους τούς μυ­στι­κούς θε­ο­λό­γους. Κοι­νός τό­πος ὅ­λων αὐ­τν τν μ­πει­ρι­ῶν εἶ­ναι, ὅ­τι προ­σευ­χό­με­νος χά­νει τήν αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ νοῦ του, ἀ­γό­με­νως εὐ­χα­ρί­στως ἀ­πό τήν θε­ο­ποι­ό Χά­ρηκτη­νώ­δης ἐ­γε­νό­μην πα­ρά σοί» (Ψαλμ. 72,22), βλ. σχετ. ἑρμ. τοῦ ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ].
Πό­τε ὅ­μως, πό­σο καί ποῦ θά πρέ­πει πι­στός νά προ­σεύ­χε­ται νο­ε­ρς; Κά­θε τό­πος καί κά­θε χρό­νος εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λος γιά τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή, ἔ­λε­γε καί τό ἐν­νο­οῦ­σε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά πα­τήρ Ἐ­φραίμ. (Ἀ­να­φο­ρά στήν πα­ρου­σί­α τοδι­α­βό­λου). Πάν­τως, ὡς κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο χρό­νο θε­ω­ροῦ­σε τή νύ­χτα, λό­γκαί τῆς σχε­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρης ἡ­συ­χί­ας. Πέ­ρα ἀ­πό τήν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη προ­σευ­χή, συ­νι­στοῦ­σε ἐ­ναλ­λα­κτι­κά τό κομ­βο­σχοί­νι, τήν ψαλ­μω­δί­α καί τήν με­λέ­τη. Ὁ ἴ­διος συ­νό­δευ­ε καί ὅ­λες τίς χει­ρω­να­κτι­κές ρ­γα­σί­ες του μέ τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Ὡς ρ­χή γιά τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή ὅ­ρι­ζε τή μι­σή ἤ τή μί­α ὥ­ρα τό εἰ­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο. Ἐ­πέ­με­νε ὅ­μως αὐ­τό νά γί­νε­ται στα­θε­ρά καί ἀ­πα­ρέγ­κλι­τα, χω­ρίς νά ν­δί­δου­με στόν ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πε­ρι­σπα­σμό. Ὁ χρό­νος τς προ­σευ­χς μπο­ρενά αὐ­ξά­νε­ται ς πρός τή διά­ρκειά της, ἀ­νά­λο­γα μέ τό βαθ­μό τς γλυ­κύ­τη­τας, πού θά συ­νό­δευ­ε τήν προ­σευ­χή. Βέ­βαι­α, μέ τόν ἐν­δι­ά­θε­το λό­γο νο­ε­ρά προ­σευ­χή μπο­ρενά συ­νε­χί­ζε­ται καί κα­τά τήν διά­ρκεια τοῦ ὕ­πνου, ἐ­νοδι­ά­φο­ροι πει­ρα­σμοίκα­θ’ ὕ­πνον ἤ ἐν ἐ­γρη­γόρ­σει- μπο­ρον νά λει­τουρ­γον καί ς πνευ­μα­τι­κό ξυ­πνη­τή­ρι γιά τήν ἐ­πα­νέ­ναρ­ξή της.
λ­λά νο­ε­ρά προ­σευ­χή, κα­τε­ξο­χήν στά πρῶ­τα στά­διά της, χρει­ά­ζε­ται πνεῦ­μα γ­καρ­τέ­ρη­σης καί ὑ­πο­μο­νς (Τό πα­ρά­δειγ­μα μέ τό πρῶ­το κομ­βο­σχοί­νι). Ἄλ­λω­στε, ἡ ἔλ­λο­γη ὑ­πο­μο­νή καί ἐ­πι­μο­νή στήν προ­σευ­χή κ­φρά­ζει πρα­κτι­κά τήν πί­στη μέ τήν πρω­το­γε­νῆ ση­μα­σί­α τς λέ­ξε­ως. Δη­λα­δή τήν ἀ­πό­λυ­τη μ­πι­στο­σύ­νη μας στήν ἀ­ξι­ο­πι­στί­α τοΘε­οῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος καί μᾶς ἔ­δω­σε τήν ν­το­λή τς ἀ­δι­α­λεί­πτου προ­σευ­χς.
Ἡ ὑ­πο­μο­νή γε­νι­κό­τε­ρα, ὡς γ­καρ­τέ­ρη­ση στίς δο­κι­μα­σί­ες καί στίς θλί­ψεις πού μᾶς βρί­σκουν, ἀ­πο­δει­κνύ­ει καί τήν ἀ­γά­πη μας πρός τό Θε­ό. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ πα­ρε­χό­με­νος ἀ­πό τό Θε­ό σταυ­ρός τν θλί­ψε­ων ἀ­πο­τε­λεῖ, κα­τά τόν μα­κα­ρι­στό γέ­ρον­τα, ἀ­πό­δει­ξη τς πολ­λς ἀ­γά­πης πρός ἐ­μς. Ἡ μα­θη­τεί­α μας στό Χρι­στό περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πό τόν προ­σω­πι­κό σταυ­ρό τν θλί­ψε­ών μας, ἐ­νῶ ἡ προ­αί­ρε­σή μας εἶ­ναι ἐ­κεί­νη, πού κα­τε­ξο­χήν προσ­δί­δει καί τήν ἀ­νά­λο­γη βι­ω­μα­τι­κή βα­ρύ­τη­τα στόν προ­σω­πι­κό μας σταυ­ρό. Με­γά­λος καί βα­ρύς σταυ­ρός, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, ση­μαί­νει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή δό­ξα στόν οὐ­ρα­νό.
Κα­τά συ­νέ­πεια, εἶ­ναι προ­φα­νές, ὅ­τι οθλί­ψεις καί οἱ δο­κι­μα­σί­ες εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μες, για­τί μέ­σῳ αὐ­τν προ­σεγ­γί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τό Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἤ­δη βρί­σκε­ται καί ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μέ­σα στόν πό­νο τν ποι­κί­λων θλί­ψε­ων. Γι’ αὐ­τό καί μ­φα­τι­κά συ­νι­στοῦ­σε ὄ­χι τήν ἀ­παλ­λα­γή ἀ­πό τίς ἀ­σθέ­νει­ες καί τίς θλί­ψεις, ἀλ­λά τήν ὑ­πο­μο­νή σαὐ­τές. Ὑ­πο­μο­νή συ­νι­στοῦ­σε καί κα­τά τήν κ­δή­λω­ση τν πα­θν, εἴ­τε τν δι­κν μας, εἴ­τε τοπλη­σί­ον μας. Ἀλ­λά τήν ὑ­πο­μο­νή τήν ἐ­πε­ξέ­τει­νε καί στόν ἑ­κού­σιο αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­σμό μας στά ἐν­τε­λς ἀ­πα­ραί­τη­τα, σύμ­φω­να μέ τή Βι­βλι­κή ἐ­πι­τα­γή.
Ἡ ἑ­κού­σια ὑ­πο­μο­νή δέν ἔ­χει κα­μί­α ἀ­πο­λύ­τως σχέ­ση μέ τό ψυ­χο­λο­γι­κό πλέγ­μα τς κα­κο­μοι­ρις ἤ τοῦ μα­ζο­χι­σμοῦ. Καί τοῦ­το, για­τί, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, τό ζη­τού­με­νο τς ὑ­πο­μο­νς εἶ­ναι τό θέ­λη­μα τοΘε­οκαί ὄ­χι τό δι­κό μας, κά­ποι­ου λ­λου ἤ τοῦ δι­α­βό­λου. Βέ­βαι­α, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, πώς δέ γνω­ρί­ζου­με πάν­το­τε τό θέ­λη­μα τοΘε­ογιά μᾶς. Ἕ­να ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­ο, ἔ­λε­γε γέ­ρον­τας Ἐ­φραίμ, ὅ­τι τό θέ­λη­μα τοΘε­οδέν εἶ­ναι πάν­το­τε εὐ­χά­ρι­στο γιά μᾶς. Με­ρι­κές φο­ρές μά­λι­στα εἶ­ναι καί πο­λύ πι­κρό, ὅ­πως ἦ­ταν λ­λω­στε καί τό πο­τή­ρι τοσταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του τοΧρι­στοῦ. Ὁ ἀ­πό­λυ­τος γνώ­στης τοθε­λή­μα­τος τοΘε­οῦ εἶ­ναι μό­νον ὁ ἴ­διος Θε­ός. Ἐ­μες, πάν­τως, ὅ­ταν ἀ­πο­δε­χό­μα­στε τίς ἐ­περ­χό­με­νες θλί­ψεις καί δο­κι­μα­σί­ες ς τό θέ­λη­μα τοΘε­ογιά μᾶς προ­σω­πι­κά, εἰ­ρη­νεύ­ου­με πνευ­μα­τι­κά καί ἀ­πε­λευ­θε­ρω­νό­μα­στε ἀ­πό τό πνεῦ­μα τς ἀ­νη­συ­χί­ας.
Τίς δο­κι­μα­σί­ες καί τίς θλί­ψεις ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ πα­ρη­γο­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὅ­πως καί κά­ποι­α λ­λη δω­ρε­ά τοΘε­οῦ. Ὅ­ταν ὅ­μως δω­ρε­ά αὐ­τή δέν γί­νε­ται μ­φα­νής, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, ἀ­φο­ρστήν ἐ­ξά­λει­ψη κά­ποι­ας ἄ­γνω­στης ἁ­μαρ­τί­ας. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό, μπο­ροῦ­με νά δι­α­κρί­νου­με τήν βα­θύ­τα­τη τα­πει­νο­φρο­σύ­νη του, ἀ­φοδέν δι­α­νο­εῖ­ται ὅ­τι μπο­ρεκαί αὐ­τός νά δο­κι­μά­ζε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό γιά τήν κρυ­φή ἀ­ρε­τή του, ὅ­πως λ­λο­τε πο­λύ­α­θλος Ἰ­ώβ.
ς μ­φα­νῆ πνευ­μα­τι­κή δω­ρε­ά, πού ἀ­κο­λου­θετήν ν ὑ­πο­μο­νῇ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τν θλί­ψε­ων, ὁ πα­τήρ Ἐ­φραίμ κα­το­νο­μά­ζει τήν κα­τά­νυ­ξη καί τά δά­κρυ­α, καί σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις τήν θέ­α τς ἄ­κτι­στης θεί­ας δό­ξας. Πρίν ἀ­πό τή θέ­α προ­η­γεῖ­ται πάν­το­τε σκλη­ρή ὀ­δύ­νη τοπρο­σω­πι­κοῦ σταυ­ροτν θλί­ψε­ων. Γι’ αὐ­τό καί χω­ρίς λ­λη ἀ­σκη­τι­κή πρά­ξη, μό­νο διά τῆς ὑ­πο­μο­νς, ἔ­λε­γε, μπο­ρενά ἀ­ξι­ω­θεῖ κά­ποι­ος τι­μή γ­γε­λι­κς τά­ξε­ως (π.χ. ἡ ξα­δέλ­φη του) ἤ νά ἀ­ξι­ω­θενά μυ­ρο­βλή­σει (π.χ. ἡ μη­τέ­ρα του).
Οθλί­ψεις λοι­πόν εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στες ἀ­πό τή ζω­ή μας καί μᾶς συν­δέ­ουν ρ­γα­νι­κά μέ τή Βα­σι­λεί­α τοΘε­οῦ. Κα­τά τήν εὔ­στο­χη πα­ρα­τή­ρη­ση τοχα­ρι­σμα­τού­χου γέ­ρον­τα, ὁ ἴ­διος λό­γος τοΘε­ομς δι­α­βε­βαι­ώ­νει, ὅ­τι «διά πολ­λν θλί­ψε­ων δεῖ ἡ­μς εἰ­σελ­θεν ες τήν βα­σι­λεί­αν τοΘε­οῦ» (Πράξ. 14,22). Οὐ­δείς εἰ­σλ­θε, ἔ­λε­γε, μέ ἄ­νε­ση στή Βα­σι­λεί­α τοΘε­οῦ. Οἱ θλί­ψεις γεν­νον τήν τα­πεί­νω­ση τοφρο­νή­μα­τός μας, χω­ρίς τήν ὁ­ποί­α κα­νείς δέν χω­ρᾶ ἀ­πό τήν στε­νή πύ­λη τοΠα­ρα­δεί­σου.
Μιά μέ­ρα ζή­τη­σα ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ νά μοῦ πεῖ κά­τι, γιά τό τί εἶ­ναι ἀ­κρι­βς τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί πῶς ἀ­πο­κτᾶ­ται. Αὐ­τός, ὅ­μως, ἔ­μει­νε σκυ­φτός καί ἀ­μί­λη­τος, φαι­νό­ταν σάν νά μή μέ ἄ­κου­σε. Ὅ­ταν σέ λί­γο ἐ­πα­νλ­θα στό ἐ­ρώ­τη­μά μου, μοῦ εἶ­πε μέ πο­λύ σο­βα­ρή, ἀλ­λά καί ν­το­νη φω­νή: «Δέν μπο­ρνά σοῦ μι­λή­σω γιά κά­τι, πού δέν ἔ­χω». Συγ­κλο­νί­στη­κα! Ἄν γέ­ρον­τας Ἐ­φραίμ δέν ἔ­χει τα­πεί­νω­ση, σκέ­φτη­κα, τό­τε τί εἶ­ναι ἀ­λή­θεια τα­πεί­νω­ση; Μό­λις ὁ­λο­κλή­ρω­σα μέ­σα μου τή σκέ­ψη αὐ­τή, μοῦ εἶ­πε: «Ἡ τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι στο­λή τς θε­ό­τη­τας, μέ τήν ὁ­ποί­α ντύ­θη­κε Υἱ­ός τοΘε­οκαί ρ­θε ἀ­νά­με­σα στούς ν­θρώ­πους» (Πα­ρά­δειγ­μα τό πα­γώ­νι γιά τήν ὑ­πε­ρη­φά­νεια).
Σέ λ­λη συ­ζή­τη­ση, πού εἶ­χα μα­ζί του, κα­τά­λα­βα μ­με­σα, ὅ­τι τό αὐ­θεν­τι­κά τα­πει­νό ἦ­θος του ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τς αὐ­το­γνω­σί­ας, πού προ­έ­κυ­πτε ἀ­πό τήν αὐ­το­ε­πί­σκε­ψη καί τήν κρι­τι­κή αὐ­το­ε­ξέ­τα­σή του. Ἡ γνή­σια αὐ­τή αὐ­το­γνω­σί­απού συμ­πυ­κνώ­νον­ταν στή γνώ­ση τς ἀ­δυ­να­μί­ας του- ἔ­δι­νε τή φυ­σι­κό­τη­τα τοτα­πει­νοῦ φρο­νή­μα­τός του, τό ὁ­ποῖ­ο, σύμ­φω­να μέ τόν πνευ­μα­τι­κό νό­μο, ἥλ­κυ­ε τή θε­ο­ποι­ό Χά­ρη, ἡ ὁ­ποί­α τόν μ­πλού­τι­ζε μέ ποι­κί­λα χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­σο τα­πει­νώ­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­λε­γε, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σεγ­γί­ζει τό Θε­ό. Καί ὅ­σο προ­σεγ­γί­ζει τό Θε­ό, βλέ­πει τόν ἑ­αυ­τό του ἁ­μαρ­τω­λό καί τούς ἄλ­λους κα­λούς, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα ὅ­σο ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πό τό Θε­ό, βλέ­πει τούς λ­λους κα­τω­τέ­ρους του. Κα­τά συ­νέ­πεια, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με, ὅ­τι ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό τό Θε­ό καί ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ἀ­πο­τε­λον τίς δύ­ο ὄ­ψεις τοῦ ἴ­διου νο­μί­σμα­τος.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό σύμ­πτω­μα ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας εἶ­ναι κα­τά­κρι­ση τοπλη­σί­ον. Ἐ­ξαι­τί­ας τς κρυ­φς ὑ­πε­ρη­φά­νειας, πού ἐ­νέ­χει κα­τά­κρι­ση, γί­νε­ται ση­μαν­τι­κό μ­πό­διο στήν προ­σευ­χή. Οὐ­σι­α­στι­κά, κα­τα­στρέ­φει τή γέ­φυ­ρα τς κοι­νω­νί­ας μέ τό Θε­ό, για­τί μέ τό πνεῦ­μα τς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας, πού ἔ­χει, φυ­γα­δεύ­ει τή θεί­α Χά­ρη. Ἡ κο­ρύ­φω­ση τς κα­τα­κρί­σε­ως βρί­σκε­ται στήν κα­τά­κρι­ση τοπνευ­μα­τι­κοῦ κα­θο­δη­γητομας, τοῦ γέ­ρον­τά μας. Αὐ­τή ἰ­σο­δυ­να­μεῖ, κα­τά τόν πα­τέ­ρα Ἐ­φραίμ, μέ τήν κα­τά­κρι­ση τοῦ ἴ­διου τοΘε­οῦ. (Πα­ρά­δειγ­μα). Ἡ δι­όρ­θω­ση τοπλη­σί­ον δέν γί­νε­ται μέ τήν κα­τά­κρι­σή του, ἀλ­λά μέ τή δι­όρ­θω­ση τοῦ ἑ­αυ­τομας. Ἀ­κό­μη καί στά ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα σφάλ­μα­τα τν κ­κλη­σι­α­στι­κν τα­γν συ­νι­στοῦ­σε ὑ­πο­μο­νή καί προ­σευ­χή καί ὄ­χι τόν ἄ­με­σο χω­ρι­σμό καί τό σχῖ­σμα. Πο­νοῦ­σε πο­λύ γιά τήν ὑ­πό­θε­ση τς ν Χρι­στῷ ἑ­νώ­σε­ως, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅ­τι με­γα­λύ­τε­ρη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι νά ἑ­νώ­νεις τόν ν­θρω­πο μέ τό Θε­ό. Τήν πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή ἐ­λε­η­μο­σύ­νη τήν ὀ­φεί­λου­με ὅ­λοι στόν ἑ­αυ­τό μας, ἀλ­λά καί στόν πλη­σί­ον μας, γιά κα­θα­ρά κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κούς λό­γους. Ἄλ­λω­στε, αὐ­τό εἶ­ναι καί τό κα­τε­ξο­χήν αἴ­τη­μα τς ρ­χι­ε­ρα­τι­κς Προ­σευ­χς τοΧρι­στοκαί σκο­πός πού ὑ­πάρ­χου­με: «ἵ­να πάν­τες ν ὦ­σιν». Ἀλ­λά πραγ­μά­τω­ση τοαἰ­τή­μα­τος αὐ­τοῦ ἔ­χει ς θε­με­λι­ώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση τή με­το­χή τοῦ ἀν­θρώ­που στήν ἄ­κτι­στη θεί­α δό­ξα, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως πα­ρέ­χε­ται μό­νο διά τοῦ Χρι­στοκαί ν Χρι­στῷ, δη­λα­δή μό­νο διά τοῦ θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τός Του, τῆς κ­κλη­σί­ας Του, ὅ­πως μς τό δι­α­βε­βαί­ω­σε στήν προ­σευ­χή ὁ ἴ­διος Υἱ­ός τοΘε­οῦ. Με­τέ­χον­τας στήν ἄ­κτι­στη αὐ­τή δό­ξαμέ τή μορ­φή ρ­ρα­βνα- ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα ζω­ή, ὁ μα­κα­ρι­στός Ἐ­φραίμ ἔ­λα­βε τά ἀ­σφα­λῆ ἐ­χέγ­γυ­α γιά τήν προσ­δο­κου­μέ­νη ἀ­νά­παυ­ση καί με­το­χή του στή Βα­σι­λεί­α τοΘε­οῦ, ὅ­που βρί­σκε­ται κα­τε­ξο­χήν καί Πα­τέ­ρας τοῦ Ὄ­γδο­ου καί ἄ­λη­κτου μέλ­λον­τα αἰ­ῶ­να. Νά ἔ­χου­με τήν εὐ­χή του!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου