Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΑΠΕΥΘΥΝΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ
Ψυχή μου , ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; το τέλος εγγίζει , και μέλλεις θορυβείσθαι∙ ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών, και τα πάντα πληρών.
Την ώρα ψυχή του τέλους εννοήσασα και την εκκοπήν της ψυχής δειλιάσασα, το δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως έργασαι ταλαίπωρε, γρηγορούσα και κράζουσα. Μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστoύ.
Τι ραθυμείς, αθλία ψυχή μου; τι φαντάζη ακαίρως μερίμνα αφελείς; τι ασχολή προς τα ρέοντα; εσχάτη ώρα εστίν απ’ αρτι, και χωρίζεσθαι μέλλομεν των ενταύθα∙ εώς καιρόν κεκτημένη, ανάνηψον κράζουσα∙ Ημάρτηκα σοι, Σωτήρ μου∙ μη εκκόψης με, ώσπερ την άκαρπον συκήν , αλλ’ ως εύσπλαγχνος, Χριστέ, κατοικτίρησον, φόβω κραυγάζουσαν∙ Μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού.
Εννοούσα, ψυχή μου, της φρικτής ημέρας την έτασιν , τρόμαξον την ανταπόδοσιν της αιωνίου κολάσεως, και εν μεταμοία βόησον δακρύουσα∙ ο Θεός , ήμαρτον ελέησόν με.
Εώς πότε, ψυχή μου, επιμένεις τοις πταίσμασιν; έως τίνος λαμβάνεις μετανοίας υπέρθεσιν; λάβε κατά νούν την κρίσιν την μέλλουσαν∙ βόησον Χριστώ τω Θεώ∙ καρδιογνώστα ήματρον∙ αναμάρτητε Κύριε, ελέησόν με.
Οίμοι! ψυχή μου ταλαίπωρε, πόσα θρηνήσεις εκεί! μεμνημένη τας πράξεις σου, όταν εις αιώνιον, βασιλείαν οι δίκαιοι καλώνται, σε δε εις πύρ αιώνιον κατακριθήση, διά τας πράξεις σου! Στέναξον , δάκρυσον, απ’ εντεύθεν πρόσδραμε, τω λυτρωτή Χριστώ και απόνιψαι, τας αμαρτίας σου.
Έως καιρός σοι κεχάρισται, ο της παρούσης ζωής, ω ψυχή μετανόησον , και ενταύθα πένθησον , διά τας αμαρτίας σου, ίνα εκείσε , εύρης ανάπαυσιν, και αιωνίου , ρυσθής κολάσεως. Κύριε, Κύριε, αγαθέ και εύσπλαγχνε, των εκλεκτών , μοίρας με αξίωσον , γενέσθαι μέτοχον.
Αθάνατος υπάρχουσα ψυχή μου, τοίς κύμασι του βίου μη καλύπτου∙ ανάνηψον βοώσα, προς τον σον ευεργέτην. Ο Θεός ιλάσθητι μου, και σώσον με.
Έως πότε ψυχή μου ζής αμελώς; έως πότε ραθύμως διατελεί; του ύπνου εξεγέρθητι, ραθυμίας ταλαίπωρε, και κατά νούν λαβούσα, τας πράξεις σου στέναξον, και του δικαίου φρίξον , κριτού την απόφασιν. Τι απολογήση, εν εκείνη τη ώρα; ή πως της μελλούσης, λυτρωθήσης φλογώσεως, αδιόρθωτος μένουσα; βόησον προ τέλους τω Κριτή∙ Των πταισμάτων δος μου Σώτερ άφεσιν∙ συ γαρ μόνος υπάρχεις μακρόθυμος.
Ετοιμάζου ψυχή μου εν τη ζωή σου, προς την μέλλουσαν ζωήν μη ταραχθήναι∙ εκεί γάρ ουδείς ο βοηθών , ου πλούτος ου δύναμις, ου φίλοι ούκ άρχοντες, αλλ’ η των έργων επίδειξις, και η του Θεού φιλανθρωπία.
Από το: Νέον Προσευχητάριον
Εκδόσεις «ΛΥΔΙΑ»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου