Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΟΘΕΟ ΖΕΡΒΑΚΟ ΚΑΙ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ



Γέροντας Χριστόδουλος,
Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους
           
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΟΘΕΟ ΖΕΡΒΑΚΟ ΚΑΙ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ
            Ἀνάμεσα στίς μορφές πού φώτισαν καί συνεχίζουν νά φωτίζουν καί νά ἐμπνέουν τή ζωή μας εἶναι ὁ γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος.
            Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπό αὐτόν ἀρχίζουν μέ τήν πρώτη μου ἐξομολόγηση στήν ἡλικία τῶν 8 ἐτῶν, στήν Μονή Ἁγίου Νικολάου Γαλατάκη στήν Εὔβοια. Ἦταν ἡ πανήγυρις τῆς Μονῆς, κι ἐκεῖνος καθόταν στό ἱερό, κι ἐγώ στό λεγόμενο διακονικό – δωμάτιο πού βρίσκεται παραπλεύρως τοῦ ἱεροῦ. Τότε ζήτησε νά τοῦ φωνάξουν τόν Χριστοδουλάκη. Τοῦ εἶπαν βέβαια ὅτι δέν ὑπάρχει κάποιος μέ τέτοιο ὄνομα. Ἐκεῖνος ἐπέμενε νά τοῦ φωνάξουν τόν Χριστοδουλάκη ἀπό τό διακονικό. Φαντάζομαι ὅτι τοῦ εἶπαν ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖ μόνο ἕνα μικρό παιδί μέ ἄλλο ὄνομα. Ἀλλά τελικῶς μέ ἔφεραν κοντά του. Ἦταν μιά μορφή σεβαστική, σοβαρή, καί ταυτόχρονα φωτεινή. Τοῦ εἶπα ὅτι μέ ἔλεγαν Γιῶργο. Καί μοῦ ἀπάντησε ὅτι Χριστόδουλο θά μέ ἔλεγαν ἀργότερα. Κάτι πού ξεχάστηκε ἐντελῶς, καί ἦρθε στη μνήμη μου ὅταν ἔλαβα, χωρίς νά τό θέλω, χωρίς νά τό ἔχει κανείς ἐπιλέξει, τό μοναχικό αὐτό ὄνομα.
            Ἔκτοτε ὁ γέρων Φιλόθεος ἐπισκέπτονταν τήν Χαλκίδα καί τήν Λίμνη δύο φορές τό χρόνο, γιά νά ἐξομολογήσει τούς πιστούς, καί πρῶτον ἀπ’ ὅλους τόν ἐπίσκοπο, μητροπολίτη Γρηγόριο.
            Παρότι δέν ζοῦσα μαζί του, ἔγινα δέκτης τῶν ἀρετῶν του καί αὐτόπτης τῶν χαρισμάτων του. Χαρίσματα βεβαίως – καί μεγαλύτερα χαρίσματα – εἶναι οἱ ἀρετές. Μεγάλη ἦταν ἡ ἀγάπη του πρός ὅλους, μεγάλη ἡ ὑπομονή του, ἔντονο τό ἀσκητικό του φρόνημα, βαθειά ἡ λειτουργική του ζωή. Αὐτά τόν ἔφερναν κοντά σέ ἄλλες μορφές πού γνώρισα, ὅπως ὁ Ὅσιος Πορφύριος καί ὁ Ὅσιος Παΐσιος, ἀλλά καί ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, μέ τόν ὁποῖον διατηροῦσε ἰδιαίτερες σχέσεις.
            Ἤμουν ἤδη νεαρός κληρικός, ὅταν μέ πῆρε ἕνα καλοκαίρι καί μέ ἀνέβασε σέ ἕνα ἐκκλησάκι στήν Πάρο (ἀφιερωμένο νομίζω στούς ἁγίους Πάντες). Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νά νηστέψουμε καί νά συγκεντρωθοῦμε στήν προσευχή. Τήν πρώτη μέρα, μήτε ψωμί, μήτε νερό, μήτε τίποτα. Τή δεύτερη μέρα τό ἴδιο. Τόν ρώτησα τί εἶχε κατά νοῦ. Μοῦ εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο νά περάσει ἔτσι σαράντα μέρες. Γιά μένα εἶπε ὅτι δέν μπορῶ νά τό κάνω, ἀφοῦ εἶχα ἐνορία καί εὐθύνες. Ἔτσι, πῆρα εὐλογία καί τήν τρίτη μέρα ἔφυγα. Πληροφορήθηκα ἀπό τόν διοικητή τοῦ στρατοπέδου πού γειτόνευε μέ τό ἐκκλησάκι, ὅτι ἔβαζαν στήν πύλη καθημερινά νερό καί ψωμί, ἀλλά τήν ἑπομένη τό ἔπαιρναν ἄθικτο. Ὁ γέρων παρέμενε νηστεύων καί προσευχόμενος γιά σαράντα μέρες μία ἤ καί δύο φορές κάθε καλοκαίρι.
            Ὁ γέρων ἦταν αὐστηρός στόν ἑαυτό του, ἀλλά ἐπιεικής πρός τούς ἄλλους. Γι’ αὐτό καί τόνιζε ὅτι ὁ πνευματικός πατέρας πρέπει νά ἀναλαμβάνει εὑθῦνες ἔναντι τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Πολύ συχνά εἶχε σημεῖα προοράσεως καί διοράσεως. Γι’ αὐτό καί ὅταν ὡς νέος δυσκολευόμουν νά ἐξαγορεύσω κάτι στήν ἐξομολόγηση, μοῦ τό ἔλεγε ὁ ἴδιος. Παρόλα αὐτά ζητοῦσε νά τό ἐπαναλάβω, γιατί, ὅπως ἔλεγε, ἔπρεπε ἐγώ νά μάθω νά ἐξομολογοῦμαι.
            Πρίν ξεκινήσω μιά Θεία Λειτουργία ἔξω ἀπό τήν Χαλκίδα, σέ ἐκκλησάκι τῆς Μυρτιδιώτισσας καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, μοῦ εἶπαν ὅτι ξαφνικά καί ἀναπάντεχα εἶχε ἔρθει ὁ γέρων Φιλόθεος. Ὁμολόγησε ὅτι ἐνῶ κατευθυνόταν πρός τήν Κομοτηνή, πληροφορήθηκε μέσα του ὅτι ἔπρεπε νά ἔρθει ἐκεῖ, στη Μυριδιώτισσα καί στόν ἅγιο Νεκτάριο.
            Κάποια στιγμή μοῦ ἔλυσε ἐμπειρικά μιά ἀπορία πού εἶχα ὡς νεαρός. Πῶς θά ἦταν τά σώματά μας στήν ἄλλη ζωή, μετά τήν ἀνάσταση; Μοῦ εἶχε ἀπαντήσει: «ἀποπνευματοποιημένα σώματα». Ἀλλά ἐγώ δέν μποροῦσα νά τό καταλάβω. «Κάποια στιγμή θά τό καταλάβεις», μοῦ εἶπε. Ἀργότερα, μετά ἀπό μιά ἐξομολόγηση, φρόντισε «ἴδιος καί ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά πάρω μιά ἰδέα γιά τό τί σημαίνει «ἀποπνευματοποιημένο» σῶμα.
            Προχωρῶ ὅμως παρακάτω, γιά νά τονίσω τήν ἀγάπη του γιά τό μοναστικό βίο. Τόνιζε τήν ἀξία τῆς παρθενίας καί, ὅπως ὅλοι οἱ Πατέρες, τήν θεωροῦσε ἀνωτέρα τοῦ γάμου. Ἔλεγε μάλιστα, ἀκολουθώντας καί πάλι τήν πατερική θεολογία, ὅτι ὁ γάμος ὁρίσθηκε μετά τήν πτώση πρός παρηγορίαν ἀλλά καί γιά τή συνέχεια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὡστόσο, τό «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε» ἴσχυε καί πρό τῆς πτώσεως, ἀλλά μέ τόν τρόπο πού μόνον ὁ Θεός γνώριζε, ἤ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέ τόν καινό τρόπο πού ἡ ἴδια ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ συνέλαβε.
            Γιά τόν γέροντα ἡ μοναχική ζωή ἦταν μεγάλη καί προνομιακή, άλλά ὄχι ἀστεία. Γι’ αὐτό καί ὅταν τοῦ ἐμπιστεύθηκα τόν πόθο μου νά γίνω μοναχός, ἄπλωσε τό χέρι καί μοῦ ἔδειξε τό μανίκι τοῦ ράσου του. «Τί εἶναι αὐτό;», μοῦ εἶπε. «Ράσο», ἀπάντησα. «Καί τί χρῶμα ἔχει;» «Μαῦρο». «Ἔτσι, νά εἶσαι ἀποφασισμένος ὅτι ἡ καρδιά σου θά γίνει τό ἴδιο μαύρη ἀπό τούς πειρασμούς καί τίς δοκιμασίες.»
            Δέν μοῦ εἶπε ποτέ «γίνε» ἤ «μή γίνεις» μοναχός. Ὅπως τό πνεῦμα του ἦταν ἐλεύθερο, ἔτσι ἤθελε καί τά πνευματικά του τέκνα νά καλλιεργοῦν τήν ἐλευθερία καί τήν προσωπική εὐθύνη. Ὡς ἀληθινό μοναχός δέν εἶχε καμιά σχέση μέ τό φαινόμενο τοῦ γεροντισμοῦ, πού ἔχει προσβάλλει σήμερα τό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον κυρίως στόν κόσμο.
            Ὅσο βαθιά ἦταν ἡ ἀρετή, ἡ ἄσκηση, ὁ ἐσωτερικός του ἀγώνας, τόση ἦταν καί ἡ θεολογική – δογματική του εὐαισθησία. Συνήθιζε νά γράφει πρός τούς ἐπισκόπους καί πατριάρχες, ὅταν προέκυπτε κάποιο θέμα πού τόν ἀνησυχοῦσε. Γιά τά κανονικά ὅμως θέματα συμβουλευόταν τόν πνευματικό του ἀδελφό Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Παρά τόν ζῆλο του - ἤ καλύτερα ἐξαιτίας τοῦ κατ’ ἐπίγνωσιν ζήλου του – τόνιζε ὅτι ὁ ἀγῶνας πρέπει νά γίνεται ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας, κι ὄχι ἀπ’ ἔξω. Ὅταν ἀναχώρησα γιά τό Ἅγιον Ὄρος, μοῦ εἶπε: «Νά προσέξεις, μήπως γιά τό δόγμα, τό τυπικό ἤ τήν παράδοση ἡ καρδιά σου σκληρύνει. Ὁ μοναχός πρέπει νά ἔχει μαλακή καρδιά, νά τό θυμᾶσαι πάντοτε αὐτό.»
            Οἱ ὅσιοι αὐτοί γέροντες βρίσκονταν σέ συνεχῆ πνευματική ἐπαφή. Ὁ γέρων Φιλόθεος, οἱ ὅσιοι Πορφύριος καί Παΐσιος, ὁ γέρων Εὐμένιος ἀπό τήν Ἀθήνα, ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης ἀπό τήν Φαιά Πέτρα, ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, καί μαζί τους ἄλλοι ἀνώνυμοι τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, κοινωνοῦσαν στίς ἴδιες ἀρετές, στά ἴδια πνευματικά χαρίσματα, ἀλλά καί στήν ἴδια ταπείνωση. Γι’ αὐτό καί πάντοτε ὁ ἕνας σέ παρέπεμπε στόν ἄλλο. Καί συναντοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἄλλοτε διά ζώσης, ἄλλοτε μέσα στήν προσευχή, πάντοτε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔτσι μποροῦσε καί ὁ γέρων Εὐμένιος νά μέ φωνάξει μέ τό ὄνομά μου καί νά γνωρίζει πράγματα τῆς ζωῆς μου.
            Κάποιο πρωινό, μόλις ὁ πορτάρης τῆς Μονῆς ἄνοιξε τήν πύλη μέ τά χαράματα, βρῆκε ἕναν μοναχό νά κάνει κομποσχοίνι καθισμένος στη βρύση ἔξω ἀπό τήν πύλη. Τοῦ φάνηκε περίεργο καί μέ ἐνημέρωσε. Κατέβηκα καί εἶδα πώς ἦταν ὁ π. Εὐσέβιος. Συνήθιζε νά ἔρχεται μέ τά πόδια ἀπό τή Φαιά Πέτρα στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά συναντήσει τόν γερο – Παΐσιο. Καί εἶχε καθίσει τή νύχτα ἔξω ἀπό τήν πύλη τῆς μονῆς, κάνοντας κομποσχοίνι, εἰρηνικός καί οὐράνιος, μόνος μόνῳ Θεῶ.
            Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐκφράζουν τήν ἑνότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Καί εἶναι λυπηρό αὐτό πού ἀκούγεται ἀπό μερικούς σήμερα, ὅτι δέν πρέπει οἱ θεολόγοι, δάσκαλοι καί ἐκκλησιαστικοί νά μιλοῦν γιά τούς γέροντες, γιατί τάχα ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας δέν βρίσκεται σέ μεμονωμένα πρόσωπα ἀλλά στήν κοινότητα. Εἶναι οἱ παγκόσμιοι, καθολικοί ἄνθρωποι, πού φέρουν μέσα τους ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ἁγιασμένη ἀπό τήν θεοποιό χάρη, καί μυσταγωγοῦν ἐμᾶς, τά πνευματικά τους παιδιά, στό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχει κοινότητα χωρίς τούς Ἁγίους. Ὅπως καί δέν ὑπάρχει σύνοδος πού νά ἐκφράζει τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας χωρίς τούς Ἁγίους.
            Γιατί ἄραγε γίνονται ὅλες αὐτές οἱ συνάξεις γιά τούς ἁγίους γέροντες; Καί γιά ποιο λόγο ὑπάρχει τόση ἀνταπόκριση;
            Μήπως ἡ ἀναφορά στούς σύγχρονους αὐτούς Ἁγίους εἶναι μιά ἀνάγκη νά βεβαιώσουμε τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας;
            Μήπως γιατί τά θαυμαστά σημεῖα πάντοτε ἐντυπωσιάζουν καί ἀνταποκρίνονται στό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου γιά ὅ,τι τόν ὑπερβαίνει;
            Μήπως γιά νά δίνεται μιά εὐκαιρία ψυχικῆς παρηγορίας ἤ καί ἐπικοινωνίας;
            Αὐτά καί ἄλλα, λίγο ὡς πολύ, ἰσχύουν. Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι πού δέν τοῦ δίνουμε τόση σημασία. Εἶναι ὁ κύριος λόγος γιά τόν ὁποῖον καί ἡ Ἐκκλησία θέσπισε τίς πανηγύρεις, τά συναξάρια καί τά ἐγκώμια τῶν Ἁγίων. Καί αὐτός ὁ λόγος εἶναι ἡ μίμηση, ἡ ἀκολούθησή τους. Ὄχι ἁπλά ἡ γνωριμία καί συνάντηση. Ἀλλά ἡ ἀκολούθηση. Μπορεῖ νά συναντήσω κάποιον, νά συζητήσω μαζί του, ἀλλά μετά νά τραβήξω τό δικό μου δρόμο.
            Ἀκολούθηση ὅμως σημαίνει αὐταπάρνηση, πράξη, κόπο, φιλότιμο. Αὐτή τή βαριά καί πολύτιμη κληρονομιά τῆς πνευματικῆς ζωῆς παραλάβαμε ἀπό τούς ἀληθινούς πατέρες μας. Ὁ καθένας ἔζησε διαφορετικά, ἀλλά ὅλοι συγκλίνουν στό ἕνα, πού εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση στόν Θεό. Μᾶς διδάσκουν αὐτό πού ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος: ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ γιά νἄρθει νά ἐγκατασταθεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο πρέπει νά βρεῖ τόν ἄνθρωπο νά συμφωνεῖ κατά πνεῦμα μέ τόν Θεό, καί ὁ ἄνθρωπος νά ἐξασκήσει ὅλο τό ἀνθρώπινο. Γιά νά κατοικήσει στόν ἄνθρωπο τό Ἅγιον Πνεῦμα χρειάζεται αὐταπάρνηση, φιλότιμο, ταπείνωση, ἀρχοντιά, θυσία.
            Χριστός Ἀνέστη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου