Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Τα όσα γράφτηκαν φέτος σε ΜΜΕ με την ευκαιρία της Αναστάσεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού από ανθρώπους της ελλαδικής διανόησης
εκφράζουν μια ποικιλία έκφρασης, που η συνισταμένη της αποτελεί την
πολιτισμική μας κατάσταση και δείχνει το πνευματικό της υπόβαθρο.
Ένα υπόβαθρο, που περιέχει εκκοσμικευμένη και ρηχή αντίληψη περί Εκκλησίας, υβριστικές διατυπώσεις για τον Ιησού Χριστό, όπως επίσης υλιστικές, συγκρητικές ή/και πανθεϊστικές αντιλήψεις. Απουσιάζει κάθε απάντηση στην αγωνία του ανθρώπου έναντι του θανάτου και κάθε προοπτική αιωνιότητας. Ακόμη και γνωστός θεολόγος – αρθρογράφος, με τις εμμονές του, περισσότερο εντυπωσιάζει παρά ωφελεί. Παρά τις ικανότητές του και την εμπειρία, που έχει συσσωρεύσει, ακόμη δεν έχει αντιληφθεί ότι η Αλήθεια είναι απλή και σαφής. Η κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής διανόησης δείχνει τη βαθιά πνευματική κρίση της εποχή μας, που είναι πιο ανησυχητική για το μέλλον του Γένους από ό,τι η τρέχουσα κοινωνική και οικονομική κρίση.
Ο κ. Γιάννης Μπουτάρης, χημικός – οινολόγος, επιχειρηματίας και, εδώ και λίγο καιρό, Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, θεώρησε καλό να ασχοληθεί παράλληλα με τις δραστηριότητες και τις ευθύνες του ως Δημάρχου με το θέμα των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας. Έγραψε άρθρο, που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» το Μεγάλο Σάββατο και είχε έναν επικοινωνιακά εντυπωσιακό, αλλά στην ουσία κενό τίτλο « Ανάσταση της Εκκλησίας». Υποστηρίζει ότι γράφει ως συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, αφού, όπως σημειώνει, με τη βάπτισή του κατέστη μέλος της και ως τέτοιο σκέφθηκε να αξιοποιήσει την ημέρα του Πάσχα για να προτείνει το διαζύγιο Πολιτείας - Εκκλησίας, προκειμένου να αποκτήσει η δεύτερη «προοπτική ανάστασης»... Κατά την άποψη του κ. Μπουτάρη η Εκκλησία έως τώρα δεν βιώνει την Ανάσταση και για να συμβεί αυτό πρέπει εκουσίως να περιθωριοποιηθεί κοινωνικά και να εξοντωθεί οικονομικά....Τα όσα προτείνει για την κατάργηση της μισθοδοσίας των κληρικών είναι ουτοπικά και επί πλέον διατυπώνει μια εκκοσμικευμένη αντίληψη περί Εκκλησίας, πως η αναμόρφωση των εκπαιδευτικών, φιλοπτώχων και νοσηλευτικών ιδρυμάτων Της θα ενίσχυε τη θρησκευτική πίστη! Αν ήταν έτσι τότε ένα ιδανικό Υπουργείο Πρόνοιας θα πετύχαινε απόλυτα ως θρησκευτική οντότητα... Η Εκκλησία δεν είναι ένας οικονομικός οργανισμός, ούτε ένα οποιοδήποτε «μη κερδοσκοπικό ίδρυμα»... Το ιδανικό Της δεν μπορεί να είναι το «πώς θα καταστεί αποτελεσματικότερη από τη δημόσια διοίκηση, ως κεφαλαιούχος και ως παραγωγός κοινωνικού έργου».
Ο κ. Μπουτάρης εξάλλου είναι σε εκκλησιολογική σύγχυση όταν συναρμολογεί στη σκέψη του τους Μεθοδιστές του Ηνωμένου Βασιλείου και τους Χριστιανοδημοκράτες της Γερμανίας με τους ευπατρίδες της Ελλάδος, που συνέβαλλον για αιώνες στο σωστικό για το Έθνος έργο της Εκκλησίας. Ξεχνάει ακόμη ότι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της κας Μέρκελ είναι αυτό που εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος την τρέχουσα κρίση στην Ε.Ε.... Ο κ. Μπουτάρης ως συνειδητό μέλος της Εκκλησίας θα έπρεπε να απασχοληθεί κυρίως με το πώς θα συμβάλει να γίνει αποτελεσματικότερη πνευματικά στην κοινωνία και όχι με το πώς Αυτή θα καταστεί αποδοτικός οικονομικά οργανισμός με την ιδιωτικοποίηση της... Το ενδιαφέρον του κ. Μπουτάρη για την Εκκλησία θα ήταν εποικοδομητικό αν Την έβλεπε ως κιβωτό και πνευματική τροφό του Γένους.
Στην ίδια εφημερίδα την ίδια ημέρα ο κ. Παντελής Μπουκάλας έγραψε για «Απόκρυφα ευαγγέλια», με ό,τι αρνητικό είναι γραμμένο περί του Ιησού... Στο άρθρο του, στην ίδια εφημερίδα ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης γράφει κάποιες σωστές σκέψεις, αλλά - πιστεύουμε σε σχήμα υπερβολής – υποστηρίζει πως « ο μόνος τρόπος της αναστημένης ζωής είναι η απροϋπόθετη αγάπη, η αγάπη που σπάει το κέλυφος του εγωισμού και ανοίγεται στον άλλον, που φτάνει να βάλει τον άλλον πάνω από τον εαυτό». Δεν έχουμε το δικαίωμα να «διορθώνουμε» τον Σωτήρα Χριστό. Δεν μπορεί Εκείνος να μας συμβουλεύει να «αγαπήσουμε τον διπλανό μας όσο τον εαυτό μας» κι εμείς να λέμε να τον αγαπάμε περισσότερο... Επίσης είναι ατυχής η αναφορά του κ. Ζουμπουλάκη στην «Ηθική» του Σπινόζα, για τον οποίο ο Γιώργος Σαραντάρης στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Παρουσία του Ανθρώπου» έγραψε ότι « δε μπορεί να βρει άλλη πιθανότητα απόλυτου παρά στον έξω κόσμο, παρά στη φύση».
Ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του ΑΠΘ κ. Θεόδωρος Παπαγγελής διατυπώνει μια θρησκειολογική άποψη περί Αναστάσεως, που είναι έκφανση του συγκρητισμού, του υλισμού και του αθεϊσμού: «Έτσι, μαστόρισσες στην τέχνη της αλληγορίας και της παρηγορίας οι θρησκείες καταπιάστηκαν να φιλοτεχνήσουν τον αντίλογο και έτσι εμφανίστηκαν <οι θανόντες και αναστάντες> θεοί που μοιράστηκαν μαζί μας τα Πάθη της φθοράς και ύστερα, με τελετουργική επισημότητα, μας προσκάλεσαν σε παρήγορη συμμετοχή στο αναστάσιμο Δοξαστικό τους – άλλοτε με την παγανιστική φυσιοκρατία του Βάκχου ή του Άδωνι, κατόπι με την εσωτερικευμένη και μυσταγωγική σεμνοπρέπεια του χριστιανικού <θανάτω, θάνατον πατήσας>». Παρόμοιες αντιλήψεις έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από διάφορους τέκτονες.
Να αναφερθώ και στον καθηγητή κ. Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που με τον γνωστό του στόμφο αποφαίνεται πως « η ελπιδοφόρα ιδέα της ολικής αυτούσιας επαναφοράς στη ζωή ενός πεθαμένου οργανισμού, οποιασδήποτε φύσεως, ανθρώπινης, πολιτικής, οικονομικής κλπ, ούτε με τη φυσική τάξη συμβαδίζει, ούτε και από την Ιστορία επιβεβαιώνεται». Έτσι δογματίζει και έχει την ψευδαίσθηση ότι λύνει το πρόβλημα της ύπαρξης του ανθρώπου, που παγκοσμίως τον απασχολεί από τότε που υπάρχει στη γη. Τέλος ο πολιτικός επιστήμονας κ. Λευτ. Κουσούλης, υιός ιερέως, σημειώνει πως το αναφερόμενο στον κατηχητικό Λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι οι νηστεύσαντες και οι μη νηστεύσαντες απολαμβάνουν εξίσου την πνευματική ευωχία της Αναστάσεως αποτελεί «ένα απροσπέλαστο μήνυμα θεμελιωτικής ισότητας και είναι μια τελική υπογράμμιση της αποτίναξης του καταναγκασμού των τύπων και της αιώνιας και ελευθερωτικής αναζήτησης της ουσίας». Τα όσα σημειώνει ο κ. Κουσούλης έχουν μια προϋπόθεση, την Πίστη και, κυρίως, την Αγάπη στον Αναστάντα Χριστό και την υποταγή στους λόγους Του. Τότε πράγματι η ουσία της ύπαρξης είναι προσπελάσιμη, πράγματι ο ζυγός γίνεται ελαφρύς και πράγματι ο άνθρωπος βιώνει την πλήρη ελευθερία.
Οι σκέψεις των διανοητών που αναφέρθηκαν είναι επηρεασμένες από τις διάφορες Αναγεννήσεις της Δύσεις που, όπως τονίζει ο Γιώργος Σαραντάρης σε άρθρο του στην «Καθημερινή», στις 5 Ιουνίου του 1939, είναι ανίκανες να πιστέψουν στο Χριστό, να πιστέψουν στην αιωνιότητα του ανθρώπου. Και προσθέτει ο Σαραντάρης: « Όποιος ατενίζει την Αρχαία Ελλάδα και παραμερίζει το Χριστό ( σ.σ. όπως κάνει η Δύση), είναι σα να μην υποπτεύεται πως είμαστε προορισμένοι στην αιωνιότητα, και σα να θέλει να επαναλάβει το έργο πολιτισμού των Αρχαίων Ελλήνων, που ήταν η προετοιμασία μιας άρτιας θνητής υπόστασης, για να τη δεχτεί ο Χριστός και να την κάμει αθάνατη. Για τούτο σ’ εμάς τους τωρινούς Έλληνες δε μαθαίνουν υποστασιακά τίποτε οι διάφορες Αναγεννήσεις της Δύσης, και μάλλον μας προσφέρουν μια περιττή και συχνά βλαβερή τροφή, γιατί για την επαφή με μια άρτια θνητή υπόσταση, μας αρκεί η Αρχαία Ελλάδα». -
Ένα υπόβαθρο, που περιέχει εκκοσμικευμένη και ρηχή αντίληψη περί Εκκλησίας, υβριστικές διατυπώσεις για τον Ιησού Χριστό, όπως επίσης υλιστικές, συγκρητικές ή/και πανθεϊστικές αντιλήψεις. Απουσιάζει κάθε απάντηση στην αγωνία του ανθρώπου έναντι του θανάτου και κάθε προοπτική αιωνιότητας. Ακόμη και γνωστός θεολόγος – αρθρογράφος, με τις εμμονές του, περισσότερο εντυπωσιάζει παρά ωφελεί. Παρά τις ικανότητές του και την εμπειρία, που έχει συσσωρεύσει, ακόμη δεν έχει αντιληφθεί ότι η Αλήθεια είναι απλή και σαφής. Η κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής διανόησης δείχνει τη βαθιά πνευματική κρίση της εποχή μας, που είναι πιο ανησυχητική για το μέλλον του Γένους από ό,τι η τρέχουσα κοινωνική και οικονομική κρίση.
Ο κ. Γιάννης Μπουτάρης, χημικός – οινολόγος, επιχειρηματίας και, εδώ και λίγο καιρό, Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, θεώρησε καλό να ασχοληθεί παράλληλα με τις δραστηριότητες και τις ευθύνες του ως Δημάρχου με το θέμα των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας. Έγραψε άρθρο, που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» το Μεγάλο Σάββατο και είχε έναν επικοινωνιακά εντυπωσιακό, αλλά στην ουσία κενό τίτλο « Ανάσταση της Εκκλησίας». Υποστηρίζει ότι γράφει ως συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, αφού, όπως σημειώνει, με τη βάπτισή του κατέστη μέλος της και ως τέτοιο σκέφθηκε να αξιοποιήσει την ημέρα του Πάσχα για να προτείνει το διαζύγιο Πολιτείας - Εκκλησίας, προκειμένου να αποκτήσει η δεύτερη «προοπτική ανάστασης»... Κατά την άποψη του κ. Μπουτάρη η Εκκλησία έως τώρα δεν βιώνει την Ανάσταση και για να συμβεί αυτό πρέπει εκουσίως να περιθωριοποιηθεί κοινωνικά και να εξοντωθεί οικονομικά....Τα όσα προτείνει για την κατάργηση της μισθοδοσίας των κληρικών είναι ουτοπικά και επί πλέον διατυπώνει μια εκκοσμικευμένη αντίληψη περί Εκκλησίας, πως η αναμόρφωση των εκπαιδευτικών, φιλοπτώχων και νοσηλευτικών ιδρυμάτων Της θα ενίσχυε τη θρησκευτική πίστη! Αν ήταν έτσι τότε ένα ιδανικό Υπουργείο Πρόνοιας θα πετύχαινε απόλυτα ως θρησκευτική οντότητα... Η Εκκλησία δεν είναι ένας οικονομικός οργανισμός, ούτε ένα οποιοδήποτε «μη κερδοσκοπικό ίδρυμα»... Το ιδανικό Της δεν μπορεί να είναι το «πώς θα καταστεί αποτελεσματικότερη από τη δημόσια διοίκηση, ως κεφαλαιούχος και ως παραγωγός κοινωνικού έργου».
Ο κ. Μπουτάρης εξάλλου είναι σε εκκλησιολογική σύγχυση όταν συναρμολογεί στη σκέψη του τους Μεθοδιστές του Ηνωμένου Βασιλείου και τους Χριστιανοδημοκράτες της Γερμανίας με τους ευπατρίδες της Ελλάδος, που συνέβαλλον για αιώνες στο σωστικό για το Έθνος έργο της Εκκλησίας. Ξεχνάει ακόμη ότι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της κας Μέρκελ είναι αυτό που εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος την τρέχουσα κρίση στην Ε.Ε.... Ο κ. Μπουτάρης ως συνειδητό μέλος της Εκκλησίας θα έπρεπε να απασχοληθεί κυρίως με το πώς θα συμβάλει να γίνει αποτελεσματικότερη πνευματικά στην κοινωνία και όχι με το πώς Αυτή θα καταστεί αποδοτικός οικονομικά οργανισμός με την ιδιωτικοποίηση της... Το ενδιαφέρον του κ. Μπουτάρη για την Εκκλησία θα ήταν εποικοδομητικό αν Την έβλεπε ως κιβωτό και πνευματική τροφό του Γένους.
Στην ίδια εφημερίδα την ίδια ημέρα ο κ. Παντελής Μπουκάλας έγραψε για «Απόκρυφα ευαγγέλια», με ό,τι αρνητικό είναι γραμμένο περί του Ιησού... Στο άρθρο του, στην ίδια εφημερίδα ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης γράφει κάποιες σωστές σκέψεις, αλλά - πιστεύουμε σε σχήμα υπερβολής – υποστηρίζει πως « ο μόνος τρόπος της αναστημένης ζωής είναι η απροϋπόθετη αγάπη, η αγάπη που σπάει το κέλυφος του εγωισμού και ανοίγεται στον άλλον, που φτάνει να βάλει τον άλλον πάνω από τον εαυτό». Δεν έχουμε το δικαίωμα να «διορθώνουμε» τον Σωτήρα Χριστό. Δεν μπορεί Εκείνος να μας συμβουλεύει να «αγαπήσουμε τον διπλανό μας όσο τον εαυτό μας» κι εμείς να λέμε να τον αγαπάμε περισσότερο... Επίσης είναι ατυχής η αναφορά του κ. Ζουμπουλάκη στην «Ηθική» του Σπινόζα, για τον οποίο ο Γιώργος Σαραντάρης στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Παρουσία του Ανθρώπου» έγραψε ότι « δε μπορεί να βρει άλλη πιθανότητα απόλυτου παρά στον έξω κόσμο, παρά στη φύση».
Ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του ΑΠΘ κ. Θεόδωρος Παπαγγελής διατυπώνει μια θρησκειολογική άποψη περί Αναστάσεως, που είναι έκφανση του συγκρητισμού, του υλισμού και του αθεϊσμού: «Έτσι, μαστόρισσες στην τέχνη της αλληγορίας και της παρηγορίας οι θρησκείες καταπιάστηκαν να φιλοτεχνήσουν τον αντίλογο και έτσι εμφανίστηκαν <οι θανόντες και αναστάντες> θεοί που μοιράστηκαν μαζί μας τα Πάθη της φθοράς και ύστερα, με τελετουργική επισημότητα, μας προσκάλεσαν σε παρήγορη συμμετοχή στο αναστάσιμο Δοξαστικό τους – άλλοτε με την παγανιστική φυσιοκρατία του Βάκχου ή του Άδωνι, κατόπι με την εσωτερικευμένη και μυσταγωγική σεμνοπρέπεια του χριστιανικού <θανάτω, θάνατον πατήσας>». Παρόμοιες αντιλήψεις έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από διάφορους τέκτονες.
Να αναφερθώ και στον καθηγητή κ. Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που με τον γνωστό του στόμφο αποφαίνεται πως « η ελπιδοφόρα ιδέα της ολικής αυτούσιας επαναφοράς στη ζωή ενός πεθαμένου οργανισμού, οποιασδήποτε φύσεως, ανθρώπινης, πολιτικής, οικονομικής κλπ, ούτε με τη φυσική τάξη συμβαδίζει, ούτε και από την Ιστορία επιβεβαιώνεται». Έτσι δογματίζει και έχει την ψευδαίσθηση ότι λύνει το πρόβλημα της ύπαρξης του ανθρώπου, που παγκοσμίως τον απασχολεί από τότε που υπάρχει στη γη. Τέλος ο πολιτικός επιστήμονας κ. Λευτ. Κουσούλης, υιός ιερέως, σημειώνει πως το αναφερόμενο στον κατηχητικό Λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι οι νηστεύσαντες και οι μη νηστεύσαντες απολαμβάνουν εξίσου την πνευματική ευωχία της Αναστάσεως αποτελεί «ένα απροσπέλαστο μήνυμα θεμελιωτικής ισότητας και είναι μια τελική υπογράμμιση της αποτίναξης του καταναγκασμού των τύπων και της αιώνιας και ελευθερωτικής αναζήτησης της ουσίας». Τα όσα σημειώνει ο κ. Κουσούλης έχουν μια προϋπόθεση, την Πίστη και, κυρίως, την Αγάπη στον Αναστάντα Χριστό και την υποταγή στους λόγους Του. Τότε πράγματι η ουσία της ύπαρξης είναι προσπελάσιμη, πράγματι ο ζυγός γίνεται ελαφρύς και πράγματι ο άνθρωπος βιώνει την πλήρη ελευθερία.
Οι σκέψεις των διανοητών που αναφέρθηκαν είναι επηρεασμένες από τις διάφορες Αναγεννήσεις της Δύσεις που, όπως τονίζει ο Γιώργος Σαραντάρης σε άρθρο του στην «Καθημερινή», στις 5 Ιουνίου του 1939, είναι ανίκανες να πιστέψουν στο Χριστό, να πιστέψουν στην αιωνιότητα του ανθρώπου. Και προσθέτει ο Σαραντάρης: « Όποιος ατενίζει την Αρχαία Ελλάδα και παραμερίζει το Χριστό ( σ.σ. όπως κάνει η Δύση), είναι σα να μην υποπτεύεται πως είμαστε προορισμένοι στην αιωνιότητα, και σα να θέλει να επαναλάβει το έργο πολιτισμού των Αρχαίων Ελλήνων, που ήταν η προετοιμασία μιας άρτιας θνητής υπόστασης, για να τη δεχτεί ο Χριστός και να την κάμει αθάνατη. Για τούτο σ’ εμάς τους τωρινούς Έλληνες δε μαθαίνουν υποστασιακά τίποτε οι διάφορες Αναγεννήσεις της Δύσης, και μάλλον μας προσφέρουν μια περιττή και συχνά βλαβερή τροφή, γιατί για την επαφή με μια άρτια θνητή υπόσταση, μας αρκεί η Αρχαία Ελλάδα». -
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου