(Λκ. ιε΄ 11-32)
Πρέπει, ἀγαπητοί ἀδελφοί, νά ξέρει
κανείς καλά τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά χαρεῖ ὅταν ἐπιστρέφει ὁ
ἄσωτος. Ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο ἕνας ἄνθρωπος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός
ὅταν μιλοῦσε γιά τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔβρισκε ἀντάλλαγμα στόν
κόσμο· «τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;». Γιά αὐτή τήν
ἀξία, λοιπόν, ἀξίζει κάθε θυσία. Ὅταν πάει νά χαθεῖ, νά λυπᾶσαι μέχρι
θανάτου κι ὅταν γυρίζει νά σωθεῖ, νά χαίρεσαι καί νά εὐφραίνεσαι. Οἱ
Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Χριστός, χαίρονται ὅταν μετανοεῖ ὁ ἁμαρτωλός:
«χαρά γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῶ
μετανοούντι». Ὁ Θεός κάμπτεται ἀπό τά πατρικά του αἰσθήματα, δέχεται
στήν ἀγκαλιά του τόν ἄσωτο, τοῦ φοράει δαχτυλίδι, σφάζει «τόν μόσχον τόν
σιτευτόν».
Στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, πού εἶναι
τό εὐαγγέλιο τῶν Εὐαγγελίων, ἔχουμε σέ μία ἐποπτική διδασκαλία ὅλη τήν
ἱστορία τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου κι ὅλο τό ἔργο τῆς θείας Πρόνοιας γιά τή
σωτηρία του. Μάθαμε στήν ἀνάπτυξη τῆς παραβολῆς νά προσέχουμε στό πρῶτο
μέρος τήν πτώση καί τήν καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν φεύγει μακριά ἀπό
τί Θεό. Μά τό βάρος τῆς παραβολῆς εἶναι στό δεύτερο μέρος, ἐκεῖ πού
βλέπουμε πῶς σώζεται ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν ἔρθει σέ συναίσθηση, ὅταν πεῖ τό
«ἀναστᾶς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Αὐτή ἡ συναίσθηση, αὐτή ἡ
ἀπόφαση εἶναι ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας του. Ἡ
μετάνοια! Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ἡ μετάνοια αὐτή θά ἦταν μάταιο πράγμα, ἄν
δέν ὑπῆρχε ἡ ἄλλη, ἡ πρώτη προϋπόθεση, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού «θέλει
πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι», ὁ πόνος τοῦ πατέρα πού περιμένει, πού τρέχει
πρῶτος νά ἐπιπέσει στόν τράχηλο τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπιστρέφει.
«Μεγάλη ἡ μετάνοια», ἀνακράζει σέ κάποιο
ὕμνο ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά μέγιστο καί ἄπειρο τό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ, μέσα στό ὁποῖο κολυμπᾶ καί λούζεται κάθε ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ.
Δέν ὑπάρχει περίπτωση, πού νά ἐπιστρέφει ὁ ἄσωτος καί νά μήν τόν δέχεται
ὁ οὐράνιος Πατέρας. Δέν ὑπάρχει περίπτωση, πού ὁ Θεός νά μή θέλει καί
νά μή μπορεῖ τή σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ πού ἐπιστρέφει. Ἀλλιῶς θά ἦταν
ἰσχυρότερο τό κακό ἀπό τό ἀγαθό, θά νικοῦσε ὁ Διάβολος τό Θεό. Μά εἶναι
γραμμένο πώς ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ «κλίνει πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων
καί καταχθονίων».
Ὁ ἐχθρός ὅμως τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων
ποτέ δέν κάνει ἐπίθεση στό Θεό κατά μέτωπο. «Μετασχηματίζεται εἰς
ἄγγελον φωτός» καί ὑψώνει τή σημαία τῆς δικαιοσύνης γιά νά ματαιώσει τό
ἔργο τῆς ἀγάπης. Ἐγείρει ἐνώπιον τῆς θείας χάριτος τήν ἀξία τῶν ἔργων
τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ Φαρισαῖος καί ὁ Γραμματέας, πού γογγύζουν καί
λένε, δῆθεν πώς ἀμύνονται γιά τήν ἠθική, ὅτι ὁ Χριστός «ἁμαρτωλούς
προσδέχεται καί συνεσθίει αὐτοῖς». Εἶναι ὁ πρεσβύτερος γιός, πού
ἀμφισβητεῖ στόν πατέρα τό δικαίωμα τῆς ἀγάπης, πού ἀρνεῖται στόν ἀδελφό
τό χρέος τῆς συγγνώμης, γιατί πιστεύει στήν ἀξία τῶν ἔργων του καί μένει
δεμένος στό νόμο τῆς δικαιοσύνης. Ὤ! αὐτή ἡ δικαιοσύνη, πού κατεβάζει
τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στά μέτρα τῶν ἀνθρώπων! Εἶναι τό πρόσχημα τοῦ
Διαβόλου, πού θέλει νά ματαιώσει τό ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Ἄς μήν ἐξετάζουμε στήν παραβολή τοῦ
ἀσώτου υἱοῦ μόνο τήν πτώση τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Αὐτή εἶναι τό κακό πού γίνεται
εὔκολα, εἶναι τό γκρέμισμα πού ἐπιτυγχάνεται σέ μία στιγμή καί μπορεῖ
νά τό πάθει ὁ καθένας. Ἄς ἐξετάζουμε μᾶλλον τή μετάνοια καί τήν
ἐπιστροφή, γιά νά μήν περιμένουμε σάν μαγική πράξη τή σωτηρία μας. Ἄς
ἐξετάσουμε ἀκόμη τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μήν πέφτουμε σέ
ἀπόγνωση. Κι ἄς μήν παρεμβάλλουμε ἐμπόδια στό ἔργο τῆς σωτηρίας, ἄς μή
μιλοῦμε γιά τά ἔργα μας· μόνο ἄς ἐλπίζουμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἄς μή
βλέπουμε στήν ἀρετή μας· μόνο ἄς ἐξετάζουμε τίς ἐλλείψεις μας. Ἄν τυχόν
κανένας καί δέν ἔπεσε ἄς βλέπει μήπως πέσει κι ὅποιος ἔπεσε ἄς κοιτάξει
νά σηκωθεῖ. Ποιός θά εἶναι σκληρός, ποιός θά παρεμβάλει ἐμπόδιο σέ
ἐκεῖνον πού ἐπιστρέφει καί ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Μόνο ὁ Διάβολος.
Εἶναι ἕνα πολύ λεπτό σημεῖο τοῦτο στή
ζωή, ἀδελφοί, πού δέν τό προσέχουμε καί δέν τό καταλαβαίνουμε, πόσο οἱ
πολλοί μοιάζουμε τοῦ πρεσβύτερου γιοῦ τῆς παραβολῆς ἀκόμη κι ὅταν
πιστεύουμε καί γελοῦμε τόν ἑαυτό μας πώς δέν ξεμακρύναμε ποτέ στό δρόμο
τῆς ἀσωτίας. Εἴμαστε ἄκαμπτοι καί ἀνίλεοι ἀπέναντι στούς ἀσώτους,
ἀπέναντι σέ ἐκείνους πού ἐπιτέλους δέν ἀρνοῦνται καί ὁμολογοῦν πώς
ἔφταιξαν. Καί δέν ζητοῦν ἀπό μᾶς παρά συγγνώμη, νά τούς δώσουμε τό χέρι,
νά τούς βοηθήσουμε νά κάνουν τό πρῶτο βῆμα σέ μία καινούργια ζωή. Ποιός
μπορεῖ νά τούς τό ἀρνηθεῖ; Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου