Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009
Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ
Στίς 4 Φεβρουαρίου 1994 ό Γέροντας υποβάλλεται σε εγχείρηση στό έντερο καί διαπιστώνεται ότι ό καρκίνος είναι σέ πολλά σημεία του σώματος του. Ή ανησυχία είναι μεγάλη. Ανησυχούν οι μοναχές του ησυχαστηρίου, ανησυχεί τό "Αγιον "Ορος, ανησυχεί τό Πατριαρχείο, ανησυχεί ή 'Ορθόδοξη 'Εκκλησία της Ελλάδος. Ό Γέροντας σιγά-σιγά σβήνει. Οι προσευχές του λαοϋ πληθύνονται, αλλά ό Θεός κρίνει διαφορετικά.
Ό Γέροντας γνώριζε δτι ή ζωή του θά τελείωνε σύντομα. 'Αντιμετώπιζε τό θάνατο σάν μιά λύτρωση. Είναι αξιοπρόσεκτη ή μαρτυρία τοϋ θεράποντος γιατρού: «Ήταν ή πρώτη φορά πού έζησα έναν αγιορείτη Γέροντα κι εντυπωσιάστηκα. Δεν τόν σκεφτόταν τό θάνατο, τόν είχε σάν λύτρωση, τόν θεωρούσε ότι ήταν ή γέφυρα γιά νά φτάσει στό θεό. Ήταν κάτι τό συγκλονιστικό, τό όποιο δέν νομίζω ότι μπορεί νά περιγραφεί». Τή θεραπεία τή δέχτηκε γιά νά μπορεί νά προσφέρει υπηρεσίες μέχρι τήν τελευταία στιγμή. "Οταν πιά είχε εξαντληθεί, παρεκάλεσε τό γιατρό νά σταματήσει κάθε θεραπεία. Τοϋ είπε χαρακτηριστικά: «Άφοΰ δέν μπορώ πιά νά γονατίσω, δεν χρειάζομαι πλέον στον κόσμο, πρέπει νά φύγω». "Αλλοτε πάλι είπε σε γνωστά του πρόσωπα: «Θέλω νά πεθάνω, αλλά οι γιατροί δέ μ' αφήνουν. Μιά ζωή αγωνιζόμαστε γιά νά βρεθούμε κοντά στό Θεό και τώρα θά δειλιάσουμε;». Και κάποια άλλη φορά εξομολογήθηκε: «Όσο μέ ωφέλησε ή αρρώστια, δέν μέ ωφέλησε ή άσκηση όλα τά χρόνια».
Ή επιθυμία του Γέροντα μετά τήν εγχείρηση ήταν νά επιστρέψει στό "Αγιον Όρος, άφοΰ θά είχε κάποια βελτίωση στην υγεία του. Τελικά ή κατάσταση της υγείας του επιδεινώνονταν μέρα μέ τή μέρα, γεγονός πού καθιστούσε αδύνατη πιά τήν επάνοδο του στό Όρος. Αυτό ό Γέροντας τό είχε καταλάβει μόνος του καί γι' αυτό απεφάσισε νά παραμείνει στό ησυχαστήριο της Σουρωτής κι εκεί νά ενταφιαστεί. Μάλιστα τήν επιθυμία του αυτή τήν είχε γράψει προς αποφυγή διαφόρων παρεξηγήσεων.
Στίς 12 Τουλίου 1994, ήμερα Τρίτη, ό Γέροντας έκοιμήθη έν Κυρίω κι ετάφη στό ησυχαστήριο της Σουρωτής, δίπλα στό ναό του αγίου 'Αρσενίου. Σύμφωνα μέ τήν επιθυμία του πάνω στον τάφο τοποθετήθηκε μιά μικρή μαρμάρινη πλάκα μέ τους ακόλουθους στίχους. Έδω τελείωσε ή ζωή,
εδώ καί ή πνοή μου,
εδώ τό σώμα θά Θαφτή,
θά χαίρη κι ή ψυχή μου.
Ό "Αγιος μου κατοικεί,
αυτό είναι τιμή μου.
Πιστεύω Αυτός θά λυπηθή
τήν άθλια ψυχή μου.
Θά εύχεται στον Αυτρωτή
νά 'χω τήν Παναγία μαζί μου.
Μοναχός Παΐσιος 'Αγιορείτης «*-
ΚΩΣΤΑΣ
ΑΘΩΝΙΚΟΝ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
Είπε γέρων ησυχαστής:
—Εις τήν αρχήν ό υποτακτικός υπακούει εύλαβως καί άνεξετάστως. Με τόν καιρόν βάζει τήν λογικήν, ή οποία καταστρέφει τήν ύπακοήν. Βλέπει μέ τά μάτια της λογικής.
***
"Ελεγεν εις ημάς συχνά ό ερημίτης γέρων Χριστόδουλος, υποτακτικός του μεγάλου νηπτικού γέροντος Καλλινίκου, όταν τόν έπισκεπτόμεθα εις τό φιλόξενον καλύβι του:
—Εις τήν έποχήν μας χρειάζεται νά ασκηθούμε περισσότερον εις τήν ασκησιν της υπομονής. Οι παλαιοί άγιοι έκαναν μεγάλας ασκήσεις, τάς οποίας ήμείς άδυνατούμεν νά έκτελέσωμε. 'Αλλά τήν ύπομονήν καί τήν εν υπακοή ταπείνωση; όφείλομεν νά τήν έχωμεν...
***
"Οταν ήλθα εις τό "Αγιον "Ορος, ένόμισα ότι ήγγισα τόν θεόν, αλλά, όταν έγνώρισα τόν γέροντα Δανιήλ, τότε αντελήφθην πόσον μακράν ητο ό θεός άπό έμέ, είπεν ό ύποτακτικός τού διακριτικού γέροντος Δανιήλ, λογοτέχνης Ά. Μωραϊτίδης, ό γενόμενος εις τό τέλος 'Ανδρόνικος μοναχός.
***
"Οταν τό 1968 έπεσκέφθημεν τά Καρούλια (τήν βαθυτέραν δηλαδή ερημον τού "Αθω) μαζί μέ τόν παραδελφόν μου πατέρα Δανιήλ, έζη ό θαυμάσιος Ρώσος ερημίτης γέρων Ζωσιμάς, ό καλαθοποιός. Ήτο εκεί καί ό υποτακτικός του παπα-Σεραφείμ, γνώστης εν ολίγοις της Ελληνικής. Μας όδήγησεν εις τό εκκλησάκι τού ερημητηρίου τού αγίου Γεωργίου καί μας έδωσε τρία πνευματικά κεράσματα της ερήμου, τρία αγιογραφικά χωρία:
—«Ένώ περί ων δέδωκάς μοι ερωτώ ότι σοίεισί...» (Ίω. 17,9). β) «"Οσοι δέ έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς έξουσίαν τέ κνα Θεού γενέσθαι...» (Ίω. 1,12). γ) «Τηρείν πάντα όσα ένετειλην υμίν καί ιδού έγώ μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας της ζωής έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28,20).
— Περνούμε, είπε, κρίσιμους καιρούς. Ό 'Αντίχριστος
έρχεται, ετοιμάζεται από τους Εβραίους.
Έπεσκέφθημεν καί τόν ερημίτην γέροντα Άνδρέαν. Πάμπτωχος, ασθενής, υπομονετικός, μέ ιλίγγους εις τό κεφάλι. 'Ιδού, μερικαί άπό τάς συμβουλάς του:
—Τό Εύαγγέλιον θέλει εφαρμογή καί οχι θεωρία. Ή προσευχή μας νά λέγεται μέ ενωμένα τόν λόγον, τόν νουν καί την καρδίαν. Γιά νά είναι καθαρά χρειάζεται εγκράτεια καί καθαρότης. Μή κρίνουμε τον πλησίον δι' ό,τιδήποτε. Κάνε υπακοή καί εις τους μικρότερους σου. Καί 90 ετών νά γίνης νά υπάκουης σέ ένα παιδί πού εΐναι 18 ετών.
Ό λιπόσαρκος, ό πρόσχαρος γέρων Βαρθολομαίος, μας ύπεδέχθη μέ τήν έγκάρδιον ασκητικήν φιλοξενίαν καί φίλολογίαν του:
— 'Οσάκις εις προσευχήν κατανυσσόμεθα, τοσάκις τόν
Θεόν καταφιλούμεν, ειπεν. Μέ τάς άρετάς όμοιούμεθα τω
Θεώ. Μέ τήν νοεράν προοευχήν ένουμεθα τω θεω. Ούτως
έχουν τά πράγματα, αδελφάκια μου. 'Αλλοίμονον εις έμέ,
διότι έχασα τήν ευλογίαν του Κοινοβίου. Ή υπακοή οδηγεί
εις ταπείνωση , εις πένθος, εις δάκρυα εις καθαροσίν καί φωτι -
σμόν...Καί ένώ μας έκέρασε τό άσκητικόν κέρασμα, ένα σύ-
κον ξηρόν μέ βρόχινον νερό άπό τήν στέρναν του, μας περιέ -
γράψε τόν ένάρετον γέροντα Ισαάκ τόν Διονυσιάτην καί τάς
άρετάςτου.
Ό πάμπτωχος καί ρακένδυτος Ρουμάνος ασκητής Ε., δέν είχε «που τήν κεφαλήν κλίναι». Έβοήθει εις τήν τράπεζαν του Ρωσικού μοναστηρίου καί 6, τι έπαιρνε τό έδιδεν έλεημοσυνην εις απομεμακρυσμένους άσκητάς.
— Είναι ή μόνη ευκαιρία νά σωθώ, έλεγεν. Νά ζητιανεύω ταπεινούμενος, νά κοπιάζω, νά διαμοιράζω...
***
"Οταν ύπηρετούσεν ό γέρων 'Αρτέμιος εις ένα Γρηγοριάτκον μετόχι εις τήν "Αρταν καί έπήγαινε νά ψωνίση εις τήν άγοράν, επέστρεφε μέ άδεια χέρια. Ό, τι είχε τά διεμοίραζεν εις πτωχούς καί γεροντάκια.
***
Όλας τάς «ευλογίας», πού του έδιδαν πολλοί θεραπευμένοι μέ τήν προσευχήν του, ό Χατζηγεώργης τάς έδιδε έλεημοσύνην εις τους πτωχούς, μοναχούς καί λαϊκούς. Τόση ήτο ή ελεημοσύνη του ώστε επεκράτησε νά λέγουν δι' όποιονδήποτέ ελεήμονα:
«Δίνει σάν Χατζηγεώργης».
***
Έπί ήγουμενίας του Καθηγουμένου της ίερας Μονής Γρηγορίου Συμεών επήγεν ό μοναχόςc Υπάτιος καί βλέπων οτι τό πιθάρι ελαίου είχε μόνον 30Θ κιλά ήρώτησεν τόν Ήγούμενον:
-θά δωσωμε λάδι στους ασκητές;
-θά τους δώσης.
-Γέροντα, δέν έχομε.
-Τό λάδι εϊναι γιά όλους μας. "Αν σωθη, τότε θά σωθή γιά όλους μας.
Έδιδαν, έδιδαν καί δέν έλιγόστευεν τό έλαιον!... Άμείωτον έμεινεν εις τό πιθάρι. »
ΚΩΣΤΑΣ
—Εις τήν αρχήν ό υποτακτικός υπακούει εύλαβως καί άνεξετάστως. Με τόν καιρόν βάζει τήν λογικήν, ή οποία καταστρέφει τήν ύπακοήν. Βλέπει μέ τά μάτια της λογικής.
***
"Ελεγεν εις ημάς συχνά ό ερημίτης γέρων Χριστόδουλος, υποτακτικός του μεγάλου νηπτικού γέροντος Καλλινίκου, όταν τόν έπισκεπτόμεθα εις τό φιλόξενον καλύβι του:
—Εις τήν έποχήν μας χρειάζεται νά ασκηθούμε περισσότερον εις τήν ασκησιν της υπομονής. Οι παλαιοί άγιοι έκαναν μεγάλας ασκήσεις, τάς οποίας ήμείς άδυνατούμεν νά έκτελέσωμε. 'Αλλά τήν ύπομονήν καί τήν εν υπακοή ταπείνωση; όφείλομεν νά τήν έχωμεν...
***
"Οταν ήλθα εις τό "Αγιον "Ορος, ένόμισα ότι ήγγισα τόν θεόν, αλλά, όταν έγνώρισα τόν γέροντα Δανιήλ, τότε αντελήφθην πόσον μακράν ητο ό θεός άπό έμέ, είπεν ό ύποτακτικός τού διακριτικού γέροντος Δανιήλ, λογοτέχνης Ά. Μωραϊτίδης, ό γενόμενος εις τό τέλος 'Ανδρόνικος μοναχός.
***
"Οταν τό 1968 έπεσκέφθημεν τά Καρούλια (τήν βαθυτέραν δηλαδή ερημον τού "Αθω) μαζί μέ τόν παραδελφόν μου πατέρα Δανιήλ, έζη ό θαυμάσιος Ρώσος ερημίτης γέρων Ζωσιμάς, ό καλαθοποιός. Ήτο εκεί καί ό υποτακτικός του παπα-Σεραφείμ, γνώστης εν ολίγοις της Ελληνικής. Μας όδήγησεν εις τό εκκλησάκι τού ερημητηρίου τού αγίου Γεωργίου καί μας έδωσε τρία πνευματικά κεράσματα της ερήμου, τρία αγιογραφικά χωρία:
—«Ένώ περί ων δέδωκάς μοι ερωτώ ότι σοίεισί...» (Ίω. 17,9). β) «"Οσοι δέ έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς έξουσίαν τέ κνα Θεού γενέσθαι...» (Ίω. 1,12). γ) «Τηρείν πάντα όσα ένετειλην υμίν καί ιδού έγώ μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας της ζωής έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28,20).
— Περνούμε, είπε, κρίσιμους καιρούς. Ό 'Αντίχριστος
έρχεται, ετοιμάζεται από τους Εβραίους.
Έπεσκέφθημεν καί τόν ερημίτην γέροντα Άνδρέαν. Πάμπτωχος, ασθενής, υπομονετικός, μέ ιλίγγους εις τό κεφάλι. 'Ιδού, μερικαί άπό τάς συμβουλάς του:
—Τό Εύαγγέλιον θέλει εφαρμογή καί οχι θεωρία. Ή προσευχή μας νά λέγεται μέ ενωμένα τόν λόγον, τόν νουν καί την καρδίαν. Γιά νά είναι καθαρά χρειάζεται εγκράτεια καί καθαρότης. Μή κρίνουμε τον πλησίον δι' ό,τιδήποτε. Κάνε υπακοή καί εις τους μικρότερους σου. Καί 90 ετών νά γίνης νά υπάκουης σέ ένα παιδί πού εΐναι 18 ετών.
Ό λιπόσαρκος, ό πρόσχαρος γέρων Βαρθολομαίος, μας ύπεδέχθη μέ τήν έγκάρδιον ασκητικήν φιλοξενίαν καί φίλολογίαν του:
— 'Οσάκις εις προσευχήν κατανυσσόμεθα, τοσάκις τόν
Θεόν καταφιλούμεν, ειπεν. Μέ τάς άρετάς όμοιούμεθα τω
Θεώ. Μέ τήν νοεράν προοευχήν ένουμεθα τω θεω. Ούτως
έχουν τά πράγματα, αδελφάκια μου. 'Αλλοίμονον εις έμέ,
διότι έχασα τήν ευλογίαν του Κοινοβίου. Ή υπακοή οδηγεί
εις ταπείνωση , εις πένθος, εις δάκρυα εις καθαροσίν καί φωτι -
σμόν...Καί ένώ μας έκέρασε τό άσκητικόν κέρασμα, ένα σύ-
κον ξηρόν μέ βρόχινον νερό άπό τήν στέρναν του, μας περιέ -
γράψε τόν ένάρετον γέροντα Ισαάκ τόν Διονυσιάτην καί τάς
άρετάςτου.
Ό πάμπτωχος καί ρακένδυτος Ρουμάνος ασκητής Ε., δέν είχε «που τήν κεφαλήν κλίναι». Έβοήθει εις τήν τράπεζαν του Ρωσικού μοναστηρίου καί 6, τι έπαιρνε τό έδιδεν έλεημοσυνην εις απομεμακρυσμένους άσκητάς.
— Είναι ή μόνη ευκαιρία νά σωθώ, έλεγεν. Νά ζητιανεύω ταπεινούμενος, νά κοπιάζω, νά διαμοιράζω...
***
"Οταν ύπηρετούσεν ό γέρων 'Αρτέμιος εις ένα Γρηγοριάτκον μετόχι εις τήν "Αρταν καί έπήγαινε νά ψωνίση εις τήν άγοράν, επέστρεφε μέ άδεια χέρια. Ό, τι είχε τά διεμοίραζεν εις πτωχούς καί γεροντάκια.
***
Όλας τάς «ευλογίας», πού του έδιδαν πολλοί θεραπευμένοι μέ τήν προσευχήν του, ό Χατζηγεώργης τάς έδιδε έλεημοσύνην εις τους πτωχούς, μοναχούς καί λαϊκούς. Τόση ήτο ή ελεημοσύνη του ώστε επεκράτησε νά λέγουν δι' όποιονδήποτέ ελεήμονα:
«Δίνει σάν Χατζηγεώργης».
***
Έπί ήγουμενίας του Καθηγουμένου της ίερας Μονής Γρηγορίου Συμεών επήγεν ό μοναχόςc Υπάτιος καί βλέπων οτι τό πιθάρι ελαίου είχε μόνον 30Θ κιλά ήρώτησεν τόν Ήγούμενον:
-θά δωσωμε λάδι στους ασκητές;
-θά τους δώσης.
-Γέροντα, δέν έχομε.
-Τό λάδι εϊναι γιά όλους μας. "Αν σωθη, τότε θά σωθή γιά όλους μας.
Έδιδαν, έδιδαν καί δέν έλιγόστευεν τό έλαιον!... Άμείωτον έμεινεν εις τό πιθάρι. »
ΚΩΣΤΑΣ
Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009
Η εκκλησιαστική περιουσία
Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης
στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1/11/2009
Είναι, δυστυχώς, γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει την εκκλησία με καχυποψία.
Η Ιερά Σύνοδος αναγκάστηκε να ανακοινώσει ότι τα μητροπολιτικά οχήματα δεν είναι κρατικά, αλλά ανήκουν στις ιερές μητροπόλεις. Ετοιμάζεται, μάλιστα, όπως λέγεται, βαριά φορολόγηση της εκκλησίας. Δεν θα υπήρχε αντίρρηση αν η εκκλησία δεν επιτελούσε ένα αποδεδειγμένα πλούσιο φιλανθρωπικό έργο. Η οικονομική κρίση έφερε και μεγάλη μείωση των εσόδων των παγκαριών.
Η ίδια η εκκλησία καλείται να αξιοποιήσει την περιουσία της για τους σκοπούς της. Η εκκλησιαστική περιουσία, πάντως, είναι γεγονός πως ούτε τεράστια είναι ούτε αμύθητη. Η υπερβολή και ο υπερτονισμός τού αντιθέτου άλλους σκοπούς έχουν. Η περιουσία αυτή είναι νόμιμη κατά πάντα και μόνο η εκκλησία μπορεί να την εκμεταλλευτεί. Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δήλωσε πως "η εκκλησιαστική περιουσία πάντοτε, και παλαιότερα και σήμερα, έχει καταντήσει ένα προσφιλές θέμα για λαϊκισμό, προπαγάνδα και σκοπιμότητες". Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια.
Ανακινούνται και ανατροφοδοτούνται τελευταία διάφορα σενάρια ετοιμαζόμενης πολεμικής κατά της εκκλησίας. Αρκετοί αρχιερείς είναι αρκετά σκεπτόμενοι και προβληματισμένοι. Γρήγορα και εύκολα λησμονήθηκε η μεγάλη προσφορά της εκκλησίας στο έθνος, υλική και κυρίως πνευματική. Ακόμη το κράτος οφείλει πολλά στην εκκλησία από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που έκανε σε εκκλησιαστικές εκτάσεις. Το κράτος, ύστερα από αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δεν μπορεί αυθαίρετα να επεμβαίνει σε ζητήματα εκκλησιαστικής περιουσίας.
Προ εικοσαετίας δικαιώθηκαν πλήρως μονές που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για καταπάτηση ή αρπαγή μοναστηριακών κτημάτων, διότι παραβιάσθηκαν θεμελιώδη δικαιώματα των μονών για τις περιουσίες τους. Χρειάζεται γνώση, μελέτη, προσοχή, διάκριση, σεβασμός και υπομονή σε αυτά τα τόσο σοβαρά θέματα που παρουσιάζονται μυθοπλασίες για λαϊκή κατανάλωση. Δεν επιλύεται με αυθαιρεσίες η οικονομική κρίση.
Η μισθοδοσία του κλήρου και η λειτουργία των εκκλησιαστικών σχολών είναι υποχρέωση του κράτους και μικρή ανταπόδοση για τις πολλές κρατικές αυθαιρεσίες απαλλοτριώσεων και καταπατήσεως συμπεφωνημένων. Κάθε κυβερνητική διάθεση για μετατροπή καθεστώτων, περικοπές ή επιβαρύνσεις θα δημιουργήσει μεγάλη ταραχή και δυνατούς τριγμούς με σοβαρές ρωγμές. Η μισθοδοσία του κλήρου αποτελεί οπωσδήποτε συμβατική υποχρέωση της πολιτείας. Μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι δεσμευμένο από το κράτος. Ορισμένοι λέγουν πως οι αντιδράσεις δημιουργούνται κακοπροαίρετα και έχουν στόχο τη μη αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Φοβούμεθα πως πρόκειται για τεχνητή κρίση. Στις κρίσεις συνηθίζεται να γίνεται πολύς λόγος για την εκκλησιαστική περιουσία. Η εκκλησία σε όλες τις περιπέτειες του έθνους στάθηκε θερμός συμπαραστάτης. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν κάποιοι φιλόδοξοι νέοι.
Είναι γεγονός επίσης πως η σημερινή περιουσία της εκκλησίας είναι μόνο το 4%της αρχικής της. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως αναφέρθηκε στην ιεραρχία, πάρθηκαν κατά καιρούς μοναστηριακές περιουσίες με τη διάλυση μονών δίχως κανένα αντάλλαγμα. Καλό είναι να μη στεκόμαστε απέναντι από την εκκλησία, αλλά να πηγαίνουμε μαζί. Το θρησκευτικό συναίσθημα των Νεοελλήνων παραμένει βαθύ. Η εκκλησία έχει καλή γνώση των αναγκών της και έχει αποδείξει ότι ξέρει να προσφέρει. Δεν επιτρέπεται να εξαναγκασθεί για κάτι τέτοιο. Οι θέσεις αυτές δεν υποστηρίζονται από βολεμένους, όπως χαρακτηρίστηκαν, αλλά από σοβαρούς ανθρώπους, που δεν μπορεί να τους αμφισβητηθεί ότι πονούν και αυτοί γι'; αυτόν τον τόπο. Τη φιλανθρωπία τη διδάσκει και την πραγματώνει πρώτη η εκκλησία. Οι αστοχίες κάποιων ελαχίστων δεν θα πρέπει να καταλογίζονται στην εκκλησιαστική πλειοψηφία.
Η εκκλησία, πάντως, αναμένει υπομονετικά τις ξεκάθαρες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για τις προθέσεις της για το συγκεκριμένο αλλά και για τα υπόλοιπα σοβαρά εκκλησιαστικά θέματα.
Αντιγραφή απο: http://agioritikesmnimes.pblogs.gr
Η δίψα της ειρήνης κι ο τρόμος της μπόμπας
Φωτίου Κόντογλου
Η ΔΙΨΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΙ Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΠΟΜΠΑΣ
Ο κακόμοιρος ο κόσμος διψά ειρήνη. Μα χωρίς την απομέσα ειρήνη, δεν μπορεί να γίνη ειρήνη εξωτερική. Χωρίς την ψυχική ειρήνη, η πολιτική και κοινωνική ειρήνη είναι ψεύτικη. «Ειρήνη αφίημι υμίν, είπε ο Χριστός στους μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». Πρόσεξες για να δης καλά τί λέγει ο Χριστός; «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». «Δεν σας δίνω, λέγει, εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος», την ψεύτικη, την οργισμένη ειρήνη, την ανειρήνευτη ειρήνη, την ειρήνη που στ' αληθινά δεν έχει ολότελα ειρήνη και ησυχία. Τέτοια είναι η ειρήνη που μπορεί να κάνη ο κόσμος, οι άνθρωποι, που τρώγονται με τα πάθη τους και που τους κατατρώγει η περηφάνεια, η ματαιοδοξία-φιλαργυρία, η σκληροκαρδία και η απονιά στους άλλους, η μανία της ακολασίας και η επιθυμία της καλοπέρασης. Όλα τούτα τα πάθη είναι οργισμένα και όχι ειρηνικά. Αυτά κάνουνε τους ανθρώπους να μαλώνουνε, να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον, αυτά λιγοστεύουνε την αγάπη, που είναι δα πολύ λίγη ανάμεσά τους, και φέρνουνε την παραζάλη, την έχθρα, «την έριδα» που λέγανε οι αρχαίοι. Με άλλα λόγια, φέρνουνε τη βασιλεία του διαβόλου επί της γης, και όχι τη βασιλεία του Θεού, που είναι η ειρήνη.
Ο Χριστός μας δίδαξε να λέμε στο «Πάτερ ημών» «ελθέτω η βασιλεία Σου». Μα ποιος πιστεύει στη βασιλεία του Θεού, παρεκτός από κάποιους λίγους, που τους έχει ο κόσμος για τρελούς; Ωστόσο, αυτός ο παραζαλισμένος κόσμος, ο βουτηγμένος στην αμαρτία, στις ηδονές, και στην ακολασία, αυτός ο κόσμος που πιστεύει μοναχά στον εαυτό του, και που δεν λογαριάζει καθόλου τον Θεό και τον νόμο του, αποζητά την ειρήνη, θέλει να μείνη ήσυχος για να χαρή τις αμαρτωλές επιθυμίες του, για να βουτηχθή ως τον λαιμό μέσα στον μαύρο βούρκο. Δεν πιστεύει στα λόγια του Θεού που λέγεται «Άρχων ειρήνης», και που είπε με το στόμα του προφήτη «Αν ακούσετε τα λόγια μου, θα ήσαστε βλογημένοι και θα ζήσετε καλά. Μα αν δεν τ' ακούσετε αλλά πορευθήτε κατά τα πονηρά θελήματα της καρδιάς σας, θα σας καταφάγη η μάχαιρα». Αυτά τα κοροϊδεύει ο κόσμος, και τα λέγει παραμύθια.
Και να, που ήρθε ο κόμπος στο χτένι. Η παραζάλη, γίνεται μέρα με τη μέρα χειρότερη. Ο πόθος της απόλαυσης έγινε μιαν άγρια τρέλα στους ανθρώπους, που τσαλαπατάνε ο ένας τον άλλον για να μη χάσουνε τις διάφορες φαρμακερές ηδονές, που ολοένα τις πληθαίνει ο σατανάς με τα πολύπλοκα μηχανήματά του, σαν τον ψαρά που βάζει στ' αγκίστρι του όλο και πιο ορεχτικό δόλωμα, για να τραβήξη τα λαίμαργα τα ψάρια και να τα ψήση στη φωτιά να τα φάγη. Ο μαμωνάς σκέπασε με τις σκοτεινές φτερούγες του τον κόσμο, και τον κουνά σαν νάναι κανένα κόσκινο, και όπως αναταράζεται το σιτάρι, χοροπηδάνε οι άνθρωποι μέσα στο κόσκινό του και δαγκάνει ο ένας τον άλλον, και εξοντώνει ο αδελφός τον αδελφό, λέγοντας: «Ο θάνατός σου, ζωή μου!». Το ίδιο και τα μεγάλα κοπάδια των ανθρώπων, τα λεγόμενα έθνη, βλέπουνε τόνα τάλλο όπως βλέπει ο λύκος το πρόβατο, και λογαριάζει πότε θα μπόρεση να το πνίξη, να πιή το αίμα του, το μεγάλο να φάη το μικρό και τα μεγάλα να φάνε τόνα τάλλο. Να, λοιπόν, που αντί να έλθη η βασιλεία του Θεού, που μας είπε ο Χριστός να παρακαλούμε, ήρθε η βασιλεία του σατανά, του όφεως του αρχαίου, που ήτανε πάντα ανθρωποκτόνος, όπως λέγει το Ευαγγέλιο.
Ο διάβολος είναι ο εξουσιαστής απάνω στη διάνοια και στην καρδιά μας, και αυτός χαίρεται για τα έργα που κάνουμε, θέλοντας να βγάλουμε ο ένας το μάτι τ' αλλουνού. Ανάμεσα στα δολώματα που μας έβαλε, εκείνο που μας τραβά περισσότερο η μυρουδιά του, είναι το πετρέλαιο, αυτό το βρωμόνερο που βγαίνει από την πίσσα της κόλασης, που είναι μαύρο κατοικητήριό του. Και γύρω σ' αυτό το σιχαμερό δόλωμα μαζευτήκανε τα έθνη, μικρά και μεγάλα, και δαγκώνουνται, και σφάζουνται γι' αυτό δίχως έλεος. Και οι άνθρωποι γινήκανε τρελοί από κακία, γεμάτοι υποκρισία, μεγαλομανία, φιληδονία, πιστοί στρατιώτες του διαβόλου. Και μέσα σ' αυτή τη λύσσα που τους έπιασε, θέλουνε ν' απολάψουνε, οι ανόητοι, την Ειρήνη, που είναι δώρο του Θεού, και όχι του διαβόλου.
Ο Θεός λείπει από τον κόσμο. Πουθενά δεν γίνεται το θέλημά Του. Ο Χριστός, πριν σταυρωθή, γύρισε και είδε την Ιερουσαλήμ, δηλαδή τον κόσμο, δακρυσμένος, και είπε: «Πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα τέκνα σου, σαν την όρνιθα που σκεπάζει με τις φτερούγες της, τα πουλιά της, και δεν θελήσατε: Ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος». Έρημος οίκος είναι: ο κόσμος σήμερα. Έρημος από ειρήνη. Μέρα-νύχτα στέκεται ανύσταχτο το μάτι της πονηρής ανθρωπότητας. Μέρα-νύχτα δουλεύουνε οι εφευρέσεις της καταστροφής, τα συμβούλια του θανάτου. Και από τ' άλλο μέρος, οι καταδικασμένοι γλεντοκοπούνε, κυλιούνται στην ακολασία, κόλακες και δολοφόνοι, βλάκες και πονηρότατοι, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα από την εικόνα του Θεού. Όλοι παίρνουνε, κανένας δεν θέλει να δώση. Και όποιος δίνει, δίνει τον θάνατο. Σε κανένα καλό δεν συμφωνούνε, μα στο κακό, είναι όλοι θερμοί συνεργάτες.
Η κυρά Επιστήμη, δηλαδή η ανθρώπινη γνώση, αυτή είναι το καινούριο είδωλο που λατρεύουνε οι άνθρωποι. Με τόνα χέρι προσφέρνει τα γιατρικά για να μη πεθαίνουμε οι άνθρωποι, και με τάλλο βαστά τη μπόμπα και τους φοβερίζει, μέρα-νύχτα. Αυτή η μπόμπα, ο καρπός του δέντρου της Γνώσεως, μόλεψε τον αγέρα, τα νερά, το αίμα των ίδιων των ανθρώπων που την εφεύρανε. Και αφού πρώτα, με πείσμα δαιμονικό, φαρμακώσανε την έμορφη πλάση του Θεού, τώρα φωνάζουνε κείνοι που κατασκευάσανε αυτή την καταραμένη μπόμπα: «Σώσετε την ανθρωπότητα! Σώσετε τον κόσμο! Γενεές γενεών θα πεθαίνουνε από κακές αρρώστειες!». Υποκριτές! Τώρα φωνάζετε, σαν τον Ιούδα που μετάνοιωσε αφού είχε πια σταυρωθή ο Χριστός, και η μετάνοιά του δεν ωφελούσε πια κανέναν; Καλύτερα να τινάζατε τη γη στον αγέρα μια και καλή, παρά τώρα που φαρμακώσατε τα πάντα, και τα παιδιά μας, και τα εγγόνια μας θα τα θερίζη «σκληρός θάνατος και αργός».
Άνθρωπε! Καμάρωσε τα κατορθώματά σου. Καμάρωσε το τετραπέρατο μυαλό σου, που καυχιότανε πως θάκανε παράδεισο τον κόσμο!
ΚΩΣΤΑΣ
Η ΔΙΨΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΙ Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΠΟΜΠΑΣ
Ο κακόμοιρος ο κόσμος διψά ειρήνη. Μα χωρίς την απομέσα ειρήνη, δεν μπορεί να γίνη ειρήνη εξωτερική. Χωρίς την ψυχική ειρήνη, η πολιτική και κοινωνική ειρήνη είναι ψεύτικη. «Ειρήνη αφίημι υμίν, είπε ο Χριστός στους μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». Πρόσεξες για να δης καλά τί λέγει ο Χριστός; «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». «Δεν σας δίνω, λέγει, εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος», την ψεύτικη, την οργισμένη ειρήνη, την ανειρήνευτη ειρήνη, την ειρήνη που στ' αληθινά δεν έχει ολότελα ειρήνη και ησυχία. Τέτοια είναι η ειρήνη που μπορεί να κάνη ο κόσμος, οι άνθρωποι, που τρώγονται με τα πάθη τους και που τους κατατρώγει η περηφάνεια, η ματαιοδοξία-φιλαργυρία, η σκληροκαρδία και η απονιά στους άλλους, η μανία της ακολασίας και η επιθυμία της καλοπέρασης. Όλα τούτα τα πάθη είναι οργισμένα και όχι ειρηνικά. Αυτά κάνουνε τους ανθρώπους να μαλώνουνε, να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον, αυτά λιγοστεύουνε την αγάπη, που είναι δα πολύ λίγη ανάμεσά τους, και φέρνουνε την παραζάλη, την έχθρα, «την έριδα» που λέγανε οι αρχαίοι. Με άλλα λόγια, φέρνουνε τη βασιλεία του διαβόλου επί της γης, και όχι τη βασιλεία του Θεού, που είναι η ειρήνη.
Ο Χριστός μας δίδαξε να λέμε στο «Πάτερ ημών» «ελθέτω η βασιλεία Σου». Μα ποιος πιστεύει στη βασιλεία του Θεού, παρεκτός από κάποιους λίγους, που τους έχει ο κόσμος για τρελούς; Ωστόσο, αυτός ο παραζαλισμένος κόσμος, ο βουτηγμένος στην αμαρτία, στις ηδονές, και στην ακολασία, αυτός ο κόσμος που πιστεύει μοναχά στον εαυτό του, και που δεν λογαριάζει καθόλου τον Θεό και τον νόμο του, αποζητά την ειρήνη, θέλει να μείνη ήσυχος για να χαρή τις αμαρτωλές επιθυμίες του, για να βουτηχθή ως τον λαιμό μέσα στον μαύρο βούρκο. Δεν πιστεύει στα λόγια του Θεού που λέγεται «Άρχων ειρήνης», και που είπε με το στόμα του προφήτη «Αν ακούσετε τα λόγια μου, θα ήσαστε βλογημένοι και θα ζήσετε καλά. Μα αν δεν τ' ακούσετε αλλά πορευθήτε κατά τα πονηρά θελήματα της καρδιάς σας, θα σας καταφάγη η μάχαιρα». Αυτά τα κοροϊδεύει ο κόσμος, και τα λέγει παραμύθια.
Και να, που ήρθε ο κόμπος στο χτένι. Η παραζάλη, γίνεται μέρα με τη μέρα χειρότερη. Ο πόθος της απόλαυσης έγινε μιαν άγρια τρέλα στους ανθρώπους, που τσαλαπατάνε ο ένας τον άλλον για να μη χάσουνε τις διάφορες φαρμακερές ηδονές, που ολοένα τις πληθαίνει ο σατανάς με τα πολύπλοκα μηχανήματά του, σαν τον ψαρά που βάζει στ' αγκίστρι του όλο και πιο ορεχτικό δόλωμα, για να τραβήξη τα λαίμαργα τα ψάρια και να τα ψήση στη φωτιά να τα φάγη. Ο μαμωνάς σκέπασε με τις σκοτεινές φτερούγες του τον κόσμο, και τον κουνά σαν νάναι κανένα κόσκινο, και όπως αναταράζεται το σιτάρι, χοροπηδάνε οι άνθρωποι μέσα στο κόσκινό του και δαγκάνει ο ένας τον άλλον, και εξοντώνει ο αδελφός τον αδελφό, λέγοντας: «Ο θάνατός σου, ζωή μου!». Το ίδιο και τα μεγάλα κοπάδια των ανθρώπων, τα λεγόμενα έθνη, βλέπουνε τόνα τάλλο όπως βλέπει ο λύκος το πρόβατο, και λογαριάζει πότε θα μπόρεση να το πνίξη, να πιή το αίμα του, το μεγάλο να φάη το μικρό και τα μεγάλα να φάνε τόνα τάλλο. Να, λοιπόν, που αντί να έλθη η βασιλεία του Θεού, που μας είπε ο Χριστός να παρακαλούμε, ήρθε η βασιλεία του σατανά, του όφεως του αρχαίου, που ήτανε πάντα ανθρωποκτόνος, όπως λέγει το Ευαγγέλιο.
Ο διάβολος είναι ο εξουσιαστής απάνω στη διάνοια και στην καρδιά μας, και αυτός χαίρεται για τα έργα που κάνουμε, θέλοντας να βγάλουμε ο ένας το μάτι τ' αλλουνού. Ανάμεσα στα δολώματα που μας έβαλε, εκείνο που μας τραβά περισσότερο η μυρουδιά του, είναι το πετρέλαιο, αυτό το βρωμόνερο που βγαίνει από την πίσσα της κόλασης, που είναι μαύρο κατοικητήριό του. Και γύρω σ' αυτό το σιχαμερό δόλωμα μαζευτήκανε τα έθνη, μικρά και μεγάλα, και δαγκώνουνται, και σφάζουνται γι' αυτό δίχως έλεος. Και οι άνθρωποι γινήκανε τρελοί από κακία, γεμάτοι υποκρισία, μεγαλομανία, φιληδονία, πιστοί στρατιώτες του διαβόλου. Και μέσα σ' αυτή τη λύσσα που τους έπιασε, θέλουνε ν' απολάψουνε, οι ανόητοι, την Ειρήνη, που είναι δώρο του Θεού, και όχι του διαβόλου.
Ο Θεός λείπει από τον κόσμο. Πουθενά δεν γίνεται το θέλημά Του. Ο Χριστός, πριν σταυρωθή, γύρισε και είδε την Ιερουσαλήμ, δηλαδή τον κόσμο, δακρυσμένος, και είπε: «Πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα τέκνα σου, σαν την όρνιθα που σκεπάζει με τις φτερούγες της, τα πουλιά της, και δεν θελήσατε: Ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος». Έρημος οίκος είναι: ο κόσμος σήμερα. Έρημος από ειρήνη. Μέρα-νύχτα στέκεται ανύσταχτο το μάτι της πονηρής ανθρωπότητας. Μέρα-νύχτα δουλεύουνε οι εφευρέσεις της καταστροφής, τα συμβούλια του θανάτου. Και από τ' άλλο μέρος, οι καταδικασμένοι γλεντοκοπούνε, κυλιούνται στην ακολασία, κόλακες και δολοφόνοι, βλάκες και πονηρότατοι, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα από την εικόνα του Θεού. Όλοι παίρνουνε, κανένας δεν θέλει να δώση. Και όποιος δίνει, δίνει τον θάνατο. Σε κανένα καλό δεν συμφωνούνε, μα στο κακό, είναι όλοι θερμοί συνεργάτες.
Η κυρά Επιστήμη, δηλαδή η ανθρώπινη γνώση, αυτή είναι το καινούριο είδωλο που λατρεύουνε οι άνθρωποι. Με τόνα χέρι προσφέρνει τα γιατρικά για να μη πεθαίνουμε οι άνθρωποι, και με τάλλο βαστά τη μπόμπα και τους φοβερίζει, μέρα-νύχτα. Αυτή η μπόμπα, ο καρπός του δέντρου της Γνώσεως, μόλεψε τον αγέρα, τα νερά, το αίμα των ίδιων των ανθρώπων που την εφεύρανε. Και αφού πρώτα, με πείσμα δαιμονικό, φαρμακώσανε την έμορφη πλάση του Θεού, τώρα φωνάζουνε κείνοι που κατασκευάσανε αυτή την καταραμένη μπόμπα: «Σώσετε την ανθρωπότητα! Σώσετε τον κόσμο! Γενεές γενεών θα πεθαίνουνε από κακές αρρώστειες!». Υποκριτές! Τώρα φωνάζετε, σαν τον Ιούδα που μετάνοιωσε αφού είχε πια σταυρωθή ο Χριστός, και η μετάνοιά του δεν ωφελούσε πια κανέναν; Καλύτερα να τινάζατε τη γη στον αγέρα μια και καλή, παρά τώρα που φαρμακώσατε τα πάντα, και τα παιδιά μας, και τα εγγόνια μας θα τα θερίζη «σκληρός θάνατος και αργός».
Άνθρωπε! Καμάρωσε τα κατορθώματά σου. Καμάρωσε το τετραπέρατο μυαλό σου, που καυχιότανε πως θάκανε παράδεισο τον κόσμο!
ΚΩΣΤΑΣ
Αγιοι Ανάργυροι Αθηνών
ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΑΘΗΝΩΝ
Σήμερα 1 Ιουλίου τιμάται η μνήμη των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, με την ευκαιρία αυτή και εμείς θα αναφέρουμε λίγα πράγματα για το βίο των δύο αυτών γιατρών της ψυχής και του σώματος.
Οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, οι οποίοι έζησαν την εποχή πού αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Κάρυνος, ήταν γιατροί στο επάγγελμα και παρείχαν ιάσεις σε όλους όσους είχαν ανάγκη, και για αντάλλαγμα δεν έπαιρναν χρήματα, αλλά το μόνο πού ζητούσαν ήταν να πιστέψουν στον Χριστό. Κάποιοι όμως καλοθελητές διέβαλαν τούς αγίους στον αυτοκράτορα και του είπαν ότι οι θεραπείες και τα θαύματα πού επιτελούσαν τα έκαναν με μαγικές τέχνες.
Τότε οι Άγιοι Ανάργυροι επειδή δεν ήθελαν να πάνε άλλους αντί αυτών στον αυτοκράτορα, προσήλθαν μόνοι τους ενώπιον του και ο Καρίνος προσπάθησε να τούς μεταπείσει να αρνηθούν τον Χριστό. Εκείνοι όμως όχι μόνο δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, αλλά κατάφεραν να μεταπείσουν και να αλλάξουν και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, αφού και ο ίδιος δέχτηκε τις θεραπευτικές τους ιάσεις. Συγκεκριμένα, όταν ο Καρίνος ανέκρινε τούς Αγίους, μετατοπίστηκε η θέση του προσώπου του και στράφηκε προς την ράχη του. Αμέσως τότε οι Άγιοι την θεράπευσαν με την προσευχή τους στον Χριστό.
Εξαιτίας αυτού του θαύματος, πίστεψαν στον Χριστό όσοι βρίσκονταν εκείνη την στιγμή μπροστά σ' αυτό πού συνέβη και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας τούς έστειλε πίσω στους συγγενείς τους με μεγάλες τιμές. Αργότερα όμως, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Άγιοι φθονήθηκαν από τον ίδιο τον δάσκαλο πού τούς είχε μάθει την ιατρική επιστήμη, γιατί είχαν αποκτήσει μεγάλη δόξα και φήμη. Γι' αυτό τον λόγο τούς ανέβασε σε κάποιο όρος για να μαζέψουν δήθεν κάποια βότανα και εκεί τούς επιτέθηκε με πέτρες και τούς θανάτωσε.
Απολυτίκιον. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως θείοι θεράποντες, και ιατήρες βροτών, ανάργυρον βλύζετε, την θεραπείαν ημίν, Ανάργυροι ένδοξοι, όθεν τους προσιόντας, τη σεπτή υμών σκέπη, ρύσασθε νοσημάτων, και παθών ανιάτων, Κοσμά και Δαμιανέ, Ρώμης βλαστήματα.
Κοντάκιον. Ήχος β';.
Οι την χάριν λαβόντες των ιαμάτων, εφαπλούτε την ρώσιν τοις εν ανάγκαις, lατροί θαυματουργοί ένδοξοι, Αλλά τη ημών επισκέψει, και των πολεμίων τα θράση καταβάλλετε, τον κόσμον ιώμενοι εν τοις θαύμασι.
Επίσης 1 Ιουλίου
Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού ( 284). Μεγαλομάρτυρος Κωνσταντίνου του Αλαμανού. Αγίων Απολλωνίας και Μαυρικίου. Οσίων Πέτρου πατρικίου, Βασιλείου ηγουμένου, του συστησαμένου την σεβασμία Μονή του «Βαθέος Ρύακος» και Λέοντος του «γυμνού».
πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ
Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου
Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου
Προς όσους ασκούν τον μοναχικόν βίον και είναι στερεωμένοι εις την πίστιν του Θεού, αγαπητούς και περιποθήτους αδελφούς, χαίρετε εν Κυρίω.
Πρώτον μεν ευχαριστώ τον Κύριον, ο οποίος σας ηξίωσε να πιστεύσετε εις Αυτόν, δια να κληρονομήσετε και σεις την αιώνιον ζωήν μαζί με τους αγίους. Επειδή δε υπάρχουν μερικοί αρειανόφρονες, οι οποίοι περιέρχονται τα μοναστήρια δια κανένα άλλο σκοπόν, παρά να εξαπατήσουν τους απλοϊκούς, ωσάν απεσταλμένοι τάχα από ημάς, υπάρχουν δε μερικοί οι οποίοι διαβεβαιώνουν μεν πως δεν πιστεύουν εις την διδασκαλίαν, αλλά υποχωρούν και προσεύχονται μαζί με αυτούς εις τον ίδιον τόπον. Κατ' ανάγκην λοιπόν έσπευσα, επειδή με παρεκάλεσαν μερικοί σταθερώτατοι αδελφοί, να σας γράψω, ώστε να φυλάσσετε ακεραίαν και ανόθευτον την ευσεβή πίστιν, την οποίαν διατηρεί εις σας η χάρις του Θεού, δια να μη δώσετε αφορμήν σκανδαλισμού εις τους αδελφούς. Διότι, όταν μερικοί ιδούν σας τους πιστούς εις τον Χριστόν να συγκεντρώνεσθε με αυτούς και να κοινωνήτε μαζί τους, οπωσδήποτε θα θεωρήσουν τούτο ότι ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΗΜΑΣΙΑΝ, και έτσι θα πέσουν εις τον βόρβορον της ασεβείας. Δια να μη συμβή λοιπόν τούτο, αποφασίσατε, αγαπητοί, αυτούς μεν που φανερά πιστεύουν εις την ασέβειαν να αποστρέφεσθε, απ' αυτούς δε, που νομίζουν πως δεν πιστεύουν εις την αρειανικήν διδασκαλίαν, κοινωνούν όμως με τους ασεβείς να φυλάττεσθε, και μάλιστα εκείνων που αποστρεφόμεθα την πίστιν, αυτούς πρέπει να αποφεύγωμεν από την κοινωνίαν. Εάν δε κανείς προσποιήται μεν ότι ομολογεί ορθήν πίστιν, φαίνεται δε ότι κοινωνεί με εκείνους, αυτόν να παροτρύνετε να αποφεύγη αυτήν την συνήθειαν. Και εάν μεν υποσχεθή να τον θεωρήτε αδελφόν, εάν δε επιμένη με πείσμα, αυτόν να τον απομακρύνετε. Διότι εάν πράττετε έτσι θα διατηρήσετε καθαράν την πίστιν, και εκείνοι βλέποντες σας θα ωφεληθούν, επειδή θα φοβηθούν μήπως θεωρηθούν ως ασεβείς και ότι πιστεύουν την διδασκαλίαν εκείνων.
ΚΩΣΤΑΣ
Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης
Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης
Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»
Διαβάζει Ευχές, προσεύχεται και θεραπεύει!
Μόλις έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο, άρχισε κιόλας να διαβάζει με ζήλο τα εκκλησιαστικά βιβλία. Τον ενθάρρυνε η μητέρα, μα τον πρόσεξε και ο παπα-Θοδόσης, ο πατήρ Δημήτριος Θεοδοσίου, που πήγαινε στη Φαράκλα να λειτουργεί κάθε δεύτερη Κυριακή.
Φυσικά, δεν καταλάβαινε τόσο μικρός τα νοήματα. Σε λίγους μήνες –θα πήγαινε στη δευτέρα δημοτικού, οκτώ-εννέα ετών δηλαδή– τα διάβαζε με άνεση. Και όχι μόνο αυτό. Στην ανάγνωση των Ύμνων ή των Ευχών η φωνή του έπαιρνε τόνο αλλιώτικο. Επίσημο θα ’λεγες, σοβαρό. Κι ακόμα περισσότερο, τόνο ιερόπρεπο. Νόμιζες ότι έρχεται από κάπου αλλού, από μακρινή ιερή πηγή.
Αυτό, δηλαδή την καλή φωνή του Ιακώβου, την είχανε προσέξει γονείς και στενοί συγγενείς. Γιατί τα βράδια, στις γιορτές κυρίως, ο πατέρας του ο Σταύρος έβγαζε το μπαγλαμαδάκι και τους έπαιζε τραγουδάκια.
Τα μάθαινε και το Ιακωβάκι και τα τραγούδαγε πολύ ωραία. Τα τραγούδαγε και με τη μητέρα του, που χόρευαν κιόλας.
Τώρα όμως με τα εκκλησιαστικά γράμματα ήτανε κάτι αλλόκοτο. Την ίδια εποχή, ενώ βοηθούσε τον παπά στο Ιερό, άρχισε να πηγαίνει από νωρίς και στο αναλόγιο. Στο ναό έφτανε πολύ πριν από τον παπά, αξημέρωτα. Και πρώτα τακτοποιούσε τα του Ιερού.
Με φόβο Θεού κι επιμέλεια, για τα οποία πήρε σύντομα το μισθό. Διότι εκεί, στην αγία Τράπεζα, πολλές φορές αντιλήφθηκε και είδε αγγέλους και άκουσε ουράνιες ψαλμωδίες. Τα ’χανε κι έτρεμε το παιδί. Ένιωθε όμως και μεγάλη εσωτερική χαρά και ας μην μπορούσε να εξηγήσει αυτά που άκουγε κι έβλεπε. Μετά στο αναλόγιο διάβαζε πολλά κι έψελνε όσα μπορούσε. Και αφότου οι κάτοικοι είδανε κι ακούσανε το Ιακωβάκι στο αναλόγιο, γεννήθηκε στη συνείδησή τους ένα ιερό πρόσωπο, ένα ον που είχε πολλή σχέση με το Θεό και λίγη με τα ανθρώπινα. Όλοι ποια ξέρανε ότι το Ιακωβάκι τα 'χει καλά με τους Αγίους και ανήκει απόλυτα στην Εκκλησία. Επειδή μάλιστα το χωριό δεν είχε δικό του παπά, τα κλειδιά του ενοριακού ναού, του αγίου Γεωργίου, τα είχε από μικρός ο Ιάκωβος. Τον έβλεπαν στο ναό να κινείται με σεβασμό, αλλά και σαν στο σπίτι του. Ήτανε το φυσικό του περιβάλλον και κανείς δεν παρεξενευότανε που τον έβλεπε τόσο συχνά στο ναό.
Μ’όλ’ αυτά, από εννέα περίπου ετών, το Ιακωβάκι έγινε σιγά- σιγά η καταφυγή των απλοϊκών και φτωχών κατοίκων –πρόσφυγες οι περισσότεροι. Οι γιατροί ήσανε μακριά και θέλανε λεφτά, που δεν υπήρχαν. Ο παπα-Θοδόσης, πάλι, ήτανε σε άλλο χωριό. Και ήσανε όλοι σίγουροι ότι, εξόν από τη Λειτουργία, τα λοιπά –Ευχές, Εξορκισμούς– μπορούσε να τα κάνει το Ιακωβάκι. Αρχίσανε, λοιπόν, και τον καλούσανε για κάθε κακή περίσταση. Αρρώσταιναν τα ζώα; φωνάζανε το Ιακωβάκι να τα διαβάσει× και γινόσανε καλά. Στα παιδάκια πάλι το ίδιο. Ακόμα και για τις γυναίκες, που δυσκολευόσανε να γεννήσουν, καλούσανε το Ιακωβάκι. Πήγαινε με λαδάκι της αγίας Παρασκευής, σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού, προσευχότανε κι έφευγε. Η γυναίκα ελευθερωνόταν.
Από την Εκκλησία του χωριού είχε το Ευχολόγιο και από το σπίτι τους τη Σύνοψη. Αλλά στις περιπτώσεις ασθενειών, που τον φωνάζανε να διαβάσει Ευχές, διάβαζε, όσο ήτανε κάτω από δέκα-έντεκα ετών, ό,τι τύχαινε, ό,τι πρωτοάνοιγε στα δύο τούτα βιβλία, γιατί δεν μπορούσε να κρίνει κάθε φορά ποια Ευχή ακριβώς χρειάζεται στην περίπτωση.
Συχνά έλεγε και αυτοσχέδιες ευχές. Το συνήθιζε. Ήταν εννέα ετών και τον στείλανε με τον αδελφό του να θερίσουνε στο χωράφι τους τον Ιούλιο. Εκεί δάγκωσε τον αδελφό του Γιώργο ένα φίδι στο χέρι και άρχισαν πόνοι δυνατοί. Ο Γιώργος φώναζε για βοήθεια κι έκλαιγε. Ο Ιάκωβος παρηγορούσε τον αδελφό του, του έπλυνε με νερό το δαγκωμένο σημείο, γονάτισε, έβγαλε τον μικρό ξύλινο Σταυρό, που κρεμότανε πάντοτε στο στήθος του, σταύρωσε τον αδελφό του και σήκωσε τα χεράκια του στον ουρανό:
–Χριστέ μου, σε παρακαλώ, κάνε το δηλητήριο να γίνει νερό, να μην πάθει κακό ο αδελφούλης μου… Και τιμώρησε το καταραμένο φίδι, ο αντίχριστος το ’βαλε για το κακό του.
Σε λίγο υποχώρησε ο πόνος, το κακό δεν είχε συνέχεια. Και όχι μόνο αυτό. Το φίδι πήγε πιο κει, έμεινε ακίνητο και ψόφησε!
ΚΩΣΤΑΣ
Η εμβέλεια της προσευχής του Γέροντος Προφυρίου
Η εμβέλεια της προσευχής του Παππούλη
Είχα, παιδί μου , Ανάργυρε, μου είπε ο Παππούλης μια ημέρα, έναν πολύ καλό μου φίλο ιερομόναχο, ο οποίος έλαβε εντολή να πάει στην Αμερική να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Στεναχωρηθήκαμε και οι δυο γι’ αυτόν τον χωρισμό. Όμως η αρχιεπισκοπή ήταν ανένδοτη. Έπρεπε να φύγει αμέσως. Έτσι και έγινε.
Την ημέρα που αποχαιρετιστήκαμε, δώσαμε υπόσχεση, ενώπιον του Θεού, ο ένας να προσεύχεται, για τον άλλον σε όλη μας την ζωή. Από την πρώτη κι’όλας βραδιά, εγώ άρχισα να προσεύχομαι για τον φίλο μου. Και εκείνος μου έγραφε ότι έκανε το ίδιο για μένα. Όμως, στα επόμενα γράμματα του, έκανε λόγο για τρομερές δονήσεις, που αισθανόταν κατά την ώρα του ύπνου. Νόμιζε πως ηλεκτρονικό ρεύμα, μεγάλης εντάσεως, διαπερνούσε το σώμα του από τα νύχια ως την κορυφή. Ήταν Δε τόσο μεγάλη η ένταση αυτή, ώστε δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζετο κάθε βράδυ και ο ύπνος του είχε γίνει δύσκολος. Στην αρχή υπέθεσε, ότι οι ταραχές αυτές οφείλονταν στις κλιματολογικές διαφορές, που υφίστανται μεταξύ του κλίματος της χώρας μας και της Αμερικής. Αλλά, όταν είδε, ότι, προϊόντος του χρόνου, αντί να μειώνονται αύξαναν, άρχισε να ανησυχεί. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να ενημερώσει τηλεφωνικώς τον Παππούλη και να ζητήσει την γνώμη του. Ο Παππούλης, όμως τον καθησύχασε αμέσως. Δεν είναι τίποτα του είπε. Απλώς ξέχασες την υπόσχεση που δώσαμε, όταν χωρίσαμε, ότι ο ένας θα προσεύχεται για τον άλλο. Τι ώρα αισθάνεσαι αυτά που μου λές; Τον ρώτησε. Και εκείνος του απάντησε.: Το βράδυ που κοιμάμαι την τάδε ώρα. Ε, εσείς αυτήν την ώρα που εσείς έχετε νύχτα εκεί, εμείς εδώ έχουμε πρωί και είναι η ώρα που εγώ προσεύχομαι για σένα. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού, που κάνει την προσευχή μου να φθάνει μέχρις στην Αμερική! Κάνε και εσύ το ίδιο για μένα γιατί είμαι αμαρτωλός, του είπε και έκλεισαν το τηλέφωνο.
Εδώ πρέπει να πούμε, απαντώντας στους αναγνώστες που τυχόν διερωτηθούν γιατί είχε αυτό το ενοχλητικό για τον ιερομόναχο αποτέλεσμα η προσευχή του Παππούλη, ότι, όπως φαίνεται από τα ίδια τα λεγόμενα του Γέροντος, η ενόχληση, που αισθάνθηκε ο ιερομόναχος στην Αμερική οφειλόταν στο ότι είχε ξεχάσει να προσεύχεται την ώρα που είχαν συμφωνήσει. Προφανώς αυτό δεν θα συνέβαινε αν ο ιερομόναχος εκείνη την ώρα συμπροσευχόταν με τον Γέροντα. Πρέπει, όμως να προσθέσουμε και κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό που ακούσαμε και διασταυρώσαμε την αλήθεια του. Μια νύχτα ο ιερομόναχος αυτός αισθάνθηκε να κρυώνει και ξύπνησε και βρήκε την πόρτα του δωματίου του ανοιχτή. Παραξενεύτηκε γιατί ήταν βέβαιος ότι την είχε κλείσει, όπως συνήθιζε και, αφού την ξαναέκλεισε, ξανακοιμήθηκε. Όταν μετά από μερικές μέρες τηλεφωνήθηκε με τον παππούλη, ο παππούλης του είπε ότι πάει και τον βλέπει που κοιμάται και δεν προσεύχεται. Ο ιερομόναχος δυσπίστησε, σκεπτόμενος ότι ήταν αδύνατο να πηγαίνει ο παππούλης στην Αμερική να τον βλέπει και τότε ο παππούλης του είπε απλά: Ναι, ήρθα και σε είδα και σου άφησα και την πόρτα ανοικτή.(!) Ο ιερομόναχος βέβαια έμεινε εμβρόντητος, σαν να τον κτύπησε κεραυνός. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου! Ποιος μπορούσε πια να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του παππούλη;
Σχετικά με την προσευχή του Παππούλη έχουμε ακούσει από πολλές ψυχές ότι αισθανόντουσαν την προσευχή του γι’ αυτές ως γαλήνη και παραμυθία, ως ανακούφιση και χαρά, ως ένα αίσθημα μακαριότητας και ειρήνης, κάτι που έδιωχνε κάθε στεναχώρια, κάθε άγχος, κάτι που δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς και διάθεσης προσευχής και δοξολογίας του Θεού. Μια μάλιστα κυρία (Χ.Χ.) που είχε πρόσφατα χηρέψει, διηγείται στο βιβλίο του Κλ. Ιωαννίδη «Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, μαρτυρίες και εμπειρίες» που κυκλοφορεί σε πέμπτη έκδοση, ότι το απόγευμα της ίδιας μέρας, που ανακοίνωσε στο Γέροντα το θάνατο της συζύγου της, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της ένιωσε ξαφνικά να φεύγει όλο το βάρος από την ψυχή της και ν’ αναβλύζει από μέσα της μια χαρά, τόσο που σταυροκοπήθηκε και είπε: «Θεέ μου είναι λογική αυτή η αντίδραση μου;» Συνεχίζει Δε ότι μετά έμαθε -και διασταύρωσε αυτήν την πληροφορία –ότι εκείνη ακριβώς την ώρα, που αισθανόταν έτσι, ο Γέρων Πορφύριος προσευχόταν γι’ αυτήν.
Μια άλλη κυρία διηγήθηκε σε αξιόπιστο πρόσωπο, από το οποίο εμείς το ακούσαμε, ότι, όταν παρακάλεσε το Γέροντα Πορφύριο να τη βοηθήσει για κάποιο πρόβλημα της, της υπέδειξε να κάνουν μαζί προσευχή στις 10 το βράδυ. Όταν Δε αυτή του είπε αυτήν την ώρα δεν μπορεί, γιατί η οικογένεια την απασχολεί, της πρότεινε να συμπροσεύχονται (αυτή βέβαια από το σπίτι της) στις 4 το πρωί. Κι όταν του είπε ότι αυτήν την ώρα δυσκολεύεται να ξυπνήσει και ότι δεν μπορεί να βάλει ξυπνητήρι, γιατί θα ενοχλήσει την οικογένεια, της είπε ότι θα πηγαίνει αυτός να την ξυπνάει. Πράγματι, λοιπόν, όπως είπε, κάθε πρωί στις 4 η ώρα αισθανόταν ένα ελαφρύ άγγιγμα ή σκούντημα στον ώμο και καταλάβαινε ότι ήταν η ειδοποίηση του Γέροντος. Ήταν μια ευχάριστη ειδοποίηση, χωρίς ταραχή η ενόχληση.
Ένας άλλος φίλος μας αφηγήθηκε ότι, όταν το βράδυ ο Γέροντας προσηύχετο γι’ αυτόν, αισθανόταν, μερικές φορές, ένα αίσθημα ειρήνης ψυχικής και ελαφρότητας σωματικής, σαν να ήθελε το σώμα του να σηκωθεί από το κρεβάτι, χωρίς όμως να μετακινείται πραγματικά.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που είχε αφηγηθεί σε ένα φίλο μας ο ίδιος ο Γέροντας, κάποιου που χρωστούσε χρήματα, και για τον οποίο προσευχήθηκε ο Γέροντας, κατόπιν παρακλήσεως του δικαιούχου, να τον φωτίσει ο Θεός να τα επιστρέψει. Αυτός, μη θέλοντας να πληρώσει το χρέος του, ενοχλήθηκε από την προσευχή του Γέροντος και του ζήτησε να παύσει να προσεύχεται γι’ αυτόν. Εδώ όμως πρόκειται για τύψεις συνειδήσεως, που ξεσηκώθηκαν από την υπόμνηση της κατακρατήσεως των ξένων χρημάτων.
Έτσι φαίνεται ότι σε σπάνιες περιπτώσεις εκείνος για τον οποίο ο Γέροντας προσευχόταν, αισθανόταν κάποια ενόχληση, κάτι σαν έντονη υπόμνηση. Αυτό βέβαια συνέβαινε όταν εκείνος δεν είχε κάνει κάτι που έπρεπε να είχε κάνει.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας.
Δεν πέρασε ούτε ένα 20ήμερο και ο Παππούλης πήρε άλλο τηλεφώνημα από τον φίλο του ιερομόναχο, ο οποίος, ούτε λίγο, ούτε πολύ, τον θερμοπαρακαλούσε να πάψει να προσεύχεται γι’ αυτόν, γιατί τον άφηνε άυπνο και δεν μπορεί την ημέρα να εργαστεί και κινδυνεύει να θεωρηθεί από την εκεί Εκκλησία, σαν ράθυμος και αδιάφορος. Ο παππούλης του το υποσχέθηκε και πράγματι, έπαψε να προσεύχεται γι’ αυτόν και εκείνος, όπως είπε στον Παππούλη, δεν ξανααισθάνθηκε ποτέ πια τα αποτελέσματα της δυνάμεως της προσευχής του Παππούλη, η εμβέλεια της οποίας έφτασε μέχρι την Αμερική!
Πρέπει να ξανακάνουμε όμως παρέκβαση για να αποσαφηνίσουμε το θέμα ώστε να μη δημιουργηθεί καμμιά παρεξήγηση.
Εδώ κρύβεται ένα μεγάλο μυστήριο που χρειάζεται μεγάλη ανάπτυξη. Είναι το μυστήριο του κόπου που αναπαύει και της ανέσεως που καταστρέφει. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός ασκητού από το Γεροντικό. «Απέρχομαι όπου εστί κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυσιν» δηλαδή πηγαίνω εκεί όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ξεκούραση. (Αββάς Ποιμήν, μδ΄, Γεροντικόν, επιμέλεια Π.Β. Πάσχου, εκδ. Αστήρ, σελ. 87). Και ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Ο Θεός και οι άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσι, ο Δε διάβολος και οι εργάται αυτού εν αναπαύσει». Και αλλού: «Ουδείς μετ’ ανέσεως ανήλθεν εις τους ουρανούς». Είναι όπως ο αθλητής που θέλει να νικήσει στους αγώνες. Αρέσκεται στον κόπο των προπονήσεων, γιατί αποβλέπει στο βραβείο της νίκης. Ο Γέροντας το ήξερε αυτό εκ πείρας και από αγάπη, ήθελε να οδηγήσει και το φίλο του τον ιερομόναχο στην ουράνια ανάπαυση, που περνάει μέσα από τον πρόσκαιρο κόπο. Του υπενθύμιζε λοιπόν οχληρά την ώρα της προσευχής, σαν να του έλεγε: Άφησε καημένε τον ύπνο και έλα να προσευχηθούμε μαζί, όπως έχουμε συμφωνήσει και θα μπεις στα μυστήρια του Θεού και θα νιώσεις μια άλλου είδους ανάπαυση. Βέβαια ο ιερομόναχος εκείνος ανθρώπινα σκεπτόμενος, υπολόγιζε ότι για να εργαστεί την άλλη ημέρα, έπρεπε να είναι ξεκούραστος. Το μυστικό του Γέροντος όμως ήταν ότι όταν κατέλθει η Χάρις, δεν μετράει η κούραση. Ίσως μάλιστα ο μεγαλύτερος κόπος που γίνεται από θείο έρωτα, από αγάπη προς τον δεσπότη Χριστό, προσελκύει περισσότερη χάρη, και έτσι ο αγρυπνήσας την νύχτα στην προσευχή, μπορεί την άλλη μέρα, παρά τη σωματική κούραση του, να εργαστεί καλύτερα μέσα στην εκκλησία για τους συνανθρώπους του. Γιατί θα εργάζεται μαζί του η θεία Χάρις. Ενώ όταν είναι ξεκούραστος στο σώμα και χορτάτος στον ύπνο, θα εργάζεται μόνο με τις δικές του πτωχές δυνάμεις. Εφ’ όσον λοιπόν ο ιερομόναχος αυτός δεν «έπιασε» το μήνυμα του Παππούλη και προτίμησε, με την ανθρώπινη λογική του την αντίθετη άποψη, μοιάζει σαν τον αθλητή που προτιμά τον ύπνο από την προπόνηση για να είναι τάχα ξεκούραστος και να αποδώσει στους αγώνες. Εν τούτοις ο Θεός δεν εξαναγκάζει κανένα και γι’ αυτό ο Γέροντας, εφ’ όσον δεν έγινε δεκτή η προσφορά του, και παρακλήθηκε «να μην ενοχλεί»,την απέσυρε. Έτσι βέβαια ο ιερομόναχος εκείνος έμεινε τότε μόνος και εργαζόταν ως άνθρωπος. Δεν γνωρίζουμε πως εξελίχτηκε. Ελπίζουμε όμως ότι αργότερα θα κατάλαβε το νόημα της οχλήσεως του Παππούλη και θα επωφελήθηκε απ’ αυτήν.
Όλα τα ανωτέρω υποχρεώθηκε να μου τα διηγηθεί ο Παππούλης, γιατί εκείνο το καλοκαίρι,(πριν από 25 χρόνια περίπου), συνέβη και εγώ να υποστώ… τις ίδιες ταλαιπωρίες, από τις προσευχές του αγαπημένου μου Παππούλη. Ήταν Αύγουστος μήνας θυμάμαι, που αποφασίσαμε με ένα φιλικό μου ζευγάρι, να περάσουμε τις διακοπές μας στην λουτρόπολη της Αιδηψού. Πριν φύγω, πήγα να χαιρετήσω τον Παππούλη μου, όπως έκανα συνήθως, και να πάρω την ευχή του. Παράλληλα τον ρώτησα εάν προβλέπει, πως θα περάσω τις διακοπές. Μου απάντησε ότι θα περάσεις καλά, γιατί εγώ θα προσεύχομαι συνεχώς. Το απόγευμα της ίδιας μέρας βρεθήκαμε στην Αιδηψό και εγκατασταθήκαμε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο και το ρίξαμε έξω και λησμονήσαμε την προσευχή και όλα εν γένει τα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Το βράδυ κοιμήθηκα και αισθάνθηκα να κουνιέται το κρεβάτι μου τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι έκανε σεισμό. Ξύπνησα έντρομος και φώναξα δυνατά: σεισμός, σεισμός, ενώ παράλληλα κρατιόμουν από το κρεβάτι, για να μην πέσω κάτω και σκοτωθώ. Παρατήρησα όμως ότι κανείς δεν ξύπνησε από τα διπλανά δωμάτια, αλλά ούτε και από τους άλλους ορόφους. Το γεγονός αυτό με ανησύχησε περισσότερο. Παρέμεινα για πολλή ώρα άυπνος. Όταν ξανακοιμήθηκα, αισθάνθηκα πάλι τα ίδια και επιπλέον αισθανόμουν να διαπερνά το σώμα μου κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα! Αυτό μου συνέβη πολλές φορές. Το πρωί ρώτησα τον φίλο μου τον γιατρό και την σύζυγό του, εάν κατάλαβαν τους σεισμούς που έγιναν το βράδυ και αυτοί γελούσαν! Τα ίδια συνέβαιναν και τα άλλα βράδια και οι διακοπές μου κατάντησαν σκέτο μαρτύριο. Οπότε, ένα βράδυ βλέπω στον ύπνο μου, ότι ήμουν στην Εκκλησία του αγίου Νικολάου, (μάλλον στα Καλλίσια), και από την εικόνα του Αγίου εκπέμποντο επάνω μου δέσμες εκατομμυρίων πολύχρωμων θεϊκών ακτίνων με υπέρλαμπρο φως και μου προκαλούσαν μια απερίγραπτη θεϊκή αγαλλίαση! Μετά από αυτό το όνειρο, αναγκάστηκα να επικοινωνήσω με τον Παππούλη και του τα έθεσα όλα υπόψη. Μην ανησυχείς, μου λεει. Εγώ σε ταλαιπωρώ με τις προσευχές μου. Ποια ώρα είδες τον Άγιο Νικόλαο στον ύπνο σου; Του είπα την ώρα. Ε, αυτή την ώρα παρακαλούσα τον άγιο για σένα. Να συνεχίσεις τις διακοπές σου, αλλά να μην ξεχνάς να προσεύχεσαι.
Τότε εγώ χαριτολογώντας του είπα: - Παππούλη σας παρακαλώ, εάν θέλετε να συνεχίσω εγώ τις διακοπές μου, πρέπει να σταματήσετε εσείς τις προσευχές σας για μένα. Διαφορετικά, αυτές δεν είναι διακοπές, είναι μαρτύριο…
Ο Παππούλης χαμογέλασε…με αγαθότητα και άπειρη καλοσύνη. Ήθελε και με τον τρόπο αυτό να με οδηγήσει στην πνευματική ζωή. Αλλά εγώ…που να καταλάβω.
Το περιστατικό αυτό μου το υπενθύμισε δυο ώρες πριν φύγει για το τελευταίο του ταξίδι στο Άγιο Όρος και γελάσαμε και οι δυο πολύ δυνατά και με ιδιαίτερη ικανοποίηση. Μακάρι και τώρα να εύχεται, από εκεί που είναι, τόσο έντονα! Θα ήταν για μένα η πιο ευχάριστη ταλαιπωρία…
ΚΩΣΤΑΣ
Είχα, παιδί μου , Ανάργυρε, μου είπε ο Παππούλης μια ημέρα, έναν πολύ καλό μου φίλο ιερομόναχο, ο οποίος έλαβε εντολή να πάει στην Αμερική να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Στεναχωρηθήκαμε και οι δυο γι’ αυτόν τον χωρισμό. Όμως η αρχιεπισκοπή ήταν ανένδοτη. Έπρεπε να φύγει αμέσως. Έτσι και έγινε.
Την ημέρα που αποχαιρετιστήκαμε, δώσαμε υπόσχεση, ενώπιον του Θεού, ο ένας να προσεύχεται, για τον άλλον σε όλη μας την ζωή. Από την πρώτη κι’όλας βραδιά, εγώ άρχισα να προσεύχομαι για τον φίλο μου. Και εκείνος μου έγραφε ότι έκανε το ίδιο για μένα. Όμως, στα επόμενα γράμματα του, έκανε λόγο για τρομερές δονήσεις, που αισθανόταν κατά την ώρα του ύπνου. Νόμιζε πως ηλεκτρονικό ρεύμα, μεγάλης εντάσεως, διαπερνούσε το σώμα του από τα νύχια ως την κορυφή. Ήταν Δε τόσο μεγάλη η ένταση αυτή, ώστε δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζετο κάθε βράδυ και ο ύπνος του είχε γίνει δύσκολος. Στην αρχή υπέθεσε, ότι οι ταραχές αυτές οφείλονταν στις κλιματολογικές διαφορές, που υφίστανται μεταξύ του κλίματος της χώρας μας και της Αμερικής. Αλλά, όταν είδε, ότι, προϊόντος του χρόνου, αντί να μειώνονται αύξαναν, άρχισε να ανησυχεί. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να ενημερώσει τηλεφωνικώς τον Παππούλη και να ζητήσει την γνώμη του. Ο Παππούλης, όμως τον καθησύχασε αμέσως. Δεν είναι τίποτα του είπε. Απλώς ξέχασες την υπόσχεση που δώσαμε, όταν χωρίσαμε, ότι ο ένας θα προσεύχεται για τον άλλο. Τι ώρα αισθάνεσαι αυτά που μου λές; Τον ρώτησε. Και εκείνος του απάντησε.: Το βράδυ που κοιμάμαι την τάδε ώρα. Ε, εσείς αυτήν την ώρα που εσείς έχετε νύχτα εκεί, εμείς εδώ έχουμε πρωί και είναι η ώρα που εγώ προσεύχομαι για σένα. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού, που κάνει την προσευχή μου να φθάνει μέχρις στην Αμερική! Κάνε και εσύ το ίδιο για μένα γιατί είμαι αμαρτωλός, του είπε και έκλεισαν το τηλέφωνο.
Εδώ πρέπει να πούμε, απαντώντας στους αναγνώστες που τυχόν διερωτηθούν γιατί είχε αυτό το ενοχλητικό για τον ιερομόναχο αποτέλεσμα η προσευχή του Παππούλη, ότι, όπως φαίνεται από τα ίδια τα λεγόμενα του Γέροντος, η ενόχληση, που αισθάνθηκε ο ιερομόναχος στην Αμερική οφειλόταν στο ότι είχε ξεχάσει να προσεύχεται την ώρα που είχαν συμφωνήσει. Προφανώς αυτό δεν θα συνέβαινε αν ο ιερομόναχος εκείνη την ώρα συμπροσευχόταν με τον Γέροντα. Πρέπει, όμως να προσθέσουμε και κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό που ακούσαμε και διασταυρώσαμε την αλήθεια του. Μια νύχτα ο ιερομόναχος αυτός αισθάνθηκε να κρυώνει και ξύπνησε και βρήκε την πόρτα του δωματίου του ανοιχτή. Παραξενεύτηκε γιατί ήταν βέβαιος ότι την είχε κλείσει, όπως συνήθιζε και, αφού την ξαναέκλεισε, ξανακοιμήθηκε. Όταν μετά από μερικές μέρες τηλεφωνήθηκε με τον παππούλη, ο παππούλης του είπε ότι πάει και τον βλέπει που κοιμάται και δεν προσεύχεται. Ο ιερομόναχος δυσπίστησε, σκεπτόμενος ότι ήταν αδύνατο να πηγαίνει ο παππούλης στην Αμερική να τον βλέπει και τότε ο παππούλης του είπε απλά: Ναι, ήρθα και σε είδα και σου άφησα και την πόρτα ανοικτή.(!) Ο ιερομόναχος βέβαια έμεινε εμβρόντητος, σαν να τον κτύπησε κεραυνός. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου! Ποιος μπορούσε πια να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του παππούλη;
Σχετικά με την προσευχή του Παππούλη έχουμε ακούσει από πολλές ψυχές ότι αισθανόντουσαν την προσευχή του γι’ αυτές ως γαλήνη και παραμυθία, ως ανακούφιση και χαρά, ως ένα αίσθημα μακαριότητας και ειρήνης, κάτι που έδιωχνε κάθε στεναχώρια, κάθε άγχος, κάτι που δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς και διάθεσης προσευχής και δοξολογίας του Θεού. Μια μάλιστα κυρία (Χ.Χ.) που είχε πρόσφατα χηρέψει, διηγείται στο βιβλίο του Κλ. Ιωαννίδη «Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, μαρτυρίες και εμπειρίες» που κυκλοφορεί σε πέμπτη έκδοση, ότι το απόγευμα της ίδιας μέρας, που ανακοίνωσε στο Γέροντα το θάνατο της συζύγου της, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της ένιωσε ξαφνικά να φεύγει όλο το βάρος από την ψυχή της και ν’ αναβλύζει από μέσα της μια χαρά, τόσο που σταυροκοπήθηκε και είπε: «Θεέ μου είναι λογική αυτή η αντίδραση μου;» Συνεχίζει Δε ότι μετά έμαθε -και διασταύρωσε αυτήν την πληροφορία –ότι εκείνη ακριβώς την ώρα, που αισθανόταν έτσι, ο Γέρων Πορφύριος προσευχόταν γι’ αυτήν.
Μια άλλη κυρία διηγήθηκε σε αξιόπιστο πρόσωπο, από το οποίο εμείς το ακούσαμε, ότι, όταν παρακάλεσε το Γέροντα Πορφύριο να τη βοηθήσει για κάποιο πρόβλημα της, της υπέδειξε να κάνουν μαζί προσευχή στις 10 το βράδυ. Όταν Δε αυτή του είπε αυτήν την ώρα δεν μπορεί, γιατί η οικογένεια την απασχολεί, της πρότεινε να συμπροσεύχονται (αυτή βέβαια από το σπίτι της) στις 4 το πρωί. Κι όταν του είπε ότι αυτήν την ώρα δυσκολεύεται να ξυπνήσει και ότι δεν μπορεί να βάλει ξυπνητήρι, γιατί θα ενοχλήσει την οικογένεια, της είπε ότι θα πηγαίνει αυτός να την ξυπνάει. Πράγματι, λοιπόν, όπως είπε, κάθε πρωί στις 4 η ώρα αισθανόταν ένα ελαφρύ άγγιγμα ή σκούντημα στον ώμο και καταλάβαινε ότι ήταν η ειδοποίηση του Γέροντος. Ήταν μια ευχάριστη ειδοποίηση, χωρίς ταραχή η ενόχληση.
Ένας άλλος φίλος μας αφηγήθηκε ότι, όταν το βράδυ ο Γέροντας προσηύχετο γι’ αυτόν, αισθανόταν, μερικές φορές, ένα αίσθημα ειρήνης ψυχικής και ελαφρότητας σωματικής, σαν να ήθελε το σώμα του να σηκωθεί από το κρεβάτι, χωρίς όμως να μετακινείται πραγματικά.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που είχε αφηγηθεί σε ένα φίλο μας ο ίδιος ο Γέροντας, κάποιου που χρωστούσε χρήματα, και για τον οποίο προσευχήθηκε ο Γέροντας, κατόπιν παρακλήσεως του δικαιούχου, να τον φωτίσει ο Θεός να τα επιστρέψει. Αυτός, μη θέλοντας να πληρώσει το χρέος του, ενοχλήθηκε από την προσευχή του Γέροντος και του ζήτησε να παύσει να προσεύχεται γι’ αυτόν. Εδώ όμως πρόκειται για τύψεις συνειδήσεως, που ξεσηκώθηκαν από την υπόμνηση της κατακρατήσεως των ξένων χρημάτων.
Έτσι φαίνεται ότι σε σπάνιες περιπτώσεις εκείνος για τον οποίο ο Γέροντας προσευχόταν, αισθανόταν κάποια ενόχληση, κάτι σαν έντονη υπόμνηση. Αυτό βέβαια συνέβαινε όταν εκείνος δεν είχε κάνει κάτι που έπρεπε να είχε κάνει.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας.
Δεν πέρασε ούτε ένα 20ήμερο και ο Παππούλης πήρε άλλο τηλεφώνημα από τον φίλο του ιερομόναχο, ο οποίος, ούτε λίγο, ούτε πολύ, τον θερμοπαρακαλούσε να πάψει να προσεύχεται γι’ αυτόν, γιατί τον άφηνε άυπνο και δεν μπορεί την ημέρα να εργαστεί και κινδυνεύει να θεωρηθεί από την εκεί Εκκλησία, σαν ράθυμος και αδιάφορος. Ο παππούλης του το υποσχέθηκε και πράγματι, έπαψε να προσεύχεται γι’ αυτόν και εκείνος, όπως είπε στον Παππούλη, δεν ξανααισθάνθηκε ποτέ πια τα αποτελέσματα της δυνάμεως της προσευχής του Παππούλη, η εμβέλεια της οποίας έφτασε μέχρι την Αμερική!
Πρέπει να ξανακάνουμε όμως παρέκβαση για να αποσαφηνίσουμε το θέμα ώστε να μη δημιουργηθεί καμμιά παρεξήγηση.
Εδώ κρύβεται ένα μεγάλο μυστήριο που χρειάζεται μεγάλη ανάπτυξη. Είναι το μυστήριο του κόπου που αναπαύει και της ανέσεως που καταστρέφει. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός ασκητού από το Γεροντικό. «Απέρχομαι όπου εστί κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυσιν» δηλαδή πηγαίνω εκεί όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ξεκούραση. (Αββάς Ποιμήν, μδ΄, Γεροντικόν, επιμέλεια Π.Β. Πάσχου, εκδ. Αστήρ, σελ. 87). Και ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Ο Θεός και οι άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσι, ο Δε διάβολος και οι εργάται αυτού εν αναπαύσει». Και αλλού: «Ουδείς μετ’ ανέσεως ανήλθεν εις τους ουρανούς». Είναι όπως ο αθλητής που θέλει να νικήσει στους αγώνες. Αρέσκεται στον κόπο των προπονήσεων, γιατί αποβλέπει στο βραβείο της νίκης. Ο Γέροντας το ήξερε αυτό εκ πείρας και από αγάπη, ήθελε να οδηγήσει και το φίλο του τον ιερομόναχο στην ουράνια ανάπαυση, που περνάει μέσα από τον πρόσκαιρο κόπο. Του υπενθύμιζε λοιπόν οχληρά την ώρα της προσευχής, σαν να του έλεγε: Άφησε καημένε τον ύπνο και έλα να προσευχηθούμε μαζί, όπως έχουμε συμφωνήσει και θα μπεις στα μυστήρια του Θεού και θα νιώσεις μια άλλου είδους ανάπαυση. Βέβαια ο ιερομόναχος εκείνος ανθρώπινα σκεπτόμενος, υπολόγιζε ότι για να εργαστεί την άλλη ημέρα, έπρεπε να είναι ξεκούραστος. Το μυστικό του Γέροντος όμως ήταν ότι όταν κατέλθει η Χάρις, δεν μετράει η κούραση. Ίσως μάλιστα ο μεγαλύτερος κόπος που γίνεται από θείο έρωτα, από αγάπη προς τον δεσπότη Χριστό, προσελκύει περισσότερη χάρη, και έτσι ο αγρυπνήσας την νύχτα στην προσευχή, μπορεί την άλλη μέρα, παρά τη σωματική κούραση του, να εργαστεί καλύτερα μέσα στην εκκλησία για τους συνανθρώπους του. Γιατί θα εργάζεται μαζί του η θεία Χάρις. Ενώ όταν είναι ξεκούραστος στο σώμα και χορτάτος στον ύπνο, θα εργάζεται μόνο με τις δικές του πτωχές δυνάμεις. Εφ’ όσον λοιπόν ο ιερομόναχος αυτός δεν «έπιασε» το μήνυμα του Παππούλη και προτίμησε, με την ανθρώπινη λογική του την αντίθετη άποψη, μοιάζει σαν τον αθλητή που προτιμά τον ύπνο από την προπόνηση για να είναι τάχα ξεκούραστος και να αποδώσει στους αγώνες. Εν τούτοις ο Θεός δεν εξαναγκάζει κανένα και γι’ αυτό ο Γέροντας, εφ’ όσον δεν έγινε δεκτή η προσφορά του, και παρακλήθηκε «να μην ενοχλεί»,την απέσυρε. Έτσι βέβαια ο ιερομόναχος εκείνος έμεινε τότε μόνος και εργαζόταν ως άνθρωπος. Δεν γνωρίζουμε πως εξελίχτηκε. Ελπίζουμε όμως ότι αργότερα θα κατάλαβε το νόημα της οχλήσεως του Παππούλη και θα επωφελήθηκε απ’ αυτήν.
Όλα τα ανωτέρω υποχρεώθηκε να μου τα διηγηθεί ο Παππούλης, γιατί εκείνο το καλοκαίρι,(πριν από 25 χρόνια περίπου), συνέβη και εγώ να υποστώ… τις ίδιες ταλαιπωρίες, από τις προσευχές του αγαπημένου μου Παππούλη. Ήταν Αύγουστος μήνας θυμάμαι, που αποφασίσαμε με ένα φιλικό μου ζευγάρι, να περάσουμε τις διακοπές μας στην λουτρόπολη της Αιδηψού. Πριν φύγω, πήγα να χαιρετήσω τον Παππούλη μου, όπως έκανα συνήθως, και να πάρω την ευχή του. Παράλληλα τον ρώτησα εάν προβλέπει, πως θα περάσω τις διακοπές. Μου απάντησε ότι θα περάσεις καλά, γιατί εγώ θα προσεύχομαι συνεχώς. Το απόγευμα της ίδιας μέρας βρεθήκαμε στην Αιδηψό και εγκατασταθήκαμε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο και το ρίξαμε έξω και λησμονήσαμε την προσευχή και όλα εν γένει τα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Το βράδυ κοιμήθηκα και αισθάνθηκα να κουνιέται το κρεβάτι μου τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι έκανε σεισμό. Ξύπνησα έντρομος και φώναξα δυνατά: σεισμός, σεισμός, ενώ παράλληλα κρατιόμουν από το κρεβάτι, για να μην πέσω κάτω και σκοτωθώ. Παρατήρησα όμως ότι κανείς δεν ξύπνησε από τα διπλανά δωμάτια, αλλά ούτε και από τους άλλους ορόφους. Το γεγονός αυτό με ανησύχησε περισσότερο. Παρέμεινα για πολλή ώρα άυπνος. Όταν ξανακοιμήθηκα, αισθάνθηκα πάλι τα ίδια και επιπλέον αισθανόμουν να διαπερνά το σώμα μου κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα! Αυτό μου συνέβη πολλές φορές. Το πρωί ρώτησα τον φίλο μου τον γιατρό και την σύζυγό του, εάν κατάλαβαν τους σεισμούς που έγιναν το βράδυ και αυτοί γελούσαν! Τα ίδια συνέβαιναν και τα άλλα βράδια και οι διακοπές μου κατάντησαν σκέτο μαρτύριο. Οπότε, ένα βράδυ βλέπω στον ύπνο μου, ότι ήμουν στην Εκκλησία του αγίου Νικολάου, (μάλλον στα Καλλίσια), και από την εικόνα του Αγίου εκπέμποντο επάνω μου δέσμες εκατομμυρίων πολύχρωμων θεϊκών ακτίνων με υπέρλαμπρο φως και μου προκαλούσαν μια απερίγραπτη θεϊκή αγαλλίαση! Μετά από αυτό το όνειρο, αναγκάστηκα να επικοινωνήσω με τον Παππούλη και του τα έθεσα όλα υπόψη. Μην ανησυχείς, μου λεει. Εγώ σε ταλαιπωρώ με τις προσευχές μου. Ποια ώρα είδες τον Άγιο Νικόλαο στον ύπνο σου; Του είπα την ώρα. Ε, αυτή την ώρα παρακαλούσα τον άγιο για σένα. Να συνεχίσεις τις διακοπές σου, αλλά να μην ξεχνάς να προσεύχεσαι.
Τότε εγώ χαριτολογώντας του είπα: - Παππούλη σας παρακαλώ, εάν θέλετε να συνεχίσω εγώ τις διακοπές μου, πρέπει να σταματήσετε εσείς τις προσευχές σας για μένα. Διαφορετικά, αυτές δεν είναι διακοπές, είναι μαρτύριο…
Ο Παππούλης χαμογέλασε…με αγαθότητα και άπειρη καλοσύνη. Ήθελε και με τον τρόπο αυτό να με οδηγήσει στην πνευματική ζωή. Αλλά εγώ…που να καταλάβω.
Το περιστατικό αυτό μου το υπενθύμισε δυο ώρες πριν φύγει για το τελευταίο του ταξίδι στο Άγιο Όρος και γελάσαμε και οι δυο πολύ δυνατά και με ιδιαίτερη ικανοποίηση. Μακάρι και τώρα να εύχεται, από εκεί που είναι, τόσο έντονα! Θα ήταν για μένα η πιο ευχάριστη ταλαιπωρία…
ΚΩΣΤΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΥΦΡΑΙΜ ΚΟΥΤΑΝΑΚΙΩΤΗΣ
ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ
Γέροντας.
Είπε ο Γέροντας, είπε ο Θεός. Το στόμα του Γέροντος είναι το στόμα του Χριστού.
Σου είπε ο Γέροντας; «Μη φοβάσαι»; Μη φοβάσαι!
Αν κάνεις διάκριση σ' ό,τι σου λέει ο Γέροντας, δεν είσαι υποτακτικός, είσαι ελεγκτής του Γέροντος.
Όση ευλάβεια έχετε, όση αυταπάρνηση έχετε, όση πίστη έχετε εις τον Γέροντά σας, τόσο και περισσότερο λαμβάνετε.
Εις τον κόσμο αποθνήσκοντας ένας πατέρας έχει μία περιουσία, ας υποθέσουμε τώρα, εκατό δραχμές. Αφήνει τέσσερα παιδιά. Στα τέσσερα παιδιά θα διανείμει είκοσι πέντε, είκοσι πέντε, και είκοσι πέντε. Όλοι θα πάρουν από είκοσι πέντε δραχμές. Η κληρονομία του πατρός των.
Στο πνευματικό δεν ισχύει αυτό, όχι. Ένας έχει πίστη, ευλάβεια αυταπάρνηση, σεβασμό στον Γέροντά του είκοσι βαθμούς, είκοσι βαθμούς θα πάρει πνευματική δύναμη. Ο άλλος έχει δύο, δύο θα πάρει· άλλος έχει ογδόντα, ογδόντα θα πάρει.
Αυτό το λέει και το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός είπε: «Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο δεχόμενος εις όνομα μαθητού, μισθόν μαθητού λήψεται, ο δεχόμενος εις όνομα προφήτου, μισθόν προφήτου θα πάρει» (Ματθ. 10,41). Αυτό είναι το πνευματικό. Όση ευλάβεια έχεις εις τον Γέροντα...
Αυτή τη μετάνοια την οποία βάζεις εις τον Γέροντα, «ευλόγησον, Γέροντα», ξέρετε πόση δύναμη έχει; Δεν μπορείτε να την φαντασθείτε εσείς. Αυτός που την πέρασε, αυτός γνωρίζει.
Δεν έχεις ευλογία να πας ένα βήμα αν δεν πάρεις ευλογία απ' τον Γέροντα. Όταν πάρεις ευλογία απ' τον Γέροντα, μη φοβάσαι τίποτα. Βάλε μετάνοια, φίλησε το χέρι του Γέροντά σου και πήγαινε και γίνε αστροναύτης πάνω στη σελήνη· μη φοβάσαι, διότι σε σκεπάζει η ευχή, η υπακοή σε σκεπάζει.
Ξέρετε τι θα πει Γέροντας; Μόνο ο διάβολος ξέρει τι θα πει Γέροντας.
Ο κατά σάρκα αδερφός αλλά και υποτακτικός του γερο-Ιωσήφ, ο πάτερ Αθανάσιος, είχε την Κοίμηση στη Νέα Σκήτη. Εκεί το Γεροντάκι που ζούσε πριν, εγώ το πρόλαβα, αλλά αυτό το ιστορικό που θα σας πω τώρα δεν το πρόλαβα, αλλά το άκουσα· το Γεροντάκι το πρόλαβα. Είχε έναν υποτακτικό. Ο υποτακτικός, ε, κρίσις Θεού, ήρθε στο τέλος να πεθάνει. Την προηγούμενη ημέρα, την παραμονή προτού να πεθάνει, πήγαν οι δαίμονες και του λένε: «Είσαι δικός μας, τώρα θα σε πάρουμε στην κόλαση γιατί έτσι κι έτσι...», τα συνηθισμένα των διαβόλων. Το παιδί ταράχθηκε. Μπήκε μέσα ο Γέροντας:
-Παιδί μου, γιατί είσαι ταραγμένος; λέει.
-Γέροντα, Γέροντα, θα κολασθώ, ήρθαν οι δαίμονες να με πάρουν, μου είπαν ότι αύριο στις τρεις η ώρα θά'ρθουμε να σε πάρουμε.
-Αχ, παιδάκι μου, λέει, εσύ είσαι υποτακτικός, όταν έρθουν οι δαίμονες να τους πεις: «Εγώ έχω Γέροντα».
-Νά'ναι ευλογημένο.
Τέλειωσε, τον ειρήνευσε τον υποτακτικό! την άλλη μέρα παν οι δαίμονες κατά τη συνήθειά τους, βγάλε τη γλώσσα, τράβα από 'δω... «Τι ερχόσαστε σε μένα», λέει, «εγώ είμαι υποτακτικός, έχω Γέροντα». Με το «έχω Γέροντα» άφαντοι όλοι οι δαίμονες! Αυτός είναι ο Γέροντας.
Κάποιος από ένα μοναστήρι ήρθε στο σπίτι και λέει «Μα ο Γέροντας αλάθητος είναι; δεν φταίει;» «Α, άκουσε, παιδί μου», του λέω, «αν βάλεις τέτοιο θεμέλιο ότι ο Γέροντας φταίει, ποτέ δεν θα ορθοποδήσεις. Ήρθες να κάνεις υπακοή ή ήρθες να κρίνεις το Γέροντα, πότε λέει αλήθεια, πότε λέει ψευτιά;»
Μα, πώς αναπαύεται η ψυχή του Γέροντα όταν κάνει υπακοή ο υποτακτικός! Μα πώς αναπαύεται! Πώς, δηλαδή, από μέσα απ' την την ψυχή βγαίνει η ανάπαυσις, η ευχή «ο Θεός, παιδί μου, να σ' ευλογήσει», και σε πιάνει η ευχή αυτή.
Τώρα τελευταία κάθε δεκαπέντε μέρες, καθε είκοσι βλέπω τον Γέροντα Ιωσήφ. Τώρα τελευταία του λέω: «Γέροντα, εκεί που είσαι προσεύχεσαι για μας;» «Πως, λέει, προσεύχομαι και για σας». (στον ύπνο, στο όνειρο). Έχει τώρα δεκαπέντε μέρες, τον είδα πάλι, πήγα και τον φίλησα. Λέει: «Ο Γέροντάς σου εγώ είμαι». Βλέπετε; Όχι μόνο εδώ που ζει, αλλά και στον ουρανό που βρίσκεται υπάρχει αυτή η πνευματική ένωσις, υπάρχει.
Υπάρχουν τρόποι πολλοί για να ενωθείς έτι περισσότερο με τον Γέροντα. Πέφτεις να κοιμηθείς -όπως κάνω, έτσι παραδίδω και σε σας-, «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ» και κοιμάμαι.
Ξυπνάω. «Η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ», αρχίζω την προσευχή. Πάω ταξίδι, από τα Κατουνάκια θα πάω στη Δάφνη, «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ». Μαγειρεύω, «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ». Πάω στο Βατοπαίδι, έχω την εικόνα του Γέροντα στο δωματιό μου, την ασπάζομαι και λέω «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ». Έτσι έρχεται κι ένας τεχνητός τρόπος για να είσαι περισσότερο ηνωμένος με τον Γέροντα. Όπως υπάρχει η νοερά προσευχή που λίγο, λίγο καθαρίζεται το εσωτερικόν του ανθρώπου και γίνεται κατόπιν και αυτός φωτεινός με τη νοερά προσευχή, υπάρχει και αυτός ο τρόπος που ενώνεσαι με τον Γέροντα περισσότερο.
Διαβάζοντας τη Θεία Γραφή, όσο πνευματική δύναμη έχεις, τόσο καταλαμβάνεις, περισσότερο δεν καταλαμβάνεις. Έτσι είχαμε με τον Γέροντα. Μας έλεγε, αλλά μας έλεγε κατά το βαθμό του· εμείς κατά το βαθμό μας καταλαμβάναμε.
Πολλά με δίδαξε και η υπακοή, πολλά διδάχτηκα και ως Γέροντας. Έτσι είναι. Να θυσιάσω τον εαυτό μου, μόνο να σε δω εσένα, το παιδί μου, να πας στον Παράδεισο· αυτός είναι ο δικός μου ο παράδεισος, να είσαι 'σύ στον παράδεισο κι εγώ ας καώ, ας καώ. Έτσι είναι. Δεν μετριέται η πατρική αγάπη. Και ως Γέροντας και ως υποτακτικός, πήρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια υποτακτικός και δέκα-δεκαπέντε χρόνια ως Γέροντας. Είδα και τη μία αγάπη και την άλλη αγάπη. Η πατρική αγάπη, πάτερ μου, είναι πολύ ψηλά, πολύ ψηλά!
Όσο ισχύει η ευχή του Γέροντά σου, δεν ισχύει όλη η οικουμένη. Πήρες την ευχή του Γέροντά σου; Μη φοβάσαι πουθενά.
Κι' εγώ στο σπίτι μας πολλά δέντρα φύτεψα, αλλά σε όσα ο Γέροντάς μου ήταν σύμφωνος, έπιασαν, εις άλλα, τα οποία δεν ήταν σύμφωνος ο Γέροντας, δεν έπιασαν. Εφύτευσα κλήματα, ο Γέροντας δεν ήτανε σύμφωνος, ούτε ένα δεν έπιασε. Εφύτευσα δέντρα μηλιές και άλλα· δεν ήταν σύμφωνος ο Γέροντας · έπιασαν μεν, αλλά δεν ευδοκίμησαν. Τα πήρε ο γερο-Κλήμης απάνω και γίνηκαν μεγάλα δέντρα και τρώει πολλές οκάδες, πολλά κιλά τρώει μήλα απ' τα δικά μου. Δεν ήτανε σύμφωνος ο Γέροντας, όταν τα φύτεψα εγώ. Εφύτεψα και μια καϊσιά. Εφτά χρόνια έβγαλε δύο λουλούδια, εφτά χρόνια! Τα είχα φέρει από τα θερμοκήπια, από τη Θεσσαλονίκη. Εφύτευσα και μια μουριά, ήτανε σύμφωνος ο Γέροντας, και τρώμε τώρα ένα μήνα και περισσότερο όλο μούρα. Εφύτευσα και έναν λωτό, ήταν και ο Γέροντας σύμφωνος, και δεν ξέρω τριακόσια, τετρακόσια λώτα κάνει κάθε χρόνο· επειδή ο Γέροντας ήτανε σύμφωνος. Εις όλα τ' άλλα τα πράματα, τα οποία ο Γέροντας δεν ήτανε σύμφωνος, είτε θα τά 'βγαζα και θα τα φύτευα αλλού ή δεν θα πρόκοφταν, δεν θα έπιαναν, δηλαδή δεν θα είχαν τέλος καλό, επειδή ο Γέροντάς μου δεν ήτανε σύμφωνος.
Όποιος βασίσθηκε στις δυνάμεις του επλανήθη. Θα πας σε άνθρωπο πνευματικό, ο οποίος θα σε διδάξει τις μηχανές του διαβόλου, θα σε διδάξει το δρόμο πώς θ' ανέβεις στον ουρανό. Πάντως μονάχος σου αν πας...
Όταν βλέπω μπροστά μου ότι ο άλλος θα κάνει αντιλογία, οπισθοχωρώ εγώ, για να μην προβεί ο άλλος ότι, «Γέροντα, μα έτσι...» Οπισθοχωρώ εγώ. Οπισθοχωρώ. Για να μην έρθει ο υποτακτικός μου σε θέση να πει, «Γέροντα, δεν θα μπορέσω να το κάνω». Όταν το βλέπω αυτό, οπισθοχωρώ, για να μη γίνω εγώ αιτία να κάνει αυτός παρακοή. Είναι και κάποια διάκριση εκεί μέσα, να πούμε. Έτσι είναι.
Πάντως, ένα είναι: Η καλογερική στηρίζεται στην υπακοή. Δοκίμασα και την υπακοή, δοκίμασα και την παρακοή. Και τα δύο τα δοκίμασα. Και είδα ότι όταν κάνει κανένας υπακοή, είναι ειρηνικός, δεν τον ελέγχει ο λογισμός πουθενά!
Ανέπαυσες τον Γεροντά σου; Ανέπαυσες τον Θεό σου.
Άλλος πάλι επίστευσε τον λογισμό του, κακά αποτελέσματα είχε. Λέει ο Γέροντας μετά τη λειτουργία:
-Πατέρες, καθήστε να πιούμε ένα νερό.
-Ναί.
Γέροντα, αυτό που κάνεις δεν είναι καλό. Οι πατέρες να φύγουν σιωπώντες, να πάνε στα κελιά τους, στα σπίτια τους.
-Παιδί μου, εσύ είσαι υποτακτικός. Τώρα αρχίζεις και συμβουλεύεις τον Γέροντα; Δεν κάνεις καλά.Να πεις, να'ναι ευλογημένο, Γέροντα.
-Μα έτσι κι έτσι κι έτσι...
Τον κατόρθωσε ο πειρασμός, τον έβγαλε απ' τη σκέπη του Γέροντά του. Πήγε στα Καρούλια. Ελαττωματικά πνευματικά έκανε. Πήγε σ' άλλο μέρος. Στο τέλος πήγε μοναχός του. Πέρασε κάποιος από την Πάτρα και μου λέει:
-Πάτερ-Εφραίμ, ο τάδε είναι ιερεύς;
-Όχι, του λέω.
-Όταν του χτύπησα την πόρτα, άνοιξε και με εσταύρωσε, έτσι. Λέω: «Είστε ιερεύς;» «Μόλις τελείωσα τη Λειτουργία», λέει.
Βλέπετε; Επίστευσε τον λογισμό του, έφυγε από τον Γέροντά του, έφυγε από τους γειτόνους, αυτοχειροτονήθηκε ιερεύς κι έτσι τελείωσε.
Γι' αυτό ο άνθρωπος να μην πιστεύει το λογισμό του. Έχεις το λογισμό σου; Να τον πεις στον Γέροντά σου. Κι ότι ο Θεός φωτίσει τον Γέροντα, αυτό ν' ακούσεις. Μην πιστεύεις τον λογισμό σου. Διότι ο διάβολος δεν βιάζεται· λίγο, λίγο, λίγο και σε πάει εκεί που θέλει αυτός. «Κρείσσον το παραβάλλειν ή το ησυχάζειν».
Πέντε χρόνια με πολεμούσε ο διάβολος να φύγω από τον Γέροντά μου, τον παπα-Νικηφόρο. Ούτε ένα βήμα δεν έκανα. Εωσότου ο πόλεμος έφυγε μοναχός του.
*
Το να φύγει κανένας απ' τον κόσμο εύκολο είναι· το να βρει άνθρωπον οδηγό, είναι πολύ δύσκολο! Είναι δύσκολο!
Αν εσύ μόνο για τον εαυτό σου έχεις μέριμνα, ο Γέροντας που είναι τόσες ψυχές απάνω σ' αυτόν και κρεμνιώνται; Εσύ θα πας να πεις το λογισμό σου, ο άλλος θα πάει να πει τον λογισμό του, ο άλλος το λογισμό του. Και τότες ο Γέροντας τι γίνεται; Όλους τους βαστάζει ο Γέροντας; Ε, βέβαια, τώρα δεν βαστάζει ο Γέροντας καθολικά, ο Χριστός τους βαστάζει όλους. Εν τούτοις όμως ο Γέροντας τους οικονομάει όλους.
Η πηγή της ειρήνης, η πηγή της χάριτος η πηγή της σωτηρίας, η πηγή του Παραδείσου είναι ο Γέροντας.
Ο Γέροντας παρακολουθεί το λογισμό του υποτακτικού του:
-Έλα 'δω, παιδί μου.
-Ναι, ευλόγησον.
-Πώς με βλέπεις;
-Γέροντα, άγγελο σε βλέπω.
-Καλά. Θά'ρθει καιρός που θα με δεις άνθρωπο.
Μετά από λίγο καιρό:
-Πώς με βλέπεις, παιδί μου;
-Άνθρωπο.
-Αύριο θα με δεις ως διάβολο.
Ε, αύριο:
-Πως με βλέπεις;
-Διάβολο.
Έτσι είναι. Γιατί λίγο, λίγο, λίγο ο διάβολος -τό'χω πάθει, πατέρες, από πείρα το λέω- ο διάβολος προσπαθεί να σε ξεκολλήσει από τον Γέροντα, να σε ξεκολλήσει!
Δυο φορές πήγα στο σπίτι του Γέροντος, ίνα κάνω ευχέλαιο. έκεί ήτο και ένα νεαρό πρόσωπο, που με εσκανδάλιζε. Και τις δύο φορές, είπα εις τον Γέροντά μου, π. Νικηφόρο, να κάνει κομποσχοίνι. Την πρώτη φορά, μόλις έφθασα εις το σπίτι, ξέχασα το λογισμό, έκανα ευχέλαιο, και όταν έφευγα, τότε τον ξαναθυμήθηκα. Τη δεύτερη φορά ο λογισμός με τυραννούσε, και όταν άρχισα το ευχέλαιο. Όταν το έχρισα το παιδί, τελείως είχε φύγει από τη σκέψη μου ο λογισμός. Μόλις ετελείωσα το ευχέλαιο, και έφευγα, επανήλθε ο λογισμός.
Είδες τι δύναμη έχει η ευχή, το κομποσχοίνι, που κάνει ο Γέροντας, οιοσδήποτε κι αν είναι;
Δεν πρέπει να ανέχεσαι να κατηγορεί κανείς τον Γέροντά σου! Αυτό είναι το σωστό και πρέπον να γίνεται. Να αντιδράς, όταν ακούς να λέγουν κάτι κατά του Γέροντός σου.
Έφθασα στο τέρμα.Δεν άντεχα άλλο. Ζητούσα βοήθεια. Τότε είδα το γέρο-Ιωσήφ στον ύπνο μου. « Μεσ' την καρδιά μου, παιδί μου, σε έχω»· και ξέρεις πόσο παρηγορήθηκα στον σταυρό που κρατούσα αυτήν την ώρα!! Πολύ παρηγορήθηκα· έστω και στον ύπνο μου που είδα τον Γέροντα.
Ταπείνωση
Εις τι θα μας ωφελήσει εμάς αν μάθουμε ότι η φωνή ήταν του Πατρός ή ο Θεός μιλεί δι' αγγέλου για τό 'να και τ' άλλο. Εις τι θα μας ωφελήσει εις τον δρόμο της σωτηρίας μας, αν γνωρίζουμε αυτό; Εσύ μιλάς θεολογικά. Τι θα μας ωφελήσει; Τίποτε. Θα σε προσβάλω. Άφησες το δρόμο της ταπεινώσεως και πιάνεις υψηλά επίπεδα θεολογικά. Όχι. Άφησε αυτόν το δρόμο κι ακολούθησε το δρόμο της καλογερικής. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Άφησε αυτόν το δρόμο της ερεύνης, διότι...
Ήρθε κάποιος στο σπίτι και λέει: «Πάτερ, το σώμα που μεταλαμβάνομε είναι το Σώμα του Χριστού, το είπανε λέει...» Λέω: «Πάτερ, δεν μπορούμε να θεολογήσουμε, διότι δεν είμαστε θεολόγοι. Μεταλαμβάνουμε Σώμα και Αίμα Χριστού. Περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε, μήπως και πέσουμε σε κάνα δογματικό λάθος και θα το βρούμε εμπόδιο μετά το θάνατό μας».
Τέτοια δεν μας ωφελούν, πάτερ. Άφησε αυτόν το δρόμο και πάρε το δρόμο της υπακοής και άφησε τα υψηλά επίπεδα.
Αι θλίψεις γεννούν την ταπείνωση και η ταπείνωση έχει κατόπιν!! Συντρίβεται ο άνθρωπος, συντρίβεται ο άνθρωπος μέσα του.
ΚΩΣΤΑΣ
Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Η υπερηφάνεια
Α. Ο υπερήφανος επιζητεί παντοιοτρόπως τις τιμές τις δόξες και τους επαίνους. Θέλει να φαίνεται ότι είναι κάτι. Θέλει να επιβλέπει και να διατάζει τους άλλους κι αν κανείς αντιταχθεί στην θέλησή του θυμώνει και εξοργίζεται εναντίον του.
Β. Αν στερηθεί την τιμή και την εξουσία , μεμψιμοιρεί , αγανακτεί και κακολογεί: «Που αμάρτησα εγώ; Τι φταίω εγώ; Αυτήν την ανταμοιβή άξιζαν οι κόποι μου και οι υπηρεσίες μου»; Και συμβαίνει μερικές φορές να φτάνει ως την αυτοκτονία.
Γ. Αρχίζει έργα πάνω από τις δυνάμεις του, χωρίς να μπορεί να τα φέρει εις πέρας. Ω ανόητε άνθρωπε, γιατί εγγίζεις το φορτίο που δεν μπορείς να σηκώσεις.
Δ. Αναμειγνύεται απρόσκλητος στις ξένες υποθέσεις. Θέλει τα πάντα και τους πάντες να παρατηρεί , χωρίς να ξέρει τι κάνει. Τόσο τον τυφλώνει η υπερηφάνεια.
Ε. Επαινεί και εξυψώνει τον εαυτό του χωρίς ντροπή: «Εγώ έκανα τούτο κι’ εκείνο. Πρόσφερα στην κοινωνία αυτές και αυτές τις υπηρεσίες». Ω άνθρωπε, απαριθμείς τις υπηρεσίες σου, αλά γιατί δεν λες και τα’ αμαρτήματά σου; Αν ντρέπεσαι να τα φανερώσεις, τότε να ντρέπεσαι και όταν αυτοεπαινείσαι.
Στ. Περιφρονεί και ταπεινώνει τους άλλους: «Αυτός είναι ύπουλος , εκείνος άχρηστος» κλπ. Ω άνθρωπε, αυτός που κατηγορείς είναι άνθρωπος, όπως και συ· όλοι άνθρωποι είμαστε. Αμάρτησε εκείνος; Συλλογίσου ότι και συ δεν θα υστερήσεις σ’ αυτό. Έπεσε κάποιος σ’ ένα σφάλμα; Εσύ σε άλλο ή και στο ίδιο ακόμη είναι δυνατόν να πέσεις. «Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ΄ 23)
Ζ Στους γονείς και στους ανωτέρους του δεν υποτάσσεται , δεν τους ζητά συγγνώμη, όταν σφάλει, γιατί ο τράχηλος των υπερήφανων είναι σκληρός και άκαμπτος. Και θέλουν πάντα να επιβάλλουν αλύγιστα την δική τους γνώμη.
Η. Ό,τι καλό έχει επάνω του υπερήφανος , το αποδίδει στον εαυτό του, στις προσωπικές του προσπάθειες , στους κόπους και στις διανοητικές του ικανότητες, και όχι στον Θεό. Ω Άνθρωπε, τι μπορείς να έχεις από τον εαυτό του, συ που βγήκες γυμνός από τα σπλάχνα της μητέρας σου; Τι μπορούν να κάνουν οι προσπάθειες και οι κόποι μας, χωρίς την βοήθεια Εκείνου, ο ποίος είναι ο μόνος Παντοδύναμος και που χωρίς Αυτόν είμαστε ένα τίποτα, σαν την σκιά χωρίς το σώμα;
Θ. οπωσδήποτε δεν αγαπά τις παρατηρήσεις και τις συμβουλές. Φαντάζεται τον εαυτό του άψογο, αν και είναι όλος ακαθαρσία.
Ι. Δεν υπομένει την εξουδένωση , τις περιφρονήσεις, τις συμφορές. Γκρινιάζει , αγανακτεί και συχνά βρίζει.
ΙΑ. Στα λόγια και στις ενέργειες του δείχνει υπεροψία, αυταρέσκεια κλπ.
Η κολακεία
Μη κολακεύεις τους άλλους ,αλλά να τους φέρεσαι με απλότητα , όπως στον εαυτό σου. Όπως τους φέρεσαι εξωτερικά, το ίδιο να αισθάνεσαι και εσωτερικά. Ό,τι τους λένε τα χείλη σου ,αυτό να πιστεύει και η καρδιά σου.
Η κολακεία και η υποκρισία είναι γνωρίσματα μικρών ανθρώπων , που στις καρδιές του ζει ο διάολος και τους διδάσκει το ψέμα και την υποκρισία για την αποπλάνηση τους.
Η πολυτέλεια.
Όπως αποφεύγεις την λοιμώδη νόσο , έτσι να αποφεύγεις και την χλιδή , γιατί αυτή πάντοτε κάνει άρρωστη την ψυχή. Επιβουλεύεται τα ξένα πράγματα, αδικεί τον συνάνθρωπο και σε διδάσκει να συγκρατείς στο χέρι σου από την ελεημοσύνη, που είναι απαραίτητη σε κάθε χριστιανό.
Η πολυτέλεια είναι σαν το στομάχι που δεν χορταίνει ποτέ· είναι η άβυσσος που ς καταπίνει κάθε καλό. Όλα της χρειάζονται και όλα θέλει να τα ξεπεράσει: «Δεν είναι καλό το σπίτι μου· πρέπει να χρίσω καινούργιο». «Άσχημο είναι το ρούχο μου· πρέπει να ράψω ακριβότερο. «Ντρέπομαι ν α βγαίνω με την κοινή άμαξα· πρέπει να αγοράσω αγγλική»…
Το μίσος
Μίσος είναι μια παλιά και μακροχρόνια οργή. Όταν η οργή δεν υποχωρεί γρήγορα μεταβάλλεται σε μίσος.
Το μίσος γεννάται ή από ζήλεια ή από τις αδικίες που κάνουν οι άνθρωποι ο ένας σε βάρος του άλλου. Δηλ.οι άνθρωποι οργίζονται και τρέφουν μίσος εναντίον εκείνου που τους αδίκησε και θέλουν να εκδικηθούν την αδικία ανταποδίδοντας του κακό αντί κακού.
Είναι άθλιο και ανόητο το αμάρτημα του μίσους. Τα άλλα αμαρτήματα, επι τέλους δίνουν κάποια ευχαρίστηση στον αμαρτάνοντα: Ο Κλέπτης κλέβει για ν’αποκτήσει ο,τι επιθυμεί η ψυχή του· ο άσωτος ασωτεί για να ικανοποιήσει την σάρκα του· αλλά αυτός που μισεί , δεν έχει τίποτα απ’ αυτά. Αμαρτάνει και αυτοβασανίζεται , παρανομεί και φθείρεται, εκδικείται και ο ίδιος υποφέρει από την εκδίκηση. Το μίσος του είναι η τιμωρία και ο βασανισμός του.
Το μίσος εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως:
Με την βλάβη της υγείας του άλλου
Με την αφαίρεση της ζωής , κατά το παράδειγμα του Κάιν, που σκότωσε τον αδελφό του Άβελ.
Με την κακολογία και την συκοφαντία. Θέλοντας δηλαδή ο κακός άνθρωπος να εκδικηθεί τον πλησίον του, και μη ευρίσκοντας ευκαιρία να τον βλάψει αλλιώς, επινοεί διάφορα αμαρτήματα που δήθεν διέπραξε, και έτσι διαδίδει ψευδείς και συκοφαντικές ειδήσεις γι’ αυτόν. Ή άλλοτε μεγαλοποιεί ένα τίποτε. Το «κάρφος», το ξυλαράκι , το παρουσιάζει «δοκό»
Έτσι πολλοί άνθρωποι υποφέρουν συκοφαντίες και διασυρμούς. Αιτία όλων αυτών είναι το μίσος.
Συχνά , όσοι μισούν , καυχώνται για το κακό που έκαναν στον άλλον: «Σου τον έφτιαξα εγώ. Θα με θυμάται».
Σε πολλούς ανθρώπους τόσο πολύ δουλεύει και μεγαλώνει το μίσος, ώστε δεν διστάζουν να λένε: «Κι’ εγώ θα χαθώ, αλλά κι ‘ αυτόν δεν θα τον αφήσω!… «.
Η αγάπη
Αφού μελετήσαμε το μίσος ας μελετήσουμε και την αρετή της αγάπης.
Η αγάπη είναι μισητή στο μίσος. Όσο πικρό είναι αυτό, τόσο γλυκιά εκείνη· όσο επιζήμιο και ολέθριο είναι αυτό , τόσο ωφέλιμη εκείνη· και όσο και φαρμακεροί είναι οι καρποί του μίσους, τόσο αγαθοί και γλυκείς είναι οι καρποί της αγάπης.
Το μίσος είναι πικρό και στους άλλους και σ’ αυτόν που το έχει· ενώ η αγάπη είναι γλυκιά και σ’ αυτόν που αγαπά και σ’ αυτούς που αγαπώνται.
Το μίσος δεσμεύει και στενεύει την καρδιά·η αγάπη την ελευθερώνει και την πλαταίνει.
Το μίσος θανατώνει· η αγάπη ζωογονεί. Νεκρός είναι όποιος μισεί· γεμάτος ζωή όποιος παραμένει στην αγάπη.
Το μίσος θλίβει· η αγάπη παρηγορεί, ευφαραίνει και χαροποιεί.
Το μίσος είναι σκληρό και θηριώδες· η αγάπη απαλή και ήρεμη.
Το μίσος είναι αλαζονικό· η αγάπη ταπεινή.
Το μίσος άσπλαχνο· η αγάπη ευσπλαχνική.
Το μίσος ανυπόμονο· η αγάπη υπομονετική.
Το μίσος κακοποιεί· η αγάπη αγαθοποιεί.
Το μίσος είναι σ’ όλους ανεπιθύμητο και βδελυκτό· η αγάπη ευπρόσδεκτη και ευχάριστη.
Το μίσος το κατακρίνουν όλοι· την αγάπη όλοι την επαινούν και την εγκωμιάζουν.
Όποιος ζει στο μίσος είναι φτωχός και δυστυχής· όποιος ζει στην αγάπη είναι μακάριος και ευλογημένος.
Για όποιον ζει στο μίσος θλίβονται και οι άνθρωποι και ο Θεός· για όποιον ευρίσκεται στην αγάπη και ο Θεός και οι άνθρωποι χαίρονται.
Το μίσος είναι σπορά διαβολική· η αγάπη είναι σπορά θεϊκή.
(Αποσπάσματα)
Αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1992
ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ
Στο ησυχαστικό Σπήλαιο των Αγίων Πατέρων Διονυσίου του Ρήτορος και Μητροφάνους στη μικρή Αγιάννα, κατά την ετήσια μνήμη της εορτής τους (9 Ιουλίου) το έτος 1958, ο π. Γεράσιμος ο Υμνογράφος με την Συνοδεία του κανόνισαν κι αγόρασαν ψάρια για τριάντα ως σαράντα το πολύ άτομα.
Στην πανηγυρική αυτή αγρυπνία αυτών των Αγίων Πατέρων, επειδή είναι μετά από την πανηγύρι του αγίου Αθανασίου της Μεγίστης Λαύρας (5 Ιουλίου) παραβρέθηκαν και συλλειτούργησαν δυό Αρχιερείς, ο Κοζάνης Κωνσταντίνος και ο Ξάνθης Αντώνιος, οι οποίοι μαζί τους παρέσυραν και πολλούς άλλους προσκυνητάς και πανηγυριστάς λαϊκούς και Μοναχούς, τόσους, που υπερέβησαν τα εκατό και πλέον άτομα.
Μάγειρα είχαν τον π. Δαμασκηνό των Δανιηλαίων, ο οποίος βλέποντας την αθρόα και απρόβλεπτη προσέλευση των προσκυνητών, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέσι και δεν ήξερε πως και με ποιο τρόπο να οικονομήση την κατάστησι αυτή, και ρώτησε τον π. Γεράσιμο τι να κάνει.
Ο πατήρ Γεράσιμος γεμάτος αγωνία και ανησυχία είπε: «Γέροντα Δαμασκηνέ, οι πανηγυρισταί μας όπως βλέπεις υπερβαίνουν τους εκατό ανθρώπους, τι θα κάνουμε τώρα Γέροντά μου, τι θα τους προσφέρουμε για να φάνε όλοι αυτοί, πως θαν τα οικονομήσεις τα πράγματα;»
Ο Μάγειρας είπε, «όπως γνωρίζεις π. Γεράσιμε τα ψάρια είναι για τριάντα το πολύ σαράντα άτομα, τι θα κάνουμε για τους υπολοίπους; Εχουμε και δυό Αρχιερείς και θα ντροπιαστούμε, τι θα γίνει Γέροντα;»
Ο Γέρο – Δαμασκηνός, άνθρωπος με μεγάλη πίστι και πεποίθηση στον Θεό, την Παναγία μας και τους εορταζομένους Αγίους είπε στον Γέροντα Γεράσιμο, μ' όλη την απλότητα που τον χαρακτήριζε: «Πάτερ Γεράσιμε έχε πίστι στο Θεό, στην Παναγία Μητέρα μας και στους Αγίους που εορτάζουμε κι αυτοί θα οικονομήσουν τα πράγματα, τώρα εμείς δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τίποτα» γιατί αυτά λέγονταν όταν γίνονταν η αγρυπνία και το πρωΐ έπρεπε να παρατεθή κοινή τράπεζα σ' όλους αυτούς που αγρύπνησαν και σε όσους άλλους εν τω μεταξύ θα έλθουν. Γι' αυτό ο Γερο - Δαμασκηνός βεβαίωσε τον Γέροντα Γεράσιμο πως με την πίστι και αφοσίωσι στο Θεό δεν θα μείνη κανείς παραπονούμενος.. Κι όταν είπε αυτά στον π. Γεράσιμο ο Γέρο - Δαμασκηνός πήρε το καντήλι που κρεμόταν μπροστά στην εικόνα των εορταζομένων αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους και όπως ήταν το άδειασε όλο μέσα στον «Νταβά» —ταψί μεγάλο— που βράζαν τα ψάρια.
Όταν ήρθε η ώρα να κενώσουν σε μερίδες τα ψάρια ο Γέρο –Δαμασκηνός προσευχόταν ακατάπαυστα λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με και βοήθησον την ώρα ταύτην» και παρακαλώντας και τους εορταζομένους Αγίους, άρχισε να κενώνη και να δίνη τις μερίδες στους διακονητές —σερβιτόρους— που υπηρετούσαν στην τράπεζα.
Έδινε συνέχεια τις μερίδες, οι όποιες πέρασαν τις σαράντα, πενήντα, ογδόντα, εκατό κι ο «νταβάς» δεν εννοούσε να αδειάση, τόσο που έφτασαν να φάνε περισσότεροι από εκατό άνθρωποι μεσημέρι και βράδυ και στο τέλος είχαν και περισσευούμενα ψάρια για την άλλη μέρα!
Οι γνωρίζοντες την πραγματικότητα ήταν οι Γέροντες: Γεράσιμος με την Συνοδεία του, ο μάγερας Γέρο - Δαμασκηνός, αλλά και οι άλλοι Πατέρες που γνώριζαν πόσο λίγα ψάρια είχαν προμηθευτεί για την πανηγύρη και μ' απορίαέλεγαν «τι θα φάη όλος αυτός ο κόσμος;» Οταν είδαν ότι όχι μόνον έφτασαν τα ψάρια αλλά και περίσεψαν για την άλλη μέρα, έκαμαν ιδιαίτερη δοξολογία στο Θεό και ευχαριστία στην Παναγία και στους Αγίους για το εξαίσιο αυτό θαύμα!
Αλλά και ένας μοναχός από την αδελφότητά μας που είχε το διακόνημα του μάγειρα έζησε παρόμοιο γεγονός. Κάποτε μαγείρευε φασολάκια φρέσκα που με κόπο καθάρισαν «παγκενιά» (δηλαδή όλοι μαζί) οι πατέρες καί, ενώ είχε ρίξει αλάτι στο φαγητό ξέχασε και έριξε πάλι. Και μιλάμε για χούφτες αλάτι, όχι λίγο! Κατόπιν δοκιμάζει και τα χάνει! «Θάλασσα» το φαγητό! Ούτε να δοκιμάσει δεν μπορούσε απότ ην αρμύρα...Στενοχωρημένος γιά τόν κόπο που έκαναν οι πατέρες να τα καθαρίσουν αλλά και μη έχοντας τι άλλο νά παραθέσει για το γεύμα επικαλέσθηκε την Παναγία μητέρα μας λέγοντας «Παναγιά μου! Με την ευχή του γέροντός μου βοήθησέ με! Τι θα φάνε οι πατέρες και οι προσκυνητές-τόσος κόσμος!...» Σταύρωσε τόν νταβά καί άρχισε νά κενώνη το φαγητό με τρεμάμενα χέρια... «Καλύτερα φασολάκια δεν ξαναφάγαμε πάτερ» έλεγαν μετά την Τράπεζα οι αδελφοί, ενώ ο μάγειρας ευχαριστούσε την κυρία Θεοτόκο, την προστάτιδα και μητέρα ημών των Αγιορειτών μοναχών γιά την προστασία και βοήθειά της ακόμη και στα μικρά και καθημερινά προβλήματά μας......
Αντιγραφή :http://athosesphigmenou.blogspot.com
Στην πανηγυρική αυτή αγρυπνία αυτών των Αγίων Πατέρων, επειδή είναι μετά από την πανηγύρι του αγίου Αθανασίου της Μεγίστης Λαύρας (5 Ιουλίου) παραβρέθηκαν και συλλειτούργησαν δυό Αρχιερείς, ο Κοζάνης Κωνσταντίνος και ο Ξάνθης Αντώνιος, οι οποίοι μαζί τους παρέσυραν και πολλούς άλλους προσκυνητάς και πανηγυριστάς λαϊκούς και Μοναχούς, τόσους, που υπερέβησαν τα εκατό και πλέον άτομα.
Μάγειρα είχαν τον π. Δαμασκηνό των Δανιηλαίων, ο οποίος βλέποντας την αθρόα και απρόβλεπτη προσέλευση των προσκυνητών, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέσι και δεν ήξερε πως και με ποιο τρόπο να οικονομήση την κατάστησι αυτή, και ρώτησε τον π. Γεράσιμο τι να κάνει.
Ο πατήρ Γεράσιμος γεμάτος αγωνία και ανησυχία είπε: «Γέροντα Δαμασκηνέ, οι πανηγυρισταί μας όπως βλέπεις υπερβαίνουν τους εκατό ανθρώπους, τι θα κάνουμε τώρα Γέροντά μου, τι θα τους προσφέρουμε για να φάνε όλοι αυτοί, πως θαν τα οικονομήσεις τα πράγματα;»
Ο Μάγειρας είπε, «όπως γνωρίζεις π. Γεράσιμε τα ψάρια είναι για τριάντα το πολύ σαράντα άτομα, τι θα κάνουμε για τους υπολοίπους; Εχουμε και δυό Αρχιερείς και θα ντροπιαστούμε, τι θα γίνει Γέροντα;»
Ο Γέρο – Δαμασκηνός, άνθρωπος με μεγάλη πίστι και πεποίθηση στον Θεό, την Παναγία μας και τους εορταζομένους Αγίους είπε στον Γέροντα Γεράσιμο, μ' όλη την απλότητα που τον χαρακτήριζε: «Πάτερ Γεράσιμε έχε πίστι στο Θεό, στην Παναγία Μητέρα μας και στους Αγίους που εορτάζουμε κι αυτοί θα οικονομήσουν τα πράγματα, τώρα εμείς δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τίποτα» γιατί αυτά λέγονταν όταν γίνονταν η αγρυπνία και το πρωΐ έπρεπε να παρατεθή κοινή τράπεζα σ' όλους αυτούς που αγρύπνησαν και σε όσους άλλους εν τω μεταξύ θα έλθουν. Γι' αυτό ο Γερο - Δαμασκηνός βεβαίωσε τον Γέροντα Γεράσιμο πως με την πίστι και αφοσίωσι στο Θεό δεν θα μείνη κανείς παραπονούμενος.. Κι όταν είπε αυτά στον π. Γεράσιμο ο Γέρο - Δαμασκηνός πήρε το καντήλι που κρεμόταν μπροστά στην εικόνα των εορταζομένων αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους και όπως ήταν το άδειασε όλο μέσα στον «Νταβά» —ταψί μεγάλο— που βράζαν τα ψάρια.
Όταν ήρθε η ώρα να κενώσουν σε μερίδες τα ψάρια ο Γέρο –Δαμασκηνός προσευχόταν ακατάπαυστα λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με και βοήθησον την ώρα ταύτην» και παρακαλώντας και τους εορταζομένους Αγίους, άρχισε να κενώνη και να δίνη τις μερίδες στους διακονητές —σερβιτόρους— που υπηρετούσαν στην τράπεζα.
Έδινε συνέχεια τις μερίδες, οι όποιες πέρασαν τις σαράντα, πενήντα, ογδόντα, εκατό κι ο «νταβάς» δεν εννοούσε να αδειάση, τόσο που έφτασαν να φάνε περισσότεροι από εκατό άνθρωποι μεσημέρι και βράδυ και στο τέλος είχαν και περισσευούμενα ψάρια για την άλλη μέρα!
Οι γνωρίζοντες την πραγματικότητα ήταν οι Γέροντες: Γεράσιμος με την Συνοδεία του, ο μάγερας Γέρο - Δαμασκηνός, αλλά και οι άλλοι Πατέρες που γνώριζαν πόσο λίγα ψάρια είχαν προμηθευτεί για την πανηγύρη και μ' απορίαέλεγαν «τι θα φάη όλος αυτός ο κόσμος;» Οταν είδαν ότι όχι μόνον έφτασαν τα ψάρια αλλά και περίσεψαν για την άλλη μέρα, έκαμαν ιδιαίτερη δοξολογία στο Θεό και ευχαριστία στην Παναγία και στους Αγίους για το εξαίσιο αυτό θαύμα!
Αλλά και ένας μοναχός από την αδελφότητά μας που είχε το διακόνημα του μάγειρα έζησε παρόμοιο γεγονός. Κάποτε μαγείρευε φασολάκια φρέσκα που με κόπο καθάρισαν «παγκενιά» (δηλαδή όλοι μαζί) οι πατέρες καί, ενώ είχε ρίξει αλάτι στο φαγητό ξέχασε και έριξε πάλι. Και μιλάμε για χούφτες αλάτι, όχι λίγο! Κατόπιν δοκιμάζει και τα χάνει! «Θάλασσα» το φαγητό! Ούτε να δοκιμάσει δεν μπορούσε απότ ην αρμύρα...Στενοχωρημένος γιά τόν κόπο που έκαναν οι πατέρες να τα καθαρίσουν αλλά και μη έχοντας τι άλλο νά παραθέσει για το γεύμα επικαλέσθηκε την Παναγία μητέρα μας λέγοντας «Παναγιά μου! Με την ευχή του γέροντός μου βοήθησέ με! Τι θα φάνε οι πατέρες και οι προσκυνητές-τόσος κόσμος!...» Σταύρωσε τόν νταβά καί άρχισε νά κενώνη το φαγητό με τρεμάμενα χέρια... «Καλύτερα φασολάκια δεν ξαναφάγαμε πάτερ» έλεγαν μετά την Τράπεζα οι αδελφοί, ενώ ο μάγειρας ευχαριστούσε την κυρία Θεοτόκο, την προστάτιδα και μητέρα ημών των Αγιορειτών μοναχών γιά την προστασία και βοήθειά της ακόμη και στα μικρά και καθημερινά προβλήματά μας......
Αντιγραφή :http://athosesphigmenou.blogspot.com
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)