Τέλη του 19ου αιώνα
«Εξημέρωνε η εορτή της Αγίας Μαγδαληνής…Σπογγίζων τον ιδρώτα μου εισήλθον…παρακολουθούμενος από τι δέος. Δεν ήτο ναός το μέρος όπου εισήλθον, αλλ’ ήτο στολισμένος ωσάν ναός. Ήτο ευκτήριον , εν ω ο γέρων Δανιήλ μη έχων ίδιον ναός, εδιάβαζε τας Ακολουθίας με τους δύο υποτακτικούς του. Ήσαν εκεί και οι τρείς, ο καθένας ακουμβών εις την ασκητικήν πατερίτσαν του, κατεσκευασμένην προχείρως από κλώνον καστανέας. Είχαν εκεί τας αγίας Εικόνας των, τα βιβλία των, το θυμιατόν των. Και έψαλλον…
»Εκεί πρωτοείδα τον γέρων-Δανιήλ…Μόλις ήκουσε το όνομά μου έδειξεν ειλικρινή χαράν ωσάν να έβλεπεν αρχαίον τινα μαθητήν του, και δεν ήξερε , καθώς λέγει ο λόγος, πώς να με περιποιηθή..Μετά τον Εσπερινόν, αναπαυθέντες εις την ωραίαν απλωταριάν επί μακρόν, ελάβομεν τα συνήθη της ερήμου αναψυκτικά. Μίαν καραμέλλαν και ποτήριον ψυχρού ύδατος, έχοντες ενώπιον μας το εξαίσιον μεγαλείον του πόντου, όστις ηπλούτο απέραντος μέχρι των Βορείων Σποράδων.
»Κατόπιν εδειπνήσαμεν προς χάριν μου. Διότι οι ερημίται άπαξ της ημέρας εσθίουσιν- την ενάτην ώραν πάντοτε- εισελθόντες εις την μικάραν τράπεζαν λάμπουσαν από της καθαριότητος…Ο μοναχός Ιωάννης ο οποίος είχε και το διακόνημα του μαγείρου, παρέθηκεν ημίν ασκητικά βρώματα, φιδέν νερόβραστον και φρούτα και παξιμάδιον γευστικότατον και γλυκύτατον.
»Εκείνο όμως που μoυ άφησε ανεξαλείπτους εντυπώσεις ήτο η νύξ των Κατουνακίων.
»Αφού εδειπνήσαμεν εν τη πενιχρά της Καλύβης τραπέζη απολαυστικώτατα, διότι η Κυρία Θεοτοκος ευλόγησε τα παρατεθέντα λιτά βρώματα και έγιναν γλυκύτατα, εξήλθομεν και εκαθήσαμεν εις το ύπαιθριον έξω επί πετρίνων αναπαυτικών καθισμάτων , έμπροσθεν της μικράς αιθούσης της φιλοξενίας, να λάβωμεν τα επιδόρπια, άτινα ήσαν λόγοι αποστάζοντες γλυκασμός, του γέροντος Δανιήλ λόγοι. Εκεί διήλθομεν μακράς ώρας συνομιλούντες, έχοντες κατενώπιον ημών τον λαμπυρίζοντα πόντο υπο τας αργυροχρύσους της σελήνης ακτίνας…
»Κατόπιν προχωρούσης της νυκτός εδιαβάσαμεν το Απόδειπνον έξω εις την απλωταριάν μεθ’ ο ο γέρων απεσύρθη εις εξομολόγησιν των δύο πνευματικών του τέκνων, όπερ γίνεται καθ’ εκάστην νύκτα, ενω εγώ παρέμενον ως εν εκστάσει ενώπιον του μεγαλοπρεπούς εκείνου πανοράματος και μόλις το μεσονύκτιον απεσύρθην εις την ετοιμασθείαν μοι τόσον ευγενώς κλίνην , αναλογιζόμενος τα καλά της ερήμου, άτινα πρώτην φοράν έβλεπον».
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου