Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, 1959
Μη ξενίζεσαι, τέκνον μου. Έτσι είναι ο μοναχός. Ο βίος του μοναχού είναι μαρτύριον διαρκές. Ο γλυκύς Ιησούς μέσα στις θλίψεις γνωρίζεται. Και μόλις θα τον ζητήσης, θα σου προβάλη τας θλίψεις. Η αγάπη του είναι μέσα στα βάσανα. Ολίγον μέλι σου δείχνει και αποκάτω έχει κρύψει ολόκληρον αποθήκην πικρίας. Προηγείται το μέλι της Χάριτος και ακολουθεί κη πικρία των πειρασμών.
Όταν θελήσει να σου στείλη τα βάσανα σε ειδοποιεί και ως αγγελιοφόρος σου στέλνει ανάλογον χάριν. Ως να σου λέγη: Γίνου έτοιμος! Να περιμένεις πόθεν σε προσβάλη και θα χτυπήση ο εχθρός. Και ούτως αρχίζει ο σος αγών και η πάλη.
Πρόσεχε , μη δειλιάσης. Με ξενίζεσαι , όταν «πέφτουν κανόνια», αλλά στήθι ανδρείος ως του Χριστού στρατιώτης, ως δόκιμος αθλητής, ως γενναίος πολεμιστής. Διότι εδώ η παρούσα ζωή είναι στάδιον του πολέμου. Εκείθεν θα είναι η ανάπαυσις. Εδώ εξορία, εκείθεν η αληθινή μας πατρίδα.
Δεν σε είπον και άλλη φοράν; Οκτώ έτη εις την αρχήν είχα μάχην μετά των δαιμόνων. Κάθε νύκτα λυσσώδης αγών· και την ημέραν οι λογισμοί και τα πάθη. Ήρχοντο με σπαθιά , αξίνες, μπαλτάδες και φτυάρια.
-Όλοι επάνω μου! Μαρτύριον ετραβούσα.
-Πρόφθασε, Παναγιά μου! Φώναζα· και άρπαζα ένα· και δός του εκτυπούσα στους άλλους· έσπασα τα χέρια μου στα ντουβάρια.
Και κατά τύχην ήλθε κάποιος γνωστός μας από τον κόσμον, να μας ιδή. Και την νύκτα τον έβαλα στο μικρό μου καλυβάκι να κοιμηθή. Και έρχονται οι δαίμονες, καθώς είχαν συνήθειαν εις εμένα, και τον πιάνουν στο ξύλο, και βάζει κάτι φωνές! Έφριξεν ο άνθρωπος. Κόντευε να τα χάση. Τρέχω ευθύς .
-Τι έχεις; Τον λέγω.
-Οι δαίμονες, λεγει, παρ’ολίγον με έπνιγαν! Με σκότωσαν στο ξύλο!
-Μη φοβάσαι, τον λέγω, εδικές μου ήταν αυτές και απόψε κατά λάθος τις έφαγες εσύ! Όμως μην ανησυχής. Τον είπα και άλλα τοιαύτα φαιδρά να τον ηρεμίζω. Αλλ’ εστάθη αδύνατον. Δεν ημπορούσε πλέον να μείνη στον τόπον εκείνο του μαρτυρίου. Έντρομος εκύτταζε δεξιά-αριστερά και παρεκάλει να φύγει. Νύχτα-μεσάνυχτα τον ωδήγησα στην Αγία Άννα και επέστρέψα.
Είμεθα εις τον ΄Αγιον Βασίλειον τότε.
Λοιπόν μετά οκτώ έτη τοιαύτα, από το ξύλον όπου έδινα κάθε ημέραν στο σώμα μου δια τον πόλεμον της σαρκός, από την νηστεία που έκαμα αγρυπνίαν και λοιπά αγωνίσματα, έγινα πτώμα. Και έπεσα ασθενής. Και απελπίσθηκα πλέον ότι δεν υπάρχει ελπίς να νικήσω τους δαίμονας και τα πάθη.
Και μίαν νύκτα , όπως ήμουν καθήμενος, άνοιξεν η θύρα. Εγώ σκυφτός ευχόμην νοερώς και δεν κύτταξα. Είπα ότι ο π. Αρσένιος άνοιξε. Κατόπιν αισθάνομαι κάτω μου ένα χέρι να με ερεθίζη προς ηδονήν. Κυττάζω και βλέπω τον δαίμονα της πορνείας, τον ψωριάρη. Ώρμησα επάνω του ωσάν σκύλος-τέτοιας μανία τον είχα- και τον άρπαξα. Και στην αφήν μου αι τρίχες του ήσαν όπως του χοίρου και έγινεν άφαντος. Εγέμισε όλος ο τόπος. Και απ’ αυτήν την στιγμήν έφυγε μαζί του και ο πόλεμος της σαρκός. Και έγινα πλέον ως βρέφος σε μεγάλην απάθειαν.
Εκείνο το βράδυ μου έδειξεν ο Θεός την κακίαν του Σατανά.
Ήμην πολύ υψηλά εις ένα ωραίον μέρος και κάτωθεν μεγάλη πλατέα, και πλησίον η θάλασσα. Και είχαν στήσει οι Δαίμονες μυριάδες παγίδες. Και επερνούσαν οι μοναχοί· και πίπτοντας αι παγίδες άλλον έπιαναν από το κεφάλι, άλλον από το πόδι, άλλον από το χέρι, από τα ρούχα, όπου ήτον τρόπος τον καθένα. Ο δε βύθιος δράκων είχε το καφάλι του έξω από την θάλασσαν και-βγάζων πύρ από το στόμα του, μάτια και μύτη-έχαιρε και ηγάλλετο εις την πτώσιν των μοναχών. Εγώ δε βλέπων τον ύβριζα.
-Ω βύθιε δράκον! Έλεγα. Δι’ αυτό μας απατάς και μας παγιδεύεις!
Και συνήλθα έχων χαράν και θλίψιν ομοίως χαράν , διότι είδον τες παγίδες του διαβόλου. Θλίψιν διά την πτώσιν μας και τον κίνδυνον, όπου κινδυνεύομεν εφ’ όρου ζωής.
Έκτοτε ήλθα εις μεγάλην ειρήνην και προσευχήν. Αλλά δεν παύει αυτός. Εγύρισε κατ’ επάνω μου τους ανθρώπους. Δι’ αυτό σου τα γράφω, να κάνετε υπομονήν συ και οι λοιποί αδελφοί.
Είναι αγώνας εις αυτήν την ζωήν, αν θέλης να κερδίσης· δεν είναι αστεία! Με τα ακάθαρτα πνεύματα πολεμείς, όπου δεν μας ρίχνουν γλυκά και λουκούμια, αλλά σφαίρες οξείς που θανατώνουν ψυχήν , όχι σώμα.
Πλήν μη λυπάσαι. Μη δειλιάς. Έχεις βοήθειαν. Εγώ σε βαστάζω. Σε είδα κατά αλήθειαν εχθές εις τον ύπνον μου, ανεβαίναμε μαζί προς τον Χριστόν. Λοιπόν , ανάστα και δράμε οπίσω μου.
Μόνον πρόσεχε, αφού είδες τες παγίδες των πονηρών· και αλλοίμονον εις εκείνον που πιάσουν. Εύκολα δεν ημπορεί από τα νύχια τους να ξεφύγει.
Βέβαια δεν ημπορεί-όσον και αν το θελήση- ο Διάβολος μόνος να μας κολάση, εάν ημείς δεν συνεργήσωμεν στην κακίαν του· αλλ’ ούτε πάλιν ο Θεός θέλει μόνος Του να μας σώση , εάν και ημείς δεν γίνωμεν συνεργοί της Αυτού χάριτος εις την σωτηρίαν μας. Πάντοτε βοηθεί ο Θεός , πάντα προφθάνει, αλλά θέλει και ημείς να εργασθούμεν, να κάμωμεν εκείνο όπου ημπορούμεν.
Όθεν μη λέγης ότι δεν επρόκοψες, και διατί δεν επρόκοψες, και άλλα παρόμοια. Διότι η προκοπή δεν έγκειται εις μόνον τον άνθρωπον κάν θελήση , κάν και πολύ κοπιάση. Η δύναμις του Θεού , η χάρις Του η ευλογημένη, αυτή κάμνει το πάν όταν το εξ ημών λάβη. Αυτή σηκώνει τον πεσμένον , αυτή ανορθοί τον κατερραγμένον.
Αυτόν τον Θεόν Σωτήρα ημών να παρακαλούμεν και ημείς εξ΄ολης καρδίας να έλθη· να σφίξη τον παράλυτον , να εγείρη τον τετραήμερον Λάζαρον, να δώση οφθαλμόν εις τον τυφλόν, να θρέψη τον πεινασμένον.
(από το βιβλίον Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, σελ. 145-150. Έκδ Ι. Μ. Φιλοθέου Αγ. Όρους)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου