Ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος αυθέντης και Δεσπότης, ο ποιητής των Αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος ο Κύριος από την πολλήν του αγαθότητα όπου έχει εις το γένος μας , σιμά εις άπειρα χαρίσματα όπου μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και στιγμήν, εκαταδέχθη και έγινε και τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, διά να μας κάμη να έβγωμεν απο τας χείρας του διαβόλου , και να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας του, να χαίρωμεν πάντοτε εις τον παράδεισον μαζί με τους Αγγέλους και να μη καιώμεθα εις την κόλασιν με τους ασεβείς κα τους διαβόλους.
Καθώς ένας άρχοντας έχει αμπέλια και χωράφια και βάνει εργάτας, ούτω και ο Κύριος ωσάν ένα αμπέλι έχει όλον τον κόσμον∙ και επήρε δώδεκα Αποστόλους , και τους έδωκε την χάριν του και την ευλογίαν του, και τους έστειλεν εις όλον τον κόσμον να διδάξουν τους ανθρώπους πως να ζήσουν και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα, και μετά ταύτα να πηγαίνουν εις τον παράδεισον , να χαίρονται πάντοτε∙ να μετανοούν , να πιστεύουν και να βαπτίζονται εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να έχουν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τον αδελφόν των. Και εις όποιαν χώραν πηγαίνουν οι Απόστολοι και τους δέχονται οι άνθρωποι, τους παρήγγειλεν ο Κύριος να ευλογούν την χώραν εκείνην∙ εις όποιαν χώραν πάλιν πηγαίνουν οι Απόστολοι και δεν τους δέχονται, τους παρήγγειλέν ο Κύριος να τινάζουν και τα τσαρούχια των και να φεύγουν. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι λαμβάνοντες την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ως φρόνιμοι και πιστοί δούλοι του Χριστού μας, έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον τον κόσμον . Με εκείνην την χάριν ιάτρευον τυφλούς και κωφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους, και, το μεγαλύτερον με το όνομα του Χριστού μας, επρόσταζον τους νεκρούς και ανεσταίνοντο. Και είς όποιαν χώραν επήγαινον οι άγιοι Απόστολοι και τους εδέχοντο οι άνθρωποι, τους έκαμνον χριστιανούς, εχειροτόνουν αρχιερείς και ιερείς , συνέστηναν Εκκλησίας, και ευλογούσαν την χώραν εκείνην, και εγίνετο ένας επίγειος παράδεισος, χαρά και ευφροσύνη, κατοικία των Αγγέλων , κατοικία του Χριστού μας. Εις όποιον τόπον πάλιν επήγαιναν και δεν τους εδέχοντο οι άνθρωποι, τους παρήγγειλε να τινάζουν και τα υποδήματα των, και έμενεν εις εκείνην την χώραν κατάραν και όχι ευλογίαν , κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας.
Πρέπον και εύλογον είνε ένας διδάσκαλος, όταν θέλη να διδάξη, να εξετάζη πρώτον τι ακροατάς έχει , ομοίως και οι ακροαταί να εξετάζουν τι διδάσκαλος είνε. Και εγώ, αδελφοί μου , που ηξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον τον αποστολικόν διά την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, εξέτασα πρώτον διά λόγου σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς αιρετικοί, άθεοι , αλλ’ είσθε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί , πιστεύετε και είσθε βαπτισμέοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και είσθε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας. Και όχι μόνον δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια σας να φιλήσω. Διότι ο καθένας από λόγου σας είνε τιμιώτερος απ’ όλον τον κόσμον. Πρέπει δε να ηξεύρετε και η ευγένεια σας διά λόγου μου , το ηξεύρω, πως άλλοι σας λέγουν άλλα, όμως ανίσως και θέλετε να μάθετε την πάσας αλήθειαν, εγώ σας την λέγω. Η πατρίδα μου η ψεύτικη , η γήινος και ματαία, είνε απο του αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Απόκουρο. Ο πατήρ μου , η μήτηρ μου , το γένος μου, ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί . Έίμαι λοιπόν και εγώ , αδελφοί μου , άνθρωπος αμαρτωλός, χειρότερος από όλους∙ είμαι όμως δούλος του Κυρίου Ιησού Χριστού του εσταυρωμένου και Θεού. Όχι πως είμαι άξιος να είμαι δούλος του Χριστού , αλλ’ ο Χριστός μου με καταδέχετι διά την ευσπλαχνίαν του. Τον Χριστόν μας λοιπόν , αδελφοί μου ,πιστεύω, δοξάζω και προσκυνώ. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με καθαρίση από κάθε αμαρτίαν ψυχικήν και σωματικήν . Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με δυναμώσει να νικήσω τους τρείς εχθρούς:Τον κόσμον , την σάρκα και τον διάβολον. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με αξιώση να χύσω και εγώ το αίμα μου διά την αγάπην του, καθώς το έχυσε και Εκείνος διά την αγάπην μου. Ανίσως , αδελφοί μου, και ήτο δυνατόν να ανεβώ εις τον ουρανόν , να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην , να κυρήξω εις όλον τον κόσμον , πως μόνος ο Χριστός μας είνε Υιός και Λόγος του Θεού , και Θεός αληθινός, και η ζωή των πάντων, ήθελα να το κάμω∙ μα επειδή και δεν δύναμαι να πράξω εκείνο το μέγα, κάμνω τούτο το μικρόν , και περιπατώ από τόπον εις τόπον , και διδάσκω τους αδελφούς μου το κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, αλλ’ ως αδελφός∙ διδάσκαλος μόνος ο Χριστός μας είνε.
Πόθεν παρεκινήθην , αδελφοί μου , θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν. Αναχωρών απο την πατρίδα μου πρό πενήντα ετών , επεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας και χωρία, και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολιν, και περισσότερον εκάθησα εις το Άγιον Όρος, δεκαεπτά χρόνους, και έκλαιον διά τας αμαρτίας μου. Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα όπου μου εχάρισεν ο Κύριος μας, με ηξιώσε και έμθα ολίγα γράμματα Ελληνικά, έγινα και καλόγηρος.
Μελετώντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον εύρον μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είνε όλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλούτος, χαρά ευφροσύνη, ζωή αιώνιος. Σιμά εις τα άλλα εύρον και τούτον τον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός , άνδρας ή γυναίκα , να φροντίζει διά τον εαυτόν του μόνον πως να σωθή, αλλά να φροντίζη και διά τους αδελφούς του να μη κολασθούν. Ακούοντας και εγώ , αδελφοι μου , τούτον τον γλυκύτατον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζουμε και για τους αδελφούς μας, μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν σκουλίκι όπου τρώγει το ξύλον , τι να κάμω και εγώ στοχαζόμενος εις την αμάθειαν μου. Εσυμβουλεύθηκα τους πνευματικούς μου πατέρας, αρχιερείς, πατριάρχας, τους φανέρωσα τον λογισμόν μου , ανίσως και είνε θεάρεστον τέτοιν έργον και το μεταχειρισθώ, και όλοι με παρεκίνησαν να το κάμω, και μου είπον πως τέτοιον έργον καλόν και άγιον είνε. Μάλιστα παρκινούμενος από τον Παναγιώτατον κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην- να έχωμεν την ευχή του- και λαμβάνοντας τας αγίας του ευχάς, άφησα την ιδικήν μου προκοπήν , το ιδικόν μου καλόν, και εβγήκα να περιπατώ από τόπον εις τόπον και να διδάσκω του αδελφούς μου.
Κάμνοντας αρχήν να διδάξω μου ήλθεν ένας λογισμός εδώ όπου περιπατώ∙ να ζητώ άσπρα διότι ήμην φιλάργυρος και αγαπούσα τα γρόσια, ναι , και τα φλωρία περισσότερον, όχι ωσάν την ευγένειαν σας που τα περιφρονείτε, ή δεν τα περιφρονείτε; Μελετώντας πάλιν το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον , εύρον και άλλον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας∙ πως χάρισμα σου έδωσα και εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δώσης και συ εις τους αδελφους σου, χάρισμα να διδάσκεις, χάρισμα να συμβουλεύης, χάρισμα να εξομολογής, και ανίσως και ζητήσης να πάρης τίποτε πληρωμήν διά την διδαχήν , ή πολλά ή ολίγα , ή ένα άσπρο, εγώ σε θανατώνω και σε βάνω εις την κόλασιν.
Ακούοντας και εγώ , αδελφοί μου , αυτόν τον γλυκύτατον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας, χάρισμα να δουλεύωμεν και τους αδελφούς μας, είς την αρχήν μου εφάνη βαρύς ο λόγος , ύστερον όμως μου εφάνη γλυκύτερος ώσπερ μέλι και κηρίον , και εδόξασα και δοξάζω χιλιάδες φορές τον Χριστον μου όπου μ’εφύλαξε από αυτό το πάθος της φιλαργυρίας, και με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού του εσταυρωμένου και Θεού δεν έχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι , μήτε κασσέλα, μήτε άλλο ράσο από αυτό όπου φορώ, αλλά ακόμη παρακαλώ τον Κύριον μου μέχρι τέλους της ζωής μου να με αξιώση να μην αποκτήσω σακκούλαν , διότι ωσάν κάμω αρχήν να παίρνω άσπρα, ευθύς έχασα τους αδελφούς μου, και δεν ημπορώ και τα δύο, ή τον Θεό ή τον διάβολον.
***
Πρέπον και εύλογον είνε, χριστιανοί μου , καθώς μανθάνομεν από το άγιον Ευαγγέλιον και από τας θείας Γραφάς, ν’ αρχίζωμεν την διδασκαλίαν μας από τον Θεόν, και όταν τελειώσωμεν , να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν∙ όχι πως είμαι άξιος ν’ αναφέρω το όνομα του Θεόυ μου , αλλά ο Θεός καταδέχεται διά την ευσπλαγχνίαν του.
Αφήνομεν λοιπόν , αδελφοί μου, τας φλυαρίας των ασεβών , των αιρετικών , των αθέων , και λέγομεν μόνον όσα το Πνεύμα το άγιον εφώτισε τους αγίους Προφήτας , Αποστόλους και Πατέρας της Εκκλησίας μας και έγραψαν , και πάλιν όχι όλα να τα ειπούμεν , διότι δεν είνε δυνατόν ∙ θέλομεν χρόνους και καιρούς∙ αλλά μερικά όπου φαίνονται αναγκαιότερα∙ και όστις είνε φιλομαθής, ας ζητήση να μάθη και τα επίλοιπα. Ο πανάγαθος λοιπόν , αδελφοί μου , και πολυέλεος Θεός είνε ένας, και όποιος λέγει ότι είνε πολλοί θεοί, είνε διάβολος. Είνε δε και Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα∙ μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ένας Θεός. Είνε δε ακατάληπτος, Κύριος ανερμήνευτος, παντοδύναμος, όλος φώς, όλος χαρά, όλος ευσπλαχνία, όλος αγάπη. Δεν έχωμεν κανένα παράδειγμα να παρομοιάσωμεν την Αγία Τριάδα, επειδή και δεν ευρίσκεται άλλο εις τον κόσμον. Μα διά να λάβη παραμικρήν βοήθειαν ο νούς μας, φέρνουν μερικά παραδείγματα οι θεολόγοι της Εκκλησίας. Σιμά εις τα άλλα μας φέρνουν και τον ήλιον. Ο ήλιος ηξεύρωμεν όλοι πως είνε ένας, ένας είνε και ο Θεός∙ και καθώς ο ήλιος φωτίζει τούτον τον κόσμον τον αισθητόν, ούτω και η Αγία Τριάς, ο Θεός, φωτίζει τον νοητόν. Είπομεν , αδελφοί μου, πως ο ήλιος είνε ένας, μα είνε και τρία μαζί∙ έχει ακτίνας, όπου έρχονται εις τα όμματα μας ωσάν γραμμαί, ωσάν κλωσταί∙ έχει και φως, όπου εξαπλώνεται εις όλον τον κόσμον. Με τον ήλιον ομοιάζομεν τον άναρχον Πατέρα, με τας ακτίνας τον συνάναρχον Υιόν , και με το φώς το ομοούσιον Πνεύμα. Είνε και άλλος τρόπος να καταλάβετε την Παναγία Τριάδα. Πως; Να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν, και τότε θα σας φωτίση η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα.
Αυτήν την Παναγίαν Τριάδα ημείς οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί δοξάζομεν και προσκυνούμεν ∙ αυτός είνε ο αληθινός Θεός , και έξω από την Αγίαν Τριάδα όσοι λέγονται θεοί είνε δαίμονες. Και όχι μόνον ημείς πιστεύομεν , δοξάζομεν , προσκυνούμεν την Αγίαν Τριάδα, αλλά ωσάν τα άστρα του ουρανού , και ωσάν την άμμον της θαλάσσης, Προφήται , Απόστολοι , Μάρτυρες, Ασκηταί έχυσαν το αίμα των διά την αγάπην της Αγίας Τριάδος και ηγόρασαν τον παράδεισον και χαίρονται πάντοτε. Ομοίως άνδρες και γυναίκες ηρνήθησαν τον κόσμον , επήγαν εις τας ερήμους και ασκήτευον εις όλην των την ζωήν , και επήγον εις τον παράδεισον . επίσης άνδρες και γυναίκες έζησαν μέσα εις τον κόσμον με σωφροσύνην και παρθενίαν , με νηστείας, με προσευχάς , ελεημοσύνας, με καλά έργα, και επέρασαν και εδώ καλά και επήγαν εις τον παράδεισον να χαίρονται πάντοτε.
Δεν ευρίσκεται τόπος όπου να λείπη ο Θεός. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί, όταν θέλωμεν να κάμωμεν καμμίαν αμαρτίαν, να στοχαζώμεθα ότι ο Θεός είνε μέσα εις την καρδίαν μας, είνε πανταχού πρών και μας βλέπει∙ να εντρεπόμεθα τους Αγγέλους , τους Αγίους, και μάλιστα τον άγγελον , τον φύλακα της ψυχής μας, όπου μας βλέπει. Από ένα μικρόν παιδίον εντρεπόμεθα, όταν θα κάμωμεν την αμαρτίαν , και πώς να μην εντρπόμεθα από τόσους Αγίους και Αγγέλους;
Ο πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα∙ λέγεται και φως, και ζωή , και ανάστασις. Όμως το κύριον όνομα του Θεού μας, είνε και λέγεται αγάπη. Πρέπει ημείς, ανίσως και θέλωμν να περάσωμεν και εδώ καλά, να πηγαίνωμεν και εις το παράδεισον , και να λέγωμεν το Θεόν μας αγάπη και πατέρα, πρέπει να έχωμεν δύο αγάπας∙ αγάπην εις τον Θεόν μας, και εις τους αδελφούς μας. Φυσικόν μας είνε να έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας∙ παρά φύσιν είνε να μη τας έχωμεν. Και καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετά εις τον αέρα, ούτω και ημείς χρεαζόμεθα αυτάς τας δύο αγάπας, διότι χωρίς αυτών είνε αδύνατον να σωθώμεν. Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπώμεν τον Θεόν μας, διότι μας εχάρισε τόση γήν μεγάλην εδώ να κατοικώμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες ποταμούς, θάλασσας, αέρα, ημέραν , νύκτα, ουρανόν , ήλιον, κ.λ.π. Όλα αυτά διά ποιόν τα έκαμεν, ειμή δι’ ημάς; Τι μας εχρεώστει ; Τίποτε. Όλα χαρίσματα∙ μας έκαμεν ανθρώπους, δεν μας έκαμε ζώα∙ μας έκαμεν ευσεβείς ορθοδόξους χριστιανούς, και όχι ασεβείς αιρετικούς∙ αν και αμαρτάνωμεν χιλιάδες φορές την ώραν , μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλει εις την κόλασιν , αλλά περιμένει την μετάνοια μας με τας αγκάλας ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν , να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμωμεν τα καλά, να εξομολογηθώμεν , να διορθωθώμεν , να μας εναγκαλισθη, να μας βάλη εις τον παράδεισον να χαιρώμεθα πάντοτε.
Τώρα λοιπόν τοιούτον γλυκύτατον Θεόν και Δεσπότην δεν πρέπει και ημείς να τον αγαπώμεν , και αν τύχη ανάγκη , να χύσωμεν και το αίμα μας χιλιάδες φορές διά την αγάπην του, καθώς το έχυσε και Εκείνος διά την αγάπην μας; Ένας άνθρωπος σε κράζει εις τον οίκον του και θέλει να σε φιλεύση ένα ποτήρι κρασί, και πάντοτε εις όλην σου την ζωήν θε να τον εντρέπεσαι και τον τιμάς∙ και το Θεόν δεν πρέπει να τιμάς και να εντρέπεσαι , όπου σου εχάρισε τόσα καλά και εσταυρώθηκε διά την αγάπην σου; Ποιος πατέρας εσταυρώθηκε διά τα παιδιά του καμμίαν φοράν ; Και ο γλυκύτατος μας Ιησούς Χριστός έχυσε το αίμα του και μας εξηγόρασε από τας χείρας του διαβόλου. Τώρα δεν πρέπει και ημείς να αγαπώμεν τον Χριστόν μας; Ημείς όχι μόνον δεν τον αγαπώμεν , αλλα τον υβρίζομεν καθ’ ημέραν με τας αμαρτίας όπου κάμνωμεν. Αμή ποιόν θέλετε να αγαπώμεν, αδελφοί μου; Να αγαπώμεν τον διάβολον , όπου μας έβγαλεν από τον περάδεισον και μας έφερε εις τον κατηραμένον τούτον κόσμον και παθαίνομεν τόσα κακά; Και έχει προαίρεσιν ο διάβολος, αν ηδύνατο αυτήν την ώραν να μας θανατώση όλους και να μας βάλη εις την κόλασιν , το έκαμνε. Τώρα σας ερωτώ, αδελφοί μου, να μου ειπήτε ποιόν πρέπει να μισούμεν τον διάβολον , τον εχθρόν μας, ή ν’ αγαπώμεν τον Θεόν μας, τον ποιητήν μας, τον πλάστην μας;- Ναι, άγιε του Θεού.- Πολύ καλά το λέγετε, να έχω την ευχήν σας, και εγώ το λέγω, μα και ο Θεός χρειάζεται στρώμα διά να καθηση∙ ποίον δε είνε; Η αγάπη. Ας έχωμεν λοιπόν και ημείς αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφους μας, και τότε έρχεται ο Θεός μας και μας χαροποιεί, και μας φυτεύει εις την καρδίαν μας την ζωήν την αιώνιον, και περνούμεν και εδώ καλά και πηγαίνομεν και εις τον παράδεισον να ευφραινώμεθα πάντοτε.
Ημείς όχι μόνον δεν έχομεν την αγάπην , αλλά έχομεν το μίσος και την έχθραν εις την καρδίαν μας και μισούμεν τους αδελφούς μας∙ έρχεται ο πονηρός διάβολος και μας πικραίνει και βάνει τον θάνατον εις την ψυχήν μας και περνούμεν και εδώ κακά, και πηγαίνομεν εις την κόλασιν και καιόμαθα πάντοτε.
Φυσικόν μας είνε ν’ αγαπώμεν τους αδελφούς μας∙ διότι είμεθα μιάς φύσεως, έχομεν ένα βάπτισμα, μίαν πίστην , τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ένα παράδεισον ελπίζωμεν ν’ απόλαύσωμεν. Καλότυχος εκείνος ο άνθρωπος όπου αξιώθηκε και έλαβεν εις την καρδίαν του αυτάς τας δύο αγάπας, εις τον Θεον και εις τους αδελφούς του. Διότι όποιος έχει τον Θεόν εις την καρδίαν του, έχει πάντα τα αγαθά , και αμαρτίαν δεν υποφέρει να κάμη∙ και όστις δεν έχει τον Θεόν, εις την καρδίαν, έχει τον διάβολον, και κάμνει πάντα τα κακά και όλας τας αμαρτίς. Χιλίας χιλιάδας καλά να κάμνωμεν , αδελφοί μου , νηστείας, προσευχάς, ελεημοσύνας, και το αίμα μας να χύσωμεν διά τον Χριστον μας, και δεν έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας, αλλά έχωμεν το μίσος και την έχθραν εις τους αδελφούς μας, όλα εκείνα τα καλά όπου εκάμαμεν είνε του διαβόλου και εις την κόλασιν πηγαίνομεν. Μα καλά , λέγετε, εκεί με εκείνη την ολίγην έχθραν όπου έχομεν εις τους αδελφούς μας, έχοντες τόσα καλά καμωμένα, εις την κόλασιν πηγαίνομεν; Ναι , αδελφοί ου , διότι εκείνη η έχθρα είνε φαρμάκι του διαβόλου∙ και καθώς βάνομεν μέσα εις εκατόν οκάδας αλεύρι ολίγον προζύμι, και έχει τόσην δύναμιν και ανακουφίζει όσον ζυμάρι και αν είνε, έτσι είνε και η έχθρα∙ όλα εκείνα τα καλά όπου εκάμαμεν , τα γυρίζει και τα κάμνει φαρμάκι του διαβόλου .
Εδώ, χριστιανοί μου , πως πηγαίνετε; Έχετε την αγάπην ανάμεσον σας; Ανίσως και θέλετε να σωθήτε, κανένα άλλο πράγμα να μη ζητήσετε εδώ εις τον κόσμον από την αγάπην. Είνε εδώ κανένας από την ευγένειαν σας όπου να έχη αυτήν την αγάπην εις τους αδελφούς του; Ας σηκωθή επάνω να μου το ειπή, να τον ευχηθώ και εγώ, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσι, να λάβη μίαν συγχώρησιν , όπου να έδινεν χιλιάδες φλωρία δεν την εύρισκεν. –Εγώ , άγιε του Θεού, αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου. –Καλά , παιδί μου, έχε την ευχήν . Πως σε λέγουν το όνομα σού; -Κώστα.- Τι τέχνη κάμνεις; -Πρόβατα φυλάγω. –Το τυρί όταν το πωλής το ζυγιάζεις; -Το ζυγιάζω. –Εσύ παιδι μου, έμαθες να ζυγιάζης το τυρί, και εγώ να ζυγιάζω την αγάπην. Το ζύγι εντρέπεπται τον αυθέντην του; -Όχι . –Τώρα να ζυγιάσω και εγώ την αγάπην σου, και αν είνε σωστή και δεν είνε ξύγικη, τότε να σε ευχηθώ και εγώ, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να σε συγχωρήσωσι. Πώς να σε καταλάβω, παιδί μου, πως αγαπάς τους αδελφούς σου; Εγώ τώρα εδώ όπου περιπατώ και διδάσκω εις τον κόσμον , λέγω πως τον κυρ-Κώστα τον αγαπώ ωσάν τα μάτια μου∙ μα εσύ δεν το πιστεύεις∙ θέλεις να με δοκιμάσης πρώτον , και μετά να με πιστεύσης. Εγώ έχω ψωμί να φάγω, εσύ δεν έχεις∙ ανίσως και σου δώσω καμμάτι και σε, όπου δεν έχεις, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή εγώ να φάγω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς, τι φανερώνει; Πως η αγάπη όπου έχω εις σε είνε ψεύτικη. Έχω δύο ποτήρια κρασί να πίω, εσύ δεν έχεις∙ ανίσως και δώσω και σε απ’ αυτό και πίης, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή ανίσως και δεν σου δώσω, είνε κάλπικη η αγάπη . Είσαι λυπημένος∙ απέθανεν η μήτηρ σου, ο πατήρ σου∙ ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είνε αληθινή η αγάπη μου. Αμή ανίσως συ κλαίης και θρηνής και εγώ τρώγω , πίνω και χορεύω, ψεύτικη είνε η αγάπη μου. Το αγαπάς εκείνο το φτωχό παιδί; -Το αγαπώ. –Αν το ηγάπας, του έπαιρνες ένα υποκάμισο όπου είνε γυμνό, να παρακαλή και εκείνο διά την ψυχή σου. Τότε είνε αληθινή η αγάπη , αμή τώρα είνε ψεύτικη. Δεν είνε έτσι χριστιανοί μου; Με ψεύτικη αγάπην δεν πηγαίνομεν εις τον παράδεισον. Τωρα σαν θέλης να κάμης την αγάπην μάλαμα, πάρε και ένδυσε τα φτωχά παιδιά , και τότε να βάλω να σε συγχωρήσωσι. Το κάμνεις τούτο; -Το κάμνω. –Χριστιανοί μου, ο Κώστας εκατάλαβε, πως η αγάπη που είχεν έως τώρα ήτο ψεύτικη , και θέλει να την κάμη μάλαμα, να ενδύση τα πτωχά παιδιά. Επειδή και τον επαιδεύσαμεν , σας παρακαλώ να ειπήτε διά τον κυρ-Κώστα τρείς φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτόν.
Ο πανάγαθος λοιπόν και πολυέλεος Θεός είνε και λέγεται αγάπη∙ είνε και λέγεται Τριάς. Παρακινούμενος ο Κύριος από την ευσπλαχνία του έκαμε πρώτον δέκα τάγματα Αγγέλους. Οι Άγγελοι είνε πνεύματα πύρινα, άυλα, καθώς είνε η ψυχή μας. Το κάθε τάγμα είνε ως τα άστρα του ουρανού. Ποιος επαρακίνησε τον Θεόν και τους έκαμεν; Η ευσπλαχνία του. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου , ανίσως και θέλωμεν να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεθα εύσπλαχνοι , να κάμνωμεν τους αδελφούς μας να ευφραίνονται, και τότε να λέγωμεν τον Θεόν πατέρα: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…». Ει δε και είμεθα άσπλαγχνοι , σκληροκάρδιοι και κάμνωμεν τους αδελφούς μας και φαρμακεύονται και βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν των, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον διάβολον, διότι ο διάβολος θέλει να κάμνωμεν τους αδελφούς μας να φαρμακεύονται, και όχι ο Θεός.
Και έτσι , αδελφοί μου, το πρώτον τάγμα από τους Αγγέλους όπου προείπομεν, έπεσεν εις υπερηφάνειαν και εζήτησε να δοξασθή ίσα με τον Θεόν. Από εκεί όπου ήτο άγγελος φωτεινός και λαμπρότατος, έγινε διάβολος σκοτεινότατος , και πολέμιος των ανθρώπων∙ και έχει να καίεται πάντοτε εις την κόλασιν. Και όταν ακύωμεν διάβολον , αυτός είνε όπου ήτο πρώτος άγγελος∙ αυτός είνε όπου παρακινεί τους ανθρώπους να υπερηφανεύονται, να φονεύουν, να κλέπτουν∙ αυτός είνε όπου εμβαίνει μέσα εις αποθαμένον άνθρωπον και φαίνεται ως ζωντανός και τον λέγουν βρυκόλακα∙ αυτός είνε όπου εμβαίνει και μέσα εις ζωντανόν άνθρωπον και παίρνει την εικόνα του Χριστού , της Παναγίας ή τινός Αγίου , τρέχων άνω και κάτω ωσάν δαιμονισμένος και λέγει ότι κάμνει θαύματα∙ αυτός είνε ο διάβολος όπου εμβαίνει εις τον άνθρωπον και σεληνιάζεται και δαιμονίζεται. Και ας είνε δεδοξασμένος ο Θεός όπου μας εχάρισε τρία άρματα με τα οποία να τον πολεμώμεν. Ανίσως και είνε εδώ τινάς από σας και δαιμονίζεται, και θέλει να μάθη τα ιατρικά, εύκολον είνε∙ εξομολόγησις, νηστεία και προσευχή. Όσον εξομολογείται ο άνθρωπος, νηστεύει και προσεύχεται, τόσον κατακαίεται και φεύγει ο διάβολος.
Ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα από την αγγελικήν δόξαν και έγιναν δαίμονες, τα άλλα εννέα τάγματα εταπεινώθησαν και έπεσον και προσεκύνησαν την Παναγία Τριάδα και εστάθησαν εις τον τόπον των να χαίρονται πάντοτε. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου , να στοχαζώμεθα τι κακόν πράγμα είνε η υπερηφάνεια∙ εκρήμνισε τον διάβολον από την αγγελικήν δόξαν και έχει να καίεται εις την κόλασιν πάντοτε∙ και πως η ταπείνωσις εβάσταξε τους Αγγέλους εις τον ουρανόν να χαίρονται πάντοτε εις εκείνην την δόξαν της Αγίας Τριάδος. Πρέπει ακόμη να στοχασθώμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς, όταν ιδούμεν τινά ταπεινόν, τον βλέπομεν ως άγγελον , μας φαίνεται ν’ ανοίξωμεν την καρδίαν μας να τον βάλωμεν μέσα∙ και όταν ιδούμεν τινά υπερήφανον , τον βλέπομεν ως τον διάβολον , γυρίζομεν το πρόσωπον μας εις το άλλο μέρος να μη τον βλέπομεν. Ας φύγωμεν λοιπόν, αδελφοί μου, την υπερηφάνειαν, διότι είνε η πρώτη θυγατέρα του διαβόλου , είνε δρόμος που μας πηγαίνει εις την κόλασιν, και να έχωμεν την ταπείνωσιν , διότι είνε αγγελική, είνε δρόμος όπου μας πηγαίει εις τον παράδεισον . Εδώ πως πηγαίνετε; Την ταπείνωσιν αγαπάτε ή την υπερηφάνειαν; Όστις αγαπά την ταπείνωσιν , ας σηκωθή επάνω να μου το ειπή , να τον ευχηθώ.-Εγώ , άγιε του Θεού, αγαπώ την ταπείνωσιν. – Έκβαλε το φορέματα σου, ενδύσου πενιχρά φορέματα, και γύριζε εις την αγοράν. Δεν το κάμνεις; Εντρέπεσαι; Κάμε άλλο. Κόψε το μισό σου μουστάκι και έβγα εις το παζάρι. Μήτε και αυτό το κάμνεις; Δεν το λέγω γι’ εσέ μόνον, αλλά διά να ακούσουν και οι άλλοι∙ να μη λέγετε ότι είσθε ταπεινοί. Με βλέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είνε γεμάτα με υπερηφάνειαν, και ο Θεός να την ξεριζώση από την καρδιάν μας. Ο χριστιανός χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πατάξη να υπάγη εις τον παράδεισον , την ταπείνωσιν και την αγάπην.
Ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα και έγιναν δαίμονες, τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινεν ο κόσμος ούτος. Και από τον καιρόν όπου έκαμε τον κόσμον είνε 7288 χρόνοι. Είνε δε ο κόσμος ούτος ως αυγό, και καθώς είνε ο κρόκος εις την μέσην του αυγού , έτσι είνε η γη ποιημένη από τον Θεόν να στέκη χωρίς να εγγίζη εις κανέν άλλο μέρος. Και καθώς είνε το ασπράδι ολόγυρα εις τον κρόκον, έτσι είνε και ο αέρας εις την γήν. Και καθώς είνε ο φλοιός ολόγυρα , έτσι είνει και ο ουρανός ολόγυρα από την γήν. Ο ήλιος, ή σελήνη και τα άστρα είναι κολλημένα εις τον ουρανόν. Η γη είνε στρογγυλή, και όπου πηγαίνει ο ήλιος , εκεί γίνεται ημέραν , ή νύκτα δε , είνε ο ίσκιος της γης. Τώρα εδώ έχομεν βράδυ, εις άλλο μέρος είνε αυγή∙ και καθώς είνε άνθρωπο εδώ εις την γήν , έτσι είνε και υποκάτω της γής. Διά τούτο ενομοθέτησαν οι άγιοι Πατέρες να βάφομεν τα αυγά κόκκινα την Λαμπράν. Διότι το αυγόν σημαίνει τον κόσμον, το δε κόκκινον το αίμα του Χριστού μας, όπου έχυσεν εις τον Σταυρόν και αγίασεν όλον τον κόσμον. Πρέπει και ημείς να χαιρόμεθα και να ευφριανόμεθα χιλιάδες φορές , πως έχυσεν ο Χριστός το αίμα του και μας εξηγόρασεν από τας χείρας του διαβόλου∙ μα πάλιν να κλαίωμεν και να θρηνώμεν , πως αι αμαρτίαι μας εσταύρωσαν τον Υιόν του Θεού , τον Χριστόν μας.
Επρόσταξεν ο Θεός και έγιναν επτά ημέραι∙ και πρώτη έκαμε την Κυριακήν και την εκράτησε διά λόγου του∙ και τας άλλας εξ τας εχάρισεν εις ημάς να εργαζόμεθα διά τα ψεύτικα ταύτα γήινα , και την Κυριακήν να σχολάζομεν και να πηγαίνομεν εις τας εκκλησίας μας να δοξάζομεν τον Θεόν μα, να ιστάμεθα με ευλάβιαν , ν’ ακούωμεν το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία της Εκκλησίας μας. Τι μας παραγγέλλει ο Χριστός μας να κάμνωμεν; Να στοχαζόμεθα τας αμαρτίας μας, τον θάνατον , την κόλασιν , τον παράδεισον , την ψυχήν μας όπου είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον , να τρώγωμεν και να πίνωμεν το αρκετόν μας, ομοίως και τα ρούχα μας τα αρκετά, τον δε επίλοιπον καιρόν να τον εξοδεύομεν διά την ψυχήν μας, να την κάμνωμεν νύμφη του Χριστού μας, και τότε πρεπει να λεγώμεθα άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι. Ει δε και ζητούμεν πώς να τρώγωμεν , πώς να πίνωμεν , πώς να αμαρτάνωμεν , πώς να στολιζωμεν τούτο το βρώμικο σώμα, όπου αύριν θα το φάνε τα σκουλίκια, και όχι διά την ψυχήν όπου είνε αθάνατος, τότε δεν πρέπει να λεγώμεθα άνθρωποι αλλά ζώα. Λοιπόν κάμετε το σώμα δούλον της ψυχής, και τότε να λέγεθε άνθρωποι.
Την πρώτην ημέραν επρόσταξεν ο Θεός και έγινε το φώς. Την δευτέραν ημέραν ο ουρανός, η γη, τα νερά, ο αέρας κ.λ.π. Την τρίτην έγιναν τα χόρτα και τα φυτά. Την τετάρτην ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Την πέμπτην η θάλασσα , τα οψάρια και τα πετεινά. Την παρασκευήν επρόστεξεν την γήν και έβγαλέν όλα τα ζώα.
Ο άνδρας και η γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήσαν. Επήρεν ο Θεός από την γήν χώμα και έπλασεν ένα άνδρα ωσάν ημάς, και ενεφύσησε και του εχάρισε ψυχήν αθάνατον. Και καθώς ημείς οι άνθρωποι βάνομεν αλεύρι και νερό και τα ζυμώνομεν και κάμνωμεν ένα ψωμί, ούτω και ο Θεός. Πρέπει και ημείς να στοχασθώμεν τι είνε το σώμα και τι είνε η ψυχή. Το σώμα είνε χώμα και αύριον θα το φάγουν τα σκουλήκια, και ανάγκη είνε η ψυχή να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, ανίσως και κάμη καλά., ή να κατακαίεται εις την κόλασιν , αν κάμη κακά. Τούτο το σώμα όπου βλέπετε αδελφοί μου , είνε το φόρεμα της ψυχής. Η ψηχή είνε άνθρωπος∙ η ψυχή είνε όπου βλέπει , ακούει , ομιλεί , περιπατεί, μανθάνει επιστήμας, δίδει ζωήν εις το σώμα και δεν το αφήνει να βρωμήση. Και άμα έβγη η ψυχή , τότε βρωμά σκουληκιάζει το σώμα. Το κορμί έχει τα ομμάτια, μα δεν βλέπει∙ έχει τα ώτα μα δεν ακούει∙ ομοίως και αι λοπαί αισθήσεις του σώματος. Όλα ενεργούνται διά της ψυχής.
-Τον κλαίετε τον αποθαμένον; -Τον κλαίομεν . –Ως φαίνεται , σας πονεί δι’ αυτόν. Και πόσας ημέρας τον φυλάγετε; -Δύο-τρείς ώρας. –Τόσην αγάπην έχετε εις τον ταλαίπωρον; Από την σήμερον να μη τον θάπτετε , αλλά να τον φυλάττετε εικοσιτέσσαρας ώρες∙ και να μαζεύεσθε όλοι , μικροί και μεγάλοι , και να τον στοχάζεσθε καλά, διότι καλύτερος διδάσκαλος δεν είνε άλλος από τον θάνατον. Και να μη τους κλαίετε τους αποθαμένους, διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και εκείνους. Και αι γυναίκες όσες έχετε λερωμένες μπόλιες να τας ρίψετε.
Όταν έκαμεν ο Θεός τον άνδρα, έλαβεν ο πανάγαθος μίαν πλευράν απ’ αυτόν και έκαμε την γυναίκα και του την έδωκε διά σύντροφον. Ίσια την έκαμεν ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέρα. Εδώ πως τας έχετε τας γυναίκας; -Διά κατωτέρας. –Ανίσως, αδελφοί μου , και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς∙ ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και ημείς εις την κόλασιν , τι μας ωφελεί; Είμεθα άνδρες και κάμνωμεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ που περιπατώ και διδάσκω∙ είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια, και με ήκουσαν ευθύς. Βλέπω όπου τρέχουν να εξομολογηθούνε. Είπα και ένα λόγον διά τους άνδρας∙ φυσικόν είνε του ανδρός όταν πηγαίνη πενήντα χρόνων να βγάνη τα γένεια∙ και εγώ βλέπω εδώ και είνε εξήντα και ογδοήντα χρονών γέροντες και ακόμη ξυρίζονται. Δεν το εντρέπεσθε να ξυρίζεσθε; Δεν ήξευρεν ο Θεός όπου έδωκε τα γένεια; Και καθώς είνε άπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα να στολίζεται και να βάνη φτιασίδια, ομοίως και ένας γέρων , όταν ξυρίζεται. Το σιτάρι , όταν παίρνη και ασπρίζη , τι θέλει; Θερισμόν. Ομοίως και ο άνθρωπος, όταν πάρνη και ασπρίζη, τι φανερώνει; Τον θάνατον. Είνε κανένας εδώ και θέλει να αφήση τα γένεια του; Ας σηκωθή να μου το ειπή , να γίνωμεν αδελφοί , να τον ευχηθώ και εγώ, και να βάλω και όλους τους χριστιανους να τον συγχωρήσωσι. –Εγώ είμαι, διδάσκαλε. –Καλά, έχε την ευχήν μου. Παρακαλείτε τον Θεόν δι εμένα τον αμαρτωλόν , να παρακαλώ και εγώ διά λόγου σας, όσον καιρόν και αν ζήσω. Το κάμνετε; -Το κάμνωμεν , άγιε του Θεού. –Σας παρακαλώ χριστιανοί μου , να ειπήτε , δι’ όσους αφήσουν τα γένεια, τρείς φοράς: Ο Θεός συγχωρήσαι και ελεήσαι αυτούς. Ζητήσατε και η ευγενία σας συγχώρησιν , και άμποτε να σας φωτίση ο Θεός, καθώς αφήκατε τα γένεια , να αφήσετε και τας αμαρτίας. Και σείς οι νέοι να τους τιμάτε∙ και άν τύχη ένας άνθρωπος και είνε τριάντα χρόνων όπου άφησε τα γένεια του, έτυχε και ένας 50 ή 60 ή 100 και ξυρίζεται, να βάλης εκείνον όπου άφησε τα γένεια παραπάνω να καθήση από εκείνον όπου ξυρίζεται, τόσον εις την εκκλησίαν , όσον και εις το τραπέζι. Δεν σας λάγω πάλιν ότι τα γένεια σε πάνε εις τον παράδεισον, αλλά τα καλά έργα. Και τα φορέματα σου να είνε ταπεινά, και το φαγί σου και το πιοτό σου, και όλη σας η συμπεριφορά και είνε χριστιανική , διά να δίδετε καλόν παράδειγμα και εις τους άλλους.
Ο άνδρας, αδελφοί μου , εγέννησε την γυναίκα από την πλευράν του χωρίς γυναίκα, και πάλιν έγινε γερός. Εδανείσθη εκείνη την πλευράν από τον άνδρα και την εχρεωστούσε. Εγεννήθησαν ωσάν τα άστρα του ουρανού γυναίκες εις τον κόσμον, αλλά δεν εφάνη καμμία άξια να γεννήση άνδρα, να πληρώση την πλευράν όπου εχερώστούσε, παρά η Δέσποινα Θεοτόκος, οπού ηξιώθη διά τηνκαθαρότητα της και εγέννησε τον γλυκύτατον Χριστόν εκ Πνεύματος Αγίου, χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν έμεινε παρθένος, και επλήρωσεν εκείνην την πλευράν.
Ακούετε αδελφοί μου , τι χαρμόσυνα μυστήρια έχει η αγία μας Εκκλησία; Μα τα έχει κρυμμένα και θέλουν ξεσκέπασμα. Διά τούτο να μάθετε όλοι σας γράμματα, διά να καταλαμβάνετε πως περιπατείτε. Πρέπει και συ, ω άνδρα, να μη μεταχειρίζεσαι την γυναίκα σου ωσάν σκλάβα, διότι πλάσμα του Θεού είνε και εκείνη καθώς και συ. Τόσον εσταυρώθηκεν ο Θεός δι’ εσέ , όσον και δι’ εκείνην. Πατέρα λέγεις εσύ τον Θεόν, πατέρα τον λέγει και εκείνη. Έχετε μία πίστην , ένα βάπτισμα∙ δεν την έχει ο Θεός κατωτέραν. Διά τούτο την έκαμεν από την μέσην του ανδρός, διά να είνε ο άνδρας σαν την καφαλήν και η γυναίκα το σώμα. Διά τούτο δεν την έκαμεν από το καφάλι , διά να μη καταφρονή τον άδρα. Ομοίως πάλιν δεν την έκαμεν από τα ποδάρια, διά να μη καταφρονή ο άνδρας την γυναίκα.
Ονόμασε ο Θεός τον άνδρα Αδάμ, την δε γυναίκα Εύαν . Έκαμε και έναν παράδεισον εις το μέρος την ανατολής όλον χαράν και ευφροσύνη∙ μήτε πείνα, μήτε δίψα, μήτε αρρωστία, μήτε καν εν λυπηρόν. Τους εστόλισε με τα επτά χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Τους έβαλε μέσα εις τον παράδεισον να χαίρονται ως άγγελοι. Λέγει ο Θεός του Αδάμ και της Εύας:Εγώ να οπού σας έκαμα ανθρώπους λαμπρότερους από τον ήλιον.σας έβαλα μέσα εις τον παράδεισον , να χαίρεσθε από όλα τα αγαθά του παραδείσου. Μα διά να γνωρίζετε πως έχετε Θεόν ποιητήν και πλάστην σας, σας δίδω μίαν παραγγελίαν∙ μόνον από μίαν συκήν να μη φάγητε σύκα∙ μα να ηξεύρετε και αυτό, πως ανίσως και παραβήτε την προσταγήν μου και φάγετε, θα αποθάνετε. Και έτσι τους άφησεν ο Θεός μέσα εις τον παράδεισον και εχαίροντο ως άγγελοι. Διά τούτο τους εστόλισεν ο πανάγαθος Θεός με την εντροπήν , και η εντροπή να τους φυλάγη από κάθε αμαρτίαν, μα περισσότερον την γυναίκα. Διά τούτο , χριστιανοί μου και θυγατέρες του Χριστού μου , όσον ημπορείτε, να είσθε σκεπασμένες μα την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα.
Και έτσι , αδελφοί μου , βλέπων ο μισόκαλος διάβολος την μεγάλην δόξαν όπου έλαβον ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν , τους εφθόνησε και τι κάμνει; Ηξεύροντας, ως πνεύμα πονηρόν όπου είνε ο διάβολος, πως ευκολότερα απατάται η γυναίκα από τον άνδρα, εστοχάσθη ότι, άμα απατήση την γυναίκα, έπειτα με το μέσον της γυναικός εύκολα απατά και τον άνδρα. Και εμβαίνει εις ένα όφιν και πηγαίνει εις την Εύαν και της λέγει: Τι σας είπεν ο Θεός να κάμνετε εδώ εις τον παράδεισον; Λέγει του η Εύα: Μας είπεν ο Θεός να τρώγωμεν από όλα τα καλά του παραδείσου, μόνο από μίαν συκήν να μη τρώγωμεν σύκα, διότι όποιαν ημέραν παραβούμεν την προσταγήν του , θα αποθάνωμεν. Απεκρίθη ο διάβολος και της λέγει: Δεν αποθνήσκετε, αλλά ανίσως και φάγητε, θα γένητε όμοιοι με τον Θεόν, και διά τούτο σας εμπόδισε. Πάρε λοιπόν , φάγε σε πρώτον , και παρακίνει και τον άνδρα σου να φάγητε, να γένητε θεοί. Επήρεν η γυναίκα κι έφαγεν∙ επαρακίνησε τον άνδρα της και έφαγε και εκείνος. Και καθώς έφαγον και οι δύο , παρευθύς εγυμνώθησαν από τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και απέκτησαν μωρίαν και δειλίαν. Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, όπου φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον∙ άλλος πάλιν , όπου δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιον του , ας είνε και βασιλεύς να ορίζη όλον τον κόσμον. Να προσέχετε, χριστιανές μου γυναίκες, όσον είνε δυνατόν , να φυλάγετε τας εντολάς του Θεού και να μη κάμνετε το θέλημα του διαβόλου∙ και αν τύχη και σφάλλετε ως άνθρωποι εις το κακόν, να μη παρακινήτε και τους άνδρας σας καθώς η Εύα. Ομοίως και οι άνδρες να μη ακούετε τας συμβουλάς των γυναικών καθώς και ο Αδάμ.
Θέλων ο Θεός να τους συγχωρήση και να τους αφήση εις τον παράδεισον , εκαμώθη πως δεν ηξεύρει , και λέγει ο Θεός του Αδάμ: Αδάμ, που είσαι; Πως δεν φαίνεσαι, ή που είνε η δόξα όπου είχες πρωτύτερα, όπου ήσο ως άγγελος, και τώρα εκατάντησες και έγινες ωσάν το μωρόν παιδίον; Απεκρίθη ο Αδάμ και λέγει: Εδώ είμαι Κύριε∙ μα ήκουσα όπου ήρχεσο και εφοβήθην και εκρύφτηκα. Λέγει του ο Θεός: Διατί εφοβήθης και εκρύβης; Μήπως είμαι εγώ φόβος; Μήπως έφαγες από τα σύκα όπου σου είπα να μη φάγης; Απεκρίθη ο Αδάμ υπερήφανα: Ναι, Κύριε, έφαγον, αλλά δεν πταίω εγώ∙ η γυναίκα οπού μου έδωσες, εκείνη με εγέλασε και έφαγον. Λέγει ο Θεός του Αδάμ: Εγώ σου την έδωσα διά σύντροφον , και όχι να σε γελάση. Εγώ σου είπα να μη φάγης, διότι θ’ αποθάνης∙ έπρεπε να φυλάξης τον ιδικόν μου λόγον , και όχι της γυναικός. Μα καλά, έφαγες, ηπατήθης∙ τι το δύσκολον είνε να ειπής: Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον , ποιητά μου∙ να σε συγχωρήσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον παράδεισον . Αμή εσύ κατηγορών την γυναίκα , εμένα κατηγορείς, διότι εγώ έκαμα την γυναίκα. Ακούετε , αδελφοί μου , τι κακόν πράγμα να κατηγορώμεν τον άλλον; Λοιπόν , αν θέλωμεν να σωθώμεν , του λόγου μας πάντοτε να κατηγορώμεν, και όχι να ρίχνωμεν τα σφάλματα μας επάνω εις τον άλλον.
Έπειτα λέγει ο πανάγαθος Θεός εις την Εύαν: Διατί έφαγες από τα σύκα, όπου σου είπα να μη φάγης; Απεκρίθη και αυτή υπερήφανα και λέγει: Ναι, Κύριε, έφαγον , μα δεν πταίω εγώ∙ ο όφις με εγέλασε. Βλέπων ο Θεός την υπερηφάνειαν αυτών, τους έδιωξεν από τον παράδεισον , και κατηράσθη τον Αδάμ να εργάζηται την γήν , και με το ιδρώτα του προσώπου του να τρώγη τον άρτον του , και να κλαίη απαρηγόρητα διά να τον ευσπλαχνισθή ο Θεός, να τον βάλη πάλιν εις τον παράδεισον. Διά τούτο , αδεφοί μου , να χαίρεσθε όσοι βγάνετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, διότι εκείνο το ψωμί είνε ευλογημένο∙ και αν θέλης δώσε ολίγον , από εκείνο το ψωμί , του πτωχού. Με εκείνο αγοράζεις τον παράδεισον. Ομοίως πάλιν να κλαίετε και να θρηνήτε με μαύρα δάκρυα όσοι ζήτε με αρπαγάς και αδικίας. Θέλει σας θανατώσει ο Θεός και σας βάλη εις την κόλασιν. Εδώ πως πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπον σας ζήτε, ή με αδικίας; Αν είσθε χριστιανοί , με τον κόπον σας να ζήτε∙ εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το δε άδικον το καταράται.
Εκαταράσθη και την γυναίκα να είνε υποτεταγμένη εις τον άνδρα της, και να γεννά τα τέκνα της με κόπους και στεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα διά να την ευσπλαχνισθή ο Θεός , να την επαναφέρη εις τον παράδεισον . Και βλέπετε φανερά∙ όταν γεννώσι τα ζώα, δεν έχουν τους πόνους όπου έχει η γυναίκα όταν γεννά∙ διότι δεν έχουν την κατάρα όπου έχει η γυνή. Εκατηράσθη τον Αδάμ και την Εύαν και τους εξώρισεν από τον παράδεισον και έζησαν εννεακοσίους τριάντα χρόνους σε μαύρα και πικρά δάκρυα και εγέννησαν τέκνα , και τα τέκνα τους τέκνα, και εγέμισεν ο κόσμος∙ και όλοι οι άνθρωποι είνε από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί∙ μόνον η πίστις μας χωρίζει.
Απέθανον ο Αδάμ και η Εύα, απήγαν εις την κόλασιν και εκαίοντο πέντε και ήμσυ χιλιάδες χρόνους διά μίαν αμαρτίαν∙ αμή ημείς οπού κάμνωμεν πολλάς και μάλιστα εγώ, τι έχομεν να πάθωμεν; Ο Θεός είνε εύσπλαγχνος, αλλά και δίκαιος. Έχει και ράβδον σιδηράν∙ και καθώς επαίδευσε τον Αδάμ και την Εύαν, έτσι παιδεύει και ημάς, αν δεν κάμνωμεν καλά. Παρέβησαν ο Αδάμ και η Εύα την προσταγήν του Θεού, και εξωρίσθησαν από τον παράδεισον. Τώρα τι κάμνωμεν, χριστιανοί μου, ημείς; Ζητήσατε να μάθετε , ότι εις τους πέντε και ήμισυ χιλιάδες χρόνους όλοι όσοι απέθνησκον επήγαινον εις την κόλασι. Ευσπλαχνίσθη ο Κύριος το γένος των ανθρώπων και ήλθε και έγινεν άνθρωπος τέλειος εκ Πνεύματος Αγίου , από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και μας έβγαλεν από τας χείρας του διαβόλου . Ζητήσατε να μάθετε, ότι Κυριακήν ημέραν έγινεν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου∙ Κυριακήν ημέραν εγεννήθη ο Χριστός και μας έδειξε την αγίαν Πίστην , το άγιον Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια∙ εβρίσθη , εδάρθη , εσταυρώθη κατά το άνθρωπινον ∙ ανέστη την τρίτην ημέραν, επήγεν εις την κόλασιν , έβγαλεν τον Αδάμ και την Εύαν και το γένος του∙ έγινε χαρά εις τον ουρανόν , εις τον άδην και εις όλον τον κόσμον∙ φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις τους Εβραίους και εις τον διάβολον∙ ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησεν εκ δεξιών του Πατρός, να συμβασιλεύη αιωνίως, να προσκυνήται και από τους Αγγέλους. Ζητήσατε να μάθετε πως σήμερον , αύριον περιμένομεν το τέλος του κόσμου. Είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί∙ καταλάβετε και μόνοι σας το καλόν και κάμνετέ το.
• * *
Τώρα τι σας φαίνεται εύλογον να κάμωμεν; Έχω δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός μου λέγει: Φθάνουν αυτά όπου είπες εις τους χριτιανούς, και σήκω πρωί πρωί , πήγαινε και εις άλλο μέρος να διδάξης. Ο άλλος μου λέει: Μη πηγαίνεις∙ κάθησε να τους ειπής και τα επίλοιπα και αύριον φεύγεις. Σεις τι λέγετε, να φύγω ή να καθίσω; -Να καθίσης , άγιε του Θεού. –Καλά, παιδιά μου , να καθήσω∙ αμή είνε καλά να δουλεύη ένας ανθρωπος ένα αμπέλι, ή να βόσκη πρόβατα, και να μη φάγη εκ του καρπού των; Τώρα και εγώ εδώ όπου ήλθα και κοπιάζω είνε καλόν να μη μου δώσητε ολίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Και τι πληρωμήν θέλω εγώ; Χρήματα; Και τι να τα κάμω; Εγώ, με την χάριν του Θεού , μήτε σακκούλαν έχω, μήτε σπίτι , μήτε άλλο ράσο∙ και το σκαμνί όπου έχω ιδικόν σας είναι, το οποίον εικονίζει τον τάφον μου. Ετούτος ο τάφος έχει την εξουσίαν να διδάξη βασιλείς, πατριάρχας, αρχιερείς, ιερείς, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας και όλον τον κόσμον. Ανίσως και επεριπατούσα διά άσπρα, θα ήμουν τρελλός και ανόητος∙ αμή τι είνε η πληρωμή μου; Να καθήσετε από πεντε , δέκα, να συνομιλήσετε αυτά , να τα βάλετε μέσα εις την καρδίαν σας, διά να σας προξενήσουν την αιώνιον ζωήν. Δεν είνε, αδελφοί μου , λόγοι ιδκοί μου όσα σας είπον , αλλά του Αγίου Πνεύματος, από την Αγίαν Γραφήν. Αυτά οπού σας είπα το ίδιον είνε ωσάν να κατέβη ο ίδιος ο Θεός να σας τα ειπή. Τώρα ανίσως και τα κάμνετε και τα βάλλετε εις τον νουν σας, δεν με φαίνεται και εμέ τίποτε κόπος. Ει δε και δεν τα κάμνετε, φεύγω λυπημένος, με τα δάκρυα στα μάτια.
Έχετε σχολείον εδώ εις την χώραν σας να διαβάζουν τα παιδιά ; -Δεν έχομεν άγιε του Θεού. –Να μαζευθήτε όλοι να κάμνετε ένα σχολείον καλόν, να βάλετε και επιτρόπους να το κυβερνούν , να βάνουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδιά γράμματα, πλούσια και πτωχά. Διότι από τα σχολείον μανθάνομεν τι είνε Θεός, τι είνε Αγία Τριάς, τι είνε Άγγελοι, δαίμονες, παράδεισος , κόλασις, αρετή, κακία∙ τι είνε ψυχή, σώμα κ.λ.π. διότι χωρίς σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος∙ από το σχολείον ανοίγει το μοναστήριον. Αν δεν ήτο σχολείον , που ήθελα μάθη εγώ να σας διδάσκω;
Εγώ εδιάβασα και περί ιερέων , και περί ασεβών , αιρετικών και αθέων∙ τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα∙ όλαι αι πίστεις είνε ψεύτικες∙ τούτο εκατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των ορθοδόξων χριστιανών είνε καλή και αγία , το να πιστεύομεν και να βαπτιζόμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τούτο σας λέγω τώρα εις το τέλος∙ να ευφραίνεσθε όπου είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί, και να κλαίετε διά τους ασεβείς και αιρετικούς όπου περιπατούν εις το σκότος. Ημείς, χριστιανοί μου, τι είμεθα, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Ανίσως και είμεθα δίκαιοι , καλότυχοι και τρισμακάριοι∙ εί δε και είμεθα αμαρτωλοί , τώρα είνε καιρός να μετανοήσωμεν, να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμνωμεν τα καλά∙ διότι η κόλασις μας καρτερεί. Πότε θα μετανοήσωμεν; Όχι αύριον και μεθαύριον, αλλά σήμερον , διότι έως αύριον δεν ηξεύρωμεν τι θα πάθωμεν. Πρόσεχετε λοιπόν , αδελφοί μου, να μη υπερηφανεύεσθε, να μη φονεύετε, να μη μοιχεύετε, να μη κάμνετε όρκους, να μη λέγετε ψεύματα, να μη συκοφαντήτε, να μη προδίδετε, να μη στολίζετε το σώμα, διότι θα το φάγουν οι σκώλικες, αλλά να στολίζετε την ψυχήν , όπου είνε τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον. Να προσεύχεσθε, να νηστεύετε, να δίδετε ελεημοσύνην, να έχετε τον θάνατον έμπροσθεν σας, πότε να υπάγητε εις εκείνον τον αώνιον . Ακούσατε, αδελφοί μου: Καθώς ένας άρχοντας έχει δέκα δούλους και σφάλλει ένας εξ αυτών , τον διώκει και βάνει άλλον ,ούτω και ο Κύριος , ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα των αγγέλων , επρόσταξεν ο Θεός και έγινε ούτος ο κόσμος, και έκαμεν ημάς τους ανθρώπους, να μας βάλη εις τον τόπον των αγγέλων. Ημείς , χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ πατρίδα. Διά τούτο και ο Θεός μας έκαμε με το καφάλι ορθούς, και μας έβαλε τον νούν εις το επάνω μέρος, διά να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν , την αληθηνήν πατρίδα μας. Όθεν , αδελφοί μου , να σας διδάσκω και συμβουλεύω, πλήν τολμώ πάλιν και παρακαλώ τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν να στείλη ουρανόθεν την χάριν Του και την ευλογίαν Του, εις αυτήν την χώραν , και όλους τους χριστιανούς, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας, και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον , αδελφοί μου, άμποτε να σας ευσπαχνισθή και να συγχωρήση τας αμαρτίας σας και να σας αξιώση να διέλθετε και εδώ καλήν και ειρηνικήν αυτήν την ματαίαν ζωήν, και μετά θάνατον εις τον παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν, να χαιρόμεθα πάντοτε, να δοξάζομεν και προσκυνούμεν την Αγία Τριάδα εις τους αιώνας των αιώνω. Αμήν.
Παρακαλώ σας, αδελφοί μου να ειπήτε και δι’ εμέ τον αμαρτωλόν τρεις φοράς: Συγχωρήσατε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθήτε και μεταξύ σας.
Καθαρά εξομολόγησις
Το πρώτον μας νόημα είνε αυτό: Όσοι ηδικήθημεν να συγχωρώμεν τους εχθρούς μας διά το ιδικόν μας καλόν. Το δεύτερο είνε τούτο: Ανίσως και ημείς θέλωμεν να ωφεληθώμεν από τα Άχραντα Μυστήρια ωσάν τους ένδεκα Αποστόλους τους καλούς, και να μη βλαφθώμεν ωσάν τον Ιούδαν τον κακόν, να εξομολογούμεθα καθαρά και να κοινωνώμεν με φόβον και τρόμον και ευλάβειαν, και τότε να φωτισθώμεν. Ει δε και πηγαίνομεν ανεξομολόγητοι , μεμολυσμένοι με αμαρτίας, και τολμώμεν να μεταλαμβάνωμεν τα Άχραντα Μυστήρια, βάνομεν φωτιά και καιόμεθα.
Ποιος ηξεύρει , αδελφοί μου , να μου ειπή , ο ήλιος φωτεινός είνε ή σκοτεινός; μου φαίνεται όλοι σας το γνωρίζετε , ότι είνε φωτεινός και τα πάντα φωτίζει. Είνε όμως μερικά ζώα όπου τα λέγουν νυχτερίδες και άλλα κουκουβάγιες , και όταν βγή ο ήλιος θαμβώνονται και σκοτίζονται και δεν βλέπουν , και όταν νυκτώση, τότε βλέπουν. Έτσι είνε και εις τα Άχραντα Μυστήρια∙ τον καλόν τον φωτίζουν και τον κάμνουν άγγελον∙ ομοίως και τον αμαρτωλόν πάλιν τον σκοτίζουν και τον κάμνουν ωσάν τον διάβολον. Καθώς και η φωτιά όλα τα πράγματα δεν τα καίει , μάλιστα το χρυσάφι το λαμπρύνει και το καθαρίζει, και τα άλλα πράγματα τα καίει. Λοιπόν ας γίνωμεν και ημείς μάλαμα να καθαρισθώμεν , και όχι ξύλα να καιώμεθα.
Εδώ όπου ήλθα χριστιανοί μου , έλαβον μίαν χαράν μεγάλην και μίαν λύπην μεγάλην. Και χαράν μεγάλην έλαβον βλέπων την καλήν σας γνωμην και την καλήν σας μετάνοιαν∙ λύπην έλαβον πάλιν στοχαζόμενος την αναξιότητα μου, πως δεν έχω καιρόν να σας εξομολογήσω όλους ένα προς ένα, να μου ειπή καθένας τα αμαρτήματα του, να του είπω και εγώ εκείνο όπου με φωτίση ο Θεός. Θέλω άλλα δεν ημπορώ , τέκνα μου. Καθώς ένας πατέρας είνε άρρωστος, πηγαίνει το παιδί του να το παρηγορήση, εκείνος μη δυνάμενος το διώχνει∙ μα πως το διώνχει; Με την καρδιά καημένη! Θέλει να το παρηγορήση, μα δεν ημπορεί. Μα πάλιν διά να μη υστερηθήτε τελείως, σας λέγω τούτο: Αν θέλετε να ιατρεύσετε την ψυχήν σας, τέσσαρα πράγματα σας χρειάζονται. Κάμνομεν μίαν συμφωνίαν; Από τον καιρόν όπου εγεννήθητε έως τώρα, όσα αμαρτήματα επράξατε , να τα πάρω εγώ εις τον λαιμόν μου∙ και η ευγένειαν σας να κρατήσετε τέσσερες τρίχες. Και τι θα τα κάμω; Έχω μία καταβόθρα και τα ρίχνω μέσα .Ποία είνε η καταβόθρα; Είνε η ευσπλαχνία του Χριστού μας.
Πρώτη τρίχα είνε όταν θέλετε να εξομολογήσθε, ο πρώτον θεμέλιν είνε αυτό όπου είπομεν, να συγχωρήτε τους εχθρούς σας. Το κάμνετε; -Το κάμνωμεν , άγιε του Θεού.- Επήρατε την πρώτη τρίχαν.
Δευτέρα τρίχα είνε να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, ενάρετον , να εξομολογήσθε και να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα. Να έχης 100 αμαρτίας και να ειπής τας 99 εις τον πνευματικόν , και μία να μη φανερώσης, όλες σου ασυγχώρητες μένουν. Και όταν κάμνης την αμαρτίαν , τότε πρέπει να ετρέπεσαι , και όταν εξομολογήσαι , πρέπει να μη έχης καμμίαν εντροπή.
Μία γυναίκα επήγε να εξομολογηθή ες ένα ασκητήν. Ο ασκητής είχεν ένα υποτακτικόν ενάρετον . Λέγει ο ασκητής του υποτακτικού του: Πήγαινε, να εξομολογηθή η γυναίκα. Ο υποτακτικός εμάκρυνεν έως όπου έβλεπε , μα δεν άκουε. Εξωμολογήθη η γυναίκα και έφυγε. Ύστερα έρχεται ο υποτακτικός και λέγει: Γέροντα , είδα ένα παράδοξον θαύμα,. Εκεί όπου εξωμολογείτο η γυναίκα , έβλεπα όπου έβγαιναν φίδια μικρά∙ βλέπω και εκρέματο ένα μεγάλο∙ έκανε να βγή , και πάλιν ετραβήχθη οπίσω. Λέγει ο ασκητής: Πήγαινε να την κράξης να έλθη οπίσω γλήγορα. Πηγαίνοντας ο υποτακτικός την εύρεν αποθαμένην. Γυρίζει οπίσω και το λέγει του γέροντός του. Αυτός μη δυνάμενος να εννοήση το θαύμα, παρεκάλεσε τον Θεόν να του φαερώση αν η γυναίκα εσώθη ή εκολάσθη. Και φαίνεται έμπροσθεν του μία αρκούδα μαύρη και του λέγη: Εγώ είμαι εκείνη η γυναίκα όπου εξωμολογήθηκα, και δεν σου εφανέρωσα ένα θανάσιμον αμάρτημα όπου είχα πράξει, και διά τούτο όλα μου τα αμαρτήματα έμειναν ασυγχώρητα, και με επρόσταξεν ο Κύριος να υπάγω εις την κόλασιν να καίωμαι πάντοτε. Και αμέσως εξήλθε μία βρώμα ωσάν καπνός και εχάθη από έμπροσθεν του.
Διά τούτο χριστιανοί μου, όταν εξομολογήσθε να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα καθαρά∙ και πρώτον να ειπής του πνευματικού σου: Πνευματικέ μου ,θα κολασθώ, διότι δεν αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδίαν ωσάν τον εαυτόν μου. Και να ειπής εκείνα όπου σε τύπτει η συνείδησις σου∙ ή εφόνευσας ή επόρνευσας ή όρκον έκαμες ψεύματα ή τους γονείς σου δεν ετίμησες και τα τούτοις όμοια. Ιδού επήρες την δευτέρα τρίχαν.
Η τρίτη τρίχαν είνε, ωσάν εξομολογηθής θα σε ερωτήση ο πενευματικός: Διατί παιδί μου , να κάμης αυτά τα αμαρτήματα; Συ να προσέχης να μη κατηγορήσης άλλον , αλλά τον εαυτόν σου και να ειπής: Αυτά τα έκαμα από την κακήν μου προαίρεσιν. Βαρύ είνε να κατηγορήσης τον εαυτόν σου; -Όχι . –Λοιπόν επήρες την τρίτην τρίχα.
Έχομεν την τετάρτην. Όταν σου δώση άδειαν ο πνευματικός και αναχωρήσης, να αποφασίσης με στερεάν γνώμην και απόφασιν , καλύτερα να χύσης το αίμα σου , παρά να αμαρτήσης. Το κάμνεις αυτό.- Μάλιστα. –Επήρες και την τετάρτην τρίχα.
Αυτά τα τέσσαρα είνε τα ιατρικά σου, καθώς είπομεν. Το πρώτον είνε να συγχωρήσης τους εχθρούς σου∙ το δεύτερον να εξομολογήσαι καθαρά∙ το τρίτον είνε να κατηγορήτε τον εαυτόν σας∙ το τέταρτον να αποφασίζετε να μη αμαρτήσετε πλέον. Και αν ημπορήτε να εξομολογήσθε καθ’ ημέραν , ας είνε μία φοράν την εβδομάδα και μία φορά τον μήνα ή το ολιγότερον τέσσαρας φοράς τον χρόνον. Και συνηθίζετε τα τέκνα σας από μικρά εις τον καλόν δρόμον, να εξομολογούνται. Εκείνα όπου σας δίδουν οι πνευματικοί , σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας και άλλα, δεν είνε ιατρικά, αλλά διά να μη τύχη και πέσετε άλλην φοράν εις την αμαρτίαν. Και όστις τα βάλη μέσα εις την καρδίαν του αυτά τα τέσσαρα, να αποθάνη εκείνην την ώραν, σώνεται∙ ει δε χωρίς αυτά, χιλιάδες καλά να κάμη, εις την κόλασιν πηγαίνει.
--
Ένας άνθρωπος εξωμολογήτο δεκαπέντε χρόνους εις ένα πνευματικόν∙ και πηγαίνοντας να εξομολογηθή , τον εύρεν όπου επόρνευε με μίαν γυναίκα. Και λέγει: Αχ! Αλλοίμονον εις εμένα∙ έχω τόσους χρόνους όπου εξομολογούμαι, και τώρα θα κολασθώ∙ όσα και αν μου εσυγχώρησεν, είνε όλα ασυγχώρητα. Λέγων αυτόν τον λόγον ευθύς έφυγεν.
Εις την οδόν εδίψασε. Πηγαίνει παρέκει και ευρίσκει ένα νερόν, όπου έτρεχε τόσον καθαρόν , ώστε λέγει: Εάν εδώ τούτο το νερόν έχη τόσην καθαρότητα, αμή εκεί εις την βρύσην όπου τρέχει , πόσην διαφοράν θα έχη; Έσκυψε και έπιε. Πηγαίνοντας έφθασε εις την βρύσην και βλέπει το νερόν όπου έβγαινεν από το στόμα ενός σκύλου: Ανεστέναξε και λέγει: Αλλοίμονον εις εμένα∙ εμαγαρίστηκα. Τότε άγγελος Κυρίου του λέγει: Διατί πρώτον που έπιες το νερό δεν εμαγαρίσθης, και τώρα όπου είδες οπού βγαίνει από του σκύλου το στόμα το εμίσησες; Μήπως δεν είνε του Θεού όπου έκαμε τον ουρανόν, την γήν και τα πάντα; Εάν ο σκύλος είνε ακάθαρτος, μη ληπήσαι , το νερόν δεν είνε ιδικόν του . Ομοίως και ο πνευματικός όπου σε εξωμολογούσε∙ η συγχώρησις όπου σου έκαμνε μήπως ήτο ιδική του; Εκείνη είνε του Παναγίου Πνεύματος. Επειδή και εκείνος έχει τον χαρακτήρα της ιεωσύνης είνε ανώτερος και από βασιλείς και Αγγέλους. Μα αν επόρνευε, τι σε μέλει; Εκείνος παρουσιάζει το στόμα του σκύλου , και μη λυπήσαι∙ όσα και αν σου εσυγχώρησε, είνε όλα συγχωρημένα∙ μόνον πήγαινε και βάλε του μετάνοιαν και παρακάλεσε το να σε συγχωρήση , και εκείνον ο Θεός έχει να τον εξετάση. Και έγινεν άφαντος ο άγγελος.
Επήγεν οπίσω ο άνθρωπος εις τον πνευματικον και του διηγείται τα πάντα κα του έβαλε μετάνοιαν καθώς του είπεν ο άγγελος. Ακούοντας ο πνευματκός ταύτην την διήγησιν έκλαυσε, εμετανόησες και εσώθη. Ημείς πρέπει να κατηγορώμεν τον εαυτόν μας και σωζόμεθα.
Εγεννήθη ο Κύριος , αδελφοί μου , από γυναίκα, διά να ευλογήσει την γυναίκα, επειδή και η γυναίκα έλαβε πρώτον την κατάραν εις τον παράδεισον , η γυναίκα εκρήμνησε τον κόσμον και τον επήγε εις την κόλασιν , πάλιν η γυναίκα εγέννησε τον Χριστόν και έλαβε την ευλογίαν.
Εγεννήθη ο Κύριος από αρραβωνιασμένη, διά να ευλογήσει τον γάμον, επειδή και η αρραβώνα είνε αρχή του γάμου , διά να δείξει και εσένα παράδειγμα, πως το δακτυλίδι όπου πρώτον δίδει ο άνδρας εις την γυναίκα πρέπει να είνε μαλαματένιο και να το βάλη εις το δάκτυλο της η γυναίκα καθαρή ωσάν ετούτο το μάλαμα. Ε, τότες να το δεχτής και να το βάλεις εις το δάκτυλο σου, και να προτιμήσης να χάσης την ζωή σου και το κεφάλι σου παρά να καταπατήσης την τιμή του ανδρός σου. Ομοίως στέλνεις και εσύ η γυναίκα εις τον άνδρα ένα δακτυλίδι ασημένιο , να τον διδάξεις και αυτόν. Του φανερώνεις με το δακτυλίδι και λέγεις πως ανίσως εσύ ο άνδρας και είσαι στέρεος ωσάν το ασήμι, ε, τότες να το δεχτείς και να το βάλεις εις το δάκτυλο σου , και να βάνης την ζωήν σου και το κεφάλι σου διά την γυναίκα σου. Αυτό φανερώνει η αρραβώνα του γάμου. Να χαίρεστε και να ευφραίνεστε χιλιάδες φορές οι παντρεμένες τίμια διά τα πολλά καλά όπου σας εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός∙ σας εχάρισε και ευλογημένον γάμον. Να καλαίετε διά τους ασεβείς και απίστους∙ ανάμεσα εις τα πολλά κακά όπου έχουν, έχουν και καταφρονημένον γάμον.
Πως γίνεται ομοίως ο γάμος των χριστιανών ευλογημένος και πως γίνεται καταφρονημένος, δεν είνε εδικόν μου έργον να ηξεύρω και να το διδάσκω∙ εγώ πρέπει να ηξεύρω την καλογερικήν μου να σωθώ. Είνε άπρεπον ο καλόγηρος να διδάσκει περί γάμων. Μα πάλιν από το άπρεπον εβγαίνομεν κέρδος. Εκείνο όπου ήθελα σου ειπώ εγώ, παιδί μου, έπρεπεν ο πατέρας σου και η μητέρα σου να σου τα ειπή. Μα επειδή και εκείνοι δεν ηξεύρουν να σου τα ειπούν , σου λέγω εγώ παραμικρόν , ζήτησε και από λόγου σου να μάθης τα πολλά.
Άσουσε , παιδί μου∙ όταν θέλεις να υπανδρευθής, να ζήτήσης, πρώτον , γυναίκα να μην είνε από την συγγένεια σου, όπου το εμποδίζει ο νόμος της Εκκλησίας∙ δεύτερον , να έχη τον φόβον του Θεού εις την ψυχή της∙ και τρίτον , να είνε στολισμένη με την εντροπήν. Επήρες γυναίκα πτωχή, επήρες σκλάβα∙ επήρες γυναίκα πλούσια, έγινες εσύ σκλάβος, επήρες ραβδί της καφαλής σου. Πρώτον να εξομολογήσθε και να στεφανώνεσθε εις την εκκλησία.
Και πως πρέπει να στεφανώνεστε; Να πάρη ο παπάς το νουνό , το γαβρό και τη νύφη, ένα δύο ανθρώπους, να πάρη μια λειτουργία, να βάλη τα στέφανα, δύο δακτυλίδια και δύο λαμπάδες. Να πηγαίνουν εις την εκκλησίαν. Να βάλη τον άνδρα εις τα δεξιά και την γυναίικα εις τα αριστερά και να πηγαίνη μέσα εις το άγιον Βήμα ο παπάς να ανάψη τας λαμπάδας και να κρεμάση τα στέφάνια εμπρός εις την αγίαν Τράπεζαν και να βάνη τα δύο δακτυλίδια επάνω , το ένα να τηράζη μέσα και το άλλο έξω, διατί φανερώνει πως όταν γυρίζη ο αρραβωνιαστικός και τηράζη την αρραβωνιαστικήν , να γυρίζη το πρόσωπον της από το άλλο μέρος∙ ομοιώς καιηα αρραβωνιαστική τον γαμβρόν. Και ωσάν τελειώση την λειτουργίαν, να πάρη ο παπάς δισκέλι, να το βάλη εις την μέση της Εκλησίας και να βάλη απάνω το άγιον Εαγγέλιον , τα δακτυλίδια και τα στεφάνια, να πάρη το γαμβρό και τη νύφη να τους βάλη αντάμα. Και να πάρη το θυμιατό και τις λαμπάδες αναμμένες, να θυμιάση το γαμβρό σταυροειδώς τρείς φορές.
Το θυμιατό σημαίνει την Δέσποιναν, την Θεοτόκον∙ τα κάρβουνα είνε μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται∙ έτσι και η Δέσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε. Το θυμιατό σημαίνει το Πανάγιον Πνεύμα, το κούμπωμα του θυμιατού σημαίνει την σκέπην του Αγίου Πνεύματος, οι τρείς αλυσίδες σημαίνουν την διδασκαλίαν των αγίων Αποστόλων . και έτσι θυμιάζει ο ιερεύς τον γαμβρόν , τον διδάσκει λέγοντας του: Εγώ ετούτο προσκυνώ∙ και αν θέλης και εσύ και είσαι χριστιανός ορθόδοξος, ετούτο προσκύνα. Και έτσι σκύφτει και προσκυνάει και ο παπάς και ο γαμβρός. Αυτό σημαίνει το θυμιατό.
Και ερωτά ο παπάς τον γαμβρόν: Θέλεις την Μαρίαν διά γυναίκα σου; Ανίσως και ειπή: Την θέλω, του δίδει την λαμπάδα. Ομοιώς ρωτά και την νύφην: Θέλεις εσύ , Μαρία, τον Ιωάννην διά άνδρα; Ανίσως και τον θέλει δεν ομιλεί , μόνον σκύπτει την κφαλήν της∙ ει δε και δεν τον θέλει και είνε χωρίς το θέλημα της, φωνάζει : Δεν τονθέλω. Και ωσάν ειπή πως δεν τον θέλει, ο παπάς να μη βάλη χέρι να τους στεφανώση, διότι κολάζονται. Αν είναι με το θέλημα και των δύο , ε, τότες να τους στεφανώνη. Και έπειτα από το στεφάνωμα να τους μεταλαμβάνη τα Άχραντα Μυστήρια. Και ανίσως έχουν εμπόδιον, ας τους κοινωνήση το κοινον ποτήριον. Ύστερα τους παίρνουν ψάλλοντας, και πηγαίνουν σεις το σπίτι κάνει δέησιν ο παπάς, ευλογεί την τράπεζαν και φεύγει.
Και ωσάν περάσουν τρείς ημέρες, ε, τότες να σμίγετε το ανδρόγυνον∙ και να φυλάγετε τις Κυριακές , εορτές με ευγένειαν , ωσάν χριστιανοί. Δεν έδωκεν ο Θεός την γυναίκα διά πορνείαν , αλλά διά παιδιά. Και να μην κοιμάστε εις ένα στρώμα την Κυριακήν, διότι μας γκρεμνίζει ο διάβολος, και μάλιστα τις εορτές. Και εσύ, ο άνδρας να φεύγης την ξένην γυναίκα καθώς φεύγεις το φίδι. Και όχι μόνον την ξένην γυναίκα , αλλ’ είνε καιρός να φεύγης και την εδική σου. Έτυχεν η γυναίκα σου και έχει συνήθεια ή εγγαστρώθη, πρέπει να φυλάγεσαι, ή εγέννησε και δεν εσαράντησε, δεν εκαθαρίστηκε. Και εάν θέλης να σμίξης με την γυναίκα σου, πάρε παράδειγμα∙ ρώτησε τον γεωργόν να ιδής πόσες δορές σπέρνει τον χωράφι τον χρόνον. Μίαν φοράν και το αφήνει ως όπου γίνεται , και τότε το θερίζει∙ και ύστερα πάλι, ωσάν θέλη, το ματασπέρνει. Ομοίως και εσύ, αδελφέ μου. Έσμιξες με την γυναίκα σου, εγγαστρώθηκε; Αναχώρησε έως όπου να γεννήση, να σαναστίση και καθαρισθή, και τότε σπέρνεις και άλλο. Κάμε σαράντα πενήντα παιδιά. Ήθελα να σου είπω έν λόγον, μα είνε αισχρός κομμάτι και θέλετε με κατηγορίσετε. Δεν βλέπετε τα ζώα που σμίγουν έως πού να εγγαστρωθή το θυλικόν και ωσάν γεννήση, ε, τότες ματασμίγουν; Και ημείς οι άνθρωποι δεν τα ντρεπόμαστε να είμαστε χειρότεροι και από τα ζώα. Μα πάλιν δεν ημπορείς να κάμνης αυτό, σου πέφτει βαρύ; Κάμε άλλο∙ ταπεινώσου και ειπέ πως είσαι ανάξιος, αμαρτωλός και χειρότερος από τα ζώα∙ κατηγόρησε του λόγου σου, και έτσι ημπορεί να σε σπλαχνισθή ο Θεός να σε σώση. Αμή να κάμης την αμαρτίαν , να καυχάσαι, να λέγης πως είσαι άγιος, γίνεται τούτο να είνε; Ωσάν παιδιά μου πνευματικά σας συμβουλεύω∙ σας τα λέγω αυτά, μα τι να κάμω πάλιν; Βλέποντας το γένος μας εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται , εστενεύτηκα και σας είπα αυτά , διά να ωφεληθήτε τίποτες.
Και να είνε ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζίρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν κεφαλή και η γυναίκα ωσάν σώμα, τότε ευλογεί ο Θεός τον άνδρα και την γυναίκα και τα παιδιά σας και δεν σας κολλά κανένα κακόν πράγμα, μήτε αμποδέματα, μήτε γητεύματα μήτε κανένα. έτσι περνάτε και εδώ καλά και πηγαίνετε και εις τον παράδεισον να χαίρεστε πάντοτε. Και πλέον εξουσίας δεν έχετε να χωρίζεστε και μόνον ο Θάνατος και η πορνεία σας χωρίζει.
Και αν τύχη και ξεπέση η γυναίκα με άλλον άνδρα ή ο άνδρας με άλλην γυναίκα, έχουν χρέος να πηγαίνουν εις τον αρχιερέα να τους χωρίζη. Μα πάλιν εκείνος όπου αδικήθη από την γυναίκα του, και δεν την χωρίση, έχει μισθόν εις την ψυχή του. Αμή είνε τρόπος η γυναίκα σου να πορνεύση με άλλον και να την συγχωρήσης; Είνε. Και τι τρόπος είνε; Εσύ, παιδί μου, πηγαίνεις εις την ξενιτιά, εις το χωράφιον, η γυναίκα σου εξέπεσεν με άλλο πρόσωπον. Ήλθες εις το σπίτι σου. Τι πρέπει να κάμη η γυναίκα σου; Πρέπει να πάρη ένα τσεκούρι και ένα ξύλο και να σου βάλη μίαν μετάνοιαν και να σου φιλήση το χέρι και να σε ειπή: Πάρε ετούτο το τσεκούρι και το ξύλο και να με κάμης μίαν χάριν∙ βάλε με επάνω να με κάμης λιανά λιανά κομμάτια, ρίξε με να με φάνε οι σκύλοι , διατί δεν είμαι άξια να βλέπω το πρόσωπον σου, επειδή και εκαταπάτησα την τιμήν σου και από εκεί οπού ήμουν θυγατέρα του Χριστού , έγινα θυγατέρα του διαβόλου. Τι λέγεις, παιδί μου , σε βαστά η καρδιά σου να την σκοτώσης ή να την σχωρέσης; Με φαίνεται πως θα πής: Ας είσαι συγχωρημένη, μα άλλην φοράν να μη το ματακάμης. Αμή πότε την χωρίζεις; Όταν έλθης από την ξενιτιά και το μάθης από τον γείτονα σου, τότε βιάζεσαι εξ ανάγκης να την χωρίσης. Έτσι και ο Κύριος αύριον εις την Δευτέραν Παρουσίαν , ανίσως και μας εύρη ανεξομολόγητους, αμετανόητους, αδιορθώτους, βιάζεται να μας βάλη εις την κόλασιν∙ ει δε όταν μας εύρη μετανοημένους, μας σπλαχνίζεται μας βάνει εις τον παράδεισον να χαιρόμαστε πάντοτε.
Γίνεται πάλιν κατηραμένος ο γάμος να πάρης γυναίκα από την συγγένειαν σου , όπου το εμποδίζει ο νόμος , και να βάνης τύμπανα και βιολιά και τραγούδια, ντουφέκια, στολίδια και άλλα διαβολικά καμώματα. Τότε γίνεται κατηραμένος ο γάμος, γεννώνται τα παιδιά σας τυφλά, βουβά, κουφά, κουτσά, κακορρίζικα, σεληνιάζονται και τα βλέπετε εσείς οι γονείς και καίεται η καρδιά σας και σας θανατώνει ο Θεός παράκαιρα και σας βάνει εις την κόλασιν. Και να μην τον κάμνετε τον γάμον την Κυριακήν , μόνον όποια ημέρα θέλετε της εβδομάδος. Όχι πως το εμποδίζει ο νόμος, αλλά διά τα αταξίας όπου γίνονται και μάλιστα λείπετε και από την Λειτουργίαν∙ και η Λειτουγίαν πρέπει να γίνεται ξεχωριστή διά τον γαμβρόν και διά την νύμφην.
Ένας άνθρωπος πλούσιος πηγαίνει εις ένα πνευματικόν να εξομολογηθεί. Τι κανόνα πρέπει ο πνευματικός να του δώσή; Πρέπει να του ειπή είς τρείς ημέρες να τρώγη μίαν φοράν την ημέραν ψωμί και νερόν και να κάνη χιλιάδες μετάνοιας και νηστείες. Λέγει ο πλούσιος: Φωτιά να την κάψη την αμαρτίαν , καλύτερα να μην είχα την κάμει. Διατί να του ειπή να δώση ελεημοσύνην, εκείνος έχει και δίνει και δεν διορθώνεται. Εξομολογάται και ένας πτωχός. Τι κανόνα πρέπει ο πνευματικός να του δώσει; Να του ειπή να δώση πεντακόσια γρόσια ελεημοσύνη. Αυτός δεν έχει να τα δώση και έτσι λέγει: Φωτιά με την κάψη την αμαρτίαν , καλύτερα ας λείψω από δαύτην . Διατί αν του ειπή ο πνευματικός να νηστεύη , εκείνος είναι πτωχός και πάντοτε νηστεύει. Να του ειπή να κάνη μετάνοιες; Εκείνος σκάπτει και όλο μετάνοιες κάμνει και δεν διορθώνεται. Αλλα χρειάζεται το ενάντιον εις τον πολούσιον ωσάν εις τον πτωχόν.
Ένας άνθρωπος πηγαίνει να εξομολογηθή εις ένα πνευματικόν και ο πνευματικός του γυρεύει άσπρα διά να τον συγχωρέση, αυτός τι πρέπει να κάμη; Πρέπει να του ειπή: Ας είναι ορισμός σου. Πόσα θέλεις; Ύστερα σου τα δίνω ωσάν λάβω την συγχώρησιν από τον πνευματικόν μου. Και ωσάν λάβη την συγχώρησιν , να του ειπή: Πνευματικέ, σε γέλασα, δεν έχω να σου δώσω τίποτε, διατί τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος δεν πουλιώνται. Και έτσι διορθώνεται και ο πνευματικός.
---
Η αγάπη , αδελφοί μου , έχει δύο ιδιώματα, ένα να δυναμώνη τον άνθρωπο εις τα καλά και άλλο να τον νεκρώνη εις τα κακά. Στοχασθήτε: είναι μια μητέρα και έχει το παιδί της. Παίρνει ψωμί να φάγη, κλαίει το παιδί της. Ευθύς αλησμονά το ψωμί διά να το παρηγορήση. Από πού παρακινείται η μητέρα; Από την αγάπην όπου έχει εις το παιδί της. Νυστάζει η μητέρα και θέλει να κοιμηθεί. Κλαίει το παιδί της. Ευθύς λησμονά τον ύπνον διά να το παρηγορήση. Από τι παρακινείται; Από την αγάπην. Είναι αρρωστη η μητέρα, κλαίει το παιδί της. Ευθύς αλησμονά την αρρώστιαν διά να παρηγορήση το παιδί της. Από τι παρακινείται; Από την αγάπην.
Εγώ πιάνω το σπαθί να σε φονεύσω. Ανίσως και σε αγαπώ, ευθύς η αγάπη μου νεκρώνει τα χέρια. Θέλω να σε κλέψω, η αγάπη δεν με αφήνει. Θέλω να σε προδώσω, να σε φονεύσω, να σε κατατρέξω ή ό,τι άλλο κακό να σου κάμω. Η αγάπη δεν με αφήνει να σου κάμω κανένα κακόν, ευθύς με νεκρώνει. Εγώ λέγω πως σε αγαπώ, μα θέλεις να αγαπώ και το παιδί σου και τότε είναι αληθινή η αγάπη. Ειδέ να λέγω πως εσένα αγαπώ και το παιδί σου να μισώ, δεν είναι αληθινή η αγάπη όπου έχω εις εσένα, είναι ψεύτικη. Εγώ λέγω πως τον Θεό τον αγαπώ όπου δεν τον βλέπω, εσένα όπου σε έχω αδελφόν και σε βλέπω δεν σε αγαπώ. Λοιπόν είμαι ψεύτης. Διά τούτο , αδελφοί μου , ανίσως και θέλωμεν να σωθούμεν να μη ζητήσωμεν εδώ εις τον κόσμον κανένα άλλο πράγμα παρά την αγάπην να έχωμεν εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας.
---
Έπαθα μίαν απάτην , αδελφοί μου, και όταν ήμουνα νέος έλεγα: Ας κάμω αμαρτίες όπου ημπορώ και δύνομαι και , ωσάν γεράσω , έχω καιρόν να κάμω καλά και σώνομαι. Τώρα εγέρασα και αι αμαρτίες έκαμαν ρίζες και δεν ημπορώ να κάμω κανένα καλό, μόνον ίδετε και η ευγένεια σας μα μη πάθετε ωσάν εμένα, αλλά τώρα όπου έχετε καιρόν και είστε νέοι και ημπορείτε, τηράξτε να κάμετε κανένα καλόν διά την ψυχήν σας να σωθήτε.
---
Δώστε μου ένα χατζάρι. Σήκω απάνου η ευγένεια σου όπου βαστάς την πιστόλα. Εγώ τραβώ το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Ειπέ την αλήθειαν: ο νούς εσύ ευθύς που επήγε; - Εις την πιστόλα. – Αφερούμου, κάθισε. Σήκω εσύ όπου δεν βασάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Είπε μου τώρα όπου δεν βαστάς άρματα ο νού σου που επήγε; - Εις τον Θεόν , άγιε του Θεού . – Λοιπόν έτσι και η ευγένεια σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν.
Εξεύροντας ο Κύριος πως ημείς οι άνθρωποι δεν ημπορούμεν να μάθωμεν όλοι μας γράμματα και, αν μάθωμεν , δεν τα ενθυμούμασθεν όλα, διά τούτο μας εχάρισεν ο Κύριος ένα λόγον μετ’ εκείνον να απεράσωμεν και εδώ καλά και να πηγαίνομεν και εις τον Παράδεισον. Ποιός είναι ο λόγος; Είναι τούτος: «ό εσύ μισείς , ετέρω μη ποιήσης, ο εσύ αγαπάς ετέρω ποίησον». Τι θέλει ειπή αυτός ο λόγος; Εκείνο όπου μισείς εσύ, λέγει ο Θεός, και δεν θέλεις να σου κάμη άλλος, μη το κάμης και εσύ εις τον άλλον. Στοχάσου εσύ τώρα τι θέλεις; Αγαπάς να σε κλέψη άλλος, να σε φονεύση και να σε συκοφαντήση ή άλλον κακόν να εσύ κάμη; Δεν το αγαπάς. Αυτά μη τα κάμης και εσύ εις τους αδελφούς σου και σώνεσαι. Αμή εσύ τι θέλεις; Θέλει εσύ να σε θρέφη ο άλλο, να σε ποτίζη και να σου κάνη ρούχα, να σου κάνη κάθε καλόν, να σε συγχωρή και το σφάλμα σου και να λέγουν κάθε καλόν διά λόγου σου. Αυτά κάμε και εσύ εις τους αδελφούς σου και σώνεσαι.
---
Κάμνετε εδώ αφορεσμούς; Να προσέχετε, χριστιανοί μου , ποτέ σας αφορεσμούς να μη κάμνετε διά χίλια πουγγιά, διατί αφορεσμός θέλει να ειπή ξεχωρισμός από τον Θεόν, από τους αγγέλους, από τον Παράδεισον και παραδομός εις τον Διάβολον και εις την Κόλασιν. Διά εκείνον τον αδελφόν μας εσταυρώθη ο Χριστ΄ς μας να τον εβγάλη από την Κόλασιν και να τον βάλη εις τον Παράδεισον και εσύ διά μικρόν πράγμα τον αφορίζεις και τον βάνεις εις την Κόλασιν να καίεται πάντοτε;…
---
Διά τούτο , αδελφοί μου , να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε χιλιάδες φορές όσοι ζήτε και βγάζετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, με τον ιδρώτα σας, διότι εκείνο το ψωμί είναι ευλογημένον, και αν θέλης , δώσε κομμάτι από εκείνο το ψωμί του πτωχού , με εκείνο αγοράζεις τον Παράδεισον. Ομοίως πάλιν να κλαίγετε και να θρηνείτε με μαύρα δάκρυα όσοι ζήτε με αρπαγές, αδικίες ή με διάφορα και ζούρες άσπρων. Εκείνα τα άδικα τα τρώτε διά να ζήτε και διά εκείνα τα άδικα σας θανατώνει ο Θεός και σας βάνει εις την Κόλασιν
Εδώ πως πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπο σας ζήτε ή με αδικίες; Αν είστενε χριστιανοί με τον κόπον σας να ζήτε, εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το άδικο το καταράται.
---
-Είναι κανένας γύπτος εδώ; -Εγώ παπούλη, επέε κάποιος. –Εσύ από ποιόν είσαι παιδί μου; Αποκρίσου. –Από τον Αδάμ και από την Εύαν, άγιε του Θεού. –Και σε καταδέχονται τούτοι οι τσελεπήδες διά αδελφόν; - Μου λένε πως δεν πιάνεται η λειτουργία μου και με περιγελούν. – Άκουε, παιδί μου, εσύ που είσαι γύπτος, ωσάν είσαι βαπτισμένος εις το όνομα της αγίας Τριάδος και φυλάγης τα προστάγματα του Θεού πηγαίνεις εις τον Παράδεισον και χαίρεσαι πάντοτε, και εγώ όπου δεν είμαι γύπτος, ωσάν δεν κάμω καλά, πηγαίνω εις την Κόλασιν και καίομαι πάντοτε. Αλήθεια, με τούμπανα και με τζορνάδες δεν πηγαίνεις, διατί η πόρτα είναι στενή και δεν χωρεί και ωσάν θέλης , χάλασ’ τα. – Τα χαλάω άγιε του Θεού. Καλά, παιδί μου, κάμε καλά να σωθής και μην ακούεις ό, τι σου λέγει ο κόσμος.
Ερευνάτε τας γραφάς ότι εν αυταίς ευρίσκετε ζωήν αιώνιον. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος Δεσπότης και ποιητής των Αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος από την ευσπλαχνία και πολλήν του αγαθότητα και αγάπην όπου έχει εις το γένος μας, μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέρα και αυγήν και τον δοξάζομεν. Και εδιαβάσαμεν το άγιον Ευχέλεον, και εχρίσθημεν εις βοήθεια μας, και άμποτε να μας ευσπλαχνισθή διά πρεσβειών της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων, να συγχωρήση τας αμαρτίας μας και να μας αξιώσει να δοξάζωμεν την Αγίαν Τριάδα. Τον παλαιόν καιρόν , χριστιανοί μου , οι άνθρωποι ήσαν καθαροί και ωμίλουν με τον Θεόν∙ ύστερον όμως εξέπεσον εις αμαρτίαν και δεν ήσαν άξιοι να ομιλούν με τον Θεό. Εφώτισεν πρώτον το Άγιον Πνεύμα τους αγίους Προφήτας και μας έγραψαν την Αγίαν Γραφήν∙ εφώτισε δεύτερον τους αγίους Αποστόλους∙ εφώτισε και τρίτον τους αγίους Πατέρας και μας εξήγησαν τα βιβλία της Εκκλησίας μας, διά να ηξεύρωμεν που περιπατούμεν.
Κατά τον καιρόν εκείνον ήτον ένας άνθρωπος και ελέγετο Μωυσής. Αυτός από μικρόν παιδίον όπου ήτο, έλαβε δύο χαρίσματα εις την καρδίαν του. Ώστε πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί να έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας, και αυτή είνε η εντολή του Κυρίου: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή , ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς». Ακούετε, αδελφοί μου, τι λέγει ο Χριστός; Ότι καθώς εγώ υβρίσθηκα, εδάρθηκα, επείνασα, εδείψασα, και εσταυρώθηκα, και έχυσα το αίμα μου διά την αγάπη σας, διά να σας ελευθερώσω από τας χείρας του διαβόλου, έτσι πρέπει και σείς ν’ αγαπάτε τον Θεόν και τους αδελφούς σας, και, αν τύχη και ανάγκη, να χύνετε και το αίμα ας διά την αγάπη του Θεού και του αδελφού σας. Η τέλεια αγάπη είνε να πωλήσης όλα σου τα πράγματα και να τα δώσης ελεημοσύνη , και συ να πωληθής σκλάβος, και όσα παίρνεις να τα δίδης ελεημοσύνη. Είς την ανατολη ήτον ένας Δεσπότης, του επήραν από την επαρχίαν του εκατόν σκλάβους, επώλησε όλα του τα πράγματα και τους εξεσκλάβωσε. Ένα παιδί μιάς χήρας απέμεινε σκλαβωμένο. Τι κάμνει ο Δεσπότης; Ξυρίζεται και πηγαίνει και παρακαλεί τον αφέντη , όπου είχε το παιδί να το ελευθερώση, και να κρατήση εκείνον σκλάβον, όπερ και εγένετο. Και επερνούσε μεγάλην σκληραγωγίαν , έως όπου διά την υπομονήν του τον ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε θαύματα. Ύστερα τον ηλευθέρωσεν ο αφέντης του και πάλιν έγινεν αρχιερεύς. Αυτήν την αγάπην θέλει ο Θεός να έχωμεν και ημείς. Ευρίσκεται κανένας να έχη αυτήν την αγάπην; Όχι! Μη πωλείσαι σε, πώλησον μόνον τα πράγματα σου και δός τα ελεημοσύνην. Δεν δύνασαι να το κάμης; Δώσε το ήμισυ, το τρίτον , ή το τέταρτοιν. Δεν δύνασαι και τούτο; Μη παίρνης το ψωμί του αδελφού σου, μη τον κατατρέχης, μη τον συκοφαντής. Πως θέλωμεν να σωθώμεν, αδελφοί μου; Το ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλον πικρόν. Ο Θεός είνε εύσπλαχνος, ναι! Αλλ’ είνε και δίκαιος∙ έχει και ράβδον σιδηράν. Λοιπόν αν θέλωμεν να σωθώμεν , πρέπει να έχωμεν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας.
Ενήστευσεν ο Μωυής σαράντα ημερόνυκτα και έγινεν ωσάν άγγελος. Έτσι και ημείς να νηστεύωμεν την Τετάρτην , διότι επωλήθη ο Χριστός μας, και την Παρασκευήν , διότι εσταυρώθη. Και καθώς ο Μωυσής έμαθε γράμματα , έτσι πρέπει και ημείς να μανθάνωμεν , διά να ηξεύρωμαν τον Νόμον του Θεού∙ και αν δεν εμάθατε οι γονείς , πρέπει να μάθουν τα τέκνα σας. Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το Γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία; Διά τούτο σας συμβουλεύω να κάμνετε σχολείον, διά να εννοήτε το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία.
Βλέπων ο παναγαθος Θεός την καλήν του γνώμην τον ηξίωσε και έγινε βασιλεύς εις τους Εβραίους και εβασίλευσε τεσσαράκοντα χρόνους∙ τον ηξίωσε και έγινε προφήτης. Και τι θέλει να ειπή προφήτης; Να ηξεύρη τα περασμένα και τα μέλλοντα. Έτσι και ημείς, αδελφοί μου, όταν κάμνωμεν καλά έργα, μας αξιώνει και ημάς, και ό, τι του ζητήσωμεν με πίστιν μας το δίδει. Ει δε και έχομεν το μίσος , τότε δεν έχομεν μέρος με τον Θεόν, αλλά με τον διάβολον εις την κόλασιν να καιώμεθα πάντοτε.
Τον παλαιόν καιρόν , αδελφοί μου , ο μισόκαλος διάβολος έβγαλεν όλας του τας κακίας και παρεκίνει τους ανθρώπους να υπερηφανεύονται , να φονεύονται , να πορνεύουν , να μοιχεύουν , να κάμνουν πράγματα τα οποία δεν τα έκαμνον ήτα τα άλογα ζώα, και το χειρότερον , επροσκυνούσαν διά Θεόν τον ήλιον, άλλος την σελήνην, άλλος την θάλασσαν. Θέλων ο Θεός να κάμη κατακλυσμόν να χαλάση τον κόσμον, επρόσταξε τον Νώε να κάμη ένα καράβι επάνω εις την γήν, διά να τον ερωτούν οι άνθρωποι, διάτι το κάμνεις; Να τους λέγη ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον , και αυτοί θα τον περιγελούν , αλλά να μη τον μέλη. Ήρχισεν ο Νώε το καράβι. Τον ερωτούσαν οι άνθρωποι: Διατί κάμνεις τον καράβι; Ο Νώε τους έλεγε: Διότι ο Θεός θα χαλαση τον κόσμον. Εκείνοι του έλεγον ότι είνε τρελλός. Τι έπαθεν ο Θεός να χαλάση τον κόσμον; Ο Νώε ετήραγε την δουλειά του , και εις τους 100 χρόνους ετελείωσε το καράβι. Τον καιρόν εκείνον οκτώ άνθρωποι ευρέθηκαν καλοί∙ ο Νώε , η γυναίκα του , τα τρία του τέκνα και αι τρείς νυφάδες . Θέλων ο Θεός να φυλάξη αυτούς του οκτώ, επρόσταξε τον Νώε να πισσώση το καράβι , διά να μη έμβη μέσα βροχή , και να εμβάση μέσα όλα τα ζώα , αρσενικά και θυλικά, καθαρά και ακάθαρτα. Και αφού εμβήκε και αυτός μέσα με την γυναίκα του , τα παιδιά του , και οι νυφάδς του, έκλεισε καλά το καράβι . Οι άνθρωποι έξω έτρωγον , έπινον , έκαμνον πραγματείας και άλλα διαβολικά έργα. Τότε ήνοιξεν ο Θεός τους καταρράκτας του ουρανού και έπιπτεν η βροχή ως ποταμός εις την γήν. Εφώναζον οι άνθρωποι: Νώε, άνοιξον μας να έμβωμεν εις το καράβι. Ο Νώε τους έλεγε: Που ήσθε εδώ και εκατό χρόνους όπου σας έλεγον ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον; Τώρα τι να σας κάμω; Εν τω άδη ουκ έστι μετάνοια! Και τότε επλημμύρισεν η γη , και το νερό εσκέπασεν όλα τα όρη , και επνίγησαν όλοι οι άνθρωποι, εκτός του Νώε και της οικογενείας του. Και πάλιν από αυτούς εγέμισε όλος ο τόπος, καθώς λέγει ο Χριστός εις το άγιον Ευαγγέλιον. «Ώσπερ αι ημέραι του Νώε, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου», ήγουν: Καθώς εις τον καιρό του Νώε οι άνθρωποι δεν επίστευαν , αλλά τον περιγέλων , έως ότου ήλθεν έξαφνα η οργή του Θεού, ο κατακλυσμός, και έπνιξεν όλον τον κόσμον, ομοίως και τώρα, χριστιανοί μου, είς την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου, δεν θα πιστεύωσιν οι άνθρωποι καθώς και τότε. Τα λόγια οπού σας λέγω δεν είνε ιδικά μου, αλλά του Αγίου Πνεύματος∙ και όστις θέλει ας πιστεύση. Εγώ το χρέος μου το έκαμα. Έπαθα μίαν απάτην , αδελφοί μου∙ όταν ήμουν νέος έλεγα: Ας κάμω αμαρτίας , και όταν γηράσω κάμνω καλά κα σώζομαι. Τώρα εγήρασα και αι αμαρτίαι έκανον ρίζας και δεν ημπορώ να κάμω κανένα καλόν. Λοιπόν προσέξτε και σείς να μη πάθητε τα όμοια, αλλά τώρα, όπου έχετε καιρόν, κάμετε έργα καλά διά να σωθήτε.
Τριακοσίους χρόνου μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλέν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεω ο Θεός από τους χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους. Και διατί έφεραν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον∙ διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό, τι θέλεις.
Η νοερά προσευχή
Σας παραγγέλω λοιπόν τούτο να κάμετε∙ να πάρετε όλοι από ένα κομπολόγιον και αυτό το κομπολόγιον να έχει εκατόν τρία σπιρία και εις κάθε σπυρίον να λέγετε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησον με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου». Λοιπόν εγώ μέλλω να σας αφήσω την υγείαν ψυχικά και σωματικά. Μέσα εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν , αδέλφια μου, θεωρείται Αγία Τριάς και πάντες οι Άγιοι με τον τίμιον Σταυρόν , με τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστον εταυρώθηκαν ψυχικά και σωματικά. Αδελφοί μου, ημείς πρέπει να ευλογούμεν την γήν , τον ουρανόν , την θάλασσαν και να πηγαίνετε εις τον παράδεισον να χαίρεσθαι και να ευραίνεσθε πάντοτε.
Τώρα σας συμβουλεύω να κάμετε από ένα κομβολόγι μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι , και με το δεξιό να κάμετε τον σταυρό σας και να λέγετε: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησον με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου. Ο πανάγαθος Θεός μας εχάρισε τον τίμιον Σταυρόν με τον οποίον να ευλογούμεν, και τα Άχραντα Μυστήρια. Με τον σταυρόν να ανοίγωμεν τον παράδεισον , με τον σταυρόν να διώκωμεν τους δαίμονας∙ αλλά πρέπει να έχωμεν το χέρι μας καθαρόν από αμαρτίας, και τότε κατακαίεται ο διάβολος και φεύγει. Όθεν , αδελφοί μου , ή τρώγετε ή πίνετε ή δουλεύετε , να μη σας λείπει αυτός ο λόγος και ο σταυρός∙ και καλόν και άγιον είναι να προσεύχεσθε πάντοτε την αυγήν , το βράδυ και τα μεσάνυκτα.
Ακούστε, χριστιανοί μου, πως πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει. Μας λέγει το άγιον Ευαγγέλιον πως η αγία Τριάς , ο Θεός, δοξάζεται είς τον ουρανόν περισσότερον από τους αγγέλους. Τι πρέπει να κάμης και εσύ; Σμίγει τα τρία σου δάκτυλα με το δεξιόν το χέρι σου και μην ημπορώντας να ανεβής είς τον ουρανόν να προσκυνήσεις, βάνεις το χέρι σου εις το κεφάλι σου, διατί το κεφάλι σου είναι στρογγυλό και φανερώνει του ουρανόν και λέγεις με το στόμα: Καθώς εσείς οι άγγελοι δοξάζετε την αγίαν Τριάδα εις τον ουρανόν, έτσι και εγώ, ως δούλος ανάξιος, δοξάζω και προσκυνώ την αγίαν Τριάδα. Και καθώς αυτά τα δάκτυλα είναι τρία- είναι ξεχωριστά, είναι και μαζί- έτσι είναι και η αγία Τριάς, ο Θεός, τρία πρόσωπα και ένας μόνος Θεός. Κατεβάζεις το χέρι σου από το κεφάλι σου και το βάνεις είς την κοιλίαν σου και λέγεις: Σε προσκυνώ και σε λατρεύω, Κύριε μου, ότι κατεδέχθης και εσαρκώθεις εις την κοιλίαν της Θεοτόκου διά τας αμαρτίας μας. Το βάζεις πάλιν εις τον δεξιό σου ώμον και λέγεις: Σε παρακαλώ , Θεέ μου, να με συγχωρήσεις και να με βάλης εις τα δεξιά σου με τους δικαίους. Βάνοντας το πάλι εις τον αριστερόν ώμον λέγεις: Σε παρακαλώ , Κύριε μου, μη με βάλεις εις τα αριστερά με τους αμαρτωλούς. Έπειτα κύπτωντας κάτω εις την γήν: Σε δοξάζω, Θεέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, ότι, καθώς εβάλθηκες εις τον τάφο, έτσι θα βαλθώ και εγώ. Και όταν σηκώνεσαι ορθός, φανερώνεις την Ανάστασιν και λέγεις: Σε δοξάζω, Κύριε μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, πως αναστήθηκες από τους νεκρούς διά να μας χαρίσεις την ζωήν την αιώνιον. Αυτό σημαίνει ο πανάγιος σταυρός.
Θέλετε ν’ ακούσετε και άλλο διά τον σταυρόν, πως δεν ένεργεί , όταν είνε μολυσμένο το χέρι από αμαρτίας; Ήτον ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Ιουλιανός αναγνώστης, όστις εσπούδασε γράμματα με τον Μέγαν Βασίλειον , ο οποίος ηθέλησε να γίνη βασιλεύς. Πηγαίνει λοιπόν και ευρίσκει έναν μάγον Εβαίον και του λέγει: Είσαι καλός να με κάμης βασιλέα και να σε κάμω βεζίρη; Του λέει ο μάγος: Αρνήσου τον Χριστόν , και εγώ να σε κάμω. Λέγει του ο Ιουλιανός: Τον αρνούμαι. Τότε κάμνει ένα γράμμα ο μάγος και του λέγει: Πάρε τούτο το χαρτί και πήγαινε εις ένα μνήμα ελληνικό και ρίψε το υψηλά και θα έλθουν δαίμονες και ό,τι σου κάμνουν μη φοβηθής και να μη κάμης τον σταυρόν σου, διότι θα φύγουν. Επήγε ο Ιουλιανός εις το μνήμα και ρίχνοντας το χαρτί ήλθαν οι δαίμονες. Αυτός φοβηθείς και κάμνοντας τον σταυρόν του έφυγαν οι δαίμονες. Πηγαίνει ευθύς εις τον μάγον και του λέγει τα γενόμενα. Τότε του λέγει ο μάγος: Πήγαινε να σφάξεις ένα παιδί και να μου φέρης την καρδιά του. Επήγε και έσφαξε το παιδί και του έφερε την καρδιά. Τότε κράζει πάλιν τους δαίμονας ο μάγος. Αυτός πάλιν από τον φόβον του έκαμε τον σταυρόν∙ αλλ’ οι δαίονες δεν εφοβήθησαν , διότι ήτο μολυσμένος από τον φόνον. Έτσι έκαμε το θέλημα του και εβασίλευσε δύο χρόνους και επήγε εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε. Πρέπει και ημείς να είμεθα καθαροί από αμαρτίες, και τότε φεύγει ο διάβολος.
Είς τας τεσσαράκοντα ημέρας ευλόγησεν ο Κύριος τους αγίους Αποστόλους, ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησε εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός, να συμβασιλεύση αιωνίως και να προσκυνήται από τους Αγγέλους. Ένα πράγμα θα σας φανερώσω, χριστιανοί μου∙ το ηξεύρω πως θα σας καύσω την καρδιά∙ είνε φοβερόν και λυπηρόν∙ τρέμει η καρδιά μου να το ειπώ, αλλά τι να κάμω όπου μου λέγει ο Χριστός μας πως ανίσως και δεν τω φανερώσω, με θανατώνει και με βάνει εις την κόλασιν; Μας φανερώνει η θεία Γραφή , το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, πως είς τον όγδοον αιώνα θα γίνει το τέλος του κόσμου και μέλλει να χαλάσει τούτος ο κόσμος.
Και θα στείλει ο Θεός τον προφήτην Ηλίαν να διδάξει τους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστη των. Ο αντίχριστος, αδελφοί μου, είνε άνθρωπος όπου έχει κακήν γνώμην, κακήν προαίρεσιν και κατοικεί ο διάβολος εις την καρδίαν του, και λέγει πως είναι Θεός∙ και ο αντίχριστος θα θανατώση τον προφήτην Ηλίαν . Εγώ , αδερφοί μου, εξετάζοντας έμαθα και εκατάλαβα, πως προφήτης Ηλίας και ο αντίχριστος ήλθε∙ και εθανάτωσε τον προφήτην Ηλίαν. Ο προφήτης Ηλίας, χριστιανοί μου , είνε ζωντανός τόσους χρόνους και ηξεύρει ο Θεός που τον έχει φυλαγμένον έως την σήμερον. Ανίσως και θέλετε να μάθετε που ευρίσκεται , εδώ κοντά είνε και αυτός∙ τα λόγια όπου σας λέγω εκείνου είνε. Ο προφήτης Ηλίας, όταν έλθη να διδάξη, δεν θα φανερωθή εις τον κόσμον , καθώς λέγει ο Άγιον Πνεύμα, ίνα μη ελθών πατάξη την γήν άρδην, ήτοι , λέγει το Άγιον Πνεύμα, διά να μη φοβίσει και ταράξει τον κόσμον και την γήν, δεν θέλω τον φανερώσει εις σας τους χριστιανούς. Αμή τι έχει , παιδιά μου , να φανερωθή; Ο ζήλος του και η διδασκαλία του. Αυτά τα δύο με ηξίωσεν, ο πανάγαθος Θεός διά την ευσπλαχνίαν του και μου εχάρισε, και μη καρτερήτε άλλον Ηλίαν να σας διδάξει.
Αμή τι καρτερούμεν; Λυπηρόν είνε να σας το είπω! Σήμερον αύριον καρτερούμεν δίψας, πείνας μεγάλας, όπου να δίνωμεν χιλιάδας φλωρία και να μη ευρίσκωμεν ολίγον ψωμί ή νερό. Σήμερον , αυριον περιμένομεν θανατικάς ασθένειας μεγάλας, όπου να μη προφθάνωμεν οι ζωντανοί να θάπτωμεν τους αποθαμένους, σεισμός παγκόσμιοςς θα γίνει, όλος ο κόσμος θα γίνει ένας κάμπος. Θα πέσουν όλα τα βουνά, όλα τα σπίτια. Η θάλασσα θα σηκωθεί υψηλά δέκα πέντε πήχεις από τα υψηλότερα βουνά. Τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανόν∙ ο ήλιος και η σελήνη θα σκοτισθούν∙ ο ουρανός όπου φαίνεται , η γη και τα πάντα, και όλος ο κόσμος θα χαλάση. Πότε θα γίνουν αυτά; Ο Χριστός μας λέγει: Επλησίασε τώρα κοντά, έγγιξε το μαχαίρι εις το κόκκαλον. Έξαφνα θα γίνουν∙ ημπορούν να γίνουν και απόψε. Τάχα να μη είνε και τώρα η αρχή; Δεν βλέπετε πως εχάθησαν τα γεννήματα σας και τα σπαρτά σας; Εστέρεψαν αι βρύσες, τα ποτάμια∙ σήμερον μας υστερεί το ένα, αύριον το άλλο, και από ολίγον μας τα δίδει ο Θεός , και ημείς ως αναίσθητοι δεν τα στοχαζόμεθα.
Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλλω∙ καν ο ουρανός να κατέβη κάτω, καν η γη να ανέβη επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλαση , καθώς μέλλει να χαλάση, σήμερον , αύριον, να μη σας μέλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν , ας το τηγανίσουν∙ τα πράγματα σας ας σας τα πάρουν∙ μη σας μέλλει∙ δώσετε τα∙ δεν είνε ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορεί να Ερευνάτε τας γραφάς ότι εν αυταίς ευρίσκετε ζωήν αιώνιον. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος Δεσπότης και ποιητής των Αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος από την ευσπλαχνία και πολλήν του αγαθότητα και αγάπην όπου έχει εις το γένος μας, μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέρα και αυγήν και τον δοξάζομεν. Και εδιαβάσαμεν το άγιον Ευχέλεον, και εχρίσθημεν εις βοήθεια μας, και άμποτε να μας ευσπλαχνισθή διά πρεσβειών της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων, να συγχωρήση τας αμαρτίας μας και να μας αξιώσει να δοξάζωμεν την Αγίαν Τριάδα. Τον παλαιόν καιρόν , χριστιανοί μου , οι άνθρωποι ήσαν καθαροί και ωμίλουν με τον Θεόν∙ ύστερον όμως εξέπεσον εις αμαρτίαν και δεν ήσαν άξιοι να ομιλούν με τον Θεό. Εφώτισεν πρώτον το Άγιον Πνεύμα τους αγίους Προφήτας και μας έγραψαν την Αγίαν Γραφήν∙ εφώτισε δεύτερον τους αγίους Αποστόλους∙ εφώτισε και τρίτον τους αγίους Πατέρας και μας εξήγησαν τα βιβλία της Εκκλησίας μας, διά να ηξεύρωμεν που περιπατούμεν.
Κατά τον καιρόν εκείνον ήτον ένας άνθρωπος και ελέγετο Μωυσής. Αυτός από μικρόν παιδίον όπου ήτο, έλαβε δύο χαρίσματα εις την καρδίαν του. Ώστε πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί να έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας, και αυτή είνε η εντολή του Κυρίου: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή , ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς». Ακούετε, αδελφοί μου, τι λέγει ο Χριστός; Ότι καθώς εγώ υβρίσθηκα, εδάρθηκα, επείνασα, εδείψασα, και εσταυρώθηκα, και έχυσα το αίμα μου διά την αγάπη σας, διά να σας ελευθερώσω από τας χείρας του διαβόλου, έτσι πρέπει και σείς ν’ αγαπάτε τον Θεόν και τους αδελφούς σας, και, αν τύχη και ανάγκη, να χύνετε και το αίμα ας διά την αγάπη του Θεού και του αδελφού σας. Η τέλεια αγάπη είνε να πωλήσης όλα σου τα πράγματα και να τα δώσης ελεημοσύνη , και συ να πωληθής σκλάβος, και όσα παίρνεις να τα δίδης ελεημοσύνη. Είς την ανατολη ήτον ένας Δεσπότης, του επήραν από την επαρχίαν του εκατόν σκλάβους, επώλησε όλα του τα πράγματα και τους εξεσκλάβωσε. Ένα παιδί μιάς χήρας απέμεινε σκλαβωμένο. Τι κάμνει ο Δεσπότης; Ξυρίζεται και πηγαίνει και παρακαλεί τον αφέντη , όπου είχε το παιδί να το ελευθερώση, και να κρατήση εκείνον σκλάβον, όπερ και εγένετο. Και επερνούσε μεγάλην σκληραγωγίαν , έως όπου διά την υπομονήν του τον ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε θαύματα. Ύστερα τον ηλευθέρωσεν ο αφέντης του και πάλιν έγινεν αρχιερεύς. Αυτήν την αγάπην θέλει ο Θεός να έχωμεν και ημείς. Ευρίσκεται κανένας να έχη αυτήν την αγάπην; Όχι! Μη πωλείσαι σε, πώλησον μόνον τα πράγματα σου και δός τα ελεημοσύνην. Δεν δύνασαι να το κάμης; Δώσε το ήμισυ, το τρίτον , ή το τέταρτοιν. Δεν δύνασαι και τούτο; Μη παίρνης το ψωμί του αδελφού σου, μη τον κατατρέχης, μη τον συκοφαντής. Πως θέλωμεν να σωθώμεν, αδελφοί μου; Το ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλον πικρόν. Ο Θεός είνε εύσπλαχνος, ναι! Αλλ’ είνε και δίκαιος∙ έχει και ράβδον σιδηράν. Λοιπόν αν θέλωμεν να σωθώμεν , πρέπει να έχωμεν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας.
Ενήστευσεν ο Μωυής σαράντα ημερόνυκτα και έγινεν ωσάν άγγελος. Έτσι και ημείς να νηστεύωμεν την Τετάρτην , διότι επωλήθη ο Χριστός μας, και την Παρασκευήν , διότι εσταυρώθη. Και καθώς ο Μωυσής έμαθε γράμματα , έτσι πρέπει και ημείς να μανθάνωμεν , διά να ηξεύρωμαν τον Νόμον του Θεού∙ και αν δεν εμάθατε οι γονείς , πρέπει να μάθουν τα τέκνα σας. Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το Γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία; Διά τούτο σας συμβουλεύω να κάμνετε σχολείον, διά να εννοήτε το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία.
Βλέπων ο παναγαθος Θεός την καλήν του γνώμην τον ηξίωσε και έγινε βασιλεύς εις τους Εβραίους και εβασίλευσε τεσσαράκοντα χρόνους∙ τον ηξίωσε και έγινε προφήτης. Και τι θέλει να ειπή προφήτης; Να ηξεύρη τα περασμένα και τα μέλλοντα. Έτσι και ημείς, αδελφοί μου, όταν κάμνωμεν καλά έργα, μας αξιώνει και ημάς, και ό, τι του ζητήσωμεν με πίστιν μας το δίδει. Ει δε και έχομεν το μίσος , τότε δεν έχομεν μέρος με τον Θεόν, αλλά με τον διάβολον εις την κόλασιν να καιώμεθα πάντοτε.
Τον παλαιόν καιρόν , αδελφοί μου , ο μισόκαλος διάβολος έβγαλεν όλας του τας κακίας και παρεκίνει τους ανθρώπους να υπερηφανεύονται , να φονεύονται , να πορνεύουν , να μοιχεύουν , να κάμνουν πράγματα τα οποία δεν τα έκαμνον ήτα τα άλογα ζώα, και το χειρότερον , επροσκυνούσαν διά Θεόν τον ήλιον, άλλος την σελήνην, άλλος την θάλασσαν. Θέλων ο Θεός να κάμη κατακλυσμόν να χαλάση τον κόσμον, επρόσταξε τον Νώε να κάμη ένα καράβι επάνω εις την γήν, διά να τον ερωτούν οι άνθρωποι, διάτι το κάμνεις; Να τους λέγη ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον , και αυτοί θα τον περιγελούν , αλλά να μη τον μέλη. Ήρχισεν ο Νώε το καράβι. Τον ερωτούσαν οι άνθρωποι: Διατί κάμνεις τον καράβι; Ο Νώε τους έλεγε: Διότι ο Θεός θα χαλαση τον κόσμον. Εκείνοι του έλεγον ότι είνε τρελλός. Τι έπαθεν ο Θεός να χαλάση τον κόσμον; Ο Νώε ετήραγε την δουλειά του , και εις τους 100 χρόνους ετελείωσε το καράβι. Τον καιρόν εκείνον οκτώ άνθρωποι ευρέθηκαν καλοί∙ ο Νώε , η γυναίκα του , τα τρία του τέκνα και αι τρείς νυφάδες . Θέλων ο Θεός να φυλάξη αυτούς του οκτώ, επρόσταξε τον Νώε να πισσώση το καράβι , διά να μη έμβη μέσα βροχή , και να εμβάση μέσα όλα τα ζώα , αρσενικά και θυλικά, καθαρά και ακάθαρτα. Και αφού εμβήκε και αυτός μέσα με την γυναίκα του , τα παιδιά του , και οι νυφάδς του, έκλεισε καλά το καράβι . Οι άνθρωποι έξω έτρωγον , έπινον , έκαμνον πραγματείας και άλλα διαβολικά έργα. Τότε ήνοιξεν ο Θεός τους καταρράκτας του ουρανού και έπιπτεν η βροχή ως ποταμός εις την γήν. Εφώναζον οι άνθρωποι: Νώε, άνοιξον μας να έμβωμεν εις το καράβι. Ο Νώε τους έλεγε: Που ήσθε εδώ και εκατό χρόνους όπου σας έλεγον ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον; Τώρα τι να σας κάμω; Εν τω άδη ουκ έστι μετάνοια! Και τότε επλημμύρισεν η γη , και το νερό εσκέπασεν όλα τα όρη , και επνίγησαν όλοι οι άνθρωποι, εκτός του Νώε και της οικογενείας του. Και πάλιν από αυτούς εγέμισε όλος ο τόπος, καθώς λέγει ο Χριστός εις το άγιον Ευαγγέλιον. «Ώσπερ αι ημέραι του Νώε, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου», ήγουν: Καθώς εις τον καιρό του Νώε οι άνθρωποι δεν επίστευαν , αλλά τον περιγέλων , έως ότου ήλθεν έξαφνα η οργή του Θεού, ο κατακλυσμός, και έπνιξεν όλον τον κόσμον, ομοίως και τώρα, χριστιανοί μου, είς την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου, δεν θα πιστεύωσιν οι άνθρωποι καθώς και τότε. Τα λόγια οπού σας λέγω δεν είνε ιδικά μου, αλλά του Αγίου Πνεύματος∙ και όστις θέλει ας πιστεύση. Εγώ το χρέος μου το έκαμα. Έπαθα μίαν απάτην , αδελφοί μου∙ όταν ήμουν νέος έλεγα: Ας κάμω αμαρτίας , και όταν γηράσω κάμνω καλά κα σώζομαι. Τώρα εγήρασα και αι αμαρτίαι έκανον ρίζας και δεν ημπορώ να κάμω κανένα καλόν. Λοιπόν προσέξτε και σείς να μη πάθητε τα όμοια, αλλά τώρα, όπου έχετε καιρόν, κάμετε έργα καλά διά να σωθήτε.
Τριακοσίους χρόνου μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλέν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεω ο Θεός από τους χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους. Και διατί έφεραν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον∙ διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό, τι θέλεις.
σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημα σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μη τα χάσετε. Τώρα , αδελφοί μου, τι σημείο καρτερούμεν; Δεν καρτερούμεν άλλο παρά να λάμψη ο πανάγιος Σταυρός εις τον ουρανόν περισσότερον από τον ήλιον, και να λάμψη ο γλυκίτατος μας Ιησούς Χριστός και Θεός επτά φοράς περισσότερον από τον ήλιον, με χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες Αγγέλους με δόξαν θεϊκήν .
Η οικογένεια της Υπεραγίας Θεοτόκου
Τον παλαιό καιρόν ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Ιωακείμ, είχε δε και μίαν γυναίκα ονομαζόμενη Άνναν. Καλός και ο άνδρας καλή και η γυναίκα, και από γένος βασιλικόν και οι δύο, αλλά η γυναίκα ήτο καλυτέρα. Πολλές γυναίκες ευρίσκονται εις τον κόσμον όπου είνε καλύτερες από τους άνδρας. Τι σε ωφελεί να καυχάσαι πως είσαι άνδρας, και είσαι χειρότερος από την γυναίκα και πηγαίνεις εις την κόλασιν και καίεσαι πάντοτε, και η γυναίκα σου να πηγαίνη εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε; Ησαν δε, αδελφοί μου , ο Ιωακείμ και η Άννα άνθρωποι ευλαβείς , σώφρονες, ενάρετοι, ταπεινοί. Είχαν τον οίκον των ξενοδοχείον, αλλά παιδιά δεν έκαμνον. Γνωρίζοντες πως ο πανάγαθος Θεός δίδει όλα τα αγαθά, τον παρεκάλουν να τους δώσει ένα τέκνον, αρσενικόν ή θυλικόν, και να το αφιερώσουν εις τον Ναόν. Βλέπων ο πανάγαθος την καλήν των γνώμην και των δύο, ευθύς εγγαστρώθη η γυναίκα του Ιωακείμ και εγέννησε την Δέσποιναν Θεοτόκον , την Βασίλισσαν του ουρανού και της γης, και την ωνόμασε Μαρίαν, και θέλει να ειπή Κυρία-Βασίλισσα. Ακούετε, αδελφοί μου, πως ο Ιωακείμ και η Άννα είχον την ελπίδα των εις τον Θεόν και τους έδωκε την χάριν όπου του εζήτησαν. Οι μάρτυρες ηγόρασαν τον παράδεισον με το αίμα των, οι ασκηταί με την ασκητική των ζωή, και ημείς, αδελφοί, όπου κάνομεν παιδιά, με τι θα αγοράσωμεν τον παράδεισον; Με την φιλοξενία∙ να φιλεύωμεν τους πτωχούς, τους τυφλούς και χωλούς αδελφούς μας, ωσάν τον Ιωακείμ, και όχι τους πλουσίους, διότι έχουν εκείνοι εδώ, και μας εξαγοράζουν εις ταύτην την ζωήν την ματαίαν∙ μα οι πτωχοί δεν έχουν να μας αξαγοράσουν εδώ, και μας το δίδει ο πανάγαθος Θεός εις τον παράδεισον εκατονταπλσίως. Σεις αδελφοί μου, όπου δεν κάμνετε παιδιά, να έχετε την ελπίδα σας εις τον Θεόν, ωσάν ο Ιωακείμ και η Άννα, όχι να κάμνετε γοητείας και μαγικά και άλλα διαβολικά, να βλέπετε την τύχη σας, την μοίραν σας με μαγείας. Εγώ νομίζω πως βγαίνουν τέκνα του διαβόλου και περιπατούν εις τον κόσμο και λέγουν : Δώσε μου ένα γρόσι , και εγώ να σου δώσω φυλακτόν να κάμης παιδίον αρσενικόν. Εν τούτοις να μη τους πιστεύετε, διότι πράττουν έργα διαβολικά και βλάπτουν τους ανθρώπους.
Όταν επήγε η Δέσποινα Θεοτόκος τριών χρόνων , εθυμήθηκε το χρέος του ο Ιωακείμ και η Άννα, όπου την είχον αφιερωμένην εις τον Ναόν, και επήραν την Κυρίαν Θεοτόκον και την υπήγαν εις την εκκλησίαν , όπου ήτο ο προφήτης Ζαχαρίας ο αρχιερεύς , ο πατέρας του τιμίου Προδρόμου, και ευθύς εγνώρισεν ο αρχιερεύς πως εκείνη μέλλει να γεννήσει τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον Ιησούν Χριστόν, εκ Πνεύματος αγίου, χωρίς άνδρα∙ παρθένος να γεννήση, και πάλιν μετά την γέννησιν παρθένος ν’ απομείνει. Και την επήρε και την εφίλησε ο Ζαχαρίας , και την έβαλε μέσα εις το άγιον Βήμα, διότι εγνώρισε πως μέλλει να γίνη η Δέσποινα θρόνος του Κυρίου μας. Και έκαμε δώδεκα χρόνους η Θεοτόκος μέσα εις το άγιον Βήμα και κανείς εκεί δεν επήγαινε παρά ο αρχιερεύς μίαν φορά τον χρόνο και την έβλεπε. Και ετρέφετο με ουράνιον άρτον και εγένετο πλεον καλυτέρα από τους Αγγέλους.
Η οικογένεια της Παρθένου
Εις τον καιρόν εκείνον ήτο ένας άνδρας και ελέγετο Ιωακείμ, είχε και μίαν γυναίκα και ελέγετο Άννα. Καλός και ο άνδρας, καλή και η γυναίκα, από βασιλικόν γένος και οι δύο, μα πλέον καλυτέρα η γυναίκα. Ευρίσκονται πολλές γυναίκες όπου είνε καλύτερες και από τους άνδρες. Αν ίσως και θέλετε οι άνδρες να είσαστε καλύτεριοι από τις γυναίκες, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από εκείνες∙ ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα έργα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και εμείς οι άνδρες κάνομε κακά έργα και πηγαίνομε εις την κόλασιν , τι μας ωφελεί όπου είμαστε άνδρες; Καλύτερα να μην είχαμε γεννηθεί εις τον κόσμον.
Ο Ιωακείμ και η Άννα άνοιξαν το σπίτι τους και το είχαν ξενοδοχείον∙ και όπου πτωχός, κουτσός, τυφλός, εις το σπίτι του Ιωακείμ και της Άννας επήγαιναν και αναπαύονταν. Έτσι πρέπει και η ευγένεια σας να είσαστε φιλόξενοι, διατί με την φιλοξενίαν, όπου κάμνετε εις τους πτωχούς , μετ’ εκείνην αγοράζετε τον παράδεισον.
Δεν έκαμες παιδιά ο Ιωακείμ και η Άννα. Ως φρόνιμοι και γνωστικοί όπου ήταν, εκατάλαβαν πως ένας είνε ο Θεός, όπου δίνει τα παιδιά και παίρνει. Επαρακάλεσαν τον πανάγαθον Θεόν να τους χαρίσει ένα παιδίον αρσενικόν ή θυλικόν και να το αφιερώσουνε εις τον Θεόν. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την καλήν τους γνώμη τους ευλόγησε και εγέννησαν την Δέσποιναν την Θεοτόκον και την έβγαλαν Μαρίαν.
Καθώς ο Ιωακείμ και η Άννα εζητούσαν παιδίον από τον Θεός και όχι από άνθρωπον, έτσι και η ευγένεια σας, ό, τι θέλετε να ζητάτε, από τον Θεόν να ζητάτε και όχι από άνθρωπον. Ο διάβολος έβγαλε πολλά τέκνα και θυγατέρες, και έρχεται ένας και σε λέγει: δος μου εμένα ένα γρόσι ή δύο και εγώ να σου δώσω φυλακτά να μαντεύσης, να γοητεύσεις, να ιδής την τύχη σου, την μοίρα σου , το ριζικό σου και άλλα τοιαύτα. Εκείνα όπου ενομοθέτησαν οι άγιοι Πατέρες και όσα είνε της Εκκλησίας μας, είνε καλά και άγια, και ψυχικά και σωματικά∙ και όσα γίνονται έξω της Εκκλησίας μας, είνε όλα του διαβόλου. Και ο διάβολος κάμνει πολλές φορές και θαύματα κατά φαντασίαν , διά να τον πιστεύετε. Και να φεύγετε αυτά, διατί βάνετε φωτιά και καίγεσθε και ψυχικά και σωματικά. Και αν θέλεις να ίδης την τύχη σου ή την μοίραν σου, σήκω κομμάτι αυγή και πήγαινε εις την εκκλησίαν και κοίταξε τους τάφους των αποθαμένων τι είνε. Στοχάσου και ειπέ: δεν ήταν και εκείνοι οι άνθρωποι ωσάν και εμένα και απέθαναν; Έτσι μέλλω να πεθάνω και εγώ αύριο και να μην αποτολμήσω να κάμω αυτά τα διαβολικά καμώματα, διατί χάνομαι και αφανίζομαι , και λέγει ο νόμος πως όποιος κάμνει αυτά ή παρακινεί άλλους, είκοσι χρόνους να μην μεταλάβη.
Καθώς ο Ιωακείμ και η Άννα δεν επροτίμησαν το αρσενικόν από το θυλικόν, έτσι και η ευγένειαν σας να μην προτιμάτε τα αρσενικά παιδιά σας από τα θυλικά, διατί όλα τα πλάσματα του Θεού είνε. Καθώς ο Ιωακείμ και η Άννα έβγαλαν την Θεοτόκον το όνομα με νόημα Μαρία, ομοίως και η ευγένεια σας, όταν βαπτίζετε τα παιδιά σας, να τα εβγάνετε εις το όνομα των Αγίων, όπου έχουμε νόημα. Μαρία θέλει να ειπή κυρία, ωσάν οπού έμελλε η Θεοτόκος να γίνη βασίλισσα του ουρανού και της γης και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, να παρακαλή δια τας αμαρτίας μας. Νικόλαος το όνομα λέγεται εκείνος υπού ενίκησε τους λαούς, τους δαίμονες και τα πάθη. Γεώργιος λέγεται γεωργημένον φυτόν , στολισμένον με καρπούς , με αρετάς χριστιανικάς. Παρασκευή λέγεται εκείνη που ετοιμάσθη διά τον Χριστόν.
Θέλοντας ο Κύριος να μας διδάξη τον τρόπον, πώς να βγάνωμεν εκείνην την κατάραν, όπου έλεβεν ο πατέρας μας ο Αδάμ μέσα εις τον παράδεισον και η μητέρα μας, εβαπτίσθη ο Κύριος μέσα εις τον Ιορδάνην ποταμόν από τον τίμιον Πρόδρομον.
Πρέπει και εμείς οι εσεβείς χριστιανοί , αδελφοί μου , να χαιρόμαστε και να ευφραινόμαστε χιλιάδες φορές εις τα πολλά καλά όπου μας εχάρισεν ο Κύριος και μάλιστα εις το άγιον Βάπτισμα. Πρέπει και εμείς να φυλάγωμεν το Βάπτισμα καθαρόν και αμόλυντον όσον είνε δυνατόν.
Ει δε και τύχει και σφάλωμεν ως άνθρωποι, ας είνε δοξασμένος ο πανάγαθος Θεός, όπου μας εχάρισεν και δεύτεορον Βάπτισμα, την αγίαν Εξομολόγησιν∙ διατί αβάπτιστος και ανεξομολόγητος άνθρωπος είνε αδύνατον να σωθή.
Καλύτερα, αδελφοί μου , να θανατώσης εκατόν ανθρώπους βαπτισμένους, παρά να αφήσης ένα παιδίον αβάπτιστον να αποθάνη. Και αν τύχη ανάγκη και θέλη να αποθάνη το παιδίον και δεν επρόφθασεν ο παπάς να το βαπτίση , ας το βαπτίση όποιος τύχη, ο πατέρας, η μητέρα, αδελφός, γείτονας και μάλιστα η μαμμή. Βάλε αρκετό νερό και λάδι, σταύρωσε το και βάπτισέ το. Ειπέ: Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού… εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Και αν ζήση , το τελειώνει ο παπάς. Μα έτυχε και δεν έχεις νερό; Πάρε τρείς φούχτες χώμα και χύσε το στο κεφάλι του και ειπέ καθώς και πρώτα. Έτυχε πάλιν και δεν έχεις και χώμα; Βάπτισέ το εις τον αέρα και ειπέ ομοίως. Και μην το κάμνετε καθώς ένας τρελλός και ανόητος άνθρωπος∙ έλεγε πως γίνεται κουμπάρος και άφησε το παιδίον αβάπτιστον και απέθανε, διά να μη χωριθή από την γυναίκα του . Εις την ανάγκην δεν γίνονται κουμπάροι και ο άνδρας ωσάν θέλη ματασμίγει με την γυναίκα του, δεν έχουν κανέν εμπόδιον.
Ομοίως πάλιν, αν τύχη ανάγκη και θέλη να αποθάνη και ένας άνθρωπος και δεν επρόφθασεν ο παπάς να τον εξομολογήση , ας εξομολογηθή εις όποιον τύχη και να αποθάνη εξωμολογημένος∙ είνε ελπίδα πως ημπορεί να σωθή∙ ει δε να μεταλάβη ανεξομολόγητος, δεν ωφελεί τίποτες.
Άγιοι ιερείς, πρέπει να έχετε κολυμβήθρας μεγάλας εις τας εκκλησίας , έως όπου να χώνεται όλον το παιδίον μέσα, να καλυμβά όπου να μην μείνη ίσα με του ψύλλου το μάτι άβρεχτο , διατί και εκεί προχωρεί ο διάβολος και διά τούτο τα παιδιά σας σπληνιάζονται, δαιμονίζονται, έχουν φόβον , γίνονται κακορρίζικα, διατί δεν είνε καλά βαπτισμένα.
Όποιος θέλει να κάμη διά την ψυχήν του από την ευγένειαν σας καμμίαν κολυμβήθραν , ας σηκωθή απάνω να του ειπώ πως πρέπει να την κάμη και να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσιν, οπού να έδινε χίλια πουγγιά δεν την εύρισκε. Άκου εσύ, παιδί μου, εσύ που θέλεις να την κάμης την κολυμβήθραν∙ να πης του μαστόρου να την κάμη δύο απιθαμές βαθειά από μέσα και μίαν απιθαμή κάτω πλατειά και απάνω δύο απιθαμές πλετειά. Να έχη δύο δάκτυλα πάτο απουκάτου διά να στέκη. Να της κάμης δύο χερούλια διά να πιάνεται και ένα καπάκι από πάνω διά να σκεπάζεται. Και να είναι όλα χαλκωμένα, μα την γανώσης. Και πές του μαστόρου να γράψη το όνομά σου επάνω διά να μημονεύεται.
Εσείς , παιδιά μου , παρακαλείτε να βαπτίζετε παιδιά∙ και δεν είνε καλύτερα να κάμετε κολυμβήθραν, να βαπτίζετε χιλιάδες παιδιά, διά να έχετε περισσότερον μισθόν εις την ψυχήν σας; Και να εξετάζετε όποια εκκλησίαν δεν έχει να κάμετε. Και εις την Πόλιν να φθάσης να στείλης και πανταχού τον ίδιον μισθόν έχεις. Σας παρακαλώ να ειπήτε και διά τον κυρ Ιωάννην, όπου θέλει να φτιάση μια κολυμβήθραν, να ειπήτε τρείς φορές: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτόν.
Και πρώτον, πρέπει αδελφοί μου , να προσέχετε εις όλα τα νοήματα του αγίου Ευαγγελίου διότι είνε όλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά , ευφροσύνη, ζωή αιώνιος, και περισσότερον εδώ εις τα Άχραντα Μυστήρια. Και πρώτον να στοχασθώμεν τι έκανε ο Χριστός μας. Δεν εφύλαξεν μίσος και έχθραν να μη μεταλάβη τον Ιούδαν τον εχθρόν του, αλλ’ όπως εμετάλαβε και τους ένδεκα μαθητάς, τους φίλους του τους καλούς, έτσι και τον Ιούδαν , τον εχθρόν του.
Ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Σαπρίκος, ο οποίος ενήστευε πάντοτε, προσήυχετο , υπάνδρευε πτωχάς γυναίκας, έκτιζεν εκκλησίας, ποτέ του δεν έβλαψεν, αλλ’ αγαπούσε το δίκαιο. Ήτο και ένας άλλος ονομαζόμενος Νικηφόρος, ο οποίος ποτέ του καλόν δεν έκαμε, μάλιστα έκλεπτεν , αδικούσε τον κόσμον, επόρνευε, όλα τα κακά τα είχε κάμει. Ήθελε δε να φονεύση και τον αδελφόν του Σαπρίκιον. Μία ημέραν στέλλει ο βασιλεύς και παίρνει τον Σαπρίκιον και του λέγει: Να αρνηθής τον Χριστόν και να προσκυνήσης τα είδωλα. Λέγει ο Σπαρίκιος: Εγώ τον Χριστόν μου δεν τον αρνούμαι ποτέ. Τον εβασάσισεν ο βασιλεύς δυνατά και ωσάν είδε ως δεν είνε τρόπος να νικήση την γνώμην του, απεφάσιε να τον θανατώση. Παίρνοντας τον λοιπόν η δήμιος να τον υπάγη εις τον τόπον της καταδίκης, το έμαθεν ο Νικηφόρος και πηγαίνει εις τον δρόμον και λέγει του Σαπρικίου: Εγώ , αδελφέ , σου έπταισα∙ και έμαθα ότι θα σε θανατώσουν . Διά τούτο σε παρακαλώ , αδελφέ, να με συγχωρήσης∙ σου έσφαλα. Πάλιν κύπτει ο Νικηφόρος, τον παρακαλεί , του φιλεί τα πόδια. Αδελφέ, λέγει , συγχώρησε με διά τον Θεόν. Αλλ’ ο αδελφός του δεν τον συγχωρεί. Έφθασαν και εις τον τόπον τηςκαταδίκης., τον παρεκάλει ο Νικηφόρος μετά δακρύων , και δεν τον εσυγχώρησε. Τοτυ λέγει πάλιον ο Νικηφόρος: Ιδού αδελφέ, τώρα θα σε κόψουν∙ δεν με συγχωρείς; Εσύ θα κολασθής∙ εγώ σε συγχωρώ με όλην μου την καρδίαν . λέγει του ο Σαπρίκιος: Εγώ δεν σε συγχωρώ ποτέ! Και καθώς εσήκωσεν ο δήμιος το σπαθί να του κόψη το κεφάλι, βλέπων ο πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην, σηκώνει την χάριν του , και ερωτά ο Σαπρίκιος τον στρατιώτην: Διατί θέλεις να με φονεύσεις; Λέγει του ο στρατιώτης: Και δεν το ηξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δεν πρσκυνείς τα είδωλα. Λέγει του Σαπρίκιος: Διά τούτο με βασανίζεις; Εγώ αρνούμαι τον Χριστόν και προσκυνώ τα είδωλα! Και ευθύς λέγοντας τον λόγον δεν τον εφόνευσεν , αλλ’ ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγε με τον διάβολον. Βλέπων ο Νικηφόρος τους Αγγέλους όπου έστεκαν με ένα στέφανον χρυσούν , λέγει εις τον δήμιον: Εγώ είμαι χριστιανός και πιστεύω εις τον Χριστόν μου. Λέγει του Σαπρικίου: Συγχώρησον με, αδελφέ, και ο Θεός συγχωρήσοι σε. Και αμέσως έκοψεν ο στρατιώτης το κεφάλι του Νικηφόρου και παρέλαβον οι Άγγελοι την ψυχήν αυτού και την υπήγαν εις τον παράδεισον .
Διά τούτο και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί πρέπει να αγαπώμεν του εχθρούς μας και να τους συγχωρώμεν∙ να τους τρέφωμεν , να τους ποτίζωμεν , να παρακαλούμεν τον Θεόν διά την ψυχήν των , και τότε να λέγωμεν εις τον Θεόν: Θεέ μου, σε παρακαλώ να με συγχωρήσης καθώς και εγώ συγχωρώ τους εχθρούς μου. Ει δε και δεν συγχωρήσομεν τους εχθρούς μας, και το αίμα μας να χύσωμεν διά την αγάπην του Χριστού, εις την κόλασιν πηγαίνομεν.
Κάμνετε εδώ αφορισμούς; Να προσέχετε, χριστιανοί μου , ποτέ σας να μη κάμνετε , διότι ο αφορισμός είνε ξεχωρισμός από τον Θεόν , από τους Αγγέλους, από τον παράδεισον , και παραδομός είς τον διάβολον, εις την κόλασιν. Δι’ εκείνον τον αδελφόν εσταυρώθη ο Χρισότς να βγάλη από την κόλασιν , και συ δια μικρόν πράγμα τον αφορίζεις και τον βάνεις εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε; Τόσον σκληροκάρδιος είσαι; Μα καλά στοχάσου∙ από τον καιρόν που εγεννήθης πόσες αμαρτίες έχεις πράξει με το μάτι ή με το αυτό ή με το στόμα ή με τον νούν ; Ανάμάρτητος νομίζεις είσαι; Το άγιον Ευαγγέλιον μας λέγει ότι μόνον ο Χριστός είνε αναμάρτητος, ημείς δε οι άνθρωποι είμεθα όλοι αμαρτωλοί. Ώστε να μη κάμνετε αφορισμούς.
Διά τούτο, χριστιανοί μου, αν θέλετε να σας συγχωρήση ο Θεός όλα σας τα αμαρτήματα και να σας γράψη διά τον παράδεισον , είπέτε και η ευγένεια σας διά τους εχθρούς σας τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς. Αυτή , αδελφοί μου, η συγχώρησις έχει δύο ιδιώματα, ένα να φωτίζη και ένα να κατακαίη. Εγώ σας είπα να συγχωρήτε τους εχθρούς σας διά ιδικόν σας καλόν. Εσύ πάλιν όπου αδίκησες τους αδελφούς σας και ήκουσες όπου είπον να σε συγχωρήσουν, μη χαίρεσαι, αλλά μάλιστα να κλαίς, διότι αυτή η συγχώρησις σου έγινε φωτιά εις το κεφάλι σου, ανίσως και δε επιστρέψης το άδικον οπίσω. Να κλαύσης και να παρακαλέσης να σε συγχωρήση ο Θεός διά τας ιδικάς του αμαρτίας. Όλοι οι πνευματικοί , πατριάρχαι, αρχιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρήση , ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποιος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρήση; Εκείνος όπου τον αδίκησες. Και αν εξετάσωμεν καλά, πρέπει να δώσης εις το ένα τέσσαρα, καθώς λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, και τότε να λάβης συγχώρησιν. Έτυχε και δεν έχει να πληρώσης; Πήγαινε και πώλησον τα πράγματα σου και όσα πάρεις δόσε τα εκείνου όπου αδίκησες. Μα δεν φθάνουν; Πήγαινε και συ πωλήσου σκλάβος, και όσα πάρεις δόσε τα∙ και καλύτερα να είσαι σκλάβος εδώ εις το σώμα πέντε, δέκα χρόνους, και να πηγαίνεις εις τον παράσεισον , παρά να είσαι ελεύθερος εδώ και αύριον να πηγαίνεις εις τον κόλασιν να καίεσαι πάντοτε.
Όθεν αδελφοί μου , όσοι αδικήσατε Χριστιανούς ή Εβραίους ή Τούρκους, να δώσητε το άδικον οπίσω, διότι είνε κατηραμένον και δεν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Εκείνα τα άδικα τα τρώγετε διά να ζήτε∙ και εκείνα σας θανατώνουν, και ο Θεός σας βάνη εις την κόλασιν. Όποιος θέλει να δώση το άδικον οπίσω, ας σηκωθή να μου το ειπή , να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσιν. Ένα πρόβατον κλεμμέον να βάλης εις 100 ιδικά σου , τα μαγαρίσει όλα∙ διότι είνε αφωρισμένον και κατηραμένον. Σας παρακαλώ , χριστιανοί μου , να ειπήτε και δι’ εκείνους όπου ήθελον δώση τα άδικα οπίσω , τρείς φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.
Δύο άνθρωποι χριστιανοι μου, ήλθον μίαν φοράν και εξωμολογήθηκαν εις εμέ, Πέτρος και Παύλος, και να ειδήτε πως τους εδιώρθωσα, καλά ή κακά. Εγώ σας φανερώνω την καρδίαν μου. Μου λέγει ο Πέτρος: Εγώ , πνευματικέ μου, από τον καιρόν όπου εγεννήθηκα έως τώρα ενήστευα, επροσευχόμην πάντοτε, έκαμνα ελεημοσύνας εις τους πτωχούς, έκτισα μοναστήρια, εκκλησίας και άλλα καλά έκαμα. Τον εχθρόν μου δεν τον συγχωρώ. Εγώ τον αποφάσισα διά την κόλασιν. Έρχεται ο Παύλος και μου λέγει: Εγώ από τον καιρόν όπου εγεννήθηκα ποτέ κανένα καλόν δεν έκαμα, αλλά μάλιστα έχω κάμει τόσα φονικά, επόρνευσα, έκλεψα, έκαψα εκκλησίας, μοναστήρια∙ όλα τα κακά τα έκαμα, μα τον εχθρόν μου τον συγχωρώ. Να ιδήτε τι έκαμα εγώ εις αυτόν. Ευθύς το αγκάλιασα και τον εφίλησα∙ του έδωσα την άδειαν να μεταλάβη. Καλά τους εδιώρθωσα ή κακά; Φυσικά θέλετε να με κατηγορήσετε και να μου ειπήτε: Ο Πέτρος όπου έκαμε τόσα καλά, και διότι δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, διά τόσον ολίγον πράγμα τον απεφάσισες διά την κόλασιν ; Και τον Παύλον όπου έκαμε τόσα κακά, και διότι εσυγχώρει τους εχθρούς του , τον εσυγχώρησες και του έδωκες την άδειαν να μεταλάβη; Ναι, αδελφοί μου, έτσι έκαμα. Θέλετε να καταλάβετε με τι ομοιάζει ο Πέτρος; Καθώς μέσα εις 100 οκάδας αλεύρι βάνεις ολίγον προζύμι και έχει τόσην δύναμιν το προζύμι εκείνο, να γυρίση και τας 100 οκάδας το ζυμάρι και να το κουφίζη όλο , έτσι είνε και όλα τα καλά εκείνα όπου έκαμεν ο Πέτρος∙ με εκείνην την ολίγην έχθραν , όπου δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του , τα εγύρισε και τα έκαμε φαρμάρκι του διαβόλου , και έτσι τον απεφάσισα διά την κόλασιν. Ο Παύλος πάλιν με τι ομοιάζει; Είνε ένας σωρός λιανόξυλα και βάνεις ένα μικρό κερί αναμμένον και καίει όλον τον σωρόν εκείνη η ολίγη φλόγα. Έτσι είναι όλα τα αμαρτήματα του Παύλου, ωσάν τον σωρόν τα λιανόξυλα∙ και η συγχώρησις όπου έκαμε του εχθρού του είνε ωσάν το κερί, όπου έκαψε όλα τα λιανόξυλα, ήγουν τας αμαρτίας, και τον απεφάσισα διά τον παράδεισον.
Μας εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός τα ομμάτια μας να τηράζομεν εις τον ουρανόν , να βλέπομεν τα άστρα, τον ήλιο , το φεγγάρι , τα πάντα, να δοξάζωμεν τον Θεόν και να λέγωμεν : Θεέ μου , εάν αυτός ο ήλιος είνε τόσον λαμπρός, όπου είνε κτίσμα, αμή εσύ , οπού έκαμες τον ήλιον , πόσον είσαι λαμπρότερος! Αχ, Θεέ μου , αξίωσε με να σε απολαύσω. Αυτό είνε το χρέος μας, αδερφοί μου. Και δεν μας έδωκεν ο Θεός τα ομμάτια μας να βλέπωμεν οι γυναίκες άνδρας και οι άνδρες γυναίκας ή και να βλέπομεν του αδελφου μας το πράγμα να το κλέπτομεν και να φονεύωμεν τους αδελφούς μας ή να παίζωμεν τα χαρτιά, τα παιγνίδια του διαβόλου, και να ζούμε με αίματα και αδικίες των αδελφών.
Μας εχάρισεν ο Θεός τα ποδάρια μας, έχομεν χρέος να πηγαίνομεν εις την εκκλησίαν, να στεκόμεθα με ευλάβειαν και να περιπατώμεν εις τον καλόν δρόμον. Και δεν μας έδωκεν ο Θεός τα ποδάρια μας να περιπατώμεν εις τα βουνά ωσάν τους σκύλους, ωσάν τα θηρία, να παίρνωμεν το σεγγούνι τους, να τους ψένωμεν και να παίρνωμεν τα πράγματα τους.
Μας εχάρισεν ο Θεός πλούτον . Έχομεν χρέος να τρώγωμεν και να πίνωμεν το αρκετον μας, τα ρουχαλάκια μας τα αρκετά, και τα επίλοιπα να τα εξοδιάζωμεν εις τους πτωχούς διά την ψυχήν μας. Και δεν μας έδωκεν ο Θεός τον πλούτον διά να πολυτρώγωμεν και να κάμωμεν πολύτιμα φορέματα και παλάτια υψηλά, να χορεύουν τα ποντίκια αύριον, και οι πτωχοί να αποθαίνουν από την πείναν . Αυτό είνε το χρέος μας , αδελφοι μου∙ έτσι το ηξεύρετε. Από την σήμερον και ύστερα έτσι να κάμνετε, αν θέλετε να σωθήτε.
Θέλεις να καταλάβεις , αδελφέ μου, το χρέος όπου έχεις εις τον Θεόν; Εσύ, αδελφέ μου , έχεις μίαν γυναίκα. Έίσαι ευχαριστημένος να την φιλήση άλλος σε ένα μήνα; Όχι . Σε ένα χρόνο; Όχι. Σε δέκα χρόνους; Όχι. Σε πενήντα χρόνους; Όχι. Σε εκατό χρόνους; Όχι . να πορνεύση άλλος με την γυναίκα σου δεν το ευχαριστείσαι, αν εγγίζη το δάκτυλο του άλλος επάνω της μήτε αυτό δεν το θέλεις. Τόσην μερίδα θέλει ο Θεός να μη έχης και συ με τον διάβολον , όσην μερίδα δεν θέλεις και συ να έχη άλλος με την γυναίκα σου. Δεν μας έκαμεν ο Θεός διά τον διάβολον και για την κόλασην , αλλά διά του λόγου του και διά τον παράδεισον. Αυτό είναι το χρέος μας, χριστιανοί μου.
--
Να προσέχετε, αδελφοί μου , οι κοσμικοί να μη κατηγορήτε τους παπάδες σας, διότι βάνετε φωτιά και καίεσθε∙ διότι οι παπάδες είνε ανώτεροι και από τους Αγγέλους και από τους βασιλείς. Εγώ, αδελφοί μου , η γνώμη μου έτσι με λέγει να κάμω. Εάν απαντώ έναν παπά και ένα βασιλέα, με φαίνεται εύλογον τον παπά να βάλω να καθήση υψηλότερα από τον βασιλέα∙ και εάν απαντήσω ένα παπά και ένα άγγελον, πρώτα θα χαιρετήσω τον παπά και έπειτα τον άγγελον. Διότι , αδελφοί μου, είνε ανώτερος και από την αγίαν Τράπεζαν, ανώτερος και από το άγιον Ποτήριον∙ διότι το άγιον Ποτήριον είναι άψυχον , μα ο ιερεύς μεταλαμβάνει τα Άχραντα Μυστήρια καθ’ εκάστην ημέρα, το τίμον σώμα και αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού. Εγώ , αδελφοί μου , δεν έσω καμμίαν κατηγορίαν να κάμω των παπάδων, διότι έινε παπάδες και έχουν τον Χριστόν όπου τους παιδεύει και ό, τι σφάλμα κάνουν οι παπάδες έχει ο Χριστός μας ράβδον σιδηράν δι’αυτούς.
--
Διά τούτο σας παρακαλώ άγιοι ιερείς , και σας παραγγέλλω να φροντίσετε διά τους κοσμικούς πώς να σωθώσι και εκείνοι και σεις. Ομοίως πάλιν οι κοσμικοί να τιμάτε τους ιερείς σας∙ και αν τύχη ένας ιερεύς και ένας βασιλεύς, τον ιερέα να προτιμήσης∙ και αν τύχη ένας ιερεύς και ένας άγγελος, τον ιερέα να προτιμήσης, διότι ο ιερεύς είνε ανώτερος από τους Αγγέλους. Ο δε ιερεύς όπου θέλει το καλόν του, να διαβάση τον Νόμον , να καταλάβη το χρέος του. Διά τους αγίου ιερείς δεν έχω να σας πω τίποτε. Εγώ έχω χρεός όταν απαντήσω ιερέα να σκύψω να του φιλήσω τα χέρια και να τον παρακαλέσω να παρακαλή τον Θεόν διά τας αμαρτίας μου. Διότι όλος ο κόσμος να παρακαλέση τον Θεόν δεν δύναται να τελειώσουν τα Άχραντα Μυστήρια, και ένας ιερεύς, έστω και αμαρτωλός, δύναται με την χάριν του Αγίου Πνεύματος να τα τελειώση.
--
Από τον Χριστόν να μη χωρίζεσθε και από την Εκκλησίαν . Ακούτε τον ιερέα όπου σημαίνει; Ευθύς να σηκώνεσθε, να νίπτεσθε, και να πηγαίνετε εις την εκκλησίαν, να ακούτε την Ακολουθίαν με προσοχήν. Ομοίως και την Θείαν Λειτουργίαν. Και να ερμηνεύετε τα παιδιά σας , όσον και δύνασθε, να μη αμαρτήσουσιν, να πηγαίνουσιν εις την εκκλησίαν , να ευλογούνται , διά να ζήσουν και να προκόψουν.
Και όποιος αδελφός, αδελφοί μου, ακούση το σήμαντρον και οκνεύει να πηγαίνει εις την εκκλησίαν, θέλει πνιγή από τις αμαρτίες, καθώς επνίγησαν και εις τον κατακλυσμόν. Ακόμη μάθετε, αδελφοί μου , ο Νώε , αφού έκαμε την κιβωτόν και εμαζώχθησαν όλα τα ζώα μέσα, το τάχυ άνοιγε την κιβωτόν και πήγαιναν και έβοσκαν, και το εσπέρας βαρούσε τον σήμαντρον και όλα εμαζώνονταν εις την κιβωτόν∙ και από τότε εβγήκεν ο σήμαντρος και σημαίνουν οι ιερείς. Ο σήμαντρος σημαίνει σημαίαν των ανθρώπων, ο ιερεύς κήρηκας της κιβωτού, κιβωτός είνε η αγία Εκκλησία μας∙ και όσοι αδελφοί σέβουν μέσα εις την Εκκλησίαν , θέλουν συγχωρηθούν αμαρτήματα τους, και δεν θέλουν πνιγούν από τα σφάλματα τους.
Η αγία Εκκλησία είνε ωσάν μάνα. Όταν σφάλλη ο υιός της, τον μαλώνει και πάλιν τον συμπαθά. Η αγία μας Εκκησία είνε μία πηγή, και ποτίζει όλους τους διψασμένους∙ και πρέπει κάθε ημέραν να λειτουργούν οι ιερείς, διά να ευλογή ο Χριστός τους ανθρώπους και να φυλάγη την χώρα από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, διά να ευλογήση ο Θεός την χώρα σας, τα χωράφια σας, τα αμπέλια σας, τοντόπον σας και όλα τα έργα των χειρών σας.
Και να παρακαλήτε όλοι , μικροί και μεγάλοι, να ζούν πολύ καιρόν οι προεστοί της χώρας σας, να τους φωτίση ο Θεός να σας κοιτάζουν καλά, ότι ο προεστώς είνε ωσάν πατέρας∙ και να τιμάτε τους ιερείς σας και τους τρανητέρους σας. Αι γυναίκες να τιμάτε του άνδρες σας, οι άνδρες να έχετε αγάπην με τις γυναίκες σας και τις μάνες σας, και οι νύμφες να τιμάτε τους πενθερούς σας και πενθερές σας, και οι γαμβροί τα πεθερικά σας, και με αυτήν την ευλάβειαν θέλετε προκόψει σωματικά και ψυχικά και θέλετε φάγει όλα τα αγαθά της γης όσον ζήσετε εις την γήν την πρόσκαιρην και ολίγην ζωήν , και εις την αιώνιον ζωήν θέλετε κερδίσει όλα τα αγαθά του παραδείσου. Και να μην παραδίνεσθε, να μην καταργιέσθε, να μην αναθεματίζεσθε, και να έχω την ευχήν σας, αδελφοί μου , και συγχωρείτέ με και ο Θεός να συγχωρέση και εσάς και να μας αξιώση να απολαύσωμεν όλοι ομού τον παράδεισον , να χαρούμεν όλοι μαζί με τους αγίους Αγγέλους και πάντας του Αγίους .Αμήν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου