Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς-Επιστολές

Στον εισοδηματία Μόμτσιλο Ν. πού ρωτά τι υπήρχε πριν από τον Χριστό.

Παρόλο πού είστε χριστιανός ρωτάτε: «Όταν οι χριστιανοί μιλούν περί Χριστού ως κέντρου και άξονα της ανθρωπι­νής ιστορίας, τι υπήρχε στον κόσμο πριν από την εμφάνιση του Χριστού;». Όπως μαθαίνω, είστε άνθρωπος διαβασμέ­νος και ευγενικός, οπότε πιστεύω πώς όταν μπείτε λίγο πιο βαθιά στην επιστήμη της πίστης του Χριστού, θα σας είναι όλα σαφή.
Θα σας καταστεί σαφές, ότι πριν από τον Χριστό πάλι υπήρξε ο Χριστός. Και ότι στο τέλος του κόσμου πάλι θα είναι ο Χριστός. Δηλαδή πριν από την εμφάνιση του Λόγου του Θεού, της Σοφίας τού Θεού, του αιώνιου Λόγου, στο ανθρώπινο σώμα, στην προσωπική αποστολή στη γη, ήταν τούτος ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, τούτη ή Σοφία του Θεού, τούτος ο αιώνιος Λόγος της θεϊκής Τριάδας, όχι εμφανιζό­μενος στη σάρκα αλλά ενεργώντας ακούραστα μέσω εκλεγ­μένων ανθρώπων, των υπηρετών Του: Μέσω προφητών, δί­καιων και σοφών. Όλοι εκείνοι ονόμαζαν τους εαυτούς τους υπηρέτες του Θεού . Ό Χριστός δεν είναι υπηρέτης αλλά ο Υιός, δεν είναι στρατιώτης του βασιλιά αλλά ο Βασιλιάς, δεν είναι κανενός πρόδρομος αλλά ο Μεσσίας.
Εσείς οπωσδήποτε θα έχετε δει κάποιο δράμα στο θέα­τρο, όπου ο πρωταγωνιστής δεν εμφανίζεται αμέσως αλλά αργότερα. Όμως όλα τα πρόσωπα τα όποια εμφανίζονται στη σκηνή πριν από τον πρωταγωνιστή αυτόν προσδοκούν, αυτόν αγγέλλουν και ότι συμβαίνει υπαινίσσεται αυτόν. Έτσι και στο πελώριο δράμα ολόκληρου του κόσμου όλοι προσδοκούσαν και όλα υπαινίσσονταν τον μεγαλειώδη Μεσσία, τον πρωταγωνιστή. Και ο προφήτης έτσι Τον ονο­μάζει λέγοντας: «Κύριος ο Θεός των δυνάμεων εξελεύσεται» (Ήσ. 42,13 ) «... και οφθήσεται ή δόξα Κυρίου, και όψεται πάσα σαρξ» (Ήσ. 40,5 ). Έτσι προφητεύτηκε πολ­λές εκατοντάδες χρόνια πριν - έτσι και συνέβη. Αφού οι διαστάσεις του δράματος του Χριστού, και χρονικά και χωρικά, είναι περισσότερο από γιγαντιαίες.
Διαβάστε την παραβολή Του περί των κακών σπορέων (Ματθ. 21,33 ). Αυτή θα σας τα εξηγήσει όλα καλύτερα άπ' ότι εγώ ο θνητός. και ακούστε μαρτυρίες του ίδιου του Κυ­ρίου περί του εαυτού Του: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί» (Ίωάν. 8,58 ). Ό Αβραάμ γεννή­θηκε μερικές χιλιάδες χρόνια πριν άπ' Αυτόν. Ακόμα μία μαρτυρία ακουστέ από το ίδιο το στόμα Του: Όταν Τον ρώτησαν οι Εβραίοι «Συ τις ει;» τους είπε ο Ιησούς «την αρχήν» (Ίωάν. 8,25 ). Έτσι Τον ονομάζει και ο τέταρτος Ευαγγελιστής λέγοντας: «Εν αρχή ην ο Λόγος» (Ίωάν.1,1 ).
Τελικά στο όράμα της Αποκάλυψης του Ιωάννη Εκείνος λέγει για τον εαυτό Του από τους ουρανούς: «Εγώ ειμί το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμε­νος, ο παντοκράτωρ» (Απ. 1,8 ) «και ο ζων, και εγενόμην νεκρός, και ιδού ζών ειμί εις τους αιώνας των αιώνων, και έχω τάς κλείς του θανάτου και του άδου» (Απ. 1,18 ).
Βλέπετε, λοιπόν, ότι πριν από τον Χριστό και πάλι ο Χρι­στός ήταν, και μετά τον Χριστό - πάλι ο Χριστός. και πάλι στο τέλος θα αγγελθεί «μετά δυνάμεως και δόξης πολλής» (Λουκ, 21,27 ). Θα έρθει πάλι, για να δώσει το τέλος αυτού του δράματος του κόσμου, του οποίου ο Ίδιος έκανε και την αρχή.
Θα πείτε: «το μυστήριον τούτο μέγα εστίν» (Εφ. 5,32 )! Άραγε ή πεταλούδα είναι μικρό μυστήριο; Πόσο μάλλον ο Δημιουργός της πεταλούδας!
Ειρήνη σε Σάς και χαρά από τον Κύριο Χριστό

4. Σε ένα θεολόγο για τη σημασία της φράσης «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφ.15.16 ).

Ρωτάς τι σημαίνουν τα λόγια: «Εξαγοραζόμενοι τον και­ρόν». Ό μακάριος Ιερώνυμος ερμηνεύει ως εξής: «Όταν χρησιμοποιούμε τον χρόνο σε καλές πράξεις, τότε τον εξα­γοράζουμε». Ό μακάριος Θεοφάνης ο Εσώκλειστος λέει: «Να στρέφουμε τον χρόνο σε όφελος μας για τους αιώνιους στόχους μας». Τα λόγια του απόστολου του Θεού έχουν παρόμοια σημασία με τα λόγια του Θεού: «Πραγματεύσασθε εν ώ έρχομαι» (Λουκ. 19,13 ). Και όταν Αυτός επιστρέψει, δηλαδή όταν ο Χριστός ξαναέρθει για να κρίνει τον κό­σμο , θα μας ρωτήσει πώς πραγματευόμασταν με τα δοσμέ­να μας τάλαντα. Πώς χρησιμοποιούσαμε τον καιρό της ζωής μας. Εάν δίναμε το φθηνό για να κερδίσουμε το ακριβό, όπως ο Ιακώβ, ή αντίθετα το ακριβό για να αποκτήσουμε το φθηνό, όπως ο Ησαύ. Εάν υποκύψαμε στους σκανδαλισμούς αυτού του εφήμερου αιώνα και πουλήσαμε την ψυχή μας για τις «γλυκές» γήινες πικρίες ή αν δώσαμε τα πάντα για την ψυχή μας;
Γι' αυτό να εκτελείς τις εντολές του Χριστού κάθε μέρα όπως οι περιστάσεις ζητούν. Με τούτο θα εξαγοράζεις τις χαρισμένες μέρες σου από τον Θεό. Αφού στην αλήθεια το να εξαγοράζουμε σημαίνει κυριολεκτικά να πληρώνουμε. Πλήρωνε με τα λίγα, για να λάβεις το μεγάλο. Εργάσου λί­γο, για να βασιλεύεις αιώνια. Αφού ο Δημιουργός μας, μας υποσχέθηκε την αιώνια βασιλεία στην αιώνια ζωή. Εάν κά­ποιος είναι δεμένος σκλάβος στη φυλακή, να μην τεμπελιάζει και να μην λέει: «εγώ δεν είμαι σε θέση τίποτα να κά­νω»! Ας μετανοεί Και ας προσεύχεται στον Θεό από το πρωί έως το βράδυ στο σκοτάδι του κελιού του. Και αυτό θα το μετρήσει ο Θεός το ίδιο όπως και σε εκείνον πού χτίζει εκκλησίες με τον πλούτο του. Ό Δημιουργός μας βλέπει τις συνθήκες του καθενός, και ζητά από τον κάθε άνθρωπο να κάνει εκείνο πού μπορεί αναλόγως με τις συνθήκες.
Σκύψε το κεφάλι κάθε μέρα για να διακονήσεις την ψυχή σου. Πλήρωσε την με την πνοή του Πνεύματος του Θεού μέ­σα σου ,το οποίο σε κινεί προς κάθε καλό. Εάν δεν το κά­νεις, θα σε τσαλακώσει σαν πανί και θα σε πάει στην κατα­στροφή. Παρόμοια με το ορμητικό ποτάμι, στο όποιο οι αδέξιοι δεν ξέρουν να στρέψουν τον δικό τους νερόμυλο αλλά κατεβαίνουν μαζί του στην άβυσσο. Έτσι είναι και ο χρόνος της ζωής μας εδώ στη γη. Τους έλλογους σώζει και σηκώνει επάνω στα φτερά, ενώ τους άφρονες παρασύρει και κατρακυλά ως την κατάρρευση. Τους πρώτους διακο­νεί, στους δεύτερους κυριαρχεί. Ό καιρός για τους πρώτους είναι σέλα, για τους δεύτερους αναβάτης.

Το φως του Χριστού να σε φωτίσει

3. Στον ταχυδρόμο Ηλία Κ. για την απόδειξη του Όντος του Θεού.

Ένας φίλος σας, σας λέει ασταμάτητα ότι δεν υπάρχει Θεός! Αυτό σας βασανίζει σαν μαστίγωμα. Μάχεστε για την ψυχή σας Και τη ζωή σας. Καλά καταλάβατε: εάν δεν υπάρ­χει ζωντανός Και παντοδύναμος Θεός, δυνατότερος από τον θάνατο, τότε ο θάνατος είναι ο μόνος παντοδύναμος Θεός. Τότε όλα τα ζωντανά πλάσματα στον κόσμο είναι παιχνι­δάκια στα πόδια του παντοδύναμου θανάτου, σαν μικρός ποντικός στα πόδια πεινασμένης γάτας. Μια φορά αναστα­τωμένος είπατε στον κακομοίρη φίλο σας: «Ό Θεός υπάρ­χει, εσύ δεν υπάρχεις»! Και δεν κάνατε λάθος. Αφού εκείνοι οι όποιοι χωρίζονται από τον αιώνιο Ζωοδόχο σ' αυτό τον κόσμο, θα είναι χωρισμένοι Και στον άλλον. Και έτσι ούτε εδώ ούτε εκεί δεν θα ξέρουν για τον θαυμαστό Δημιουργό όλων των πλασμάτων. Αλλά ο χωρισμός από Εκείνον είναι χειρότερος από το να μην υπάρχει.
Στη θέση σας εγώ θα του έλεγα ακόμα Και το έξης:
Λανθασμένα λες, φίλε, ότι δεν υπάρχει ο Θεός. Ενώ ορθά θα λες εάν πεις: «Δεν έχω Θεό». Αφού εσύ από μόνος σου βλέπεις, ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι γύρω σου Τον αισθάνο­νται, γι' αυτό Και σου λένε ότι υπάρχει Θεός. Λοιπόν, δεν είναι ότι δεν υπάρχει ο Θεός αλλά εσύ δεν Τον έχεις.
Μιλάς λανθασμένα, όπως ο άρρωστος πού θα έλεγε ότι δεν υπάρχει υγεία στον κόσμο. Αυτός μπορεί μόνο να πει δίχως να ψεύδεται: «Εγώ δεν είμαι υγιής», ενώ θα ψευδό­ταν αν έλεγε: «Δεν υπάρχει γενικώς υγεία στον κόσμο».
Μιλάς λανθασμένα, όπως Και ο τυφλός πού θα έλεγε ότι δεν υπάρχει φως στον κόσμο. Υπάρχει φως, όλος ο κόσμος είναι γεμάτος από φως, αλλά αυτός, ο κακόμοιρος τυφλός, δεν έχει φως. Εάν θα ήθελε να μιλήσει σωστά, το μόνο πού θα μπορούσε να πει είναι: «Εγώ δεν έχω φως».
Μιλάς λανθασμένα, σαν τον ζητιάνο πού θα έλεγε ότι δεν υπάρχει χρυσός στον κόσμο. Υπάρχει ο χρυσός στη γη Και κάτω από τη γη. Όποιος λέει ότι δεν υπάρχει χρυσός γε­νικώς λέει ψέματα. Θα έλεγε αλήθεια, εάν έλεγε:«Εγώ δεν έχω χρυσό».
Μιλάς λανθασμένα, Όπως Και ο κακοποιός πού θα μας έλεγε ότι δεν υπάρχει καλοσύνη στον κόσμο. Σε εκείνον τον ίδιο δεν υπάρχει καλοσύνη, όχι στον κόσμο. Γι' αυτό δεν θα έκανε λάθος εάν θα έλεγε: «Εγώ δεν έχω καλοσύνη».
Κατά τον ίδιο τρόπο, γείτονα μου, λανθασμένα μιλάς όταν λες ότι δεν υπάρχει Θεός! Αφού εκείνο πού εσύ δεν έχεις, δεν σημαίνει πώς δεν το έχουν Και οι άλλοι, ούτε ότι δεν υπάρχει γενικώς. Ποιος σε εξουσιοδότησε να μιλάς εν ονόματι ολόκληρου του κόσμου; Ποιος σου έδωσε το δικαί­ωμα, την αρρώστια σου να την αποδίδεις σ' όλους Και την ανέχεια σου να την επιβάλεις σ' όλους;
Εάν όμως ομολογήσεις Και πεις: «Δεν έχω Θεό»,τότε λες την αλήθεια Και εκφράζεις την ομολογία σου. Αφού υπήρχαν Και θα υπάρχουν εξαίρετοι άνθρωποι, πού όντως δεν έχουν Θεό. Όμως ο Θεός τους έχει, τους έχει έως την τελευ­ταία τους πνοή. Εάν Και στην τελευταία τους πνοή δηλώ­σουν ότι δεν έχουν τον Θεό, τότε Και ο Θεός δεν θα τους έχει πια. Και τους απογράφει στα έξοδα. Γι' αυτό σε παρα­καλώ , φίλε μου, για την ψυχή σου, για την αιώνια ζωή Και για τη βασιλεία του Θεού, ένεκεν των δακρύων Και πληγών του Χριστού, σε παρακαλώ, μεταμόρφωσε την πεισματική σου εξομολόγηση σε μετανοητική εξομολόγηση. Και εκείνα πού έπειτα άπ' αυτό πρέπει να πράξεις, θα σου τα πει ή Εκκλησία, ρώτα!

Ειρήνη Και ευλογία από τον Κύριο

2. ΠΡΟΣ ΤΟΝ Κ.Π.Γ ΠΟΥ ΡΩΤΑ ΓΙΑΤΙ ΑΝΑΒΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ

Πρώτα επειδή ή πίστη μας είναι φως. Είπε ο Χριστός: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ίωαν. 8,12 ). Το φως του καντηλιού μας προειδοποιεί για το φως με το όποιο ο Χρι­στός φωτίζει τις ψυχές μας.
Δεύτερον, για να μας θυμίσει το φως του χαρακτήρα εκεί­νου του αγίου, μπροστά στον όποιον ανάβουμε το καντήλι. Αφού οι άγιοι έχουν ονομασθεί «υιοί φωτός» (Ίωαν. 12,36).
Τρίτον, για να μας χρησιμεύει ως μομφή για τα σκοτεινά μας έργα, και τις κακές σκέψεις και τις θελήσεις, και για να μας καλέσει στην οδό του ευαγγελικού φωτός. Για να κο­πιάσουμε έτσι με ζήλο να πραγματώσουμε την εντολή του Σωτήρα: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα» (Ματθ. 5,16 ).
Τέταρτον, για να είναι μικρή ή θυσία μας προς τον Θεό, ο Όποιος θυσιάστηκε όλος για μας. Ένα μικρούτσικο σημάδι της μεγάλης ευγνωμοσύνης και της λαμπρής αγάπης μας προς Εκείνον, από τον Όποιον στην προσευχή ζητάμε και τη ζωή και την υγεία και τη σωτηρία και όλα εκείνα πού μόνον ή άνευ ορίου ουράνια αγάπη μπορεί να δώσει.
Πέμπτον, για να είναι σκιάχτρο στις κακές δυνάμεις, οι όποιες καμιά φορά μας επιτίθενται και κατά την προσευχή και μας αποσπούν τις σκέψεις στην άλλη πλευρά από τον Δημιουργό μας. Αφού οι κακές δυνάμεις αγαπούν το σκο­τάδι και αποτραβιούνται από κάθε φως, ιδιαίτερα από εκείνο πού είναι αφιερωμένο στον Θεό και σ' εκείνους πού Τον ευχαριστούν.
Έκτον ,για να μας παροτρύνει στην αυτοπροσπάθεια. Όπως το λάδι και το φυτίλι καίγονται στο καντήλι, υποταγ­μένα στη βούληση μας έτσι ας καίγονται και οι ψυχές μας με τη φλόγα της αγάπης σ' όλα τα πάθη, υποταγμένες πά­ντα στη βούληση του Θεού.
Έβδομον, για να μας μάθει, πώς όπως το καντήλι δεν μπορεί να ανάψει χωρίς το χέρι μας έτσι ούτε ή καρδιά μας, αυτό το εσωτερικό καντήλι μας, δεν μπορεί να ανάψει χωρίς την αγία φλόγα της χάρης του Θεού ακόμα και αν είναι γε­μάτη μ' όλες τις αρετές. Αφού όλες οι αρετές μας είναι σαν καύσιμο, αλλά από τον Θεό είναι ή φλόγα πού τις ανάβει.
Όγδοον για να μας θυμίζει ότι ο Δημιουργός του κόσμου πριν άπ' όλα δημιούργησε το φως, και κατόπιν όλα τα αλλά κατά σειρά, «Και είπε ο Θεός γενηθήτω φως, και εγένετο φως» (Εξ. 1,3). Έτσι πρέπει και στην αρχή της πνευμα­τικής μας ζωής πρώτα να λάμψει μέσα μας το φως της αλή­θειας του Χριστού. Απ' αυτό το φως της αλήθειας του Χρι­στού έπειτα δημιουργείται και ξεφυτρώνει και μεγαλώνει μέσα μας κάθε καλό.

Το φως του Χριστού ας φωτίσει κι εσάς.


1. Στον κατεστραμμένο έμπορο πού όλοι εγκατέλειψαν


Γράφεις ότι καταστράφηκες. Οι φίλοι σε εγκατέλειψαν. Οι μεν αποστρέφουν την κεφαλή τους από σένα, οι δε σε κοροϊ­δεύουν. Μόνο ή πίστη στον Θεό σε κρατά, για να μην τρελα­θείς ή να μην κάνεις κακό στον εαυτό σου. Έτσι γράφεις.
Καταστράφηκε ή περιουσία σου, δεν καταστράφηκες εσύ. Κατεστραμμένος έμπορος δεν σημαίνει και κατε­στραμμένος άνθρωπος. Ό πλούτος δεν γεννήθηκε μαζί σου στο δρόμο της ζωής τον απέκτησες και στο τέλος της ζωής πρέπει να αποκολληθείς άπ' αυτόν.
Αλλά επειδή ο πλούτος αποκολλήθηκε από σένα πριν από το τέλος της ζωής σου, αυτό σε πικραίνει. Όμως ακριβώς αυτό τους πολλούς εξυπηρέτησε ως μέγιστη τύχη. Αφού ξε­κολλώντας από τον σάπιο πλούτο του χώματος, εκείνοι είχαν
ακόμα αρκετό χρόνο να πλουτίσουν τις ψυχές τους με το Θεό.
Για εκείνους όμως πού πετούν από πάνω τους το σαμά­ρι του πλούτου
ταυτόχρονα με το σαμάρι του σώματος, μπορεί να είναι αργά για όλα και όλα να έχουν χαθεί.
Τίμια δούλεψα, γράφεις. Όμως στην τιμιότητα έχει υπο­σχεθεί αιώνιο βραβείο και όχι εφήμερο. Από την τίμια εργα­σία ο άνθρωπος μπορεί να πλουτίσει, μπορεί και να φτωχύ­νει. Αλλά όπως ο πλούτος δεν κάνει τον τίμιο περισσότερο άνθρωπο, έτσι και ή φτώχια δεν τον κάνει λιγότερο άνθρω­πο. Όποιος σκέφτεται διαφορετικά, τούτος δεν ζει στην χριστιανική εποχή αλλά στην παλιά ειδωλολατρική, στην οποία ή αξία του ανθρώπου ζυγιζόταν με το βάρος του χρυσού. Ό Χριστός γι' αυτό και παραδόθηκε στο να Τον σταυ­ρώσουν στον Γολγοθά, ώστε να καταστρέψει αυτό το βάρ­βαρο ζύγι ανάμεσα στους ανθρώπους, και να τοποθετήσει άλλο, πνευματικό και ηθικό.
Κατά το ζύγι του Χριστού εκείνο πού κάνει μόνιμη την αξία μέσα στον άνθρωπο ούτε από το πλούτο απορρέει ούτε από την φτώχια χάνεται. Αλλά από την ισχυρότερη ή ασθενέστερη αγάπη απέναντι στον νόμο του Θεού εξαρ­τάται ή παλίρροια ή, ή άμπωτης αυτής της μόνιμης αξίας πού δεν κατεβαίνει στον τάφο μαζί με το σώμα.
Το ότι σε εγκατέλειψαν οι φίλοι στην ανάγκη και τώρα ή αποστρέφουν την κεφαλή τους από σένα ή σε κοροϊδεύουν ανοιχτά, αυτό σε πονά όντως, όμως είναι μόνο μια νέα μαρ­τυρία της παμπάλαιης ανθρώπινης εμπειρίας. Όταν σταύ­ρωσαν τον Κύριο Χριστό, που ήταν εκείνοι οι όποιοι πριν από αυτό ήθελαν να Τον κάνουν βασιλιά και Του φώναζαν «Ωσαννά»; Κανένας τους πουθενά. Κάτω από το σταυρό στέκονταν μόνο οι αδιάφοροι και οι χλευαστές. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες χασμουριόντουσαν με ανία, ενώ τα εβραϊκά σκυλιά γάβγιζαν μοχθηρά. Να χαίρεσαι πού ή σταγόνα της πίκρας σου μοιάζει με τη Θάλασσα της πίκρας του σταυρω­μένου Κυρίου.
Είναι καλό πού κρατάς την πίστη στον Θεό. Κι εκείνη Θα κρατά εσένα σ' αυτές τις δύσκολες μέρες, οι όποιες θα πε­ράσουν σαν ομίχλη. Κοίτα, κάποιοι άνθρωποι κουβαλούν το μπαστούνι σαν στολίδι, άλλοι πάλι για βοήθεια στους δύ­σκολους δρόμους. Ή πίστη στον Θεό και στολίζει και βοηθά τον άνθρωπο. Όσο ήσουν ευκατάστατος περισσότερο την κρατούσες σαν στολίδι τώρα σου έχει γίνει απαραίτητο στή­ριγμα. Εκείνη έχει πιο φωτεινό πρόσωπο όταν διακονεί και βοηθά, παρά όταν μόνο στολίζει.
Φοβάσαι να μην τρελαθείς, γράφεις. Μην φοβάσαι, είναι ελάχιστοι εκείνοι πού τρελάθηκαν από την φτώχια, αλλά πάρα πολλοί εκείνοι πού τρελάθηκαν από τον πλούτο.
Φοβάσαι να μην κάνεις κακό στον εαυτό σου, λες. Αυτο­κτονία σκέφτεσαι; Μα αυτό είναι το τέλειο συμπόσιο των διαβόλων. Αυτό σημαίνει να μην πηγαίνεις ούτε κατά τη βούληση του Θεού ούτε κατά τη βούληση την δική σου αλλά κατά τη βούληση του διαβόλου. Σχοινί γύρω από το λαιμό -ή αιώνια ζωή χαμένη. και όντως, στην απότομη και δυσμενή στροφή της ζωής σου τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο εκτός από την ζωντανή πίστη στον ζώντα Θεό, ο οποίος δίνει και παίρνει, και παίρνει και δίνει, δοκιμάζοντας παράλληλα την πίστη μας και την αγάπη μας.
οι άπιστοι κατεβαίνουν με τον Ιούδα στο ποτάμι για να κρεμαστούν, ενώ οι ψυχές με ηρωική πίστη ανεβαίνουν στο Γολγοθά για να πιουν το ποτήρι της πίκρας και ν' αναστη­θούν.Ό Θεός ας σου δίνει βοήθεια


Στον κατάδικο Π.Γ. που παραπονιέται για την αδικία των ανθρώπων

Λες ότι δεν φταις γι’αυτό για το οποίο καταδικάστηκες. Σ’ένα νυχτερινό καυγά στο δρόμο σκοτώθηκε ένας άνθρωπος. Οι δολοφόνοι βιαστικά διασκορπίστηκαν, κι εσύ τυχαία βρέθηκες κοντά στον νεκρό όταν πέρασε το περιπολικό. Σε συνέλαβαν. Σε καταδίκασαν. Τώρα παραπονιέσαι για την αδικία των ανθρώπων. Ορκίζεσαι ότι καταδικάστηκες άδικα. Μετά από το πρώτο σου γράμμα, σε παρακάλεσα να μου εξομολογηθείς όλη σου τη ζωή. Κι εσύ το έκανες. Διαβάζοντας το δεύτερο γράμμα σου, φώναξα: «Μα το άξιζε»!

Άνθρωπε του Θεού, άξιζες αυτή τη βαριά τιμωρία εάν όχι για εκείνο το έγκλημα, τότε σίγουρα για όλα τ’άλλα εγλήματά σου. Ο τα πάντα ορών Δικαστής είδε τα υπόλοιπα εγκλήματά σου σε όλη σου τη ζωή, αλλά κατά το έλεός Του και κατά τη γνωστή μέθοδό Του τα έκρυψε από τους ανθρώπινους μάρτυρες, περιμένοντας τη μετάνοιά σου. Όμως εσύ δεν μετάνιωνες, δεν εξομολογιόσουν, ούτε προσευχόσουν στον Θεό, ούτε κοινωνούσες. Αντίθετα, συνέχιζες μυστικά να πράττεις το κακό και ήσουν έτοιμος να σκοτώσεις τον καθένα που θα σ’εμπόδιζε στις άτιμες πράξεις σου. Μόνο λόγω της βιαιότητας απέναντι στη γυναίκα σου άξιζες φυλακή. Εκείνη δε σε μήνυσε στον γήινο δικαστή. Αλλά οι κραυγές της ακούστηκαν στον αιώνιο Δικαστή.

Για να σε γυρίσει απ’όλους τους κακούς δρόμους και να σε κατευθύνει στον δρόμο του δικαίου, για να σου θυμίσει την ψυχή και να σε προειδοποιήσει για το θάνατο και τη φοβερή δίκη η Πρόνοια του Θεού σε έφερε εκείνη τη νύχτα στον τόπο του εγκλήματος. Έτσι σ’έπιασαν οι άνθρωποι και καταδικάστηκες σε φυλακή.

Η περίπτωσή σου μου θυμίζει ζωηρά ένα μεγάλο χριστιανό άγιο, τον Εφραίμ της Σύρου. Στα νιάτα του ο Εφραίμ αμάρτανε πολύ, όμως δεν καταδικάστηκε ούτε για μια αμαρτία. Συνέβη όμως κλέφτες να κλέψουν ένα πρόβατο από τον γείτονά του. Ο γείτονας κατηγόρησε τον Εφραίμ. Και ο Εφραίμ εντελώς αθώος γι’αυτή την κλοπή, βρέθηκε φυλακισμένος. Πικραμένος για την ανθρώπινη αδικία ο Εφραίμ άρχισε να κλαίει και να θρηνεί μπροστά στον Θεό. Όμως περιμένοντας φυλακισμένος με πολλούς άλλους εγκληματίες, άρχισε να συζητεί μαζί τους. Ρωτούσε με τη σειρά τον καθένα τους, γιατί βρέθηκαν στη φυλακή. Ο ένας του είπε το ένα, ο άλλος το άλλο. Στις αμαρτίες τους ο Εφραίμ αναγνώρισε τις δικές του αμαρτίες, για τις οποίες ούτε κάποιος τον κατηγόρησε, ούτε κανείς τον καταδίκασε. Και το πνεύμα του συνήλθε και αναγνώρισε ότι βρέθηκε στη φυλακή όχι λόγω του κλεμμένου προβάτου, αλλά λόγω των πολλών άλλων εγκλημάτων του. Και μετάνιωσε ο Εφραίμ ταπεινά μπροστά στον Θεό για όλα τα εγκλήματά του. Και άρχισε με δάκρυα να προσεύχεται στον Θεό να του συγχωρήσει τις μυστικές αμαρτίες του, ευγνωμονώντας Τον ταυτόχρονα που τον πέταξαν στη φυλακή για εκείνο που δεν διέπραξε. Και σύντομα τον ελευθέρωσαν ως αθώο. Όμως τούτο το γεγονός έκανε ολόκληρη αναστροφή στην ψυχή του Εφραίμ. Η φυλακή τον δέχτηκε αμαρτωλό, και τον άφησε άγιο.

Ειρήνη σε σένα και υγεία από τον Κύριο


Σε μια μοναχική γυναίκα: Περί των Χριστουγέννων της Ιωάννας.

Παραπονιέσαι για τη μοναξιά στη μέση μεγάλης πόλης. Τόσος λαός γύρω σου κοχλάζει σαν μυρμηγκοφωλιά, και εσύ και πάλι αισθάνεσαι σαν στην έρημο. Στις μεγάλες γιορτές η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Παντού πλημμυρίζει η χαρά, ενώ εσένα σε πιέζει η λύπη. Οι εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Ανάστασης σου φαίνονται σαν κάποια άδεια δοχεία, τα οποία εσύ γεμίζεις με δάκρυα. Όταν αυτές οι άγιες γιορτές βρίσκονται μακριά πίσω ή μπροστά σου, αισθάνεσαι πιο ήρεμη. Αλλά όταν πλησιάσουν και έρθουν, η θλίψη και η ερημιά κυριεύουν την ψυχή σου.

Τι να σου κάνω; Θα σου διηγηθώ την ιστορία για τα Χριστούγεννα της Ιωάννας διότι ίσως σε ωφελήσει. Θα αφήσω όμως να σου διηγείται εκείνη όπως τα είχε διηγηθεί σε μένα. «Σαράντα και κάτι χρόνια βλέπω εγώ αυτό τον κόσμο σαν γυναίκα. Ποτέ καμιά χαρά, εκτός από λίγη σαν παιδί στο σπίτι των γονέων μου. Αλλά μπροστά στον κόσμο δεν έδειχνα λυπημένη. Μπροστά στους ανθρώπους υποδυόμουν τη χαρούμενη, και στη μοναξιά έκλαιγα. Όλοι με θεωρούσαν ένα ευτυχισμένο πλάσμα, αφού ως τέτοια έδειχνα. Ακούω, όλοι γύρω μου παραπονούνται, και οι έγγαμοι και οι άγαμοι, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, όλοι. Και σκέφτομαι, γιατί κι εγώ να παραπονιέμαι στους δυστυχισμένους για τη δική μου δυστυχία, και μόνο να αυξάνω τη λύπη γύρω μου; Θεέ, να δείχνω χαρούμενη έτσι θα είμαι πιο χρήσιμη στον δυστυχισμένο κόσμο, ενώ το μυστικό μου θα το κρύβω μεσα μου και θα κλαίω στη μοναξιά μου. Προσευχόμουν στον Θεό, για να μου εμφανισθεί με κάποιο τρόπο, τουλάχιστον μόνο ένα δάχτυλό Του να αισθανθώ. Προσευχόμουν έτσι, για να μην σβήσω από την κρυμμένη λύπη. Από κάθε έσοδο έκανα ελεημοσύνη οπουδήποτε είχα ευκαιρία. Επισκεπτόμουν αρρώστους και ορφανούς, και έφερνα χαρά με τη δική μου φαινομενική χαρά. Πιστεύω σε Σένα, αγαθέ μου Θεέ, έλεγα συχνά, αλλά Σε παρακαλώ, εμφανίσου μου με κάποιο τρόπο, για να Σε πιστεύω ακόμα περισσότερο. «Πιστεύω, Κύριε˙ βοήθει μου τη απιστία»(Μάρκ.9,24)˙επαναλάμβανα αυτά τα λόγια από το Ευαγγέλιο. Και πράγματι, βίωσα να μου εμφανιστεί ο Κύριος.

Δυσκολότατες για μένα ήταν οι μεγάλες γιορτές. Μετά από τη Λειτουργία κλεινόμουν στο δωμάτιο και έκλαιγα ολόκληρα τα Χριστούγεννα και την Ανάσταση. Όμως τα προηγούμενα Χριστούγεννα εμφανίστηκε ο Θεός. Αυτό έγινε ως εξής. Πλησίαζε αυτή η μεγάλη μέρα. Εγώ αποφάσισα να ετοιμάσω όλα έτσι όπως η μητέρα μου ετοίμαζε: και κρέας, και ζυμαρικά, και γλυκά, και όλα τ’άλλα. Άπλωσα σανό στο σπίτι, πέταξα από τρία καρύδια σε κάθε γωνιά του δωματίου˙ας είναι η Αγία Τριάδα ελεήμων σε όλες και τις τέσσερις πλευρές του κόσμου. Και κάνοντας όλα αυτά ασταμάτητα προσευχόμουν: Κύριε, στείλε μου επισκέπτες αλλά εντελώς πεινασμένους και φτωχούς! Σε παρακαλώ, εμφανίσου μ’αυτόν τον τρόπο! Που και που μου ερχόταν η σκέψη: τρελή Ιωάννα, τι επισκέψεις περιμένεις τα Χριστούγεννα! Αυτή την άγια μέρα ο καθένας βρίσκεται στο σπίτι του ποιος θα μπορούσε να έρθει ως επισκέπτης σε σένα; Κι εγώ έκλαιγα και έκλαιγα... Όμως και πάλι επαναλάμβανα εκείνη την προσευχή και ετοίμαζα.

Όταν τα Χριστούγεννα γύρισα από την Εκκλησία, άναψα το κερί, έστρωσα το τραπέζι, έβαλα όλα τα φαγητά, και τότε άρχισα να περπατώ από δω κι από κει στο δωμάτιο. Θεέ μου, μην με εγκαταλέιψεις! Πάλι προσευχόμουν. Στο δρόμο λίγοι περνούσαν. Είναι Χριστούγεννα, αλλά και ο δρόμος μας είναι απόμερος. Όμως μόλις το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια κάποιου, εγώ πεταγόμουν στην πόρτα! Άραγε είναι ο επισκέπτης μου; Δεν είναι. Να, προσπέρασε. Το μεσημέρι ήρθε και πέρασε, και εγώ μόνη. Άρχισα να κλαίω και κραύγασα: τώρα βλέπω, Κύριε, ότι με εγκατέλειψες εντελώς! Έκλαιγα έτσι και σιγοέκλαιγα συνεχώς! Ξαφνικά χτύπησε κάποιος την πόρτα, και εγώ άκουσα φωνές: δώσε αδελφέ, δώσε αδελφή! Γρήγορα έτρεξα και άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ένας τυφλός και ο οδηγός του, και οι δυο σκυμμένοι, κουρελιασμένοι, παγωμένοι. Ο Χριστός γεννήθηκε, κύριοί μου! φώναξα εγώ χαρούμενα. Αληθώς γεννήθηκε! κροτάλιζαν με τα δόντια εκείνοι τρέμοντας. Έλεος, αδελφή, ελέησέ μας! Δεν σου ζητάμε χρήματα. Από το πρωί κανένας δεν μας πρόσφερε ψωμί, λίγα λεφτά ή από ένα ποτήρι με ρακί. Πεινάμε πολύ. Εγώ πέταξα από τη χαρά μου ως τον τρίτο ουρανό. Τους οδήγησα στο σπίτι και τους έβαλα στο γεμάτο τραπέζι. Τους σέρβιρα κλαίγοντας από χαρά. Εκείνοι με ρώτησαν παραξενεμένοι: «Γιατί κλαις, κυρία;». Από χαρά, κύριοί μου, από καθαρή και φωτεινή χαρά! Εκείνο για το οποίο προσευχόμουν στον Θεό ο Θεός μου το έδωσε. Μερικές μέρες εγώ Του προσεύχομαι, να μου στείλει ακριβώς τέτοιους επισκέπτες όπως είσαστε εσείς, και να, Αυτός μου έστειλε. Δεν ήρθατε εσείς έτσι τυχαία, αλλά σας έστειλε ο αγαθός μου Κύριος. Αυτός σήμερα μου φανερώθηκε μέσα από σας. Αυτά είναι τα πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στη ζωή μου. Τώρα ξέρω, ότι είναι ζωντανός ο Θεός μας. Δόξα σ’Εκείνον και ευχαριστία! «Αμήν», απάντησαν οι αγαπητοί μου επισκέπτες. Τους κράτησα έως το βράδυ, τους γέμισα τις τσάντες και τους αποχαιρέτησα».

Τέτοια ήταν τα προηγούμενα Χριστούγεννα της Ιωάννας. Δώσε Θεέ, να είναι φέτος ακόμα πιο χαρούμενα. Προσευχήσου κι εσύ, κόρη, να σου φανερωθεί ο ουράνιος Πατέρας με κάποιο τρόπο –και στον Θεό οι τρόποι είναι πολλοί- και θα ζήσεις θαύμα. Μην ετοιμάζεσαι για λύπη σε τούτη τη μεγάλη μέρα, αλλά να ετοιμάζεσαι για χαρά. Και ο Πανορατικός, ο Παντελεήμων, θα σε κάνει χαρούμενη.

Σε μία γυναίκα, που ταλαιπωρείται από βαριά θλίψη

Γράφεις ότι σε ταλαιπωρεί κάποια ακατανίκητη και ανεξήγητη θλίψη. Σωματικά είσαι υγιής, το σπίτι γεμάτο, αλλά η καρδιά άδεια. Για την ακρίβεια η καρδιά σου είναι γεμάτη από σκοτεινή θλίψη.

Πρόσεχε καλά γιατί αυτό είναι επικίνδυνη ασθένεια της ψυχής. Μπορεί να νεκρώσει πλήρως την ψυχή. Τέτοια θλίψη η εκκλησία μας την βλέπει ως θανάσιμο αμάρτημα. Αφού κατά τον λόγο του αποστόλου υπάρχουν δύο είδη θλίψης: «Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται˙η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται» (Β’Κορ. 7,10). Εσύ οφθαλμοφανώς υποφέρεις από το δεύτερο είδος θλίψης.

Η κατά Θεόν θλίψη κυριεύει τον άνθρωπο όταν ο άνθρωπος θυμάται τις αμαρτίες του, μετανοεί και τις αποθέτει στον Θεό. Ή όταν κάποιος θλίβεται για τις αμαρτίες των άλλων ανθρώπων. Ή όταν κάποιος δείχνει ζήλο για την πίστη στον Θεό, αλλά βλέπει με θλίψη την αποχώρηση των ανθρώπων από την πίστη. Τέτοια θλίψη ο Θεός την μετατρέπει σε χαρά. Όπως περιγράφει ο Παύλος, οι απόστολοι και όλοι οι αληθινοί δούλοι του Χριστού είναι «ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες» (Β’ Κορ. 6,10). Χαίρονται γιατί αισθάνονται τη δύναμη και την εγγύτητα του Θεού. Και λαμβάνουν παρηγοριά από τον Θεό. Έτσι και ο ψαλμωδός λέει: «Θυμήσου τον Θεό και χαίρε».

Η αγία θλίψη μοιάζει με τα σύννεφα, μέσα από τα οποία λάμπει το φως της παρηγοριάς. Ενώ η δική σου θλίψη μοιάζει σαν έκλειψη ηλίου. Μάλλον θα είχες πολλά μικρά αδικήματα και αμαρτίες, τα οποία θεωρούσες ασήμαντα, και έτσι δεν εξομολογήθηκες και για τα οποία δεν μετανόησες. Σαν αράχνη, που πολλά χρόνια είναι στα μάτια, τώρα απλώθηκε γύρω από την καρδιά σου, και έφτιαξε φωλιά γι’αυτήν τη μεγάλη θλίψη, την οποία οι κακές δαιμονικές δυνάμεις κακοεργώς στηρίζουν μέσα σου. Γι’αυτό ξαναδές ολόκληρη τη ζωή σου, κάνε μια ενδελεχή ενδοσκόπηση του εαυτού σου, και εξομολογήσου τα πάντα. Με την εξομολόγηση θα καθαρίσεις τον οίκο της ψυχής σου και θα τον αερίσεις. Και θα εισέλθει μέσα σου ο φρέσκος και καθαρός αέρας του Πνεύματος του Θεού. Αμέσως μετά ξεκίνα να πράττεις πάντα το καλό. Ξεκίνησε με το να δίνεις ελεημοσύνη εν ονόματι του Χριστού. Θυμήσου: του Χριστού. Ο Χριστός θα το δει αυτό και γρήγορα θα σε ανταμείψει με τη δωρεά της χαράς. Θα σου δωρίσει ανείπωτη χαρά, την οποία μόνον Αυτός χορηγεί, και την οποία καμία θλίψη, ούτε βάσανο, ούτε δαιμονική δύναμη δεν μπορεί να συσκοτίσει.

Διάβαζε το ψαλτήρι. Αυτό αποτελεί βιβλίο για θλιμμένες ψυχές, βιβλίο παρηγοριάς.

Είθε ο Κύριος σύντομα να σε ανανήψει.


Το πνεύμα του φόβου


Είναι κακό το πνεύμα που σου επιτίθεται. Ένα από τα πολυάριθμα κακά πνεύματα που απεργάζονται την πτώση των ανθρώπων. Γράφεις ότι όταν σου επιτίθεται το πνεύμα του φόβου, σου φαίνεται ότι σε καταδιώκει όλος ο κόσμος, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι εχθρικοί, ότι σε μισεί ο Θεός. Ρώτησες ειδικούς και σου είπαν ότι αυτό είναι παραλογισμός ιδιαιτέρου είδους. Και καλά σου είπαν. Είναι παραλογισμός. Και η Εκκλησία θα στο πει. Μόνο που η Εκκλησία θα σου πει και περισσότερα, κατά την εμπειρία της και τη γνώση της. Θα σου πει κι από ποιον κι από τι προέρχεται αυτός ο παραλογισμός.
Από το πνεύμα του κακού και λόγω κάποιας αμαρτίας σου. Η Εκκλησία θα σου προτείνει και φάρμακο: εξομολογήσου και μετανόησε για το αμάρτημά σου, και το κακό πνεύμα θα φύγει από σένα. Από μόνο του δεν θα σε άφηνε ποτέ, αλλά ο Θεός θα το διώξει από σένα.
Γνωρίζεις πως ο Χριστός έδιωχνε τα κακά πνεύματα από τους ανθρώπους. Πως είχε πλήρη εξουσία επάνω τους. Πως τα κακά πνεύματα Του υποτάσσονταν χωρίς όρους.

Αλλά η εξουσία του Θεού πάνω στα κακά πνεύματα δεν έχει σχέση μόνο με την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων από τους ανθρώπους. Η εξουσία Του είναι αυτή που επιτρέπει σ’ αυτά τα αόρατα σκυλιά να επιτεθούν στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και τα κακά πνεύματα στην Αγία Γραφή αποκαλούνται του Θεού. Διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη «Και εγένετο πνεύμα Θεού πονηρόν επί Σαούλ» (Α΄. Βασ. 19,9). Δεν αποκαλείται του Θεού επειδή είναι συγγενές του Θεού ή επειδή εκπορεύεται από τον Θεό (ουδεμία σχέση), αλλά επειδή είναι εξαρτημένο από την εξουσία του Θεού. Διάβασε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ιώβ, και θα βεβαιωθείς ότι τα κακά πνεύματα δεν μπορούν να επιτεθούν στους ανθρώπους, αν δεν τους το επιτρέψει ο Θεός.

Όταν το γνωρίζεις αυτό τότε δεν απελπίζεσαι. Ο Θεός είναι παντοδύναμος και πολυέλεος. Και θέλει και μπορεί να διώξει από σένα τα κακά πνεύματα του φόβου, που κάποιες φορές βάναυσα σε ταλαιπωρούν. Φτάνει να αναγνωρίσεις τη δύναμη και το έλεος του Θεού. Και τότε εξομολογήσου το αμάρτημά σου, μετανόησε, και προσευχή σου με την καρδιά σου στον Ύψιστο Θεό. Πες στην προσευχή: «Θεέ των πνευμάτων και κάθε σώματος, παντοδύναμε και πολυέλεε, συγχώρησέ με τον αμαρτωλό, ελέησέ με και σώσε με διά της χάριτος των παθών του Υιού Σου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού»!Ο Θεός θα σε ελεήσει και θα διώξει από σένα αυτό το άθλιο φόβητρο.

Ο Θεός βοηθός!

του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
«Δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται…»

Σ’ έναν καθηγητή για το μάθημα των θρησκευτικών

Θυμώνετε με κάποιους φίλους σας, οι όποιοι δυσαρεστούνται με το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία.Έχετε δίκαιο. Ο θυμός σας είναι δίκαιος θυμός. Τέτοιος θυμός έχει αξία μπροστά στον Θεό. Όμως δεν ωφελεί μόνο ο θυμός, ούτε μόνον η πειθώ.

Πρέπει και να προσεύχεστε για εκείνους, οι όποιοι κατά την αφροσύνη τους ξεσηκώνονται εναντίον του νόμου του Θεού στα σχολεία.

Να τους ανοίξει ο Θεός τα μάτια, ώστε να δουν ότι κόβουν το κλαδί πάνω στο όποιο κάθονται. Διότι όλη η διαπαιδαγώγηση της χριστιανικής νεολαίας βασίζεται πάνω στον αταλάντευτο βράχο της επιστήμης του Χριστού.

Σ’ εκείνον βασιστήκαμε καθ’ όλη τη χιλιετία της βαπτισμένης ιστορίας μας, σ’ εκείνον πρέπει να βασιστούμε και σήμερα και αύριο και εις τους αιώνες. Τέτοια διαπαιδαγώγηση δεν μας ντρόπιασε στο παρελθόν, δεν θα το κάνει ούτε στο μέλλον.

Μας έδωσε ανθρώπους πρώτης τάξεως, οι όποιοι είναι το κόσμημα της ιστορίας μας, όπως είναι τα αστέρια κόσμημα του ουράνιου θόλου. Και μας έδωσε πελώριο αριθμό τέτοιων ανδρών και γυναικών, αστεριών στον θόλο της λαϊκής ιστορίας μας.

Και τι άλλο μπορεί να είναι στόχος στη διαπαιδαγώγηση παρά να δώσει ανθρώπους πραγματικούς;Η επιστήμη της παιδαγωγίας και σε μας και σ όλους τους βαπτισμένους λαούς απαραίτητα πρέπει να συμβαδίζει με την επιστήμη του Χριστού.

Εάν η διαπαιδαγώγηση χωριστεί από την επιστήμη του Χριστού, δεν χάνεται ή επιστήμη του Χριστού, αλλά χάνεται η διαπαιδαγώγηση, και χάνονται οι πραγματικοί άνθρωποι. Εάν όμως χαθεί η διαπαιδαγώγηση στο σχολείο, το σχολείο γίνεται επικίνδυνο για τους ανθρώπους και για τους λαούς. Διότι ο άνθρωπος εκπαιδευμένος μεν, αλλά χωρίς χαρακτήρα, είναι πολύ πιο επικίνδυνος για τον εαυτό του και για τους άλλους, απ’ ότι ο άνθρωπος απαίδευτος και χωρίς χαρακτήρα.

Ο δεύτερος είναι χωρίς χαρακτήρα κατ’ αδυναμία, ενώ ο πρώτος κατά την πίστη. Η σχισμή στην πίστη ενός ανθρώπου προκαλεί αναπόφευκτα και τη σχισμή στον χαρακτήρα. Τούτο το μαρτυρεί τόσο η βιβλική ιστορία όσο και η γενική ιστορία, των βαπτισμένων λαών.Όποιος βασιλιάς του Ισραήλ απομακρυνόταν από τον Θεό, απομακρυνόταν και από το ήθος.

Διότι, η πίστη είναι δεμένη με την ηθική, όπως ένα ποτάμι είναι δεμένο με την πηγή του, και το φως με τον ήλιο. «Εγώ ειμί η οδός» (Ίωάν. 14,6),είπε ο Χριστός, και:«Συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων» (Ίωάν. 4,10), και: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ίωάν. 8,12).

Που θα πάμε τα παιδιά έξω από αυτήν την Οδό, παρά μόνο στην κατάρρευση;Με τι θα ποτίσουμε τις διψασμένες τους ψυχές; Με τη γήινη λάσπη, πού πίνουν και τα βόδια, ή με το ζωοφόρο ύδωρ; Με τι θα τα φωτίσουμε; Μόνο με τις απατηλές ακτίνες ή με το Φως Του;

Άλλα, λένε, τα θρησκευτικά δεν είναι για τη δική μας μοντέρνα εποχή. Δεν ξέρω, το μόνο πού βλέπω, είναι ότι και στη δική μας μοντέρνα εποχή κάλλιστοι άνθρωποι είναι εκείνοι πού κρατιούνται από την πίστη του Θεού και τον νόμο Του.Ούτε ξέρω ποια άλλη επιστήμη θα μπορούσε να αντικαταστήσει την επιστήμη του Χριστού στη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας.

Ιδού, δεν υπάρχει καμία άλλη επιστήμη για τον άνθρωπο, για το νόημα της ανθρώπινης ζωής και για το πώς πρέπει να είναι ο πραγματικός άνθρωπος, εκτός από τη θρησκευτική επιστήμη.

Κι έτσι, κανένας δεν μπορεί να τοποθετήσει άλλο θεμέλιο διαπαιδαγώγησης, ούτε στην εποχή μας ούτε χιλιάδες χρόνια υστέρα από μας, πέρα από Εκείνον, πού είναι το ζωντανό θεμέλιο, το όποιο τοποθέτησε ο Ίδιος, λέγοντας: «ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ίωάν. 15,5).Ειρήνη σε σας και ευλογία από τον Θεό

Τι σημαίνει να σηκώσουμε τον σταυρό μας;

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ


Ό Κύριος λέει ότι ό καθένας από μας πρέπει να σηκώσει τον δικό του σταυρό.
Τι σημαίνει αυτό; Ποιος είναι αυτός ό σταυρός; Για τον καθένα ό σταυρός είναι διαφορετικός και αυστηρά προσωπικός, διότι για τον καθένα ό Θεός έχει ετοιμάσει τον δικό του σταυρό.
Έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε ποιος είναι ό δικός μας σταυρός, να ξέρουμε ότι έχουμε σηκώσει εκείνο ακριβώς τον σταυρό πού μας προτείνει ό Θεός. Είναι πολύ επικίνδυνο να επινοούμε σταυρούς για τον εαυτό μας. Και αυτό δυστυχώς το βλέπουμε συχνά.
Για την πλειοψηφία των ανθρώπων ο Θεός έχει ετοιμάσει τον σταυρό της ζωής μέσα στον κόσμο, τον σταυρό της οικογενειακής και της κοινωνικής ζωής.
Αλλά πολλές φορές άνθρωπος πού αποφάσισε να αρνηθεί τον εαυτό του και να ακολουθήσει στην ζωή του την οδό του Χριστού δεν πετυχαίνει τίποτα επειδή επινοεί για τον εαυτό του σταυρό πού του φαίνεται πιο σωστός. Νομίζει, παραδείγματος χάριν, ότι για να σωθεί πρέπει να γίνει μοναχός ή να πάει στην έρημο.
Αυτόν όμως το δρόμο ό Θεός τον ετοίμασε για πολύ λίγους, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σταυρό πού οι ίδιοι ούτε καν τον θεωρούν σταυρό και όταν τον σηκώνουν δεν καταλαβαίνουν ποιο βάρος έχουν στους ώμους τους.
Ποιο σταυρό έχουν οι περισσότεροι;
Έναν σταυρό απλό, όχι τέτοιο πού σήκωσαν οι άγιοι μάρτυρες και πού σήκωναν όλη τη ζωή τους οι όσιοι πατέρες στην έρημο. Εμείς έχουμε άλλο σταυρό.
Ή ζωή μας, ή ζωή όλων των ανθρώπων, είναι θλίψη και πόνος. Και όλες αυτές οι θλίψεις στην κοινωνική και την οικογενειακή ζωή μας είναι ο σταυρός μας.
Ό αποτυχημένος γάμος, ή ανεπιτυχής επιλογή του επαγγέλματος, δεν μας προκαλούν αυτά πόνο και θλίψη; Δεν πρέπει ό άνθρωπος πού τον βρήκαν αυτές οι συμφορές να τις υπομένει; Οι σοβαρές ασθένειες, ή περιφρόνηση, ή ατιμία, ή απώλεια της περιουσίας, ή ζήλεια των συζύγων, ή συκοφαντία και όλα γενικά τα κακά πού μας κάνουν οι άνθρωποι, όλα αυτά δεν είναι ό σταυρός μας;
Ακριβώς αυτά είναι ό σταυρός μας, σταυρός για την μεγαλύτερη πλειοψηφία των ανθρώπων. Αυτές είναι οι θλίψεις πού υποφέρουν οι άνθρωποι και όλοι μας πρέπει να τις σηκώνουμε, αν και οι περισσότεροι δεν το θέλουν. Άλλα ακόμα και οι άνθρωποι πού μισούν τον Χριστό και αρνούνται να ακολουθήσουν το δρόμο του και αυτοί ακόμα σηκώνουν το δικό τους σταυρό του πόνου.
Ποια είναι ή διαφορά μεταξύ αυτών και των χριστιανών;
Ή διαφορά είναι ότι οι χριστιανοί με υπομονή σηκώνουν τον σταυρό τους και δεν γογγύζουν κατά του Θεού.
Ταπεινά με χαμηλό το βλέμμα σηκώνουν μέχρι το τέλος της ζωής τους το δικό τους σταυρό ακολουθώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το κάνουν για τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, το κάνουν από θερμή αγάπη προς Αυτόν, γιατί όλη την σκέψη τους είχε αιχμαλωτίσει ή διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Για να κάνει πράξη τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, για να ακολουθήσει την οδό του Χριστού, ό άνθρωπος πρέπει ταπεινά και ακούραστα να σηκώνει τον σταυρό του, να μην τον βρίζει αλλά να τον ευλογεί. Τότε μόνο τηρεί την εντολή του Χριστού, γιατί είχε, αρνηθεί τον εαυτό του. Σήκωσε τον σταυρό του και ακολούθησε τον Χριστό, τον ακολούθησε σ' ένα μακρινό δρόμο, σ' ένα δρόμο για τον οποίο ό Κύριος είπε, ότι στην Βασιλεία των Ουρανών οδηγεί τεθλιμμένη οδός ή αρχή της οποίας είναι ή στενή πύλη. Και εμείς θέλουμε να είναι ή οδός της ζωής μας ευρύχωρη, χωρίς λάκκους, πέτρες, αγκάθια και λάσπη. Θέλουμε να είναι στρωμένη με λουλούδια. Και ό Κύριος μας δείχνει μία άλλη οδό, την οδό του πόνου. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι σ' αυτό το δρόμο, όσο δύσκολος και να είναι, αν με όλη την καρδιά μας στραφούμε στον Χριστό, τότε ό Ίδιος με έναν θαυμαστό και ανεξήγητο τρόπο μας βοηθάει. Μας στηρίζει όταν πέφτουμε. Μας δυναμώνει και μας παρηγορεί.
Όταν ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο, ο οποίος στην αρχή μόνο μας φαίνεται δύσκολος, όταν αισθανθούμε τη χάρη του Θεού πού μας δυναμώνει σ' αυτή την πορεία, τότε με χαρά και ταπείνωση θα σηκώνουμε τον σταυρό μας και θα πορευόμαστε με βεβαιότητα επειδή γνωρίζουμε ότι έτσι μας ανοίγεται ή είσοδος στην Βασιλεία των Ουρανών.
Αυτό λοιπόν σημαίνει να μισήσουμε την ψυχή μας - να μισήσουμε την ακαθαρσία της, να αρνηθούμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να σώσουμε την αθάνατη ψυχή μας πού ό προορισμός της είναι ή κοινωνία με τον Θεό.
Αυτός πού με τέτοιο τρόπο θα χάσει την ψυχή του, θα την σώσει και θα είναι με τον Χριστό;
ΝΑ μας αξιώσει όλους ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός της αιώνιας και ένδοξης ζωής μαζί Του, με τον Πατέρα Του και όλους τους αγγέλους.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Οι ημέρες του χρόνου που γιορτάζει ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

7 Ιανουαρίου: Σύναξις Ιωάννου του Προδρόμου του Βαπτιστού. Τιμάται ο Άγιος που βάπτισε τον Χριστό την προηγούμενη ημέρα των Θεοφανείων

24 Φεβρουαρίου : Α΄και Β΄ εύρεσις κεφαλής Προδρόμου. Την πρώτη φορά βρέθηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη. Κάποιοι την έκρυψαν για να έχουν μόνο αυτοί την ευλογία αλλά το 431μ.χ βρέθηκε για δεύτερη φορά.

25 Μαΐου: Εορτάζεται η μεταφορά της κεφαλής του Αγίου στην Κωνσταντινούπολη.

Το σώμα του Αγίου κάηκε (361 μ.χ ), όταν ήταν αυτοκράτορας ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Το χέρι του σώθηκε και σήμερα βρίσκεται στο Άγιον Όρος , στην Ιερά μονή Διονυσίου.

24 Ιουνίου: Γενέθλιον του Προδρόμου

29 Αυγούστου: Η αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου από τον Ηρώδη για να την προσφέρει δώρο επι πίνακι στην κόρη του. (Αυστηρή νηστεία εκτός όμως αν η γιορτή πέφτει Σάββατο η Κυριακή).

23 Σεπτεμβρίου: Η εορτή της σύλληψις του Προδρόμου από την μητέρα του Ελισάβετ η οποία σε μεγάλη ηλικία έμεινε έγκυος

Την Τρίτη κάθε εβδομάδας η οποία είναι αφιερωμένη στον άγιο και διαβάζονται ύμνοι προς τιμήν του Αγίου

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Το όνειρο του Σωλομών

Γ’ Βασιλειών κεφ.3, 2-15
* 2 ΠΛΗΝ ὁ λαὸς ἦσαν θυμιῶντες ἐπὶ τοῖς ὑψηλοῖς, ὅτι οὐκ ᾠκοδομήθη οἶκος τῷ Κυρίῳ ἕως τοῦ νῦν. 3 καὶ ἠγάπησε Σαλωμὼν τὸν Κύριον πορεύεσθαι ἐν τοῖς προστάγμασι Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, πλὴν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς ἔθυε καὶ ἐθυμία. 4 καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς Γαβαὼν θῦσαι ἐκεῖ, ὅτι αὕτη ὑψηλοτάτη καὶ μεγάλη· χιλίαν ὁλοκαύτωσιν ἀνήνεγκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐν Γαβαών. 5 καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σαλωμὼν ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα, καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαλωμών· αἴτησαί τι αἴτημα σεαυτῷ. 6 καὶ εἶπεν Σαλωμών· σὺ ἐποίησας μετὰ τοῦ δούλου σου Δαυὶδ τοῦ πατρός μου ἔλεος μέγα, καθὼς διῆλθεν ἐνώπιόν σου ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι καρδίας μετὰ σοῦ, καὶ ἐφύλαξας αὐτῷ τὸ ἔλεος τὸ μέγα τοῦτο δοῦναι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη· 7 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεός μου, σὺ ἔδωκας τὸν δοῦλόν σου ἀντὶ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγώ εἰμι παιδάριον μικρὸν καὶ οὐκ οἶδα τὴν ἔξοδόν μου καὶ τὴν εἴσοδόν μου, 8 ὁ δὲ δοῦλός σου ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ὃν ἐξελέξω λαὸν πολύν, ὃς οὐκ ἀριθμηθήσεται. 9 καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρδίαν ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοῦ συνιεῖν ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ· ὅτι τίς δυνηθήσεται κρίνειν τὸν λαόν σου τὸν βαρὺν τοῦτον; 10 καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον Κυρίου, ὅτι ᾐτήσατο Σαλωμὼν τὸ ρῆμα τοῦτο, 11 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀνθ᾿ ὧν ᾐτήσω παρ᾿ ἐμοῦ τὸ ρῆμα τοῦτο καὶ οὐκ ᾐτήσω σεαυτῷ ἡμέρας πολλὰς καὶ οὐκ ᾐτήσω πλοῦτον, οὐδὲ ᾐτήσω ψυχὰς ἐχθρῶν σου, ἀλλ᾿ ᾐτήσω σεαυτῷ τοῦ συνιεῖν τοῦ εἰσακούειν κρίμα, 12 ἰδοὺ πεποίηκα κατὰ τὸ ρῆμά σου· ἰδοὺ δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καὶ σοφήν, ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός σοι. 13 καὶ ἃ οὐκ ᾐτήσω, δέδωκά σοι, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν, ὡς οὐ γέγονεν ἀνὴρ ὅμοιός σοι ἐν βασιλεῦσι· 14 καὶ ἐὰν πορευθῇς ἐν τῇ ὁδῷ μου φυλάσσειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰ προστάγματά μου, ὡς ἐπορεύθη Δαυὶδ ὁ πατήρ σου, καὶ πληθυνῶ τὰς ἡμέρας σου. 15 καὶ ἐξυπνίσθη Σαλωμών, καὶ ἰδοὺ ἐνύπνιον·

Απόδοση.

Ο λαός όμως λάτρευε τον Θεό σε διάφορους τόπους καθώς δεν οικοδομήθηκε οίκος για τον Κύριο έως τώρα. Και αγάπησε Σαλωμών τον Κύριο και θέλησε να βαδίσει σύμφωνα με τις εντολές του πατέρα του Δαυίδ, αλλά θυσίαζε και θυμιάτισε σε διάφορα μέρη. Και σηκώθηκε και πορεύτηκε στη Γαβαών να θυσιάσει εκεί, ότι αυτή ήταν πολύ ψηλή και μεγάλη. Χιλιάδες ολοκαυτώσεις πρόσφερε ο Σαλωμών στο θυσιαστήριο στην Γαβαών. Και φανερώθηκε ο Κύριος στο Σαλωμών στον ύπνο του τη νύχτα, και του είπε∙ ζήτησέ από εμένα κάτι για τον εαυτό σου. Και είπε ο Σαλωμών∙ έκανες μεγάλο έλεος με τον δούλο σου Δαβίδ τον πατέρα μου καθώς πέρασε τη ζωή του μαζί σου με αλήθεια και δικαιοσύνη και ευθύτητα καρδιάς, και συνέχισες το έλεος αυτό το μεγάλο με το να δόσεις στο γιό του τον θρόνο του έως σήμερα∙ και τώρα, Κύριε και Θεέ μου, εσύ έδωσες τον θρόνο του Δαβίδ στον δούλο σου και εγώ όμως είμαι μικρός στην ηλικία και δεν ξέρω ακόμη πως θα ζήσω και πως θα πεθάνω, και βρίσκομαι ανάμεσα στο λαό σου, σε λαό πολύ που δεν αριθμείται. Και θέλω να δόσεις στον δούλο σου καρδιά που να ακούει και να κρίνει τον λαό σου με δικαιοσύνη και να καταλαβαίνει και να διακρίνει το καλό και το κακό∙ διαφορετικά ποιος θα μπορέσει να κρίνει αυτόν τον βαρύ λαό; Και άρεσε στον Κύριο, ότι μίλησε ο Σαλωμών με αυτόν τον τρόπο, και του είπε∙ αφού μου ζήτησε αυτό το πράγμα και δεν μου ζήτησες πολλές ημέρες ζωής και δεν μου ζήτησες πλούτο , ούτε μου ζήτησες νίκες στους εχθρούς σου, αλλά μου ζήτησες να καταλαβαίνεις και να κρίνεις το λαό, να, έκανα ότι μου ζήτησες. Σου έδωσα καρδιά φρόνιμη και σοφή, που δεν έχεις ξαναγίνει μπροστά σου και δεν πρόκειται να ξαναγίνει κάποιος όμοιος με εσένα. Και αυτά που δεν μου ζήτησες στα έδωσα, και πλούτο και δόξα , και δεν θα γίνει όμοιος με εσένα βασιλιάς. Και αν βαδίσεις σύμφωνα με τις εντολές μου και ακολουθήσεις το δρόμο και φυλάξεις τις εντολές μου , θα αυξήσω τις ημέρες σου στη γη. Και ξύπνησε ο Σαλωμών ,και κατάλαβε το όνειρο.

φωνὴ αὔρας λεπτῆς,

Γ΄ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ

19 Κεφάλαιο 1-13
ΚΑΙ ἀνήγγειλεν ᾿Αχαὰβ τῇ ᾿Ιεζάβελ γυναικὶ αὐτοῦ πάντα, ἃ ἐποίησεν ᾿Ηλιού, καὶ ὡς ἀπέκτεινε τοὺς προφήτας ἐν ρομφαίᾳ. 2 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιεζάβελ πρὸς ᾿Ηλιοὺ καὶ εἶπεν· εἰ σὺ εἶ ᾿Ηλιοὺ καὶ ἐγὼ ᾿Ιεζάβελ, τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ταύτην τὴν ὥραν αὔριον θήσομαι τὴν ψυχήν σου καθὼς ψυχὴν ἑνὸς ἐξ αὐτῶν. 3 καὶ ἐφοβήθη ᾿Ηλιοὺ καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθε κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ ἔρχεται εἰς Βηρσαβεὲ γῆν ᾿Ιούδα καὶ ἀφῆκε τὸ παιδάριον αὐτοῦ ἐκεῖ· 4 καὶ αὐτὸς ἐπορεύθη ἐν τῇ ἐρήμῳ ὁδὸν ἡμέρας καὶ ἦλθε καὶ ἐκάθισεν ὑποκάτω Ραθμὲν καὶ ᾐτήσατο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀποθανεῖν καὶ εἶπεν· ἱκανούσθω νῦν, λαβὲ δὴ τὴν ψυχή μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, Κύριε, ὅτι οὐ κρείσσων ἐγώ εἰμι ὑπὲρ τοὺς πατέρας μου. 5 καὶ ἐκοιμήθη καὶ ὕπνωσεν ἐκεῖ ὑπὸ φυτόν, καὶ ἰδού τις ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστηθι καὶ φάγε· 6 καὶ ἐπέβλεψεν ᾿Ηλιού, καὶ ἰδοὺ πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐγκρυφίας ὀλυρίτης καὶ καψάκης ὕδατος· καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε. καὶ ἐπιστρέψας ἐκοιμήθη. 7 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐκ δευτέρου καὶ ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστα φάγε, ὅτι πολλὴ ἀπὸ σοῦ ἡ ὁδός. 8 καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε· καὶ ἐπορεύθη ἐν ἰσχύϊ τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἕως ὄρους Χωρήβ. 9 καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ εἰς τὸ σπήλαιον καὶ κατέλυσεν ἐκεῖ· καὶ ἰδοὺ ρῆμα Κυρίου πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα, ᾿Ηλιού; 10 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπόν σε οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν. 11 καὶ εἶπεν· ἐξελεύσῃ αὔριον καὶ στήσῃ ἐνώπιον Κυρίου ἐν τῷ ὄρει· ἰδοὺ παρελεύσεται Κύριος, καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· 12 καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος. 13 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ᾿Ηλιού, καὶ ἐπεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ μηλωτῇ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε καὶ ἔστη ὑπὸ σπήλαιον·

Απόδοση

Και είπε ο Αχαάβ στην γυναίκα του την Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας, και πως σκότωσε τους προφήτες (του Βάαλ) με σπαθί. Και έστειλε η Ιεζάβελ ανθρώπους και του είπε∙ εάν είσαι εσύ ο Ηλίας και εγώ η Ιεζάβελ , αυτό το καλό θα μου κάνει ο Κύριος, ότι αύριο τέτοια ώρα θα θυσιάσω την ψυχή σου όπως θυσιάστηκαν και οι προφήτες (του Βάαλ). Και φοβήθηκε τη ζωή του ο Ηλίας και σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στην Βηρσαβεέ την γη Ιούδα και άφησε το βοηθό του εκεί. Και αυτός περπάτησε στην έρημο πολλές ημέρες και πήγε και κάθισε κάτω από την Ράθμεν και ζήτησε από το Θεό να πεθάνει και είπε∙ τώρα φτάνει μέχρι εδώ, πάρε την ψυχή μου Κύριε καθώς εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους προγόνους μου. Και κοιμήθηκε κάτω από ένα φυτό, και ξαφνικά κάποιος τον άγγιξε και του είπε∙ σήκω και φάγε∙ και κοίταξε ο Ηλίας και να δίπλα στο κεφάλι του κριθαρένια τροφή και κανάτι με νερό. Και σηκώθηκε και έφαγε και ήπιε. Και μετά κοιμήθηκε. Και επέστρεψε ο άγγελος του Κυρίου για δεύτερη φορά και τον άγγιξε και είπε∙ σήκω και φάγε και πιες ότι έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου. Και σηκώθηκε και έφαγε και ήπιε. Και περπάτησε με τη δύναμη που του έδωσε το φαγητό αυτό σαράντα ημέρες και σαράντα νύκτες ως το όρος Χωρήβ. Και μπήκε εκεί στο σπήλαιο και κάθισε εκεί. Και του μίλησε ο Κύριος και του είπε. τι κάνεις εκεί Ηλία; Και είπε ο Ηλίας∙ ζήτησα με ζήλο τον Παντοκράτορα Κύριο, επειδή σε εγκατέλειψαν οι γιοι του Ισραήλ∙ κατέστρεψαν τα θυσιαστήρια σου και σκότωσαν τους προφήτες και έμεινα εγώ μόνος, και ζητάνε να πάρουν τη ζωή μου. Και είπε∙ βγες αύριο και στάσου μπροστά τον Κύριο στο όρος∙ και να θα περάσει ο Κύριος, και να άνεμος μεγάλος και δυνατός που διαλύει βουνά και συντρίβει πέτρες μπροστά από τον Κύριο, και ο Κύριος δεν θα είναι στον άνεμο∙ και μετά πνεύμα σεισμού , και δεν θα είναι στο σεισμό ο Κύριος∙ και μετά τον σεισμό φωτιά, και δεν θα είναι στη φωτιά ο Κύριος∙ και μετά τη φωτιά φωνή λεπτής αύρας, και εκεί θα είναι ο Κύριος∙ και όταν άκουσε ο Ηλίας σκέπασε το πρόσωπο του με την προβιά που φορούσε και βγήκε και στάθηκε έξω από το σπήλαιο.

Εδώ προφητεύεται η συνάντηση του προφήτη Ηλία στο όρος Θαβώρ με τον Ιησού Χριστό, κατά την Μεταμόρφωσή Του.

Οι Δέκα Εντολές

ΕΞΟΔΟΣ 20

ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πάντας τοὺς λόγους τούτους λέγων·

 2 ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. 3 οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ.

4 οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. 5 οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με 6 καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.

 7 οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.

 8 μνήσθητι τὴν ἡμέρα τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. 9 ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· 10 τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁβοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν κτῆνός σου καὶ ὁ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί. 11 ἐν γὰρ ἓξ ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ· διὰ τοῦτο εὐλόγησε Κύριος τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν.

12 τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.

13 οὐ μοιχεύσεις.

14 οὐ κλέψεις.

15 οὐ φονεύσεις.

16 οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.

17 οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί.

18 Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον· φοβηθέντες δὲ πᾶς ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν. 19 καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν. 20 καὶ λέγει αὐτοῖς Μωυσῆς· θαρσεῖτε, ἕνεκεν γὰρ τοῦ πειράσαι ὑμᾶς παρεγενήθη ὁ Θεὸς πρὸς ὑμᾶς, ὅπως ἂν γένηται ὁ φόβος αὐτοῦ ἐν ὑμῖν, ἵνα μὴ ἁμαρτάνητε. 21 εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωυσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὗ ἦν ὁ Θεός


Απόδοση

Και μίλησε ο Κύριος όλους αυτούς τους λόγους και είπε∙

εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλα από την γη της Αιγύπτου, από τη δουλεία σας. Δεν θα υπάρχουν για εσένα άλλοι Θεοί εκτός από εμένα.

Δεν θα υπάρχουν για εσένα είδωλα, ούτε οποιοδήποτε ομοίωμα, από όσα είναι στον ουρανό και στη γή και στα ύδατα . Δε θα τα προσκυνήσεις αυτά, ούτε θα τα λατρέψεις. Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, Θεός με ζήλο, που αποδίδω αμαρτίες γονέων πάνω στα παιδιά τους, από τρίτη έως τέταρτη γενιά σε αυτούς που με μισούνε και κάνω έλεος σε χιλιάδες που με αγαπούνε και σε αυτούς που φυλάνε τα προστάγματά μου.

Δεν θα λάβεις το όνομά του Κυρίου του Θεού σου μάταια.

Θυμήσου την ημέρα του Σαββάτου να την αγιάζεις. Έξη ημέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλα τα έργα σου. Και την ημέρα την έβδομη θα την αφιερώσεις στον Κύριο τον Θεό σου. Δεν θα κάνεις σε αυτή κανένα έργο, εσύ και ο γιός σου και η θυγατέρα σου , ο βοηθός σου και η βοηθός σου, το βόδι και το υποζύγιό σου και κάθε ζώο και ο προσήλυτος που ήρθε να μείνει μαζί σου. Καθώς σε έξη ημέρες κατασκεύασε ο Κύριος τον ουρανό και την γη και την θάλασσα και όλα όσα είναι σε αυτά και σταμάτησε την ημέρα την έβδομη∙ γι’ αυτό ευλόγησε ο Κύριος την έβδομη ημέρα και την αγίασε.

Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου , για να δεις καλά στη ζωή σου και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη την αγαθή που θα σου δώσει ο Κύριος ο Θεός σου.

Δεν θα μοιχεύσεις.

Δεν θα κλέψεις.

Δεν θα φονεύσεις.

Δεν θα δώσεις ψεύδη μαρτυρία κατά του πλησίον σου.

Δεν θα επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου . Δεν θα επιθυμήσεις το σπίτι του πλησίον σου ούτε το χωράφι του ούτε τον βοηθό του ούτε την βοηθό του ούτε το βόδι του ούτε το υποζύγιο του ούτε κάποιο από τα ζώα του ούτε όσα είναι του πλησίον σου.

Και όλος ο λαός έβλεπε την φωνή και τις λαμπάδες και την φωνή της σάλπιγγας και το όρος που κάπνιζε. Και επειδή φοβήθηκαν στάθηκαν μακριά. Και είπαν στον Μωυσή∙ λάλησε εσύ προς εμάς( τα λόγια του Θεού) , και να μη μας μιλά ο Θεός για να μην πεθάνουμε. Και τους λέει ο Μωυσής∙ πάρτε θάρρος, διότι σας φανερώθηκε Θεός για να σας πειράξει, για να τον φοβηθείτε και για να μην αμαρτάνετε. Και στεκόταν μακριά ο λαός και ο Μωυσής μπήκε μέσα στην ομίχλη που ήταν ο Θεός.

Η πάλη του Ιακώβ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΒ΄

22 ᾿Αναστὰς δὲ τὴν νύκτα ἐκείνην ἔλαβε τὰς δύο γυναῖκας καὶ τὰς δύο παιδίσκας καὶ τὰ ἕνδεκα παιδία αὐτοῦ καὶ διέβη τὴν διάβασιν τοῦ ᾿Ιαβώκ· 23 καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς καὶ διέβη τὸν χειμάρρουν καὶ διεβίβασε πάντα τὰ αὐτοῦ. 24 ὑπελείφθη δὲ ᾿Ιακὼβ μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ. 25 εἶδε δέ, ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ. 26 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς. 27 εἶπε δὲ αὐτῷ· τί τὸ ὄνομά σου ἐστίν, ὁ δὲ εἶπεν· ᾿Ιακώβ. 28 καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ᾿Ιακώβ, ἀλλ᾿ ᾿Ισραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ. 29 ἠρώτησε δὲ ᾿Ιακὼβ καὶ εἶπεν· ἀνάγγειλόν μοι τὸ ὄνομά σου. καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο ἐρωτᾶς σὺ τὸ ὄνομά μου; καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν ἐκεῖ. 30 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος Θεοῦ· εἶδον γὰρ Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή. 31 ἀνέτειλε δὲ αὐτῷ ὁ ἥλιος, ἡνίκα παρῆλθε τὸ εἶδος τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ αὐτοῦ· 32 ἕνεκεν τούτου οὐ μὴ φάγωσιν υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ νεῦρον, ὃ ἐνάρκησεν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ τοῦ νεύρου, ὃ ἐνάρκησεν.


Απόδοση στη Νεοελληνική

Και σηκώθηκε τη νύκτα εκείνη και πήρε για δύο γυναίκες και τις δύο υπηρέτριες και τα ένδεκα παιδιά του και πέρασε την διάβαση του Ιαβώκ∙ και τους πήρε όλους και πέρασε τον χείμαρρο και όλα όσα είχε μαζί του. Και έμεινε μόνος ο Ιακώβ, και πάλευε ένας άνθρωπος μαζί του μέχρι το πρωί. Και είδε (ο άνθρωπος) ότι δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει και έπιασε το πλάτος του μηρού του, και πληγώθηκε το πλάτος του μηρού του Ιακώβ ενώ πάλευε μαζί του. Και του είπε (ο άνθρωπος) άσε με να φύγω∙ ξημερώνει∙ και του είπε ο Ιακώβ. Δεν θα σε αφήσω αν δεν με ευλογήσεις. Και είπε∙ ποιο είναι το όνομά σου; Και είπε∙ Ιακώβ. Και είπε στον Ιακώβ∙ δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ ,αλλά Ισραήλ θα είναι το όνομά σου, ότι ήσουν δυνατός με τον Θεό και θα είσαι δυνατός με τους ανθρώπους∙ τον ρώτησε ο Ιακώβ και είπε∙ πές μου το όνομά σου∙ και του είπε∙ γιατί με ρωτάς να σου πω το όνομά μου; Και ευλόγησε τον Ιακώβ εκεί. Και κάλεσε ο Ιακώβ το όνομα του τόπου εκείνου, Είδος Θεού∙ γιατί είπε ότι είδα τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο και σώθηκε η ψυχή μου. Και ανέτειλε ο ήλιος, όταν έφυγε το είδος του Θεού∙ και αυτός σκέπασε το μηρό του. Εξ’ αιτίας από αυτό δεν θα φάνε οι Ισραηλίτες το νεύρο που πληγώθηκε, δηλαδή το πλάτος του μηρού , έως σήμερα, ότι άγγιξε ο Θεός το πλάτος του νεύρου του μηρού του Ιακώβ και πληγώθηκε.

Η κλίμαξ του Ιακώβ

Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι'ης κατέβη ο Θεός∙ χαίρε , γέφυρα μετάγουσα τους εκ γής προς ουρανόν.-Απο τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΗ΄

10 Καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιακὼβ ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου καὶ ἐπορεύθη εἰς Χαρράν. 11 καὶ ἀπήντησε τόπῳ καὶ ἐκοιμήθῃ ἐκεῖ· ἔδυ γὰρ ὁ ἥλιος· καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν λίθων τοῦ τόπου, καὶ ἔθηκε πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ. 12 καὶ ἐνυπνιάσθη, καὶ ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς. 13 ὁ δὲ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ τοῦ πατρός σου, καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαάκ· μὴ φοβοῦ· ἡ γῆ, ἐφ᾿ ἧς σὺ καθεύδεις ἐπ᾿ αὐτῆς, σοὶ δώσω αὐτήν, καὶ τῷ σπέρματί σου. 14 καὶ ἔσται τὸ σπέρμα σου ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς καὶ πλατυνθήσεται ἐπὶ θάλασσαν καὶ ἐπὶ λίβα καὶ ἐπὶ βορρᾶν, καὶ ἐπ᾿ ἀνατολάς, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου. 15 καὶ ἰδοὺ ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ διαφυλάσσων σε ἐν τῇ ὁδῷ πάσῃ, οὗ ἂν πορευθῇς, καὶ ἀποστρέψω σε εἰς τὴν γῆν ταύτην, ὅτι οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι. 16 καὶ ἐξηγέρθη ᾿Ιακὼβ ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ὅτι ἔστι Κύριος ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδειν. 17 καὶ ἐφοβήθη καὶ εἶπεν· ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾿ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.

Απόδοση της Νεοελληνική

Και Βγήκε ο Ιακώβ από το πηγάδι του όρκου και βάδισε προς τη Χαρράν. Και βρήκε ένα τόπο και κοιμήθηκε εκεί∙ διότι έδυε ο ήλιος∙ και πήρε μια από τις πέτρες του τόπου , και την έβαλε κάτω από το κεφάλι του και κοιμήθηκε σε εκείνο τον τόπο. Και είδε ένα όνειρο, και να σκάλα που στηρίζονταν πάνω στη γη, η κορυφή της οποίας έφτανε στον ουρανό, και οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν πάνω σ’ αυτήν. Και ο Κύριος στηρίζονταν πάνω σ’ αυτήν και είπε∙ εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ του πατέρα σου, και ο Θεός Ισαάκ∙ μη φοβάσαι∙ τη γη πάνω στην οποία κοιμάσαι, θα τη δώσω σε εσένα και στους απογόνους σου. Και θα είναι οι απόγονοι σου σαν την άμμο της γης και θα απλωθούν σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, και θα ευλογηθούν από εσένα και από τους απογόνους σου όλες οι φυλές της γης. Και να εγώ είμαι μαζί σου και θα σε φυλάξω σε όλο το δρόμο σου, όπου και αν πας, και θα σου δώσω όλη αυτή τη γη , και δεν θα σε εγκαταλείψω έως ότου πραγματοποιηθούν όσα σου είπα. Και σηκώθηκε ο Ιακώβ από τον ύπνο του και είπε∙ είναι ο Κύριος σ’ αυτόν το τόπο και εγώ δεν το ήξερα. Και φοβήθηκε και είπε∙ είναι φοβερός ο τόπος αυτός∙ δεν είναι τίποτα άλλο παρά οίκος του Θεού, και αυτή η πύλη του ουρανού.

Η φιλοξενία του Αβραάμ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ΄


ΩΦΘΗ δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας. 2 ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. 3 καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· 4 ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· 5 καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας. 6 καὶ ἔσπευσεν ῾Αβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάρραν καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας. 7 καὶ εἰς τὰς βόας ἔδραμεν ῾Αβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό. 8 ἔλαβε δὲ βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον.

9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ποῦ Σάρρα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ σκηνῇ. 10 εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάρρα ἡ γυνή σου. Σάρρα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ. 11 ῾Αβραὰμ δὲ καὶ Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε δὲ τῇ Σάρρᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα. 12 ἐγέλασε δὲ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος. 13 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ῾Αβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα. 14 μὴ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ ρῆμα; εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 15 ἠρνήσατο δὲ Σάρρα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας.

16 ᾿Εξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας. ῾Αβραὰμ δὲ συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς. 17 ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ ῾Αβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ. 18 ῾Αβραὰμ δὲ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. 19 ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ ῾Αβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν. 20 εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. 21 καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. 22 καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. ῾Αβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου. 23 καὶ ἐγγίσας ῾Αβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; 24 ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; 25 μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; 26 εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς. 27 καὶ ἀποκριθεὶς ῾Αβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός· 28 ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε. 29 καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. 30 καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. 31 καὶ εἶπεν· ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι. 32 καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα. 33 ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ ῾Αβραάμ, καὶ ῾Αβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.



Απόδοση

Φανερώθηκε ο Θεός στον Αβραάμ στη βελανιδιά στη Μαμβρή, ενώ καθόταν μπροστά την πόρτα της σκηνής του το μεσημέρι. Κοίταξε με τα μάτια του και να τρείς άνδρες στεκόταν μπροστά του∙ και κοίταξε και έτρεξε σε συνάντησή τους από την πόρτα της σκηνής του και τους προσκύνησε μέχρι τη γή. Και είπε∙ Κύριε, αν έχω βρεί χάρη απέναντί σου , μη προσπεράσεις τον δούλο σου∙ πάρε νερό και πλύνετε τα πόδια σας και αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο∙ και θα σας δώσω ψωμί και θα φάτε, και μετά θα κατευθυνθείτε προς τον δρόμο σας από τον οποίο παρεκκλίνατε για να έρθετε σε μένα. Και πήγε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα να φτιάξει γρήγορα τρείς μερίδες σιμιγδάλι. Και πήγε και στα ζώα και έλαβε ένα απαλό μοσχάρι και το έδωσε για ετοιμασία στον δούλο του . πήρε και βούτυρο και γάλα , και τους πρόσφερε το μοσχαρί που ετοιμάστηκε, και έφαγαν∙ αυτός όμως στεκόταν κάτω από το δέντρο.

Και του είπε∙ που είναι η Σάρρα η γυναίκα σου; Και είπε∙ στη σκηνή∙ του είπε∙ όταν θα σας ξαναεπισκεφτώ θα συλλάβει η Σάρρα η γυναίκα σου ένα γιό. Και η Σάρρα άκουσε τα λόγια αυτά επειδή στεκόταν στην πόρτα της σκηνής, που ήταν πίσω του. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν μεγάλη σε ηλικία, και η Σάρρα δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει . Γέλασε η Σάρρα από μέσα της και είπε∙ αφού δεν έγινε μέχρι τώρα κάτι τι μπορεί να γίνει αφού ο Αβραάμ είναι γέρος; Και είπε ο Κύριος στον Αβραάμ∙ γιατί γέλασε η Σάρρα από μέσα της και είπε∙ στα αλήθεια τώρα μπορώ να γεννήσω; Εγώ έχω γεράσει. Μπορεί να είναι κάτι αδύνατο για τον Θεό; Θα φυγώ και θα ξαναγυρίσω σύντομα ∙ και η Σάρρα θα έχει γιο. Αρνήθηκε η Σάρρα και είπε∙ δεν γέλασα, γιατί φοβήθηκε. Και της είπε∙ όχι αλλά γέλασες.


Σηκώθηκαν οι άνδρες από εκεί και κατευθύνθηκαν προς τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα. Ο Αβραάμ τους ξεπροβόδησε και πήγαινε μαζί τους. Και ο Κύριος είπε∙ δεν θα κρύψω από τον παιδί μου τίποτα από αυτά που κάνω ∙ από τον Αβραάμ θα γίνει ένα έθνος μεγάλο και πολύ, και θα ευλογηθούν με αυτόν όλες οι φυλές της γής. Γνώριζε ότι θα συντάξει τον οίκο του μαζί του και θα φυλάξει τις εντολές του Κυρίου και θα κάνει δικαιοσύνη και κρίση, και θα δώσει ο Κύριος στον Αβραάμ όλα όσα του υποσχέθηκε. Τα Σόδομα και τα Γόμορρα με φωνάζουν δυνατά επειδή οι αμαρτίες είναι μεγάλες. Θα πάω εκεί να δώ αν με φωνάζουν σύμφωνα με τις αμαρτίες τους. Και έφυγαν από εκεί οι άνδρες και πήγαν στα Σόδομα. Και ο Αβραάμ ακόμα στεκόταν μαζί με τον Κύριο. 

Και πλησίασε ο Αβραάμ και ειπε∙ είναι σωστό να χαθεί και τιμωρηθεί από εσένα ο δίκαιος μαζί με τον ασεβή; Αν είναι πενήντα δίκαιοι στην πόλη αυτή θα τους σκοτώσεις όλους; Δεν θα αφήσεις τον τόπο εξ’ αιτίας αυτών των πενήντα δίκαιων εάν είναι σε αυτή; Δεν θα κάνεις αυτό το πράγμα, να σκοτώσεις τον δίκαιο με τον ασεβή και να είναι ο δίκαιος όπως ο ασεβής. Δεν θα το κάνεις. Εσύ κρίνεις όλη την γή και δεν θα κρίνεις τώρα; Είπε ο Κύριος∙ εάν είναι στα Σόδομα πενήντα δίκαιοι στη πόλη , θα αφήσω όλη την πόλη και όλο τον τόπο εξ’ αιτίας τους. Και αποκρίθηκε ο Αβραάμ και είπε∙ τώρα θα πω και κάτι άλλο στον Κύριο μου, και είμαι μπροστά του γη και σκόνη∙ εάν μειωθούν οι πενήντα δίκαιοι σε σαράνταπέντε, θα σκοτώσεις για τους πέντε όλη την πόλη; Και είπε ∙ δεν θα χαθεί αν βρώ εκεί σαράντα πέντε. Και συνέχισα ο Αβραάμ να του μιλάει και είπε∙ και αν βρεθούν εκεί σαράντα; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω εξ’ αιτίας των σαράντα. Και είπε∙ είναι κακό Κύριε να πώ κάτι ακόμα; Αν βρεθούν εκεί τριάντα; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω για αυτούς τους τριάντα. Και εάν βρεθούν εκεί είκοσι; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω αν βρεθούν εκεί είκοσι∙ και είπε∙ να πω ακόμη Κύριε κάτι τελευταίο∙ αν βρεθούν εκεί δέκα; Και είπε δεν θα την καταστρέψω για αυτούς τους δέκα. Έφυγε από εκεί ο Κύριος, και σταμάτησε να μιλά στον Αβραάμ, και ο Αβραάμ γύρισε πίσω στον τόπο του.

Οι τρείς Παίδες εν καμίνω

Απο τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου

Ωδή η΄. Ειρμός

Παίδας ευαγείς εν τη καμίνω, ο τόκος της Θεοτόκου δεσώσατο, τότε μεν τυπούμενος∙ νύν δε ενεργούμενος, την οιουμένην άπασαν, αγείρει ψάλλουσαν∙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.


Δανιήλ
Καιφάλαιο: γ΄8-23, 24-27. Προσευχή Αζαρίου: 22-27

8 τότε προσήλθοσαν ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς ᾿Ιουδαίους 9 τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι. 10 σὺ βασιλεῦ, ἔθηκας δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούσῃ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν 11 καὶ μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 12 εἰσὶν ἄνδρες ᾿Ιουδαῖοι, οὓς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, οἳ οὐχ ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύουσι, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦσι. 13 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 14 καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε; 15 νῦν οὖν εἰ ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου; 16 καὶ ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ρήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι· 17 ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ρύσεται ἡμᾶς· 18 καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν. 19 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη θυμοῦ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ εἶπεν ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς τέλος ἐκκαῇ· 20 καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγὼ ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. 21 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ τιάραις καὶ περικνημίσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, 22 ἐπεὶ τὸ ρῆμα τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ. 23 καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, ἔπεσον εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι. καὶ περιεπάτουν ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.

22 Καὶ οὐ διέλιπον οἱ ἐμβάλλοντες αὐτοὺς ὑπηρέται τοῦ βασιλέως καίοντες τὴν κάμινον νάφθαν καὶ πίσσαν καὶ στυππίον καὶ κληματίδα. 23 καὶ διεχεῖτο ἡ φλὸξ ἐπάνω τῆς καμίνου ἐπὶ πήχεις τεσσαρακονταεννέα. 24 καὶ διώδευσε καὶ ἐνεπύρισεν οὕς εὗρε περὶ τὴν κάμινον τῶν Χαλδαίων. 25 ὁ δὲ ἄγγελος Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς περὶ τὸν ᾿Αζαρίαν εἰς τὴν κάμινον καὶ ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου 26 καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, καὶ οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ καὶ οὐκ ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτοῖς.
27 Τότε οἱ τρεῖς ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ λέγοντες·
24 Καὶ Ναβουχοδονόσορ ἤκουσεν ὑμνούντων αὐτῶν καὶ ἐθαύμασε καὶ ἐξανέστη ἐν σπουδῇ καὶ εἶπε τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ· οὐχὶ ἄνδρας τρεῖς ἐβάλομεν εἰς τὸ μέσον τοῦ πυρὸς πεπεδημένους; καὶ εἶπον τῷ βασιλεῖ· ἀληθῶς, βασιλεῦ. 25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἰδοὺ ἐγὼ ὁρῶ ἄνδρας τέσσαρας λελυμένους καὶ περιπατοῦντας ἐν μέσῳ τοῦ πυρός, καὶ διαφθορὰ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἡ ὅρασις τοῦ τετάρτου ὁμοία υἱῷ Θεοῦ. 26 τότε προσῆλθε Ναβουχοδονόσορ πρὸς τὴν θύραν τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης καὶ εἶπε· Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγώ, οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ῾Υψίστου, ἐξέλθετε καὶ δεῦτε. καὶ ἐξῆλθον Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ ἐκ μέσου τοῦ πυρός. 27 καὶ συνάγονται οἱ σατράπαι καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχαι καὶ οἱ δυνάσται τοῦ βασιλέως καὶ ἐθεώρουν τοὺς ἄνδρας ὅτι οὐκ ἐκυρίευσε τὸ πῦρ τοῦ σώματος αὐτῶν, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτῶν οὐκ ἐφλογίσθη, καὶ τὰ σαράβαρα αὐτῶν οὐκ ἠλλοιώθη, καὶ ὀσμὴ πυρὸς οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς.


ΑΠΟΔΟΣΗ


Τότε προσήλθαν άνδρες Χαλδαίοι και διέβαλαν τους Ιουδαίους στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ∙ βασιλιά , να ζήσεις αιώνια. Εσύ βασιλιά έδωσες πρόσταγμα στους ανθρώπους, όποιος ακούσει τη φωνή της σάλπιγγας, και των άλλων μουσικών οργάνων και ψαλμών και μουσικής και δεν πέσει να προσκυνήσει στην χρυσή εικόνα, να βαλθεί μέσα στο καμίνι της φωτιάς που καίει. Είναι άνδρες Ιουδαίοι, τους οποίους έβαλες επιβλέποντες στα έργα της χώρας της Βαβυλώνας, ο Σεδράχ, ο Μισάχ, και ο Αβδεναγώ, που δεν άκουσαν, βασιλιά, στο πρόσταγμά σου και δεν λατρεύουν την εικόνα τη χρυσή, που έστησες, και δεν τη προσκυνούν. Τότε ο Ναβουχοδονόσορ με θυμό και οργή είπε να οδηγήσουν τον Σεδράχ τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ, μπροστά στον βασιλιά. Και τους είπε ο Ναβουχοδονόσορ∙ αληθινά δεν λατρεύετε τους θεούς μου και την εικόνα μου τη χρυσή δεν την προσκυνείτε; Και τώρα αν είστε έτοιμοι όταν ακούσετε τα όργανα και τους ψαλμούς και τη μουσική πέστε να προσκυνήσετε την εικόνα, διαφορετικά αμέσως θα σας βάλω στο καμίνι το φλεγόμενο και ποιος θεός τότε θα σας γλυτώσει από τα χέρια μου; Δεν χρειάζεται τώρα εμείς να σου απαντήσουμε∙ υπάρχει ο Θεός μας στους ουρανούς που τον λατρεύουμε που θα μπορέσει να μας γλυτώσει από το καμίνι της φωτιάς. Και να σου γίνει γνωστό, βασιλιά , ότι δεν λατρεύουμε ούτε προσκυνούμε την εικόνα που έστησες. Τότε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ αγρίεψε και άλλαξε ο όψη του προσώπου του μπροστά στον Σεδράχ , τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και είπε να αυξήσουν τη φωτιά στο καμίνι επτά φορές περισσότερο από ότι ήταν και να φτάσει στο όριο της. Και είπε σε δυνατούς άνδρες να βάλουν τους Σεδράχ τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ μέσα στο καμίνι. Και αφού έβαλαν τις προστατευτικές στολές τους πήκαν μέσα στο καμίνι για να αυξήσουν τη φωτιά περισσότερο σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά. Και οι τρείς αυτοί παίδες έπεσαν μέσα στο καμίνι δεμένοι και περπατούσαν μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό και ευλογούσαν τον Κύριο.

Και αυτοί που τους έβαλαν μέσα δεν σταματούσαν να αυξάνουν τη φωτιά με νάφθα και πίσσα και στουπιά και κληματίδα. Και αυξήθηκε η φωτιά μέσα στο καμινι πάνω από σαράντα εννιά πήχεις. Και έκαψε όσους ανθρώπους βρήκε να είναι κοντά στο καμίνι. Και άγγελος Κυρίου κατέβηκε μαζί με αυτούς που ήταν με τον Αζαρία στο καμίνι και τίναξε τη φλόγα της φωτιάς από το καμίνι και έκανε να υπάρχει μέσα στο καμίνι σαν ένας αέρας δροσερός που να στριφογυρίζει, και δεν τους άγγιξε καθόλου η φωτιά και δεν τους στεναχώρησε ούτε τους ενόχλησε καθόλου.
Και τότε και οι τρείς σαν να είχαν ένα στόμα υμνούσαν και δόξαζαν και ευλογούσαν τον Θεό.

Και ο Ναβουχοδονόσορ άκουσε τους ύμνους και θαύμασε σηκώθηκε με βιασύνη και είπε στους ακόλουθους του. Δεν βάλαμε τρείς άνδρες μέσα στη φωτιά δεμένους; Και είπαν στον βασιλιά∙ αλήθεια βασιλιά μας. Και είπε ο βασιλιας∙ εγώ τώρα βλέπω τέσσερις άνδρες λυμένους να περπατούν στο μέσο της φωτιάς, και δεν είναι καμένοι πουθενά, και τα μάτια μου βλέπουν τον τέταρτο να είναι όμοιο με υιό Θεού∙ και πήγε ο βασιλιάς στην πόρτα της καμίνου με τη φωτιά να καίει και είπε∙ Σεδράχ και Μισάχ και Αβδεναγώ, δούλοι του Θεού του Υψίστου, βγείτε και ελάτε∙ και βγήκαν απο τη φωτιά∙ και πλησίασαν όλοι οι μεγάλοι του βασιλιά και παρατηρούσαν τους ανδρες ότι δεν τους κυρίευσε η φωτιά στα σώματά τους και ούτε τρίχα δεν τους πείραξε ούτε και τα ρούχα τους και δεν υπήρχε ούτε μυρωδιά καμένου πάνω τους.

Μεγάλου Βασιλείου: Περί των Ψαλμών

Μεγάλου Βασλείου

Περί των Ψαλμών

Το βιβλίο των Ψαλμών προφητεύει τα μέλλοντα∙ υπενθυμίζει τα παρελθόντα∙ θεσπίζει νόμους για τη ζωή∙ υποδεικνύει όσα πρέπει να πράξουμε και με ένα λόγο είναι κοινό ταμείο καλών διδαγμάτων που προμηθεύει στον καθένα το κατάλληλο σύμφωνα με τη σπουδή του. Διότι και τα παλαιά τραύματα των ψυχών θεραπεύει και στο νετραυματισθέντα αποδίδει γρήγορα τη θεραπεία∙ και το άρρωστο περιποιείται και το υγειές προφυλάσσει και γενικώς ξεριζώνει , όσο είναι δυνατό , τα πάθη , τα οποία κατατυραννούν ποικιλοτρόπως στη ζωή τις ψυχές των ανθρώπων∙ και τούτο με κάποια μελωδική ψυχαγωγία και ευχαρίστηση που γεννά αγνή σκέψη. Τι έκανε λοιπόν το Πνεύμα το άγιο βλέποντας ότι το ανθρώπινο γένος δύσκολα οδηγείται προς την αρετή, και ότι εμείς εξ αιτίας της ροπής προς την ηδονή παραμελούμε τον ορθό βίο; Ανέμιξε με τις αλήθειες της πίστεως την τέρψη της μελωδίας, ώστε να δεχόμαστε χωρίς αντίδραση την ωφέλεια των λόγων που θα ακούονται γλυκά και απαλά. Έτσι και οι σοφοί ιατροί προσφέρουν και τα πικρότερα φάρμακα να τα πιούν δύσκολοι ασθενείς αλείφοντες πολλάκις το ποτήρι ολόγυρα με μέλι. Γι’ αυτό επινοήθησαν τα αρμονικά αυτά άσματα των Ψαλμών , ώστε και τα παιδιά , ή γενικώς και οι ανώριμοι στο ήθος να φαίνονται μεν ότι ψάλλουν , στην πραγματικότητα όμως να μορφώνονται ψυχικώς(…) Και ένα κανείς , από εκείνους που γίνονται θηρία ανήμερα από το θυμό, αρχίσει να λέγει τους ψαλμούς, αμέσως φεύγει η αγριότητα από την ψυχή του, διότι την αποκοίμισε με τη μελωδία.
Ο Ψαλμός γαληνεύει τις ψυχές, τις βραβεύει με ειρήνη, καθησυχάζει τους θορύβους και τα κύματα των λογισμών . Μαλακώνει την τάση της ψυχής για θυμό και σωφρονίζει την ακολασία της. Ο Ψαλμός συσφίγγει τη φιλία∙ ενώνει τα χωρισμένα∙ συμφιλιώνει τους εχθρούς. Διότι ποιός δύναται ακόμη να θεωρεί εχθρό εκείνον με τον οποίο ύψωσε την ίδια φωνή προς το Θεό; Ώστε η ψαλμωδία χορηγεί και το μέγιστο αγαθό, την αγάπη, διότι επινόησε ως συνδετικό κρίκο για την ένωση την από κοινού ψαλμωδία και συναρμόζει το λαό στη συμφωνία ενός χορού.
Ο ψαλμός πρέπει σε φυγή τους δαίμονες, επιφέρει τη βοήθεια των αγγέλων∙ είναι όπλο στους φόβους της νύχτας και ανάπαυση στους κόπους της ημέρας∙ ασφάλεια για τα νήπια∙ κόσμημα για τους ακμαίους στην ηλικία άνδρες∙ παρηγοριά για τους πρεσβυτέρους∙ στολίδι πάρα πολύ ταιριαστό για τις γυναίκες. Κατοικίζει τις ερήμους, σωφρονίζει τις συγκεντρώσεις∙ είναι βάση για τους αρχαρίους, αύξηση αυτών που προκόπτουν , στήριγμα των τελείων , φωνή της Εκκλησίας. Αυτός λαμπρύνει τις εορτές, αυτός προξενεί την κατά Θεό λύπη. Διό τι ο Ψαλμός εξάγει δάκρυ και από πέτρινη καρδιά.
Ο Ψαλμός είναι το έργο των αγγέλων , το ουράνιο πολίτευμα , το πνευματικό θυμίαμα. Ω τι σοφή επινόηση του διδασκάλου , ο οποίος επινόησε να ψάλλουμε και συγχρόνως να μαθαίνουμε τα ωφέλιμα! Για το λόγο αυτόν και κάπως βαθύτερα εγχαράσσονται τα διδάγματα στις ψυχές. Διότι μάθημα που έγινε με βία δεν είναι δυνατό να παραμείνει, όσα όμως εισέρχονται με ευχαρίστηση και χάρη, κάπως σταθερότατα κατοικούν στις ψυχές μας. Διότι τι δέ δύνασαι να μάθεις από εδώ; Δεν μαθαίνεις τη μεγαλοπρέπεια της ανδρείας; την ακρίβεια της δικαιοσύνης; τη σεμνότητα της σωφροσύνης; την τελειότητα της φρονήσεως; τον τρόπο της μετανοίας; τα μέτρα της υπομονής; και οτιδήποτε πείς από τα αγαθά; Εδώ ενυπάρχει τέλεια θεολογία∙ πρόρρηση της ενανθρωπίσεως του Χριστού∙ απειλή της κρίσεως∙ η ελπίδα της Αναστάσεως∙ ο φόβος της κολάσεως∙ οι υποσχέσεις για τη δόξα∙ αποκαλύψεις μυστηρίων. ‘Ολα είναι αποθησαυρισμένα στο βιβλίο των Ψαλμών ως σε κάποιο μεγάλο και κοινό θησαυροφυλάκιο.

Αποσπάσματα από την Ομιλία τις τον πρώτον Ψαλμόν, σε νεοελληνική απόδοση ( ΒΕΠΕΣ, τόμ, 52 , σελ. 11-12 Μigne .PG. τομ. 29, στ. 212-213)

Από το βιβλιαράκι: ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ο Ιωνάς και οι Νινευίτες

ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιωνᾶν τὸν τοῦ ᾿Αμαθὶ λέγων· 2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ, ὅτι ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆς κακίας αὐτῆς πρός με. 3 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωνᾶς τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσὶς ἐκ προσώπου Κυρίου καὶ κατέβη εἰς ᾿Ιόππην καὶ εὗρε πλοῖον βαδίζον εἰς Θαρσὶς καὶ ἔδωκε τὸν ναῦλον αὐτοῦ καὶ ἐνέβη εἰς αὐτὸ τοῦ πλεῦσαι μετ᾿ αὐτῶν εἰς Θαρσὶς ἐκ προσώπου Κυρίου. 4 καὶ Κύριος ἐξήγειρε πνεῦμα μέγα εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐγένετο κλύδων μέγας ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ τὸ πλοῖον ἐκινδύνευε τοῦ συντριβῆναι. 5 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ναυτικοὶ καὶ ἀνεβόησαν ἕκαστος πρὸς τὸ θεὸν αὐτοῦ καὶ ἐκβολὴν ἐποιήσαντο τῶν σκευῶν τῶν ἐν τῷ πλοίῳ εἰς τὴν θάλασσαν τοῦ κουφισθῆναι ἀπ᾿ αὐτῶν. ᾿Ιωνᾶς δὲ κατέβη εἰς τὴν κοίλην τοῦ πλοίου καὶ ἐκάθευδε καὶ ἔρρεγχε. 6 καὶ προσῆλθε πρὸς αὐτὸν ὁ πρωρεὺς καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί σὺ ρέγχεις; ἀνάστα καὶ ἐπικαλοῦ τὸν Θεόν σου, ὅπως διασώσῃ ὁ Θεὸς ἡμᾶς καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα. 7 καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· δεῦτε βάλωμεν κλήρους καὶ ἐπιγνῶμεν τίνος ἕνεκεν ἡ κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν; καὶ ἔβαλον κλήρους, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ ᾿Ιωνᾶν. 8 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀπάγγειλον ἡμῖν τίνος ἕνεκεν ἡ κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν; τίς σου ἡ ἐργασία ἐστί; καὶ πόθεν ἔρχῃ, καὶ τοῦ πορεύῃ, καὶ ἐκ ποίας χώρας καὶ ἐκ ποίου λαοῦ εἶ σύ; 9 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· δοῦλος Κυρίου εἰμὶ ἐγὼ καὶ τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐγὼ σέβομαι, ὃς ἐποίησε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν. 10 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἄνδρες φόβον μέγαν καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· τί τοῦτο ἐποίησας; διότι ἔγνωσαν οἱ ἄνδρες, ὅτι ἐκ προσώπου Κυρίου ἦν φεύγων, ὅτι ἀπήγγειλεν αὐτοῖς. 11 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· τί ποιήσομέν σοι καὶ κοπάσει ἡ θάλασσα ἀφ᾿ ἡμῶν; ὅτι ἡ θάλασσα ἐπορεύετο καὶ ἐξήγειρε μᾶλλον κλύδωνα. 12 καὶ εἶπεν ᾿Ιωνᾶς πρὸς αὐτούς· ἄρατέ με καὶ ἐμβάλετέ με εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ κοπάσει ἡ θάλασσα ἀφ᾿ ὑμῶν· διότι ἔγνωκα ἐγὼ ὅτι δι᾿ ἐμὲ ὁ κλύδων ὁ μέγας οὗτος ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐστι. 13 καὶ παρεβιάζοντο οἱ ἄνδρες τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς τὴν γῆν καὶ οὐκ ἠδύναντο, ὅτι ἡ θάλασσα ἐπορεύετο καὶ ἐξηγείρετο μᾶλλον ἐπ᾿ αὐτούς. 14 καὶ ἀνεβόησαν πρὸς Κύριον καὶ εἶπαν· μηδαμῶς, Κύριε, μὴ ἀπολώμεθα ἕνεκεν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ μὴ δῷς ἐφ᾿ ἡμᾶς αἷμα δίκαιον, διότι σύ, Κύριε, ὃν τρόπον ἐβούλου, πεποίηκας. 15 καὶ ἔλαβον τὸν ᾿Ιωνᾶν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἔστη ἡ θάλασσα ἐκ τοῦ σάλου αὐτῆς. 16 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἄνδρες φόβῳ μεγάλῳ τὸν Κύριον καὶ ἔθησαν θυσίαν τῷ Κυρίῳ καὶ ηὔξαντο τὰς εὐχάς.
ΚΑΙ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν ᾿Ιωνᾶν· καὶ ἦν ᾿Ιωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. 2 καὶ προσηύξατο ᾿Ιωνᾶς πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους 3 καὶ εἶπεν·

᾿Εβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέ μου· ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἤκουσας φωνῆς μου. 4 ἀπέρριψάς με εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης, καὶ ποταμοὶ ἐκύκλωσάν με· πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον. 5 καὶ ἐγὼ εἶπα· ἀπῶσμαι ἐξ ὀφθαλμῶν σου· ἆρα προσθήσω τοῦ ἐπιβλέψαι με πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου; 6 περιεχύθη μοι ὕδωρ ἕως ψυχῆς, ἄβυσσος ἐκύκλωσέ με ἐσχάτη, ἔδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων. 7 κατέβην εἰς γῆν, ἧς οἱ μοχλοὶ αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι, καὶ ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρὸς σὲ Κύριε ὁ Θεός μου. 8 ἐν τῷ ἐκλείπειν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ψυχήν μου τοῦ Κυρίου ἐμνήσθην, καὶ ἔλθοι πρὸς σὲ ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν τὸ ἅγιόν σου. 9 φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον. 10 ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοι, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοι εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίῳ.

11 Καὶ προσέταξε Κύριος τῷ κήτει, καὶ ἐξέβαλε τὸν ᾿Ιωνᾶν ἐπὶ τὴν ξηράν
ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιωνᾶν ἐκ δευτέρου λέγων· 2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ κατὰ τὸ κήρυγμα τὸ ἔμπροσθεν, ὃ ἐγὼ ἐλάλησα πρός σε. 3 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωνᾶς καὶ ἐπορεύθη εἰς Νινευή, καθὰ ἐλάλησε Κύριος· ἡ δὲ Νινευὴ ἦν πόλις μεγάλη τῷ Θεῷ ὡσεὶ πορείας ὁδοῦ τριῶν ἡμερῶν. 4 καὶ ἤρξατο ᾿Ιωνᾶς τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν ὡσεὶ πορείαν ἡμέρας μιᾶς καὶ ἐκήρυξε καὶ εἶπεν· ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται. 5 καὶ ἐπίστευσαν οἱ ἄνδρες Νινευὴ τῷ Θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστείαν καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν. 6 καὶ ἤγγισεν ὁ λόγος πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Νινευή, καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ περιείλετο τὴν στολὴν αὐτοῦ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ σποδοῦ. 7 καὶ ἐκηρύχθη καὶ ἐρρέθη ἐν τῇ Νινευὴ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ λέγων· οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες καὶ τὰ πρόβατα μὴ γευσάσθωσαν μηδὲ νεμέσθωσαν μηδὲ ὕδωρ πιέτωσαν. 8 καὶ περιεβάλλοντο σάκκους οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενῶς· καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀδικίας τῆς ἐν χερσὶν αὐτῶν λέγοντες· 9 τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα; 10 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε.
4

ΚΑΙ ἐλυπήθη ᾿Ιωνᾶς λύπην μεγάλην καὶ συνεχύθη, 2 καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον καὶ εἶπεν· ῏Ω Κύριε, οὐχ οὗτοι οἱ λόγοι μου ἔτι ὄντος μου ἐν τῇ γῇ μου; διὰ τοῦτο προέφθασα τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσίς, διότι ἔγνων ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις. 3 καὶ νῦν, δέσποτα Κύριε, λάβε τὴν ψυχήν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι καλὸν τὸ ἀποθανεῖν με μᾶλλον, ἢ ζῆν με. 4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ᾿Ιωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σύ; 5 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωνᾶς ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι τῆς πόλεως· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἐκεῖ σκηνὴν καὶ ἐκάθητο ὑποκάτω αὐτῆς, ἕως οὗ ἀπίδῃ τί ἔσται τῇ πόλει. 6 καὶ προσέταξε Κύριος ὁ Θεὸς κολοκύνθῃ, καὶ ἀνέβη ὑπὲρ κεφαλῆς τοῦ ᾿Ιωνᾶ τοῦ εἶναι σκιὰν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σκιάζειν αὐτῷ ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτοῦ. καὶ ἐχάρη ᾿Ιωνᾶς ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ χαρὰν μεγάλην. 7 καὶ προσέταξεν ὁ Θεὸς σκώληκι ἑωθινῇ τῇ ἐπαύριον, καὶ ἐπάταξε τὴν κολοκύνθαν, καὶ ἀπεξηράνθη. 8 καὶ ἐγένετο ἅμα τῷ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον καὶ προσέταξεν ὁ Θεὸς πνεύματι καύσωνι συγκαίοντι, καὶ ἐπάταξεν ὁ ἥλιος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ ᾿Ιωνᾶ· καὶ ὠλιγοψύχησε καὶ ἐπελέγετο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ εἶπε· καλόν μοι ἀποθανεῖν με ἢ ζῆν. 9 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς ᾿Ιωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σὺ ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ; καὶ εἶπε· σφόδρα λελύπημαι ἐγὼ ἑως θανάτου. 10 καὶ εἶπε Κύριος· σὺ ἐφείσω ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης, ὑπὲρ ἧς οὐκ ἐκακοπάθησας ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲ ἐξέθρεψας αὐτήν, ἣ ἐγενήθη ὑπὸ νύκτα καὶ ὑπὸ νύκτα ἀπώλετο. 11 ἐγὼ δὲ οὐ φείσομαι ὑπὲρ Νινευὴ τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἐν ᾗ κατοικοῦσι πλείους ἢ δώδεκα μυριάδες ἀνθρώπων, οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν δεξιὰν αὐτῶν ἢ ἀριστερὰν αὐτῶν, καὶ κτήνη πολλά;

ΑΠΟΔΟΣΗ

Και μίλησε ο Κύριος στον Ιωνά στον γιό του Αμαθί και είπε∙ σήκω επάνω και πήγαινε στην Νινευή την μεγάλη πόλη και κήρυξε σ’ αυτή ότι έφτασε η κραυγή της κακίας της σε μένα. Και σηκώθηκε ο Ιωνάς να φύγει στην Θαρσίς από το πρόσωπο του Κυρίου και κατέβηκε στην Ιόππη και βρήκε πλοίο που πήγαινε στη Θαρσίς και έδωσε ναύλα και ανέβηκε πάνω να πλεύσει μαζί τους στη Θαρσίς μακριά από τον Κύριο. Και ο Κύριος σήκωσε μεγάλο άνεμο στη θάλασσα και έγινε ταραχή μεγάλη και το πλοίο κινδύνευσε να συντριβεί. Και φοβήθηκαν οι ναυτικοί και φώναζε ο καθένας στον θεό του και πέταξαν όλα τα σκεύη του πλοίου στη θάλασσα για να ελαφρώσει το πλοίο. Και ο Ιωνάς κατέβηκε στο αμπάρι του πλοίου και κοιμόταν και ροχάλιζε. Και ήρθε σ’ αυτόν ο οδηγός και του είπε. Τι κοιμάσαι; Σήκω και επικαλέσου τον Θεό σου , για να μας διασώσει ο Θεός και να μη χαθούμε. Και είπαν όλοι μεταξύ τους∙ ας βάλουμε κλήρο και θα καταλάβουμε για ποιόν γίνεται αυτό το κακό σε εμάς. Και βάλανε κλήρο και έπεσε ο κλήρος στον Ιωνά. Και του είπαν. Πες μας για ποιο λόγο μας συμβαίνει αυτό το κακό; Τι έκανες και από πού έρχεσαι και που πας και ποιος είναι ο λαός σου και η χώρα σου; Και τους είπε∙ είμαι δούλος του Κυρίου και σέβομαι εγώ τον Κύριο του ουρανού και της γής ο οποίος κατασκεύασε την θάλασσα και τη ξηρά. Και φοβήθηκαν οι άνδρες πολύ και του είπαν∙ γιατί το έκανες; Γιατί γνώρισαν οι άνδρες ότι προσπάθησε να φύγει από το πρόσωπο του Κυρίου από αυτά που τους είπε∙ και του είπαν. Τι πρέπει να κάνουμε για να σταματήσει η θάλασσα. Επειδή η θάλασσα αγρίευε περισσότερο. Και τους είπε ο Ιωνάς∙ σηκώστε με και βάλτε με στην θάλασσα, και θα σταματήσει η θάλασσα από το κακό. Διότι γνώρισα ότι η θάλασσα αγρίεψε έτσι από εμένα. Και προσπάθησαν οι άνδρες να γυρίσουν πίσω στην στεριά αλλά η θάλασσα τους τραβούσε περισσότερο προς τα μέσα. Και φώναξαν με μεγάλη φωνή και ειπαν∙ Να μη χαθούμε Κύριε εξ’αιτίας της ψυχής του ανθρώπου αυτού, και μη να εκδικηθείς για το αίμα του το δίκαιο, γιατί εσύ , Κύριε, ότι ήθελες το έκανες. Και πήραν τον Ιωνά και τον έβαλαν στην θάλασσα, και φοβήθηκαν οι άνδρες με μεγάλο φόβο τον Κύριο και θυσίασαν στον Κύριο και έκαναν προσευχές.

Και πρόσταξε ο Κύριος και ένα κήτος μεγάλο κατάπιε τον Ιωνά∙ και ήταν ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους τρείς ημέρες και τρείς νύκτες. Και προσευχήθηκε ο Ιωνάς στον Κύριο τον Θεό του μέσα από την κοιλιά του κήτους και είπε∙

Φώναξα στη θλίψη μου προς τον Κύριο τον Θεό μου, και με άκουσε∙ μέσα από την κοιλιά του άδη άκουσε την κραυγή της φωνής μου. Με έριξες στα βάθη της καρδιάς της θάλασσας, και με κύκλωσαν ποταμοί νερού∙ όλοι οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου έπεσαν πάνω μου. Και εγώ είπα∙ έφυγα από τα μάτια σου. Άρα θα μπορέσω να δω τον άγιο ναό σου; Χύθηκε νερό πάνω μου έως μέσα στην ψυχή μου, και στο τέλος με κύκλωσε η άβυσσος, και ακούμπησε το κεφάλι μου στις σχισμές των βουνών. Κατέβηκα στην γη της οποίας τα αμπάρια είναι γεμάτα αιώνια και ας σωθεί από τη φθορά η ζωή μου, χάρη σε εσένα Κύριε ο Θεός μου. Και ενώ χανόταν η ψυχή μου θυμήθηκα τον Κύριο, και ήλθε η προσευχή μου στον άγιο ναό σου. Αυτοί που φυλάγουν μάταια πράγματα και ψεύτικα θα τους εγκαταλείψει το έλεος του Θεού. Εγώ με φωνή αινέσεως και εξομολογήσεως θα θυσιάσω σε εσένα, και όσα σου υποσχέθηκα θα σου τα αποδώσω για τη σωτηρία μου σε εσένα Κύριε.
Και πρόσταξε ο Κύριος στο κήτος και έβγαλε έξω τον Ιωνά στην ξηρά.

Και είπε ο Κύριος στον Ιωνά δια δεύτερη φορά∙ σήκω και πήγαινε στην Νινευή την πόλη τη μεγάλη και κήρυξε σε αυτή σύμφωνα με το κήρυγμα που σου είπα νωρίτερα. Και σηκώθηκε ο Ιωνάς και πήγε στη Νινευή , όπως τον είπε ο Κύριος. Και η Νινευή ήταν πόλη μεγάλη από τον Θεό τόσο όση η πορεία τριών ημερών. Και αφού έκανε πορεία μιας ημέρας ο Ιωνάς στην πόλη κήρυξε και είπε∙ ακόμα τρείς ημέρες και η Νινευή θα καταστραφεί. Και πίστεψαν οι άνδρες της Νινευή στον Θεό και κήρυξαν νηστεία και ντύθηκαν με σάκους μικροί και μεγάλοι. Και έφτασε ο λόγος αυτός στον βασιλιά της Νινευή και σηκώθηκε από τον θρόνο του και έβγαλε τη στολή του και μόνος τους ντύθηκε και σάκο και κάθισε πάνω σε στάχτη. Και έδωσε πρόσταγμα στην Νινευή ο Βασιλιάς και οι μεγιστάνες του λέγοντας οι άνθρωποι και τα ζώα και τα βόδια και τα πρόβατα να μην φάνε ούτε να πιούν νερό. Και ντύθηκαν σάκους οι άνθρωποι και τα ζώα και φώναξαν προς τη Θεό με δύναμη. Και σταμάτησαν τα πονηρά και την αδικία των χεριών τους και είπαν∙ ποιος γνωρίζει αν θα αλλάξει γνώμη ο Θεός και θα σταματήσει ο θυμός του και δεν θα χαθούμε; Και είδε ο Θεός τα έργα τους, ότι μετάνιωσαν από τον δρόμο τον πονηρό , και μετάνιωσε ο Θεός για το κακό που τους είπε ότι θα τους έκανε, και δεν το έκανε.
Και λυπήθηκε ο Ιωνάς πολύ και συγχύστηκε. Και προσευχήθηκε στον Κύριο και είπε. Ω Κύριε, δεν το έλεγα εγώ στον εαυτό μου όταν ήμουν ακόμα στη γή μου; Γι’ αυτό πρόλαβα να φύγω στην Θαρσίς , διότι γνώριζα ότι εσύ είσαι ελεήμονας και εύσπλαχνος, υπομονετικός και πολυέλαιος και αλλάζεις γνώμη στις κακίες των ανθρώπων. Και τώρα δέσποτα πάρε τη ζωή μου γιατί είναι καλύτερα να πεθάνω παρά να ζω. Και είπε ο Κύριος τον Ιωνά. Τόσο πολύ λυπήθηκες; Και βγήκε ο Ιωνάς από την πόλη και κάθισε απέναντι της∙ και έκανε μια σκηνή και καθόταν κάτω από αυτήν, έως ότου να δει τι θα γινόταν με την πόλη. Και πρόσταξε ο Κύριος και μια κολοκύθα ανέβηκε πάνω από το κεφάλι του Ιωνά για να του κάνει σκιά πάνω από το κεφάλι του∙ και χάρηκε ο Ιωνάς για την κολοκύθα πάρα πολύ. Και πρόσταξε ο Θεός σκουλήκι και χτύπησε την κολοκύθα και ξεράθηκε. Και βγήκε ο ήλιος και πρόσταξε ο Θεός ζεστός αέρας και ο ήλιος να χτυπήσουν στο κεφάλι του Ιωνά∙ και λιγοψύχησε και έλεγε στην ψυχή του∙ καλύτερα να πεθάνω παρά να ζω. Και του είπε ο Θεός∙ τόσο πολύ λυπάσαι για την κολοκύθα; Και είπε∙ πάρα πολύ λυπάμαι μέχρι θανάτου. Και είπε ο Κύριος∙ εσύ λυπάσαι για την κολοκύθα για την οποία ούτε κακοπάθησες ούτε μεγάλωσες αλλά γεννήθηκε σε μια νύχτα και σε μια νύχτα χάθηκε∙ και εγώ δεν θα λυπηθώ για τη Νινευή την μεγάλη πόλη, στην οποία κατοικούν πάνω από εκατόν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι δεν γνωρίζουν να ξεχωρίσουν το αριστερό τους χέρι από το δεξιό, και ζώα πολλά;

Ο πόκος ο ένδροσος

Από τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου

Εκ σου η δρόσος απέσταξε, φλογμόν πολυθεΐας η λύσασα∙ όθεν βοώμεν σοι∙ Χαίρε ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών Παρθένε προεθεάσατο.

ΚΡΙΤΑΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ

36 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· εἰ σύ σώζεις ἐν χειρί μου τὸν ᾿Ισραὴλ καθὼς ἐλάλησας, 37 ἰδοὺ ἐγὼ τίθημι τὸν πόκον τοῦ ἐρίου ἐν τῇ ἅλωνι· ἐὰν δρόσος γένηται ἐπὶ τὸν πόκον μόνον καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ξηρασία, γνώσομαι ὅτι σώσεις ἐν χειρί μου τὸν ᾿Ισραήλ, καθὼς ἐλάλησας. 38 καὶ ἐγένετο οὕτως· καὶ ὤρθρισε τῇ ἐπαύριον καὶ ἐξεπίασε τὸν πόκον, καὶ ἔσταξε δρόσος ἀπὸ τοῦ πόκου, πλήρης λεκάνη ὕδατος. 39 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· μὴ δὴ ὀργισθήτω ὁ θυμός σου ἐν ἐμοί, καὶ λαλήσω ἔτι ἅπαξ· πειράσω δὴ καί γε ἔτι ἅπαξ ἐν τῷ πόκῳ, καὶ γενέσθω ἡ ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν γενηθήτω δρόσος. 40 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς οὕτως ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ· καὶ ἐγένετο ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἐγενήθη δρόσος.

Απόδοση

Και είπε ο Γεδεών προς τον Θεό∙ αν με εμένα θα σώσεις του Ισραηλίτες καθώς είπες, θα βάλω προβιά (πόκο) στο αλώνι∙ αν γίνει δροσιά πάνω στην προβιά μόνο και ξηρασία σε όλη τη γη, θα γνωρίσω ότι πραγματικά θα σώσεις με εμένα τους Ισραηλίτες, όπως μου μίλησες. Και έτσι έγινε∙ σηκώθηκε το πρωί και έπιασε τον πόκο και έσταξε δροσιά από τον πόκο ως μια λεκάνη ολόκληρη. Και είπε ο Γεδεών προς τον Θεό∙ μην οργιστείς μαζί μου γιατί θα σου πω κάτι ακόμα τελευταίο∙ θα δοκιμάσω ακόμη μια φορά τον πόκο και ας γίνει ξηρασία πάνω του και σε όλη τη γη δροσιά. Και έτσι έκανε ο Θεός εκείνη την νύχτα∙ και έγινε ξηρασία πάνω στον πόκο μόνο, και σε όλη τη γη έγινε δροσιά.

Ο Μωυσής και η βάτος

Απο τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου

Μωσής κατενόησε εν βάτω, το μέγα μυστήριον του τόκου σου∙ Παίδες προεικόνισαν , τούτο εμφανέστατα, μέσον πυρός ιστάμενοι , και μη φλεγόμενοι, ακήρατε αγία Παρθένε∙ όθεν σε υμνούμε εις πάντας τους αιώνας.

ΕΞΟΔΟΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΑΙ Μωυσῆς ἦν ποιμαίνων τὰ πρόβατα ᾿Ιοθόρ τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ τοῦ ἱερέως Μαδιὰμ καὶ ἤγαγε τὰ πρόβατα ὑπὸ τὴν ἔρημον καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ. 2 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο. 3 εἶπε δὲ Μωυσῆς· παρελθὼν ὄψομαι τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο, ὅτι οὐ κατακαίεται ὁ βάτος. 4 ὡς δὲ εἶδε Κύριος ὅτι προσάγει ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων· Μωυσῆ, Μωυσῆ. ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστι; 5 ὁ δὲ εἶπε· μή ἐγγίσῃς ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί. 6 καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 7 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τῆς κραυγῆς αὐτῶν ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν· οἶδα γὰρ τὴν ὀδύνην αὐτῶν, 8 καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ ᾿Αμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων 9 καὶ νῦν ἰδοὺ κραυγὴ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἥκει πρός με, κἀγὼ ἑώρακα τὸν θλιμμόν, ὃν οἱ Αἰγύπτιοι θλίβουσιν αὐτούς. 10 καὶ νῦν δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ἐξάξεις τὸν λαόν μου τοὺς υἱοὺς ᾿Ισρὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 11 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· τίς εἰμι ἐγώ, ὅτι πορεύσομαι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐξάξω τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου; 12 εἶπε δὲ ὁ Θεὸς Μωυσῇ λέγων· ὅτι ἔσομαι μετὰ σοῦ, καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον, ὅτι ἐγώ σε ἐξαποστέλλω ἐν τῷ ἐξαγαγεῖν σε τὸν λαόν μου ἐξ Αἰγύπτου καὶ λατρεύσετε τῷ Θεῷ ἐν τῷ ὄρει τούτῳ. 13 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξελεύσομαι πρὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς. ἐρωτήσουσί με· τί ὄνομα αὐτῷ; τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; 14 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἐγώ εἰμι ὁ ὤν. καὶ εἶπεν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς. 15 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πάλιν πρὸς Μωυσῆν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακὼβ ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς· τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα αἰώνιον καὶ μνημόσυνον γενεῶν γενεαῖς. 16 ἐλθὼν οὖν συνάγαγε τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ὦπταί μοι, Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ, λέγων· ἐπισκοπῇ ἐπέσκεμμαι ὑμᾶς καὶ ὅσα συμβέβηκεν ὑμῖν ἐν Αἰγύπτῳ. 17 καὶ εἶπεν· ἀναβιβάσω ὑμᾶς ἐκ τῆς κακώσεως τῶν Αἰγυπτίων εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ ᾿Αμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων, εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. 18 καὶ εἰσακούσονταί σου τῆς φωνῆς· καὶ εἰσελεύσῃ σὺ καὶ ἡ γερουσία ᾿Ισραὴλ πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· ὁ Θεὸς τῶν ῾Εβραίων προσκέκληται ἡμᾶς· πορευσόμεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, ἵνα θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. 19 ἐγὼ δὲ οἶδα ὅτι οὐ προήσεται ὑμᾶς Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου πορευθῆναι, ἐὰν μὴ μετὰ χειρὸς κραταιᾶς. 20 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα πατάξω τοὺς Αἰγυπτίους ἐν πᾶσι τοῖς θαυμασίοις μου, οἷς ποιήσω ἐν αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐξαποστελεῖ ὑμᾶς. 21 καὶ δώσω χάριν τῷ λαῷ τούτῳ ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων· ὅταν δὲ ἀποτρέχητε, οὐκ ἀπελεύσεσθε κενοί· 22 ἀλλὰ αἰτήσει γυνὴ παρὰ γείτονος καὶ συσκήνου αὐτῆς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμόν, καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν καὶ σκυλεύσετε τούς Αἰγυπτίους.

ΚΑΦΑΛΑΙΟ 4

ΑΠΕΚΡΙΘΗ δὲ Μωυσῆς καὶ εἶπεν· ἐὰν μὴ πιστεύσωσί μοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς μου, ἐροῦσι γάρ, ὅτι οὐκ ὦπταί σοι ὁ Θεός, τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; 2 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; ὁ δὲ εἶπε· ράβδος. 3 καὶ εἶπε· ρίψον αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἔρριψεν αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο ὄφις· καὶ ἔφυγε Μωυσῆς ἀπ᾿ αὐτοῦ. 4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρα καὶ ἐπιλαβοῦ τῆς κέρκου· ἐκτείνας οὖν τὴν χεῖρα ἐπελάβετο τῆς κέρκου, καὶ ἐγένετο ράβδος ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· 5 ἵνα πιστεύσωσί σοι ὅτι ὦπταί σοι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων αὐτῶν, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. 6 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡσεὶ χιών. 7 καὶ εἶπε πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὴν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀποκατέστη εἰς τὴν χρόαν τῆς σαρκὸς αὐτῆς. 8 ἐὰν δὲ μὴ πιστεύσωσί σοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ πρώτου, πιστεύσουσί σοι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ δευτέρου. 9 καὶ ἔσται ἐὰν μὴ πιστεύσωσί σοι τοῖς δυσὶ σημείοις τούτοις, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς σου, λήψῃ ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐκχεεῖς ἐπὶ τὸ ξηρόν, καὶ ἔσται τὸ ὕδωρ, ὃ ἐὰν λάβῃς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, αἷμα ἐπὶ τοῦ ξηροῦ. 10 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον· δέομαι, Κύριε, οὐχ ἱκανός εἰμι πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, οὐδὲ ἀφ᾿ οὗ ἤρξω λαλεῖν τῷ θεράποντί σου· ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος ἐγώ εἰμι. 11 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· τίς ἔδωκε στόμα ἀνθρώπῳ, καὶ τίς ἐποίησε δύσκωφον καὶ κωφόν, βλέποντα καὶ τυφλόν; οὐκ ἐγὼ ὁ Θεός; 12 καὶ νῦν πορεύου, καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου, καὶ συμβιβάσω σε, ὃ μέλλεις λαλῆσαι. 13 καὶ εἶπε Μωυσῆς· δέομαι, Κύριε, προχείρισαι δυνάμενον ἄλλον, ὃν ἀποστελεῖς. 14 καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ Κύριος ἐπὶ Μωυσῆν εἶπεν· οὐκ ἰδοὺ ᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου ὁ Λευΐτης; ἐπίσταμαι ὅτι λαλῶν λαλήσει αὐτός σοι· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν σοι καὶ ἰδών σε χαρήσεται ἐν ἑαυτῷ. 15 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτὸν καὶ δώσεις τὰ ρήματά μου εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ συμβιβάσω ὑμᾶς ἃ ποιήσετε. 16 καὶ αὐτός σοι λαλήσει πρὸς τὸν λαόν, καὶ αὐτὸς ἔσται σου στόμα, σὺ δὲ αὐτῷ ἔσῃ τὰ πρὸς τὸν Θεόν. 17 καὶ τὴν ράβδον ταύτην τὴν στραφεῖσαν εἰς ὄφιν λήψῃ ἐν τῇ χειρί σου, ἐν ᾗ ποιήσεις ἐν αὐτῇ τὰ σημεῖα.

Απόδοση

Και ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του Ιοθόρ του γαμπρού του ιερέα της Μαδιάμ και οδήγησε τα πρόβατα μέσω της ερήμου και ήλθε στο όρος Χωρήβ. Και του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου μέσα σε πύρινη φλόγα από το βάτο , και βλέπει ότι ο βάτος καίγεται σε φωτιά, αλλά ο βάτος δεν καιγόταν. Και είπε ο Μωυσής∙ θα πάω κοντά να δω το μεγάλο αυτό όραμα, ότι δεν καίγεται η βάτος. Και καθώς τον είδε ο Κύριος ότι πλησιάζει να δει, τον φώναξε ο Κύριος από τη βάτο λέγοντας∙ Μωησή , Μωυσή. Και απάντησε∙ τι είναι; Και του είπε∙ μη πλησιάζεις εδώ. Λύσε τα υποδήματα από τα πόδια σου∙ διότι ο τόπος που στέκεσαι είναι γη αγία∙ και είπε∙ εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου , Θεός του Αβραάμ και Θεός του Ισαάκ και Θεός του Ιακώβ. Γύρισε να μη βλέπει ο Μωυσής το πρόσωπο του. Είχε ευλάβεια ο Μωυσής να βλέπει προς τον Θεό. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή∙ είδα την ταλαιπωρία του λαού μου στην Αίγυπτο και άκουσα την κραυγή του από τους τύραννους του. Είδα τον πόνο τους και κατέβηκα να του ελευθερώσω από τα χέρια των Αιγυπτίων και να τους οδηγήσω έξω από αυτή τη γη και να τους πάω σε γη αγαθή και μεγάλη , όπου ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων, και να, δες η κραυγή των παιδιών του Ισραήλ έφτασε σε μένα, και εγώ είδα τη θλίψη που τους κάνουν οι Αιγύπτιοι. Και τώρα θα σε στείλω στον Φαραώ τον βασιλιά της Αιγύπτου, και θα βγάλεις τον λαό μου, τους γιους του Ισραήλ, από την γη της Αιγύπτου. Και είπε Μωυσής προς τον Θεό∙ ποιος είμαι εγώ που θα πάω στον Φαραώ τον βασιλιά της Αιγύπτου, και που θα βγάλω του γιούς του Ισραήλ από την Αίγυπτο; Είπε ο Θεός στον Μωυσή∙ αυτό θα είναι σημάδι για σένα ότι θα είμαι μαζί σου και ότι εγώ σε στέλνω για να βγάλεις τον λαό μου από την Αίγυπτο και θα λατρεύσετε τον Θεό στο όρος αυτό. Και είπε Μωυσής προς τον Θεό∙ θα πάω εγώ προς τους γιούς του Ισραήλ και θα τους πω∙ ο Θεός των πατέρων σας με στέλνει∙ και θα με ρωτήσουν∙ ποιο είναι το όνομά του; Τι θα τους πω εγώ; Και είπε ο Θεός στον Μωυσή∙ εγώ είμαι ο ών. Και είπε∙ έτσι θα πείς στους γιούς του Ισραήλ∙ ο ών με έστειλε σε εσάς. Και είπε ο Θεός πάλι στον Μωυσή∙ έτσι θα πεις τους γιούς του Ισραήλ∙ Κύριος ο Θεός των πατέρων μας , ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ με έστειλε σε εσάς. Αυτό είναι το όνομα μου και η ενθύμησή μου από γενιά σε γενιά. Πήγαινε και μάζεψε τη γερουσία του Ισραήλ και πες τους. Κύριος ο Θεός των πατέρων μας μου φανερώθηκε, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ και μου είπε∙ παρατήρησα όσα σας συμβαίνουν στην Αίγυπτο. Και είπε∙ θα σας ελευθερώσω από τη σκλαβιά της Αιγύπτου και θα σας ανεβάσω στη γη των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων όπου εκεί ρέει γάλα και μέλι. Και θα σε πιστέψουν∙ και θα πας εσύ και η γερουσία του Ισραήλ προς τον βασιλιά Φαραώ της Αιγύπτου και θα του πείς∙ ο Θεός των Εβραίων μας κάλεσε∙ θα πάμε λοιπόν δρόμο τριών ημερών στην έρημο για να θυσιάσουμε στον Θεό μας. Και εγώ γνωρίζω ότι δεν θα σας αφήσει ο Φαραώ ο βασιλιάς της Αιγύπτου να πάτε, παρά μόνο με την κραταιά δύναμη μου. Και θα απλώσω το χέρι μου και θα χτυπήσω του Αιγυπτίους με όλα τα θαυμάσια που θα κάνω σε αυτούς, και μετά θα σας αποστείλει. Και θα δώσω δώρα στο λαό αυτό ενάντια στους Αιγυπτίους. Όταν θα φεύγετε δεν θα φεύγετε με άδεια χέρια∙ αλλά θα ζητήσουν οι γυναίκες σας από τους γείτονες σκεύη αργυρά και χρυσά και ρούχα και θα τα δώσετε στους γιους και στις θυγατέρες σας και θα τα πάρετε τρόπαια.

Του αποκρίθηκε ο Μωυσής και είπε∙ εάν δεν με πιστέψουν, ούτε ακούσουν ότι τους πω, και αν μου πουν δεν είδες τον Θεό, τι θα τους πω; Και του είπε ο Κύριος. Τι κρατάς στα χέρια σου; Και είπε∙ ράβδο. Και είπε∙ ρίξε την πάνω στη γη. Και την έριξε και έγινε φίδι∙ και έφυγε ο Μωυσής από αυτό. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή∙ άπλωσε το χέρι σου και πιάσε την άκρη του φιδιού∙ άπλωσε το χέρι του και έπιασε το φίδι και έγινε ραβδί πάνω στο χέρι του∙ για να πιστεύσουν ότι σου φανερώθηκε ο Θεός των πατέρων τους, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Και του είπε ο Κύριος πάλι. Βάλε το χέρι σου στο στήθος σου. Και έβαλε το χέρι του στο στήθος του∙ και έβγαλε το χέρι από το στήθος του και έγινε το χέρι του σαν χιόνι. Και είπε παλι ∙ βάλε το χέρι του στο στήθος σου. και το έβγαλε και αποκαταστάθηκε στο χέρι στο χρώμα της σάρκας του. Και εάν δεν σε πιστεύσουν , ούτε στο σημείο το πρώτο ούτε στο σημείο το δεύτερο και αν δεν ακούσουν σε ότι τους λες, θα πάρεις από το νερό του ποταμού και θα το χύσεις στην ξηρά και το νερό αυτό που θα πάρεις θα γίνει αίμα πάνω στην ξηρά. Είπε ο Μωυσής προς τον Κύριο∙ Σε παρακαλώ Κύριε δεν είμαι ικανός, ούτε χθες ήμουν , ούτε θα είμαι αύριο, ούτε και όταν θα ξεκινήσω να μιλάω. Γιατί είμαι ισχνόφωνος και βραδύγλωσσός. Και είπε ο Κύριος στον Μωυσή. Ποιος έδωσε στόμα στον άνθρωπο και ποιος έκανε τον βαρήκοο και τον κουφό, αυτόν που βλέπει και τον τυφλό; Δεν το έκανα εγώ ο Θεός; Και τώρα πήγαινε, και εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και θα κανονίσω ότι πρόκειται να πεις. Και είπε ο Μωυσής. σε παρακαλώ Κύριε, βάλε κάποιον άλλον που να μπορεί, τον οποίο θα στείλεις. Και θύμωσε ο Κύριος με τον Μωυσή και είπε∙ δεν είναι αυτός ο αδελφός σου ο Ααρών ο Λευίτης; Γνωρίζω ότι θα μιλήσει αυτός για σένα∙ και να θα τον συναντήσεις και θα χαρεί που θα σε δεί. Και θα του μιλήσεις και θα του δώσεις τα λόγια μου στο στόμα του ∙ και θα ανοίξω το στόμα σου και το στόμα του και θα κανονίσω αυτά που πρέπει να κάνετε∙ και αυτός θα μιλήσει για εσένα προς τον λαό, και αυτός θα είναι το στόμα σου, και εσύ θα του είσαι τα προ τον Θεό. Και αυτή τη ράβδο που έγινε φίδι θα είναι στο χέρι σου και θα κάνεις με αυτή σημεία.